Λοιπόν ναι, τέλειωσα με τη Μυτιλήνη. Ελπίζω να εμπνέω τον θαυμασμό.

Γεια σου! Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω που διαβάζεις αυτό εδώ το ποστ. Όχι τίποτα άλλο, δεν έχεις κανένα πραγματικό λόγο να το κάνεις. Υπάρχουν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να διαβάσεις, να χαζέψεις, να δεις ή να κάνεις εκεί έξω, στον τεράστιο κόσμο γνώσης, εμπειρίας, διασκέδασης και χαζομάρας που λέγεται παγκόσμιος ιστός — εκτός κι αν ο λόγος είναι προσωποκεντρικός και θέλεις να διαβάσεις αυτά που γράφω επειδή είμαι ΕΓΩ αυτός που τα γράφω. Σε κάθε περίπτωση, η αφοσίωση σου είναι μοναδική, ειδικά αν κρίνω από την έλλειψη σχολίων τους τελευταίους μήνες. Γι’αυτό λοιπόν, και πάλι, κι επειδή δεν έχεις καμιά υποχρέωση, σ’ευχαριστώ.

Σήμερα θα γράψω για δύο κυρίως πράγματα που με απασχολούν αυτές τις μέρες και πώς αυτά συνδέονται.

Το ένα, το μεγαλύτερο, το σπουδαιότερο, είναι ότι τη περασμένη εβδομάδα πήγα στη Μυτιλήνη και έδωσα τα τρία τελευταία μαθήματα που χρώσταγα (Οργάνωση Εκθέσεων, Εφαρμογές Κινητής Τεχνολογίας, Συστήματα Διαχείρισης στον Παγκόσμιο Ιστό), και τα πέρασα. Ο κύκλος που ξεκίνησε πριν έξι χρόνια έκλεισε. Είμαι πλέον ένος απόφοιτος, πτυχιούχος Πολιτισμικής Πληροφορικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας. Δεν έχω το πτυχίο στο χέρι, βέβαια, αλλά for all intents and purposes…

Αυτά τα έξι χρόνια ήταν τόσο σημαντικά για μένα που δε μπορώ να μπω καν στον κόπο να αρχίσω να λέω με ποιος τρόπους άλλαξα, ωρίμασα, ενηλικιώθηκα, αγάπησα τον εαυτό μου φτιάχνοντας τον και ανακαλύπτοντας τον· δεν ξέρω πόσο απ’το καθένα αλλά αυτή ίσως να ‘ναι απ’τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες ερωτήσεις που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, αν και η απάντηση πιθανόν να μην έχει σημασία.  Θέλω να γράψω κάποια ποστ αφιερωμένα στους ανθρώπους, τις ιδέες και τις παραστάσεις στις οποίες χρωστάω πολύ μεγάλο μέρος αυτής της μεταμόρφωσης. Μου αρέσουν άλλωστε οι ανασκοπήσεις, όπως μου αρέσει και να θυμίζω στους ανθρώπους τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίζουν ή να έχουν παίξει στη ζωή μου και να τους προσφέρω άλλο ένα χαμογελο έτσι.

Ωραία. Ας επιστρέψουμε στο γεγονός των ημερών. Τελειώνεις τα μαθήματα σου. Τα πάντα από εκεί και πέρα έχουν κάτι το χρονομετρημένο και μοιραίο. Όσους γνωστούς έβλεπα τις υπόλοιπες μέρες που ήμουν στη Μυτιλήνη είχα την αίσθηση ότι μπορεί να μη τους ξαναδώ ποτέ. Τι έπρεπε όμως να τους πω; Ποια μπορεί να είναι η απάντηση μου στις ευχές τους για καλή ζωή; Πώς μπορώ να τους χαιρετίσω με κάτι άλλο εκτός από ένα απαίσια ανειλικρινές «τα λέμε σύντομα»;

Πώς χαιρετάς κάποιον που χαιρόσουν να βλέπεις πού και πού και να μαθαίνεις νέα του όταν πήγαινες στη Μυτιλήνη, αλλά τον οποίο δεν ξέρεις αρκετά για να επιδιώκεις να συνεχίσεις να βλέπεις και η πρακτικότητα του ζητήματος τέλος πάντων το καθιστά υπερβολικά απίθανο; Υπήρχε αυτή η διμερής λυπητερή ανείπωτη παραδοχή σε πολλές από τις random encounters αυτών των ημερών.

