The Raven That Refused To Sing

The album has leaked. Even though I can easily listen to it on Grooveshark, I feel waiting for the proper release date is the least respect I can pay Mr. Wilson for gracing us with yet another collection of awesome music, especially since I won’t be buying the album — another habit and ceremony flushed down the toilet by the internet, the abolition of which will soon render the music industry even more unrecognisable than what people 20 years ago would think the scene looks like today.

Is the fact that I haven’t bought a record in years deplorable, not even the ones prepared with love and affection by my favourite musician? There’s no right answer, not anymore. When I complete my imaginary masterpiece “The Moral Dilemmas of the 21st Century Media Consumer”, I’ll get back to you – probably with still more questions than answers.

Review: Blacksad

BlacksadBlacksad by Juan Díaz Canales

My rating: 4 of 5 stars

Kickass black cat protagonist? Check. Intense and personal detective stories? Check. Fleshed out characters? Amazing facial expression? Check. Bitches, vixens, cats and other species of sexy female animals that would make any furry lover drool a little bit too much? Check. Blacksad picked a great idea and took it far. Not 5-starred because not fan of noirs, but let me tell you, if Blacksad couldn’t convert me, few other works would.

PS: Props Garret for lending me this.

View all my reviews

Mήπως είσαι πολυπολιτισμικός και δεν το ξέρεις;

Το παρακάτω κείμενο το βρήκα δημοσιευμένο στους Νέους Ορίζοντες, μια τοπική εφημερίδα της Νέας Σμύρνης, τεύχος Ιανουαρίου 2013. Διαβάζοντας το χαμογέλασα, συμφώνησα, αναφώνησα «ναι ρε φίλε!» όπως και «πες τα!» και τελικά αποφάσισα να το αναδημοσιεύσω. Απλά: αν έγραφα αυτό το άρθρο εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να τα έχω πει καλύτερα. Επομένως, δεν μπορώ παρα να το φιλοξενήσω και εδώ.


Ένα μικρό τεστ, για να συνειδητοποιήσουμε, πόσο η γνώση μας είναι εξαρτημένη από τη γνώση όλης της ανθρωπότητας και ότι τελικά, κάθε προσπάθεια για μια εθνική “καθαρότητα” ισοδυναμεί με το σκοτάδι της ναζιστικής πολιτιστικής τέφρας.

ΜΗΠΩΣ ΕΙΣΑΙ «ΠΟΛΥ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ»

ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ;

Το γεγονός ότι ο κλασσικός Ελληνικός πολιτισμός είναι μία από τις βάσεις όλου του σύγχρονου κόσμου είναι μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Η επιστήμη, η φιλοσοφία, το θέατρο, η δημοκρατία, έχουν σφραγίσει για πάντα την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας. Από τη στιγμή, λοιπόν, που σήμερα, ακόμα και ο πιο απόμακρος από τα προηγμένα κέντρα πολιτισμός, είναι αναμεμειγμένος σε κάποιο βαθμό με τον ελληνικό, σημαίνει ότι η πλειονότητα της υφηλίου είναι πολυπολιτισμική. Το ζήτημα είναι, εμείς οι Έλληνες, τι είμαστε; Για παράδειγμα εσύ, που διαβάζεις αυτό το κειμενάκι, είσαι «πολυ-πολιτισμικός» ή όχι ;

Πριν απαντήσεις, σου υπενθυμίζουμε τα εξής:

Φοράς παπούτσια, μια παλαιολιθική εφεύρεση, που την αποκαλείς με ένα περσικό όνομα ( pāpuš, pa=πόδι + puş = κάλυμμα) και επίσης ένα παντελόνι που το εφηύραν οι Σκύθες κι εσύ το ονομάζεις με μια λέξη που προήρθε από το όνομα ενός χαρακτήρα της Ιταλικής Κομμέντια ντελ Άρτε, του Pantalone (δηλαδή Πανταλέων ). Φοράς βρακί, και αν είσαι από την Κρήτη, βράκες, που έχουν όνομα λατινικό (braccae) και είναι ένα ένδυμα, που οι Ρωμαίοι και οι Έλληνες το είδαν να το φοράνε οι Γαλάτες και οι Γερμανοί, ενώ δένεις στο λαιμό σου μια γραβάτα κροατική (χρβάτσκα). Οι τσολιάδες που θαυμάζεις φοράνε τη φουστανέλλα, που ήταν η φορεσιά των Βλάχων, Αλβανών κι Ελλήνων πολεμιστών και παράνομων, όπως την ξανασχεδίασε ο γερμανός ράφτης του Όθωνα (μίνι, πάνω από το γόνατο). Σήμερα, φοράς μπλου τζην, που υπήρξε επινόηση ενός Γερμανο-εβραίου ράφτη της Αμερικής, του Λεβί-Στράους, κατασκευάζεται από ένα ύφασμα που εφευρέθηκε στη Φλωρεντία και βάφεται με ένα χρώμα μπλε λουλακί (indigo, ελλ. ινδικόν),που τα αρχαία χρόνια το ανακάλυψαν οι Ινδοί.

