18 ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΑΙΡ

Πάντα μου άρεσε να γράφω τη λέξη «ντοκιμαντέρ» με ύψιλον και άλφα-ιώτα: «ντοκυμανταίρ». Γράφω και το επίθετο μου με ωμέγα και δύο λάμδα – Χωλλ – αντί για το πώς θα προέβλεπε η ορθογραφία των ξενώγλωσσων λέξεων στα σύγχρονα ελληνικά – «Χολ». Σε τέτοιες περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν ξεκάθαρα λάθος και σωστές απαντήσεις, συνήθως παίρνω το μέρος του μπαρόκ.

Baraka (1992) & Samsara (2012)

Samsara

Ξεκινάω τη λίστα μου με δύο ταινίες η οποία στο μυαλό μου αποτελούν κομμάτια μιας ενότητας. Ο σκηνοθέτης τους, Ron Fricke, ήταν ο φωτογράφος και μοντέρ του Koyaanisqatsi (1982), το έργο του που είναι πιο γνωστό, κυρίως λόγω του εμβληματικού OST υπογεγραμμένο από τον Philip Glass. Όμως είναι κρίμα που το μεταγενέστερο έργο του Fricke δεν έγινε εξίσου διάσημο.

Οι τρεις ταινίες είναι παρόμοιες από κάποιες απόψεις: καμία από τις τρεις δεν έχει λόγια ή σενάριο. Και οι τρεις ασχολούνται με βαθιά θέματα σχετικά με την ανθρωπότητα. Και οι τρεις χρησιμοποιούν πολλά μεγάλα και φαρδιά πλάνα και time lapse. Και τα τρία είναι 50% οπτικά ποιήματα, 50% ντοκυμανταίρ – 100% έργα χωρίς αφήγηση αλλά με βαθιά νοήματα και μια ροή να κρύβεται πίσω από τις εικόνες και τη συρραφή τους.

Όμως εκεί που το Koyaanisqatsi περισσότερο εστιάζεται στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου στην πόλη και την ύπαρξη του περισσότερο σαν μέλος της μυρμηγκοφωλιάς/σύγχρονης μεγαλούπολης – και αν δεν κάνω λάθος γυρίστηκε αποκλειστικά στις ΗΠΑ – το Baraka και το Samsara έχουν σαν θέμα τους τη σχέση των ανθρώπων με τη φύση, τη θρησκεία, τον θάνατο, την αναγέννηση, και την τεχνολογία… τη σχέση μας με την αιωνιότητα. Και τα δύο γυρίστηκανε σε πάνω από 20 χώρες και σε φιλμ 70mm (το οποίο σημαίνει υπερυψηλή ανάλυση και την κρεμ ντε λα κρεμ όσον αφορά την πιστότητα και την ανάλυση στον κινηματογράφο, τουλάχιστον πριν τις 4K κάμερες).

Δεν μπορώ να διάλεξω μεταξύ του Baraka και του Samsara. Και τα δύο αγγίζουν πολύ ευαίσθητες χορδές μέσα μου. Στο Baraka κλαίω πάντα βλέποντας μια συγκεκριμένη σκηνή – φυσικά παίζει και τον ρόλο της η απόκοσμη μουσική υπόκρουση με τη φωνή της ανεπανάληπτης Lisa Gerard. Το Samsara, απ’ την άλλη, είναι ένας πνευματικός αλλά και πραγματικός διάδοχος του Baraka ο οποίος παίρνει ό,τι έκανε τον προκάτοχο του σημαντικό και το φτάνει στα άκρα με χαρακτηριστική άνεση.

Τα Baraka και Samsara είναι οι ταινίες που αναφέρω πιο συχνά όταν μοιράζομαι τους τίτλους των αγαπημένων μου ταινιών. Κατά κάποιον τρόπο, νιώθω ότι με αυτές ο Ron Fricke άγγιξε κάποιου είδους τελειότητα στην τέχνη του κινηματογράφου, και το λέω αυτό όχι με ενθουσιασμό, αλλά με ευλάβεια.

Οι ταινίες αυτές δεν είναι για όλους – ίσως αν έχετε διάσπαση προσοχής να θέλετε να κοιτάξετε αλλού – αλλά αν κι εσείς πιστεύετε ότι πολλά και σημαντικά μπορούν να ειπωθούν χωρίς λέξεις και με μια μη-λεκτική επικοινωνία, με τη γλώσσα της φύσης και του υπερβατικού, αυτές οι ταινίες μπορεί να μαγέψουν κι εσάς.

Οι κριτικές του Roger Ebert για το Baraka και το Samsara τα λένε πολύ καλά – αν στέλναμε άλλο ένα Voyager σαν μπουκάλι στον ωκεανό των ωκεανών, θα μπορούσε να κουβαλάει μαζί του αυτές τις ταινίες για να τις βρουν οι εξωγήινοι φίλοι μας. Ποιος ξέρει αν μετά θα στενοχωρηθούν ή όχι που στο μεταξύ θα έχουμε αφανίσει τον εαυτό μας από προσώπου Γης;

Jiro: Dream of Sushi (2011)

Όλοι μας έχουμε προβλήματα συγκέντρωσης πλέον. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά πολύ συχνά αναρωτιέμαι τι θα μπορούσα να πετύχω αν έκανα μόνο ένα πράγμα για το υπόλοιπο της ζωής μου.

