Το Φαράγγι είναι ένα βιβλίο το οποίο πραγματεύεται τις οικογενειακές σχέσεις και τα ανείπωτα μυστικά 7 αδερφιών ηλικίας από 50κάτι μέχρι 70φεύγα τα οποία είχαν υποσχεθεί ότι κάποια στιγμή όλοι μαζί θα βρίσκονταν για να περπατήσουν ένα φαράγγι στην γεννέτειρα τους Κρήτη σαν ένα τελετουργικό σμιξίματος.
Για το κάθε αδέρφι αυτή η συνάντηση σημαίνει διαφορετικά πράγματα. Ο καθένας και η καθεμιά φέρνει άλλα κρυφά με τα οποία η ζωή τους έχει σημαδέψει και ποτέ δεν μοιράστηκαν. Κάποιοι θα βρουν την ευκαιρία να ξαλαφρώσουν από όσα ποτέ τους δεν είπαν στην οικογένεια τους, άλλοι…
Ας μην το τραβάω. Δεν μπορώ να πω ότι απόλασα αυτό το βιβλίο. Το βαρέθηκα πριν τη μέση. Ένιωθα σε κάθε σελίδα ότι πολύ απλά δεν είχε γραφτεί για τα δικά μου μάτια και τα δικά μου βιώματα. Ήταν μια εξιστόρηση του πώς «η γενιά του Πολυτεχνείου», ή «της Μεταπολίτευσης», όπως την αποκαλεί η «νεολαία», έχει καταλήξει σήμερα· τα βάσανα των ζωών αυτής της συγκεκριμένης ομάδα ανθρώπων που πλέον βλέπουν τις ζωές τους στα χρόνια της κρίσης να κατρακυλάνε στη μιζέρια κι εκείνες των παιδιών τους να μην έχουν καν από κάπου να κατρακυλήσουν.
Ως μοναχοπάιδι, με πολύ μικρο σόι, μια λιγότερο μοιρολατρική ή θλιψεοφετιχιστική οπτική γωνία από αυτή της συγγραφέος -γιατί κι αυτή για τη γενιά της έγραψε- και όντας το λιγότερο καμιά 5άρα χρόνια μικρότερος από τα παιδιά των πρωταγωνιστών του βιβλίου, τα βιωματικά στοιχεία που θα αναγνώριζαν οι 60άρηδες για τους οποίους είναι αυτό το βιβλίο πολύ απλά δεν με άγγιξαν. Δηλαδή, ήταν ενδιαφέρον, αλλά μόνο για την ιστορία, για να μπορώ να ρίξω μια ματιά στις ζωές αυτών των Ελλήνων οι οποίοι με πολλούς τρόπους, ψυχολογικά και πρακτικά, κουβαλάνε το πρόσφατο παρελθόν και αντιπροσωπεύουν το παρόν της γηραιάζουσας χώρας μας.
Αλλά και σε αυτό, στο ιστορικο-κοινωνικολογικό του κομμάτι -το ίδιο που μου κεντρίζει το ενδιαφέρον όταν χαζεύω παλιές ελληνικές ταινίες για τους γνώριμους αγνώριστους δρόμους, τα κουρέματα, τους ιδιωματισμούς, και απλά αδιαφορόντας για την πλοκή- ούτε υπό αυτό το πρισμά με άγγιξε η γραφή της κας. Καρυστιάνη. Ούτε τα επτά αδέρφια δεν μπορούσα να τα ξεχωρίσω, πόσο μάλλον παιδιά, ξαδέρφια και λοιπή οικογένεια, ούτε το γλαφυρό, προφορικό της στυλ μου έκανε κλικ. Ένιωθα σαν όλοι να μιλάνε με την φωνή της συγγραφέως, ίσως επειδή στο βιβλίο δεν υπήρχαν εισαγωγικά για τους διαλόγους α λα Σαραμάγκου, αλλά σίγουρα επειδή όλοι οι χαρακτήρες μου έδιναν την αίσθηση ότι ήταν πολλαπλές προσωπικότητες του ίδιου ατόμου.
