REVIEW: ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ

Λαογραφική ΟικολογίαΛαογραφική Οικολογία by Νίκος Σ. Μάργαρης
My rating: 4 of 5 stars

Ο Μάργαρης ήταν ο εμπνευστής και ιδρυτής του τμήματος Περιβάλλοντος στη Μυτιλήνη, αν αυτό σας λέει κάτι. Το βιβλίο του αυτό γράφτηκε περίπου τη περίοδο που πρωτοαντιγραφόταν το DNA μου, και όταν είπα στη μάνα μου ότι το δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη ενός στεκιού στα Εξάρχεια, εκείνη μου είπε ότι το είχε ήδη και ότι τον διάβαζε πολύ κάποτε! Γεμάτο με σοφία για το πώς η οικολογία μπορεί να είναι πραγματικά μέρος της καθημερινότητας και όχι μια ψεύτικη σημαία. Το παράδειγμα που μου έρχεται περισσότερο στο μυαλό τώρα που γράφω αυτή την μικρή κριτική είναι σχετικά με τα χριστουγεννιάτικα έλατα. Θυμάμαι από μικρός να λένε οι οικολόγοι ότι δεν είναι σωστό να αγοράζοιυμε έλατα γιατί καταστρέφονται τα ελατοδάση. Σύμφωνα όμως με τον Μάργαρη, αγοράζοντας ένα χριστουγεννιάτικο έλατο στηρίζουμε την βιώσιμη καλλιέργεια ελάτων για αυτόν τον σκοπό, όχι την καταστροφή δασών, και ότι ο στολισμός των ελάτων είναι έθιμο το οποίο κάποτε απαντόταν και στην Ελλάδα, πριν τα καραβάκια απ’ ό,τι φαίνεται. Ποιος το ‘ξερε; Το ίδιο με την κοπή δέντρων για καυσόξυλα καθαρίζονται τα δάση, τα οποία χωρίς αυτόν τον καθαρισμό καίγονται ευκολότερα και μαζικότερα.

Σε παρόμοιο κλίμα, δεν είχα ιδέα για τιη σύνδεση της απώλειας των βελανιδιών στη Μυτιλήνη με την τεχνολογική πρόοδο στη χημική επεξεργασία στα βυρσοδεψία και την υπερβόσκηση και την ασθένεια που σκότωσε μεγάλο ποσοστό των κυπαρισσιών στην Ελλάδα. Άραγε υπάρχει ακόμα; Και όταν ο κύριος Μάργαρης έγραφε ότι τα μισά καρπούζια τη δεκαετία του ’50 ήταν πολύ απλά άνοστα και ότι τα σημερινά υβρίδια ή ξέρω ‘γω τι είναι πολύ ανώτερα, δεν μπορούσα να συγκρατήσω ένα χαμογελάκι. Τι θα λέγανε οι σημερινοί οικολόγοι, όπως και σίγουρα αυτοί πριν 30 χρόνια, για μια τέτοια ύβρη; Αυτό κι αν σημαίνει σκέψη που δεν μπαίνει σε καλούπια!

Όλο το βιβλίο είναι γεμάτη τρυφερότητα και κοφτερή γραφή που ξεπερνάει τα όρια της οικολογίας που γνωρίζουμε ακόμα και σήμερα. Πόσο λίγο έχουν προχωρήσει τα πράγματα σε αυτό το διάστημα όταν χρειάστηκε να κάνουμε τα μεγαλύτερα βήματα. Ο μόνος λόγος που δεν δίνω στο βιβλίο 5 αστεράκια είναι γιατί θα ήθελα να υπάρχει σε νεότερη έκδοση καλύτερα επιμελημένο: το μισό είχε απίστευτα ορθογραφικά, προτάσεις ολόκληρες που επαναλαμβάνονταν και τέτοιες παραβλέψεις που έκαναν τον κο. Μάργαρη να φαίνεται λιγότερο έξυπνος απ’ ό, τι είμαι σίγουρος ότι ήταν.

View all my reviews

REVIEW: ΑΪΒΑΛΙ

ΑϊβαλίΑϊβαλί by Soloúp

My rating: 5 of 5 stars

Το αγόρασα για τη μάνα μου· το διάβασα πριν προλάβει να το ανοίξει μεν, αλλά άφησα και αρκετό χρόνο στο μεταξύ για να μην φαίνεται ότι της το αγόρασα κυρίως για να το διαβάσω εγώ δε! Καλό αυτό με τους γονείς!

Ας ξεκινήσω λέγοντας ότι είχα γνωρίσει μέσω της Πολιτισμικής Τεχνολογίας τον Soloúp από κοντά πριν αρκετά χρόνια—πάνε έξι σίγουρα—στην Μυτιλήνη την οποία περιγράφει στην αρχή του βιβλίου. Ήταν για την παρουσίαση του «Είναι κανείς εγώ;». Είχα εντυπωσιαστεί από την απλότητα του, με την καλή έννοια πάντα, και από την συμπάθεια που μου ενέπνευσε, κι από τότε τον διάβαζα περιστασιακά και απολάμβανα τις εύστοχες γελοιογραφίες του με θέμα την επικαιρότητα. So, I’m biased! Πίσω στην Μυτιλήνη: έχοντας κι εγώ μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με αυτή την πόλη, έχοντας ζήσει εκεί πέντε απ’τα καλύτερα μου χρόνια, ένιωσα αμέσως τι ήθελε να πει ο ποιητής.

Γιατί κι εγώ πέρασα Απέναντι όσο ήμουν εκεί. Τρεις φορές επισκέφθηκα το Αϊβαλί όσο έμενα στην Μυτιλήνη, και μια φορά πήγα στην Τζούντα/Μοσχονήσι. Και η δική μου οικογένεια, μέρος της τουλάχιστον, διώχθηκε από τη Σμύρνη, και από εδώ που βρίσκομαι τώρα, από τη Νέα Σμύρνη, αναρωτιέμαι και μαζί με την μητέρα μου το παρελθόν των συγγενών από έναν άλλο κόσμο. Πριν 2 χρόνια ανοίξαμε για πρώτη φορά ένα γράμμα  που το είχε γράψει ο θείος απλά για να καταγραφούν κάπως όσα έζησε τις ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η μάνα μου δεν το είχε ανοίξει ποτέ επειδή ήξερε ότι θα συγκινήθει.

Τώρα που το σκέφτομαι, όλη μου η οικογένεια, απ’όλες τις μπάντες, έχει το στοιχείο του ξεριζωμού: η αυστραλέζικη οικογένεια του πατέρα μου δεν ήταν πάντα αυστραλέζικη· ξεριζώθηκαν από διαφορετικά μέρη της Βρετανίας για να μεταναστεύσουν για τους δικούς τους λόγους στην άλλη άκρη της Γης. Ο πατέρας μου, με τη σειρά του, εγκατέλειψε τον Νέο Κόσμο για να έρθει στον Παλιό, στον πολύ Παλιό. Ο έλληνας παππούς μου ήταν από την Κλειτορία Αχαΐας, όμως στον πόλεμο το χωριό του καταστράφηκε από τους Γερμανούς (και μετά δούλευε για τη Siemens και η μάνα μου έγινε καθηγήτρια Γερμανικών… αυτό κι αν θα πει έλλειψη προκαταλήψεων!) και έπρεπε να έρθει στην Αθήνα, όπου βέβαια γνώρισε τη γιαγιά μου στη Νέα Σμύρνη. Όλη μου η πρόσφατη οικογενειακή ιστορία είναι μια διαρκής μετανάστευση, γι’αυτό το Αϊβαλί μου μίλησε βαθιά.

Και δεν είναι τι μου είπε. Είναι πώς το είπε. Με τόση ευαισθησία, σεβασμό στην ακρίβεια στην πηγή αλλά και διαφορετική ερμηνεία και παραλλαγή όπου χρειαζόταν· αρμονία· όμορφα σχέδια, με βάθος, όχι τεχνικό απαραίτητα, αλλά αλληγορικό, αυτό το intuitive αντί του sensing. Επίσης είχε, και φάνηκε πολύ, απεριόριστη αγάπη γι’αυτό το κομμάτι της ιστορίας το οποίο τόσο πολύ έχουμε ξεχάσει τόσο σύντομα, για την ιστορία της ειρηνικής συνύπαρξης που διακόπηκε από τους πολέμους και την Ανταλλαγή. Αλλά έτσι λένε, πως οι τρίτης γενιάς και μετά επιθυμούν πραγματικά να ψάξουν τις ρίζες τους μετά από τέτοια τραυματικά γεγονότα σε επίπεδο εθνών.

Υπάρχει αυτές τις μέρες, όπως φαίνεται και από την ίδια την κυκλοφορία αυτού του βιβλίου και την αναζήτηση που την ενέπνευσε, νέο ενδιαφέρον για τις ιστορίες αυτής της άλλης τόσο συγκινητικής εποχής. Ο Soloúp γράφει στο τέλος του βιβλίου ότι ήθελε να χρησιμοποιήσει το υλικό που ερεύνησε ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον στους αναγνώστες για τις πραγματικές πηγές και τα πραγματικά βιβλία που μίλησαν για ό,τι συνέβη. Για μένα πάντως το κατάφερε 100%, και γρήγορα ανακάλυψα πως η μάνα μου ήδη έχει μεγάλο μέρος της λίστας των προτεινόμενων. Σας έρχομαι!

Τέλος, πολύ σημαντικό για μένα, ήταν και η θέαση της άλλης μεριάς, πώς η Καταστροφή ήρθε και ως απάντηση σε μια σειρά ελληνικών φρικωδιών στην Μικρασιατική Εκστρατεία αλλά και πώς οι Τούρκοι βίωσαν την ανταλλαγή και τα πριν και μετά στην Κρήτη. Κι εγώ θυμάμαι αυτόν τον χάρτη της Κρήτης στο τουριστικό πρακτορείο, αν δεν κάνω λάθος, με το που βγαίνεις από το τελωνείο στο Αϊβαλί.

(ο Soloúp είναι στην Τζούντα, στα παλιά ελληνικά σπίτια, με έναν τούρκο επισκέπτη που ξέρει κρητικά γιατί η γιαγιά του ήταν από την Κρήτη πριν πάει με την Ανταλλαγή στο Τσεσμέ)

Mehmet: Ακριβώς ετουτανά τα σπίθια θανά ‘πρεπε να μας μονιταρίζουνε (ενώνουνε).