Το εθνικό σου φαγητό, ο μουσακάς, έχει αραβικό όνομα (mussaka, σημαίνει φρέσκο) και δημιουργήθηκε στο παλάτι του Οθωμανού Σουλτάνου από γνώστη της Γαλλικής κουζίνας, εξού κι η μπεσαμέλ. Το άλλο σου αγαπημένο και πασίγνωστο Ελληνικό έδεσμα, ο gyros, ή ντονέρ, προέρχεται από τους οθωμανούς (doner= γυρίζει), που κι αυτοί τον δανείστηκαν από τον Αραβικό στρατό.

Τρως ντομάτες, πατάτες, καλαμπόκι, σοκολάτα και φραγκόσυκα και καπνίζεις, συνήθειες που πήρες από τους ινδιάνους της Αμερικής. Πίνεις κρασί που πρωτοεμφανίστηκε τα προϊστορικά χρόνια κάπου στον Καύκασο και σου αρέσει η μπύρα που είναι εφεύρεση των νεολιθικών κατοίκων της Μεσοποταμίας. ενώ πίνεις αφέψημα από καβουρντισμένους σπόρους καφέ, μια επινόηση των μουσουλμάνων σούφι του Μεσαίωνα. Τρως ψωμί, που επίσης είναι μια νεολιθική εφεύρεση των Μεσοποτάμιων, οι οποίοι, χιλιάδες χρόνια πριν από τους Έλληνες, (τουλάχιστον πριν από αυτούς που μιλούσαν ελληνικά) έκαναν την Νεολιθική και τη Γεωργική επανάσταση και εκτός των άλλων, επινόησαν την καλλιέργεια των δημητριακών, το άροτρο, το δρεπάνι, την ιστιοπλοΐα κι ακόμα τη γραφή, τους γραπτούς νόμους, τη γραφειοκρατία, τον στρατό, τη στρατιωτική στολή και το ιερατείο.

Τραγουδάς πάνω σε μουσικές κλίμακες, που οι αρχαίοι Έλληνες πήραν από γειτονικούς λαούς (μιξολύδιος, φρύγιος κλπ), τις προσέθεσαν στις δικές τους, και έτσι γεννήθηκε η κοινή ανατολική παράδοση. Οι πρόγονοί σου ανάπτυξαν την μουσική αυτή, όχι μόνοι τους, αλλά μαζί με όλους τους λαούς μιας περιοχής που ξεκινάει από το Σεράγιεβο και φτάνει ως την Ινδία και τη Βόρειο Αφρική.

Δίπλα σου ζουν τα μέλη μιας φυλής που ξεκίνησε από την βόρεια Ινδία γύρω στο 500 μ.Χ. για να φτάσει στα Βαλκάνια, και να πολιτογραφηθούν Έλληνες. Είναι οι Τσιγγάνοι, που οι οργανοπαίχτες τους αποτέλεσαν για αιώνες τη ραχοκοκαλιά της εθνικής σου μουσικής. Μπορεί να σου αρέσει, ειδικά αν είσαι από την Ήπειρο, το δημοτικό πολυφωνικό πεντατονικό τραγούδι, που ίδιο έχουν και οι Αλβανοί, και που δεν ανήκει αποκλειστικά ούτε σε μας ούτε στους Αλβανούς, αλλά έλκει την καταγωγή από τα προϊστορικά χρόνια, δηλαδή, πριν από την εθνογένεση των λαών της περιοχής.