Η ειρωνία είναι ότι αυτό το βιβλίο ήταν δώρο από τον πατέρα μου. Όταν τον ρώτησα γιατί μου το πήρε, η απάντηση του ήταν ότι του το πρότειναν. Όμως το ότι ο πατέρας μου δεν ξέρει τα γούστα μου στα βιβλία θα μπορούσε να είναι κι αυτό κομμάτι μιας αντίστοιχης εξιστόρησης κάποιας οικογένειας με προβλήματα επικοινωνίας σε κάποιο εναλλακτικό εξιλαστήριο Φαράγγι. Άλλωστε, με τον πατέρα μου ανέκαθεν πηγαίναμε πεζοπορίες μαζί.
Πόσοι ήταν οι γονείς σας; 2. Οι παππούδες σας; 4. Οι προπαππούδες σας; 8. Οι προ-προπαππούδες σας; 16.
Πόσες γενιές μέχρι να φτάσουμε στους 64; Μόνο 7, με μια παλαιότητα περίπου 150 χρόνων, αν υποθέσουμε ότι κάθε γέννηση απέχει από την επόμενη περίπου 20-25 χρόνια. Στις 10 γενιές πίσω, όχι πολύ πριν την Ελληνική Επανάσταση του 1821, ο αριθμός φτάνει στους 512. Αν πάμε άλλες 10 γενιές πίσω, αγγίξουμε τις αρχές του 16ου αιώνα, την εποχή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν στο απόγειο της δυναμής της με τον Σουλεημάν τον Μεγαλοπρεπη στα ινία της, η Αμερική είχε μόλις αρχίσει να κατακτάται από τους Ισπανούς και ο Μιχαηλάγγελος ίδρωνε κάτω από την οροφή της Καπέλα Σιξτίνα, o αριθμός των προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ-παππούδων και -γιαγιάδων (ναι, τα μέτρησα τα προ-) έχει ήδη εκτοξευθεί στους 1.048.576. Με αυτόν τον ρυθμό φυσικά και αν λάβουμε υπ’όψη μας ότι οι άνθρωποι ως είδος υπάρχουμε πάνω από 100.000 χρόνια (κι ας μην μπούμε στην διαδικασία να μετρήσουμε τους προγόνους μας που ήταν ανθρωποειδή, και πριν από αυτόυς τον Κοινό Πρόγονο, και πριν από αυτόν κάποια θηλαστικά, και πριν από αυτόν κάποιο συναψιδωτό και την φάρα του και τελειωμό δεν έχουμε), δεν αργούμε να φτάσουμε στα τρισεκατομμύρια άτομα και ακόμα παραπέρα, αριθμούς που ποτέ δεν είδε η ανθρωπότητα ακόμα και αν βάλουμε όλους τους homo sapiens που έζησαν σε ολόκληρη την ιστορία και προϊστορία της μαζί! Λέγεται μάλιστα ότι όλοι μας καταγόμαστε από μια μικρή ομάδα ανθρώπων οι οποίοι επέζησαν την τελευταία εποχή των παγετών. Η απάντηση σε αυτό το φαινομενικό μυστήριο είναι απλά ότι υπήρχαν πολλές επιμιξίες — επιμιξίες τις οποίες μπορεί να μην θεωρούμε επιμιξίες. Αν ο προπροπροπροπαππούς μου από την μεριά της μάνας μου είναι αδερφός της προπροπροπρογιαγιάς μου από την μεριά του πατέρα μου, αυτό δεν θα το μετράγαμε σαν επιμιξία φυσικά, κ.ο.κ.
Η γενεαλογία μας είναι όσο μυστήρια και μαγική όσο και η ιστορία μας: ξέρουμε, μπορούμε να ξέρουμε τόσο λίγα γι’αυτήν, που τα υπόλοιπα τα γεμίζουμε με την καταπληκτική παλέτα της φαντασίας μας. Όπως κάνουμε με καθετί το άγνωστο και μυστήριο δηλαδή με τα πάντα.
