Γενεαλογικό Μάνταλα

English translation: http://hallografik.ws/archive/?p=2993


Πόσοι ήταν οι γονείς σας; 2. Οι παππούδες σας; 4. Οι προπαππούδες σας; 8. Οι προ-προπαππούδες σας; 16.

Πόσες γενιές μέχρι να φτάσουμε στους 64; Μόνο 7, με μια παλαιότητα περίπου 150 χρόνων, αν υποθέσουμε ότι κάθε γέννηση απέχει από την επόμενη περίπου 20-25 χρόνια. Στις 10 γενιές πίσω, όχι πολύ πριν την Ελληνική Επανάσταση του 1821, ο αριθμός φτάνει στους 512. Αν πάμε άλλες 10 γενιές πίσω, αγγίξουμε τις αρχές του 16ου αιώνα, την εποχή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν στο απόγειο της δυναμής της με τον Σουλεημάν τον Μεγαλοπρεπη στα ινία της, η Αμερική είχε μόλις αρχίσει να κατακτάται από τους Ισπανούς και ο Μιχαηλάγγελος ίδρωνε κάτω από την οροφή της Καπέλα Σιξτίνα, o αριθμός των προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-παππούδων και -γιαγιάδων (ναι, τα μέτρησα τα προ-) έχει ήδη εκτοξευθεί στους 1.048.576. Με αυτόν τον ρυθμό φυσικά και αν λάβουμε υπ’όψη μας ότι οι άνθρωποι ως είδος υπάρχουμε πάνω από 100.000 χρόνια (κι ας μην μπούμε στην διαδικασία να μετρήσουμε τους προγόνους μας που ήταν ανθρωποειδή, και πριν από αυτόυς τον Κοινό Πρόγονο, και πριν από αυτόν κάποια θηλαστικά, και πριν από αυτόν κάποιο συναψιδωτό και την φάρα του και τελειωμό δεν έχουμε), δεν αργούμε να φτάσουμε στα τρισεκατομμύρια άτομα και ακόμα παραπέρα, αριθμούς που ποτέ δεν είδε η ανθρωπότητα ακόμα και αν βάλουμε όλους τους homo sapiens που έζησαν σε ολόκληρη την ιστορία και προϊστορία της μαζί! Λέγεται μάλιστα ότι όλοι μας καταγόμαστε από μια μικρή ομάδα ανθρώπων οι οποίοι επέζησαν την τελευταία εποχή των παγετών. Η απάντηση σε αυτό το φαινομενικό μυστήριο είναι απλά ότι υπήρχαν πολλές επιμιξίες — επιμιξίες τις οποίες μπορεί να μην θεωρούμε επιμιξίες. Αν ο προπροπροπροπαππούς μου από την μεριά της μάνας μου είναι αδερφός της προπροπροπρογιαγιάς μου από την μεριά του πατέρα μου, αυτό δεν θα το μετράγαμε σαν επιμιξία φυσικά, κ.ο.κ.

Η γενεαλογία μας είναι όσο μυστήρια και μαγική όσο και η ιστορία μας: ξέρουμε, μπορούμε να ξέρουμε τόσο λίγα γι’αυτήν, που τα υπόλοιπα τα γεμίζουμε με την καταπληκτική παλέτα της φαντασίας μας. Όπως κάνουμε με καθετί το άγνωστο και μυστήριο δηλαδή με τα πάντα.

Το πράγμα είναι σίγουρα χαώδες. Θα επιμείνω όμως στον αρχικό αριθμό. 7 γενιές, 64 πρόγονοι. Μου φαίνεται ο τέλειος συνδυασμός ελεγξιμότητας και εγγύτητας με εμάς: πιο μεγάλος και το πράγμα θα ξέφευγε τελείως χωρίς να μπορούμε να νιώσουμε μια συγγένεια με αυτούς τους μακρινούς πρόγονους· πιο κοντά και θα χάναμε το μεγαλύτερο μέρος της μαγείας και της περιπλοκότητας της γενεαλογίας. Για να μην πω ότι το 7 και το 64 είναι ωραίοι, στρογγυλοί, πολιτισμικά ισχυροί αριθμοί που κάθονται καλά στο μάτι, στην αισθητική, και σε αυτό το πράγμα μέσα μας που τσινάει όταν ένα κάδρο είναι στραβό ή που μας κάνει να περιμένουμε με αγωνία για το πότε ο κόκκινος και ο πράσινος φάρος στην είσοδο του λιμανιού θα συγχρονίσουν τις αναλαμπές τους για μια μόνο φευγαλέα στιγμή.

