Tag: κριτική
Game 2.0 — Τrials Evolution Review
Review: Εκατό χρόνια μοναξιά
Εκατό χρόνια μοναξιά by Gabriel García Márquez
My rating: 5 of 5 stars
Λίγες φορές έχουμε την ευκαιρία στον χώρο της λογοτεχνίας ή της καλλιτεχνικής αφήγησης να παρατηρήσουμε την ιστορία μιας ολόκληρης οικογένειας αντί μόνο ενός χαρακτήρα. Στην περίπτωση του Εκατό Χρόνια Μοναξιά, δεν προκείται απλά για μια οικογένεια ως ένα σημείο στον χρόνο –«αυτοί είναι οι γονείς, αυτά είναι τα παιδιά, αυτό είναι το ευρύτερο σόι, ας βουτήξουμε στην δράση»– αλλά για μια οικογένεια της οποίας την ζωή και την ιστορία διαβάζουμε λες και ήταν ενός ανθρώπου, με την γέννηση του, την ακμή του, την παρακμή του, τις κακές συνήθειες και τις εμμονές του.
Οι Μπουενδία (Καλημέρηδες!) είναι μια καταραμένη οικογένεια σε έναν υπερρεαλιστικό κόσμο, με την έννοια του hyper-real και όχι του sur-real, αν και για να είμαι ειλικρινής πολλά από τα σουρεαλιστικά που κάνουν την εμφάνιση τους στο βιβλίο με κάνουν να αναρωτιέμαι για το ποια ακριβώς είναι η διαφορά. Συμπρωταγωνιστής αυτής της καταραμένης οικογένειας είναι το Μακόντο, το χωριό που ιδρύει ο πρώτος Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία και η γυναίκα του Ούρσουλα σε βάλτους της Λατινικής Αμερικής που δίνει την αίσθηση του πιο απομονωμένου μέρους του κόσμου.
Στο Μακόντο, η ζωή είναι περίπου όπως την ξέρουμε αλλά όχι ακριβώς. Οι άνθρωποι ερωτεύονται για όλη τους την ζωή, κλείνονται σε δωμάτια τα οποία η σκόνη δεν αγγίζει ποτέ, οι Άραβες πουλάνε ιπτάμενα χαλιά τα οποία είναι ένα καθημερινό και συνηθισμένο θέαμα. Όλα σε αυτόν τον κόσμο δίνουν την αίσθηση της αχαλίνωτης υπερβολής: αν ζήσεις πολύ, θα ζήσεις πάνω από 140 χρόνια. Το πάθος θα είναι ολοκληρωτικό και αδύνατο κανείς να του αντισταθεί και οι επιμιξίες αποτελούν μικρό εμπόδιο, οι βεντέτες θα κρατάνε μια ζωή ή και περισσότερο, οι φόνοι είναι τρομακτικά βίαιοι. Οι Τραγωδίες κάνουν την εμφάνιση τους μόνο με Τ κεφαλαίο. Στον κόσμο του Μακόντο, αν ξεράσεις μια πράσινη γλίτσα γεμάτη βδέλες δεν θα υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Οτιδήποτε το αφάνταστα φρικιαστικό μπορεί να πάρει πραγματική μορφή αλλά κανείς δεν θα του ρίξει δεύτερη ματιά, είναι άλλωστε όλοι συνηθισμένοι σε φαντάσματα, τέρατα, παιδιά με γουρουνίσιες ουρές. Είναι μια απολαυστικά ενισχυμένη έκδοση της πραγματικότητας η οποία παραμένει παραταύτα εξαιρετικά ρεαλιστική, όσο αντιφατικό και αν ακούγεται αυτό. Ακολουθεί το σκεπτικό του αν οι άνθρωποι πιστεύουν σε κάτι, αυτό αρκεί για να το κάνει πραγματικό. Ο Μάρκες παίρνει αυτή την ιδέα, την φέρνει χίλιες βόλτες κι εμείς είμαστε οι εκστατικοί επιβάτες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ομώνυμη μοναξιά που χτυπάει την οικογένεια των Μπουενδία είναι πραγματικά ασφυκτική. Γιατί όπως όλα σε αυτό το βιβλίο, η χαζομάρα, η τρέλα και οι φοβίες παίρνουν και αυτές δραματικές διαστάσεις. Τέτοιες διαστάσεις που εμποδίζουν ή γεννάνε