Το πράγμα είναι σίγουρα χαώδες. Θα επιμείνω όμως στον αρχικό αριθμό. 7 γενιές, 64 πρόγονοι. Μου φαίνεται ο τέλειος συνδυασμός ελεγξιμότητας και εγγύτητας με εμάς: πιο μεγάλος και το πράγμα θα ξέφευγε τελείως χωρίς να μπορούμε να νιώσουμε μια συγγένεια με αυτούς τους μακρινούς πρόγονους· πιο κοντά και θα χάναμε το μεγαλύτερο μέρος της μαγείας και της περιπλοκότητας της γενεαλογίας. Για να μην πω ότι το 7 και το 64 είναι ωραίοι, στρογγυλοί, πολιτισμικά ισχυροί αριθμοί που κάθονται καλά στο μάτι, στην αισθητική, και σε αυτό το πράγμα μέσα μας που τσινάει όταν ένα κάδρο είναι στραβό ή που μας κάνει να περιμένουμε με αγωνία για το πότε ο κόκκινος και ο πράσινος φάρος στην είσοδο του λιμανιού θα συγχρονίσουν τις αναλαμπές τους για μια μόνο φευγαλέα στιγμή.
Ας μπούμε στο ζουμί. Απ’όσο έχω προσέξει, στις μέρες μας όταν μιλάμε για γενεαλογία συνήθως μιλάμε με δύο όρους: με δέντρα και με οικογένειες.
Έχω τις ενστάσεις μου, όπως συνήθως.
Το δέντρο μου φαίνεται περίεργο σαν ιδέα για να περιγράψουμε μια οικογένεια όταν εμείς είμαστε ο κόρμος, όπως στην παραπάνω εικόνα. Το οικογενειακό δέντρο θα μου φαινόταν εντάξει σαν αναπαράσταση αν εμείς ήμασταν ο κορμός, οι ρίζες μας ήταν οι πρόγονοι και τα κλαδιά και τα φύλλα μας ήταν οι απόγονοι. Δεν έχω δει όμως ποτέ ένα τέτοιο δέντρο να χρησιμοποιείται.
Μετά είναι η οικογένεια, ή το επώνυμο. Είναι κάτι σαν την ερώτηση «από πού κατάγεσαι;» Μου πήρε χρόνια να καταλάβω ότι αυτή η ερώτηση μεταφράζεται ως «από πού είναι ο πατέρας σου;» και δεν είμαι σίγουρος αν για όσους με έχουν ρωτήσει το «από την Αυστραλία» θα ήταν αυτό που θα ήθελαν να ακούσουν, παρά την σχεδόν αβάσταχτη ειλικρίνεια της απάντησης! Γεννήθηκα, μεγάλωσα και μένω στην Νέα Σμύρνη, άλλωστε!
Ίσως αυτό να συμβαίνει για τον ίδιο λόγο που τα επώνυμα φέρουν χαρακτηριστικά ονομασίας προέλευσης, πες μου το επώνυμο σου να σου πω ποιος, ή τουλάχιστον από πού, είσαι. Όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια — η για την ακρίβεια, πολύ, πολύ λιγότερο από την μισή: το επώνυμο το μοιράζονται μόνο οι άντρες την γενεαλογίας, με όλες τις γυναίκες να χάνονται στην μέσκλα σαν το αλάτι στο νερό. Μάλιστα πολλά από τα οικογενειακά δέντρα μελετάνε την ιστορία της οικογένειας όχι με βάση το άτομο αλλά το όνομα, ειδικά παλιότερα και στις αριστοκρατικές οικογένειες-δυναστίες, προσπαθώντας να βρουν όλους όσους μοιράζονται αυτό το όνομα και είναι συγγενείς ή απόγονοι χωρίς όμως να δίνουν σημασία στις γυναίκες που έμπαιναν (και μπαίνουν) στην οικογένεια μάλλον μόνο εξ αιτίας της ξεκάθαρης αναγκαιότητας του θέματος. Είναι θαρρώ σχετικό άλλωστε πως για μεγάλο μέρος της ιστορίας, σίγουρα της Χριστιανικής και της Ισλαμικής, οι άντρες ήθελαν γιους για να μπορούν να διαιωνήσουν το όνομα τους, την οικογένεια.