Ας μπούμε στο ζουμί. Απ’όσο έχω προσέξει, στις μέρες μας όταν μιλάμε για γενεαλογία συνήθως μιλάμε με δύο όρους: με δέντρα και με οικογένειες.

Έχω τις ενστάσεις μου, όπως συνήθως.

Fernando Chamarelli -- http://www.galleryad.com/art/archives/art/backroom/fernando_chamarelli_pangea/

 

Το δέντρο μου φαίνεται περίεργο σαν ιδέα για να περιγράψουμε μια οικογένεια όταν εμείς είμαστε ο κόρμος, όπως στην παραπάνω εικόνα. Το οικογενειακό δέντρο θα μου φαινόταν εντάξει σαν αναπαράσταση αν εμείς ήμασταν ο κορμός, οι ρίζες μας ήταν οι πρόγονοι και τα κλαδιά και τα φύλλα μας ήταν οι απόγονοι. Δεν έχω δει όμως ποτέ ένα τέτοιο δέντρο να χρησιμοποιείται.

Μετά είναι η οικογένεια, ή το επώνυμο. Είναι κάτι σαν την ερώτηση «από πού κατάγεσαι;» Μου πήρε χρόνια να καταλάβω ότι αυτή η ερώτηση μεταφράζεται ως «από πού είναι ο πατέρας σου;» και δεν είμαι σίγουρος αν για όσους με έχουν ρωτήσει το «από την Αυστραλία» θα ήταν αυτό που θα ήθελαν να ακούσουν, παρά την σχεδόν αβάσταχτη ειλικρίνεια της απάντησης! Γεννήθηκα, μεγάλωσα και μένω στην Νέα Σμύρνη, άλλωστε!

Ίσως αυτό να συμβαίνει για τον ίδιο λόγο που τα επώνυμα φέρουν χαρακτηριστικά ονομασίας προέλευσης, πες μου το επώνυμο σου να σου πω ποιος, ή τουλάχιστον από πού, είσαι. Όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια — η για την ακρίβεια, πολύ, πολύ λιγότερο από την μισή: το επώνυμο το μοιράζονται μόνο οι άντρες την γενεαλογίας, με όλες τις γυναίκες να χάνονται στην μέσκλα σαν το αλάτι στο νερό. Μάλιστα πολλά από τα οικογενειακά δέντρα μελετάνε την ιστορία της οικογένειας όχι με βάση το άτομο αλλά το όνομα, ειδικά παλιότερα και στις αριστοκρατικές οικογένειες-δυναστίες, προσπαθώντας να βρουν όλους όσους μοιράζονται αυτό το όνομα και είναι συγγενείς ή απόγονοι χωρίς όμως να δίνουν σημασία στις γυναίκες που έμπαιναν (και μπαίνουν) στην οικογένεια μάλλον μόνο εξ αιτίας της ξεκάθαρης αναγκαιότητας του θέματος. Είναι θαρρώ σχετικό άλλωστε πως για μεγάλο μέρος της ιστορίας, σίγουρα της Χριστιανικής και της Ισλαμικής, οι άντρες ήθελαν γιους για να μπορούν να διαιωνήσουν το όνομα τους, την οικογένεια.

