ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΚΟΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΧΑΛΟΓΟΥΙΝ

Και η πιο ομορφες κολοκυθες σαπιζουν τελικα. Και τοτε ειναι ακομα τρομακτικοτερες!
Και η πιο ομορφες κολοκυθες σαπιζουν τελικα. Και τοτε ειναι ακομα τρομακτικοτερες!

Πριν δυο χρόνια έγραψα αυτο το ποστάκι στο οποίο παρέθετα τις σκέψεις μου για το Halloween και την ερώτηση «τι ακριβώς γιορτάζουμε στις 31/10», τουλάχιστον στην Ελλάδα.

Είναι δυο-τρία ακόμα πράγματα τα οποία θα ήθελα να προσθέσω σε αυτό που έγραψα τότε.

Πιθανότατα μέσα σε λίγα χρόνια το Halloween να γιορτάζεται σε όλον τον κόσμο, όπως τα Χριστούγεννα. Θα έχει ακολούθησει μια διαδικασία μίμησης η οποία έχει ως βάση της όχι τους ανθρώπους, αλλά τον κόσμο του φανταστικού και τα νέα μέσα. Δεν γνωρίζω ποια διαδικασία ακολουθούσε ιστορικά ένα έθιμο ώστε να περάσει από μια κουλτούρα στην άλλη (θα είχε πολύ ενδιαφέρον να το μελετήσουμε στα Βαλκάνια αυτό, όπου έχουμε πολλά κοινά έθιμα και παραδόσεις). Δεν γνωρίζω π.χ. ποια ήταν η αφετηρία της λατρείας των ηλιοστασίων και πώς μετακύλησαν από την βαθιά προϊστορία στις σύγχρονες μέρες στη μορφή των Χριστουγέννων ή του Jani (Αϊ Γιαννη), το οποιο γιορτάζεται παραδοσιακά με τη μια ή την άλλη μορφή σε όλη την Ευρώπη—για άλλους μη-Ευρωπαϊκούς πολιτισμούς δεν γνωρίζω.

Είμαι σίγουρος ότι μέσω της μίμησης, τότε όπως και τώρα, τέτοιες γιορτές μεταδίδονταν από μια κυρίαρχη κουλτούρα σε άλλες. Για πρώτη φορά όμως αυτή η κυρίαρχη κουλτούρα έχει δυνητικά τη δύναμη να αγγίξει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Εντάξει, δεν περιμένω Κινέζους, Ρώσους, Σαουδάραβες, Ινδούς, Σύρους, Νιγηριανούς, Σουδανούς, Μαροκινούς ή Τζαμαϊκανούς να ασπαστούν με την ίδια ευκολία το Halloween όπως πολιτισμοί όπως ο δικός μας, αλλά ίσως από αυτό φαίνεται πιο ξεκάθαρα πόσο επιρρεπείς είμαστε σαν ελληνική κοινωνία στην κυρίαρχη ιδεολογία και κουλτούρα, αφού δεν έχουμε κάτι να αντιπαραβάλουμε ως ζωντανό έθιμο το οποίο οι νέοι θα θέλουν συνειδητά να ακολουθούν.

Δεν το θέτω σαν πρόβλημα, το θέτω σαν παρατήρηση.


Το Día de los Muertos τείνει να γίνει Halloween για τους ψαγμένους που λένε ότι δεν τους αρέσει το Halloween—λέω εγώ, έχοντας επίγνωση ότι πριν 2 χρόνια έγραψα ότι μου αρέσει αυτή η γιορτή. Συνεχίζω να το προτιμώ απ’ το Halloween, αλλά όσο το έθιμο διαδίδεται χωρίς να μεταδίδεται η ουσία του, για μένα χάνεται. Γίνεται απλά Απόκριες το φθινόπωρο.


