Προχτες φάγαμε παρέα με τη Μαρία και τον Κίρα. Ο Κίρα έφτιαξε το κυρίως (κοτόπουλο με γλυκιά σάλτσα και ρύζι με σάλτσα σόγιας, αμύγδαλα και σόγιας — όχι όσο καλό όσο το υπέροχο ατύχημα που είχε κάνει στη Μυτιλήνη αλλά σε κάθε περίπτωση καλο), η Μαρία το γλυκό (ένα cheesecake με πολλή κρέμα και τραγανό μπισκότο) κι εγώ τη σαλάτα (σπανάκι με λιαστή τομάτα και το λάδι της, μπαλσάμικο, κολοκυθόσπορο, καρύδι και κάποια άλλα μυρωδικά). Περάσαμε πολύ καλά, φάγαμε και ήπιαμε σαν βασιλιάδες αγαπημένοι φίλοι and all was well. Το κρίμα της βραδιάς ήταν ότι εγώ ήμουν (και σήμερα είμαι) άρρωστος, με μύξες, μπουκωμένη μύτη, βήχα (ο οποίος αφού όλα τα άλλα συμπτώματα φύγουν, μένει για μερικές εβδομάδες για να με εκνευρίζει), τα γνωστά. Λόγω αυτού οι αίσθησεις της γεύσης και της όσφρησης μου ήταν πολύ ασθενέστερες. Είχα την φαεινή ιδέα τότε να συγκρίνω το πώς ενιώθα με το πώς πιστεύω ότι θα ένιωθα αν θαυμάζα έναν πίνακα ζωγραφικής έχοντας μυωπία, με το σκεπτικό ότι θα μπορούσα να ξεχωρίσω τις βασικές φιγούρες και τα χρώματα (αντίστοιχα τις βασικές γεύσεις) αλλά όχι τις λεπτομέρειες — το άβολο της στιγμής ήταν όταν η μαμά της Μαρίας, ζωγράφος, η οποία ήταν εκεί όταν έκανα τη συγκεκριμένη αναφορά, μου είπε ότι έχει ένα σοβαρό πρόβλημα όρασης το οποίο βέβαια της άλλαξε την όλη αντίληψη περι ζωγραφικής και της έδωσε κίνητρο και θέρμη. Μαγκιά της.
Έγραψα αυτή την εισαγωγή γιατί πιστεύω περιγράφει την πρωταρχική πηγή έμπνευσης των παρακάτω:
Χτες όταν ξύπνησα, όπως ήμουν ξαπλωμένος στο κρεββάτι, σκέφτηκα, για κάποιον όπως σύνήθως μυστήριο λόγο, πως πολλοί άνθρωποι αναφέρουν, αν κάποιος τους ζητήσει να σκεφτούν τα χόμπυ τους ή τα ενδιαφέροντα τους, το ότι τους αρέσει να ακούνε μουσική. Αυτό είναι παράξενο. Υπάρχει άνθρωπος που να μην του αρέσει να ακούει μουσική; Μπορεί να μην έχει ένα ενεργό ενδιαφέρον ώστε να γνωρίζει πράγματα για τους καλλιτέχνες που του αρέσουν, τη δισκογραφία τους, την ιστορία των τραγουδιών κτλ, αλλά όλοι θα ακούσουν κάτι στο ραδιόφωνο, θα χορέψουν έναν χορό, θα δουν ένα βίντεο στο Youtube. Εκεί μου ήρθε η σύνδεση: είναι όπως το φαγητό.
Φανταστείτε το εξής: έχετε έναν φίλο που τρώει μόνο θαλασσινά. Οποιοδήποτε άλλο είδος φαγητού πιστεύει ότι είναι υποδεέστερο. Το κρέας είναι ξεπερασμένο και οι vegetarians πολύ σνομπ. Λέει πως οι πίτσες και τα σουβλάκια είναι μόνο για τη μάζα κι εκείνος κάθε μέρα χλαπακιάζει καλαμαράκια, μύδια, κουτσομούρες, στρείδια, χταπόδια, μπακαλιάρους, γαρίδες, αστακούς, γαλέους και άλλα ζωάκια του βυθού. Αλλά τίποτα άλλο, διότι τίποτα άλλο δεν είναι αρκετά καλό.