Θέλησα λοιπόν να αποδώσω με κάποιον ευφάνταστο τρόπο τα παραπάνω και περισσότερα. Και κατέληξα σε αυτό (όπως θα είδατε και στην κορυφή του άρθρου):

Γιατί μάνταλα;

Τα μάνταλα είναι ακτινωτά συμμετρικά σχήματα, σύμβολα ολότητας, κυκλικότητας και ταυτόχρονα της στιγμής, του μεγαλείου και της μικρότητας του τώρα, τουλάχιστον στην φιλοσοφία που τα γέννησε, τον Ινδουισμό και μετέπειτα στον Βουδισμό. Ο Carl Jung εμπνεύστηκε βαθύτατα από αυτά: ζητούσε από τους ασθενείς του να ζωγραφίζουν μάνταλα και τα χρησιμοποιούσε για να τους διαγνώσει. Πίστευε ότι μέσα στην συμμετρία και στα σχήματα μπορούσε να βρει μια ακολουθία, να βγάλει νόημα πίσω από την χρήση των διάφορων σχεδίων που τα αποτελούσαν. Η μοναδικότητα που εμφανιζόταν ήταν για εκείνον στην ουσία το άτομο.

Αυτή η καθαρή γεωμετρικότητα έχει κάτι όντως το ολοκληρωτικό και καθησυχαστικό· δεν μπορώ να το περιγράψω διαφορετικά. Επιπλέον η ιδέα της επανάληψης και της επέκτασης όπως και το ένα σημαντικό κέντρο, ταιριάζουν γάντι στην γενεαλογία.

Και, βέβαια, τα μάνταλα μπορούν να είναι πολύ όμορφα.

Συμβολισμοί

Οι συμβολισμοί πίσω από την γενεαλογία όπως το μάνταλα θα μας βοηθήσει να τους δούμε είναι πολλοί, και σίγουρα θα είναι θα είναι διαφορετικοί για τον καθένα. Αυτοί που διαλέγω, αυτοί που με ενέπνευσαν προσωπικά, είναι οι παρακάτω:

Ισότητα άντρα-γυναίκας

Μια οποιαδήποτε προ-προγιαγιά είναι το ίδιο σημανική με τον οποιονδήποτε προ-προπαππού…

Υποτίμηση της αξίας του επώνυμου.

Γιατί θα μπορούσε κάποιος, κάπου, να ήταν γυναίκα. Και τότε θα είχα διαφορετικό επώνυμο. Το οποίο θα θεωρούσα εξ ίσου σημαντικό με αυτό που έχω τώρα.

…ακόμα και αν από αυτόν τον προ-προπαππού έχω πάρει το επώνυμο μου.

Αποσύνδεση της οικογενειακής ιστορίας με την ιστορία του επωνύμου.

64 πρόγονοι, 64 ονόματα (εκτός κι αν έχουμε επιμιξίες που αναφέραμε πιο πάνω). Ένα υπερισχύει. Γιατί;

Οι 64 αυτοί άνθρωποι τους οποίους συνέδεσε η υπάρξη σου 170 χρόνια μετά την γέννηση τους, είναι όλοι το ίδιο υπεύθυνοι για την ύπαρξη σου σήμερα.

Ανάδειξη της αξίας του τοπικών ριζών και της μετανάστευσης.  Κατάργηση της εθνικής ψευτοψωροπερηφάνιας.

Αν συμπλήρωνα το δικό μου μάνταλα, το ένα τέταρτο θα είχε πολύ «Σμύρνη» μέσα το οποίο θα χανόταν στα βάθη της Τουρκίας (και ποιος ξέρει πού αλλού… ήταν και η Σμύρνη η “Νέα Υόρκη της Ανατολικής Μεσογείου”) και το μισό θα είχε «Αυστραλία», αλλά σιγά-σιγά αυτό θα γινόταν, όσο πιο πίσω πηγαίναμε, σε Αγγλία ή και Ουαλία, αν οι πηγές μου είναι έγκυρες. Ξανά, ποιος ξέρει τι άλλο.

