Τις τελευταίες μέρες έχω ξεκινήσει μια αναζήτηση για ιδιαίτερες ελληνικές λέξεις τις οποίες, αφού εντοπίσω, γράφω στο σημειωματάριο μου με σκοπό να φτιάξω μια γκράντε λίστα γλωσσικών μονάδων των οποίων το άκουσμα και μόνο είναι αρκετό για να εμπνεύσει το γέλιο (αν μπορούσα να εξηγήσω τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να γελάνε δεν θα ήμουν εδώ τώρα αλλά κάπου μακριά, πλούσιος, διάσημος και με πόνο στα μάγουλα).
Δύο από τις λέξεις που έχω συλλέξει μέχρι τώρα είναι η «αρκούδα» και η «κουράδα».
Εμπρός, πείτε τις φωναχτά. ΑΡΚΟΥΔΑ! ΚΟΥΡΑΔΑ! Γελάστε μόνοι σας με την σύνδεση των ήχων με τις εικόνες. ΑΡΡΡ-ΚΟΥ(!)-ΔΔΑ! Σκέφτεστε ένα μαλιαρό, σεβάσμιο τετράποδο του δάσους ή των παγετώνων (είναι το αντίστροφο τεστ του «Μην σκέφτεστε μια πολική αρκούδα», μια προσταγή η οποία απλά είναι αδύνατο να εκτελεσθεί, γεγονός που κατα τα λεγόμενα αποδεικνύει την αδυναμία του ανθρώπινου εγκεφάλου να σκέφτεται με αρνήσεις.) ΑΡΚΟΥΔΑ!
Εμένα πάντως μου φαίνεται ακόμα πιο αστείο το γεγονός ότι η λέξη αρκούδα προέρχεται από την Άρκτο, (ναι, από εκεί βγαίνει και η Αρκτική, η Αντ-αρκτική — απέναντι από την Αρκτική — καθώς, οι Άρκτοι, οι αστερισμοί, πάντα έδειχναν προς τον Βορρά. Έτσι ο Βορράς ήταν Αρκτικός — the land of bears!) και το υποκοριστικό -ούδα, το οποίο χρησιμοποιείται ευραίως στην Μυτιλήνη για θηλυκά ουσιαστικά, αλλά φαντάζομαι δεν γνωρίζει γεωγραφικό περιορισμό. Όπως ο λέων έγινε λεοντ-άρι και το κούνι έγινε κουν-έλι (αστειεύομαι).
Η κουράδα το μόνο που μου φέρνει στο μυαλό είναι μια αντίστοιχη, παραμορφωμένη υποτίμηση ενός κούρου — ναι, των αρχαίων. Μπορώ να φανταστώ έναν κούρο να πήγαινε ωραίος, γυμνασμένος και τέλειος στους Ολυμπιακούς Αγώνες με ένα μικρό όμως μειονέκτημα — να ήταν μικρότερου αναστήματος από τους υπόλοιπους. Οι συναγωνιζόμενοι του, εκμεταλλευόμενοι αυτή του την φυσική του ατυχία και χωρίς κανέναν σεβασμό στην — ως γνωστόν, από τότε κιόλας ανύπαρκτη — ευγενή άμιλλα, θα έκάναν επίθεση στον ανδρισμό και στην, απαραίτητη για πρωταθλητισμό, αυτοεκτίμηση του κούρου μας με προσβολές στο μήκος κήματος του «Νομίζεις ότι με έχεις στην Ελληνορωμαική μωρή κουράδα;» ή «Μαζί με το ακόντιο, κουράδα, θα φύγεις κι εσύ». Τα υπόλοιπα, φαντάζομαι, είναι ιστορία, από αυτή που δεν γράφεται σε κανένα βιβλίο.
Τι με ενέπνευσε για αυτό το ποστ;
Οι αστείες αυτές λέξεις, που μακάρι να ξέραμε τι τις κάνει αστείες, είναι αναγραμματισμοί η μία της άλλης… Τυχαίο; Δεν νομίζω!