Soloúp: Ποια; Τα σπίτια κάποιων ελλήνων νοικοκυραίων που άφησαν τα κόκαλα τους στις γύρω ρεματιές και τώρα μέσα σε αυτά ζούνε τούρκοι;

Mehmet: Ναισκέ, αλλά δε ζήσανε μέσα τούρκοι που εσκλαβώσανε, αλλά τούρκοι πρόσφυγκες «μπομπαντελήδες» (απ’την Ανταλλαγή). «Γκιαουρόσποροι», όπως εβρίζανε και την εδική μου νενέ οι Γερλήδες στον Τσεσμέ. Ετουτανά τα σπίθια βαστούνε δύο ζωές. Μια ρωμαιική και μια τουρκική. Εζήσανε μέσα ντως άνθρωποι με άλλη λαλιά και πίστη. Αλλιώς ονειρευόντανε τη ζωή ντως οι ρωμιοί που τα χτίσανε, αλλιώς οι τούρκοι που τα καμπιτήρανε. Αν είχανε λαλιά τα σπίθια, δε θά ‘χανε να πούνε τόσα για ρωμιούς και τούρκους, όσο για των ανθρώπω τα βάσανα. Ο πόνος είναι ίδιος όποια γλώσσα και να μιλείς. Αν είχανε οι τοίχοι λαλιά, θά ‘χανε πολλά να πούνε για τη βαρβαράδα των ανθρώπω. Για τον κατατρεγμό. Όμως ο καθείς μας στην εδική του μπάντα, μαθαίνει πως τα βάσανα είναι μόνο εδικά του. Η βαρβαράδα πάντα των «αλλωνών». Ετόσας ο πόνος, λέει η Αϊσέ, πως θαν’ εμπορείε να μας μονιταρίσει. Το σπίτι πού ‘φηκε ο παππούς σου στον Τσεσμέ και που το δώκανε στη νενέ μου την κρητικιά.

Soloúp: Να πεις στην Αϊσέ, με τόσο πόνο στις φαμελιές μας, στο τέλος θα βρεθούμε και συγγενείς.

Mehmet: Για να το σκεφτείς… είμαστε και οι δύο εγγόνια της Λοζάνης!
Και οι δύο: Χα, χα, χα!

Ο καθείς αγαπά την πατρίδα του και τον τόπο των παππούδω του. Σε μας μόνο στσοι μπάσταρδους τση Λοζάνης, ετούτηνα η αγάπη είναι πιο μπερδεμένη.

Μεγάλο έργο. Ευχαριστώ.

View all my reviews

Λοιπόν ναι, τέλειωσα με τη Μυτιλήνη. Ελπίζω να εμπνέω τον θαυμασμό.

Γεια σου! Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω που διαβάζεις αυτό εδώ το ποστ. Όχι τίποτα άλλο, δεν έχεις κανένα πραγματικό λόγο να το κάνεις. Υπάρχουν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να διαβάσεις, να χαζέψεις, να δεις ή να κάνεις εκεί έξω, στον τεράστιο κόσμο γνώσης, εμπειρίας, διασκέδασης και χαζομάρας που λέγεται παγκόσμιος ιστός — εκτός κι αν ο λόγος είναι προσωποκεντρικός και θέλεις να διαβάσεις αυτά που γράφω επειδή είμαι ΕΓΩ αυτός που τα γράφω. Σε κάθε περίπτωση, η αφοσίωση σου είναι μοναδική, ειδικά αν κρίνω από την έλλειψη σχολίων τους τελευταίους μήνες. Γι’αυτό λοιπόν, και πάλι, κι επειδή δεν έχεις καμιά υποχρέωση, σ’ευχαριστώ.

Σήμερα θα γράψω για δύο κυρίως πράγματα που με απασχολούν αυτές τις μέρες και πώς αυτά συνδέονται.

Το ένα, το μεγαλύτερο, το σπουδαιότερο, είναι ότι τη περασμένη εβδομάδα πήγα στη Μυτιλήνη και έδωσα τα τρία τελευταία μαθήματα που χρώσταγα (Οργάνωση Εκθέσεων, Εφαρμογές Κινητής Τεχνολογίας, Συστήματα Διαχείρισης στον Παγκόσμιο Ιστό), και τα πέρασα. Ο κύκλος που ξεκίνησε πριν έξι χρόνια έκλεισε. Είμαι πλέον ένος απόφοιτος, πτυχιούχος Πολιτισμικής Πληροφορικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας. Δεν έχω το πτυχίο στο χέρι, βέβαια, αλλά for all intents and purposes…

Αυτά τα έξι χρόνια ήταν τόσο σημαντικά για μένα που δε μπορώ να μπω καν στον κόπο να αρχίσω να λέω με ποιος τρόπους άλλαξα, ωρίμασα, ενηλικιώθηκα, αγάπησα τον εαυτό μου φτιάχνοντας τον και ανακαλύπτοντας τον· δεν ξέρω πόσο απ’το καθένα αλλά αυτή ίσως να ‘ναι απ’τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες ερωτήσεις που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, αν και η απάντηση πιθανόν να μην έχει σημασία.  Θέλω να γράψω κάποια ποστ αφιερωμένα στους ανθρώπους, τις ιδέες και τις παραστάσεις στις οποίες χρωστάω πολύ μεγάλο μέρος αυτής της μεταμόρφωσης. Μου αρέσουν άλλωστε οι ανασκοπήσεις, όπως μου αρέσει και να θυμίζω στους ανθρώπους τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίζουν ή να έχουν παίξει στη ζωή μου και να τους προσφέρω άλλο ένα χαμογελο έτσι.

Ωραία. Ας επιστρέψουμε στο γεγονός των ημερών. Τελειώνεις τα μαθήματα σου. Τα πάντα από εκεί και πέρα έχουν κάτι το χρονομετρημένο και μοιραίο. Όσους γνωστούς έβλεπα τις υπόλοιπες μέρες που ήμουν στη Μυτιλήνη είχα την αίσθηση ότι μπορεί να μη τους ξαναδώ ποτέ. Τι έπρεπε όμως να τους πω; Ποια μπορεί να είναι η απάντηση μου στις ευχές τους για καλή ζωή; Πώς μπορώ να τους χαιρετίσω με κάτι άλλο εκτός από ένα απαίσια ανειλικρινές «τα λέμε σύντομα»;

Πώς χαιρετάς κάποιον που χαιρόσουν να βλέπεις πού και πού και να μαθαίνεις νέα του όταν πήγαινες στη Μυτιλήνη, αλλά τον οποίο δεν ξέρεις αρκετά για να επιδιώκεις να συνεχίσεις να βλέπεις και η πρακτικότητα του ζητήματος τέλος πάντων το καθιστά υπερβολικά απίθανο; Υπήρχε αυτή η διμερής λυπητερή ανείπωτη παραδοχή σε πολλές από τις random encounters αυτών των ημερών.

Τι έκανα λοιπόν για να αποφύγω αυτή τη κατάματη ματιά στην «πραγματικότητα της τελευταίας συνάντησης» με πολλούς ανθρώπους που ούτως ή άλλως, όπως κι εγώ, δυσκολεύομαστε να δώσουμε σε αυτή τη συνάντηση την βαρύτητα που φανταζόμαστε ότι της αξίζει;

Δεν ανέφερα ότι είχα περάσει τα τελευταία μου μαθήματα. Δεν ανέφερα ότι τελείωσα τις σπουδές μου στη Μυτιλήνη. Περισσότερο το έκαναν άλλοι για μένα. Αυτό με έσωσε από συγχαρητήρια τα οποία δεν αξίζω (γιατί να δέχεσαι συγχαρητήρια επειδή ολοκλήρωσες κάτι που όχι μόνο πρέπει αλλά και σου αρέσει να κάνεις;), εξηγήσεις για το τι σκοπεύω να κάνω στο μέλλον, ερωτήσεις για το πώς νιώθω τις οποίες δεν θα μπορούσα να απαντήσω ειλικρινά, αλλά και βλέμματα φθόνου…

Αναρωτιώμουν: ποια είναι αυτή η λεπτή γραμμή μεταξύ ενημέρωσης των άλλων για το τι κάνεις, και καυχησιάς; Μετά από τι μετατρέπεται άραγε το «τέλειωσα τις σπουδές μου! Σoυ το λέω γιατί είμαι περήφανος και θέλω να χαρείς μαζί μου!», σε: «τέλειωσα, και στο λέω για να σου δείξω πόσο γαμάτος είμαι και για να με θαυμάσεις!»…; Αυτό που βλέπω τόσο πολύ γύρω μου είναι το δεύτερο… Μια τέτοια κρίση ανασφάλειας και ανάγκης αποδοχής και θαυμασμού βλέπω που αποφεύγω να μιλάω για μένα ώστε να μην με βάλουν στο ίδιο τσουβάλι οι άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να είναι σαν κι εμένα και πιθανόν έχουν αρχίσει να βαριούνται να ακούνε τους άλλους να περιαυτολογούν και να παθιάζονται με την δική τους μικρή ύπαρξη.

Είναι η τέλεια στιγμή να περάσουμε στο δεύτερο από τα δύο που με απασχολούν.


Δεν συνηθίζω τον τελευταίο καιρό να γράφω για το τι συμβαίνει στη ζωή μου όπως έκανα παλιότερα. Aυτό το καλοκαίρι έκανα κάμπιγκ και απίθανες διακοπές σε πανέμορφα μέρη (Σαμοθράκη, Γαύδο) που άλλοτε θα με ενέπνεαν για μακροσκελή κείμενα. Πήρα το πρώτο μου δίπλωμα στα Γερμανικά. Είχα τη χαρά να συμμετέχω σε ένα καταπληκτικό σεμινάριο στην Σχολή Καλών Τεχνών το οποίο, έτσι όπως βαίνουν τα πράγματα, κατα πάσα πιθανότητα θα αποτελέσει σημείο καμπής για τη ζωή μου. Γνώρισα ανθρώπους που νιώθω τυχερός που γνώρισα, είχα εμπειρίες που είμαι ευγνώμων που είχα… Είχα όμως και πολύ δουλειά για να καταφέρω να περάσω αυτά τα τρία τελευταία μαθήματα. Παρ’όλ’αυτά, τίποτα εδώ· άλλοτε θα οργίαζα.