Το εθνικό σου παραδοσιακό όργανο, το κλαρίνο, είναι το κλαρινέτο της Δυτικής συμφωνικής ορχήστρας, μια εφεύρεση ενός Γερμανού κατασκευαστή βασισμένη πάνω στο Γαλλικό πνευστό σαλιμό. Παίζεις τουμπελέκι, που είναι όργανο αραβικό. Χορεύεις τσάμικο που το χορεύουν και οι Τσάμηδες της Αλβανίας, χασαποσέρβικο, που βασίζεται σε σέρβικο ρυθμό και ζειμπέκικο, που είναι ο χορός μιας αρχαίας φυλής της Μικρασίας και που σήμερα τον χορεύουν και οι Τούρκοι της Σμύρνης. Η γιαγιά σου ίσως άκουγε σμυρναίικα τραγούδια, που προέρχονται από την ανατολίτικη παράδοση των μακάμ, που έχει στηριχτεί στη Βυζαντινή και άλλες ανατολίτικες παραδόσεις, αλλά κυρίως αναπτύχθηκε από Τούρκους, Εβραίους, Αρμένηδες και Έλληνες μουσικούς στην Οθωμανική Κωνσταντινούπολη. Εσύ ή οι γονείς σου, τη δεκαετία του 60, άκουγες μουσικές επιτυχίες, που δεν ήταν παρά Ινδικά τραγούδια με Ελληνικό στίχο, όπως π.χ. το Αυτή η νύχτα μένει (ulfat ka saaz chhedo) Μου λέτε να μη κλαίω (Yamma,yamma), το Καρδιά μου καμένη (Από την ταινία Mother India) και πάρα πολλές άλλες.

Ακούς, επίσης, μπλουζ και ραπ, ενώ εσύ ή οι μεγαλύτεροι συγγενείς σου χορεύουν τάνγκο, ρούμπα, σάμπα, τζαζ, ροκ, κλπ, δηλαδή ρυθμούς των αρχαίων κατοίκων της Αφρικής, όπως την διαμόρφωσαν οι σκλάβοι απόγονοί τους παρέα με τους ισπανόφωνους και τους Γερμανοεβραίους συνθέτες της Αμερικής και, μετά, μαζί με τους μουσικούς όλης της Γής. Το πιάνο που ακούς ή παίζεις είναι μια εξέλιξη του ευρωπαϊκού εκκλησιαστικού οργάνου, το οποίο ήταν ένα δώρο των Βυζαντινών στη Δύση, που προήρθε από την ύδραυλη, εφεύρεση του Κτησίβιου του Αλεξανδρέως, αλλά που οι συμπατριώτες μας δεν το χρησιμοποιούσαν. Η θεωρία των συγκερασμένων οργάνων που, αν είσαι μουσικός, χρησιμοποιείς, είναι δημιούργημα της Δυτικής Ευρώπης. Άραγε πόσο Ελληνικό τραγούδι ακούς και πόσο Αγγλικό ή Αμερικάνικο; Πόσα Ελληνικά συγκροτήματα και πόσα Αγγλικά; Και πόσο Ελληνικό σινεμά βλέπεις και πόσο Αμερικάνικο, Γαλλικό, Κινέζικο και Ιρανικό; Και πόσα ξένα σήριαλ στην τηλεόραση;

Υποθέτουμε, ότι σαν υπέρμαχος του Ελληνικού πολιτισμού που ίσως είσαι, γνωρίζεις πολύ καλά το Ελληνικό θέατρο, και ξέρεις απ’ έξω, τόσο τα έργα των αρχαίων ποιητών, (Αντιγόνη, Οιδίποδα, Ευμενίδες, Όρνιθες) όσο και των σύγχρονων, του Καμπανέλλη, του Κεχαΐδη και άλλων. Στη σκηνή, όμως, βλέπεις να παίζονται και έργα ξένων, του Σαίξπηρ, του Μολιέρου ή του Μπρέχτ. Άλλωστε πολλοί Έλληνες συνθέτες έχουν μελοποιήσει ποιήματα ξένων, του Λόρκα, του Μπρένταν Μπήαν, του Λόπε ντε Βέγκα, που σήμερα τραγουδιούνται σαν Ελληνικά τραγούδια.

Όταν ήσουν μικρός, σου διάβαζαν τα παραμύθια του Γκρίμ, του Άντερσεν και της Σέλμα Λάγκερλεφ, που τα είδες και στο σινεμά σαν κινούμενα σχέδια της Αμερικάνικης εταιρείας του Ντίσνεϋ ή στην τηλεόραση σαν γιαπωνέζικες παραγωγές, που σχεδιάζονται στην Κίνα. Και αργότερα, διάβασες σε μετάφραση ή σε κόμικς τους Άθλιους του Ουγκώ, τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες, ή το Μόγλη του Κίπλιγκ.