Σε όλους αρέσει να τρώνε — για την ακρίβεια, όχι μόνο μας αρέσει, το χρειαζόμαστε για την επιβίωση μας (αν και ακόμα και γι’αυτό, αυτό στο οποίο θα συμφωνούσαμε όλοι, υπάρχει αμφισβήτηση!!! Τι να πει και να πιστέψει κανείς πια;) Αντίστοιχα, πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι άνθρωποι, θα συμφωνήσουν πως ζωή χωρίς μουσική θα ήταν πολύ πιο φτωχή· “Ohne Musik wäre das Leben ein Irrtum” — “Without music, life would be a mistake” είχε πει ο Νίτσε, με ένα κωλοδάχτυλο παρατεταμένο για τους κουφούς ανα τον κόσμο. Είναι μια ανάγκη του ανθρώπου που, αν και μπορεί να μην είναι τόσο πρωταρχική ώστε η έλλειψη της να είναι αρκετή για να τον σκοτώσει, είναι μάλλον απαραίτητη για την ψυχική του υγεία και γερά συνυφασμένη με τη διασκέδαση και αυτό που θα λέγαμε πολιτισμό. Η μουσική χρειάζεται και φέρεται να είναι στενά συνδεδεμένη με αυτό που μας κάνει ανθρώπους, πράγμα το οποίο φαίνεται από το γεγονός ότι κάθε κουλτούρα του κόσμου είχε και έχει αναπτύξει τη δικιά της μουσική παράδοση, ήδη με αρχή τις παλιότερες φυλές κυνηγών-τροφοσυλλεκτών.
Σε όλους λοιπόν αρέσει η μουσική όπως και σε όλους αρέσει το φαγητό. Συνεπώς, το να αναφέρεις απλά πως σου αρέσει να ακούς μουσική στα ενδιαφέροντα σου είναι λίγο σαν να λες πως στα χόμπυ σου περιλαμβάνεται το φαΐ· πώς στον ελεύθερο σου χρόνο ντερλικώνεις. Eίναι σαν σε σάιτς όπως το facebook να βάζεις “eating” στα interests σου. Για να το πάμε πιο ακραία ακόμα, η συστηματική εισπνοή και εκπνοή θα μπορούσαν επίσης να συγκαταλέγονται στις αγαπημένες σου ασχολίες(το Ne μου κραυγάζει πως κάποιος θα μπορούσε για χόμπυ του να έχει την αναπνοή, σε περίπτωση που του αρέσει να διαλογίζεται ή να κάνει γιόγκα).
Δεν είναι φυσικά ανήκουστο ή περίεργο να έχεις για ενδιαφέρον κάτι σχετικό με φαγητό. Να μαγειρεύεις, να δοκιμάζεις νέες γεύσεις, να πηγαίνεις σε εστιατόρια, να ασχολείσαι με την υγιεινή διατροφή, να καλλιεργείς τα δικά σου λαχανικά ή να εκτρέφεις τα δικά σου ζώα. Όπως αντίστοιχα δεν είναι ανήκουστο για χόμπυ σου να έχεις κάτι που σχετίζεται με τη μουσική πιο εστιασμένα: παίξιμο, παραγωγή, κριτική, σύνθεση, επεξεργασία, συλλογή κ.α. Το να ξέρεις τι σου αρέσει, τι όχι, και γιατί, είτε στη μουσική είτε στο φαγητό, είναι επίσης πιο συνειδητοποιημένο. Μπορεί να μη φτάνει τα όρια του χόμπυ, όμως έχει το δικό του χαρακτήρα και τη δική του συνείδηση.
Το να πεις απλά όμως πως σου αρέσει να ακούς μουσική στον ελεύθερο σου χρόνο, χωρίς άλλη διευκρίνιση, είναι σαν να λες ότι σου αρέσει να τρως χωρίς να λες τι. Απλά τα πάντα; Σου αρέσει να ακούς τα πάντα και να τρως ό,τι υπάρχει; Θα σου άρεσε αν σου έφτιαχνα το κουνουπίδι με κάρυ μου (μάλλον θα σου άρεσε και απλά δεν το ξέρεις ακόμα); Σου αρέσει η περουβιανή παραδοσιακή μουσική; Σου αρέσει ο πατσάς; Η όπερα; Οι μπάμιες; Θα άκουγες Scott Walker;;
Πριν πολλά χρόνια, ένας φίλος με τον οποία πια έχουμε χαθεί, ο Σταύρος, μου είχε πει ότι πίστευε πως στους άνθρωπους που λένε πως «ακούνε τα πάντα» δεν τους αρέσει πραγματικά η μουσική. Εκείνος, ως κιθαρίστας και φαν της progressive metal (στο μήκος κύματος των Dream Theater) και των anime & game themes, σίγουρα θα ένιωθε πως ανήκει σε αυτούς που τους αρέσει πραγματικά η μουσική. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κανείς που να μην του αρέσει η μουσική, ίσως απλώς να μην την έχει εκτιμήσει όσο θα μπορούσε, όπως κάποιος ο οποίος τρώει μόνο για να ζήσει, χωρίς να απολαμβάνει τις γευστικές απολαύσεις. Τι θα έλεγε όμως για κάποιον ο οποίος θα γουστάρε συνειδητά Χατζηγιάννη; Για κάποιον ο οποίος θα άκουγε κλαρίνα των πανηγυριών της Ηπείρου; Για έναν άλλον ο οποίος θα ήταν εκλεκτικός θαυμαστής του δωδεκαφθογγισμού; Για κάποιον που ακούει μόνο ροκ; Για κάποιον που πηγαίνει μόνο σε ρέιβ πάρτι; Σε έναν που γράφει ρίμες στα διαλείμματα;
