Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι by Milan Kundera
My rating: 5 of 5 stars
«Φόρτωνε τον εαυτό του με κατηγορίες, αλλά κατέληξε ότι στο βάθος ήταν πολύ φυσικό να μην ξέρει τι θέλει.
Δεν μπορεί κανείς ποτέ να ξέρει αυτό που πρέπει να θέλει, γιατί έχουμε μόνο μια ζωή και δεν μπορούμε ούτε να την συγκρίνουμε με προηγούμενες ζωές ούτε να επανορθώσουμε σε ζωές επερχόμενες.
Δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να εξακριβωθεί ποια απόφαση είναι η καλή γιατί δεν υπάρχει κανένα μέτρο σύγκρισης. Όλα τα ζούμε αμέσως για πρώτη φορά και χωρίς προετοιμασία. Είναι σαν να μπαίνει ένας ηθοποιός στη σκηνή χωρίς ποτέ άλλοτε να έκανε πρόβα. Άλλα τι μπορεί να αξίζει η ζωή αν η πρώτη πρόβα της ζωής δεν είναι παρά η ίδια η ζωή; Αυτό είναι που κάνει τη ζωή να μοιάζει πάντα με σκιαγράφημα. Αλλά ακόμα και το «σκιαγράφημα» δεν είναι η σωστή λέξη, γιατί ένα σκιαγράφημα είναι πάντοτε το προσχέδιο κάποιου πράγματος, η προετοιμασία ενός πίνακα, ενώ το σκιαγράφημα που είναι η ζωή μας δεν είναι για τίποτα προσχέδιο, είναι ένα προσχέδιο χωρίς πίνακα.»
Ξέρετε πώς είναι να διαβάζετε ένα βιβλίο που μπορεί να θεωρηθεί «βαρύ»; Κάθε σελίδα φορτωμένη με νοήματα, φιλοσοφία, μονολόγους, όνειρα ή οιρμούς σκέψεων, και να αποσυγκεντρώνεστε συχνά γιατί αρκετές φορές είναι όλο αυτό δύσκολο και δύσπεπτο; Να διαβάζετε πέντε σελίδες και μετά να μην θυμάστε λέξη, ούτε το γενικό νόημα;
Ε λοιπόν, Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα Του Είναι ήταν ακριβώς το αντίθετο για μένα. Ήταν «δύσκολο», «βαρύ», γεμάτο μπουκίτσες φιλοσοφίας τις οποίες διαβάζεις και λες «Ναι! Ναι! Ο τύπος το έχει πιάσει το νόημα από τα μπαλάκια!», και απόλυτως απολαυστικό. Το ρούφηξα με το καλαμάκι του milkshake.
Αυτό το μυθιστόρημα – παύλα – δίαυλος γενικών σκέψεων του Κούντερα για την ζωή έχει ως γενικό του θέμα τον έρωτα και τους δορυφόρους του: την ζήλεια, την ιδέα της μονογαμίας, την απιστία, την διαφορά του με την αγάπη ή την απλή καύλα, την ελευθερία του ατόμου και την λεπτή ισορροπία μεταξύ αυτού και των σχέσεων και όλα αυτά τα γνωστά τα οποία νομίζουμε ότι γνωρίζουμε πλέον απέξω κι ανακατωτά. Τι στο διάολο, άλλωστε: περί αυτών πρόκεινται πάνω από τα μισά βιβλία, ταινίες και άλλα είδη έργων. Όχι όμως, βέβαια. Αν ξέραμε το οτιδήποτε, δεν θα υπήρχαν τόσες αποτυχήμενες σχέσεις και τόσοι δυστυχισμένοι άνθρωποι. Ο Κούντερα μιλάει με τόση μαεστρία για την ανθρώπινη ύπαρξη και την λεπτή του σχέση με τον έρωτα και το σεξ που νιώθει αποκαλυπτικός, αξίζει υπόκλισης.