Στη περίπτωση του Jiro Ono, του κεντρικού προσωπού του Jiro: Dream of Sushi, βλέπουμε όντως έναν άνθρωπο να κάνει ένα πράγμα και να αφιερώνει τα πάντα στην τέχνη του. Ο Jiro-sensei φτιάχνει σούσι από την παιδική του ηλικία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και σήμερα που είναι 95 χρονών και συνεχίζει να δουλεύει στο εστιατόριο του. Δεν έχει κάνει διακοπές πέρα από τις αργίες, δεν έχει χάσει σχεδόν ποτέ μέρα στο εστιατόριο του, που το έχει από το 1965, όλοι οι γιοι του δουλεύουν μαζί του ή γι’ αυτόν πλέον (αλλά και δεν τον έβλεπαν ποτέ σπίτι όσο μεγάλωναν, γιατί πολύ απλά ο Jiro-san ήταν πάντα στη δουλειά). Μαθητευόμενοι σεφ στο εστιατόριο του δεν πιάνουν ψάρι στο εστιατόριο πριν περάσουν τουλάχιστον δέκα χρόνια στην κουζίνα.

Το Sukiyabashi Jiro θεωρείται μάλλον το καλύτερο εστιατόριο sushi στο Τόκιο – και παραπέρα. Ποιες όμως είναι οι θυσίες που πρέπει να κάνει κανείς για να είναι ο τοπ των τοπ, ο δάσκαλος των δασκάλων, ο σένσεϊ των σένσεϊ; Πώς μεταφράζεται η καθημερινή εμπειρία τριβής με κάτι επί 80+ χρόνια με ελάχιστα διαλείμματα; Πόσο καλύτερο σούσι φτιάχνει από κάποιον ο οποίος καταπιάστηκε με το σούσι «μόλις« 40 χρόνια σκάρτα, για παράδειγμα;

Υπάρχει κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να κάνει ο καθένας μας με τόση τριβή; Λένε ότι η μαεστρία σε κάτι έρχεται με 10.000 ώρες ενασχόλησης – για δοκιμάστε, κύριοι, 30.000 ημέρες… Υπάρχει κάποιο κενό που γεμίζει ο κύριος Jiro αφιερώνοντας τον εαυτό του στη δουλειά του, ή μας αρκεί να μείνουμε σε αυτό που λέει ο ίδιος: ότι αν κανείς αγαπάει τη δουλειά του, το λιγότερο που μπορεί να κάνει για να την τιμήσει είναι να αφιερωθεί σε αυτή ψυχή τε και σώματι;

Όλοι μας θέλουμε να είμαστε λίγο σαν τον Jiro. Τα μεταξωτά βρακιά όμως θέλουν και επιδέξιους κώλους. Να τι συμβαίνει όταν ο κώλος έχει προϋπηρεσία πάνω από 2 φορές τα χρόνια μου…

Αγέλαστος Πέτρα (2000)

Όταν ήμουν μικρός (η ταινία βγήκε όταν ήμουν 11 χρονών), νόμιζα ότι το «Αγέλαστος Πέτρα» αναφερόταν σε κάποιον τύπο στιλ Πολύ Σκληρός Για Να Πεθάνει («φέτος το καλοκαίρι, ο Jason Statham είναι αγέλαστος πέτρα»…) και κάθε φορά που το σκεφτόμουν μου έσκαγα ένα εσωτερικό χαμόγελο.

Πού να ήξερα ότι αυτή η ταινία θα με συγκλόνιζε στην ενήλικη ζωή μου!

Στα 10 χρόνια που διήρκησαν τα γυρίσματα της Αγέλαστου Πέτρας, ο Φίλιππος Κουτσαφτής εμπνεύστηκε από τη σύγχρονη Ελευσίνα και τη μεταμόρφωση της στα τέλη του 20ου αιώνα από το κέντρο των ίσως πιο ιερών και μυστήριων μυστηρίων της Αρχαίας Ελλάδας στην πιο εκβιομηχανισμένη περιοχή της σύγχρονης. Στο διάστημα αυτό, βλέπουμε παιδιά να ενηλικιώνονται, παππούδες να γερνάνε ή να πεθαίνουν, και τους εκσκαφείς να δουλεύουν…

Η ευαισθησία, ο σεβασμός αλλά και οι βαθιές γνώσεις της ιστορίας του τόπου που φανερώνονται μέσα από την αφήγηση του Κουτσαφτή με συνεπαίρνουν κάθε φορά. Πόσο όντως κι εμείς σήμερα σεβόμαστε, ή έστω απλά γνωρίζουμε, την ιστορία της οποίας κομπιάζουμε ότι είμαστε κληρονόμοι;

Η Αγέλαστος Πέτρα είναι ένα έργο που δείχνει με τον καλύτερο τρόπο πώς μπορεί κανείς να αγαπήσει τις πέτρες και να βρει τη ζωή εκεί που οι περισσότεροι απλά βλέπουν ερείπια που η μόνη τους χρήση είναι να προσδίδουν κάποιο νεφελώδες γόητρο στους ίδιους.

Earthlings (2005)

Το Earthlings ήταν από τα πρώτα ντοκιμαντέρ που (απ’ όσο ξέρω) ξεκίνησαν το κύμα ταινιών που αποκάλυπταν την σκληρή πραγματικότητα όσον αφορά την κακοποίηση και τον συστηματικό βασανισμό και την εξόντωση ζώων για την παραγωγή κρέατος, γούνας, σε δοκιμές για καλλυντικά, σε επιστημονικά εργαστήρια, σε τσίρκο κτλ.