Είναι ενδιαφέρον πως, ταυτόχρονα με τον τρόπο που γιορτάζεται το Halloween σε όλο τον κόσμο, ακόμα κι εκεί όπου αποτελεί πραγματικό έθιμο, χάνεται όλο και περισσότερο η πραγματική σχέση των ανθρώπων με τον θάνατο, τους νεκρούς, την ασθένεια και το μακάβριο—και όχι, η θέαση ταινιών τρόμου δεν μετράει. Μόλις πρόσφατα (στην Ουρουγουάη) είδα για πρώτη φορά ανθρώπινο πτώμα. Ήταν ένας κύριος γύρω στα 60 που φαινόταν να είχε πνιγεί στο Río de la Plata. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κοιτάζω.

Έχω δει πολλά ψεύτικα πτώματα σε πάρα πολλές οθόνες τα οποία είχαν ως στόχο να αγγίξουν αυτή την ευαίσθητη χορδή. Αγγίχτηκε τόσο πολύ που έχασα την ευαισθήσια μου, ή τίποτα δεν μπορεί να εξομοιώσει αυτή την επαφή με τον πραγματικό θάνατο;

Δεν αποκλείω ότι για αυτόν τον λόγο, λόγω της απώθησης και αποσύνδεσης απ’ τα πιο υπερβατικά, βρίσκουμε πιο ελκυστική αυτή τη θεματολογία, αλλά και ταυτόχρονα κρατάμε τις αποστάσεις μας: ώστε να μην χρειαστεί στ’ αλήθεια να θυμηθούμε τον θάνατο και την παροδικότητα της δικής μας ζωής όσο κι αυτών που αγαπάμε. Γιατί είναι γεγονός ότι ζούμε τελείως θανατοφοβικά. Παριστάνουμε και ζούμε λες και ήμασταν αθάνατοι. Για την ακρίβεια, ο θάνατος έχει φτάσει κι έχει ξεπεράσει τα όρια του ταμπού για το είδος μας, το οποίο παινεύεται ότι αξίζει να κερδίσει τον θάνατο—επί των πτωμάτων όλων των υπολοίπων, φυσικά.


Όπως έχω γράψει κι άλλες φορές, όχι, δεν είμαστε ο καρκίνος της Γης, γιατί η Γη δεν θα πεθάνει από εμάς (τουλάχιστον αυτό θέλω να ελπίζω, δεν έχω τις γνώσεις να το πω με σιγουριά, αν μπορούμε να υποκριθούμε ότι κάποιος με γνώσεις θα μπορούσε να μας απαντήσει με σιγουριά). Αλλά κάλλιστα θα μπορούσαμε να διακριθούμε ως ένας γαμημένος ιός. Έρπης, γιατί όχι. Δύσκολο να πεις από πού μας κόλλησε η Γη και ποια καυτή νύχτα απ’ ολες δεν έλαβε προφύλαξη.


Τελικά, στο κάτω-κάτω της γραφής, να σας πω κάτι, εντάξει. Φτάνει. Ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι γουστάρει και ό,τι τον ή την γεμίζει. Δεν θα πω τι είναι καλό και κακό, ούτε θα υποκριθώ ότι καταλαβαίνω πώς λειτουργούνε οι άνθρωποι, ή πώς και γιατί μιμούμαστε, ή ότι αυτό που γίνεται με το Halloween είναι λάθος, ή ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Υπάρχει.  Και μόνο για χαβαλέ να βγαίνει η άλλη, ντυμένη σέξι τέρας του Φρανκενστάιν, χωρίς ούτε καν να σκέφτετα να τιμήσει τους νεκρούς προγόνους της, αυτό είναι απολύτως σεβαστό, και μακάρι να περάσει πολύ καλά.