Οι χαρακτήρες δεν είναι πολύ ρεαλιστικοί, υποτίθεται ότι είναι 40άρηδες και 50άρηδες αλλά από την συμπεριφορά τους τους φανταζόμουν γύρω στα 30 το πολύ. Η φαινομενική τους όμως αυτή επιφανειακότητα καθόλου δεν με ενόχλησε. Ο Τόμας, η Τερέζα, ο Καρένιν και η Σαμπίνα μέχρι το τέλος μου είχαν γίνει όλοι συμπαθείς για τους δικούς τους λόγους. Μάλιστα, από την αρχή του βιβλίου ταυτίστηκα με τον Τόμας — εντάξει, όχι επειδή έχω μια σχεσή και εν γνώσει της και με την αποδοχή της ψάχνομαι και ρίχνω στο κρεβάτι μια άλλη γυναίκα κάθε βράδυ, αλλά επειδή οι προβληματισμοί του περί αυτής του της συμπεριφοράς, αλλά και πολλών άλλων θεμάτων, ταιριάζουν με τους δικούς μου.
Μου άρεσε το ότι κάθε περιστατικό στην ιστορία το βλέπουμε διαδοχικά από δυο ή περισσότερες οπτικές γωνίες των πρωταγωνιστών, δίνοντας μας μια ευκαιρία να καταλάβουμε πώς γίνονται οι παρεξηγήσεις: πως βασίζονται στις προ-υποθέσεις (πώς μεταφράζεις το “assumption” στα ελληνικά;), στην ανασφάλεια και στην προδιαγραφή των πραγμάτων στο κεφάλι μας όταν δεν υπάρχει επικοινωνία. Επίσης, τα όνειρα των πρωταγωνιστών δεν διαφοροποιούνται με κάποιον τρόπο από την πραγματική τους ζωή, δημιουργώντας την απορία «μα τι συνέβη τελικά “στ’αλήθεια”;» Η απάντηση, όπως και στην δική μας, την, θέλουμε να πιστεύουμε, πραγματική ζωή, δεν έχει και τόση σημασία τελικά. Αν δεν γίνει σωστά, αυτή η αφηγηματική μανούβρα μπορεί να με ενοχλήσει. Όμως εδώ λειτουργεί τέλεια.
Το βιβλίο δεν καταπιάνεται μόνο με τα παραπάνω, τον έρωτα και τις σχέσεις. Μέσα του μπορούμε να βρούμε σχόλια, μεταξύ άλλων, για τα δικαιώματα των ζώων, τον κομμουνισμό και την ιδέα της Μεγάλης Πορείας (όλες τις αριστερές πολιτικές ιδέες και εσωτερικές διακλαδώσεις συγχωνευμένες σε μία), την Άνοιξη της Πράγας και την ζωή στην Ανατολική Ευρώπη το ’60 και το ’70, και στο κιτς, το οποίο ο συγγραφέας ορίζει ως την αφαίρεση της ανθρώπινης αδυναμίας και του απαράδεκτου από οποιαδήποτε αναπαράσταση. Καταλήγει έτσι στο κομμουνιστικό κιτς, το ερωτικό κιτς, το φιλανθρωπικό κιτς αλλά και στο θεολογικό κιτς, όπου πέφτει η απίστευτη ατάκα πως αν ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού, αυτό σημαίνει ότι ο Θεός πρέπει να χέζει: γιατί λοιπόν τα σκατά να θεωρούνται τόσο μιαρά, βρώμικα και ανάξια λόγου από εκκλησία και κοινωνία;
Από τέτοιες διασκεδαστικές όσο και βαθιές διαπιστώσεις γεμάτες έμπνευση το βιβλίο σχεδόν στάζει. Είμαι σίγουρος ότι θα το ξαναδιαβάσω και θα το ξαναδιαβάσω πολλές φορές στην ζωή μου. Έγινε μέσα σε λίγες μέρες από τα αγαπημένα μου βιβλία.