Γιατί να τον πάρω φωτογραφία; Και γιατί στον άλλον έδωσα ψιλά, που δεν το κάνω ποτε;

Πριν μερικές μέρες περπάταγα στους δρόμους του κέντρου. Ήταν οι πρώτες μέρες της απεργίας του μετρό. Από όλους τους ικέτες, άστεγους και άλλους λιγότερο τυχερούς από εμάς που προσπαθούμε να τους αγνοούμε και να τους αποφεύγουμε, έπεσε το μάτι μου σε έναν συγκεκριμένο, ενώ περπάταγα την Πανεπιστημίου. Καθιστός και χουχουλωμένος στις κουβέρτες του, διάβαζε ένα τεύχος Μίκυ Μάους. Κοντοστάθηκα.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν: αυτή θα ήταν ωραία φωτογραφία. Η σκέψη ήρθε πριν από τα συναισθήματα που θα με έκαναν να θέλω να την φωτογραφίσω, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Ήταν όντως μια συγκινητική στιγμή. Η παιδική, αθώα ματιά στον κόσμο συναντούσε την απόλυτη σκληράδα, τη ζωή που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει το αντίθετο της αθωότητας. Ήταν σαν τη σκηνή από το Samsara – άλλη φορά θα γράψω για την υπερτατότητα αυτής της ταινίας και του Baraka, το οποίο πρίζω τους πάντες να δουν αλλά κλασικά έχουν τη δική τους λίστα στην οποία δύσκολα χωράνε προτάσεις, όπως έχουμε όλοι μας. Σε αυτή τη σκηνή ένας τύπος, μπρατσαράς, γεμάτος τατουάζ, έχει αγκαλιά ένα μωρό. Μια στιγμή, το βρήκα. Ο άστεγος και ο τατουαρισμένος πατέρας παίζουν με τις προσδοκίες μας: τι σημαίνει να είσαι άστεγος; Φανταζόμαστε, εμείς οι ένστεγοι, ότι οι άστεγοι πρέπει να μην έχουν ενδιαφέροντα και σκέψεις, αφού όλη μέρα πίνουν ή κοιμούνται ή ικετεύουν. Ή διαβάζουν παιδικά κόμικς. Ή ρεμβάζουν. Βλέποντας έναν τατουαρισμένο συμμορίτη ποτέ δεν θα περιμέναμε ότι θα μπορούσε να κρύβει μέσα του κάτι σαν… τρυφερότητα. Και αυτό μας είναι που μας κάνει εντύπωση στη σκηνή. Τα πράγματα που μας μένουν είναι αυτά που σπάνε τις προσδοκίες, και καθώς οι προσδοκίες και η κοσμοθεωρίες σπάνε, αφήνουν φως να μπει από αυτό το καλοχτισμένο αλλά καθόλου μελετημένο τοίχο που έχουμε χτίσει γύρω μας ώστε να βλέπουμε τη ζωή μόνο όπως θα περιμέναμε ήδη να τη δούμε. Το φως αυτό λέγεται νέες εμπειρίες αλλά το τείχος που το εμποδίζει δεν αργεί να ξαναχτιστεί, αν είμαστε τυχεροί τουλάχιστον θα είναι με καινούργια, φωτεινά τούβλα.

Δεν τα γράφω όλα αυτά για να κάνω ανάλυση του γιατί μου έκανε εντύπωση η συγκεκριμένη σκηνή, έστω κι αν μόλις το έπραξα. Τα γράφω γιατί το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, η πρώτη σκέψη, ήταν ότι η σκηνή θα ήταν μια ωραία φωτογραφία, και φυσικά όλα τα παραπάνω θα μπορούσε να τα πει μια φωτογραφία χωρίς να χρησιμοποιεί λέξεις – κατα πάσα πιθανότητα πολύ πιο εύγλωτα. Ποιος καλύτερος τρόπος από το να απεικονίσεις αυτήν την αντίθεση, αυτό το «τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και μόλις σας ανέτρεψα -έστω και λίγο- τα αρχέτυπα και τις εικόνες που χρησιμοποιούσατε για να βγάλετε νόημα από αυτόν τον κόσμο»;

Όντως, αν ήθελα να το κάνω αυτό θα ήταν ένας πολύ καλός και πετυχημένος τρόπος να το κάνω. Να βγάλω τη φωτογραφία. Όποτε σωστά το σκέφτηκα όπως κάθε καλλιτεχνική φύση.