Τι έκανα λοιπόν για να αποφύγω αυτή τη κατάματη ματιά στην «πραγματικότητα της τελευταίας συνάντησης» με πολλούς ανθρώπους που ούτως ή άλλως, όπως κι εγώ, δυσκολεύομαστε να δώσουμε σε αυτή τη συνάντηση την βαρύτητα που φανταζόμαστε ότι της αξίζει;

Δεν ανέφερα ότι είχα περάσει τα τελευταία μου μαθήματα. Δεν ανέφερα ότι τελείωσα τις σπουδές μου στη Μυτιλήνη. Περισσότερο το έκαναν άλλοι για μένα. Αυτό με έσωσε από συγχαρητήρια τα οποία δεν αξίζω (γιατί να δέχεσαι συγχαρητήρια επειδή ολοκλήρωσες κάτι που όχι μόνο πρέπει αλλά και σου αρέσει να κάνεις;), εξηγήσεις για το τι σκοπεύω να κάνω στο μέλλον, ερωτήσεις για το πώς νιώθω τις οποίες δεν θα μπορούσα να απαντήσω ειλικρινά, αλλά και βλέμματα φθόνου…

Αναρωτιώμουν: ποια είναι αυτή η λεπτή γραμμή μεταξύ ενημέρωσης των άλλων για το τι κάνεις, και καυχησιάς; Μετά από τι μετατρέπεται άραγε το «τέλειωσα τις σπουδές μου! Σoυ το λέω γιατί είμαι περήφανος και θέλω να χαρείς μαζί μου!», σε: «τέλειωσα, και στο λέω για να σου δείξω πόσο γαμάτος είμαι και για να με θαυμάσεις!»…; Αυτό που βλέπω τόσο πολύ γύρω μου είναι το δεύτερο… Μια τέτοια κρίση ανασφάλειας και ανάγκης αποδοχής και θαυμασμού βλέπω που αποφεύγω να μιλάω για μένα ώστε να μην με βάλουν στο ίδιο τσουβάλι οι άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να είναι σαν κι εμένα και πιθανόν έχουν αρχίσει να βαριούνται να ακούνε τους άλλους να περιαυτολογούν και να παθιάζονται με την δική τους μικρή ύπαρξη.

Είναι η τέλεια στιγμή να περάσουμε στο δεύτερο από τα δύο που με απασχολούν.


Δεν συνηθίζω τον τελευταίο καιρό να γράφω για το τι συμβαίνει στη ζωή μου όπως έκανα παλιότερα. Aυτό το καλοκαίρι έκανα κάμπιγκ και απίθανες διακοπές σε πανέμορφα μέρη (Σαμοθράκη, Γαύδο) που άλλοτε θα με ενέπνεαν για μακροσκελή κείμενα. Πήρα το πρώτο μου δίπλωμα στα Γερμανικά. Είχα τη χαρά να συμμετέχω σε ένα καταπληκτικό σεμινάριο στην Σχολή Καλών Τεχνών το οποίο, έτσι όπως βαίνουν τα πράγματα, κατα πάσα πιθανότητα θα αποτελέσει σημείο καμπής για τη ζωή μου. Γνώρισα ανθρώπους που νιώθω τυχερός που γνώρισα, είχα εμπειρίες που είμαι ευγνώμων που είχα… Είχα όμως και πολύ δουλειά για να καταφέρω να περάσω αυτά τα τρία τελευταία μαθήματα. Παρ’όλ’αυτά, τίποτα εδώ· άλλοτε θα οργίαζα.