Θέλησα λοιπόν να αποδώσω με κάποιον ευφάνταστο τρόπο τα παραπάνω και περισσότερα. Και κατέληξα σε αυτό (όπως θα είδατε και στην κορυφή του άρθρου):
Γιατί μάνταλα;
Τα μάνταλα είναι ακτινωτά συμμετρικά σχήματα, σύμβολα ολότητας, κυκλικότητας και ταυτόχρονα της στιγμής, του μεγαλείου και της μικρότητας του τώρα, τουλάχιστον στην φιλοσοφία που τα γέννησε, τον Ινδουισμό και μετέπειτα στον Βουδισμό. Ο Carl Jung εμπνεύστηκε βαθύτατα από αυτά: ζητούσε από τους ασθενείς του να ζωγραφίζουν μάνταλα και τα χρησιμοποιούσε για να τους διαγνώσει. Πίστευε ότι μέσα στην συμμετρία και στα σχήματα μπορούσε να βρει μια ακολουθία, να βγάλει νόημα πίσω από την χρήση των διάφορων σχεδίων που τα αποτελούσαν. Η μοναδικότητα που εμφανιζόταν ήταν για εκείνον στην ουσία το άτομο.
Αυτή η καθαρή γεωμετρικότητα έχει κάτι όντως το ολοκληρωτικό και καθησυχαστικό· δεν μπορώ να το περιγράψω διαφορετικά. Επιπλέον η ιδέα της επανάληψης και της επέκτασης όπως και το ένα σημαντικό κέντρο, ταιριάζουν γάντι στην γενεαλογία.
Και, βέβαια, τα μάνταλα μπορούν να είναι πολύ όμορφα.
Συμβολισμοί
Οι συμβολισμοί πίσω από την γενεαλογία όπως το μάνταλα θα μας βοηθήσει να τους δούμε είναι πολλοί, και σίγουρα θα είναι θα είναι διαφορετικοί για τον καθένα. Αυτοί που διαλέγω, αυτοί που με ενέπνευσαν προσωπικά, είναι οι παρακάτω:
Ισότητα άντρα-γυναίκας
Μια οποιαδήποτε προ-προγιαγιά είναι το ίδιο σημανική με τον οποιονδήποτε προ-προπαππού…
Υποτίμηση της αξίας του επώνυμου.
Γιατί θα μπορούσε κάποιος, κάπου, να ήταν γυναίκα. Και τότε θα είχα διαφορετικό επώνυμο. Το οποίο θα θεωρούσα εξ ίσου σημαντικό με αυτό που έχω τώρα.
…ακόμα και αν από αυτόν τον προ-προπαππού έχω πάρει το επώνυμο μου.
Αποσύνδεση της οικογενειακής ιστορίας με την ιστορία του επωνύμου.
64 πρόγονοι, 64 ονόματα (εκτός κι αν έχουμε επιμιξίες που αναφέραμε πιο πάνω). Ένα υπερισχύει. Γιατί;
Οι 64 αυτοί άνθρωποι τους οποίους συνέδεσε η υπάρξη σου 170 χρόνια μετά την γέννηση τους, είναι όλοι το ίδιο υπεύθυνοι για την ύπαρξη σου σήμερα.
Ανάδειξη της αξίας του τοπικών ριζών και της μετανάστευσης. Κατάργηση της εθνικής ψευτοψωροπερηφάνιας.
Αν συμπλήρωνα το δικό μου μάνταλα, το ένα τέταρτο θα είχε πολύ «Σμύρνη» μέσα το οποίο θα χανόταν στα βάθη της Τουρκίας (και ποιος ξέρει πού αλλού… ήταν και η Σμύρνη η “Νέα Υόρκη της Ανατολικής Μεσογείου”) και το μισό θα είχε «Αυστραλία», αλλά σιγά-σιγά αυτό θα γινόταν, όσο πιο πίσω πηγαίναμε, σε Αγγλία ή και Ουαλία, αν οι πηγές μου είναι έγκυρες. Ξανά, ποιος ξέρει τι άλλο.