μεγάλους έρωτες, κρατάνε παιδιά κλεισμένα σε χρυσά κλουβιά σκαλισμένα με ασημένιους καθολικούς σταυρούς, διαστρευλώνουν και αφαιρούν από τον ιστό της πραγματικότητας μακελειά και πολέμους, σκοτώνουν την χαρά της ζωής. Οι Μπουενδία είναι μια δυστυχισμένη φάρα από την αρχή μέχρι το τέλος της. Η τραγική της μοίρα κρύβει πολλές ειρωνίες της μοίρας. Μια εξ αυτών βρήκα ιδιαίτερα μεγάλη: τον ρόλο της Πιλάρ Τερνέρα στην διαιώνιση των Μπουενδία. Δεν θα γράψω τίποτα περισσότερο για να μην αποκαλύψω περισσότερα απ’όσα θα ήθελε να ξέρει κάποιος ο οποίος δεν έχει ακόμα διαβάσει το βιβλίο. Όπως λέει συχνά και η Ούρσουλα, εν μέρει συνένοχη του αναγνώστη, η τραγική ειρωνεία επαναλαμβάνεται και κάνει κύκλους σε αυτή την οικογένεια η οποία ποτέ δεν μαθαίνει από τα λάθη της και κάθε γενιά είναι γραφτό της να τα επαναλάβει. Πόση αλήθεια του κόσμου δεν κρύβεται σε αυτές τις γραμμές; Αυτό ακριβώς αντικατοπτρίζει και η επιλογή των ίδιων ονομάτων για τα παιδιά των Μπουενδία (πόσοι Αουρελιάνο πια!! Ήταν πραγματικά χρήσιμο το οικογενειακό δέντρο στην αρχή του βιβλίου και κατάφερνε να μην σποϊλεριάζει) η οποία στην αρχή είναι μεν κουραστική αλλά όσο προχωράει το βιβλίο αποκτάει ξεχωριστή σημασία. Η μοίρα των Μπουενδία μπορεί να μην αντικατοπτρίζεται πουθενά καλύτερα απ’ότι στο αρχοντικό τους και την κατάσταση του, την επέκταση και την φθορά με τις δεκαετίες.
Στα Εκατό Χρόνια Μοναξιά, η αλληγορία των Μπουενδία συναντά αυτόν τον υπέροχο υπερ-ρεαλισμό και μαζί δημιουργούν μια συναρπαστική ιστορία η οποία δεν χάνει από πουθενά. Η γενεαλογία των Μπουενδία και η ιστορία της μου κέντρισε το ενδιαφέρον για το τι σημαίνουν οι πρόγονοι και οι γενεαλογίες για τους ανθρώπους γενικότερα — ίσως έχει να κάνει και με το ότι έχω μικρή οικογένεια, καθόλου αδέρφια και ελάχιστους θείους/ες. Τα έξτρα στοιχεία όπως η ματιά στην παράδοση, στην θρησκευτική και «μεταφυσική», γιατί στο Μακόντο δεν υπάρχει μεταφυσική, μόνο φυσική, πίστη και στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής, τουλάχιστον της πατρίδας του Μάρκες Κολομβίας, είναι το αλατοπίπερο της διήγησης. Προετοιμάζομαι ήδη να το διαβάσω και στα ισπανικά. Δεν με νοιάζει πόσο θα μου χρειαστεί: θα το καταφέρω!
Review: Ρεμπετολογία: Εικοσιτέσερις παράγραφοι μονότονης φλυαρίας
Ρεμπετολογία: Εικοσιτέσερις παράγραφοι μονότονης φλυαρίας by Ēlias Petropoulos
My rating: 4 of 5 stars
Αυτό το βιβλίο το βρήκα από έναν τύπο ο οποίος είχε στήσει ένα τραπεζομάντιλο στο πεζοδρόμιο στην παραλία του Φαλήρου και πούλαγε τα παλιά του βιβλία. Μου είπε ότι η Ρεμπετολογία ήταν πολύ καλό, από τον γνωστό εθνογράφο Ηλία Πετρόπουλο. Μου φάνηκε όντως καλή ιδέα να δώσω μόνο 3 ευρώ για να διαβάσω για τους ρεμπέτες, είναι άλλωστε μια πτυχή της ιστορίας που με ενδιαφέρει: οτιδήποτε σχετικό με την «άγραφη» ιστορία του ελληνισμού εντός κι εκτός Ελλάδας με ενδιαφέρει. Του έδωσα τα τρία ευρώ και το πήρα, μαζί με τον Λύκο της Στέππας του (Χ)Έσσε.
