Review: Το Τάο είναι σιωπηλό

To Τάο είναι σιωπηλόTo Τάο είναι σιωπηλό by Raymond M. Smullyan

My rating: 5 of 5 stars

Πολλές φορές δεν είναι ένα βιβλίο αυτό καθ’αυτό, το τι γράφει δηλαδή, που σου μένει στο μυάλο, που το κάνει ιδιαίτερο για σένα. Το πώς έμαθες για την ύπαρξη του, με ποια άτομα το έχεις συνδέσει, ο τρόπος γραφής αντι του περιεχομένου, ακόμα και το αν συμπάθησες ή ακόμα και θαύμασες τον συγγραφέα, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην εντύπωση που θα σχηματίσεις για αυτό. Μπορεί ακόμα και να κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στο αν θα σου μείνει κατα κάποιον τρόπο, αν θα κουλουριαστεί σε κάποια φρέσκια νευρική σύναψη, ή αν θα το ξεχάσεις για πάντα λες και δεν το διάβασες ποτέ.

Έτσι και «Το Τάο είναι σιωπηλό». Το βρήκα στο αγαπημένο μου πλέον παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι, το μόνο που έχω βρει μέχρι σήμερα που να έχει βιβλία που να με ενδιαφέρουν – είναι αυτό στα αριστερά του James Joyce καθώς βγαίνεις. Λοιπόν, χαζεύοντας τα σκονισμένα ράφια γεμάτα με ως επι το πλείστον αδιάφορους τόμους, έπεσε το μάτι μου στο «Τάο». Είχα ήδη αγοράσει άλλα τρία βιβλία εκείνη τη μέρα οπότε το σκεφτόμουν για τα €4. Ξεφυλλίζοντας το, αυτό που μου τράβηξε στ’αλήθεια την προσοχή ήταν τα κεφάλαια για τους σκύλους και τη κηπουρική. Αυτά τα δύο είναι εξαιρετκά παραδείγματα για το να καταλάβει κανείς περι τείνος πρόκειται το Τάο και το Ζεν (τα οποία είναι μέχρι ενός σημείου εναλλάξιμοι όροι, αν κανείς αφαιρέσει το βουδιστικό στοιχείο του Ζεν), να νιώσει τι ουσιαστικά πρεσβεύουν αυτές οι συχνά παρεξηγημένες και μυστήριες φιλοσοφίες.

Το βιβλίο ήταν απολαυστικό. Υπογράμμιζα σελίδα παρα σελίδα με ρητά τα οποία γέμιζαν την κοιλιά μου με ζεστασιά και τέντωναν το χαμόγελο μου ώστε το χείλια μου να τείνουν να αγγίξουν τα τύμπανα μου. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Ας υποθέσουμε ότι με στριμώχνατε στο γραφείο μου και από απόσταση βολής μου λέγατε: “Σμάλλγιαν! Σταμάτα να αοριστολογείς! Πιστεύεις ή όχι ότι το Τάο υπάρχει;” Τι θα απαντούσα; Αυτό θα εξαρτιόταν απ’το κατα πόσο θα ήμουν σε μια περισσότερο Δυτική διάθεση (και υποταγμένος στην δυαδικότητα, ύπαρξης εναντίον μη ύπαρξης), τότε θα απαντούσα, “Ναι, το Τάο υπάρχει”. Αλλά αν υποθέσουμε ότι ήμουν σε μια πιο ανατολική διάθεση; Ε, λοιπόν, αν ρωτούσατε κάποιον Ζεν δάσκαλο κατα πόσο το Τάο υπάρχει, πιθανότατα θα σας έδινε ένα δυνατό χτύπημα με το ραβδί του. Εγώ, τώρα, που είμαι κάπως πιο πράος, κατα πάσα πιθανότητα απλά θα σας χαμογελούσα ίσως με έναν συγκαταβατικό τρόπο και θα σας πρόσφερα ένα φλυτζάνι τσάι.