Τι, θα της την πω που εκμεταλλεύεται αυτή την περίσταση να χαρεί τη ζωή, τη δικιά της ζωή, έτσι όπως τέλος πάντων αυτή θέλει να την χαρει;Τα πράγματα κυλάνει, η στορία συνεχίζεται, σήμερα είμαστε αύριο δεν είμαστε, οι κουλτούρες μας αλλάζουν κάθε μέρα, μόνο για να ξαναλλάξουν την μεθεπόμενη κ.ο.κ. Και τα βρωμερότερα σκατά κάνουν εξαιρετικό λίπασμα, και στα σκατά φυτρώνουν και μαγικά μανιτάρια. Οπότε;

EDIT: Κάτι που διάβασα απ’ τον Ran και με ενέπνευσε (28/10/2015):

October 28. Continuing on Monday’s subject, Anne points out that there non-authoritarian uniforms: “What about hockey, or punk kids, or clowns?” Also we’re coming up on a holiday where people wear costumes. I’ve always liked the occult aspect of Halloween and not the costume aspect. When I think about it, this is because the occult is about transforming physical reality, while costumes are about transforming social reality. To me, physical reality is boring and needs shaking up, while social reality is already too challenging without getting even more shifty.

 

The Kitty Incident

The Kitty Incident

Είχα πάει στην Αθήνα πριν κανένα δεκαήμερο (πήγα και στο Σύνταγμα, 4 νύχτες… και δυο φορές γύρισα με τα πόδια από Σύνταγμα στην Νέα Σμύρνη, αλλά αυτά είναι για άλλες γραφολογίες. Για να δούμε τι θα συμβεί αύριο) για να κάνω τα τελευταία χαρτιά του Εράσμους (ΚΑΙ γι’αυτό σύντομα θα γράψω τα απαραίτητα! Δεν είναι αστείες εξελίξεις αυτές…) Με το που γύρισα Μυτιλήνη, το απόγευμα της ίδιας μέρας, βλέπω την Δέσποινα. Μου λέει πως ο Mordread κάποια στιγμή είχε ακούσει νιαουρίσματα μέσα από το σπίτι μου. «Αποκλείεται!», λέω εγώ χωρίς να δώσω στην όλη ιδέα μια δεύτερη σκέψη.

Δεν φαίνεται σωστό να μην δώσω ένα κάποιο υπόβαθρο στην ιστορία, το ποια νιαουρίσματα θα μποούσαν να ήταν αυτά. Η Τιγρέ, βετεράνος αιλουροειδές τσέπης της Οδού Λαβυρίνθου πλέον (αφού όλες οι υπόλοιπες σιγά-σιγά ανακάλυψαν αυτόν τον υπέροχο κρυμμένο κήπο και αποφάσισαν να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους εκεί) γέννησε για άλλη μια φορά μέσα στην Άνοιξη. 5 υπέροχα γατάκια σύχναζαν σε αυτό το μέρος έξω από την τουαλέτα μου που είναι κάτι σαν ταρατσούλα, κάτι σαν εσωτερική «αυλή» (με την πολύ χαλαρή έννοια της λέξης). Τα έβλεπα κάθε μέρα να παίζουν και να χαίρονται και μου έφτιαχναν την διάθεση όπως μόνο τα γατάκια μπορούν. Έχουν αυτή την επίδραση πάνω μας, σε μας τους δίποδους. Η Τιγρέ, όποτε ένιωθε πως χρειαζόταν, έδειχνε πως δεν θα σήκωνε μαλακίες αν πήγαινα να πλησιάσω τα παιδιά της. Τι κι αν έρχεται κάθε μέρα και με επισκέπτεται, είτε επειδή πεινάει είτε επειδή θέλει παρέα; Να, τώρα κάθεται έξω από το περβάζι ενώ τα γράφω αυτά.

Τέλος πάντων. Την επόμενη μέρα, κάτι μύριζε ψοφίμι μέσα στο σπίτι, γύρω από την κουζίνα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μπορούσε να είναι… Κανένα ποντίκι; Καμια κατσαρίδα; ΟΚ, έχω δει μερικές μεγάλες κατσαρίδες τα χρόνια μου εδώ στην Μυτιλήνη αλλά ποτέ δεν είναι αργά για ένα εντυπωσιακό φινάλε. Καθαρίζω τον νεροχύτη, τίποτα: η μυρωδιά πότε εμφανίζεται, πότε εξαφανίζεται. Αποφασίζω ότι είναι ιδέα μου και επιστρέφω στον υπολογιστή μου (από τον Φεβρουάριο είναι αποκλειστικά το λάπτοπ : ακόμα βαριέμαι να πάω τον Cuberick για διάγνωση… το τέρας!) όμως η μύτη είναι μύτη και αυτά που πιάνει δεν μπορούν να σου φύγουν από το μυαλό. Συνεχίζω να μυρίζω ψοφίμι, γυρίζω στην κουζίνα, απομονώνω την μυρωδιά από την μεριά του φουρνού. Και τότε συνέβη.