Έχω αναφερθεί κι άλλες φορές στο ότι δύο πράγματα έχουν αλλάξει αυτή τη σχεδόν μισή δεκαετία (!) που υπάρχει το cubimension, σχετικά με το τι ποστάρω και τη σχέση μου μαζί τους: 1. Καθώς μεγαλώνω, λιγότερα πράγματα με εντυπωσιάζουν (σε βαθμό που να πιστεύω ότι αξίζει να τα μοιραστώ με ένα αόρατο κοινό), συμπεριλαμβανομένων φυσικά και αυτών που κάνω εγώ. 2. Έχω αρχίσει να βλέπω καχύποπτα την όλη κουλτούρα του να αυτοπροβάλλεσαι σε μορφή blog, facebook κτλ, που προωθεί την ιδέα ότι είσαι κάτι το ιδιαίτερο μόνο και μόνο επειδή έχεις πρόσβαση σε υπολογιστή και ξέρεις να γράφεις (υποτυπωδώς). Δεν υπάρχει η διάκριση μεταξύ αξιόλογου και ποταπού, ποιοτικού και χασίματος χρόνου, αυτών που θα έδειχνες περήφανα σε όλους και αυτών που θα έδειχνες μόνο στους πιο στενούς σου φίλους, των στιγμών που θα άξιζε να σχολιαστούν και των στιγμών που καλύτερα να μίλαγαν από μόνες τους. Είναι μέρος αυτό που προανέφερα: τα να μοιράζεσαι τα νέα σου με τόσο κόσμο ταυτόχρονα (το αναλογικό αντίστοιχο θα ήταν να βγαίνεις με ντουντούκα σαν τον γύφτο στη γειτονιά  και να φωνάζεις κάθε σου νέο. Μόνο που σε αυτή τη γειτονιά, όλοι σε ξέρουν…) ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ ενημέρωσης και ναρκισισμού, όταν οι άνθρωποι συμπεριφέρονται στον εαυτό τους λες και είναι μάρκες ή φίρμες, όπου περισσότερη προβολή, ανεξαρτήτος είδους, ακόμα και δυσφήμιση, είναι άνευ όρων θετική. Ορίστε ένα ενδιαφέρον σχετικό άρθρο, ως συνηθώς, για το facebook.

Με λίγα λόγια, αρχίζω και συνυπολογίζω τον παράγοντα «γιατί να θέλει κάποιος να διαβάσει αυτό που γράφω; Θα μάθει κάτι, θα του/της μείνει κάτι, θα κάνω κάπως τη ζωή του/της καλύτερη;» Είναι δύσκολες ερωτήσεις οι οποίες θέτουν σε αμφισβήτηση, εκτός από τον τρόπο που επιλέγουμε να εκφραζόμαστε κάθε μέρα με τους ανθρώπους γύρω μας, σε ένα πιο άμεσο επίπεδο, τους λόγους ύπαρξης αυτού του μπλογκ. Δε λέω, θέλω να μοιράζομαι πράγματα, ώραια και ενδιαφέροντα πράγματα, που βρίσκω ή που, γιατί όχι, κάνω και φτιάχνω εγώ ο ίδιος. Μου αρέσει κιόλας να γράφω πού και πού για το τι κάνω σαν να έγραφα σε δημόσιο ημερολόγιο, μου δίνει μια άρρωστα φιλάρεσκη ίσως αίσθηση ικανοποίησης να ξέρω ότι έχω ένα ημερολόγιο το οποίο οι άλλοι θα θέλουν να διαβάσουν. Έχω αποκτήσει όμως αρκετή συναίσθηση της ποταπότητας και της ματαιοδοξίας του να θέλεις ένα ευανάγνωστο ημερολόγιο, and once you see it, you can’t unsee it…

Γιατί τα γράφω όλα αυτά, τελικά; Απλά: από τη μία, ένιωσα πως το ότι πήρα πτυχίο ήταν κάτι το οποίο έπρεπε οπωσδήποτε να γράψω εδώ! Από την άλλη, η ολοένα και πιο δυνατή Ταπεινή και Διακριτική μου πλευρά φώναζε. Τα αποτελέσματα της σύγκρουσης και αυτών που εν τω μεταξύ βγήκαν στην επιφάνεια, θεώρησα πως, επιτέλους, είχαν κάποιο ενδιαφέρον.

Και μετά από αυτό το σούπερ-αυτοαναφορικό ποστίο, ας επιστρέψουμε σε αυτό που ποραγματικά έχει σημασία:

Στη Μυτιλήνη και σε ό,τι μοιραστήκαμε. Με πολλή αγάπη.

Τρεις νύχτες Χίο, δύο Μυτιλήνη και δύο στα ανοιχτά του Αιγαίου

H Συνειδητοποίηση:

Εσύ κι ο φίλος σου (τον οποίο ξαφνικά θυμάσαι ότι επισκέπτεσαι στην Χίο εδώ και τέσσερα χρόνια) ανακαλύπτετε ότι στην καινούργια παρέα του, την οποία έχει πολύ βολικά κάνει ακριβώς πριν την εξεταστική και απαρτίζεται κυρίως από πρωτοετείς και ακόμα πιο κυριότερα από πρωτοετίνες, είστε οι γηραιότεροι. Θυμάσαι πώς ήταν να πηγαίνεις στα κλαμπάκια και στις κλαμπετέριες σε εκείνη την ηλικία και πώς όλοι οι παλιότεροι σου φαίνονταν τόσο κουλ γιατί δεν πήγαιναιν στα κλαμπάκια και ήξεραν όλα τα κατατόπια που πραγματικά άξιζαν, και αναρρωτιώσουν πώς σκατά το κατάφερναν. Τώρα, εσύ είσαι αυτός που ξέρει τα κατατόπια και διδάσκεις άθελα σου τους μικρότερους απλά και μόνο επειδή δεν θέλεις να ξοδεύεις τα βράδια σου πηγαίνοντας σε κάτι τόσο απαίσιο.

Η Επαρχία:

2,20 ευρώ για μια «μπόμπα» σάντουιτς (το όνομα αναφέρεται στο μέγεθος) χωρίς κρέας αλλά με φέτα, κρεμμύδι, τομάτα, πατάτα και τζατζίκι και κέτσαπ, από ένα τελείως άγνωστο και κρυμμένο σουβλακοσαντουιτσάδικο σε κάποια άκυρο χωριό. Για πρώτη φορά βλέπεις μαστιχόδεντρα και σκέφτεσαι ότι, γαμώτο, είναι όμορφα, σουλουπωμένα φυτά!

To Παιχνίδι Με Πολλούς:

Θυμάσαι ότι όταν οι παίχτες είναι πάνω από 10, ίσως το ενισχυμένο παλέρμο με ερωτευμένους, κοριτσάκια, μάγισσες και δημάρχους να μην είναι τόσο καλή ιδέα, και αναρρωτιέσαι υπό ποιες περιστάσεις και με τι παίχτες θα ήταν η ιδέα όντως καλή. Θυμάσαι εκείνη την φορά που είχες παίξει παλέρμο με σκληροπυρηνικούς παίκτες· η εμπειρία ήταν τραυματική. Προτιμάς να μην γίνεις κι εσύ ένας από εκείνους και τελικά λέτε τρομακτικές ιστορίες μέχρι το πρωί.

Η Δικαίωση:

Πας στην Μυτιλήνη ουσιαστικά μόνο για να δώσεις ένα από τα τελευταία 4 μαθήματα που χρωστάς. Η εξέταση γίνεται στο εργαστήριο υπολογιστών και το μάθημα είναι Αντικειμενοστραφής Προγραμματισμός ΙΙ, κοινώς Java II. Έχεις ακολουθήσει τις σημειώσεις και έχεις μάθει Java, μάλιστα έχεις μάθει να φτιάχνεις ένα αξιοπρεπές ψηφιακό πιάνο. Οι μισοί συμφοιτητές σου φεύγουν όταν μαθαίνουν ότι η εξέταση θα γίνει σε υπολογιστές, μερικοί άλλοι γκρινιάζουν γιατί δεν ήξεραν ότι θα εξετάζονταν σε υπολογιστές. Ο καθηγητής ξεκινάει την εξέταση ζητώντας από όλους να κάνουν compile ένα προγραμματάκι αλλά εσύ δεν μπορείς να το κάνεις, όχι επειδή δεν ξέρεις πώς, αλλά επειδή έχεις μάθει να το κάνεις σε διαφορετικό γραφικό περιβάλλον. ‘Οταν μέσα σε 2 λεπτά δεν έχεις βρει ακόμα πώς το κάνεις, κόβεσαι.

Είναι σαν να ζητάται από κάποιον να κάνει defragment σε Linux ενώ έχει κάνει μόνο σε Windows, ή σε μια εξέταση δακτυλογράφησης να δίνονται γραφομηχανές σε ανθρώπους που έχουν χρησιμοποιήσει μόνο πληκτρολόγια στην ζωή τους. Πώς να το κάνουμε, θέλει λίγη εξοικείωση… Διαμαρτύρεσαι, λες πως δεν δέχεσαι να αξιολογηθείς τόσο γρήγορα και πως ξέρεις Java· ζητάς μια δεύτερη ευκαιρία. Ο καθηγητής στην δίνει γιατί φαίνεσαι ασυνήθιστα σίγουρος για τον εαυτό σου και τελικά καταφέρνεις όχι μόνο να περάσεις αλλά και με σχετικά μεγάλη επιτυχία, τρέχοντας το πρόγραμμα με 4 από τις 5 ζητούμενες λειτουργίες.

Σκέφτεσαι αργότερα πως μερικοί οπωσδήποτε είχαν έρθει έχοντας προετοιμαστεί για την εξέταση δακτυλογράφησης έχοντας διαβάσει για το ποιος εφήυρε το QWERTY, μαθαίνοντας απ’ έξω το σχήμα του πληκτρολογίου, μαθαίνοντας που πρέπει να μπαίνουν τα δάχτυλα, ποιες είναι οι συντομεύσεις με το SHIFT αλλά χωρίς να έχουν πληκτρολογήσει ποτέ τίποτα. Και όταν κόβονται να λένε ότι είχαν μάθει να δακτυλογραφούν αλλά κανείς δεν τους είχε πει πως θα έπρεπε να το κάνουν στην πραγματικότητα.

Λίγο αργότερα, για του λόγου το αληθές (εδώ λένε ότι πρέπει να το γράψεις «ασφαλές» αλλά πραγματικά πρώτη φορά το ακούς αυτό), το βράδυ συναντάς δύο συμφοιτητές σου οι οποίοι κόπηκαν γιατί δεν ήξεραν ότι η εξέταση θα γινόταν σε υπολογιστές. Σε ρωτάνε πώς κατάφερες να μείνεις και να το παλέψεις και σου λένε πως έκανες καλά που διαμαρτυρήθηκες και ότι θα έπρεπε να είχαν κάνει το ίδιο, αφού αυτό ήταν το τελευταίο τους μάθημα, είχαν δώσει 100 ευρώ για να μάθουν την Java σε φροντιστήριο όμως δεν ήξεραν ότι χρειαζόταν compile — κατα τα άλλα «ήξεραν Java». Ακολουθεί ένα τέταρτο αυτοδικαίωσης και κραξίματος του καθηγητή. Νιώθεις αμήχανα γιατί δεν θέλεις να φανεί ότι έγινε εξαίρεση για σένα, βλέπεις ότι μπορεί να νιώθουν αδικημένοι και καταλαβαίνεις αλλά δεν θέλεις και να τους πεις ότι κάτι έχουν δει πολύ λάθος. Αποφασίζεις απλά να είσαι διαλακτικός.

