Κοσμολόγοι: τραγικές φιγούρες

Οι άνθρωποι έχουμε πολύ συγκεκριμένα όρια στην αντίληψη μας και δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο παρα μόνο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία. Δεν μπορούμε να φανταστούμε τι υπάρχει έξω από το σύμπαν όπως δεν μπορούμε να φανταστούμε πως είναι να είναι κανείς τυφλός, να μην έχει δει ποτέ του: φανταζόμαστε ότι τα βλέπει όλα μαύρα ή λευκά, όμως και το μαύρο και το λευκό είναι τμήματα της οπτικής εμπειράς. Οι τυφλοί δεν έχουν δει ποτέ τίποτα. Οι κουφοί, χωρίς να έχουν ακούσει ποτέ τίποτα επίσης, δεν ξέρουν τι είναι η σιωπή: είναι το μόνο που γνωρίζουν. Δεν μπορούμε να διανοήθουμε τους απλά ασύλληπτους αριθμούς ατόμων, μορίων ή αντίθετα γαλαξιών που υπάρχουν στο σύμπαν αλλά παρολαυτά προσπαθούμε.

Χτες συμπέρανα ότι να προσπαθούμε να καταλάβουμε το σύμπαν είναι μάταιο απλά και μόνο γιατί είμαστε άνθρωποι και περιοριζόμαστε ακριβώς από την ύπαρξη μας σε αυτή την κατάσταση.

Στο Μουσικό Καφενείο στην Μυτιλήνη, όπου ήμουν χτες και έχω πάει πολλές φορές, έχουν ένα χρυσόψαρο σε μια γυάλα. Τι μπορεί να καταλάβει εκείνο για το πώς είναι η ζωή έξω από την γυάλα, ποιες είναι αυτές οι φιγούρες που κινούνται διαρκώς έξω από το νέρο μέρα-νύχτα; Ίσως να μπορούσε, αν ήταν πιο έξυπνο, να προβλέψει την ταχύτητα μετακίνησης αυτών των περίεργων, πολύχρωμων φιγούρων, ίσως να μπορούσε να φτιάξει κάτι σαν ημερολόγιο το οποίο θα του αποκάλυπτε πότε υπάρχει πολύ φως ή λίγο φως έξω και μέσα από την γυάλα. Αλλά πώς θα μπορούσε να καταλάβει ποτέ τι είναι οι άνθρωποι, γιατί πηγαίνουν σε αυτό το μέρος, γιατί αγοράζουν αλκοόλ και καφέδες και γιατί φλερτάρουν; Ένα χρυσόψαρο που θα προσπαθούσε να καταλάβει τον κόσμο έξω από την γυάλα του θα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία ακριβώς λόγο της ύπαρξης του ως χρυσόψαρο και των φυσικών του περιορισμών.

Το ίδιο μπορούμε να συμπεράνουμε για τους ανθρώπους. Προσπαθούμε να καταλάβουμε το σύμπαν αλλά απλά το σύμπαν είναι υπερβολικά περίπλοκο για μας. Η γυάλα μας είναι μεγάλη και ενδιαφέρουσα, ίσως αόρατη, αλλά συνεχίζει να υπάρχει. Το να προσπαθούμε να καταλάβουμε και να απαντήσουμε τα μεγάλα ερωτήματα όπως το ποιοι είμαστε, γιατί βρισκόμαστε εδώ, ποιος και αν μας έφτιαξε κάποιος, που τελειώνει το σύμπαν κτλ είναι απλά ερωτήματα τόσο έξω από την εμπειρία μας που είναι απλά αδύνατο να απαντηθούν. Αντίστοιχα, αν λέγαμε ότι οι πλανήτες είχαν συνείδηση (μια ιδέα που μου αρέσει να εξετάζω τον τελευταίο καιρό), η Γη δεν θα μπορούσε να καταλάβει ποτέ το ποιοι είμαστε και τι κάνουμε. Η ιδέα της περί του κόσμου δεν θα μπορούσε να εντάξει την ύπαρξη κάποιων μικροβίων στην επιφάνεια της που αναρωτιούνται για τα ίδια θέματα (που όπως λέει και ο Terry Pratchett, μάλλον θα της φαινόμασταν σαν κάποιου είδους δερματοπάθεια), και ακριβώς επειδή δεν θα μπορούσε να συλλάβει την ανθρώπινη εμπειρία, η ιδέα της περί του κόσμου, ακόμα κι αν είχε την δυνατότητα ως πλανήτης να καταλάβει το σύμπαν σε ένα πιο μακροσκοπικό επίπεδο, θα ήταν αναγκαστικά ατελής. Η λογική μας μπορεί να μας πάει μακριά αλλά δεν πρέπει να έχουμε την εντύπωση ότι τα μεγάλα ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν με την βοήθεια της γιατί απλά, όπως και οι αισθήσεις μας αλλά αντίθετα με αυτές, η λογική μας (όπως μας αρέσει να λέμε ότι μας διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα ζώα) είναι αμιγώς ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Επομένως, οι ανακαλύψεις που κάνουμε με την βοήθεια της δεν είναι παρά ανθρωποκεντρικές παραδοχές. Όπως λέει και ο Κούντερα στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα Του Είναι (που διαβάζω αυτές τις μέρες και ήδη λατρεύω), τα μόνα σημαντικά ερωτήματα είναι αυτά που έχουμε από παιδιά — ποτέ όμως δεν θα μπορέσουμε να τα απαντήσουμε, ακόμα και όταν, μεγάλοι πια, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το «χάρισμα» μας που λέγεται λογική.

