Εκατό χρόνια μοναξιά by Gabriel García Márquez
My rating: 5 of 5 stars
Λίγες φορές έχουμε την ευκαιρία στον χώρο της λογοτεχνίας ή της καλλιτεχνικής αφήγησης να παρατηρήσουμε την ιστορία μιας ολόκληρης οικογένειας αντί μόνο ενός χαρακτήρα. Στην περίπτωση του Εκατό Χρόνια Μοναξιά, δεν προκείται απλά για μια οικογένεια ως ένα σημείο στον χρόνο –«αυτοί είναι οι γονείς, αυτά είναι τα παιδιά, αυτό είναι το ευρύτερο σόι, ας βουτήξουμε στην δράση»– αλλά για μια οικογένεια της οποίας την ζωή και την ιστορία διαβάζουμε λες και ήταν ενός ανθρώπου, με την γέννηση του, την ακμή του, την παρακμή του, τις κακές συνήθειες και τις εμμονές του.
Οι Μπουενδία (Καλημέρηδες!) είναι μια καταραμένη οικογένεια σε έναν υπερρεαλιστικό κόσμο, με την έννοια του hyper-real και όχι του sur-real, αν και για να είμαι ειλικρινής πολλά από τα σουρεαλιστικά που κάνουν την εμφάνιση τους στο βιβλίο με κάνουν να αναρωτιέμαι για το ποια ακριβώς είναι η διαφορά. Συμπρωταγωνιστής αυτής της καταραμένης οικογένειας είναι το Μακόντο, το χωριό που ιδρύει ο πρώτος Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία και η γυναίκα του Ούρσουλα σε βάλτους της Λατινικής Αμερικής που δίνει την αίσθηση του πιο απομονωμένου μέρους του κόσμου.
Στο Μακόντο, η ζωή είναι περίπου όπως την ξέρουμε αλλά όχι ακριβώς. Οι άνθρωποι ερωτεύονται για όλη τους την ζωή, κλείνονται σε δωμάτια τα οποία η σκόνη δεν αγγίζει ποτέ, οι Άραβες πουλάνε ιπτάμενα χαλιά τα οποία είναι ένα καθημερινό και συνηθισμένο θέαμα. Όλα σε αυτόν τον κόσμο δίνουν την αίσθηση της αχαλίνωτης υπερβολής: αν ζήσεις πολύ, θα ζήσεις πάνω από 140 χρόνια. Το πάθος θα είναι ολοκληρωτικό και αδύνατο κανείς να του αντισταθεί και οι επιμιξίες αποτελούν μικρό εμπόδιο, οι βεντέτες θα κρατάνε μια ζωή ή και περισσότερο, οι φόνοι είναι τρομακτικά βίαιοι. Οι Τραγωδίες κάνουν την εμφάνιση τους μόνο με Τ κεφαλαίο. Στον κόσμο του Μακόντο, αν ξεράσεις μια πράσινη γλίτσα γεμάτη βδέλες δεν θα υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Οτιδήποτε το αφάνταστα φρικιαστικό μπορεί να πάρει πραγματική μορφή αλλά κανείς δεν θα του ρίξει δεύτερη ματιά, είναι άλλωστε όλοι συνηθισμένοι σε φαντάσματα, τέρατα, παιδιά με γουρουνίσιες ουρές. Είναι μια απολαυστικά ενισχυμένη έκδοση της πραγματικότητας η οποία παραμένει παραταύτα εξαιρετικά ρεαλιστική, όσο αντιφατικό και αν ακούγεται αυτό. Ακολουθεί το σκεπτικό του αν οι άνθρωποι πιστεύουν σε κάτι, αυτό αρκεί για να το κάνει πραγματικό. Ο Μάρκες παίρνει αυτή την ιδέα, την φέρνει χίλιες βόλτες κι εμείς είμαστε οι εκστατικοί επιβάτες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ομώνυμη μοναξιά που χτυπάει την οικογένεια των Μπουενδία είναι πραγματικά ασφυκτική. Γιατί όπως όλα σε αυτό το βιβλίο, η χαζομάρα, η τρέλα και οι φοβίες παίρνουν και αυτές δραματικές διαστάσεις. Τέτοιες διαστάσεις που εμποδίζουν ή γεννάνε μεγάλους έρωτες, κρατάνε παιδιά κλεισμένα σε χρυσά κλουβιά σκαλισμένα με ασημένιους καθολικούς σταυρούς, διαστρευλώνουν και αφαιρούν από τον ιστό της πραγματικότητας μακελειά και πολέμους, σκοτώνουν την χαρά της ζωής. Οι Μπουενδία είναι μια δυστυχισμένη φάρα από την αρχή μέχρι το τέλος της. Η τραγική της μοίρα κρύβει πολλές ειρωνίες της μοίρας. Μια εξ αυτών βρήκα ιδιαίτερα μεγάλη: τον ρόλο της Πιλάρ Τερνέρα στην διαιώνιση των Μπουενδία. Δεν θα γράψω τίποτα περισσότερο για να μην αποκαλύψω περισσότερα απ’όσα θα ήθελε να ξέρει κάποιος ο οποίος δεν έχει ακόμα διαβάσει το βιβλίο. Όπως λέει συχνά και η Ούρσουλα, εν μέρει συνένοχη του αναγνώστη, η τραγική ειρωνεία επαναλαμβάνεται και κάνει κύκλους σε αυτή την οικογένεια η οποία ποτέ δεν μαθαίνει από τα λάθη της και κάθε γενιά είναι γραφτό της να τα επαναλάβει. Πόση αλήθεια του κόσμου δεν κρύβεται σε αυτές τις γραμμές; Αυτό ακριβώς αντικατοπτρίζει και η επιλογή των ίδιων ονομάτων για τα παιδιά των Μπουενδία (πόσοι Αουρελιάνο πια!! Ήταν πραγματικά χρήσιμο το οικογενειακό δέντρο στην αρχή του βιβλίου και κατάφερνε να μην σποϊλεριάζει) η οποία στην αρχή είναι μεν κουραστική αλλά όσο προχωράει το βιβλίο αποκτάει ξεχωριστή σημασία. Η μοίρα των Μπουενδία μπορεί να μην αντικατοπτρίζεται πουθενά καλύτερα απ’ότι στο αρχοντικό τους και την κατάσταση του, την επέκταση και την φθορά με τις δεκαετίες.
Στα Εκατό Χρόνια Μοναξιά, η αλληγορία των Μπουενδία συναντά αυτόν τον υπέροχο υπερ-ρεαλισμό και μαζί δημιουργούν μια συναρπαστική ιστορία η οποία δεν χάνει από πουθενά. Η γενεαλογία των Μπουενδία και η ιστορία της μου κέντρισε το ενδιαφέρον για το τι σημαίνουν οι πρόγονοι και οι γενεαλογίες για τους ανθρώπους γενικότερα — ίσως έχει να κάνει και με το ότι έχω μικρή οικογένεια, καθόλου αδέρφια και ελάχιστους θείους/ες. Τα έξτρα στοιχεία όπως η ματιά στην παράδοση, στην θρησκευτική και «μεταφυσική», γιατί στο Μακόντο δεν υπάρχει μεταφυσική, μόνο φυσική, πίστη και στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής, τουλάχιστον της πατρίδας του Μάρκες Κολομβίας, είναι το αλατοπίπερο της διήγησης. Προετοιμάζομαι ήδη να το διαβάσω και στα ισπανικά. Δεν με νοιάζει πόσο θα μου χρειαστεί: θα το καταφέρω!