Η Εμπιστοσύνη στο Σύμπαν:

Το πρώτο βράδυ στην Μυτιλήνη βγαίνεις έξω με ένα μπουκάλι Μιχάλη Γεωργιάδη ημίγλυκο στο χέρι για να δεις γνώριμες φάτσες. Πας στο τρίγωνο όντας σίγουρος ότι θα τις δεις. Όχι μόνο τις βλέπεις αλλά πέφτεις πάνω σε όλους όσους υπολόγιζες να δεις τις μέρες που ήσουν στην Μυτιλήνη (και μερικούς ακόμα) μέσα σε περίπου 20 λεπτά. Αυτό θα μπορούσαμε άνετα να το πούμε μια παράδοση στις βουλές του Σύμπαντος gone right.

Η Αποτυχία:

Σου ζητάνε να βοηθήσεις με μια εργασία Flash. O κώδικας είναι τόσο κακογραμμένος που για να βοηθήσεις πραγματικά προσπαθείς να ξαναγράψεις απ’την αρχή κομμάτια του. Καταλήγεις τρεις ώρες μετά να έχεις φτιάξει ένα πρόγραμμα το οποίο θα έπρεπε να τρέχει αλλά πετάει προβλήματα αγνώστου ταυτότητος και γκρινιάζει για κάτι το οποίο δεν θα έπρεπε. Τραβάς τα μαλλιά σου και πηγαίνεις να βρεις κάποιους από αυτούς τους οποίους συνάντησες την προηγούμενη νύχτα στον δρόμο και τους είχες υποσχεθεί ότι θα έβγαινες μαζί τους την επομένη. Τους βρίσκεις αλλά τρέμεις ανεξέλεγχτα για καμιά ώρα από την συνδυασμένη ένταση του εκνευρισμού του Flash, της αποτυχίας αλλά και γιατί ξέρεις ότι μόλις θυσίασες τρεις ώρες της ζωής σου οι οποίες θα μπορούσαν να είναι με τους φίλους που έστησες για να βοηθήσεις με κάτι το οποίο τελικά έκανες χειρότερο. Πίνεις λίγο κρασί στο καινούργιο αγαπημένο μαγαζί της Μυτιλήνης, το Π, την πρώτην Μαρτάνο, και ξεχνάς το όλο σκηνικό, πίνοντας στην υγεία όσων θα πάρουν το πτυχείο τους ξέροντας να κάνουν τις εργασίες τους μόνοι τους.

Το Ξενύχτι:

Αν μένεις κάπου για δύο νύχτες και έχεις χρόνο μπροστά σου, δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα την μία νύχτα να μην κοιμηθείς: αφήνεις ανοιχτό το ενδεχόμενο σε καθετί ενδιαφέρον να συμβεί και με το που μπει για τα καλά το επόμενο πρωί έχεις μια ενέργεια που δεν περιγράφεται. Και γιατί το έκανες; Μα για να είσαι ξύπνιος για…

To Aπόκοσμο, Κοσμοϊστορικό Γεγονός:

Ίσως η απλή θέαση με ένα μικρό τηλεσκόπιο έξω από το δημοτικό θέατρο Μυτιλήνης να μην ήταν εξ ίσου εντυπωσιακή με το παραπάνω βίντεο, σίγουρα όμως η καλή παρέα το ισοστάθμισε και τα σύννεφα και η βροχή που έπεφτε με χοντρές σταγόνες έκανε την θέαση πιο συναρπαστική (επειδή το αβέβαιο είναι πάντα πιο γλυκό) αλλά και κάπως απόκοσμη: ο καιρός, ένα τόσο παροδικό φαινόμενο, σε σύγκριση με την σύνοδο της Αφροδίτης η οποία ήταν κι αυτή μεν παροδική αλλά με προεκτάσεις διαχρονικές, που κάνουν τον άνθρωπο να συνειδητοποιεί την μικρότητα του. Είναι σαν ο Μαθουσάλας να πέθανε από αυτοκινητιστικό ή να στραβοκατάπιε την μπουκιά του από γιδοτύρι και παξιμάδι και να πνίγηκε. Άσχετο, ο ήλιος επίσης φαίνεται πραγματικά απόκοσμος σε ισχύ και μέγεθος στο παραπάνω, ειδικά στις υπέρυθρες. Πραγματικά θεϊκός.

Η Συμφιλίωση:

Υπάρχει μια κοπέλα που μια φορά κι έναν καιρό πλήγωσες με τις καλύτερες προθέσεις. Δεν ξέρεις αν όντως πληγώθηκε, γιατί είναι σκληρό καρύδι (ή έτσι δείχνει), όμως μπορείς να φανταστείς πως από τότε δεν έχει και την καλύτερη εικόνα για σένα και πρέπει να σε θεωρεί τουλάχιστον κομματάκι μαλάκα. Ό,τι και να λες, πως ήταν δηλαδή εμπειρίες οι οποίες ήταν καθοριστικές για το τι σε έφερε εδώ που είσαι τώρα και ότι δεν θα άλλαζες τίποτα και και και, δεν μπορείς να μην νιώθεις τύψεις αφού από την πρώτη στιγμή που την γνώρισες της είχες αδυναμία. Έκτοτε πραγματικά λυπόσουν που τα πράγματα ήρθαν έτσι που μια οποιουδήποτε είδους στενότερη σχέση θα ήταν δύσκολη ως αδύνατη. Είχες προσπαθήσει να την προσεγγύσεις απλά και μόνο γιατί γούσταρες την παρέα της και μέχρι εκεί. Όμως πόσο δύσκολο δεν ήταν να παρεξηγηθεί αυτό;

Αυτή την φορά τα πράγματα είχαν μια όμορφη τροπή. Την συναντάς το τελευταίο πρωί στον Λόφο τυχαία και τα πράγματα αρχικά είναι αμήχανα. Έλα όμως που λίγες ώρες πριν φύγεις από το νησί είσαι μαζί της για καφέ και συζητάτε για την ανωμαλία των Ιαπώνων, την χαρά του να καταφέρεις να ανεβάσεις ένα θεατρικό έργο με μια Πρόβα ενωμένη και χωρίς διχόνοιες αλλά και για το animation για το οποίο έχει μεράκι και για τις δημιουργίες της. Νιώθεις όμορφα, ειρηνικά. Να’στε εκεί, η αυπνία να σας ενώνει, με δυο καφέδες, να μιλάτε περι ανέμων και υδάτων, επιτέλους, μια συζήτηση στην οποία δεν πρέπει να παριστάνεις ότι δείχνεις ενδιαφέρον και δεν χρειάζεται να καταβάλεις προσπάθεια για να συγκεντρωθείς σε αυτήν. Το παρελθόν ξεχάστηκε, forget and forgive, και με χαρά διαπίστωσες πως με αυτόν τον άνθρωπο ίσως και να έχεις πολλά πράγματα να μοιραστείς ακόμα.

Οι Τρεις Εκδοχές:

Φιλοξενείσαι από έναν παλιό φίλο με τον οποίο έχεις περάσει πολλά στην Μυτιλήνη ο οποίος όμως δεν νιώθει τελευταία καλά γιατί έχει χωρίσει με την κοπέλα του. Το ενδιαφέρον είναι ότι είσαι φίλος και με την κοπέλα. Και οι δύο σου προσφέρουν τα σπίτια τους για να μείνεις και να ξεκουραστείς και περνάς αρκετό χρόνο και με τους δύο για καφέ, ναργιλέ και ποτό αλλά σπάνια και με τους δύο μαζί. Βλέπεις και τις δύο μεριές της ιστορίας και βγάζεις τα δικά σου συμπεράσματα. Καταλήγεις ότι αυτό που λένε, πως κάθε φορά υπάρχουν τρεις εκδοχές μιας οποιασδήποτε ιστορίας, η άποψη του ενός, η άποψη του άλλου και η αλήθεια, αυτή είναι μια από τις πολλές άδοξες κι άγνωστες παγκόσμιες σταθερές που ο κόσμος ξεχνάει αποκαρδιωτικά συστηματικά.

Το Ταξίδι:

Πειραιά-Χίο, Χίο-Μυτιλήνη, Μυτιλήνη-Πειραιά. Το European Express είναι εκεί για να σου επιτρέψει να διασχίσεις το Αιγαίο. Αυτή η σχέση αγάπης-μίσους σου με τα συμβατικά πλοία της γραμμής δεν μπορεί να μην φανεί κι αυτή την φορά: το πώς τα βρωμερά μαύρα σύννεφα που ρυπαίνουν τους γαλάζιους ουρανούς του «λίκνου του πολιτισμού» όπως τους αρέσει να μας θυμίζουν κάθε φορά στις 101% εκνευριστικές ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα, οι 3045 τηλεοράσεις ανα σαλόνι και οι καφέδες που έχουν τιμολογιακές πολιτικές αλα Twoface (1,50 για τον «μονό» φραπέ, σε πλαστικό ποτηράκι για την ρετσίνα, και >€3 για τον «διπλό»)… πάλι καλά που μπορείς να τρως τον θαλασσινό αέρα, να χαζεύεις γλάρους που το παίζουν οι γέροι του Muppet Show και να αράζεις σε εξωτερική καμπίνα με 50% έκπτωση. Αλήθεια, η καμπίνα σου δεν ήταν κλειδωμένη… θα μπορούσες την επόμενη φορά να δοκιμάζεις ένα-ένα τα δωμάτια μέχρι να βρεις ένα το οποίο θα είναι ξεκλείδωτο με ένα κρεβάτι ελεύθερο και να αράξεις.

Πραγματικά, ποιος θα καταλάβαινε το οτιδήποτε;

Κοσμολόγοι: τραγικές φιγούρες

Οι άνθρωποι έχουμε πολύ συγκεκριμένα όρια στην αντίληψη μας και δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο παρα μόνο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία. Δεν μπορούμε να φανταστούμε τι υπάρχει έξω από το σύμπαν όπως δεν μπορούμε να φανταστούμε πως είναι να είναι κανείς τυφλός, να μην έχει δει ποτέ του: φανταζόμαστε ότι τα βλέπει όλα μαύρα ή λευκά, όμως και το μαύρο και το λευκό είναι τμήματα της οπτικής εμπειράς. Οι τυφλοί δεν έχουν δει ποτέ τίποτα. Οι κουφοί, χωρίς να έχουν ακούσει ποτέ τίποτα επίσης, δεν ξέρουν τι είναι η σιωπή: είναι το μόνο που γνωρίζουν. Δεν μπορούμε να διανοήθουμε τους απλά ασύλληπτους αριθμούς ατόμων, μορίων ή αντίθετα γαλαξιών που υπάρχουν στο σύμπαν αλλά παρολαυτά προσπαθούμε.