Είναι πια σαφές το μήνυμα, αλλά συνεχίζουμε:

Μαθαίνεις πολεμικές τέχνες που ήρθαν από την Ιαπωνία και την Κίνα (κουγκ-φου, ται-τσι, καράτε, τζούντο, αικίντο). Ίσως κάνεις γιόγκα που είναι μια πανάρχαια θρησκευτική Ινδική πρακτική. Παρακολουθείς ένα παιχνίδι που οι νόμοι του φτιαχτήκανε το 1850 στην Οξφόρδη και παίζεται με μπάλα, που την επινόησαν δύο υποδηματοποιοί στη πόλη Ράγκμπυ της Αγγλίας. Παίζεις σκάκι, ένα παιχνίδι που ήρθε από την Ιταλία, που εκεί έφτασε από τις χώρες του Ισλάμ, αλλά κατάγεται από ένα παρόμοιο ινδικό παιχνίδι, που το έλεγαν τσατουράνγκα, ενώ η τράπουλα και τα χαρτιά που παίζεις, πρωτοεμφανίζονται στην Κίνα των Τάνγκ, τον ένατο αιώνα. Το καλοκαίρι πας διακοπές στα ελληνικά νησιά, και θαυμάζεις τους ανεμόμυλους, μία εφεύρεση από το ισλαμικό Αφγανιστάν.

Τα πρώτα Συντάγματα του κράτους σου είναι αντιγραφή των Γαλλικών και το νομικό σύστημα του κράτους σου στηρίζεται στο Ρωμαικό δίκαιο όπως κωδικοποιήθηκε στην Γαλλία του Ναπολέοντα. Αναγνωρίζεις τα Δικαιώματα του Ατόμου και του Πολίτη, όπως βγήκαν μέσα από τη Γαλλική Επανάσταση, που τα ιδανικά της επηρέασαν όλο τον κόσμο αλλά και τους κοντινούς σου προγόνους, όταν ξεκινούσαν τη δική τους Επανάσταση του 1821. Και πολλοί συμπατριώτες σου, έχουν ενστερνιστεί φιλοσοφικές ιδέες, που, εκτός από τον Πλάτωνα τον Αριστοτέλη ή τον Καστοριάδη, είναι παρμένες κι από τον Κάντ, τον Χέγκελ ή τον Μάρξ.

Το Ευαγγέλιο της θρησκείας σου είναι Εβραϊκό και έχεις ένα Θεό που έχει Εβραϊκό όνομα, Ιησούς, όπως και πολλές χιλιάδες συμπατριώτες σου, οι οποίοι ονομάζονται Ηλίας, Ιάκωβος, Ιωάννης, Μαρία, αλλά και Άδωνις, που είναι επίσης σημιτική λέξη συγγενής με το Εβραϊκό adonai, που σημαίνει Θεός (και δεν προέρχεται από το αρχαιοελληνικό…άδω ,τραγουδάω, που γράφεται με υπογεγραμμένη, αγράμματε ναζιστή Γεωργιάδη).

Στους πολέμους και τις Επαναστάσεις οι πρόγονοί σου πολεμούσαν χρησιμοποιώντας την πυρίτιδα, στα ταξίδια σου προσανατολίζεσαι με την πυξίδα, ενώ γράφεις σε χαρτί, χρησιμοποιείς χαρτονομίσματα, πετάς την Καθαρή Δευτέρα χαρταητό, τρώς και πίνεις από σκεύη πορσελάνης, και το καλοκαίρι η γιαγιά σου δροσίζεται κουνώντας τη χάρτινη βεντάλια, όλα αντικείμενα που εφευρέθηκαν στην Κίνα.

Γράφεις δεκαδικούς αριθμούς που είναι ινδική εφεύρεση, που την έφεραν στη Δύση οι Άραβες στην Ευρώπη, μαζί με έναν καινούριο αριθμό, το Μηδέν. Διαβάζεις εφημερίδες και βιβλία αλλά κι αυτήν την προκήρυξη, με τη βοήθεια μιας ανακάλυψης κάποιου Γερμανού τεχνίτη, του Γουτεμβέργιου, αν και πολύ πριν απ’ αυτόν η τυπογραφία είχε ανακαλυφτεί κι αυτή στην Κίνα. Χρησιμοποιείς τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, μιλάς στο κινητό σου, βλέπεις φωτογραφίες από τη σελήνη, που αν και σε όλα αυτά έχουν συνεισφέρει και οι Έλληνες, δεν είναι επιτεύγματα καθαρά Ελληνικά, ούτε κανενός άλλου έθνους, αλλά του ανθρώπινου γένους συνολικά.

