Ήσουν στο διπλανό ρακομελάδικο στην Ηρακλειδών. Δεν ήταν ότι μου άρεσες τόσο πολύ. Μου τράβηξες την προσοχή όμως, και για μια φορά αυτό ήταν αρκετό. Όταν φεύγατε με την παρέα σου τότε, ευτυχώς, το «δεν γαμιέται» για μια φορά βοήθησε τα πράγματα και ήρθα απλά και σου είπα γειά. Οι φίλοι σου έφυγαν, μακριά από τους οποίους ένιωθες αμηχανία. Μου συστήθηκες κι εγώ έκανα το ίδιο. Σου είπα ότι ήθελα να σε ξαναδώ. Μου είπες ότι θα πήγαινες στο Six Dogs. Η συζήτηση που ακολούθησε ήταν ένα δείγμα της αμηχανίας:
«Πού είναι το σιξ ντογκς;»
«Στο δεύτερο στενό στην Αθηνάς.»
«Ποιά είναι η Αθηνάς;» (φυσικά και την ξέρω απλά οι 300% γρηγορότεροι χτύποι της καρδιάς προφανώς δεν αιμάτωναν το μοναδικό μέρος του σώματος μου που πραγματικά χρειαζόμουν εκείνη την στιγμή)
«Στο Μοναστηράκι. Θα το βρεις. Τα λέμε εκεί.»
Και έφυγες. Επέστρεψα στην παρέα μου στην οποία εμφανίστηκε μια αρκετά συμπαθατική κοπέλα, όμως ήταν στα στόχαστρα φίλου. To “bros before hos” μας κράτησε εκεί καμιά-μιάμισι ώρα πρόσχαρης κουβέντας ώσπου ήρθε η ώρα του χωρισμού. Με τον Σάβι πήγαμε μέχρι τα Έξι Σκυλιά. Είχε είσοδο €8 αλλά ο Σάβι είπε στον πορτιέρη ότι θα μπω για να δω αν ένας γνωστός είναι εκεί και με άφησε να ρίξω μια ματιά μέσα. Δεν ήσουν εκεί. Δεν θα σε ξαναδώ ποτέ. Ούτε νομίζω ότι θα ξαναδώ την κοπέλα με το κοντό μαύρο μαλλί, το μαύρο φόρεμα και τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια η οποία χαμογελαστή χόρεψε σχεδόν μέσα στην αγκαλιά μου με το που έφτασα στην πίστα η οποία ήταν λουσμένη μόνο σε αυτό το κόκκινο φως που τα κάνει όλα πολύ πιο λάγνα και σαρκικά και κανείς και καμιά δεν φοβάται πλέον να ανταποδώσει το βλέμα καρφί στα μάτια.
Δεν σε βρήκα. Βγήκα στον Σάβι. Γυρίσαμε Νέα Σμύρνη με την μηχανή του. Παρ’όλο που γύρισα σπίτι «άπραγος», θα πάω στο κρεβάτι χωρίς τύψεις ή μετανιώματα και δεν λυπάμαι τόσο που δεν θα σε ξαναδώ ποτέ, ακόμα κι αν ήσουν όμορφη. Πόση δύναμη μπορεί να έχουν οι προσωπικές προκλήσεις…