Ποιος ξέρει από ποια 64 διαφορετικά μέρη του κόσμου κατάγομαι;

Έλληνας γεννιέσαι ή Έλληνας γίνεσαι; Χμ… Καλή ερώτηση. Ο πατέρας μου πήρε ελληνική υποκοότητα αφού ζούσε στην Ελλάδα κάτι περισσότερο από 20 χρόνια, οπότε, αυτός τι είναι, Αυστραλός ή Έλληνας; Αντίστοιχα, πολλοί μετανάστες δεύτερης γενιάς, μικροί και μεγάλοι, επιλέγουν να είναι έλληνες γιατί μεγάλωσαν ή και γεννήθηκαν εδώ. Κατα πάσα πιθανότητα, τα παιδιά τους — η τρίτη γενιά– θα αναζητήσουν τις ρίζες που οι παππούδες τους εγκατέλειψαν εξ ανάγκης, ενώ οι ίδιοι θα είναι πλέον έλληνες με τα όλα τους. Αυτό έχει συμβεί άπειρες φορές στην ιστορία της Ελλάδας. Πριν τις αλβανικές μεταναστεύσεις στις αρχές του ’90, είχαν υπάρξει πολλές άλλες πριν πολλούς αιώνες. Το ίδιο και με τους Μικρασιάτες, οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν όταν ήρθαν εδώ σαν Τούρκοι και τώρα περηφανεύονται σε πολλές περιπτώσεις για την «μακεδονικότητα» τους, ακόμα και αν οι οικογένειες τους δεν ζουν παρα για 2-3 γενιές στην Μακεδονία, από το 1922 και μετά. Αντίθετα, μπορεί να υπονομευτεί ή να περιοριστεί η προσφυγική τους ιστορία από τους ίδιους, καθώς θα προτιμήσουν να νιώθουν απόγονοι των Μακεδόνων του Αλέξανδρου παρα Πόντιοι, Μικρασιάτες, Καπαδόκες κτλ… Άλλωστε, πρέπει να υπάρχει υψηλή εθνική φρόνηση κόντρα στους απειλητικούς FYROMίτες ή όπως αλλιώς θέλετε να τους πείτε… απλά να θυμάστε ότι μπορεί αυτοί να είναι πιο μακεδόνες από τους μακεδόνες. Όχι ως απόγονοι του Αλέξανδρου ή κάποια τέτοιο θλιβερό παραπλανημένο συμπέρασμα, λες κι οι Έλληνες είναι απόγονοι του Αλέξανδρου, όχι: πιο μακεδόνες από τους μακεδόνες γιατί οι οικογένειες τους μπορεί να μένουν στην Μακεδονία, στην περιοχή που λεγόταν Μακεδονία, για αιώνες. Αν αυτό ακούγεται προβοκατόρικο, τα κατάφερα.

Βέβαια, δεν είναι μόνο οι Μακεδόνες, Αλβανοί, οι Πόντιοι ή πιο πρόσφατοι μετανάστες που αποφάσισαν ότι η Ελλάδα είναι η χώρα τους. Βλάχοι, Αρβανίτες, Βορειοηπειρώτες, Φραγκοσυριανοί (και άλλοι καθολικοί νησιώτες) και πολλοί άλλοι οι οποίοι ήταν και είναι Έλληνες με τα όλα τους, πλέον έχουν μια γεύση μειονότητας στο Ελληνικό κράτος που τόσο προσπαθεί αυτή την στιγμή να διατηρήσει την καθαρότητα του και την Μοναδική Ιστορία του. Στον βωμό του μίσους, των διακρίσεων και των εθνικών κόμπλεξ, θυσιάζουμε ο καθένας την ίδια μας την οικογενειακή παράδοση. Δεν έχουμε ΙΔΕΑ της ιστορίας μας και έτσι πιστεύουμε το πρώτο απλοϊκό παραμύθι! ΑΥΤΟ είναι η εθνική ταυτότητα: η ισοπέδωση, η απλοποίηση. Είναι ένα μαντρί με γνώμονα τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της ιστορικής άγνοιας. Και όντας ιστορικά αδαείς, μαθαίνουμε να μην σεβόμαστε ή ακόμα να μισούμε, ξανά και ξανά, γενιά παρα γενιά, το διαφορετικό — ένα διαφορετικό με το οποίο σαφώς μπορεί να έχουμε κοινές ρίζες ή ακόμα και να καταγόμαστε από αυτό, λιγότερο ή περισσότερο. Σοφά ήταν τα λόγια του George Bernard Shaw: “Patriotism is, fundamentally, a conviction that a particular country is the best in the world because you were born in it.”, «ο πατριωτισμός είναι, θεμελιακά, η πεποίθηση ότι μια χώρα είναι η καλύτερη στον κόσμο επειδή εσύ γέννηθηκες σ’αυτήν.»