Είδα πορτοκαλί γούνα να πετάγεται από τις πάνω σχισμές του απορροφητήρα. Κάπως έτσι.

Τα πρώτα κλάσματα μου φάνηκε το θέαμα αυτό φυσιολογικό, κάτι όχι πέρα από τα αναμενόμενα. Σίγουρα όμως δεν μου πήρε πολύ περισσότερο για να καταλάβω τι ήταν αυτό που είδα: δεν ήταν κάποιου είδους φόδρα που εκείνα τα λίγα κλάσματα φαινόταν λογικό να διαθέτουν στο εσωτερικό τους απορροφητήρες. Σοκαρισμένος έφυγα όπως-όπως από την κουζίνα, φωνάζοντας FUCK! FUCK! FUCK!

Είχα ένα νεκρό γατάκι μέσα στον απορροφητήρα της κουζίνας μου.

Από την στιγμή της συνειδητοποίησης, οι μυρωδιές της σαπίλας και της αποσύνθεσης ξεκάθαρα δεν ήταν πια απλά δημιουργήματα της φαντασίας μου: εκείνη την στιγμή πήρα χαμπάρι τις μύγες οι οποίες πέταγαν λαίμαργα μέσα στην κουζίνα. Το βουητό τους έγινε εκκωφαντικό μέσα στην ησυχία της συνειδητοποίησης του τι είχε λάβει χώρα σε αυτή την κουζίνα, όσο έλειπα στην Αθήνα…

Το γατάκι προφανώς έπεσε μέσα στον σωλήνα που καταλήγει από τον απορροφητήρα στην ταράτσα, μέσα σε ένα από τα παιχνίδια του (έλεος κι αυτό, πώς τα κατάφερε;) Μου φαινόταν μια λογική, αν και απαίσια εξήγηση… δεν ήθελα να σκέφτομαι πώς πέρασε τις τελευταίες του ώρες, αν και ο Mordread, άθελα του, μου έδωσε πρόωρα — ή πολύ, πολύ αργά — μια ιδέα.

Ήταν ο πρώτος στον οποία είπα για το τι συνέβη, και σύντομα διένυσε τα 30 μέτρα που χωρίζουν τα σπίτια μας και ήρθε να δει και μόνος του. Τα πράγματα ήταν σκούρα. Το γατάκι ήταν μέσα στον απορροφητήρα όμως δεν ξέραμε πώς να το βγάλουμε από εκεί μέσα. Ή μάλλον, φοβόμασταν να προσπαθήσουμε… Κι αν κάναμε μια λάθος κίνηση καθώς βγάζαμε την σχάρα με το φίλτρο και έπεφτε φαρδύ πλατύ ένα γατάκι, σε άγνωστη κατάσταση, μαζί με ζουμιά, σκουλήκια και αέρια αποσύνθεσης μπροστά μας, πάνω στα μάτια της κουζίνας; Και οι δύο μας τρέμαμε με αυτή την ιδέα… Το γατάκι δεν μπορούσαμε να το δούμε καλά, παρα μόνο την γούνα της ράχης του η οποία πεταγόταν από τις σχισμές. Δεν είχαμε ιδέα πώς θα ήταν στην εμφάνιση όντας ήδη 3-4 μέρες νεκρό.

Σύντομα ήρθε και η Δέσποινα, και όλοι μαζί προσπαθούσαμε να σκεφτούμε τι να κάνουμε. Πήραμε τηλέφωνο δύο απολυμαντές/εξολοθρευτές, μας είπαν πως δεν ήταν δουλειά τους αυτό που τους ζητάγαμε. Έβλεπα που πήγαινε η δουλειά και αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου, τρομάρα μου (κυριολεκτικά). Γάντια, χλωρίνη, μαντίλια και μπλούζες ως αυτοσχέδιες αντιασφυξιογόνες μάσκες… και βουρ. Ο Μόρντρεντ μάζεψε κι εκείνος το κουράγιο του και μπήκαμε μαζί.

Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς να ανήξουμε τον απορροφητήρα και να βγάλουμε την σχάρα, όμως ο Μόρντρεντ το βρήκε και την βγάλαμε. Ούτε έπεσε γατί με σκουλήκια, ούτε τίποτα: ήταν πιο βαθιά απ’όσο περιμέναμε. Η κατάσταση ήταν τώρα ξεκάθαρη, έπρεπε να έρθει ηλεκτρολόγος για να αποσυναρμολογήσει τον απορροφητήρα.

Κάλεσα τον ίδιο ηλεκτρολόγο ο οποίος μου τον είχε τοποθετήσει, όταν είχα μετακομίσει τον Σεπτέμβριο. Πήρα τηλέφωνο τον Στρατή, ευτυχώς εμφανίστηκε σύντομα και έκανε τα δικά του. Αποσύνδεσε τον απορροφητήρα και τον βγάλαμε έξω. Ήταν τόσο βαθιά το γατί που έπρεπε να αφαιρέσει το καπάκι για να βγει. Το έκανε και έβγαλε το πτώμα. Η κατάσταση του δεν ήταν τόσο άθλια, όμως και πάλι το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό… Ο ηλεκτρολόγος τότε άρχισε να μας δίνει διαταγές: φέρε σακούλα, μάζεψε το, φέρε χαρτί, σκούπισε εκεί κτλ. Έτσι και κάναμε… Μάζεψα το πτώμα και το πέταξα στα σκουπίδια (δεν υπήρχε χρόνος ούτε διάθεση για κάτι λίγο πιο σεβάσμιο…), καθαρίσαμε τον απορροφητήρα όσο μπορούσαμε και τον φέραμε πίσω στην κουζίνα.

Και τότε, ενώ ο ηλεκτρολόγος ξανασυνέδεε τον απορροφητήρα, ανακάλυψε ότι στον σωλήνα ήταν συνδεδεμένη αυτή η γκρι πλατική σχάρα:

Έμεινα μαλάξ. Πώς πέρασε το γατάκι μέσα από αυτή την σχάρα;! Ήταν ακόμα στην θέση της όταν βγάλαμε τον απορροφητήρα, άρα δεν θα μπορούσε να την έχει βγάλει με την φόρα που έπεφτε ή κάτι τέτοιο. Παραμένει το μεγαλύτερο μυστήριο αυτού του θρίλερ…

Μια βδομάδα μετά, η μυρωδιά από τον απορροφητήρα δεν έχει φύγει τελείως. Τα αδερφάκια του αποθανώντα με το που με βλέπουν τρέχουν μακριά, όσο πιο γρήγορα μπορούν, δεν κάθονται πλέον στην ταρατσούλα μου αλλά στην αυλή του παλιού μου σπιτιού απέναντι, ποιος ξέρει τι να πιστεύουν για μένα τώρα, ποιος ξέρει τι να κατάλαβαν όταν άκουγαν το αδερφάκι τους να κλαίει μέσα από το σπίτι μου… Ποιος ξέρει αν θα παραμείνω γι’αυτά το τέρας που σκότωσε το αδερφάκι τους.