Το βιβλίο αυτό, με θέμα τους ρεμπέτες, γράφτηκε το 1989, την χρονιά που γεννήθηκα, στο Παρίσι, και πρωτοεκδόθηκε στα Γερμανικά. Οι πολλαπλές αναφορές ήδη θα έλεγα μου ταιριάζουν γάντι. Δεν είναι διεξοδικό, αφού είναι μόνο 101 σελίδες με εικόνες και τεράστια γραμματοσειρά. Αλλά είναι απόδειξη πως ένα ενδιαφέρον βιβλίο δεν χρειάζεται να είναι πολύ μεγάλο για να σε κάνει να σκεφτείς· μια αναφορά είναι αρκετή για να βάλεις το μυαλό σου να αναρρωτηθεί. Συχνά η εικόνα των ρεμπετών εξιδανικεύεται πλέον κι επιλέγεται να αναδειχθεί η χασικλίδικη τους πλευρά, η ελεύθερη, παράνομη ζωή που συχνά κατήυθηναν και φυσικά η μουσική και οι χοροί τους. Όμως τι ξέρουμε για το τι φόραγαν, την σχέση τους με τον έρωτα (και τις διαδεδομένες ομοφυλοφιλικές τους σχέσεις — όπως έλεγαν, άλλο εραστής άλλο θυληπρεπής «πούστης»), την αργκό τους, τα τατουάζ τους, τα όπλα τους και ειδικά την αγάπη τους για τα μαχαίρια –ήταν μαχαιροβγάλτες, γενικά– αλλά και για ακριβώς αυτή την μουσικοχορευτική παράδοση τους που μας έχει μείνει σήμερα;
Το γεγονός ότι όσα χόρευε, τραγουδούσε αλλά και τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσε, μια εντελώς περιθωριακή για την εποχή της ομάδα, είναι σήμερα σε βαθμό αχώριστο συνδεδεμένα με την σύγχρονη ελληνική ταυτότητα, λέει πραγματικά πάρα πολλά για την άγνοια που έχουμε για την πραγματική μας πολυπολιτισμική ιστορία και είναι μόνο ενδεικτικά της έλλειψης ενδιαφέροντος για την ανακάλυψη του ποιοι πραγματικά είμαστε.
Game 2.0 — Crusader Kings II Review
Η Paradox ξαναχτυπά με το game το οποίο καλύτερα από κάθε άλλο θα μπορούσε να λέγεται και Game of Thrones και να το εννοεί! Εξαιρετικό.
Game 2.0 — Shogun 2 Total War Fall of the Samurai Review
Πάει αρκετός καιρός από το τελευταίο μου review. Πάρτε μια τζούρα.
Review: Σιντάρτα
My rating: 3 of 5 stars
Δεν ξέρω. Έχω καταλήξει ότι ο Έσσε δεν μου αρέσει. Δεν μπορώ όμως να προσδιορίσω τι είναι αυτό που δεν μου κάνει κλικ στην γραφή του. Είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες οι οποίοι είναι drama queens αλλά ταυτόχρονα τελείως εξωπραγματικοί; Είναι οι περιγραφές; Είναι ο κατα κάποιον τρόπο ξιπασμός που αφήνει συχνά να υπονοηθεί μέσα από την γραφή του;
Η αναζήτηση του Σιντάρτα στο βιβλίο ξεκινάει περίεργα. Ήδη από μικρός είναι πολύ «ψαγμένος» και μυημένος. Κάνει διαλογισμούς, μπορεί να ζήσει σαν σαμάνος με φαινομενική ευκολία. Δεν μπορώ να καταλάβω πως ξαφνικά του σκάει ότι πρέπει να αναζητήσει την δική του αλήθεια και να μην ακολουθεί άλλες ιδέες, ακόμα κι αν αυτές είναι του Βούδα ή των Σαμάνων. Κι επίσης δεν μπορώ να καταλάβω πως επι πόσα, 20 χρόνια, είχε ξεχάσει όλα όσα είχε κάνει μικρός και είχε παραδοθεί στην ακολασία, τουλάχιστον όπως την αντιλαμβανόταν αυτός. Γενικότερα, η ιστορία του Σιντάρτα δεν μου έκανε κλικ. Παραήταν μπερδεμένος αλλά με την ψευδαίσθηση της αυτογνωσίας και αυτοπεποίθησης. Δεν μπορούσα να ταυτιστώ στο ελάχιστο.