Κάποτε ανήκα κι εγώ στην κατηγορία εκείνων που «άκουγαν τα πάντα», περίπου μέχρι τα 16 μου. Ήταν η περίοδος που εξερευνούσα τους μουσικούς μου ορίζοντες και οι βάσεις για το γούστο μου στη μουσική θεμελιώνονταν. Ήταν περίπου την ίδια περίοδο που άρχισαν να μου αρέσουν τα λαχανικά και τα όσπρια μετά από μια ζωή σχέσης μίσους μαζί τους. Κάποια χρόνια πριν από αυτή τη φάση, η μουσική πολύ απλά δεν με ενδιέφερε —πολύ μικρός, με ενοχλούσε ακόμα και το να ακούω άλλους να τραγουδάνε! ω, τι εκνευριστικά αντικοινωνικός!— και ανακαλύπτω πια ότι δεν ήμουν ο μόνος· για πολλούς ισχύει αυτή η καθυστερημένη ανακάλυψη της αρχαίας αυτής τέχνης. Μπορεί να έχει να κάνει με την ωριμάνση. Αυτό που έχω παρατηρήσει πιο συγκεκριμένα είναι πως εκείνοι οι οποίοι ανέπτυξαν ένα γούστο στη μουσική το οποίο ακολουθεί το ρεύμα, το mainstream, ξεκινάνε να ακούνε μουσική νωρίτερα από εκείνους οι οποίοι έχουν γούστα που είναι πιο εξεζητημένα. Ήδη βλέπεις παιδιά 10 χρονών να έχουν αγαπημένους αστέρες της ποπ. Εγώ δεν είχα κανέναν και τότε ένιωθα περίεργος· το ότι η μουσική μαζικής παραγωγής δεν μου έλεγε τίποτα απολύτως ήταν σίγουρα ένας λόγος ανησυχίας για το παιδικό μου μυαλό.
Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι πως όλοι έχουν κάποια κριτήρια στη μουσική και στο φαγητό, είτε συνειδητοποιημένα είτε όχι. Για μένα η ιστορία ενός φαγητού, πώς φτιάχτηκε, με τι υλικά, από ποιον, γιατί, πού, και άλλα, έχει σχεδόν την ίδια σημασία με τη γεύση του και το τι είναι. Ένα εξαιρετικό πιάτο φτιαγμένο από ένα αγαπημένο μου πρόσωπο ή/και με πολλή φροντίδα και αγάπη θα είναι πολύ πιο σημαντικό για μένα από οποιαδήποτε σπεσιαλιτέ φάω σε κάποιο ακριβό εστιατόριο ή σε κάποια απόμερη μεριά του κόσμου, ακόμα κι αν τρελαίνομαι για εξωτικές απολαύσεις. Μπορώ να διακρίνω ότι μου αρέσουν συγκεκριμένα στοιχεία για να καταλήξω στη νοστιμιά (η μεστή υφή, η έντονη γεύση –έχω αρχίσει να γίνομαι και φίλος των πικάντικων εκεί που δεν τα άντεχα!–, η δημιουργική ίσως και αναπάντεχη χρήση υλικών και σχετικοί συνδυασμοί).
Θα αποφύγω το φαγητό το οποίο έχει περάσει στάδια τα οποία μου σφίγγουν το στομάχι ή με τα οποία διαφωνώ ιδεολογικά — το κρέας και οι μεγάλες αλυσίδες γρήγορου φαγητού προσθέτουν πολλούς τέτοιους παράγοντες μαζικής κατανάλωσης, απίστευτης σπατάλης από άποψη ενέργειας και ζωών, απροσωπίας, χαμηλής διατροφικής αξίας, τεχνητής ωραίας γεύσης και πολλών άλλων δεινών. Θέλω κάτι να έχει την κανονική του γεύση, να είναι ειλικρινές, να μην έχει κάποια τεχνητή, άσχετη γεύση κοτσαρισμένη μέσα του με κάποιο μακρομόριο που είναι εκεί απλά για να εξομοιώσει τον παράγοντα yummers, σαν ένα φανταχτερό περιτύλιγμα το οποίο έχει μέσα άνθρακα. Ποιος ξέρει τι γεύση θα είχαν οτιδήποτε πωλείται στα περίπτερα ή στα MacDonald’s ή και πολλές άλλες σαβούρες που τρώμε, αν τους έλειπαν τα τεχνητά αρώματα και οι προσθήκες; Πιστεύω ότι θα μας έφερναν τάση για εμετό.