Επομένως, για μένα, οι άνθρωποι που αφιερώνουν την ζωή τους προσπαθώντας να απαντήσουν αυτά τα ερωτήματα δεν είναι τίποτα περισσότερο από τραγικές φιγούρες. Τους θαυμάζω για το πάθος τους αλλά ταυτόχρονα τους λυπάμαι γιατί δεν είναι παρα άνθρωποι, όπως θα λυπόμουν τα χρυσόψαρα που θα προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είναι αυτές οι φιγούρες έξω από το νερό που τα πειράζουν κάθε τόσο και τους πετάνε πού και πού χρυσοψαροτροφή. Δεκάδες επιστήμονες έχουν αφήσει εποχή προσπαθώντας να κατανοήσουν και να περιγράψουν τον κόσμο, μόνο για να υπάρξει κάποιος, αιώνες μετά τον θάνατο τους, που θα ανέτρεπε, κοροιδευτικά σχεδόν, την θεωρία τους. Φανταστείτε πώς θα ένιωθε ο Einstein, ο οποίος αφιέρωσε την ζωή του προσπαθώντας να ενοποιήσει τα πεδία, αν μάθαινε ότι κάποια στιγμή κάποιος μελλοντικός φυσικός θα ανακάλυπτε αυτή την «θεωρία των πάντων», δημιουργώντας αναπόφευκτα ακόμα περισσότερα ερωτήματα, ή αν αποδεικνυόταν ότι μια τέτοια θεωρία είναι απλά πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες κατανόησης του κόσμου. Ίσως να επέλεγε να περάσει την ζωή του λίγο διαφορετικά.

Μπορώ να φανταστώ ένα πλήθος εξαγριωμένων επιστημόνων να με λιντσάρουν για τα παραπάνω, φωνάζοντας πως με αυτή την λογική δεν θα είχαμε φτάσει ως εδώ, πως η ανθρώπινη περιέργεια και φαντασία είναι αυτό που μας κρατάει ζωντανούς, και άλλα. Δεν λέω, οι επιστημονικές ανακαλύψεις μας έχουν φτάσει μακριά, έχουν αλλάξει την ζωή μας (δεν θα πω ότι την έχουν βελτιώσει, γιατί δεν το πιστεύω πραγματικά), μας έχουν βοηθήσει να συλλάβουμε το μεγαλείο των Πραγμάτων. Εγώ ο ίδιος είμαι πολύ περίεργος για το πώς λειτουργεί ο κόσμος και συνεχώς ψάχνω τα όρια της γυάλας μου και το τι αυτή περιέχει. Δεν ξεχνάω όμως πως είμαι άνθρωπος, με περατές διανοητικές ικανότητες και άλλες αδυναμίες της σάρκας και του πνεύματος (μεταξύ τους η ματαιοδοξία), και ίσως να έχω σημαντικότερα πράγματα να κάνω, πιο συμβατά με αυτή μου την ύπαρξη, από το να προσπαθώ να καταλάβω πράγματα τα οποία άπλα έχω την ψευδαίσθηση ότι είναι κατανοήσιμα (από ποιον; εμένα!)

8ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Φοιτητικών Θεατρικών Ομάδων

Προχτές τέλειωσε το 8ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Φοιτητικών Θεατρικών Ομάδων το οποίο έλαβε μέρος εδώ στην Μυτιλήνη. Ήταν 12 μέρες γεμάτες μπόλικο θέατρο, πολλές καλές παραστάσεις και μερικές όχι και τόσο καλές. Το καλύτερο ήταν πως κάθε μέρα πήγαινα στο θέατρο (στο μεγάλο το δημοτικό, αλλά και στα δυο μικρότερα της Μυτιλήνης: στους Άστεγους και στον ΦΟΜ) και ήξερα πως όχι μόνο θα δω μια παράσταση ανεβασμένη με μεράκι από φοιτητές, αλλά πως θα έβλεπα και τις παλιές καλές γνώριμες φάτσες με τις οποίες τα θέατρα είχαν γίνει κάτι σαν τόπος συνάντησης. Ήξερες ότι θα πας και θα δεις κόσμο, όπως και όταν περνάς από τα σκαλάκια στο τρίγωνο (για όσους δεν ξέρουν, το τρίγωνο είναι η περιόχη η οποία ορίζεται με κορυφές το Μουσικό Καφενείο, το Μπρίκι και το Lazy Fish και είναι το κατεξοχήν στέκι στην Μυτιλήνη για όσους δεν συμπαθούν ό,τι έχει να προσφέρει η προκυμαία, κοινώς μέρη της συνόμοταξίας του Monkey, Marush, De Facto, MyClub κτλ. Πάντως, εγώ θα όριζα την περιοχή ως τετράπλευρη, καθώς το Όλα είναι κι αυτός ένας σημαντικότατος κόμβος: το περισσότερο αλκοόλ το οποίο κυκλοφορεί στα σκαλάκια υπο της μορφής μπύρας, κρασιού αλλά και του περιστασιακού βαρύτερου ποτού μπορεί να προθημευτεί κυρίως από ‘κει. Εφ’όσον, λοιπόν, τα σκαλάκια έχουν για σημαία τους το ΦΑΧ [Φτηνό, Ανοιχτό, Χαλαρό: Hall, 2011], τα μαγαζιά-κόμβοι που ορίζουν το τρίγωνο συχνά δεν χρησιμεύουν παρα για να οριοθετήσουν την περιοχή των σκαλακιών, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως και τα ίδια τα μέρη δεν αποτελούν τόπους συνάντησης: τουναντίον. Πόσες φορές δεν κατέληξαν τα σκαλάκια αυτούσια μέσα στο Lazy Fish μετά τις τρεις και μέχρι το πρωί;)

Τι έλεγα; Α ναι. Στο φεστιβάλ, λοιπόν, πήγαινες στο θέατρο και ήξερες ότι θα δεις γνώριμες φάτσες. Έμοιαζε με αυτή την ωραία αίσθηση που είχες όταν πήγαινες σχολείο, την οποία δεν μπορείς βέβαια να εκτιμήσεις όταν πήγαινεις σχολείο, και έβλεπες κάθε μέρα τα ίδια άτομα, κάνατε τα ίδια πράγματα, και μετά μπορούσατε να συζητήσετε γι’αυτά. Έδινε αυτή την αίσθηση της ομαδικότητας που, η αλήθεια να λέγεται, μου λείπει κάπως από τα χρόνια μου εδώ στην Μυτιλήνη (ίσως επειδή κι εγώ δεν δένομαι καθόλου εύκολα με μεγάλες παρέες γενικότερα). Το φεστιβάλ μου προσέφερε ακριβώς αυτό.