Αυτά που μου έμειναν πάντως είναι η ανάγκη της προσωπικής αναζήτησης και της ανάγκης του να ακολουθεί κανείς την δική του αλήθεια. Αυτή ήταν η βασική διαφορά του Σιντάρτα με τον Γκοβίντα, ο οποίος δεν νομίζω πως ποτέ πραγματικά πίστεψε στον εαυτό του και την προσωπική του αλήθεια: πάντα έψαχνε για υποκατάστατα αυτής της αλήθειας έξωθεν. είτε αυτός ήταν ο Βούδας είτε ο Σιντάρτα. Όλοι είμαστε Γκοβίντα, όπως θα λέγαμε, όλοι είμαστε ανθρωπάκοι. Ανθρωπάκοι στον δρόμο της αυτοαναζήτησης, αυτοεκπλήρωσης και της φώτισης, ναι, αλλά ανθρωπάκοι.
Αυτά τα βασικά στοιχεία ίσως με κάνουν να ξαναδιαβάσω, ίσως, κάποτε, το βιβλίο αυτό.
Review: Ο μικρός πρίγκιπας
Ο μικρός πρίγκιπας by Antoine de Saint-Exupéry
My rating: 2 of 5 stars
Ο μικρός πρίγκιπας έχει φάει τρελλό χάιπ. Ειδικά από κοριτσόπουλα διάφορων ηλικιών που λένε πως είναι η αγαπημένη τους ιστορία, τον κάνουν τατουάζ στην πλάτη, αγοράζουν καπνοθήκες/λατερνοκοσμήματα/διάφορα άλλα μέρτσανταϊς και γενικότερα το παίζουν γκρούπιζ ενός αντιπαθητικού νιάνιαρου. Δεν λέω, η ιστορία έχει εξαιρετικές στιγμές, όπως όταν ο μικρός πρίγκιπας γυρίζει στους διάφορους πλανήτες, η ζωγραφιά του βόα με τον ελέφαντα. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω μερικά άλλα: γιατί είναι κακό ο πλανήτης να είναι γεμάτος μπαομπάμπ; Γιατί η φιλία εξισώνεται με την εξημέρωση;(!) Γιατί ο μικρός πρίγκιπας είναι πρίγκιπας; Είναι γαλαζοαίματος; Και γιατί το τέλος του βιβλίου είναι αυτό που είναι;
Απογοήτευση. Μπορεί για παιδάκια να είναι καλό (δεν μπορώ να με βάλω στην θέση ενός παιδιού διαβάζοντας το, για να απαντήσω ειλικρινά) αλλά δεν πιστεύω ότι έχει κάτι που να μπορεί να κρατήσει ή να εμπνεύσει πραγματικά έναν ενήλικα. Meh.
Review: Άκου ανθρωπάκο
Άκου ανθρωπάκο by Wilhelm Reich
My rating: 3 of 5 stars
Εδώ έχουμε τα απωθημένα ενός ανθρώπου ο οποίος αφιέρωσε την ζωή του στην έρευνα της οργόνης (ρίχτε μια ματιά στο ίντερνετ ή και εδώ, είναι πολύ ενδιαφέρουσα εξιστόρηση: http://www.youtube.com/watch?v=h7AjkpK5Q3k), της κοσμικής ενέργειας η οποία κρύβεται πίσω από τον οργασμό, συνδέεται με το κι και το πράνα και την καταπραϋντική επίδραση της σε καρκινοπαθείς σε τελικό στάδιο και την δημιουργία βροχής από το πουθενά. Ο Ράιχ ξεσπάει προς τον ανθρωπάκο, τον δειλό άνθρωπο ο οποίος ποτέ δεν παίρνει την ζωή του στα χέρια του παρά ζητωκραυγάζει ηγέτες, ακολουθεί μόδες, κρύβεται πίσω από το συντηρητικό και το καθεστυμένο, πιστεύει πως ο ίδιος δεν μπορεί να εγγυηθεί την ελευθερία του και αφήνει αυτό το χρέος στα χέρια «μεγάλων», είναι «δυσκοίλιος και ανέραστος», καταδικάζει οτιδήποτε το καινούργιο και επαναστατικό και είναι πάντα πρώτος στο να κατηγορεί χωρίς να μπορεί να γνωρίζει, όπως έγινε και στην περίπτωση του Ράιχ, ο οποίος τελικά κλείστηκε στην φυλακή για το έργο και τις απόψεις του, όπου και πέθανε.