Ποιος ξέρει από ποια 64 διαφορετικά μέρη του κόσμου κατάγομαι;
Έλληνας γεννιέσαι ή Έλληνας γίνεσαι; Χμ… Καλή ερώτηση. Ο πατέρας μου πήρε ελληνική υποκοότητα αφού ζούσε στην Ελλάδα κάτι περισσότερο από 20 χρόνια, οπότε, αυτός τι είναι, Αυστραλός ή Έλληνας; Αντίστοιχα, πολλοί μετανάστες δεύτερης γενιάς, μικροί και μεγάλοι, επιλέγουν να είναι έλληνες γιατί μεγάλωσαν ή και γεννήθηκαν εδώ. Κατα πάσα πιθανότητα, τα παιδιά τους — η τρίτη γενιά– θα αναζητήσουν τις ρίζες που οι παππούδες τους εγκατέλειψαν εξ ανάγκης, ενώ οι ίδιοι θα είναι πλέον έλληνες με τα όλα τους. Αυτό έχει συμβεί άπειρες φορές στην ιστορία της Ελλάδας. Πριν τις αλβανικές μεταναστεύσεις στις αρχές του ’90, είχαν υπάρξει πολλές άλλες πριν πολλούς αιώνες. Το ίδιο και με τους Μικρασιάτες, οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν όταν ήρθαν εδώ σαν Τούρκοι και τώρα περηφανεύονται σε πολλές περιπτώσεις για την «μακεδονικότητα» τους, ακόμα και αν οι οικογένειες τους δεν ζουν παρα για 2-3 γενιές στην Μακεδονία, από το 1922 και μετά. Αντίθετα, μπορεί να υπονομευτεί ή να περιοριστεί η προσφυγική τους ιστορία από τους ίδιους, καθώς θα προτιμήσουν να νιώθουν απόγονοι των Μακεδόνων του Αλέξανδρου παρα Πόντιοι, Μικρασιάτες, Καπαδόκες κτλ… Άλλωστε, πρέπει να υπάρχει υψηλή εθνική φρόνηση κόντρα στους απειλητικούς FYROMίτες ή όπως αλλιώς θέλετε να τους πείτε… απλά να θυμάστε ότι μπορεί αυτοί να είναι πιο μακεδόνες από τους μακεδόνες. Όχι ως απόγονοι του Αλέξανδρου ή κάποια τέτοιο θλιβερό παραπλανημένο συμπέρασμα, λες κι οι Έλληνες είναι απόγονοι του Αλέξανδρου, όχι: πιο μακεδόνες από τους μακεδόνες γιατί οι οικογένειες τους μπορεί να μένουν στην Μακεδονία, στην περιοχή που λεγόταν Μακεδονία, για αιώνες. Αν αυτό ακούγεται προβοκατόρικο, τα κατάφερα.
Βέβαια, δεν είναι μόνο οι Μακεδόνες, Αλβανοί, οι Πόντιοι ή πιο πρόσφατοι μετανάστες που αποφάσισαν ότι η Ελλάδα είναι η χώρα τους. Βλάχοι, Αρβανίτες, Βορειοηπειρώτες, Φραγκοσυριανοί (και άλλοι καθολικοί νησιώτες) και πολλοί άλλοι οι οποίοι ήταν και είναι Έλληνες με τα όλα τους, πλέον έχουν μια γεύση μειονότητας στο Ελληνικό κράτος που τόσο προσπαθεί αυτή την στιγμή να διατηρήσει την καθαρότητα του και την Μοναδική Ιστορία του. Στον βωμό του μίσους, των διακρίσεων και των εθνικών κόμπλεξ, θυσιάζουμε ο καθένας την ίδια μας την οικογενειακή παράδοση. Δεν έχουμε ΙΔΕΑ της ιστορίας μας και έτσι πιστεύουμε το πρώτο απλοϊκό παραμύθι! ΑΥΤΟ είναι η εθνική ταυτότητα: η ισοπέδωση, η απλοποίηση. Είναι ένα μαντρί με γνώμονα τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της ιστορικής άγνοιας. Και όντας ιστορικά αδαείς, μαθαίνουμε να μην σεβόμαστε ή ακόμα να μισούμε, ξανά και ξανά, γενιά παρα γενιά, το διαφορετικό — ένα διαφορετικό με το οποίο σαφώς μπορεί να έχουμε κοινές ρίζες ή ακόμα και να καταγόμαστε από αυτό, λιγότερο ή περισσότερο. Σοφά ήταν τα λόγια του George Bernard Shaw: “Patriotism is, fundamentally, a conviction that a particular country is the best in the world because you were born in it.”, «ο πατριωτισμός είναι, θεμελιακά, η πεποίθηση ότι μια χώρα είναι η καλύτερη στον κόσμο επειδή εσύ γέννηθηκες σ’αυτήν.»
