Οι Παπαλάνγκι by Έριχ Σόιερμαν
My rating: 5 of 5 stars
Ο Έριχ Σόιερμαν ταξίδεψε ως ιεραπόστολος στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκεί έγινε μέρος της κοινότητας με την οποία είχε αναλάβει να μοιραστεί τις διδαχές του Χριστιανισμού και έναν χρόνο μετά έγινε φίλος με τον φύλαρχο. Αυτός ο φύλαρχος είχε ταξιδέψει στην Ευρώπη μαζί με κάποιους λαογράφους και είχε γράψει κάποιες σημειώσεις για να δώσει κάποιους λόγους στην φυλή του –αλλά και σε άλλες από τα νησιά Σαμόα– σχετικά με τους Ευρωπαίους και τον δυτικό πολιτισμό εν γένει, για τον οποίο οι κάτοικοι των νησιών Σαμόα τότε δεν είχαν την παραμικρή ιδέα. Ήθελε να τους προειδοποιήσει για τα μυστικά και τις φιλοδοξίες των «Παπαλάνγκι», το όνομα που είχαν δώσει στους λευκούς. Ο φύλαρχος μοιράστηκε τις σημειώσεις του με τον ιεραπόστολο, ο οποίος εν αγνοία του πρώτου τις δημοσίευσε όταν γύρισε στην Γερμανία.
Είναι σίγουρο ότι ο φύλαρχος δεν θα είχε εγκρίνει την δημοσίευση των σημειώσεων του: θα το είχε εκλάβει ως μία προδοσία της εμπιστοσύνης που είχε δείξει στον καινούργιο του φίλο με το χλωμό δέρμα (μάλλον ο φύλαρχος θα είχε αρχίσει να τον εμπιστεύεται αφού ο ήλιος της Πολυνησίας τον είχε κάνει λίγο πιο μελαμψό). Επίσης, όπως φαίνεται και στις απόψεις του περί των δυτικών, δεν πίστευε στην γνώση που περιέχονται στα «πολλά χαρτιά» ούτως ή άλλως. Οι ηθικές διαστάσεις του ζητήματος είναι πολλές και διάφορες, αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Προσωπικά είμαι ευγνώμων στον Έριχ Σόιερμαν: σχεδόν έναν αιώνα μετά, όπου ο Παπαλάνγκι και οι τρόποι του έχουν κυριεύσει τις ανθρώπινες κουλτούρες στο μεγαλύτερο μέρος της Γης, αυτό το βιβλίο είναι ένας θησαυρός ανθρωπολογικής γνώσης, μια αποκάλυψη από τις λίγες.
Όταν λέω ανθρωπολογία, δεν εννοώ αυτό το οποίο εννοούμε συνηθέστερα με αυτό τον όρο, τουτέστιν την περιγραφή μικρών ή μεγαλύτερων εθνοτικών, φυλετικών ή άλλων ομάδων υπό το πρίσμα μιας άλλης, κατα συντριπτική πλειοψηφία ευρωπαϊκής ή στην σφάιρα της Ευρώπης, όμαδας. Αυτό που έχουμε εδώ είναι, με αυτή την έννοια, αντίστροφη ανθρωπολογία: οι «άγριοι» επιτέλους περιγράφουν τους «πολιτισμένους».
Φυσικά, κανένας δεν δέχεται τίποτα παρά τον αυτοπροσδιορισμό του για να περιγράψει την ταυτότητα του. Αυτό ισχύει από άτομα και ομάδες μέχρι ολόκληρες κοινωνίες. Όσο απολίτιστοι, βάρβαροι, αφελείς και ζωώδεις ήταν για τους αποικιοκράτες του 19ου και τους ανθρωπολόγους του 20ου αιώνα οι ιθαγενείς των διάφορων απομονωμένων από την Ευρωπή περιοχών, τόσο άχρηστους, ανισόρροπους, ματαιόδοξους, εξαρτημένους και πολλά άλλα περιέγραψε τους Παπαλάνγκι ο φύλαρχος Τουιάβιι –απ’ότι φαίνεται, ο εθνοκεντρισμός είναι μια φυσική τάση του ανθρώπου που μπορεί να παρατηρηθεί παντού.
Το βιβλίο με σόκαρε. Γιατί όταν βλέπεις τον εαυτό από το πρίσμα κάποιου άλλου, καταλαβαίνεις καλύτερα τον εαυτό σου — ή μάλλον αποκτάς μια άλλου είδους συνειδητότητα. Κάθε σου κίνηση αποκτά διαφορετική βαρύτητα, κάθετι που βλέπεις και ακούς σου φαίνεται σαν ψευδαίσθηση ή όνειρο, πενήντα σύμπαντα μακρια από οτιδήποτε το «πραγματικό», κάθε σου αναπνοή γίνεται ένας φορέας κουλτούρας, της προσωπικής σου αλλά και του Παπαλανγκικού σου υπόβαθρου. Ο φύλαρχος Τουιάβιι δεν μπορεί να καταλάβει γιατί φοράμε ρούχα, δεν αφήνουμε το κορμί μας να χαρεί τον ήλιο, και κάνουμε έρωτα στα βαθύτερα σκοτάδια, αποκαλώντας αυτή την πράξη αγάπης αμαρτία· βλέπει τα «δερμάτινα κανώ» μας, δηλαδή τα παπούτσια, και μας λυπάται που τα πόδια μας είναι τόσο αδύναμα και ξεσυνηθισμένα που πλέον δεν μπορούμε «ούτε ένα φοινικόδεντρο να σκαρφαλώσουμε»· δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ζούμε σε πέτρινα κιβώτια, μακριά από το φως, τον αέρα και τον έξω κόσμο (αλλά λατρεύει τα μπάνια των Παπαλάνγκι γιατί είναι όμορφα). Το «στρογγυλό μέταλλο και το βαρύ χαρτί», δηλαδή το χρήμα, σαν έννοιες του φαίνονται τελείως ξένες, δεν μπορεί να καταλάβει πώς είναι δυνατόν ο διπλανός μας να πεινάει και εμείς να μην μοιραζόμαστε μαζί του από αυτό που έχουμε, ούτε γιατί πρέπει μια ζωή να κάνουμε μια μόνο δουλειά για να μπορούμε να κερδίσουμε αυτά τα χρήματα. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιέται, κάποιος να κάνει κάτι συνέχεια και να μην το βαριέται; Βλέπει την ατέλειωτη αναζήτηση μας για γνώση και την μανία μας για σκέψη ως κάτι το μάταιο γιατί μας απομακρύνει από τις αισθήσεις μας, τον κινηματογράφο ως μια παραίσθηση για να φανταζόμαστε μια ζωή διαφορετική από την δική μας και απορεί γιατί δεν μας ενδιαφέρει τελικά τόσο πολύ να ζήσουμε, πραγματικά, εμείς οι ίδιοι, την δική μας ζωή.
Τα παραδείγματα πολλά, όσα και το βιβλίο, το οποίο είναι πολύ μικρό (το τελείωσα μέσα σε μια μέρα). Μικρό και θαυματουργό, γραμμένο σε μια σαγηνευτικά απλή και αφελή γλώσσα — άλλωστε: τα μεγάλα ερωτήματα δεν χρειάζονται πολύπλοκη γλώσσα για να διατυπωθούν· αν την χρειάζονται, δεν είναι αρκετά μεγάλα. Δεν μπορώ να σταματήσω να το σκέφτομαι και θέλω να αναζητήσω κι άλλα τέτοια παραδείγματα «αντίστροφης ανθρωπολογίας» το συντομότερο!
View all my reviews