Η δεύτερη σκέψη όμως που έκανα, η οποία ήρθε αμέσως μετά την πρώτη, πήγε τα πράγματα σε ένα τελείως άλλο επίπεδο: «γιατί; Γιατί θέλω να τραβήξω συγκεκριμένα τη δυστυχία/ευτυχία/καθημερινότητα ενός ανθρώπου; Ακόμα κι αν λέγαμε ότι κάνω τέχνη, μήπως το ότι είναι άστεγος είναι ένα στοιχείο το οποίο θα χρησιμοποιούσα για να συνεισφέρω στην αίγλη της φωτογραφίας αλλά και στο image μου (pardon the pun) ως αυτού που κοίταξε μέσα από τον φακό και πάτησε το κλείστρο; Έτσι θα έδειχνα ότι συγκινούμαι ή/και νοιάζομαι για τους χτυπημένους από την ανισορροπία του κόσμου. Ας μην ξεχνάμε, τραβώντας τους φωτογραφίες είναι πολύ in και σου προσδίδει μια κοινωνική ευαισθησία  γιατί έτσι δείχνεις ότι προσέχεις τους άστεγους και δεν τους προσπερνάς αδιάφορος σαν όλους τους άλλους. Ποια σχέση όμως με αυτόν τον άνθρωπο θα προκύψει, τον οποίο ουσιαστικά θα χρησιμοποιήσω για να τραβήξω ένα ωραίο και ενδιαφέρον θέμα – ας μην το κρύβουμε, για να πουλήσω συγκίνηση και μια “χαμένη ομορφιά στη μαγεία της στιγμής”;»

Δεν τον τράβηξα φωτογραφία. Ένιωθα πως θα τον προσέβαλα. Θα ένιωθε (έκ)θεμα. Θα ένιωθε πως το ενδιαφέρον μου για αυτόν θα άρχιζε και θα τελείωνε ακριβώς στο τί θα μπορούσα να κερδίσω εγώ από αυτόν ως «απαθανατιστής της στιγμής». Αυτό που με προβλημάτισε είναι ότι θα είχε δίκιο.

Η ηθική υπόσταση του να αφαιρείς τους ανθρώπους από το χρόνο και τον χώρο, να τους εξαπλουστεύεις και να τους δίνεις τη δική σου νοηματοδότηση και παράλληλα το ερώτημα αν δημιουργείται ακόμα και αν χρειάζεται να υπάρχει μια ανθρώπινη σχέση κατανόησης και σεβασμού ανάμεσα στο θέμα και στον φωτογράφο έχει απασχολήσει φωτογράφους πολύ πιο εμπνευσμένους από εμένα. Είναι βρίσκω ένα σωστό ηθικό δίλημα: πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους που θα βρεθούν στη φωτογραφία μας σαν κάποιον με αισθήματα ή θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι και ρομπότ, υποθετικά μιλώντας χωρίς αισθήματα ή απόψη σχετικά με το αν θέλουν να φωτογραφηθούν ή όχι;

Έφυγα χωρίς να πάρω φωτογραφία άλλα έγραψα αυτό το κείμενο. Πόσο διαφορετικό είναι κατα βάθος;

Σήμερα περπάταγα με την Ινές (^Ω^) στην Ερμού και πετύχαμε αυτόν τον τύπο.