Η ιστορία αυτή, εκτός από το ότι φιγουράρει με χαρακτηριστική άνεση στις πιο wtf στιγμές της φοιτητικής μου ζωής, δείχνει πόσο μη εξοικειωμένοι με τον θάνατο και κυρίως με νεκρά σώματα είμαστε, κάτι το τελείως φυσιολογικό και απαραίτητο για τον κόσμο… Αλλά και την σημαντικότητα του να έχεις μια σίτα στον σωλήνα του απορροφητήρα: ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να πέσει αλλά και πότε μπορεί να πέσει…

Καλή διασκέδαση στον κήπο… Μακάρι να έμενες περισσότερο μαζί μας. Ελπίζω να με συγχωρέσεις που δεν ήμουν εκεί όταν θα μπορούσα να σε έχω σώσει…

Δυο Θάνατοι Καμιά Κηδεία

Είχα μόλις παραλάβει την Βίλλυ από το λιμάνι. Περπατούσαμε χαρούμενα κάτω από τον καλυμένο με βρώμικα, ψεύτικα σύννεφα πρωινό ουρανό, όταν, έξω από το Hotel Blue Sea, είδα στο απέναντι πεζοδρόμιο, δίπλα στην θάλασσα, μερικά σκυλιά να επιτίθενται σε ένα άλλο σκυλί, το οποίο ήταν ξαπλωμένο και ακίνητο. Το δαγκώναν στα πόδια και στην κοιλιά και το τίναζαν βίαια, θαρρείς και ήθελαν να το ξεσκίσουν. Νόμιζα στην αρχή πως ήταν νεκρό, όμως κοιτάζοντας προσεκτικά παρατήρησα πως ανέπνεε και ανοιγόκλεινε τα μάτια του. Τα χαμόγελα μας έσβησαν. Πήγαμε απέναντι, ενώ τα άλλα σκυλιά συνέχιζαν να το δαγκώνουν. Εγώ ήμουν αμήχανος, μίσο-σοκαρισμένος, μισο-ιντριγκαρισμένος, δεν ήξερα τι θα μπορούσα να κάνω, ή τι έπρεπε να κάνω. Ξαφνικά ένας παππούς ήρθε και έδιωξε τους «κακούς» με χειρονομίες και φωνές. Το τραυματισμένο σκυλί κειτόταν ακίνητο και αμίλητο. Με την Βίλλυ σκεφτόμασαν πώς θα μπορούσαμε να το βοήθησουμε. Σκέφτηκα την Μυρσίνη, όμως δεν θα είχε ανοίξει ακόμα.

«Το πάτησε αυτοκίνητο», μας είπε πλησιάζοντας μας μια λιμενικίνα. «Τα άλλα σκυλιά το έσυραν από τον δρόμο μέχρι το πεζοδρόμιο.» Ώστε τελικά δεν το ξέσκιζαν, σκέφτηκα… ίσως προσπαθούσαν να το ξυπνήσουν… δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν γιατί, ενώ αυτά το δάγκωναν, εκείνο δεν αντιδρούσε καν, δεν έβγαζε ούτε μια κραυγούλα. Εν τω μεταξύ, τα σκυλιά αυτά έτρεχαν πάνω κάτω τον δρόμο, εμποδίζοντας την κυκλοφορία και γαβγίζοντας. Φοβήθηκα ότι θα μπορούαν κι άλλοι τετράποδοι μαλάκες να έχουν την ίδια μοίρα με τον φίλο τους αν συνέχιζαν αν είναι τόσο απρόσεκτοι.

Μείναμε κοντά στον σκυλάκο κανένα τέταρτο, χαιδεύοντας τον. Συνέχιζε να μην κουνιέται ή να βγάζει άχνα. Αιμοραγούσε από το στόμα όμως δεν φαινόταν να είχε άλλες πληγές. Οι λιμενικοί έπαιρναν τηλέφωνα για να κανονίσουν κάποιος να έρθει να το μαζέψει, έχοντας προδιαγράψει ήδη την μοίρα του. Ξαφνικά, σταματήσε να αναπνέει και λίγο μετά άρχισε να κάνει περίεργες, αφύσικες, μάλλον ακούσιες κινήσεις με το κεφάλι του.

Ήταν η πρώτη φορά που μπορώ να θυμηθώ που είχα δει κάτι ζωντανό να παύει να είναι ζωντανο — εντόμων εξαιρουμένων.