Μια καλύτερη εικόνα της οικογενειακής ιστορίας του καθενός μας μπορεί να μας βοηθήσει να είμαστε λίγο πιο σκεπτικοί προς στους εθνικούς εξωραϊσμούς και στις κιτς απλοποιήσεις, να δούμε ότι ο τόπος της γέννησης μας είναι σημαντικός για την ταυτότητα μας αλλά δεν αποτελεί παρα ένα σημείο στον χρόνο και στον χώρο ο οποίος είναι σημαντικός για εμάς μόνο γιατί είναι ο δικός μας τόπος γέννησης. Και στην εποχή που διανύουμε και που έρχεται, ας μην αφήσουμε η προφορική ιστορία, των μετακινήσεων, του πόνου, της συνύπαρξης και της περιπλοκότητας να χαθούν κάτω από το βάρος των εποποιιών.

Μην αφήνεις κάποιους άλλους να σου επιβάλουν τις ρίζες σου: ανακάλυψε τες μόνος σου ή μόνη σου.

Οι ρίζες μπλέκονται, το παρελθόν είναι μυστήριο και περίπλοκο.

Βέβαια, τα παραπάνω δεν είναι εύκολο να πραγματωθούν. Όσο πιο πίσω πάμε, τόσο πιο γεωμετρικά δύσκολο γίνεται να τους καταμετρήσουμε και να βρούμε τα ίχνη όλων! Ίσως στις επόμενες γενιές, τώρα που καταγράφουμε τα πάντα, να είναι πιο εύκολο για τα εξασέγγονα μας (αν έχουμε, βέβαια, γιατί είναι και το δημογραφικό…) να μας βρουν. Όμως σπάνιες είναι οι περιπτώσεις ανθρώπων που ζουν τώρα να ξέρουν από που κατάγονταν οι πρόγονοι των προπαππούδων τους. Σπάνια μπορούμε να πάμε πάνω από έναν αιώνα πίσω, πόσο μάλλον δύο, τρεις… Αυτό το μυστήριο, όσο απαγορευτικό είναι, άλλο τόσο αξίζει να το ενστερνιστούμε και στο μάνταλα αυτό φαίνεται… η 7η γενιά μπλέκεται μεταξύ της και αρχίζει το πράγμα να σκουραίνει(;) αισθητά. But that’s just the way it is.

Σαν βγεις στον πηγαιμό για το Παρελθόν…

Δημιουργική ελευθερία.

Θεωρώ πολύ σημαντικό να μπορούμε οποιαδήποτε έκφανση της ζωής να την χρωματίζουμε και να την ομορφαίνουμε όπως ο καθένας νομίζει, ο καθένας να έχει την ελευθερία να δημιουργεί ακόμα και με τα πιο απλά πράγματα.

Τα μάνταλα δεν έχουν πολλούς κανόνες και είναι απλά. Πιστεύω πως δεν χρειάζονται ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ικανότητες για να εμπνευστεί κανείς και να γεμίσει το δικό του γενεαλογικό μάνταλα όπως γουστάρει.

To δυσκολότερο για όποιον θελήσει να κάνει την γενεαλογία του μάνταλα, με διαφορά, θα είναι να του δώσει ψύχη και υπόσταση, να είναι ένα έργο τόσο όμορφο, όσο και πλήρες νοήματος, μία πολιτιστική αναπαράσταση η οποία θα αναπαριστά ικανοποιητικά την δική του ιστορία.