Το Άκου Ανθρωπάκο δεν έχει συνοχή, είναι 121 σελίδες κράξιμο το οποίο όπως διαβάζω δεν προοριζόταν για δημοσίευση. Ο κ. Ράιχ επαναλαμβάνεται αρκετά και μπορείς σχεδόν να νιώσεις πόσο αδικημένος νιώθει από τον ανθρωπάκο — από εκεί που ήθελε να βοηθήσει τον κόσμο να προχωρήσει, πίστευε πως η οργόνη θα ανέτρεπε, όπως και θα ήταν πρέπον, το επιστημονικό status quo, στην πορεία υπονομεύεται και τελικά συμπεραίνει πως ο γεμάτος ανθρωπάκους κόσμος δεν είναι έτοιμος για εκείνον… Ούτε το προλεταριάτο, ούτε οι συμπατριώτες του, ούτε οι Αμερικάνοι, κανείς.
Σίγουρα μια ενδιαφέρουσα ανάγνωση, αν μη τι άλλο. Απλά λίγο υπερβολικά κοντά στα όρια της παράκρουσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Review: Ο Παπαλάνγκι
Οι Παπαλάνγκι by Έριχ Σόιερμαν
My rating: 5 of 5 stars
Ο Έριχ Σόιερμαν ταξίδεψε ως ιεραπόστολος στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκεί έγινε μέρος της κοινότητας με την οποία είχε αναλάβει να μοιραστεί τις διδαχές του Χριστιανισμού και έναν χρόνο μετά έγινε φίλος με τον φύλαρχο. Αυτός ο φύλαρχος είχε ταξιδέψει στην Ευρώπη μαζί με κάποιους λαογράφους και είχε γράψει κάποιες σημειώσεις για να δώσει κάποιους λόγους στην φυλή του –αλλά και σε άλλες από τα νησιά Σαμόα– σχετικά με τους Ευρωπαίους και τον δυτικό πολιτισμό εν γένει, για τον οποίο οι κάτοικοι των νησιών Σαμόα τότε δεν είχαν την παραμικρή ιδέα. Ήθελε να τους προειδοποιήσει για τα μυστικά και τις φιλοδοξίες των «Παπαλάνγκι», το όνομα που είχαν δώσει στους λευκούς. Ο φύλαρχος μοιράστηκε τις σημειώσεις του με τον ιεραπόστολο, ο οποίος εν αγνοία του πρώτου τις δημοσίευσε όταν γύρισε στην Γερμανία.
Είναι σίγουρο ότι ο φύλαρχος δεν θα είχε εγκρίνει την δημοσίευση των σημειώσεων του: θα το είχε εκλάβει ως μία προδοσία της εμπιστοσύνης που είχε δείξει στον καινούργιο του φίλο με το χλωμό δέρμα (μάλλον ο φύλαρχος θα είχε αρχίσει να τον εμπιστεύεται αφού ο ήλιος της Πολυνησίας τον είχε κάνει λίγο πιο μελαμψό). Επίσης, όπως φαίνεται και στις απόψεις του περί των δυτικών, δεν πίστευε στην γνώση που περιέχονται στα «πολλά χαρτιά» ούτως ή άλλως. Οι ηθικές διαστάσεις του ζητήματος είναι πολλές και διάφορες, αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Προσωπικά είμαι ευγνώμων στον Έριχ Σόιερμαν: σχεδόν έναν αιώνα μετά, όπου ο Παπαλάνγκι και οι τρόποι του έχουν κυριεύσει τις ανθρώπινες κουλτούρες στο μεγαλύτερο μέρος της Γης, αυτό το βιβλίο είναι ένας θησαυρός ανθρωπολογικής γνώσης, μια αποκάλυψη από τις λίγες.
Όταν λέω ανθρωπολογία, δεν εννοώ αυτό το οποίο εννοούμε συνηθέστερα με αυτό τον όρο, τουτέστιν την περιγραφή μικρών ή μεγαλύτερων εθνοτικών, φυλετικών ή άλλων ομάδων υπό το πρίσμα μιας άλλης, κατα συντριπτική πλειοψηφία ευρωπαϊκής ή στην σφάιρα της Ευρώπης, όμαδας. Αυτό που έχουμε εδώ είναι, με αυτή την έννοια, αντίστροφη ανθρωπολογία: οι «άγριοι» επιτέλους περιγράφουν τους «πολιτισμένους».