Το να αποδώσεις σκοπό στο Τάο είναι κάπως μη Ταοϊστικό. Η εσωτερική αρχή του Τάο είναι μάλλον ο αυθορμητισμός παρα ο σκοπός. Αντίθετα από τον Ιουδαίο-Χριστιανικό Θεό, το Τάο δε δημιουργεί ούτε φτιάχνει πράγματα· μάλλον αναπτύσσεται ή εξατομικεύεται μέσα σε αυτά. Θα μπορούσαμε να πούμε, στο πνεύμα του Λαοτσέ:

Το Τάο δεν έχει σκοπό,
Και για αυτό το λόγο πληρεί
Κάθε σκοπό του αξιοθαύμαστα.

[…]

Έχω επίσης πει ότι το βρίσκω υπερβολικά εχθρικό και καταστρεπτικό να ρωτά κάποιος κάποιον, ποιος είναι ο σκοπός του. Συγκεκριμένα σκέφτομαι την περίπτωση ενός αποτυχημένου μουσικού που είπε κάποτε σε έναν φιλόδοξο μουσικό, “Αληθινά, νομίζω ότι θα έπρεπε να αναρωτηθείς γιατί θέλεις να δίνεις συναυλίες”. Αυτό μου έκανε απαίσια εντύπωση! Για ποιο λόγο θα έπρεπε ο ανερχόμενος μουσικός να κάνει μια τόσο γελοία ερώτηση στον εαυτό του όσο αυτή; Δεν είναι αρκετό το ότι θέλει να δίνει συναυλίες; Ίσως θα έπρεπε κάποιος να πει στην Ιωάννα της Λωραίνης: “αληθινά πιστεύω, Ιωάννα, ότι θα έπρεπε να ρωτήσεις τον εαυτό σου, γιατί θέλεις να δώσεις όλες αυτές τις μάχες!”

Το Τάο ποτέ δεν διατάζει,
και για αυτό το λόγο,
εθελοντικά υπακούεται.

Αντίθετα, μπορούμε να σχολιάσουμε ότι, ο Ιουδαιο-Χριστιανικός Θεός διατάζει, και γι’αυτό τον λόγο μερικές φορές δεν υπακούεται.

Υπάρχει και ένας άλλος λόγος για τη παρανόηση πολλών Ζεν περιστατικών που είναι πράγματι δικό μας λάθος: Υποθέτουμε ότι όταν ο Ζεν Δάσκαλος μιλά, πάντα εννοεί κάτι μ’αυτό που λέει. Και για να χειροτερέψουμε κι άλλο τα πράγματα, υποθέτουμε ότι, εννοεί κάτι βαθυστόχαστο και σημαντικό (και επομένως μας διαφεύγει κάτι βαθυστόχαστο και σημαντικό!) Ώστε ο Ζεν Δάσκαλος πάντα εννοεί κάτι, ε; Πείτε μου, όταν χτυπάτε ένα γκονγκ, και το γκονγκ αντιδρά με έναν ήχο, εννοεί πάντα κάτι το γκονγκ με την αντίδραση του; Αυτή η αναλογία θα ηχήσει στους περισσότερους αναγνώστες απαίσια, αλλά ευτυχώς δεν θα κάνει απαραίτητα το γκονγκ, να ηχήσει έτσι!

[…]

Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο ταιριαστό επίλογο, γι’αυτό το κεφάλαιο, από το να αναφέρω την ακόλουθη αρκετά γνωστή ιστορία: Κάποιος ρώτησε έναν Ζεν Δάσκαλο, “Ποια, είναι η έσχατη φύση της πραγματικότητας;” Ο Δάσκαλος απάντηση: “Ρώτησε τον στύλο εκεί πέρα”. Ο άνθρωπος αντέδρασε: “Δάσκαλε δεν καταλαβαίνω!” Ο Δάσκαλος είπε, “Ούτε και γω”.

ZEN ΜΑΘΗΤΗΣ: Λοιπόν Δάσκαλε, είναι αθάνατη η ψυχή ή όχι; Επιζούμε του σωματικού μας θανάτου ή εκμηδενιζόμαστε; Μετενσαρκώνομαστε πράγματι; Χωρίζεται η ψυχή σε επι μέρους κομμάτια τα οποία ανακυκλώνονται, ή είσερχόμαστε στο σώμα ενός βιολογικού οργανισμού σαν μια μονάδα; Και διατηρούμε ή όχι τη μνήμη μας; Ή το δόγμα της μετενσάρκωσης είναι εσφαλμένο; Ειναι μήπως η Χριστιανική έννοια της επιβίωσης ορθότερη; Και αν ναι, ανασταινόμαστε σωματικά, ή μήπως η ψυχή εισέρχεται σε μια καθαρά πλατωνική σφαίρα ύπαρξης;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Το πρωινό σου κοντεύει να κρυώσει.