Μας έχω εμπιστοσύνη.

Ορίστε ένα κενό μάνταλα στο κυκλικό σχήμα της δεύτερης εικόνας. Εκτυπώστε το, ή ανοίξτε το στο Photoshop και…

…καλές δημιουργίες!

Χρωματίστε με, ζωγραφίστε με, συμπληρώστε με, κάντε με δικό σας...

 

Δυο Θάνατοι Καμιά Κηδεία

Είχα μόλις παραλάβει την Βίλλυ από το λιμάνι. Περπατούσαμε χαρούμενα κάτω από τον καλυμένο με βρώμικα, ψεύτικα σύννεφα πρωινό ουρανό, όταν, έξω από το Hotel Blue Sea, είδα στο απέναντι πεζοδρόμιο, δίπλα στην θάλασσα, μερικά σκυλιά να επιτίθενται σε ένα άλλο σκυλί, το οποίο ήταν ξαπλωμένο και ακίνητο. Το δαγκώναν στα πόδια και στην κοιλιά και το τίναζαν βίαια, θαρρείς και ήθελαν να το ξεσκίσουν. Νόμιζα στην αρχή πως ήταν νεκρό, όμως κοιτάζοντας προσεκτικά παρατήρησα πως ανέπνεε και ανοιγόκλεινε τα μάτια του. Τα χαμόγελα μας έσβησαν. Πήγαμε απέναντι, ενώ τα άλλα σκυλιά συνέχιζαν να το δαγκώνουν. Εγώ ήμουν αμήχανος, μίσο-σοκαρισμένος, μισο-ιντριγκαρισμένος, δεν ήξερα τι θα μπορούσα να κάνω, ή τι έπρεπε να κάνω. Ξαφνικά ένας παππούς ήρθε και έδιωξε τους «κακούς» με χειρονομίες και φωνές. Το τραυματισμένο σκυλί κειτόταν ακίνητο και αμίλητο. Με την Βίλλυ σκεφτόμασαν πώς θα μπορούσαμε να το βοήθησουμε. Σκέφτηκα την Μυρσίνη, όμως δεν θα είχε ανοίξει ακόμα.

«Το πάτησε αυτοκίνητο», μας είπε πλησιάζοντας μας μια λιμενικίνα. «Τα άλλα σκυλιά το έσυραν από τον δρόμο μέχρι το πεζοδρόμιο.» Ώστε τελικά δεν το ξέσκιζαν, σκέφτηκα… ίσως προσπαθούσαν να το ξυπνήσουν… δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν γιατί, ενώ αυτά το δάγκωναν, εκείνο δεν αντιδρούσε καν, δεν έβγαζε ούτε μια κραυγούλα. Εν τω μεταξύ, τα σκυλιά αυτά έτρεχαν πάνω κάτω τον δρόμο, εμποδίζοντας την κυκλοφορία και γαβγίζοντας. Φοβήθηκα ότι θα μπορούαν κι άλλοι τετράποδοι μαλάκες να έχουν την ίδια μοίρα με τον φίλο τους αν συνέχιζαν αν είναι τόσο απρόσεκτοι.

Μείναμε κοντά στον σκυλάκο κανένα τέταρτο, χαιδεύοντας τον. Συνέχιζε να μην κουνιέται ή να βγάζει άχνα. Αιμοραγούσε από το στόμα όμως δεν φαινόταν να είχε άλλες πληγές. Οι λιμενικοί έπαιρναν τηλέφωνα για να κανονίσουν κάποιος να έρθει να το μαζέψει, έχοντας προδιαγράψει ήδη την μοίρα του. Ξαφνικά, σταματήσε να αναπνέει και λίγο μετά άρχισε να κάνει περίεργες, αφύσικες, μάλλον ακούσιες κινήσεις με το κεφάλι του.

Ήταν η πρώτη φορά που μπορώ να θυμηθώ που είχα δει κάτι ζωντανό να παύει να είναι ζωντανο — εντόμων εξαιρουμένων.