Τέλος, όπως όλοι οι λαοί έχουν ενσωματώσει στο λεξιλόγιό τους χιλιάδες ελληνικές λέξεις, έτσι και εσύ καθημερινά χρησιμοποιείς πολλές λέξεις με ξένη καταγωγή.

σλάβικες (πέστροφα, ρούχο, πιροσκί, βάλτος, βίτσα, γκλάβα, γούνα, ντόμπρος, σβάρνα, στάνη, τσέλιγγας, πογκρόμ, κλπ)

τούρκικες ( Αλάνι, γιλέκο, γιαούρτι, γλέντι, εργένης, ζόρι, καπάκι, κουβάς, καβγάς, νάζι, κέφι, μπαμπάς, καρπούζι, τσάντα, τζάμι, χάλι, φλιτζάνι , κ.ά.)

περσικές (Αχούρι, ντιβάνι, αγγαρεία, μπόλικος, τραχανάς, παράδεισος)

αραβικές ( ελιξίριο, ζενίθ, καλούπι, καμφορά, καραβάνι, κάφρος, λουλάκι, μαούνα, σαφάρι, φουκαράς, αζιμούθιο, άλγεβρα, φιτίλι, αλκαλικός, αλκοόλ, χαντάκι, χάντρα, ζάχαρη, λεμόνι, μαγαζί, σιρόπι, παζάρι, κα).

αλβανικές (Καλαμπόκι, λουλούδι, κοκορέτσι, μπουκιά, σβέρκος, φλογέρα, φλοκάτη, κλπ),

λατινικές ( κάγκελο, κελί, λαρδί, λουκάνικο, φάβα, μανουάλι, κάστρο, πρίγκιπας, κούπα, κανάτα, σκάλα, πόρτα, μαρούλι, μούστος, κώδικας, πένα, μεμβράνη),

ιταλικές (φούστα, κάβος, μπαρκάρω, κουμαντάρω, σινιάλο, κουνιάδος, κουμπάρος, μαραγκός, πιλότος, μουστάρδα, καραμέλα, κομπόστα, κρέμα, πάστα, σαλάτα, κουφέτο, σαλάμι),

γαλλικές (Μπλε, καφέ, ροζ, ζακέτα, καμπαρντίνα, μαγιό, ταγέρ, καρό, γκαρνταρόμπα, δαντέλα, μακιγιάζ, σαλόνι, κρέπα, αφίσα, μπαλάντα, ρεσιτάλ, ντοκιμαντέρ, σουξέ, πιόνι, φαβορί, τουρνουά, καλοριφέρ, κοντέρ, ρουλεμάν ),

αγγλικές (κάμερα, ραντάρ, τούνελ, πουλόβερ, σερίφης, θρίλερ, κλόουν, σίριαλ, χόμπι, χιούμορ)

τσιγγάνικες (πουρός, τζάσε, χάφτω)

ινδικές (βεράντα, ζούγκλα, μπάνγκαλοου, πυτζάμα) ,

λέξεις φυλών από τα πέρατα του κόσμου (τατουάζ, ταμπού, τοτέμ, κανό, καγιάκ, μπούμερανγκ) και πολλές άλλες.

Μετά λοιπόν από αυτά, μπορείς να απαντήσεις μόνος σου στο ερώτημα αν είσαι και εσύ πολυ-πολιτισμικός ή όχι.

Στην περίπτωση που θα παραδεχτείς, ότι, ναι, είσαι και συ πολυπολιτισμικός, ουσιαστικά, παραδέχεσαι ότι είσαι άνθρωπος. Γιατί εμείς , τα μέλη του είδους homo sapiens sapiens, που ανήκουμε στους Μεγάλους Πίθηκους, είμαστε το κατεξοχήν έλλογο πρωτεύον, που παράγει πολιτισμό και μάλιστα, ένα πολιτισμό, που δεν μένει ποτέ στα όρια των ομάδων, που κατά καιρούς συγκροτούμε, αλλά διαχέεται σε όλον τον πλανήτη. Γιατί τελικά, η συλλογική μάθηση, δηλαδή η ικανότητα μέσω της γλώσσας να μαθαίνουμε πράγματα από άλλους λαούς και άλλες εποχές, είναι το μόνο πράγμα που μας ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα ζώα.

