Τα εισιτήρια σας παρακαλώ

Τρόλεϊ 10, Τζιτζιφιές – Χαλάνδρι

Όταν τελικά σε πιάνει ο ελεγκτής στο ΜΜΜ είναι τη μόνη φορά που δεν έχεις ένα κακό προαίσθημα. Δεν ξέρεις τι να πρωτοσκεφτείς. Τι πρωτότυπο· σε οτιδήποτε ιδιαίτερο, σημαντικό ή επικίνδυνο γίνεται στη ζωή σου απλά είσαι πνευματικά απών. Το πρώτο που σου περνάει από το μυαλό όταν καταφέρεις να σκεφτείς κάτι είναι ένα αφελές «ίσως τη γλιτώσω, αν το παίξω χαζός και αθώος!» Το δεύτερο είναι «σαν αρχάριος!», καθώς σε ρωτάνε ανακριτικά, αφού ισχυρίζεσαι πως δεν έχει περάσει πολλή ώρα από τη λήξη των 90 λεπτών της ισχύς του, γιατί το εισιτήριο που ψάρεψες από τα σκουπίδια της στάσης Αγίας Φωτεινής είναι των 0,60€ και όχι των 1,40€. Σε πιάνουν στα πράσα λοιπόν. Εγκαταλείπεις. Σε ρωτάνε πού μπήκες, πότε το χτύπησες, κι εσύ προσπαθείς να βρεις δικαιολογίες και ιστορίες, και μάλιστα αυτοσχεδιάζοντας… ποτέ δεν ήσουν καλός στον αυτοσχεδιασμό, ειδικά όταν το 100% της συνειδότητας σου είναι συγκεντρωμένη στο ότι πρέπει να αυτοσχεδιάσεις. Τελικά οι αυτοσχεδιασμοί σου είναι ψελίσματα ασυναρτησιών.

Είσαι τελικά εύκολο θήραμα για τον ελεγκτή. Τον φαντάζεσαι να σε κοροϊδεύει με την κομπανία του στις στάσεις, να γελάει με τους ανθρώπους που κάνουν τη ζωή του τόσο ανέλπιστα εύκολη. Μένεις εκεί, τον χαζεύεις να γράφει την κλήση σου. Ήδη έχει ξεκινήσει το πένθος, και μάλιστα η φάση του παζαρέματος: «τι έχασα με τα 36€; Τι δεν θα με ένοιαζε να έχανα το οποίο θα κόστιζε 36€;» Η πρώτη απάντηση έρχεται σε μπύρες, η δεύτερη σε πόσα εισιτήρια είχες «σώσει» όντας λαθρεπιβάτης μήνες — από την τελευταία φορά που σε έπιασαν κι αγόραζες εισιτήρια για λίγες μέρες. Προσπαθείς να υπολογίσεις αν θα είχες χασούρα ή κέρδος αν πλήρωνες όλα σου τα εισιτήρια αντί για ένα πρόστιμο. Σκέφτεσαι ότι ίσως αγόραζες κάρτα απεριορίστων αν οι μήνες ισχύς δεν ήταν ημερολογιακοί. Συμπεραίνεις ότι το σύστημα είναι φτιαγμένο για να πληρώνεις περισσότερα και νιώθεις ηθικά ακέραιος γιατί τουλάχιστον αγοράζεις εισιτήριο συχνά.

Δίνεις τα 36€ επι τόπου για να αποφύγεις γνωστά τρεξίματα. Σχετική ευγκαντεμιά το ότι είχες ένα φρέσκο ωραίο ζεστό πενηντάρικο πάνω σου. «Πόσο δύσκολο θα είναι να μοιράζεις πρόστιμα. Όλοι σε μισούν και το εισόδημα σου εξαρτάται από τη σκληρότητα σου», σκέφτεσαι. Μία καριέρα λιγότερη.

Οι ελεγκτές κατεβαίνουν από το τρόλεϊ. Αμέσως ξεκινάνε άλλοι επιβάτες γύρω να μιλάνε. Κάποιοι βρίζουν τους ελεγκτές. Άλλοι οι οποίοι είχαν εισιτήριο κανονικά ρωτάνε τους διπλανούς τους που πλήρωσαν γιατί δεν έφυγαν τρέχοντας όταν άνοιγαν οι πόρτες, αφού πρώτα φυσικά θα έλεγαν πως δεν είχαν ταυτότητα και τα λοιπά («εγώ σας έλεγα πως έρχονταν, τους έβλεπα από το βάθος, γιατί δεν με ακούσατε;»). Αναρωτιέσαι κι εσύ μέσα σου, για πρώτη φορά από την αρχή της σκηνής, γιατί δεν σου πέρασε καν από το μυαλό να το σκάσεις, όταν κάθε φορά που φοβάσαι ότι θα δεις τον ελεγκτή που ποτέ δεν έρχεται, σχεδιάζεις οδούς διαφυγής. Καταλήγεις ότι είσαι κότα. Οι άλλοι επιβάτες μοιράζονται ιστορίες ανυπακοής και άρνησης πληρωμής χωρίς επιπτώσεις. Βαφτίζεις τη δειλία σου «υπερβολική ειλικρίνεια» για να νιώσεις καλύτερα. Τα καταφέρνεις. Για έξτρα πόντους, σκέφτεσαι πως τουλάχιστον κάποιες φορές πληρώνεις εισιτήριο. Η ιδεολογία σου μπάζει αλλά δεν το πολυσκαλίζεις.

Αργότερα μαθαίνεις πως οι ελεγκτές βγήκαν παγανιά γιατί μόλις είχε τελειώσει μια στάση εργασίας και ότι αυτά που βγάζουν από τα πρόστιμα άνετα μπορούν να τα κρατήσουν για τον εαυτούλη τους χωρίς να δίνουν τίποτα στον ΟΑΣΑ. Νιώθεις μια κάποια ηθική δικαίωση: «μπορεί να μου τα παίρνουν αλλά τουλάχιστον έχω το κεφάλι ψηλά!»

Θα προσέχεις για λίγες μέρες ακόμα μέχρι να αποφασίσεις ότι οι πιθανότητες είναι όντως με το μέρος σου. Δεν θα αργήσουν να σου θρέψουν αυτή την αίσθηση πλαστής ασφάλειας. Να προσέχετε τις στάσεις εργασίας.