Μια καλύτερη εικόνα της οικογενειακής ιστορίας του καθενός μας μπορεί να μας βοηθήσει να είμαστε λίγο πιο σκεπτικοί προς στους εθνικούς εξωραϊσμούς και στις κιτς απλοποιήσεις, να δούμε ότι ο τόπος της γέννησης μας είναι σημαντικός για την ταυτότητα μας αλλά δεν αποτελεί παρα ένα σημείο στον χρόνο και στον χώρο ο οποίος είναι σημαντικός για εμάς μόνο γιατί είναι ο δικός μας τόπος γέννησης. Και στην εποχή που διανύουμε και που έρχεται, ας μην αφήσουμε η προφορική ιστορία, των μετακινήσεων, του πόνου, της συνύπαρξης και της περιπλοκότητας να χαθούν κάτω από το βάρος των εποποιιών.
Μην αφήνεις κάποιους άλλους να σου επιβάλουν τις ρίζες σου: ανακάλυψε τες μόνος σου ή μόνη σου.
Οι ρίζες μπλέκονται, το παρελθόν είναι μυστήριο και περίπλοκο.
Βέβαια, τα παραπάνω δεν είναι εύκολο να πραγματωθούν. Όσο πιο πίσω πάμε, τόσο πιο γεωμετρικά δύσκολο γίνεται να τους καταμετρήσουμε και να βρούμε τα ίχνη όλων! Ίσως στις επόμενες γενιές, τώρα που καταγράφουμε τα πάντα, να είναι πιο εύκολο για τα εξασέγγονα μας (αν έχουμε, βέβαια, γιατί είναι και το δημογραφικό…) να μας βρουν. Όμως σπάνιες είναι οι περιπτώσεις ανθρώπων που ζουν τώρα να ξέρουν από που κατάγονταν οι πρόγονοι των προπαππούδων τους. Σπάνια μπορούμε να πάμε πάνω από έναν αιώνα πίσω, πόσο μάλλον δύο, τρεις… Αυτό το μυστήριο, όσο απαγορευτικό είναι, άλλο τόσο αξίζει να το ενστερνιστούμε και στο μάνταλα αυτό φαίνεται… η 7η γενιά μπλέκεται μεταξύ της και αρχίζει το πράγμα να σκουραίνει(;) αισθητά. But that’s just the way it is.
Σαν βγεις στον πηγαιμό για το Παρελθόν…
Δημιουργική ελευθερία.
Θεωρώ πολύ σημαντικό να μπορούμε οποιαδήποτε έκφανση της ζωής να την χρωματίζουμε και να την ομορφαίνουμε όπως ο καθένας νομίζει, ο καθένας να έχει την ελευθερία να δημιουργεί ακόμα και με τα πιο απλά πράγματα.
Τα μάνταλα δεν έχουν πολλούς κανόνες και είναι απλά. Πιστεύω πως δεν χρειάζονται ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ικανότητες για να εμπνευστεί κανείς και να γεμίσει το δικό του γενεαλογικό μάνταλα όπως γουστάρει.