Έχω αναφερθεί κι άλλες φορές στο ότι δύο πράγματα έχουν αλλάξει αυτή τη σχεδόν μισή δεκαετία (!) που υπάρχει το cubimension, σχετικά με το τι ποστάρω και τη σχέση μου μαζί τους: 1. Καθώς μεγαλώνω, λιγότερα πράγματα με εντυπωσιάζουν (σε βαθμό που να πιστεύω ότι αξίζει να τα μοιραστώ με ένα αόρατο κοινό), συμπεριλαμβανομένων φυσικά και αυτών που κάνω εγώ. 2. Έχω αρχίσει να βλέπω καχύποπτα την όλη κουλτούρα του να αυτοπροβάλλεσαι σε μορφή blog, facebook κτλ, που προωθεί την ιδέα ότι είσαι κάτι το ιδιαίτερο μόνο και μόνο επειδή έχεις πρόσβαση σε υπολογιστή και ξέρεις να γράφεις (υποτυπωδώς). Δεν υπάρχει η διάκριση μεταξύ αξιόλογου και ποταπού, ποιοτικού και χασίματος χρόνου, αυτών που θα έδειχνες περήφανα σε όλους και αυτών που θα έδειχνες μόνο στους πιο στενούς σου φίλους, των στιγμών που θα άξιζε να σχολιαστούν και των στιγμών που καλύτερα να μίλαγαν από μόνες τους. Είναι μέρος αυτό που προανέφερα: τα να μοιράζεσαι τα νέα σου με τόσο κόσμο ταυτόχρονα (το αναλογικό αντίστοιχο θα ήταν να βγαίνεις με ντουντούκα σαν τον γύφτο στη γειτονιά  και να φωνάζεις κάθε σου νέο. Μόνο που σε αυτή τη γειτονιά, όλοι σε ξέρουν…) ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ ενημέρωσης και ναρκισισμού, όταν οι άνθρωποι συμπεριφέρονται στον εαυτό τους λες και είναι μάρκες ή φίρμες, όπου περισσότερη προβολή, ανεξαρτήτος είδους, ακόμα και δυσφήμιση, είναι άνευ όρων θετική. Ορίστε ένα ενδιαφέρον σχετικό άρθρο, ως συνηθώς, για το facebook.

Με λίγα λόγια, αρχίζω και συνυπολογίζω τον παράγοντα «γιατί να θέλει κάποιος να διαβάσει αυτό που γράφω; Θα μάθει κάτι, θα του/της μείνει κάτι, θα κάνω κάπως τη ζωή του/της καλύτερη;» Είναι δύσκολες ερωτήσεις οι οποίες θέτουν σε αμφισβήτηση, εκτός από τον τρόπο που επιλέγουμε να εκφραζόμαστε κάθε μέρα με τους ανθρώπους γύρω μας, σε ένα πιο άμεσο επίπεδο, τους λόγους ύπαρξης αυτού του μπλογκ. Δε λέω, θέλω να μοιράζομαι πράγματα, ώραια και ενδιαφέροντα πράγματα, που βρίσκω ή που, γιατί όχι, κάνω και φτιάχνω εγώ ο ίδιος. Μου αρέσει κιόλας να γράφω πού και πού για το τι κάνω σαν να έγραφα σε δημόσιο ημερολόγιο, μου δίνει μια άρρωστα φιλάρεσκη ίσως αίσθηση ικανοποίησης να ξέρω ότι έχω ένα ημερολόγιο το οποίο οι άλλοι θα θέλουν να διαβάσουν. Έχω αποκτήσει όμως αρκετή συναίσθηση της ποταπότητας και της ματαιοδοξίας του να θέλεις ένα ευανάγνωστο ημερολόγιο, and once you see it, you can’t unsee it…

Γιατί τα γράφω όλα αυτά, τελικά; Απλά: από τη μία, ένιωσα πως το ότι πήρα πτυχίο ήταν κάτι το οποίο έπρεπε οπωσδήποτε να γράψω εδώ! Από την άλλη, η ολοένα και πιο δυνατή Ταπεινή και Διακριτική μου πλευρά φώναζε. Τα αποτελέσματα της σύγκρουσης και αυτών που εν τω μεταξύ βγήκαν στην επιφάνεια, θεώρησα πως, επιτέλους, είχαν κάποιο ενδιαφέρον.

Και μετά από αυτό το σούπερ-αυτοαναφορικό ποστίο, ας επιστρέψουμε σε αυτό που ποραγματικά έχει σημασία:

Στη Μυτιλήνη και σε ό,τι μοιραστήκαμε. Με πολλή αγάπη.