Χτες συμπέρανα ότι να προσπαθούμε να καταλάβουμε το σύμπαν είναι μάταιο απλά και μόνο γιατί είμαστε άνθρωποι και περιοριζόμαστε ακριβώς από την ύπαρξη μας σε αυτή την κατάσταση.

Στο Μουσικό Καφενείο στην Μυτιλήνη, όπου ήμουν χτες και έχω πάει πολλές φορές, έχουν ένα χρυσόψαρο σε μια γυάλα. Τι μπορεί να καταλάβει εκείνο για το πώς είναι η ζωή έξω από την γυάλα, ποιες είναι αυτές οι φιγούρες που κινούνται διαρκώς έξω από το νέρο μέρα-νύχτα; Ίσως να μπορούσε, αν ήταν πιο έξυπνο, να προβλέψει την ταχύτητα μετακίνησης αυτών των περίεργων, πολύχρωμων φιγούρων, ίσως να μπορούσε να φτιάξει κάτι σαν ημερολόγιο το οποίο θα του αποκάλυπτε πότε υπάρχει πολύ φως ή λίγο φως έξω και μέσα από την γυάλα. Αλλά πώς θα μπορούσε να καταλάβει ποτέ τι είναι οι άνθρωποι, γιατί πηγαίνουν σε αυτό το μέρος, γιατί αγοράζουν αλκοόλ και καφέδες και γιατί φλερτάρουν; Ένα χρυσόψαρο που θα προσπαθούσε να καταλάβει τον κόσμο έξω από την γυάλα του θα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία ακριβώς λόγο της ύπαρξης του ως χρυσόψαρο και των φυσικών του περιορισμών.

Το ίδιο μπορούμε να συμπεράνουμε για τους ανθρώπους. Προσπαθούμε να καταλάβουμε το σύμπαν αλλά απλά το σύμπαν είναι υπερβολικά περίπλοκο για μας. Η γυάλα μας είναι μεγάλη και ενδιαφέρουσα, ίσως αόρατη, αλλά συνεχίζει να υπάρχει. Το να προσπαθούμε να καταλάβουμε και να απαντήσουμε τα μεγάλα ερωτήματα όπως το ποιοι είμαστε, γιατί βρισκόμαστε εδώ, ποιος και αν μας έφτιαξε κάποιος, που τελειώνει το σύμπαν κτλ είναι απλά ερωτήματα τόσο έξω από την εμπειρία μας που είναι απλά αδύνατο να απαντηθούν. Αντίστοιχα, αν λέγαμε ότι οι πλανήτες είχαν συνείδηση (μια ιδέα που μου αρέσει να εξετάζω τον τελευταίο καιρό), η Γη δεν θα μπορούσε να καταλάβει ποτέ το ποιοι είμαστε και τι κάνουμε. Η ιδέα της περί του κόσμου δεν θα μπορούσε να εντάξει την ύπαρξη κάποιων μικροβίων στην επιφάνεια της που αναρωτιούνται για τα ίδια θέματα (που όπως λέει και ο Terry Pratchett, μάλλον θα της φαινόμασταν σαν κάποιου είδους δερματοπάθεια), και ακριβώς επειδή δεν θα μπορούσε να συλλάβει την ανθρώπινη εμπειρία, η ιδέα της περί του κόσμου, ακόμα κι αν είχε την δυνατότητα ως πλανήτης να καταλάβει το σύμπαν σε ένα πιο μακροσκοπικό επίπεδο, θα ήταν αναγκαστικά ατελής. Η λογική μας μπορεί να μας πάει μακριά αλλά δεν πρέπει να έχουμε την εντύπωση ότι τα μεγάλα ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν με την βοήθεια της γιατί απλά, όπως και οι αισθήσεις μας αλλά αντίθετα με αυτές, η λογική μας (όπως μας αρέσει να λέμε ότι μας διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα ζώα) είναι αμιγώς ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Επομένως, οι ανακαλύψεις που κάνουμε με την βοήθεια της δεν είναι παρά ανθρωποκεντρικές παραδοχές. Όπως λέει και ο Κούντερα στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα Του Είναι (που διαβάζω αυτές τις μέρες και ήδη λατρεύω), τα μόνα σημαντικά ερωτήματα είναι αυτά που έχουμε από παιδιά — ποτέ όμως δεν θα μπορέσουμε να τα απαντήσουμε, ακόμα και όταν, μεγάλοι πια, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το «χάρισμα» μας που λέγεται λογική.

Επομένως, για μένα, οι άνθρωποι που αφιερώνουν την ζωή τους προσπαθώντας να απαντήσουν αυτά τα ερωτήματα δεν είναι τίποτα περισσότερο από τραγικές φιγούρες. Τους θαυμάζω για το πάθος τους αλλά ταυτόχρονα τους λυπάμαι γιατί δεν είναι παρα άνθρωποι, όπως θα λυπόμουν τα χρυσόψαρα που θα προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είναι αυτές οι φιγούρες έξω από το νερό που τα πειράζουν κάθε τόσο και τους πετάνε πού και πού χρυσοψαροτροφή. Δεκάδες επιστήμονες έχουν αφήσει εποχή προσπαθώντας να κατανοήσουν και να περιγράψουν τον κόσμο, μόνο για να υπάρξει κάποιος, αιώνες μετά τον θάνατο τους, που θα ανέτρεπε, κοροιδευτικά σχεδόν, την θεωρία τους. Φανταστείτε πώς θα ένιωθε ο Einstein, ο οποίος αφιέρωσε την ζωή του προσπαθώντας να ενοποιήσει τα πεδία, αν μάθαινε ότι κάποια στιγμή κάποιος μελλοντικός φυσικός θα ανακάλυπτε αυτή την «θεωρία των πάντων», δημιουργώντας αναπόφευκτα ακόμα περισσότερα ερωτήματα, ή αν αποδεικνυόταν ότι μια τέτοια θεωρία είναι απλά πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες κατανόησης του κόσμου. Ίσως να επέλεγε να περάσει την ζωή του λίγο διαφορετικά.

Μπορώ να φανταστώ ένα πλήθος εξαγριωμένων επιστημόνων να με λιντσάρουν για τα παραπάνω, φωνάζοντας πως με αυτή την λογική δεν θα είχαμε φτάσει ως εδώ, πως η ανθρώπινη περιέργεια και φαντασία είναι αυτό που μας κρατάει ζωντανούς, και άλλα. Δεν λέω, οι επιστημονικές ανακαλύψεις μας έχουν φτάσει μακριά, έχουν αλλάξει την ζωή μας (δεν θα πω ότι την έχουν βελτιώσει, γιατί δεν το πιστεύω πραγματικά), μας έχουν βοηθήσει να συλλάβουμε το μεγαλείο των Πραγμάτων. Εγώ ο ίδιος είμαι πολύ περίεργος για το πώς λειτουργεί ο κόσμος και συνεχώς ψάχνω τα όρια της γυάλας μου και το τι αυτή περιέχει. Δεν ξεχνάω όμως πως είμαι άνθρωπος, με περατές διανοητικές ικανότητες και άλλες αδυναμίες της σάρκας και του πνεύματος (μεταξύ τους η ματαιοδοξία), και ίσως να έχω σημαντικότερα πράγματα να κάνω, πιο συμβατά με αυτή μου την ύπαρξη, από το να προσπαθώ να καταλάβω πράγματα τα οποία άπλα έχω την ψευδαίσθηση ότι είναι κατανοήσιμα (από ποιον; εμένα!)

The Kitty Incident

The Kitty Incident

Είχα πάει στην Αθήνα πριν κανένα δεκαήμερο (πήγα και στο Σύνταγμα, 4 νύχτες… και δυο φορές γύρισα με τα πόδια από Σύνταγμα στην Νέα Σμύρνη, αλλά αυτά είναι για άλλες γραφολογίες. Για να δούμε τι θα συμβεί αύριο) για να κάνω τα τελευταία χαρτιά του Εράσμους (ΚΑΙ γι’αυτό σύντομα θα γράψω τα απαραίτητα! Δεν είναι αστείες εξελίξεις αυτές…) Με το που γύρισα Μυτιλήνη, το απόγευμα της ίδιας μέρας, βλέπω την Δέσποινα. Μου λέει πως ο Mordread κάποια στιγμή είχε ακούσει νιαουρίσματα μέσα από το σπίτι μου. «Αποκλείεται!», λέω εγώ χωρίς να δώσω στην όλη ιδέα μια δεύτερη σκέψη.

Δεν φαίνεται σωστό να μην δώσω ένα κάποιο υπόβαθρο στην ιστορία, το ποια νιαουρίσματα θα μποούσαν να ήταν αυτά. Η Τιγρέ, βετεράνος αιλουροειδές τσέπης της Οδού Λαβυρίνθου πλέον (αφού όλες οι υπόλοιπες σιγά-σιγά ανακάλυψαν αυτόν τον υπέροχο κρυμμένο κήπο και αποφάσισαν να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους εκεί) γέννησε για άλλη μια φορά μέσα στην Άνοιξη. 5 υπέροχα γατάκια σύχναζαν σε αυτό το μέρος έξω από την τουαλέτα μου που είναι κάτι σαν ταρατσούλα, κάτι σαν εσωτερική «αυλή» (με την πολύ χαλαρή έννοια της λέξης). Τα έβλεπα κάθε μέρα να παίζουν και να χαίρονται και μου έφτιαχναν την διάθεση όπως μόνο τα γατάκια μπορούν. Έχουν αυτή την επίδραση πάνω μας, σε μας τους δίποδους. Η Τιγρέ, όποτε ένιωθε πως χρειαζόταν, έδειχνε πως δεν θα σήκωνε μαλακίες αν πήγαινα να πλησιάσω τα παιδιά της. Τι κι αν έρχεται κάθε μέρα και με επισκέπτεται, είτε επειδή πεινάει είτε επειδή θέλει παρέα; Να, τώρα κάθεται έξω από το περβάζι ενώ τα γράφω αυτά.