Δεν δίνω γενικά λεφτά σε μουσικούς του δρόμου, άστεγους ή πρεζάκια. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί με ενοχλούνε με τη συχνά πλαστή μιζέρια τους. Μια βολική απάντηση είναι ότι έχω αναπτύξει άμυνες ώστε να μην τους «λυπάμαι υπερβολικά» και να τους δίνω κάτι πάντα, όπως ίσως θα έκανα αν έμενα και μετά την ενηλικίωση με την ατέλειωτη συμπόνοια που έχει ένα παιδί, αν ο κόσμος δεν με είχε κάνει πιο κυνικό και φοβισμένο τις περισσότερες φορές να νοιαστώ. Μπορεί να είναι μια ειλικρινής απάντηση αλλά δεν αλλάζει το γεγονός ότι τους αποφεύγω και κοροϊδεύω τον τον εαυτό μου λέγοντας του ότι είναι παράπλευρα θύματα μιας ανεξέλεγχτης για αυτούς κατάστασης, σαν τη θαλάσσια πανίδα γύρω από τα νησιά Μπικίνι τη δεκαετία του ’50, και ότι δεν θα πρέπει να τους αφήνω να με επηρεάζουν αρνητικά. Αν κάνουμε ότι δεν υπάρχουν, ίσως να καταφέρουμε μέχρι το τέλος της ημέρας να μην έχουμε φύγει από την κοσμάρα μας.

Σε αυτόν τον τύπο τελικά έδωσα 50 λεπτά, ξεκινώντας να σκέφτομαι τι ήταν αυτό που τελικά με έκανε να ανοίξω το πορτοφόλι σε εκείνη την περίπτωση. Μάλλον με κέρδισε επειδή με έκανε να νιώσω άνετα με την ιδέα ότι αυτό που πραγματικά ψάχνω είναι την επιβεβαίωση ότι ο κόσμος εκεί έξω είναι πραγματικά καλός, αισιόδοξος, αρκει να ψάχνεις την ομορφία σε κάθε μέρα, και όλα τα υπόλοιπα, κάτι που οι νορμάλ άστεγοι/μουσικοί του δρόμου απλά μου το καταπνίγουν. Ο άστεγος με τα Μίκυ Μάους μου άγγιξε την ίδια ευαίσθητη χορδή.

Ποια έιναι όμως η πραγματικότητα: αυτό που ο καθένας μας διαλέγει ως έκφραση της δικής του τέχνης ή όλες οι κοινοτοπίες από τις οποίες τρέχει μακριά; Μάλλον η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι από αυτές που κρίνουν την γενικότερη στάση σου προς την ζωή, όπως το αν προτιμάς τους σκύλους ή τις γάτες, ή αν πιστεύεις ότι τα μακροχρόνια σχέδια έχουν νόημα. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν καμιά απάντηση δεν σου κάνει, κυρίως στις ερωτήσεις που θέτεις εσύ στον εαυτό σου. Και αυτό το λέω για καλό.

Looking Back (part 0)

Είναι μια αρκετά ευαίσθητη περίοδος για μένα… Κάθομαι κάθε μέρα σπίτι εδώ στην Νέα Σμύρνη, διαβάζοντας Scott Pilgrim, Y: The Last Man και The Gunslinger, γράφοντας στην Νένη (η οποία ήταν στην Καπαδοκία τις προηγούμενες μέρες — καταπληκτικό), συλλογιζόμενος το χτες και το προχτές… Είναι πολύ δύσκολα θέματα τα οποία έχω αποφασίσει να αντιμετωπίσω μέσα στο καλοκαίρι. Δεν νομίζω ότι μπορώ να γράψω για αυτά εδώ, τουλάχιστον, όχι ακόμα. Όλοι οι προηγούμενοι μήνες ήταν δύσκολοι (προσέξτε μόνο την έλλειψη ποστ), με πολλά ταξίδια για τα οποία ποτέ δεν έγραψα, πολύ άγχος το οποίο ποτέ δεν κατέκτησα, πολλές στιγμές με την παρέα τις οποίες δεν ένιωσα, πολλές προσωπικές στιγμές τις οποίες ποτέ δεν ανάλυσα… ούτε εδώ, αλλά και ούτε μέσα μου. Ο χρόνος τρέχει και νιώθω ότι με έχει προσπεράσει εδώ και καιρό. It’s time [pun… unintended (?)] to do some catching up…

Και υπάρχουν και τα games. Για αυτά είναι πάντα πολύ εύκολο να γράψεις. Τολμώ να πω… βολικά εύκολο…