Και δεν ήταν μόνο οι δικοί μας παλιοί γνώριμοι, της Πρόβας δηλαδή. Ήταν κάθε μέρα και φοιτητές από ένα άλλο άκρο της Ελλάδας! Έτσι αντίστοιχα κάθε μέρα υπήρχε και ένα διαφορετικό πάρτι, είτε στην πλατεία Σαπφούς (όπου τα πράγματα ήταν χαλαρά: κύκλος χάμω, κιθάρα, κρασί, ο Γιάννης ο Έτσι κι άλλα θεατρικά παιχνίδια), είτε στο κτίριο Χατζηγιάννη (πρώην εργαστήρια της Πολιτισμικής Τεχνολογίας, νυν χώρος για πρόβες των ομάδων του Πανεπιστήμιου, όπου έγινε απ’έξω ένα μεγάλο και γαμάτο πάρτυ στην μέση των στενών της Μυτιλήνης), είτε στην ΑΤΕ (το R. T. Ficial, με ωραίο face painting, μια μικρή πολύ καλή αυθόρμητη παραστασούλα από την Δανάη και την Γκέλη, έκθεση κόμικς και φωτογραφίας, μερικά συγκροτήματα τα οποία όπως συνήθως τραγούδαγαν έντεχνα που δεν ήξερα και φοβερά φρέσκα mojito με κρατσανιστή ζάχαρη, καταπράσινο λάιμ και μοσχάτο δυόσμο για δροσερή αναπνοή!) είτε στον Λόφο Ξενία που έγινε ένα μεγάλο λάιβ (και οι Alchemy έπαιξαν το Οpen Car — να μια πραγματικά πολύ ευχάριστη έκπληξη ^^!) αλλά δυστυχώς όλες οι ομάδες είχαν ήδη φύγει. Όχι πως κάθε ομάδα έμενε πολύ. Όπως είχαμε πάει κι εμείς πέρσι τον Μάιο με την Πρόβα στα Γιάννενα στο αντίστοιχο φεστιβάλ και είχαμε κάτσει 2 νύχτες, έτσι κι εδώ κάθε ομάδα ερχόταν για ελάχιστες μέρες. Λογικό μεν, που να προλάβεις να τους γνωρίσεις όμως όλους δε; A!! Τώρα που το θυμήθηκα: θέλω φωτογραφίες από την περσινή παράσταση. Δεν έχω πολλές κι όσες έχω είναι από τα παρασκήνια. Μόνο αυτές βρήκα από αυτήν την κριτική για την παράσταση μας στα Γιάννενα… Χουμ, ενδιαφέρον! Μια διαφορετική ανάλυση για κάτι που είχα μάθει πολύ καλά πριν όχι και τόσον πολύ καιρό.

Πίσω στο φέτος. Από τις συνολικά 17 παραστάσεις (με δωρεάν είσοδο!) που ήταν στο πρόγραμμα του φεστιβάλ παρακολούθησα τις 13: δύο τις έχασα και άλλες δύο δεν έγιναν ποτέ. Η αγαπημένη μου πάντως σίγουρα ήταν το «Όχι, παίζουμε!» των Άφαντων από τον ΠΟΦΠΑ. Καταπληκτικά κείμενα (από εκθέσεις μαθητών δημοτικού από την Νότια Ιταλία), εκθαμβωτική κινησιολογία και σκηνοθεσία, πανέξυπνη χρήση του σώματος των παιδιών γενικότερα… Δεν μπορούσα να βρω κάτι το κακό με αυτή την παράσταση. Με κράτησαν από την αρχή μέχρι το τέλος (και αρκετά συχνά βαριέμαι εύκολα το θέατρο). Ακόμα πιο εκπληκτικό: κανονικά είχαν το Δημοτικό Θέατρο για την παράσταση τους, αλλά επειδή εκείνη την μέρα είχε έρθει στους εργαζόμενους εκεί να το παίξουν αντίδραση (ντροπή σας, απλά), αναγκάστηκαν τα παιδιά να πάνε στο θέατρο των Αστέγων. Μια ομαδάρα 25 ατόμων σε μια σκηνή με κάτι μικροσκοπικά καμαρίνια και παρασκήνια και αντίστοιχου μικρού μεγέθους σκηνή… Το θέατρο ήταν κατάμεστο και η σκηνή δεν τους χώραγε, αλλά αυτό τελικά έκανε τον χώρο πολύ ζεστό και γούτσου-γούτσου. Βέβαια, ο σκηνοθέτης δεν ήταν φοιτητής (όπως ήταν στις περισσότερες άλλες παραστάσεις) οπότε η ανισότητα ποιότητας ήταν μέχρι ένα σημείο δικαιολογημένη.