Ήταν από τα έργα που φοβόμουν να δω γιατί ήξερα ότι οι εικόνες που θα έβλεπα είχαν γυριστεί με τον ρητό σκοπό να σοκάρουν με την ωμότητα τους. Ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς που σήμερα κατακρίνω: σκόπιμα απέφευγα να βλέπω τέτοιες ταινίες ούτως ώστε να μπορώ να συνεχίσω τη ζωή μου απρόσκοπτα κι ατραυμάτιστα. «Αν δεν το βλέπω, δεν υπάρχει» – θα το λέγαμε και στρουθοκαμηλισμό, αν και κάπου διάβαζα ότι οι στρουθοκάμηλοι τελικά δεν χώνουν το κεφάλι τους στην άμμο, τσάμπα τις κοροϊδεύαμε – το ανθρώπινο είδος το κάνει αυτό πολύ πιο επιδέξια…

Τελικά το είδα το Earthlings, πάνω από 10 χρόνια πριν, με όλη μου την παρέα στη Μυτιλήνη τότε. Μαζί με την ανάγνωση του Eating Animals, τελικά ήταν σημείο καμπής για εμένα, και η αρχή της ζωής μου ως vegetarian/επιλεκτικού παμφάγου.

Και τώρα θέλω να δω την καινούργια ταινία του Joaquin Phoenix, το Dominion. Μακάρι ο κύριος Phoenix να γινόταν o αντίστοιχος Joker των πανταχού υπερασπιστών των δικαιωμάτων των ζώων, αν και το κίνημα αυτό μεγαλώνει πολύ γρήγορα και χωρίς τη βοήθεια υπεραντιηρώων…

Free Solo (2018)

Μόνο που βλέπω αυτή τη φωτογραφία, ούτε καν κινούμενο απόσπασμα αυτής της ταινίας, νιώθω ένα ενστινκτώδες, υψοφοβικό γαργαλητό στο στομάχι και προς τα κάτω.

Στο Free Solo βλέπουμε την ανάβαση χωρίς προστασίες ενός από τους πιο δύσκολους γκρεμούς στον κόσμο της ελεύθερης αναρρίχησης, του El Capitán στην Καλιφόρνια. O Alex Hammond έκανε αυτό το υπεράνθρωπο κατόρθωμα, αναρριχήθηκε 900+ μέτρα (περίπου 3 πύργους του Άιφελ) όπου οποιοδήποτε σφάλμα ή γλίστρημα θα του κόστιζε τη ζωή. Και όχι μόνο αυτό – ένα σούπερ συνεργείο ήταν εκεί για να καταγράψει όλη την ιστορία, από την αρχή της προετοιμασίας μέχρι την ίδια την επική αναρρίχηση, μαζί με όλα τα υπαρκτά στραβοπατήματα που, ευτυχώς, δεν ήταν αρκετά για να σταματήσουν αυτό τον άθλο.

Το αποτέλεσμα; Η ιστορία ενός σύγχρονου θαύματος ειπωμένη μέσα από ένα ντοκιμαντέρ-διαμάντι με τα όλα του που πήρε το Όσκαρ το 2018. Δεν ξέρεις σε αυτή την περίπτωση ποιον να πρωτοθαυμάσεις – τον πρωταγωνιστή ή την ομάδα παραγωγής. Δεν έχει σημασία: το αποτέλεσμα είναι βαθιά εμπνευστικό, μια ατόφια ωδή στη δύναμη της θέλησης, του πείσματος, του οραμάτος και της προσπάθειας. This is what happens when you never give up.

The Cove (2009)

Άλλο οσκαρικό ντοκιμαντέρ, ξανά πιο οικολογικό. To The Cove είναι η ταινία που ξεσκέπασε το ετήσιο λουτρό αίματος που λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο σε έναν πολύ συγκεκριμένο ορμό στο Taiji, στην Ιαπωνία. Εκεί, εκατοντάδες δελφίνια και κητώδη βρίσκουν το θάνατο κάθε χρόνο για να κρατήσουν ζωντανή μια αρχαία παράδοση – και να θρέψουν πεινασμένους κάφρους ιάπωνες (οι οποίοι δυστυχώς-ευτυχώς δεν περιορίζονται στα ωμά ψάρια που είδαμε πιο πάνω), αλλά και να πωληθούν σε μακρινές χώρες ώστε να προσφέρουν φτηνή τέρψη σε μη-ιάπωνες που ενθουσιάζονται όταν βλέπουν ευφυέστατα κητώδη να κάνουν ταπεινωτικά κόλπα.

Προφανώς η ομάδα παραγωγής ήταν ανεπιθύμητη στον χώρο, οπότε η όλη ιστορία έχει κι έναν αέρα «θα τα καταφέρουν άραγε; Πώς;»

Τα δελφίνια είναι από τα αγαπημένα μου ζώα από τότε που ήμουν μικρός. Τα βρίσκω απόκοσμα, σαγηνευτικά – το πιο κοντινό πράγμα που έχουμε σε πραγματικούς εξωγήινους εδώ στη Γη (“so long and thanks for all the fish”) μόνο που αυτοί οι εξωγήινοι ζουν στη θάλασσα. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι θάλασσες για τους περισσότερους ανθρώπους θα μπορούσαν να είναι και άλλος πλανήτης…

Και τι κάνουμε εμείς οι πίθηκοι με αυτά τα απίστευτα πλάσματα; Τα σφάζουμε σαν χασάπηδες ή τα αιχμαλωτίζουμε για να πάνε να διασκεδάσουν άλλους άτριχους εξολοθρευτές πιθήκους.