Αργότερα την ίδια μέρα, περνάγαμε από το γνωστό ψαράδικο το οποίο είναι στην στροφή για το σπίτι μου από την Ερμού, όταν είδαμε 4 στιβαγμένα καφάσια γεμάτα φρέσκα χταπόδια. Ένα απ’ αυτά προσπαθούσε να ξεφύγει από τον ετερόχρονο μεν, βέβαιο δε, θάνατο του στα σαγόνια πεινασμένων από την «νηστεία» ανθρώπων. Έμεινα να το χαζεύω ενώ προσπαθούσε, κάπως, να γλιτώσει. Ήταν τόσο όμορφο… Τα πλοκάμια του, οι κινήσεις του ήταν τόσο αρμονικές λες και δεν έτρεχε για την ζωή του εκείνη την στιγμή παρα είχε βγει για μια χαλαρή βόλτα στην στεριά, μακριά από τις έγνοιες του βυθού. Αυτή η ήρεμη αντιμετώπιση του μαγευτικού πλάσματος προς τον επικείμενο θάνατο του έκανε το θέαμα ακόμα πιο τραγικό.

Ξαφνικά, το χταπόδι έφτασε στην άκρη του τελάρου του κι έπεσε στον βρεγμένο και βρώμικο από τα μελάνια δρόμο,  όπου συνέχισε την γλιστερή πορεία του. Αν και ο ψαράς, ο οποίος φαινόταν αρχικά πως είχε σημαντικότερες δουλειές από το να ασχολείται με ένα χταπόδι με τάσεις φυγής, τελικά το γράπωσε με το μαύρο λαστιχένιο γάντι του και το ξαναπέταξε μάζι με τα άλλα. Έτσι όπως το χειρίστηκε, θα μπορούσε να είχε πετάξει μια χλαπάτσα ή ένα παιχνίδι. Το χταπόδι δεν πτοήθηκε, ισως ενόχλησε τους λιγότερο τυχερούς στις κατώτερες «στρώσεις» του τελάρου. Την συνέχεια, αν και δεν την παρακολουθήσαμε, δεν νομιζώ να ήταν πέρα από τα όρια της φαντασίας μας.

Ειμαί λοιπόν εδώ και αναρωτιέμαι… Όταν μιλάμε τόσο εύκολα για θυσία του ζώου προς όφελος του ανθρώπου, μήπως αυτό συμβαίνει επειδή σαν κοινωνία και σαν κουλτούρα πλέον είμαστε τόσο αποξενωμένοι από τον θάνατο; Το θέαμα ενός ζώου να πεθαίνει, θεωρητικά απόλυτα φυσιολογικό, με συγκλόνισε. Όλοι όσοι πιστεύουν ότι ο σκεπτικισμός μου σχετικά με την αχόρταγη και απύθμενη κατανάλωση κρέατος* είναι βλακώδης, τουτ’έστιν το 90% των ανθρώπων, όσοι υποστηρίζουν πως ο άνθρωπος ως «ανώτερο είδος» δικαιούται να ελέγχει τις ζωές άλλων όντων κατα βούληση και το κυριότερο: τόσο συστηματικά… ‘Ολοι αυτοί είναι σίγουροι πως θα αντιδρούσαν διαφορετικά στα θεάματα αυτά;

Αν όχι, τώρα που έχουμε και Μεγάλη Εβδομάδα και σε όλη την Ελλάδα θα «θυσιαστούν» ζώα σε κάποια υποχθόνια σφαγεία προς χάριν της μαζικής παραδοσόπληκτης υστερικής λαιμαργίας μας, με τρόπους πολύ πιο βάναυσους και αιμοδιψείς απ’ότι το σκυλάκι ή το χταποδάκι της ιστορίας μας, ας αναρωτηθούμε: αν δεν μπορούμε να δούμε ένα ζώο να πεθαίνει, πόσο μάλλον να το σκοτώσουμε με τα ίδια μας τα χέρια, γιατί να αξίζουμε να το φάμε;

*για τον οποίο απαιτείται θανάτωση ζώων.