Αργότερα την ίδια μέρα, περνάγαμε από το γνωστό ψαράδικο το οποίο είναι στην στροφή για το σπίτι μου από την Ερμού, όταν είδαμε 4 στιβαγμένα καφάσια γεμάτα φρέσκα χταπόδια. Ένα απ’ αυτά προσπαθούσε να ξεφύγει από τον ετερόχρονο μεν, βέβαιο δε, θάνατο του στα σαγόνια πεινασμένων από την «νηστεία» ανθρώπων. Έμεινα να το χαζεύω ενώ προσπαθούσε, κάπως, να γλιτώσει. Ήταν τόσο όμορφο… Τα πλοκάμια του, οι κινήσεις του ήταν τόσο αρμονικές λες και δεν έτρεχε για την ζωή του εκείνη την στιγμή παρα είχε βγει για μια χαλαρή βόλτα στην στεριά, μακριά από τις έγνοιες του βυθού. Αυτή η ήρεμη αντιμετώπιση του μαγευτικού πλάσματος προς τον επικείμενο θάνατο του έκανε το θέαμα ακόμα πιο τραγικό.

Ξαφνικά, το χταπόδι έφτασε στην άκρη του τελάρου του κι έπεσε στον βρεγμένο και βρώμικο από τα μελάνια δρόμο,  όπου συνέχισε την γλιστερή πορεία του. Αν και ο ψαράς, ο οποίος φαινόταν αρχικά πως είχε σημαντικότερες δουλειές από το να ασχολείται με ένα χταπόδι με τάσεις φυγής, τελικά το γράπωσε με το μαύρο λαστιχένιο γάντι του και το ξαναπέταξε μάζι με τα άλλα. Έτσι όπως το χειρίστηκε, θα μπορούσε να είχε πετάξει μια χλαπάτσα ή ένα παιχνίδι. Το χταπόδι δεν πτοήθηκε, ισως ενόχλησε τους λιγότερο τυχερούς στις κατώτερες «στρώσεις» του τελάρου. Την συνέχεια, αν και δεν την παρακολουθήσαμε, δεν νομιζώ να ήταν πέρα από τα όρια της φαντασίας μας.

Ειμαί λοιπόν εδώ και αναρωτιέμαι… Όταν μιλάμε τόσο εύκολα για θυσία του ζώου προς όφελος του ανθρώπου, μήπως αυτό συμβαίνει επειδή σαν κοινωνία και σαν κουλτούρα πλέον είμαστε τόσο αποξενωμένοι από τον θάνατο; Το θέαμα ενός ζώου να πεθαίνει, θεωρητικά απόλυτα φυσιολογικό, με συγκλόνισε. Όλοι όσοι πιστεύουν ότι ο σκεπτικισμός μου σχετικά με την αχόρταγη και απύθμενη κατανάλωση κρέατος* είναι βλακώδης, τουτ’έστιν το 90% των ανθρώπων, όσοι υποστηρίζουν πως ο άνθρωπος ως «ανώτερο είδος» δικαιούται να ελέγχει τις ζωές άλλων όντων κατα βούληση και το κυριότερο: τόσο συστηματικά… ‘Ολοι αυτοί είναι σίγουροι πως θα αντιδρούσαν διαφορετικά στα θεάματα αυτά;

Αν όχι, τώρα που έχουμε και Μεγάλη Εβδομάδα και σε όλη την Ελλάδα θα «θυσιαστούν» ζώα σε κάποια υποχθόνια σφαγεία προς χάριν της μαζικής παραδοσόπληκτης υστερικής λαιμαργίας μας, με τρόπους πολύ πιο βάναυσους και αιμοδιψείς απ’ότι το σκυλάκι ή το χταποδάκι της ιστορίας μας, ας αναρωτηθούμε: αν δεν μπορούμε να δούμε ένα ζώο να πεθαίνει, πόσο μάλλον να το σκοτώσουμε με τα ίδια μας τα χέρια, γιατί να αξίζουμε να το φάμε;

*για τον οποίο απαιτείται θανάτωση ζώων.