Θυμάμαι, όταν το είδα, έμενα στη Δανία και συγκατοικούσα στον ίδιο όροφο με μια ιαπωνέζα. Την είχα ρωτήσει αν ήξερε για την ταινία και αν ήξερε για ό,τι πραγματευόταν. Μου είχε δείξει σημάδια πλήρους άγνοιας. Κι όντως, η ταινία αυτή δεν είχε την καλύτερη αποδοχή στην Ιαπωνία πριν 10 χρόνια όταν ήταν πολύ στο προσκήνιο. Αναρωτιέμαι πώς να είναι τα πράγματα τώρα.

Εδώ ένα άρθρο για τη σκοπιά των ψαράδων.

Dolphin Man (2017)

Γκουγκλάροντας τις λέξεις dolphin man, βρήκα αυτό. Απλά το αναφέρω.

Το Dolphin Man καταγράφει τη ζωή του Jacques Mayol, του ανθρώπου του οποίου η ζωή επίσης ενέπνευσε μία ταινία, μυθοπλασίας αυτή τη φορά, το Απέραντο Γαλάζιο, και του πρώτου ανθρώπου που καταδύθηκε σε βάθος 100 μέτρων (στα 49 του, το 1976), γίνοντας ο αντίστοιχος Felix Baumgartner της εποχής του. Εκείνη την περίοδο θεωρούταν μεγάλο ρεκόρ. Αλήθεια, τι είναι αυτό που κάνει τα ρεκόρ να καταρρίπτονται πανεύκολα μόλις ο πρώτος κάνει την αρχή;

Η ιστορία του Μαγιόλ είναι μια σπάνια ματιά στη ζωή ενός ανθρώπου που έγινε διάσημος, τα είχε όλα – και η ζωή του τα πήρε πίσω με την κατάθλιψη που στα 74 του τον ώθησε να βάλει τέλος στη ζωή του. Στο ενδιάμεσο όμως, σε νεαρή ηλικία έμαθε να κολυμπάει και να καταδύεται μέσα από την επαφή του με ένα αρσενικό δελφίνι ονόματι Clown. Κοντά του και μιμούντας το, o Mayol έμαθε να κρατάει την αναπνοή του μέσα στο νερό για μεγαλύτερη διάρκεια. Μεγαλώνοντας, η γιόγκα και ο έλεγχος της αναπνοής τον βοήθησε να φτάσει σε βάθη που κανένας άνθρωπος δεν είχε φτάσει μέχρι χωρίς εξοπλισμό.

Δεν θυμάμαι να αναφέρεται στην ταινία, αλλά διαβάζοντας για αυτόν, είδα ότι λίγο καιρό πριν πεθάνει, εξέδωσε το βιβλίο Homo Delphinus, όπου εξηγούσε γιατί περισσότεροι άνθρωποι θα έπρεπε να παραδειγματιστούμε από την υπεράνθρωπη σχέση του ιδίου με τη θάλασσα. Αλήθεια, τι να του έλειψε από τη ζωή που να σταμάτησε να μπορεί να του προσφέρε το απέραντο γαλάζιο;

Ο σκηνοθέτης του Dolphin Man είναι ο Λευτέρης Χαρίτος, ο οποίος πλέον είναι γνωστός ως ο σκηνοθέτης του ελληνικού τηλεοπτικού χιτ Άγριες Μέλισσες. Μάλλον η ιστορία δεν θα τον θυμάται για το πολύ καλό ντοκυμανταίρ που έκανε πριν η φήμη της υπερεπιτυχιμένης σαπουνόπερας τον υπερκεράσει σχεδόν ολοκληρωτικά. Δεν ξέρω πώς νιώθει ο ίδιος γι’ αυτό.

The Lightbulb Conspiracy (2010)

Το καθημερινό σέλφι της λάμπας, που κρατιέται περίφημα μετά από 120+ χρόνια.

Στο πυροσβεστικό τμήμα του Λίβερμορ της Καλιφόρνια υπάρχει μια λάμπα η οποία καίει από το 1900, αν και πλέον αμυδρά. Μπορεί να αναρωτιέστε πώς δεν έχει καεί ακόμα. Και εδώ ξεκινάει η συνωμοσία του γλόμπου.

Όταν οι λάμπες εφευρέθηκαν τον 19ο αιώνα, το νήμα πυρακτώσεως είχε ένα πάχος το οποίο εξασφάλιζε στους γλόμπους τη μέγιστη διάρκεια ζωής – «τα φτιάχναν αλλιώς παλιά». Μετά από ένα τεράστιο aha! moment, οι κατασκευαστές λαμπών συνειδητοποίησαν ότι μπορούσαν να βγάζουν απείρως περισσότερα λεφτά αν οι λάμπες που πουλούσαν είχαν ημερομηνία λήξης. Έτσι, θέσπισαν το Phoebus, ένα υπερατλαντικό καρτέλ μεταξύ πολυεθνικών όπως οι Philips και Osram και όλες μαζί αντικατέστησαν τις ανθεκτικές λάμπες τους με γλόμπους που είχαν περιορισμένη διάρκεια ζωής και η οποία άρχισε να απαριθμείται σε χιλιάδες ώρες, που μπορεί να ακούγεται εντυπωσιακό σήμερα, αλλά κάποτε το προσδόκιμο μετριόταν σε δεκαετίες.