Ένα γέρικο πεύκο διδάσκει τη σοφία.
Ένα άγριο πουλί φωνάζει την αλήθεια.

Μετά από τον καταιγισμό σοφίας αρκετής για να χωρέσει σε πέντε ζωές και κάτι, πρέπει να παραδεχτώ πως καποια κομμάτια του βιβλίου ήταν λίγο βαρετά, ιδιαίτερα αυτά τα οποία είχαν και καλά διαλόγους μεταξύ δυτικών ορθολογιστών και ανατολικών μυστικιστών – διάλογοι οι οποίοι βέβαια θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι αυθεντικά εσωτερικοί, αφού ο Smullyan είναι σημαντικός θεωρητικός μαθηματικών και λογικής, με έμφαση στο παράδοξο και στην αυτοαναφορικότητα. Μάλιστα, επέκτεινε τα θεωρήματα μη-πληρότητας του Gödel — τι περίεργο που του αρέσει και ο υπέρτατα παράδοξος ταοϊσμός؟

Α, τώρα που το θυμήθηκα: χτες είδα μια πολύ ωραία ισπανική ταινία με θέμα τον δυσκολότερο γρίφο λογικής (ναι, ΚΑΙ αυτός είναι βασισμένος σε κάτι που σκαρφίστηκε ο μπαρμπα-Smullyan) και τις προσπάθειες τεσσάρων κορυφαίων μαθηματικών μυαλών κλεισμένων σε ένα δωμάτιο να τον λύσουν. Αν μυριστήκατε εσάνς θρίλερ, οσμιστήκατε σωστά. La habitación de Fermat, το όνομα της. Αν σας αρέσουν τα παιχνίδια λογικής νομίζω θα σας αρέσει και η ταινία.

Ας γυρίσουμε από άλλον έναν συνειρμικό εκτροχιασμό. Με όλα αυτά, δεν μπορούμε παρα να του το συγχωρέσουμε του κυρ Raymond ότι κάποια κομμάτια του βιβλίου είναι βαρετά· πιο πάνω γράφω ότι η γνώμη μας για ένα βιβλίο μπορεί να μπουσταριστεί από στοιχεία «άσχετα» με το περιεχόμενο. Λοιπόν, διαβάστε τι άλλο είναι ο Raymond M. Smullyan: πιανίστας (στα νεανικά του χρόνια ήταν καθηγητής μουσικής!), ταχυδακτυλουργός, συγγραφέας βιβλιών με αινίγματα λογικής και βέβαια φιλόσοφος του Τάο και του Ζεν. Το κορυφαίο; Ο τύπος είναι 93 χρονών, να τα εκατοστήσει ο άνθρωπος! Αυτό που λένε ότι το μυστικό της μακροζωίας είναι στην αποφυγή του στρες και στην εξάσκηση του μυαλού ίσως να είναι πιο σωστό απ’ότι νομίζουμε! Όχι τίποτα άλλο, ούτε Aλτσχάιμερ φαίνεται να έχει ούτε τίποτα!

Λοιπόν, θα το σκεφτόμουν να έδινα στο βιβλίο τέσσερα αστεράκια υπό κανονικές προϋποθέσεις. Με έκανε όμως να νιώσω τόσο όμορφα διαβάζοντας το και πρόσθεσε στο σύμπαν μου αυτόν τον πυλώνα έμπνευσης που είναι ο συγγραφέας του, που δεν μπορώ να πω όχι στα πέντε. Ίσως είναι και το ότι το βρήκα χωρίς να το ψάχνω, χωρίς να ξέρω τίποτα για αυτό, σε ένα σκονισμένο παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι, και ότι αυτή η κριτική θα είναι η δεύτερη αναφορά στην ύπαρξη αυτού του βιβλίου σε ολόκληρο τον ελληνικό ιστό, σύμφωνα πάντα με το Google. Τι να κάνω, έχω αδυναμία σε κάτι τέτοια.