Μπορεί, πάλι, να νοιώθεις, ότι αυτά τα δάνεια σε μειώνουν προσωπικά, επειδή η ύπαρξή τους αμφισβητεί την ανωτερότητα του Ελληνικού Πολιτισμού, άρα και τη δική σου ανωτερότητα. Σ’ αυτή την περίπτωση, σημαίνει ότι έχεις πέσει θύμα της ακροδεξιάς προπαγάνδας, που είναι στη βάση της μια ιδεολογία κόμπλεξ, μίσους και έλλειψης κάθε πραγματικής καλλιέργειας. Μιας ιδεολογίας που προέρχεται από άξεστους ανθρώπους, αγράμματους, ανιστόρητους, ανελλήνιστους και ανέραστους, που μπερδεύουν τη μοναδικότητα του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού (και κάθε πολιτισμού) με το νεοναζιστικό μηδενισμό. Ψεύτες, που, σαν το ίνδαλμά τους, τον Χίτλερ, εξυψώνουν δήθεν τη κλασσική Ελλάδα, αλλά περιφρονούν το μεγαλύτερο επίτευγμά της, την Άμεση Δημοκρατία. Ανθρωπάκια, που κάτω από την περιφρόνηση που δείχνουν απέναντι σε όλους τους ξένους, κρύβουν την παντελή άγνοια της δικής μας κουλτούρας, της κλασικής και κυρίως της Νεοελληνικής, λόγιας και λαϊκής, που είναι μια κουλτούρα φιλοσοφημένη, ανθρώπινη, ερωτική, αντιστασιακή και εξεγερσιακή, για την οποία εμείς είμαστε περήφανοι. Όσοι σήμερα καταγγέλλουν τον «πολυπολιτισμό» και ψάχνουν μια Ελληνική «καθαρότητα», είναι φασίστες, που αν είχαν εκείνοι την απόλυτη εξουσία, τους δημιουργούς του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού θα τους είχαν κλείσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως η χούντα του Παπαδόπουλου και η ψευτο-εθνικοφροσύνη τα χρόνια της Μακρονήσου. Και τότε, η Ελλάδα που θα είχαμε, θα μπορούσε να περιγραφεί μόνο με το σύνθημα: Ελλάς ίσον τέφρα.

Όσο για τον πολιτισμό της Κλασσικής Ελλάδας, δεν ανήκει στους αστοιχείωτους νεοναζί «εθνικιστές», αλλά ούτε και αποκλειστικά σε μας, στους υπόλοιπους Έλληνες. Ανήκει στην ανθρωπότητα, της οποίας είναι βασικό θεμέλιο, αλλά όχι το μοναδικό, και κυρίως, ανήκει σε όλους τους ανθρώπους, Έλληνες και ξένους, σε όσους τον γνώρισαν, τον αγάπησαν και τον εξέλιξαν.

ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΟΜΑΔΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Πηγη:athens.indymedia.org


Δική μου αναδημοσίευση από Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών.

Review: The Word For World Is Forest

The Word For World Is ForestThe Word For World Is Forest by Ursula K. Le Guin
My rating: 4 of 5 stars

“The Dispossessed” left with me a voracious appetite for all things Le Guin and renewed my interest in science fiction in general. This book satisfied the hunger at the same time whetting the appetite just a bit more. Paradoxical? I’ll let the great Jean-Jacques Rousseau answer for me from his honoured and ancient grave: “I’d rather be a man of paradoxes than a man of prejudices!” Thank you Goodreads for helping us learn useful(?) quotes.

A lot of people say this book is like Avatar or Pocahontas and that they’ve read this noble savage story before. They’re only superficially right: the nobility of the savages and the Terrans’ barbarism do often lean closer to the stereotypical, I admit. However, the politics are much more believable and down-to-earth, the ending is surprising and a punch-in-the-gut in its almost cynical approach and the love story doesn’t involve two characters; it rather emerges between the reader and the beauty of the Other, the mystery of this foresty world which represents everything Terrans (that is us) lost thousands, if not tens of thousands of years ago.

It’s a very short read, therefore it doesn’t allow itself to go as deep as I would have liked it to into the lives and culture of the Athsheans, who I’m ashamed I had to constantly stop myself thinking of as Ewoks.

All in all, The Word For World Is Forest is as close to Avatar as The Shawshank Redemption is to Prison Break. Make no mistake: this is nothing less than science fiction at its best. I truly hope the rest of her books can keep the bar this high.