Τέλος πάντων. Την επόμενη μέρα, κάτι μύριζε ψοφίμι μέσα στο σπίτι, γύρω από την κουζίνα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μπορούσε να είναι… Κανένα ποντίκι; Καμια κατσαρίδα; ΟΚ, έχω δει μερικές μεγάλες κατσαρίδες τα χρόνια μου εδώ στην Μυτιλήνη αλλά ποτέ δεν είναι αργά για ένα εντυπωσιακό φινάλε. Καθαρίζω τον νεροχύτη, τίποτα: η μυρωδιά πότε εμφανίζεται, πότε εξαφανίζεται. Αποφασίζω ότι είναι ιδέα μου και επιστρέφω στον υπολογιστή μου (από τον Φεβρουάριο είναι αποκλειστικά το λάπτοπ : ακόμα βαριέμαι να πάω τον Cuberick για διάγνωση… το τέρας!) όμως η μύτη είναι μύτη και αυτά που πιάνει δεν μπορούν να σου φύγουν από το μυαλό. Συνεχίζω να μυρίζω ψοφίμι, γυρίζω στην κουζίνα, απομονώνω την μυρωδιά από την μεριά του φουρνού. Και τότε συνέβη.

Είδα πορτοκαλί γούνα να πετάγεται από τις πάνω σχισμές του απορροφητήρα. Κάπως έτσι.

Τα πρώτα κλάσματα μου φάνηκε το θέαμα αυτό φυσιολογικό, κάτι όχι πέρα από τα αναμενόμενα. Σίγουρα όμως δεν μου πήρε πολύ περισσότερο για να καταλάβω τι ήταν αυτό που είδα: δεν ήταν κάποιου είδους φόδρα που εκείνα τα λίγα κλάσματα φαινόταν λογικό να διαθέτουν στο εσωτερικό τους απορροφητήρες. Σοκαρισμένος έφυγα όπως-όπως από την κουζίνα, φωνάζοντας FUCK! FUCK! FUCK!

Είχα ένα νεκρό γατάκι μέσα στον απορροφητήρα της κουζίνας μου.

Από την στιγμή της συνειδητοποίησης, οι μυρωδιές της σαπίλας και της αποσύνθεσης ξεκάθαρα δεν ήταν πια απλά δημιουργήματα της φαντασίας μου: εκείνη την στιγμή πήρα χαμπάρι τις μύγες οι οποίες πέταγαν λαίμαργα μέσα στην κουζίνα. Το βουητό τους έγινε εκκωφαντικό μέσα στην ησυχία της συνειδητοποίησης του τι είχε λάβει χώρα σε αυτή την κουζίνα, όσο έλειπα στην Αθήνα…

Το γατάκι προφανώς έπεσε μέσα στον σωλήνα που καταλήγει από τον απορροφητήρα στην ταράτσα, μέσα σε ένα από τα παιχνίδια του (έλεος κι αυτό, πώς τα κατάφερε;) Μου φαινόταν μια λογική, αν και απαίσια εξήγηση… δεν ήθελα να σκέφτομαι πώς πέρασε τις τελευταίες του ώρες, αν και ο Mordread, άθελα του, μου έδωσε πρόωρα — ή πολύ, πολύ αργά — μια ιδέα.

Ήταν ο πρώτος στον οποία είπα για το τι συνέβη, και σύντομα διένυσε τα 30 μέτρα που χωρίζουν τα σπίτια μας και ήρθε να δει και μόνος του. Τα πράγματα ήταν σκούρα. Το γατάκι ήταν μέσα στον απορροφητήρα όμως δεν ξέραμε πώς να το βγάλουμε από εκεί μέσα. Ή μάλλον, φοβόμασταν να προσπαθήσουμε… Κι αν κάναμε μια λάθος κίνηση καθώς βγάζαμε την σχάρα με το φίλτρο και έπεφτε φαρδύ πλατύ ένα γατάκι, σε άγνωστη κατάσταση, μαζί με ζουμιά, σκουλήκια και αέρια αποσύνθεσης μπροστά μας, πάνω στα μάτια της κουζίνας; Και οι δύο μας τρέμαμε με αυτή την ιδέα… Το γατάκι δεν μπορούσαμε να το δούμε καλά, παρα μόνο την γούνα της ράχης του η οποία πεταγόταν από τις σχισμές. Δεν είχαμε ιδέα πώς θα ήταν στην εμφάνιση όντας ήδη 3-4 μέρες νεκρό.

Σύντομα ήρθε και η Δέσποινα, και όλοι μαζί προσπαθούσαμε να σκεφτούμε τι να κάνουμε. Πήραμε τηλέφωνο δύο απολυμαντές/εξολοθρευτές, μας είπαν πως δεν ήταν δουλειά τους αυτό που τους ζητάγαμε. Έβλεπα που πήγαινε η δουλειά και αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου, τρομάρα μου (κυριολεκτικά). Γάντια, χλωρίνη, μαντίλια και μπλούζες ως αυτοσχέδιες αντιασφυξιογόνες μάσκες… και βουρ. Ο Μόρντρεντ μάζεψε κι εκείνος το κουράγιο του και μπήκαμε μαζί.

Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς να ανήξουμε τον απορροφητήρα και να βγάλουμε την σχάρα, όμως ο Μόρντρεντ το βρήκε και την βγάλαμε. Ούτε έπεσε γατί με σκουλήκια, ούτε τίποτα: ήταν πιο βαθιά απ’όσο περιμέναμε. Η κατάσταση ήταν τώρα ξεκάθαρη, έπρεπε να έρθει ηλεκτρολόγος για να αποσυναρμολογήσει τον απορροφητήρα.

Κάλεσα τον ίδιο ηλεκτρολόγο ο οποίος μου τον είχε τοποθετήσει, όταν είχα μετακομίσει τον Σεπτέμβριο. Πήρα τηλέφωνο τον Στρατή, ευτυχώς εμφανίστηκε σύντομα και έκανε τα δικά του. Αποσύνδεσε τον απορροφητήρα και τον βγάλαμε έξω. Ήταν τόσο βαθιά το γατί που έπρεπε να αφαιρέσει το καπάκι για να βγει. Το έκανε και έβγαλε το πτώμα. Η κατάσταση του δεν ήταν τόσο άθλια, όμως και πάλι το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό… Ο ηλεκτρολόγος τότε άρχισε να μας δίνει διαταγές: φέρε σακούλα, μάζεψε το, φέρε χαρτί, σκούπισε εκεί κτλ. Έτσι και κάναμε… Μάζεψα το πτώμα και το πέταξα στα σκουπίδια (δεν υπήρχε χρόνος ούτε διάθεση για κάτι λίγο πιο σεβάσμιο…), καθαρίσαμε τον απορροφητήρα όσο μπορούσαμε και τον φέραμε πίσω στην κουζίνα.

Και τότε, ενώ ο ηλεκτρολόγος ξανασυνέδεε τον απορροφητήρα, ανακάλυψε ότι στον σωλήνα ήταν συνδεδεμένη αυτή η γκρι πλατική σχάρα:

Έμεινα μαλάξ. Πώς πέρασε το γατάκι μέσα από αυτή την σχάρα;! Ήταν ακόμα στην θέση της όταν βγάλαμε τον απορροφητήρα, άρα δεν θα μπορούσε να την έχει βγάλει με την φόρα που έπεφτε ή κάτι τέτοιο. Παραμένει το μεγαλύτερο μυστήριο αυτού του θρίλερ…

Μια βδομάδα μετά, η μυρωδιά από τον απορροφητήρα δεν έχει φύγει τελείως. Τα αδερφάκια του αποθανώντα με το που με βλέπουν τρέχουν μακριά, όσο πιο γρήγορα μπορούν, δεν κάθονται πλέον στην ταρατσούλα μου αλλά στην αυλή του παλιού μου σπιτιού απέναντι, ποιος ξέρει τι να πιστεύουν για μένα τώρα, ποιος ξέρει τι να κατάλαβαν όταν άκουγαν το αδερφάκι τους να κλαίει μέσα από το σπίτι μου… Ποιος ξέρει αν θα παραμείνω γι’αυτά το τέρας που σκότωσε το αδερφάκι τους.

Η ιστορία αυτή, εκτός από το ότι φιγουράρει με χαρακτηριστική άνεση στις πιο wtf στιγμές της φοιτητικής μου ζωής, δείχνει πόσο μη εξοικειωμένοι με τον θάνατο και κυρίως με νεκρά σώματα είμαστε, κάτι το τελείως φυσιολογικό και απαραίτητο για τον κόσμο… Αλλά και την σημαντικότητα του να έχεις μια σίτα στον σωλήνα του απορροφητήρα: ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να πέσει αλλά και πότε μπορεί να πέσει…

Καλή διασκέδαση στον κήπο… Μακάρι να έμενες περισσότερο μαζί μας. Ελπίζω να με συγχωρέσεις που δεν ήμουν εκεί όταν θα μπορούσα να σε έχω σώσει…

8ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Φοιτητικών Θεατρικών Ομάδων

Προχτές τέλειωσε το 8ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Φοιτητικών Θεατρικών Ομάδων το οποίο έλαβε μέρος εδώ στην Μυτιλήνη. Ήταν 12 μέρες γεμάτες μπόλικο θέατρο, πολλές καλές παραστάσεις και μερικές όχι και τόσο καλές. Το καλύτερο ήταν πως κάθε μέρα πήγαινα στο θέατρο (στο μεγάλο το δημοτικό, αλλά και στα δυο μικρότερα της Μυτιλήνης: στους Άστεγους και στον ΦΟΜ) και ήξερα πως όχι μόνο θα δω μια παράσταση ανεβασμένη με μεράκι από φοιτητές, αλλά πως θα έβλεπα και τις παλιές καλές γνώριμες φάτσες με τις οποίες τα θέατρα είχαν γίνει κάτι σαν τόπος συνάντησης. Ήξερες ότι θα πας και θα δεις κόσμο, όπως και όταν περνάς από τα σκαλάκια στο τρίγωνο (για όσους δεν ξέρουν, το τρίγωνο είναι η περιόχη η οποία ορίζεται με κορυφές το Μουσικό Καφενείο, το Μπρίκι και το Lazy Fish και είναι το κατεξοχήν στέκι στην Μυτιλήνη για όσους δεν συμπαθούν ό,τι έχει να προσφέρει η προκυμαία, κοινώς μέρη της συνόμοταξίας του Monkey, Marush, De Facto, MyClub κτλ. Πάντως, εγώ θα όριζα την περιοχή ως τετράπλευρη, καθώς το Όλα είναι κι αυτός ένας σημαντικότατος κόμβος: το περισσότερο αλκοόλ το οποίο κυκλοφορεί στα σκαλάκια υπο της μορφής μπύρας, κρασιού αλλά και του περιστασιακού βαρύτερου ποτού μπορεί να προθημευτεί κυρίως από ‘κει. Εφ’όσον, λοιπόν, τα σκαλάκια έχουν για σημαία τους το ΦΑΧ [Φτηνό, Ανοιχτό, Χαλαρό: Hall, 2011], τα μαγαζιά-κόμβοι που ορίζουν το τρίγωνο συχνά δεν χρησιμεύουν παρα για να οριοθετήσουν την περιοχή των σκαλακιών, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως και τα ίδια τα μέρη δεν αποτελούν τόπους συνάντησης: τουναντίον. Πόσες φορές δεν κατέληξαν τα σκαλάκια αυτούσια μέσα στο Lazy Fish μετά τις τρεις και μέχρι το πρωί;)