Φυσικά, κανένας δεν δέχεται τίποτα παρά τον αυτοπροσδιορισμό του για να περιγράψει την ταυτότητα του. Αυτό ισχύει από άτομα και ομάδες μέχρι ολόκληρες κοινωνίες. Όσο απολίτιστοι, βάρβαροι, αφελείς και ζωώδεις ήταν για τους αποικιοκράτες του 19ου και τους ανθρωπολόγους του 20ου αιώνα οι ιθαγενείς των διάφορων απομονωμένων από την Ευρωπή περιοχών, τόσο άχρηστους, ανισόρροπους, ματαιόδοξους, εξαρτημένους και πολλά άλλα περιέγραψε τους Παπαλάνγκι ο φύλαρχος Τουιάβιι –απ’ότι φαίνεται, ο εθνοκεντρισμός είναι μια φυσική τάση του ανθρώπου που μπορεί να παρατηρηθεί παντού.
Το βιβλίο με σόκαρε. Γιατί όταν βλέπεις τον εαυτό από το πρίσμα κάποιου άλλου, καταλαβαίνεις καλύτερα τον εαυτό σου — ή μάλλον αποκτάς μια άλλου είδους συνειδητότητα. Κάθε σου κίνηση αποκτά διαφορετική βαρύτητα, κάθετι που βλέπεις και ακούς σου φαίνεται σαν ψευδαίσθηση ή όνειρο, πενήντα σύμπαντα μακρια από οτιδήποτε το «πραγματικό», κάθε σου αναπνοή γίνεται ένας φορέας κουλτούρας, της προσωπικής σου αλλά και του Παπαλανγκικού σου υπόβαθρου. Ο φύλαρχος Τουιάβιι δεν μπορεί να καταλάβει γιατί φοράμε ρούχα, δεν αφήνουμε το κορμί μας να χαρεί τον ήλιο, και κάνουμε έρωτα στα βαθύτερα σκοτάδια, αποκαλώντας αυτή την πράξη αγάπης αμαρτία· βλέπει τα «δερμάτινα κανώ» μας, δηλαδή τα παπούτσια, και μας λυπάται που τα πόδια μας είναι τόσο αδύναμα και ξεσυνηθισμένα που πλέον δεν μπορούμε «ούτε ένα φοινικόδεντρο να σκαρφαλώσουμε»· δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ζούμε σε πέτρινα κιβώτια, μακριά από το φως, τον αέρα και τον έξω κόσμο (αλλά λατρεύει τα μπάνια των Παπαλάνγκι γιατί είναι όμορφα). Το «στρογγυλό μέταλλο και το βαρύ χαρτί», δηλαδή το χρήμα, σαν έννοιες του φαίνονται τελείως ξένες, δεν μπορεί να καταλάβει πώς είναι δυνατόν ο διπλανός μας να πεινάει και εμείς να μην μοιραζόμαστε μαζί του από αυτό που έχουμε, ούτε γιατί πρέπει μια ζωή να κάνουμε μια μόνο δουλειά για να μπορούμε να κερδίσουμε αυτά τα χρήματα. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιέται, κάποιος να κάνει κάτι συνέχεια και να μην το βαριέται; Βλέπει την ατέλειωτη αναζήτηση μας για γνώση και την μανία μας για σκέψη ως κάτι το μάταιο γιατί μας απομακρύνει από τις αισθήσεις μας, τον κινηματογράφο ως μια παραίσθηση για να φανταζόμαστε μια ζωή διαφορετική από την δική μας και απορεί γιατί δεν μας ενδιαφέρει τελικά τόσο πολύ να ζήσουμε, πραγματικά, εμείς οι ίδιοι, την δική μας ζωή.
Τα παραδείγματα πολλά, όσα και το βιβλίο, το οποίο είναι πολύ μικρό (το τελείωσα μέσα σε μια μέρα). Μικρό και θαυματουργό, γραμμένο σε μια σαγηνευτικά απλή και αφελή γλώσσα — άλλωστε: τα μεγάλα ερωτήματα δεν χρειάζονται πολύπλοκη γλώσσα για να διατυπωθούν· αν την χρειάζονται, δεν είναι αρκετά μεγάλα. Δεν μπορώ να σταματήσω να το σκέφτομαι και θέλω να αναζητήσω κι άλλα τέτοια παραδείγματα «αντίστροφης ανθρωπολογίας» το συντομότερο!