Μπούκου by Φαίη Κοκκινοπούλου
My rating: 5 of 5 stars
Διαβάζοντας το Μπούκου της Φαίης Κοκκινοπούλου, θυμήθηκα κάτι που είχε πει ένας κόουτς σε ένα σεμινάριο αυτογνωσίας κάποτε (ο Γιασάρ):
«Όταν οι άνθρωποι κλαίνε, τους αφήνω να κλάψουν. Δεν παρεμβαίνω, όπως δεν παρεμβαίνω όταν γελάνε. Για μένα το κλάμα και το γέλιο είναι το ίδιο: αγνές εκφράσεις συναισθήματος. Χρειάζονται και είναι απαραίτητα και τα δύο»
Δεν είναι τυχαίο ότι μερικές φορές όταν κάποιος κλαίει δεν είναι προφανές αν είναι από χαρά ή από λύπη. Θαρρώ πως αρκετοί άνθρωποι οι οποίοι γελάνε ασυνήθιστα πολύ αυτό που θα ήθελαν στ’ αλήθεια να κάνουν θα ήταν να κλάψουν.
Το Μπούκου θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί στα σεμινάρια του Γιασάρ: τη μια διαβάζεις και γελάς κάτω από τα μουστάκια σου, την άλλη γυρίζεις σελίδα και ξαφνικά βρίσκεσαι να επαναλαμβάνεις τις ίδιες 3-4 σειρές για να βεβαιωθείς ότι αυτό που μόλις επεξεργάστηκες στο κεφάλι σου είναι στ’ αλήθεια αυτό που νομίζεις. Όντως, το Μπούκου αγγίζει το ένα τραγικό θέμα μετά το άλλο με την ίδια ελαφρότητα που πετάει τις εμπνευσμένες και αστείες παρομοιώσεις ή τις κωμικές περιγραφές και καταστάσεις της ιστορίας. Αυτή η αποδοχή καλών και κακών μαντάτων και συμβάντων στη ζωή των πρωταγωνιστών με την ίδια στωική, σχεδόν βουδιστική ηρεμία, η οποία όμως ποτέ δεν ξεπερνάει τα όρια της απάθειας, δίνει μια αίσθηση ωριμότητας και ισορροπίας στη γραφή και στα λεγάμενα. Ταυτόχρονα, και με την παρουσία της ίδιας δεκτικότητας στη ροή των πραγμάτων, μερικά σημεία είναι τόσο ειλικρινή και γεμάτα ατόφιο συναίσθημα και αίσθηση δικαίωσης, που μια ή και δύο αναγνώσεις δεν φτάνουν.
Η πλοκή ακολουθεί τη ζωή της ομώνυμης οικογένειας που ζει σε ένα χωριό κάπου στην Ελλάδα το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Αποτελείται από τον κλασικού ελληνάρα πατέρα που μια ζωή θέλει «παιδιά» (αγόρια), τη γυναίκα του που συνεχώς απογοητεύει τον άντρα της διαρκώς αποτυγχάνοντας να εκπληρώσει τον διακαή πόθο του, και τα επτά κορίτσια τους που το σοβαρότερο παράπτωμα της ζωής τους είναι που δεν γεννήθηκαν αρσενικά. Μετά από μια έξαρση ενδοοικογενειακής βίας, οι δρόμοι τους τους φέρνουν στην Αθήνα. Από εκεί βλέπουμε τα πράγματα από την οπτική γωνία 4 διαφορετικών μελών της οικογένειας (;) και την μεταμόρφωση τους.
Διαβάζοντας το βιβλίο διέκρινα δύο ξεχωριστά αλλά συναφή αφηγηματικά ρεύματα: τον μαγικό ρεαλισμό του Gabriel Garcia Marquez στο Εκατό Χρόνια Μοναξιά, και τον χιουμοριστικό, συμβολικό σουρεαλισμό που απαντάται σε ταινίες όπως το Underground του Emir Kusturica ή το Amelie (και άλλες ταινίες) του Jean-Pierre Jeunet. Οι χαρακτήρες του Μπούκου είναι όχι μόνο ολοζώντανες καρικατούρες (με την καλή έννοια) των οποίων η αλληλεπίδραση δίνει μια ιστορία που φαντάζει τόσο αληθοφανής όσο και εξωπραγματική, είναι αρχέτυπα που συναντώνται (και) στην σύγχρονη νεοελληνική κοινωνία, ή τουλάχιστον στο πρόσφατο παρελθόν της.
Θα μπορούσα άνετα να φανταστώ το βιβλίο να γίνεται σενάριο για ταινία στα πρότυπα των προαναφερθέντων η οποία θα ξενέρωνε τους σοβαροφανείς, θα σόκαρε τους ευερέθιστους και θα προκαλούσε πολύ κλάμα και γέλιο μπουρδουκλωμένα αλλά και πολλές συζητήσεις. Θα ήταν «ψαγμενιά» η οποία όμως θα μπορούσε να μιλήσει με την ειλικρίνεια της σε ευρύ κοινό και θα το άφηνε να σκεφτεί τι είναι ο άνθρωπος και η διαφορετικόττηα, τι είναι η οικογένεια και πόσο ρόλο παίζει άθελα μας στον προσδιορισμό της διαφορετικότητας του καθενός μας. Αλλά και πως
«η ζωή είναι μικρή, ρεεεε. Συνέλθετε. Στην τελική, τα ίδια σκουλήκια θα μας φάνε. Μικρά, άσπρα και πεινασμένα, θα τσιμπολογούν από πτώμα σε πτώμα και θα ρεύονται φλέβες και σαπισμένο κρέας».
Ευχαριστώ τις εκδόσεις Mamaya: χωρίς την ευγενική τους χορηγία του βιβλίου, η παραπάνω ειλικρινής κριτική μάλλον δεν θα υπήρχε αυτή τη στιγμή.
View all my reviews