Αυτές τις μέρες θέλω να παίξω το Super Mario Galaxy 2, το οποίο είχε πάρει ο Μάριος εδώ και εβδομάδες, αλλά επειδή το Wii μου ήταν στην Αθήνα (α ναι, τον φιλοξενούσαμε με την Νένη καθόλη την διάρκεια της εξεταστικής! *hi-fives to neni and mario*) είχαμε απομείνει όλοι να κοιτάζουμε το κουτί. Αφού, ως γνωστόν, η παρέα μου απαρτίζεται από Nintendo-haters, δεν υπήρχε άλλο Wii στον χρήσιμο ορίζοντα. Και μετά ο Μάριος έφυγε, εγώ, η Νένη και ο Μουράτ (ένας κουλ τούρκος που γεννήθηκε στην Γερμανία, τον οποίο φιλοξενήσαμε στην Μυτιλήνη και μας συντρόφευσε στο ταξίδι μας μέχρι την Κωσταντινούπολη — ναι, πήγαμε κι εκεί :)) κι έτσι δεν είχα την ευκαιρία να το παίξω. Κι επειδή είμαι πολύ φτωχός, το Xbox μου χάλασε και θέλω να αγοράσω τα StarCraft II και Victoria II τα οποία έρχονται στο άμεσο μέλλον, δεν μπορώ να παίξω το Super Mario Galaxy 2… 🙁

Έτσι λοιπόν, αφού είμαι στην Αθήνα, μόνος,  με μπόλικο ελεύθερο χρόνο, αποφάσισα να παίξω το πρώτο SMG. Το είχα αφήσει στα 116 αστέρια. Ε, σήμερα το τελείωσα, μετά από σχεδόν 3 χρόνια. Δεν ένιωσα τίποτα ιδιαίτερο, ίσα-ίσα, θέλω κι άλλο. Μου έκανε εντύπωση όμως ξανά η μουσική… ιδιαίτερα του Gusty Garden Galaxy, που ήταν και το πρώτο τρακ που είχα ακούσει από το παιχνίδι, πριν κυκλοφορήσει, και είχα δει ότι μεγάλο μέρος της μουσικής του παιχνιδιού θα ήταν ενορχηστρωμένη. Δείτε (ακούστε!) το original, τις 8-bit, live και metal παραλλαγές, και σκεφτείτε πόσο η ενορχήστρωση και οι συνθήκες μπορούν να αλλάξουν τι συναίσθημα θα βγάλει ένα κομμάτι. Απερίγραπτο.

Ηχογράφηση που εμφανίζεται στο παιχνίδι (Miyamoto’s getting it on! ^^,)

Live ορχηστρικό:

Metal:

8-bit:

Χτες είδα το Toy Story 3 μαζί με τον Κίρα και την Μυριάνθη. Ήταν εξαιρετικό… Ήμουν από μικρός φαν της σειράς (είχα το πρώτο σε VHS, το είχα πάρει από την Αυστραλία!), και ήταν ένα επάξιο τελευταίο κεφάλαιο στην ιστορία, αντιμετωπίζοντας πολύ ώριμα το θέμα το οποίο πραγματευόταν και έτσι με άγγιξε σε ένα σημείο που ήδη είναι πολύ ευαίσθητο αυτές τις μέρες: πώς ο χρόνος κυλά και ότι μας συντρόφευε πριν χρόνια δεν είναι πια το ίδιο, όμως ούτε κι εμείς είμαστε οι ίδιοι… Ότι ήταν δικό μας κάποτε μπορεί να μας εκπλήσει… Τελικα, όμως, τι είναι πιο αυθεντικό, και σύμφωνα με τι είναι σωστότερο να πορεύεται κανείς; Αυτό μπορεί να είναι το recurring theme του φετινού καλοκαίριου. Κι ακόμα δεν έχω δει τίποτα, είμαι σίγουρος…

[part 0 γιατί δεν ξέρω αν θα έχει συνέχεια… αν ναι, αυτός είναι ο πρόλογος…]