Ο Β’ ΠΠ έσπασε το καρτέλ, αλλά οι πρακτικές αυτές παρείσφυσαν σε όλη τη βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών. Το Lightbulb Conspiracy ουσιαστικά μιλάει για τo planned obsolescence, την προσχεδιασμένη «ημερομηνία λήξης» των αγαθών. Τα παραδείγματα του είναι από την προηγούμενη δεκαετία, όπως εκτυπωτές που έχουν ενσωματωμένα κυκλώματα αυτοκαταστροφής α λα Αστυνόμου Σαΐνη, τα νάιλον καλσόν, τα οποία θα μπορούσαν πολύ εύκολα να μην σκίζονται μετά από μία χρήση ή τις μπαταρίες των iPod, που μόλις πριν 10 χρόνια ήταν από τις πρώτες συσκευές των οποίων οι μπαταρίες αλλάζανε μόνο με ακριβό σέρβις.

Αυτή η ταινία κάνει ξεκάθαρο ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Απλά το καταναλωτικό μοντέλο θα έπρεπε κι αυτό να είναι αγνώριστο. Πιθανόν να ήταν «πλήρωνε πολύ επί μια φορά αντί για λίγο επί είκοσι».

Sans Soleil (1983)

Ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο που γυρίστηκε σε ταινία. Στο άρθρο της Wikipedia για το Sans Soleil λέει τα εξής:

είναι ένας στοχασμός σχετικά με τη φύση της ανθρώπινης μνήμης, επιδείχνοντας την ανικανότητα μας να ανακαλέσουμε τα συμφραζόμενα και τις λεπτομέρειες των αναμνήσεων και πώς επηρεάζεται κατά συνέπεια η αντίληψη των παγκόσμιων και των προσωπικών μας ιστοριών.

Με έκανε να θέλω κι εγώ να (ξανα)ξεκινήσω τα ταξίδια το συντομότερο.

Chris marker sans soleil GIF - Find on GIFER
Cabo Verde

Πολύ ενδιαφέροντα τα πλάνα από την Ιαπωνία των ’70s – έχουν κάτι το νοσταλγικό / city pop. Επίσης, Ισλανδία – επίσης των ’70s!

Age of Stupid (2009)

Θυμάμαι είχα δει το Age of Stupid στο Θέατρο Φ.Ο.Μ. στη Μυτιλήνη και μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση. Είναι μια ματιά από το έτος 2055, αφού η Γη καταστράφηκε από την κλιματική αλλαγή, σε μια χρονοκάψουλα με πλάνα αρχείου από το 2007 τα οποία δείχνουν τι κάναμε λάθος και καταλήξαμε εκεί που καταλήξαμε.

Κοντά στο τέλος της ταινίας έχει μια σεκάνς όπου πάει χρόνο-χρόνο από το 2007 μέχρι το 2055 με φανταστικά αποσπάσματα από δελτία ειδήσεων. Και γύρω στο 2028, ακούμε: “A new Channel 4 documentary asks: ‘Is global warming really happening?'”

Φέτος, το 2020, ο Αρκτικός Ωκεανός είναι πιο κοντά από ποτέ να μην παγώσει τον χειμώνα, αλλά ακόμα κάποιοι (πολλοί) αναρρωτιούνται…

Με μια πιο κυνική αλλά και περιέργως ελπιδοφόρα ματιά, σε αυτόν τον αιώνα της κατρακύλας, ίσως η αμνησία μας και η «ηληθιοποίηση» μας να είναι το μόνο που θα κρατήσει όσους επιζήσουν και τους απογόνους τους να συνεχίσουν την προσπαθεία. Οι επόμενες γενιές ίσως ποτέ δεν θα μάθουν τι είναι ακριβώς αυτό που χάθηκε, όπως εμείς δεν πενθούμε τους προγόνους ή τους πολιτισμούς τους που ποτέ δεν γνωρίσαμε.

Salt of the Earth (2014)

Φωτογραφία από τις φωτιές στις πετρελαιοπηγές στο Κουβέιτ κατά τη διάρκεια του Πρώτου Πολέμου του Κόλπου.

Μια ταινία του Wim Wenders για τη ζωή και το έργο του φωτογράφου Sebastião Salgado, σίγουρα ενός από τους σπουδαιότερους εν ζωή εικαστικούς της αποτύπωσης.

Μέσα από τις απρόμαυρες φωτογραφίες του βλέπουμε τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές κρίσεις στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, στη Νιγηρία, στη Ρουάντα, στο Κουβέιτ. Φωτογραφίες που μου έκοψαν τα πόδια αλλά δεν μπορούσα να σταματάω να τις κοιτάζω. Είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι η τέχνη του φωτορεπορτάζ σήμερα – η αποτύπωση στιγμών τόσο μακριά από εμάς με έναν τρόπο τόσο άμεσο αλλά και άρτιο που σε απλά σε αναγκάζει να κοιτάξεις όταν το να κοιτάξεις αλλού γίνεται αδύνατο. Και να πώς η δύναμη της εικόνας σε μια εποχή που τη θεωρεί αυτονόητη επιστρέφει μέσα σε μια στιγμή.

Ο Salgado εξουθενώθηκε τόσο πολύ μετά τις δεκαετίες αποτύπωσης της φρίκης, ειδικά μετά την αποστολή του στη Ρουάντα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, που αποφάσισε να αφήσει τη φωτογράφιση βασανισμένων ανθρώπων και να ασχοληθεί με τη γυναίκα του με το να κάνουν την περιοχή στη Βραζιλία όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ξανά δάσος, φυτεύοντας εκατομμύρια δέντρα.