ΥΓ: **Τα λάθος κόμματα στην παράθεση είναι του μεταφραστή και οι τόνοι δικοί μου — το βιβλίο δεν έχει ούτε έναν τόνο για δείγμα. Φαντάζομαι το 1990 κάποιοι ριζοσπαστικοί τυπογράφοι θα συνέχιζαν να αντιλαμβάνονται το ακόμα φρέσκο μονοτονικό σαν no-τονικό (το αστέιο αυτό μου πήρε περίπου 3 δευτερόλεπτα να το σκεφτώ· γελάστε τουλάχιστον για το μισό αυτού του χρόνου για να κάνουμε έστω μια υποτυπώδη εξισορρόπηση). Δεν ξέρω γιατί αλλά όλο το βιβλίο σαν γραφή ήταν κακής ποιότητας: μπόλικα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, ενώ η ίδια η μετάφραση είχε ψυχή μεν αλλά κάπου έχανε. Για κάποιον λόγο όμως αυτά τα στοιχεία με κάνουν να το γουστάρω περισσότερο, έχει κάτι από underground με μπόλικο μεράκι.**

View all my reviews

Βασιλική

Ήσουν στο διπλανό ρακομελάδικο στην Ηρακλειδών. Δεν ήταν ότι μου άρεσες τόσο πολύ. Μου τράβηξες την προσοχή όμως, και για μια φορά αυτό ήταν αρκετό. Όταν φεύγατε με την παρέα σου τότε, ευτυχώς, το «δεν γαμιέται» για μια φορά βοήθησε τα πράγματα και ήρθα απλά και σου είπα γειά. Οι φίλοι σου έφυγαν, μακριά από τους οποίους ένιωθες αμηχανία. Μου συστήθηκες κι εγώ έκανα το ίδιο. Σου είπα ότι ήθελα να σε ξαναδώ. Μου είπες ότι θα πήγαινες στο Six Dogs. Η συζήτηση που ακολούθησε ήταν ένα δείγμα της αμηχανίας:

«Πού είναι το σιξ ντογκς;»
«Στο δεύτερο στενό στην Αθηνάς.»
«Ποιά είναι η Αθηνάς;» (φυσικά και την ξέρω απλά οι 300% γρηγορότεροι χτύποι της καρδιάς προφανώς δεν αιμάτωναν το μοναδικό μέρος του σώματος μου που πραγματικά χρειαζόμουν εκείνη την στιγμή)
«Στο Μοναστηράκι. Θα το βρεις. Τα λέμε εκεί.»

Και έφυγες. Επέστρεψα στην παρέα μου στην οποία εμφανίστηκε μια αρκετά συμπαθατική κοπέλα, όμως ήταν στα στόχαστρα φίλου. To “bros before hos” μας κράτησε εκεί καμιά-μιάμισι ώρα πρόσχαρης κουβέντας ώσπου ήρθε η ώρα του χωρισμού. Με τον Σάβι πήγαμε μέχρι τα Έξι Σκυλιά. Είχε είσοδο €8 αλλά ο Σάβι είπε στον πορτιέρη ότι θα μπω για να δω αν ένας γνωστός είναι εκεί και με άφησε να ρίξω μια ματιά μέσα. Δεν ήσουν εκεί. Δεν θα σε ξαναδώ ποτέ. Ούτε νομίζω ότι θα ξαναδώ την κοπέλα με το κοντό μαύρο μαλλί, το μαύρο φόρεμα και τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια η οποία χαμογελαστή χόρεψε σχεδόν μέσα στην αγκαλιά μου με το που έφτασα στην πίστα η οποία ήταν λουσμένη μόνο σε αυτό το κόκκινο φως που τα κάνει όλα πολύ πιο λάγνα και σαρκικά και κανείς και καμιά δεν φοβάται πλέον να ανταποδώσει το βλέμα καρφί στα μάτια.

Δεν σε βρήκα. Βγήκα στον Σάβι. Γυρίσαμε Νέα Σμύρνη με την μηχανή του. Παρ’όλο που γύρισα σπίτι «άπραγος», θα πάω στο κρεβάτι χωρίς τύψεις ή μετανιώματα και δεν λυπάμαι τόσο που δεν θα σε ξαναδώ ποτέ, ακόμα κι αν ήσουν όμορφη. Πόση δύναμη μπορεί να έχουν οι προσωπικές προκλήσεις…