Σκισμένες ζαρτιέρες

Είμαστε περίεργα όντα οι άνθρωποι. Είναι απίστευτο το πώς αρχίζουμε να εκτιμούμε την αξία κάποιου έμψυχου ή άψυχου όντος μόνο αν το χάσουμε… Πώς άραγε να μπορεί να εξηγηθεί αυτό; Είναι προέκταση το δέσιμο με τα αντικείμενα και τα ζώα της αγάπης που μοιραζόμαστε με τους ανθρώπους; Μήπως λειτουργεί κάπως αντίστροφα, δηλαδή βλέπουμε ως “ιδιοκτησία” μας ανθρώπους και έτσι τους μεταχειριζόμαστε όταν τους χάσουμε; Λες και κάποιος μας πήρε κάτι που μας ανήκει; Όμως μπορούμε να φανταστούμε τον πόνο της απώλειας ακόμα και σε κοινωνίες χωρίς ιδιοκτησιακές σχέσεις. Τι μας κάνει εμάς τους ανθρώπους τόσο εγωιστές και τόσο εύκολα συνεπάρσιμους από την καθημερινότητα έτσι ώστε να βιώνουμε τον πόνο της απώλειας ακόμα και για κομμάτια της ζωής μας που όχι μόνο είχαμε ως δεδομένα αλλά ούτε καν τα θέλαμε ως κομμάτια της ζωής μας;

Ήταν παιχνιδιάρα. Ήταν πονηρή. Ήταν χαδιάρα. Ήταν όμορφη.

Αλλά ήταν και θρασύτατη. Εκνευριστική. Πόσες φορές δεν με ξύπνησε στην μέση της νύχτας; Με την βραχνή της φωνή σήκωνε την γειτονιά συνέχεια.  Ήταν τσούλα. Αν ήταν άνθρωπος, είχαμε πει κάποτε με τον Μόρντρεντ, θα ήταν μια πουτάνα με σκισμένες ζαρτιέρες. Θα κάπνιζε φτηνά τσιγάρα και θα ζητιάνευε για να προσφέρει ηδόνη και να ταίσει τα παιδιά της. Θυμάμαι ένα βράδυ όταν τρεις γάτοι την είχαν περικυκλώσει για να ζευγαρώσουν μαζί της και εκείνη τριβόταν στο έδαφος, σαν να άνοιγε τα πόδια ορθάνοιχτα και να φώναζε “Τι περιμένετε λοιπόν;! Πηδήξτε με!”

Το χειρότερο ήταν όμως ότι συνέχεια, ΣΥΝΕΧΕΙΑ και με κάθε ευκαιρία, έμπαινε σπίτι και έτρωγε το φαγητό της Γιούκι. Πρόλαβε και το έκανε και στο καινούργιο σπίτι. Αν είχα ανοιχτό κάποιο παράθυρο ή μπαλκονόπορτα, ήταν σίγουρο ότι η Γκρίζα θα έκανε την ζαβολιά της… Τελευταία την έβρεχα για να την διώξω, είχε γίνει ανυπόφορη εδώ και μήνες (τα γατάκια της ήταν όμως πάντα όμορφα).

Σήμερα άνοιξα την εξώπόρτα μου το πρωί και την είδα ακίνητη, μουσκεμένη στο μπετό. Δεν ξέρω πώς το έπαθε, τι έπαθε. Αν φταίει κάποιος ή αν ήταν ατύχημα. Όμως η Γκρίζα ήταν νεκρή. Λίγη ώρα αργότερα, ο μπετατζής που έχει σπάσει τα νεύρα στην γειτονιά με την μπετονιέρα του εδώ και βδομάδες, πριν φύγει, την έβαλε σε μια μπετοχαρτοσακούλα και την πέταξε στα σκουπίδια. Κοίταξα στον κάδο και είδα απλά την χαρακτηριστική της φουντωτή ουρά να ξεπροβάλλει από την σακούλα σκονισμένη. Και αυτή είναι και θα είναι η τελευταία φορά που την είδα…

Μπορεί να ήσουν τίγκα εκνευριστική, όμως είχες προσωπικότητα… Ήσουν γάτα του δρόμου. Και έσβησες σαν πουτάνα του δρόμου… Θα σε θυμάμαι πάντα.