Τι έλεγα; Α ναι. Στο φεστιβάλ, λοιπόν, πήγαινες στο θέατρο και ήξερες ότι θα δεις γνώριμες φάτσες. Έμοιαζε με αυτή την ωραία αίσθηση που είχες όταν πήγαινες σχολείο, την οποία δεν μπορείς βέβαια να εκτιμήσεις όταν πήγαινεις σχολείο, και έβλεπες κάθε μέρα τα ίδια άτομα, κάνατε τα ίδια πράγματα, και μετά μπορούσατε να συζητήσετε γι’αυτά. Έδινε αυτή την αίσθηση της ομαδικότητας που, η αλήθεια να λέγεται, μου λείπει κάπως από τα χρόνια μου εδώ στην Μυτιλήνη (ίσως επειδή κι εγώ δεν δένομαι καθόλου εύκολα με μεγάλες παρέες γενικότερα). Το φεστιβάλ μου προσέφερε ακριβώς αυτό.

Και δεν ήταν μόνο οι δικοί μας παλιοί γνώριμοι, της Πρόβας δηλαδή. Ήταν κάθε μέρα και φοιτητές από ένα άλλο άκρο της Ελλάδας! Έτσι αντίστοιχα κάθε μέρα υπήρχε και ένα διαφορετικό πάρτι, είτε στην πλατεία Σαπφούς (όπου τα πράγματα ήταν χαλαρά: κύκλος χάμω, κιθάρα, κρασί, ο Γιάννης ο Έτσι κι άλλα θεατρικά παιχνίδια), είτε στο κτίριο Χατζηγιάννη (πρώην εργαστήρια της Πολιτισμικής Τεχνολογίας, νυν χώρος για πρόβες των ομάδων του Πανεπιστήμιου, όπου έγινε απ’έξω ένα μεγάλο και γαμάτο πάρτυ στην μέση των στενών της Μυτιλήνης), είτε στην ΑΤΕ (το R. T. Ficial, με ωραίο face painting, μια μικρή πολύ καλή αυθόρμητη παραστασούλα από την Δανάη και την Γκέλη, έκθεση κόμικς και φωτογραφίας, μερικά συγκροτήματα τα οποία όπως συνήθως τραγούδαγαν έντεχνα που δεν ήξερα και φοβερά φρέσκα mojito με κρατσανιστή ζάχαρη, καταπράσινο λάιμ και μοσχάτο δυόσμο για δροσερή αναπνοή!) είτε στον Λόφο Ξενία που έγινε ένα μεγάλο λάιβ (και οι Alchemy έπαιξαν το Οpen Car — να μια πραγματικά πολύ ευχάριστη έκπληξη ^^!) αλλά δυστυχώς όλες οι ομάδες είχαν ήδη φύγει. Όχι πως κάθε ομάδα έμενε πολύ. Όπως είχαμε πάει κι εμείς πέρσι τον Μάιο με την Πρόβα στα Γιάννενα στο αντίστοιχο φεστιβάλ και είχαμε κάτσει 2 νύχτες, έτσι κι εδώ κάθε ομάδα ερχόταν για ελάχιστες μέρες. Λογικό μεν, που να προλάβεις να τους γνωρίσεις όμως όλους δε; A!! Τώρα που το θυμήθηκα: θέλω φωτογραφίες από την περσινή παράσταση. Δεν έχω πολλές κι όσες έχω είναι από τα παρασκήνια. Μόνο αυτές βρήκα από αυτήν την κριτική για την παράσταση μας στα Γιάννενα… Χουμ, ενδιαφέρον! Μια διαφορετική ανάλυση για κάτι που είχα μάθει πολύ καλά πριν όχι και τόσον πολύ καιρό.

Πίσω στο φέτος. Από τις συνολικά 17 παραστάσεις (με δωρεάν είσοδο!) που ήταν στο πρόγραμμα του φεστιβάλ παρακολούθησα τις 13: δύο τις έχασα και άλλες δύο δεν έγιναν ποτέ. Η αγαπημένη μου πάντως σίγουρα ήταν το «Όχι, παίζουμε!» των Άφαντων από τον ΠΟΦΠΑ. Καταπληκτικά κείμενα (από εκθέσεις μαθητών δημοτικού από την Νότια Ιταλία), εκθαμβωτική κινησιολογία και σκηνοθεσία, πανέξυπνη χρήση του σώματος των παιδιών γενικότερα… Δεν μπορούσα να βρω κάτι το κακό με αυτή την παράσταση. Με κράτησαν από την αρχή μέχρι το τέλος (και αρκετά συχνά βαριέμαι εύκολα το θέατρο). Ακόμα πιο εκπληκτικό: κανονικά είχαν το Δημοτικό Θέατρο για την παράσταση τους, αλλά επειδή εκείνη την μέρα είχε έρθει στους εργαζόμενους εκεί να το παίξουν αντίδραση (ντροπή σας, απλά), αναγκάστηκαν τα παιδιά να πάνε στο θέατρο των Αστέγων. Μια ομαδάρα 25 ατόμων σε μια σκηνή με κάτι μικροσκοπικά καμαρίνια και παρασκήνια και αντίστοιχου μικρού μεγέθους σκηνή… Το θέατρο ήταν κατάμεστο και η σκηνή δεν τους χώραγε, αλλά αυτό τελικά έκανε τον χώρο πολύ ζεστό και γούτσου-γούτσου. Βέβαια, ο σκηνοθέτης δεν ήταν φοιτητής (όπως ήταν στις περισσότερες άλλες παραστάσεις) οπότε η ανισότητα ποιότητας ήταν μέχρι ένα σημείο δικαιολογημένη.

Άλλες παραστάσεις που μου άρεσαν; Φυσικά, η παράσταση της Πρόβας, το Τελεία.gr, όπου πήγα και δύο φορές, τη μία στην πρεμιέρα για την… φωτογραφική κάλυψη, και την δεύτερη για να το ξαναδώ καλύτερα χωρίς να ανησυχώ για φωτογραφίες και τέτοια. Στην προτελευταία και τη τελευταία σκηνή έμεινα με το στόμα να χάσκει έτοιμο να υποδεχτεί μύγες και κουνούπια. Θέλω το σενάριο γι’αυτές τις σκηνές ΤΩΡΑ! Απ’όλο το έργο, η Βίκυ, η Ήρα, η Κρυστάλλη, ο Χάρης, η Εβίνα, ο Άγγελος, ο Νίκος, η Γιώτα και η Δέσποινα μου άρεσαν περισσότερο, αλλά φυσικά απόλαυσα όλα τα παιδιά πάνω στην σκηνή!

Συνεχίζουμε: «ο θίασος του μαύρου καβαλάρη» του Πολυτεχνείου Κρήτης, απ’τα Χανιά (κι εδώ, απίστευτη κινησιολογία, πολύ καλή χρήση ηχητικών εφέ (!!) από ζωντανή ορχήστρα — η οποία αναλάμβανε και την πλήρη μουσική επένδυση — και εμπνευσμένη σκηνοθεσία και τελική σκηνή, ειδικά σε ένα τόσο μικρό θέατρο όπως ο ΦΟΜ), «το όνειρο του σκιάχτρου» από το πολυτεχνείο του ΑΠΘ (τα πουλάκια, αάαα, αάαα! Χαζοοχαρούμενη (με την καλή έννοια!) παράσταση με ηθοποιούς που σ’έκαναν να χαμογελάς συνεχώς κι ένα κείμενο από τον γίγαντα των παραμυθιών Ευγένιο Τριβιζά), ένα καταπληκτικό show στο Μαμά Ελλάδα 2 από τα παιδιά του Πανεπιστήμιου Πάτρας (ατακάρες, απλά, ατακάρες, μερικές από αυτές sooo true! Όλο το θέατρο γέλαγε συνέχεια) και «ο επιθεωρητής έρχεται» από την ομάδα της Ρόδου (μόνο 7 ηθοποιοί αλλά όλοι πολύ καλές ερμηνείες, και μετά γνωριστήκαμε και με τα παιδιά… ~^λ )… Το «μετράω μέχρι το δέκα και μετά σειρά σου» των Πέρα-Δώθε από την Θεσσαλονική μου έκανε εντύπωση γιατί είχε έναν μονόλογο τον οποίο αναγνώρισα από αυτό το βιντεάκι του Mr. Freeman (είχε και άλλους ευρηματικούς διαλόγους, όπως δυο παιδικών φίλων που έπαιζαν το πετάει-πετάει και ξανασυναντήθηκαν μετά από χρόνια… Πετάει-πετάει ο άνθρωπος…;) Αντίθετα, το «εθνικότητα μου το χρώμα του ανέμου», της ομάδας του ΕΜΠ, ενώ μου άρεσε πολύ ο τίτλος της και η ιδέα με τα διαβατήρια των ηθοποιών και συμπάθησα τα παιδιά που βοήθησα να βρουν το θέατρο στο οποίο μαζί είδαμε τους Άφαντους, η ίδια η παράσταση δεν μου άρεσε για λόγους που εξηγώ παρακάτω, εκτός από το χορευτικό με τις μαριονέτες και την σκηνή με τους νεκρούς στρατιώτες. Παρολαυτά, πολλοί μου είπαν ότι η ίδια παράσταση τους άρεσε πολύ. Γούστα!



Όλη αυτή η φάση με έκανε βέβαια να θυμηθώ πως ήταν να είμαι στην Πρόβα πέρσι, τους λόγους που επέλεξα να σταματήσω να πηγαίνω… Η αλήθεια είναι πως να συμμετέχεις σε μια θεατρική παράσταση είναι μια τεράστια δέσμευση ενέργειας και χρόνου. Πέρσι δεν είχα για διάφορους λόγους τα ψυχικά αποθέμετα για να τα ρίχνω στην Πρόβα (διαφορετικά πράγματα μου τράβαγαν την περισσότερη ενέργεια σαν βαμπίρ) και ούτε τα γέμιζε καθόλου η όλη ενασχόληση με την ομάδα. Όμως είχα δεσμευτεί. Οι καθημερινές πρόβες και η έλλειψη δεσίματος της ίδιας της ομάδας αλλά και το δικό μου με τα άλλα παιδιά με έκαναν να το βλέπω όλο σαν μια αγγαρεία και όχι σαν κάτι το ευχάριστο.