Το εγχείρημα του ήταν τόσο πετυχημένο που τον ενέπνευσε να βγει και να εξερευνήσει τον πλανήτη και να τραβήξει φωτογραφίες των κατοίκων των πιο παρθένων περιοχών του – ανθρώπων και μη. Το αποτέλεσμα λειτουργεί πιο καλά από οποιοδήποτε οικολογικό μήνυμα.

Έχοντας μόλις τελειώσει αυτό το ντοκυμανταίρ (η αρχική έκδοση αυτού του ποστ δεν συμπεριλάμβανε Το Αλάτι της Γης), θέλω να κάνω τέσσερα πράγματα:

  1. Να αποκτήσω όλα τα φωτογραφικά λευκώματα του Sebastiao Salgado (ενώ δεν έχω ούτε ένα φωτογραφικό λεύκωμα οποιουδήποτε φωτογράφου).
  2. Να τραβάω συχνότερα σε ασπρόμαυρο.
  3. Να επισκεφτώ το Instituto Terra που μου έριξε το σαγόνι στο πάτωμα.
  4. Να συμμετέχω ή να δημιουργήσω κάποιο εγχείρημα αναδάσωσης και αναζωογόνησης της φύσης σε τόσα αποψιλωμένα μέρη στον κόσμο που θα μπορούσαν να είναι επίγειοι παράδεισοι, αρκεί κάποιος να αποφάσιζε να βάλει το χεράκι του – και την καρδούλα του.

Searching for Sugar Man (2012)

To Searching for Sugar Man είναι η ιστορία ενός ροκ σταρ που ήταν τόσο διάσημος όσο ο Χέντριξ ή ο Μόρισον… αλλά σε μία μόνο χώρα. Ο Rodriguez έμεινε για σχεδόν 40 χρόνια τελείως άσημος στις ΗΠΑ, αλλά στη Νότιο Αφρική ξέρανε απ ‘έξω όλα του τα τραγούδια… εκτός από εκείνο ή εκείνα που είχαν λογοκριθεί από την κρατική λογοκρισία με τις συστηματικές χαρακιές στους δίσκους βινυλίου.

Η ταινία ακολουθεί το τι συνέβη ακριβώς και ο Rodriguez γνώρισε την επιτυχία με τέτοια γεωγραφικά περιορισμένη ακρίβεια – αυτός και η εκπληκτική μουσική του (που το ντοκυμανταίρ αυτό την έστειλε ίσως 10 φορές μακρύτερα.)

Αλλά ενδιαφέρουσα είναι και η ίδια η ιστορία του Rodriguez και πώς από χτίστης (;) έγινε ένας ασήμαντος καλλιτέχνης που θα τον γνώριζαν μόνο συλλέκτες, ξανάγινε χτίστης και συνέχισε τη ζωή του για 30 χρόνια – μέχρι που ξαφνικά και από τη μια στιγμή στην άλλη το 1998 πάτησε το πόδι του σε μια χώρα που στην κυριολεξία τον λάτρευε.

Πώς πρέπει να νιώθει αυτός ο άνθρωπος σήμερα; Νιώθει ευτυχία; Συνήθισε ήδη στην ιδέα και τώρα πάει για γκολφ; Να συνεχίζει άραγε να σιγομουρμουρίζει τα τραγούδια του;

Kαι τι νιώθει άραγε που αυτό το περιστατικό της ζωής του ενέπνευσε μια ταινία που με τη σειρά της κέρδισε το όσκαρ καλύτερου ντοκυμανταίρ και έστειλε τη μουσική σε αυτιά που ποτέ δεν θα την άκουγαν;

Και, άραγε, πόσοι άγνωστοι, εν δυνάμει αλλά κατά τ’ άλλα ανενεργοί Rodriguez υπάρχουν έκει έξω που έχουν γράψει δυο δίσκους διαμάντια αλλά ξανάγιναν χτίστες και δεν τους θυμάται ούτε θα κάνει ποτέ ταινία γι’ αυτούς κανείς;

Exit Through the Gift Shop (2010)

Θυμάμαι ελάχιστες λεπτομέρεις σχετικά με το Exit Through the Gift Shop. Θυμάμαι ότι είναι ταινία του Bansky και μπορώ να σας πω ότι το γεγονός ότι το πρώτο πράγμα που αναρωτιέται κανείς έχοντας δει την ταινία είναι αν είναι αυθεντική είναι ενδεικτικότατο.

Και τώρα, χρόνια μετά, που η άποψη ότι είναι σκηνοθετημένή αντί για πραγματικό ντοκυμανταίρ έχει μάλλον επικρατήσει, διάβασα ότι οι ίδιοι οι δημιουργοί της ταινίας δηλώνουν απογοητευμένοι που το ντοκυμανταίρ τους απέκτησε αυτή τη φήμη. Μια ιστορία τόσο τρελή που τελικά δεν την πιστεύει κανείς.

Αυτή η post-truth συνιστώσα του Exit Through the Gift Shop νομίζω ότι το κάνει το πιο αντιπροσωπευτικό ντοκυμανταίρ μέχρι σήμερα του πώς είναι να είσαι νοήμον ανθρώπινο ον στις αρχές του 21ου αιώνα.