View all my reviews

Rosmarinus Officinalis Ή Δενδρολίβανος ο Φαρμακευτής

Γλυκό, καλοφτιαγμένο, σημαντικό. Μαθήματα για το πώς να κάνεις το δεντρολίβανο ενδιαφέρον και το σταρ της παράστασης. Πολιτισμικάριοι, κρατάτε σημειώσεις;

Ευχαριστώ τον Βαγγέλη Θεοδωράκη για το λινκ!

Peak Oil solved, but climate will fry: BP report

Important article: after the World Bank and their study “Turn Down the Heat: Why a 4°C Warmer World Must Be Avoided“, apparently even BP acknowledge that climate change is produced by human activity (what a tough one to solve) and that the situation looks grave indeed. So what should we do? Why BURN IT ALL OF COURSE!

This National Geographic special makes predictions on how the world would change for each additional degree of increase in global mean temperature. Watch it. If you dare.

Review: Ψωμί, παιδεία, ελευθερία

Ψωμί, παιδεία, ελευθερία (Η Τριλογία της Κρίσεως, #3 )Ψωμί, παιδεία, ελευθερία by Petros Markaris

My rating: 3 of 5 stars

Γενικά δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα τα αστυνομικά. Αυτό όμως μου άρεσε γιατί διαδραματίζεται σε μια Ελλάδα μιας εναλλακτικής (ή απλά μελλοντικής) πραγματικότητας στην οποία η δραχμή ξανάρθε, οι πληρωμές στάθηκαν, και η ζωή συνεχίστηκε. Το βιβλίο πιάνει αρκετά σφαιρικά θα έλεγα την κατάσταση της χώρας σήμερα: κατα πόσο φταίει η μεταπολίτευση για την κρίση, κατα πόσο τα φάγαμε εμείς, τι έκανε ακριβώς η γενιά του Πολυτεχνείου και με τον τρόπο του δείχνει ότι η ρήση «πενία τέχνας κατεργάζεται» δεν είναι καθόλου τυχαία· σε αυτό ελπίζουμε εμείς που τώρα καλούμαστε να καθαρίσουμε τα σκατά και να αερίσουμε το σπίτι.

Πρωταγωνιστής του βιβλίου ο αστυνόμος Χαρίτος, ο οποίος ακούω ότι έχει εμφανιστεί και σε άλλα βιβλία του Μάρκαρη. Με έκανε να συμπαθήσω τους μπάτσους λίγο περισσότερο, και με αυτό εννοώ πως από εκεί που νόμιζα πως όλοι είναι φασίστες, μετά το βιβλίο πιστεύω πως απλά οι περισσότεροι είναι φασίστες, χωρίς αυτό να αποκλείει και τους μερικούς συμπαθητικούς που είναι λιγότερο γουρούνια/δολοφόνοι και περισσότερο δημόσιοι υπάλληλοι, φταίχτες όχι σε λιγότερα αλλά ούτε και περισσότερα απ’ότι όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες που έζησαν την τελευταία 40ετία. Ο Χαρίτος είναι ο αντιπρόσωπος αυτής της μερίδας του πληθυσμού και δυστυχώς είναι και ο μόνος χαρακτήρας στο βιβλίο ο οποίος είναι συμπαθητικός ή έστω τα χαρακτηριστικά του και ρόλος του στο βιβλίο ήταν κάτι περισσότερο από μια μουτζούρα.

Οι υπόλοιποι χαρακτήρες ήταν αδιάφοροι και τα πολλά επίθετα των συνάδερφων μπάτσων του Χαρίτου με μπέρδευαν. Θα μπορούσε άραγε να υπάρχει μια ειρωνεία σε αυτό; Είπαμε, δεν είμαι φίλος τους είδους οπότε ίσως να μην έχω συνηθίσει απλά σε ένα καστ αποτελούμενο από επίθετα που τελειώνουν σε -ίδης, -άκης και -ετζής.

Γενικά ωραίο βιβλίο το οποίο μου άρεσε σίγουρα περισσότερο για το στοιχείο της εναλλακτικής πραγματικότητας του που είναι τόσο κοντά σε όλα όσα ξέρει καλά όποιος ζει στην Ελλάδα του 2013.

