Όχι, δεν αναφέρομαι στην ζέστη. Όχι μόνο, αν και είμαι στον χειμώνα τώρα. Και καλά: είχε 30 βαθμούς στο Μοντεβιδέο πριν 2 μέρες και είναι ο αντίστοιχος Φεβρουάριος.
Φανταστείτε για μια στιγμή ότι δεν ξέρετε ελληνικά, ότι είναι μια άγνωστη γλώσσα για σας την οποία μαθαίνετε (καϋμένοι). Είστε σε ένα επίπεδο προχωρημένου αρχαρίου, ας πούμε προχωρημένο Α2 που μπαίνει στο Β1. Έχετε αρχίσει κουτσά-στραβά να αναγνωρίζετε την υποτακτική, πού και πού να λέτε «θέλω να φύγω» αντί «θέλω να φεύγω», έχετε συνηθίσει την απόλυτη ανωμαλία του ότι δεν υπάρχει παρακείμενος ή υπερσυντέλικος του είμαι και του έχω αντίθετα με πολλές άλλες γλώσσες (προσπαθήστε να πείτε “Ι have been/had” ή “ha habido” ή “ich bin gewesen” στα ελληνικά χωρίς να αλλάξετε ρήμα…), και μπορείτε να ξεχωρίσετε το «πιο» απ’το «ποιο».
Εντάξει, ίσως είστε λίγο πιο προχωρημένοι, γιατί θα μπούμε σε βαθιά νερά.
Ξαφνικά, σας σκάει το «σκάω». Το ακούτε και ρωτάτω την Ελληνίδα φίλη σας/δασκάλα σας:τι σημαίνει «σκάω»;
1. Ανατινάζομαι («η χειροβομβίδα έσκασε») αλλά το ίδιο μπορεί να κάνει και μια μπουρμπουλήθρα, ή μια τραγανή φούσκα. *ςινκ ςινκ*
2. Εμφανίζομαι (σκάει η λέξη «σκάω», τα φυτράκια σκάσανε μύτη)
3. Εξαφανίζομαι/δραπετεύω (τό ‘σκασε απ’την Ελλάδα)
4. Πληρώνω (τα σκάω για τα καλά)
5. Ζεσταίνομαι — ανατινάζομαι απ’τη ζέστη (σκάει ο τζίτζικας / σκάμε εδώ μέσα)
6. Έφαγα πολύ — ανατινάζομαι απ’το φαΐ (έσκασα ρε φίλε!)
7. Σωπαίνω — (με κοίταξε όπως μόνο εκείνη ξέρει και έσκασα / σκάσε!)
8. ΣΚΑΕΙ ΣΚΑΪ — ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι και όμιλος του Αλαφούζου που του αρέσει να λέει ναι· δεν είναι ο μόνος, μην με παρεξηγήσετε (πάλι ΣΚΑΪ βλέπεις; Δεν έχεις σκάσει; Σε παρακαλώ, κάν’το να σκάσει, έχω σκάσει απ’τη ζέστη και τα σουβλάκια… και τα έσκασα για τα καλά, 5€ το ένα. Δεν πάει άλλο, πρέπει να το σκάσω για την Γερμανία, πριν σκάσει εδώ το πράγμα…)
Περιμένω ιδέες για άλλες λέξεις-μαρτύριο για ελληνομαθείς. :}