Όμως, τελικά, βγαίνοντας φέτος απ’το φεστιβάλ και όλο το κέφι του, βρίσκω ότι έχω μια πιο κατασταλαγμένη άποψη για την τέχνη του θεάτρου. Το περισσότερο θέατρο δεν είναι του γούστου μου, όμως ως μέσο έχει μια απίστευτη πολυμεσική δυναμική την οποία ελάχιστες άλλες μορφές τέχνης μπορούν να φτάσουν. Με τόσα εργαλεία όμως πολλά μπορούν να πάνε στραβά. Εύκολα μπορεί να γίνει μια παράσταση βαρετή, υπερβολικά πομπώδης (τους κλαυσίγελους δεν τους συμπαθώ καθόλου), αυτάρεσκη, φλύαρη… Δεν μου αρέσει όταν το θέατρο παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά, μου αρέσει όταν είναι παιχνιδιάρικο, και μπορεί να είναι παιχνιδιάρικο όσο βαριά, δύσκολα ή ευχάριστα πράγματα κι αν έχει να πει, άκριβως όπως συμβαίνει και στα δικά μας πολλαπλά, προσωπικά, «πραγματικά» δράματα. «Η μαγκιά είναι να χαμογελάς ακόμα και αν τα πράγματα δεν φαίνονται να πάνε προς το καλύτερο. Πάντα θα έχεις το ένα ή το άλλο πρόβλημα», είχε πει κάποτε ο σοφός mystery_orange

Βασικά, τίποτα δεν μου αρέσει όταν παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά, όμως το θέατρο βρίσκω πως πέφτει συχνότερα από άλλες μορφές τέχνης σε αυτή την παγίδα. Το καλό θέατρο είναι πραγματικά πολύ καλό αλλά θα έλεγα τελικά σπάνιο. Κι αυτό ακριβώς γιατί πολλοί ηθοποιοί γίνονται ή προσπαθούν να γίνουν ηθοποιοί για να πουλήσουν μούρη ή για να «κάνουν τέχνη», και όταν αυτοί κάνουν θέατρο το αποτέλεσμα εντυπωσιάζει μόνο άλλους ομοϊδεάτες τους. Είναι αλήθεια: το σανίδι είναι μεθυστικό. Τα φώτα με τα διάφορα χρώματα σου ξεπλένουν ό,τι μπορεί να είσαι στην «πραγματική» σου ζωή, τα κοστούμια σου εκπληρώνουν, έστω για λίγο, τα φιλόδοξα, ποταπά σου όνειρα, το χειροκρότημα γίνεται η πρέζα σου… Γρήγορα το «κάνω τέχνη» γίνεται τελικά ο εντυπωσιακός αυτοσκοπός, όχι ο επαναπροσδιορισμός του εαυτού ο οποίος θα έρθει για να σπάσει θριαμβευτικά τα (ευ)πλαστά και πλαστικά μας σύνορα, τους κύκλους με την κιμωλία μας όπως έλεγαν και στο «εθνικότητα μου…» Έχω δει και συνεχίζω να βλέπω πολλούς ανθρώπους να φτιάχνουν επιπλέον σύνορα χρησιμοποιόντας την δικαιολογία του θεάτρου. Τι να το κάνεις λοιπόν αν η ηθοποιία σε αποξενώνει ακόμα περισσότερο με τους άλλους αλλά και, χειρότερα, με τον εαυτό σου;

Για τέλος, θέλω να δώσω τα συγχαρητήρια μου σε όλους όσους έπαιξαν, προετοίμασαν και τέλος πάντων συνέβαλαν για να είναι αυτό το φεστιβάλ η επιτυχία που ήταν, ακόμα κι εδώ στην μακρινή Μυτιλήνη. Το απόλαυσα ακόμα περισσότερο αφού τώρα πλέον ο χρόνος μου στην Μυτιλήνη είναι σε αντίστροφη μέτρηση… αισθάνομαι όμως τυχερός που το πρόλαβα! 🙂

Πειράζει;

Εδώ στην Οδό Λαβυρίνθου έχουμε συχνά-πυκνά διαρροές νερού. Σίγουρα κάπου μέσα τους θα βρίζουν οι τεχνικοί της ΔΕΥΑΜ κάθε φορά που θα έρχονται να φτιάχνουν τους ίδιους σωλήνες, να ξηλώνουν τα ίδια σκαλιά, να τσιμεντώνουν τα ίδια σημεία. Η Οδός έχει δει περισσότερα remakes ακόμα κι από το Invasion of the Body Snatchers.

Έτσι κι αυτές τις μέρες, ένα απαλό ρυάκι κύλαγε από τις σκάλες ακριβώς μπροστά από το σπίτι μου, βρέχοντας τις κλασικές σκατούλες της Οδού. Πλέον οι μύγες της γειτονιάς, εκτός από ένα εξαίσιο γεύμα, μπορούσαν να έχουν και κελαριστό νερό πηγής, και όλα στο ίδιο μέρος! Φαίνονταν μάλιστα να εκμεταλλεύοναι στο έπακρο αυτή την ευκαιρία, αφού μπανιαρίζονταν κατα δεκάδες. Ακριβώς στο σημείο της διαρροής είχαν φυτρώσει και μερικά “ζιζάνια”, τέλος πάντων, τα είδη φυτών που μπορούμε να βρούμε να φυτρώνουν παντού τώρα που είναι και Άνοιξη.

Πριν λίγο βγήκα έξω να δω τι είχαν καταφέρει, αφού τα κομπρεσέρ σώπασαν και οι βρισιές των εργατών κόπασαν.

Ευτυχώς, η διαρροή σταμάτησε και δεν χανόταν άλλο νερό στο να δροσίζει μύγες. Πειράζει που στενοχωρήθηκα όταν είδα τα παραπάνω ζιζάνια, μερικά εκ των οποίων μάλιστα είχαν ανθίσει κιόλας, ξεριζωμένα και πεταμένα λίγο πιο δίπλα;

Μεγάλη μπύρα με €1,50 στο Lighthouse!!

Καιρό είχα να δω μια τιμή η οποία να μου κάνει πραγματικά εντύπωση. Καλή εντύπωση, εννοώ. Κι όμως! Η ιδέα για το μέρος ήταν του ΗM. Πήγαμε μαζί για ένα ποτό/καφέ/μπύρα/αυτό-που-πας-να-κάνεις-όταν-είναι πολύ-νωρίς-για-ποτό-αλλά-πολύ-αργά-για-καφέ (κατά τις 9), σε ένα Lighthouse που παρ’όλο που έχει 50% φοιτητική έκπτωση ήταν ψιλοάδειο! Έμεινα! Θα παραδεχτώ ότι είχα προσέξει κι άλλες φορές την εν λόγω προσφορά αλλά για λόγους που δεν ξέρω ή φοβάμαι να παραδεχτώ στον εαυτό μου, την είχα ξεχάσει.

Και ναι. Κάτσαμε κοντά στην θάλασσα (η οποία δεν μύριζε σήμερα), είδαμε τον Χρήστο και την Δανάη και μιλήσαμε για animation και αναρωτηθήκαμε μαζί τους γιατί άραγε αυτοί οι δύο να είναι οι μόνοι Γεωγράφοι οι οποίοι ενδιαφέρονται για πολύ-πολύ-φτηνά προγράμματα/σεμινάρια στο εξωτερικό. Ναι ουσιαστικά αυτοί οι δύο θα πάνε στην Βarcelona για 7-8 μέρες με 300 ευρώ όλα. Κάτι σαν παγκόσμιες συναντήσεις για γεωγράφους «στις οποίες μπορεί να έρθει όποιος θέλει, και Γεωγράφος να μην είναι, πολύ απλά γιατί δεν το ξέρει κανείς, ούτε καν από την σχολή μας, και σε όσους το έχουμε πει, δηλώνουν παγερά αδιάφοροι. Το Marush, βλέπεις…»

Άραγε να είναι ίδιος ο λόγος που είναι και το Lighthouse άδειο, παρ’όλη την έκπτωση που μου έφερε ένα μεγάλο, ζουμερό ποτήρι λαμπερή ξανθιά μπύρα φρέσκια από το το βαρέλι στο τραπέζι μας για €1,50 (και για άλλο τόσο τον Freddo Espresso του Housemaster);

Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι ξέρω που θα πηγαίνω τις επόμενες μέρες για ΟΛΕΣ τις καφεϊνικές/αλκοολικές μου ανάγκες με παρέα ή και χωρίς: με τέτοιες τιμές, δεν χρειάζεσαι πολλά-πολλά για να κάνεις το βιβλίο που διαβάζεις την παρέα που θα ‘ρθει μαζί σου στο καφέ-μπαρ. ~^, Και για όποιον είναι Μυτιλήνη τώρα, προτείνω να κάνει το ίδιο. Ας στηρίξουμε, επιτέλους, το φτηνό. Please.

Ποτέ δεν θα γίνουμε Μόναχο. Τουλάχιστον, μπορούμε να πάρουμε ένα καλό παράδειγμα!

Game 2.0 — Shogun 2: Total War Review

Και ναι… Ένα ακόμα review μου για το σάιτ.

Μόνο που αυτό είναι για ένα από τα καλύτερα παιχνίδια που έχω παίξει εδώ και πολύ καιρό…

Το καλύτερο; Ο Cuberick, ο σταθερός υπολογιστής μου, είναι όφλαιν, σε κόμα, χωρίς διάγνωση (ούτε καν τα λαμπάκια της μάδερμπορντ δεν ανάβουν), οπότε το παιχνίδι αναγκάστηκα να το λιώσω για δυο LAN Partay βραδιές στα gnet της Μυτιλήνης. Ευχαριστώ όσους με βοήθησαν απ’το νετ καφέ να εγκαταστήσω το παιχνίδι όταν όλες οι ελπίδες φαίνονταν να εξαναμίζονται. 🙂

Το παιχνίδι της χρονιάς (μέχρι ίσως το Skyward Sword; One can only hope…)

Ένας επιπλέον λόγος γιατί αγάπησα αυτό το παιχνίδι (και τώρα δεν έχω ούτε λεφτά ούτε υπολογιστή για να το απολαύσω περισσότερο!)