Κάπως έτσι βλέπω και τη μουσική. Αποφεύγω οτιδήποτε είναι εμπορικό με την έννοια ότι φτιάχτηε απλά σαν προιόν μαζικής κατανάλωσης, όχι γιατί είναι κακής ποιότητας (στις περισσότερες περιπτώσεις βέβαια είναι) αλλά επειδή εκφράζει κάτι το οποίο με αηδιάζει· μια προσέγγιση στη μουσική που υπάρχει για να εκμεταλλευτεί εμπορικά με γνώμονα τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή τις ψυχικά νεκρωμένες μάζες, προσφέροντας prolefeed. Από την άλλη, δεν υπάρχει λάθος γούστο στη μουσική, όπως δεν υπάρχει λάθος γούστο στο φαί. Μπορεί για κάποιους συγκεκριμένους λόγους που έχουν να κάνουν με τα βιώματα σου, τη προσωπικότητα σου, τις ιστορικές και πολιτισμικο-οικογενειακές συγκυρίες να σου αρέσουν τα φασολάκια, τα σουβλάκια, το χαβιάρι, το τυρί ή το sushi και να μην σου αρέσουν οι ακρίδες και τα άλογα — όπως για συγκεκριμένους λόγους σου αρέσει η κλασική μουσική, ο ΚΙSS FM, η reggae ή τα chiptunes και δεν σου αρέσουν οι Porcupine Tree και οι ΑΒΒΑ– αλλά, βάλ’το στο κεφάλι σου καλά: δεν είσαι μόνο εσύ που ξέρεις να ακούς μουσική ή να τρως, και όλοι οι άλλοι που περιμένουν να δουν το φως που εσύ, ω τυχερέ/ή, είδες. Το ίδιο πιστεύουν και οι άλλοι της «άλλης μεριάς» για σένα. Ευτυχώς δεν τσακώνονται τόσοι πολλοί άνθρωποι για τα γούστα στο φαγητό. Ευτυχώς. Εκτός απ’το τσοκομπέικον και τα φασολάκια με γιαούρτι. Εκεί μπορεί να γίνει του Γαλατικού Χωριού εύκολα.
Τα στοιχεία που με κάνουν να μου αρέσει ένα είδος μουσικής αντί ενός άλλου δεν τα έχω εντοπίσει όπως έχω καταλάβει τι είναι αυτό που προτιμώ στο φαί αλλά πιστεύω, με βάση όλα τα παραπάνω, ότι πηγάζουν από το ίδιο μέρος.
Η αλήθεια είναι πως γράφοντας αυτό το ποστ δεν έχω βρει τις απαραίτητες συνδέσεις για να φτάσω σε κάποιο συγκεκριμένο συμπέρασμα. Λυπάμαι αν σας έκανα να διαβάσετε όλα τα παραπάνω και έχετε φτάσει να είστε τόσο μπερδεμένοι όσο εγώ. Σας προσκαλώ να το σκεφτούμε λίγο περισσότερο μαζί.
Μέσα στις άκρες σχετικό: Περι γούστου και ομορφιάς
—
Εμπορική μουσική φτιαγμένη από πολυεθνικές (φαστ και τζανκ φουντ), εγχώρια προιόντα μαζικής κατανάλωσης, βλ. λαϊκά-σκυλοπόπ (σουβλάκια), τραγούδια που μας κολλάνε (εθισμός για μια περίοδο με ένα είδος τροφής), μουσική για εκλεκτικούς που συνήθως είναι εισαγώμενη (έθνικ εστιατόρια), ωραίες βραδιές όπου όλοι μαζί τραγούδανε και παίζουν μαζί (φιλικά μαγειρέματα με αγάπη), κάτι στο χέρι (Top 40 — μόνο επιτυχίες!), κουραμπιέδες-μελομακάρονα-γέμιση (κάλαντα), σπιτικό φαί της μαμάς (οι δίσκοι που έβαζε και τους θυμάσαι από όταν ήσουν μικρός ή μικρή).