Honeyland (2019)

Άλλη μια ταινία που μπλέκει τα όρια της μυθοπλασίας και του ντοκυμανταίρ, αυτή τη φορά από τη βόρεια γείτονα μας, τη Βόρεια Μακεδονία. Επισκεφθήκαμε τα Σκόπια τον Φεβρουάριο και ό φιλος που μας φιλοξένησε, του οποίου ο πατέρας είναι μελισσοκόμος, δεν την είχε δει. Περίεργο…

Πρωταγωνίστρια μία από τις τελευταίες εναπομείνουσες συλλέκτριες άγριου μελιού στην Ευρώπη. Ερημίτρια, κάτοικος ενός απομονωμένου χωριού, με μόνη της συντροφιά την κατάκοιτη, τυφλή μάνα της, άντε και κανένα γατί, η θεμελιακή της αρχή σε σχέση με τις μέλισσες είναι πάντα να παίρνει μόνο το μισό μέλι και να αφήνει το υπόλοιπο για το μελίσσι.

Σημείωση: η συμβατική μελισσοκομία δεν αφήνει τίποτα για τις μέλισσες και συχνά υποκαθιστά με απλό ζαχαρόνερο το θρεπτικό μέλι που έχουν παράξει. Μην ξεχνάτε, το μέλι προορίζεται για να καταναλωθεί από το μελίσσι. Ίσως οι βίγκαν να έχουν κάπου δίκιο σχετικά με το πώς φερόμαστε σε αυτές τις ευαίσθητες υπάρξεις στις οποίες χρωστάμε τόσα.

Δεν θα σας αποκαλύψω το κεντρικό θέμα της πλοκής (ναι έχει και πλοκή!), αλλά η όλη ταινία τελικά γίνεται μία αλληγορία για τον γρήγορο, αδίστακτο καπιταλισμό που εκμεταλλεύεται αναγκαστικά τη φύση και ο οποίος μπορεί να κάνει την εμφάνιση του ακόμα και σε τόσο αρχέγονες κοινωνίες, αλλά και ταυτόχρονα πώς ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει σε συνεργασία μαζί της χωρίς να την βιάζει προς ιδίον όφελος.

Το Honeyland ήταν η πρώτη ταινία η οποία ήταν ταυτόχρονα υποψήφια για τα Όσκαρ ντοκυμανταίρ και ξενόγλωσσης ταινίας το 2020. Τελικά κέρδισε στην πρώτη κατηγορία και ίσως να είχε κερδίσει και στην δεύτερη αν τα Παράσιτα δεν είχαν αφήσει όλον τον κόσμο (μαζί τους κι εμένα) με το στόμα ανοιχτό. Ίσως το Honeyland να άξιζε και το όσκαρ ξενόγλωσσης μόνο και μόνο για να γίνει ακόμα πιο γνωστή – είναι ένα πραγματικά σπάνιο αριστούργημα.

The Game Changers (2018)

O Patrik Baboumian είναι βίγκαν. Ποιος είπε για πρωτεΐνες;

Όταν αυτή η ταινία βγήκε στο Netflix, μου την πρότειναν τουλάχιστον 3 διαφορετικοι γνωστοί μου. Αυτό το έργο τους έκανε να σκεφτούν να στραφούν στο βιγκανισμό όταν άλλα έργα στο μήκος κύματος του Earthlings είχαν αποτύχει.

Η αλήθεια είναι ότι όσοι λένε ότι ακολουθούν μια διατροφή που βασίζεται σε φυτά (plant-based diet), συνήθως θέλουν να πουν ότι είναι βίγκαν αλλά δεν θέλουν να ταυτιστούν με το πολιτικό στίγμα του βιγκανισμού. Μια δειλή κίνηση για κάποιους, όμως είναι κι αυτός άλλος ένας τρόπος να μειωθεί η παγκόσμια κατανάλωση κρέατος. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα;

Το Game Changers (λινκ για την ταινία στο Youtube, παραθέτω με κάθε επιφύλαξη – ποιος ξέρει πόσο ακόμα θα υπάρχει; Πάρτε και λινκ για άρθρο στη Wikipedia) εξετάζει το κατά πόσο μία καθαρά ή ως επί το πλείστον αυστηρά χορτοφαγική διατροφή είναι πιο υγιεινή από τη συνηθισμένη παμφάγα ή ακόμα και κρεατοφαγική διατροφή η οποία είναι τόσο συνηθισμένη στον ανεπτυγμένο κόσμο. Παίρνει συνεντεύξεις κυρίως από αθλητές, strongmen και ινδαλματικές φιγούρες της ωμής δύναμης όπως ο Arnold Schwarzenegger, ο οποίος και αυτός δηλώνει plant-based εδώ και κάποια χρόνια.

Ο κύριος Psychoyos (ο οποίος σκηνοθέτησε το The Cove για το οποίο γράφω παραπάνω και που φαίνεται ότι ασχολείται σοβαρά με οικολογικά και φιλοζωικά θέματα) έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιπαραθέσεων με το έργο του και όπως κάθε φορά που ένα ανατρεπτικό πόνημα κερδίζει τα φώτα της δημοσιότητας, έχει δεχτεί πολλή κριτική από «ειδικούς της διατροφής».

Δεν είμαι σε θέση να ξέρω ποια μεριά έχει τελικά δίκιο – παραδέχομαι ότι κάποια από τα επιχειρήματα κατά του κρέατος ήταν τραβηγμένα, αλλά παρακολουθώ τη συζήτηση με ενδιαφέρον. Άλλα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν όσοι άσκησαν κριτική στην ταινία σχετικά με έρευνες πληρωμένες από τη βιομηχανία βίγκαν προϊόντων φαίνεται να αγνοούν ότι το ίδιο ακριβώς πρόβλημα ισχύει και από την αντιπέρα όχθη, η οποία έχει σίγουρα πολύ πιο βαθιές τσέπες. Μπορείτε να ακολουθήσετε αυτήν την (τετράωρη!) συζήτηση σε αυτό το επεισόδιο του Joe Rogan Experience ή να δείτε αυτό το μάλλον καλοζυγισμένο review.