Άλλες παραστάσεις που μου άρεσαν; Φυσικά, η παράσταση της Πρόβας, το Τελεία.gr, όπου πήγα και δύο φορές, τη μία στην πρεμιέρα για την… φωτογραφική κάλυψη, και την δεύτερη για να το ξαναδώ καλύτερα χωρίς να ανησυχώ για φωτογραφίες και τέτοια. Στην προτελευταία και τη τελευταία σκηνή έμεινα με το στόμα να χάσκει έτοιμο να υποδεχτεί μύγες και κουνούπια. Θέλω το σενάριο γι’αυτές τις σκηνές ΤΩΡΑ! Απ’όλο το έργο, η Βίκυ, η Ήρα, η Κρυστάλλη, ο Χάρης, η Εβίνα, ο Άγγελος, ο Νίκος, η Γιώτα και η Δέσποινα μου άρεσαν περισσότερο, αλλά φυσικά απόλαυσα όλα τα παιδιά πάνω στην σκηνή!

Συνεχίζουμε: «ο θίασος του μαύρου καβαλάρη» του Πολυτεχνείου Κρήτης, απ’τα Χανιά (κι εδώ, απίστευτη κινησιολογία, πολύ καλή χρήση ηχητικών εφέ (!!) από ζωντανή ορχήστρα — η οποία αναλάμβανε και την πλήρη μουσική επένδυση — και εμπνευσμένη σκηνοθεσία και τελική σκηνή, ειδικά σε ένα τόσο μικρό θέατρο όπως ο ΦΟΜ), «το όνειρο του σκιάχτρου» από το πολυτεχνείο του ΑΠΘ (τα πουλάκια, αάαα, αάαα! Χαζοοχαρούμενη (με την καλή έννοια!) παράσταση με ηθοποιούς που σ’έκαναν να χαμογελάς συνεχώς κι ένα κείμενο από τον γίγαντα των παραμυθιών Ευγένιο Τριβιζά), ένα καταπληκτικό show στο Μαμά Ελλάδα 2 από τα παιδιά του Πανεπιστήμιου Πάτρας (ατακάρες, απλά, ατακάρες, μερικές από αυτές sooo true! Όλο το θέατρο γέλαγε συνέχεια) και «ο επιθεωρητής έρχεται» από την ομάδα της Ρόδου (μόνο 7 ηθοποιοί αλλά όλοι πολύ καλές ερμηνείες, και μετά γνωριστήκαμε και με τα παιδιά… ~^λ )… Το «μετράω μέχρι το δέκα και μετά σειρά σου» των Πέρα-Δώθε από την Θεσσαλονική μου έκανε εντύπωση γιατί είχε έναν μονόλογο τον οποίο αναγνώρισα από αυτό το βιντεάκι του Mr. Freeman (είχε και άλλους ευρηματικούς διαλόγους, όπως δυο παιδικών φίλων που έπαιζαν το πετάει-πετάει και ξανασυναντήθηκαν μετά από χρόνια… Πετάει-πετάει ο άνθρωπος…;) Αντίθετα, το «εθνικότητα μου το χρώμα του ανέμου», της ομάδας του ΕΜΠ, ενώ μου άρεσε πολύ ο τίτλος της και η ιδέα με τα διαβατήρια των ηθοποιών και συμπάθησα τα παιδιά που βοήθησα να βρουν το θέατρο στο οποίο μαζί είδαμε τους Άφαντους, η ίδια η παράσταση δεν μου άρεσε για λόγους που εξηγώ παρακάτω, εκτός από το χορευτικό με τις μαριονέτες και την σκηνή με τους νεκρούς στρατιώτες. Παρολαυτά, πολλοί μου είπαν ότι η ίδια παράσταση τους άρεσε πολύ. Γούστα!



Όλη αυτή η φάση με έκανε βέβαια να θυμηθώ πως ήταν να είμαι στην Πρόβα πέρσι, τους λόγους που επέλεξα να σταματήσω να πηγαίνω… Η αλήθεια είναι πως να συμμετέχεις σε μια θεατρική παράσταση είναι μια τεράστια δέσμευση ενέργειας και χρόνου. Πέρσι δεν είχα για διάφορους λόγους τα ψυχικά αποθέμετα για να τα ρίχνω στην Πρόβα (διαφορετικά πράγματα μου τράβαγαν την περισσότερη ενέργεια σαν βαμπίρ) και ούτε τα γέμιζε καθόλου η όλη ενασχόληση με την ομάδα. Όμως είχα δεσμευτεί. Οι καθημερινές πρόβες και η έλλειψη δεσίματος της ίδιας της ομάδας αλλά και το δικό μου με τα άλλα παιδιά με έκαναν να το βλέπω όλο σαν μια αγγαρεία και όχι σαν κάτι το ευχάριστο.