To δυσκολότερο για όποιον θελήσει να κάνει την γενεαλογία του μάνταλα, με διαφορά, θα είναι να του δώσει ψύχη και υπόσταση, να είναι ένα έργο τόσο όμορφο, όσο και πλήρες νοήματος, μία πολιτιστική αναπαράσταση η οποία θα αναπαριστά ικανοποιητικά την δική του ιστορία.
Μας έχω εμπιστοσύνη.
Ορίστε ένα κενό μάνταλα στο κυκλικό σχήμα της δεύτερης εικόνας. Εκτυπώστε το, ή ανοίξτε το στο Photoshop και…
Λίγες φορές έχουμε την ευκαιρία στον χώρο της λογοτεχνίας ή της καλλιτεχνικής αφήγησης να παρατηρήσουμε την ιστορία μιας ολόκληρης οικογένειας αντί μόνο ενός χαρακτήρα. Στην περίπτωση του Εκατό Χρόνια Μοναξιά, δεν προκείται απλά για μια οικογένεια ως ένα σημείο στον χρόνο –«αυτοί είναι οι γονείς, αυτά είναι τα παιδιά, αυτό είναι το ευρύτερο σόι, ας βουτήξουμε στην δράση»– αλλά για μια οικογένεια της οποίας την ζωή και την ιστορία διαβάζουμε λες και ήταν ενός ανθρώπου, με την γέννηση του, την ακμή του, την παρακμή του, τις κακές συνήθειες και τις εμμονές του.
Οι Μπουενδία (Καλημέρηδες!) είναι μια καταραμένη οικογένεια σε έναν υπερρεαλιστικό κόσμο, με την έννοια του hyper-real και όχι του sur-real, αν και για να είμαι ειλικρινής πολλά από τα σουρεαλιστικά που κάνουν την εμφάνιση τους στο βιβλίο με κάνουν να αναρωτιέμαι για το ποια ακριβώς είναι η διαφορά. Συμπρωταγωνιστής αυτής της καταραμένης οικογένειας είναι το Μακόντο, το χωριό που ιδρύει ο πρώτος Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία και η γυναίκα του Ούρσουλα σε βάλτους της Λατινικής Αμερικής που δίνει την αίσθηση του πιο απομονωμένου μέρους του κόσμου.
Στο Μακόντο, η ζωή είναι περίπου όπως την ξέρουμε αλλά όχι ακριβώς. Οι άνθρωποι ερωτεύονται για όλη τους την ζωή, κλείνονται σε δωμάτια τα οποία η σκόνη δεν αγγίζει ποτέ, οι Άραβες πουλάνε ιπτάμενα χαλιά τα οποία είναι ένα καθημερινό και συνηθισμένο θέαμα. Όλα σε αυτόν τον κόσμο δίνουν την αίσθηση της αχαλίνωτης υπερβολής: αν ζήσεις πολύ, θα ζήσεις πάνω από 140 χρόνια. Το πάθος θα είναι ολοκληρωτικό και αδύνατο κανείς να του αντισταθεί και οι επιμιξίες αποτελούν μικρό εμπόδιο, οι βεντέτες θα κρατάνε μια ζωή ή και περισσότερο, οι φόνοι είναι τρομακτικά βίαιοι. Οι Τραγωδίες κάνουν την εμφάνιση τους μόνο με Τ κεφαλαίο. Στον κόσμο του Μακόντο, αν ξεράσεις μια πράσινη γλίτσα γεμάτη βδέλες δεν θα υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Οτιδήποτε το αφάνταστα φρικιαστικό μπορεί να πάρει πραγματική μορφή αλλά κανείς δεν θα του ρίξει δεύτερη ματιά, είναι άλλωστε όλοι συνηθισμένοι σε φαντάσματα, τέρατα, παιδιά με γουρουνίσιες ουρές. Είναι μια απολαυστικά ενισχυμένη έκδοση της πραγματικότητας η οποία παραμένει παραταύτα εξαιρετικά ρεαλιστική, όσο αντιφατικό και αν ακούγεται αυτό. Ακολουθεί