Τέλος πάντων: αυτή η μανία να ξεψυρρίζουμε τα επιχειρήματα σχετικά με τη διατροφή είναι απλά παράδοξη, και μάλλον ύποπτη, όταν τα οικολογικά ή φιλοζωϊκά επιχειρήματα υπέρ μιας χορτοφαγικής ή αμιγώς χορτοφαγική διατροφής είναι απλώς αδιαπραγμάτευτα.

Heima (2007)

Για χρόνια είχα μια αφίσα του Heima που με ακολουθούσε σε διάφορα σπίτια από τα οποία πέρασα. Πρόσφατα την ξεφορτώθηκα γιατί πλέον είχε φθαρεί αρκετά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το Heima δεν συνεχίζει να έχει μια θέση στην καρδιά μου.

Η ιδέα της ταινίας απλή: οι Sigúr Rós κάνουν περιοδεία στην πατρίδα τους (“heima” — κάτι σαν το “Heimat” στα γερμανικά), την Ισλανδία, και μέσα από την μουσική τους ανακαλύπτουμε τη μαγευτική αυτή χώρα, κάθε χωριό ή πόλη κι ένα τραγούδι. Είχα την τύχη να επισκεφθώ την Ισλανδία το 2017 με τη Μαριλένα (με την οποία μοιραζόμαστε την αγάπη για αυτό το θρυλικό συγκρότημα) και είδαμε και τους Sigúr Rós στο Reykjavík, αλλά δεν ήταν καλοκαίρι…

Ακόμα δεν έχουμε δει το Heima μαζί με τη Μαριλένα, αλλά θα γίνει κι αυτό κάποια στίγμη.

Jodorowsky’s Dune (2013)

Το storyboard της σπουδαιότερης ταινίας που δεν γυρίστηκε ποτέ.

Γνωρίζετε τον Alejandro Jodorowsky? Εγώ δεν τον ήξερα πριν δω αυτή την ταινία, αν και είχα ακουστά και τελικά είχα την τύχη να δω σε μεγάλη οθόνη το Holy Mountain. Ποιος είναι ο κύριος; Γκουχ – Βικιπαίδεια, έλα να με σώσεις για άλλη μια φορά: «Since 1948, Jodorowsky has worked as a novelist, screenwriter, a poet, a playwright, an essayist, a film and theater director and producer, an actor, a film editor, a comics writer, a musician and composer, a philosopher, a puppeteer, a mime, a psychologist and psychoanalyst, a draughtsman, a painter, a sculptor, and a spiritual guru».

Κάποια στιγμή στην καριέρα του, ο εξαιρετικά δημιουργικός αυτός κύριος αποφάσισε να ασχοληθεί με το βιβλίο που κέρδισε τις καρδιές μιας ολόκληρη γενιάς, το ιερό τέρας της επιστημονικής φαντασίας (κι ένα απο τα δικά μου αγαπημένα βιβλία), το Dune του 1965 (κριτική μου στα αγγλικά εδώ).

Αντίθετα όμως από τους περισσότερους σκηνοθέτες, ειδικά στις μέρες μας, που προσπαθούν να κρατήσουν την ταινία όσο πιο κοντά στο βιβλίο μπορούν, ο Jodorowsky προσπάθησε να κάνει το αντίθετο: να χρησιμοποιήσει το βιβλίο σαν πρόσχημα για μια φαντασμαγορία που είχε σκοπό να αλλάξει τα μυαλά των νέων «σαν μια εμπειρία με LSD». Δεν είμαι καν σίγουρος αν είχε διαβάσει το βιβλίο, το οποίο μου φαίνεται απλά φοβερά αστείο και τρομερά in-character.

Προβλήματα χρηματοδότησης τελικά σήμαιναν ότι το Dune δια χειρός Jodorowsky θα έμενε για πάντα ένα βήμα πριν την παραγώγη, στο storyboard, το εξώφυλλο του οποίου βλέπετε παραπάνω. Αν είχε γυριστεί αυτή η ταινία, οι συντελεστές της θα συμπεριλάμβαναν τους Moebius, Pink Floyd, H.R. Geiger, Salvador Dalí, Mick Jagger, Orson Welles… Θα έμενε στην ιστορία – αν όχι σαν μια ταινία που θα άλλαζε τον κόσμο, σίγουρα σαν μια παράξενη και αξιοσημείωτη σελίδα στην ιστορία της τέχνης.

Επίσης, δεν θα είχε έρθει ποτέ στα χέρια μας αυτό το σπαρταριστό ντοκυμανταίρ χάρη στο οποίο γνωρίζω τελικά σήμερα και για τον Jodorowsky και για αυτή την ταινία η οποία μου ξύπνησε το αγαπημένο μου είδους φαντασίας: αυτή του what if?

Άρθρο που είχα γράψει κάποτε ορμώμενος από αυτήν την ταινία (στα αγγλικά): κι αν το Jodorowsky’s Dune είχε γίνει τόσο διάσημο και επιδραστικό όσο το Star Wars?


Κάποιες από αυτές τις ταινίες είναι λίγο πιο δύσκολο να τις βρείτε. Συνιστώ να δοκιμάσετε το Cinobo, το οποίο έχει αρκετές από αυτές τις πιο δυσεύρετες και αξίζει γενικά τη μηνιαία συνδρομή του.

Leave a Reply