Όμως, τελικά, βγαίνοντας φέτος απ’το φεστιβάλ και όλο το κέφι του, βρίσκω ότι έχω μια πιο κατασταλαγμένη άποψη για την τέχνη του θεάτρου. Το περισσότερο θέατρο δεν είναι του γούστου μου, όμως ως μέσο έχει μια απίστευτη πολυμεσική δυναμική την οποία ελάχιστες άλλες μορφές τέχνης μπορούν να φτάσουν. Με τόσα εργαλεία όμως πολλά μπορούν να πάνε στραβά. Εύκολα μπορεί να γίνει μια παράσταση βαρετή, υπερβολικά πομπώδης (τους κλαυσίγελους δεν τους συμπαθώ καθόλου), αυτάρεσκη, φλύαρη… Δεν μου αρέσει όταν το θέατρο παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά, μου αρέσει όταν είναι παιχνιδιάρικο, και μπορεί να είναι παιχνιδιάρικο όσο βαριά, δύσκολα ή ευχάριστα πράγματα κι αν έχει να πει, άκριβως όπως συμβαίνει και στα δικά μας πολλαπλά, προσωπικά, «πραγματικά» δράματα. «Η μαγκιά είναι να χαμογελάς ακόμα και αν τα πράγματα δεν φαίνονται να πάνε προς το καλύτερο. Πάντα θα έχεις το ένα ή το άλλο πρόβλημα», είχε πει κάποτε ο σοφός mystery_orange

Βασικά, τίποτα δεν μου αρέσει όταν παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά, όμως το θέατρο βρίσκω πως πέφτει συχνότερα από άλλες μορφές τέχνης σε αυτή την παγίδα. Το καλό θέατρο είναι πραγματικά πολύ καλό αλλά θα έλεγα τελικά σπάνιο. Κι αυτό ακριβώς γιατί πολλοί ηθοποιοί γίνονται ή προσπαθούν να γίνουν ηθοποιοί για να πουλήσουν μούρη ή για να «κάνουν τέχνη», και όταν αυτοί κάνουν θέατρο το αποτέλεσμα εντυπωσιάζει μόνο άλλους ομοϊδεάτες τους. Είναι αλήθεια: το σανίδι είναι μεθυστικό. Τα φώτα με τα διάφορα χρώματα σου ξεπλένουν ό,τι μπορεί να είσαι στην «πραγματική» σου ζωή, τα κοστούμια σου εκπληρώνουν, έστω για λίγο, τα φιλόδοξα, ποταπά σου όνειρα, το χειροκρότημα γίνεται η πρέζα σου… Γρήγορα το «κάνω τέχνη» γίνεται τελικά ο εντυπωσιακός αυτοσκοπός, όχι ο επαναπροσδιορισμός του εαυτού ο οποίος θα έρθει για να σπάσει θριαμβευτικά τα (ευ)πλαστά και πλαστικά μας σύνορα, τους κύκλους με την κιμωλία μας όπως έλεγαν και στο «εθνικότητα μου…» Έχω δει και συνεχίζω να βλέπω πολλούς ανθρώπους να φτιάχνουν επιπλέον σύνορα χρησιμοποιόντας την δικαιολογία του θεάτρου. Τι να το κάνεις λοιπόν αν η ηθοποιία σε αποξενώνει ακόμα περισσότερο με τους άλλους αλλά και, χειρότερα, με τον εαυτό σου;

Για τέλος, θέλω να δώσω τα συγχαρητήρια μου σε όλους όσους έπαιξαν, προετοίμασαν και τέλος πάντων συνέβαλαν για να είναι αυτό το φεστιβάλ η επιτυχία που ήταν, ακόμα κι εδώ στην μακρινή Μυτιλήνη. Το απόλαυσα ακόμα περισσότερο αφού τώρα πλέον ο χρόνος μου στην Μυτιλήνη είναι σε αντίστροφη μέτρηση… αισθάνομαι όμως τυχερός που το πρόλαβα! 🙂