το σκεπτικό του αν οι άνθρωποι πιστεύουν σε κάτι, αυτό αρκεί για να το κάνει πραγματικό. Ο Μάρκες παίρνει αυτή την ιδέα, την φέρνει χίλιες βόλτες κι εμείς είμαστε οι εκστατικοί επιβάτες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ομώνυμη μοναξιά που χτυπάει την οικογένεια των Μπουενδία είναι πραγματικά ασφυκτική. Γιατί όπως όλα σε αυτό το βιβλίο, η χαζομάρα, η τρέλα και οι φοβίες παίρνουν και αυτές δραματικές διαστάσεις. Τέτοιες διαστάσεις που εμποδίζουν ή γεννάνε μεγάλους έρωτες, κρατάνε παιδιά κλεισμένα σε χρυσά κλουβιά σκαλισμένα με ασημένιους καθολικούς σταυρούς, διαστρευλώνουν και αφαιρούν από τον ιστό της πραγματικότητας μακελειά και πολέμους, σκοτώνουν την χαρά της ζωής. Οι Μπουενδία είναι μια δυστυχισμένη φάρα από την αρχή μέχρι το τέλος της. Η τραγική της μοίρα κρύβει πολλές ειρωνίες της μοίρας. Μια εξ αυτών βρήκα ιδιαίτερα μεγάλη: τον ρόλο της Πιλάρ Τερνέρα στην διαιώνιση των Μπουενδία. Δεν θα γράψω τίποτα περισσότερο για να μην αποκαλύψω περισσότερα απ’όσα θα ήθελε να ξέρει κάποιος ο οποίος δεν έχει ακόμα διαβάσει το βιβλίο. Όπως λέει συχνά και η Ούρσουλα, εν μέρει συνένοχη του αναγνώστη, η τραγική ειρωνεία επαναλαμβάνεται και κάνει κύκλους σε αυτή την οικογένεια η οποία ποτέ δεν μαθαίνει από τα λάθη της και κάθε γενιά είναι γραφτό της να τα επαναλάβει. Πόση αλήθεια του κόσμου δεν κρύβεται σε αυτές τις γραμμές; Αυτό ακριβώς αντικατοπτρίζει και η επιλογή των ίδιων ονομάτων για τα παιδιά των Μπουενδία (πόσοι Αουρελιάνο πια!! Ήταν πραγματικά χρήσιμο το οικογενειακό δέντρο στην αρχή του βιβλίου και κατάφερνε να μην σποϊλεριάζει) η οποία στην αρχή είναι μεν κουραστική αλλά όσο προχωράει το βιβλίο αποκτάει ξεχωριστή σημασία. Η μοίρα των Μπουενδία μπορεί να μην αντικατοπτρίζεται πουθενά καλύτερα απ’ότι στο αρχοντικό τους και την κατάσταση του, την επέκταση και την φθορά με τις δεκαετίες.
Στα Εκατό Χρόνια Μοναξιά, η αλληγορία των Μπουενδία συναντά αυτόν τον υπέροχο υπερ-ρεαλισμό και μαζί δημιουργούν μια συναρπαστική ιστορία η οποία δεν χάνει από πουθενά. Η γενεαλογία των Μπουενδία και η ιστορία της μου κέντρισε το ενδιαφέρον για το τι σημαίνουν οι πρόγονοι και οι γενεαλογίες για τους ανθρώπους γενικότερα — ίσως έχει να κάνει και με το ότι έχω μικρή οικογένεια, καθόλου αδέρφια και ελάχιστους θείους/ες. Τα έξτρα στοιχεία όπως η ματιά στην παράδοση, στην θρησκευτική και «μεταφυσική», γιατί στο Μακόντο δεν υπάρχει μεταφυσική, μόνο φυσική, πίστη και στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής, τουλάχιστον της πατρίδας του Μάρκες Κολομβίας, είναι το αλατοπίπερο της διήγησης. Προετοιμάζομαι ήδη να το διαβάσω και στα ισπανικά. Δεν με νοιάζει πόσο θα μου χρειαστεί: θα το καταφέρω!