View all my reviews

Γιατί να τον πάρω φωτογραφία; Και γιατί στον άλλον έδωσα ψιλά, που δεν το κάνω ποτε;

Πριν μερικές μέρες περπάταγα στους δρόμους του κέντρου. Ήταν οι πρώτες μέρες της απεργίας του μετρό. Από όλους τους ικέτες, άστεγους και άλλους λιγότερο τυχερούς από εμάς που προσπαθούμε να τους αγνοούμε και να τους αποφεύγουμε, έπεσε το μάτι μου σε έναν συγκεκριμένο, ενώ περπάταγα την Πανεπιστημίου. Καθιστός και χουχουλωμένος στις κουβέρτες του, διάβαζε ένα τεύχος Μίκυ Μάους. Κοντοστάθηκα.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν: αυτή θα ήταν ωραία φωτογραφία. Η σκέψη ήρθε πριν από τα συναισθήματα που θα με έκαναν να θέλω να την φωτογραφίσω, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Ήταν όντως μια συγκινητική στιγμή. Η παιδική, αθώα ματιά στον κόσμο συναντούσε την απόλυτη σκληράδα, τη ζωή που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει το αντίθετο της αθωότητας. Ήταν σαν τη σκηνή από το Samsara – άλλη φορά θα γράψω για την υπερτατότητα αυτής της ταινίας και του Baraka, το οποίο πρίζω τους πάντες να δουν αλλά κλασικά έχουν τη δική τους λίστα στην οποία δύσκολα χωράνε προτάσεις, όπως έχουμε όλοι μας. Σε αυτή τη σκηνή ένας τύπος, μπρατσαράς, γεμάτος τατουάζ, έχει αγκαλιά ένα μωρό. Μια στιγμή, το βρήκα. Ο άστεγος και ο τατουαρισμένος πατέρας παίζουν με τις προσδοκίες μας: τι σημαίνει να είσαι άστεγος; Φανταζόμαστε, εμείς οι ένστεγοι, ότι οι άστεγοι πρέπει να μην έχουν ενδιαφέροντα και σκέψεις, αφού όλη μέρα πίνουν ή κοιμούνται ή ικετεύουν. Ή διαβάζουν παιδικά κόμικς. Ή ρεμβάζουν. Βλέποντας έναν τατουαρισμένο συμμορίτη ποτέ δεν θα περιμέναμε ότι θα μπορούσε να κρύβει μέσα του κάτι σαν… τρυφερότητα. Και αυτό μας είναι που μας κάνει εντύπωση στη σκηνή. Τα πράγματα που μας μένουν είναι αυτά που σπάνε τις προσδοκίες, και καθώς οι προσδοκίες και η κοσμοθεωρίες σπάνε, αφήνουν φως να μπει από αυτό το καλοχτισμένο αλλά καθόλου μελετημένο τοίχο που έχουμε χτίσει γύρω μας ώστε να βλέπουμε τη ζωή μόνο όπως θα περιμέναμε ήδη να τη δούμε. Το φως αυτό λέγεται νέες εμπειρίες αλλά το τείχος που το εμποδίζει δεν αργεί να ξαναχτιστεί, αν είμαστε τυχεροί τουλάχιστον θα είναι με καινούργια, φωτεινά τούβλα.

Δεν τα γράφω όλα αυτά για να κάνω ανάλυση του γιατί μου έκανε εντύπωση η συγκεκριμένη σκηνή, έστω κι αν μόλις το έπραξα. Τα γράφω γιατί το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, η πρώτη σκέψη, ήταν ότι η σκηνή θα ήταν μια ωραία φωτογραφία, και φυσικά όλα τα παραπάνω θα μπορούσε να τα πει μια φωτογραφία χωρίς να χρησιμοποιεί λέξεις – κατα πάσα πιθανότητα πολύ πιο εύγλωτα. Ποιος καλύτερος τρόπος από το να απεικονίσεις αυτήν την αντίθεση, αυτό το «τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και μόλις σας ανέτρεψα -έστω και λίγο- τα αρχέτυπα και τις εικόνες που χρησιμοποιούσατε για να βγάλετε νόημα από αυτόν τον κόσμο»;

Όντως, αν ήθελα να το κάνω αυτό θα ήταν ένας πολύ καλός και πετυχημένος τρόπος να το κάνω. Να βγάλω τη φωτογραφία. Όποτε σωστά το σκέφτηκα όπως κάθε καλλιτεχνική φύση.

Η δεύτερη σκέψη όμως που έκανα, η οποία ήρθε αμέσως μετά την πρώτη, πήγε τα πράγματα σε ένα τελείως άλλο επίπεδο: «γιατί; Γιατί θέλω να τραβήξω συγκεκριμένα τη δυστυχία/ευτυχία/καθημερινότητα ενός ανθρώπου; Ακόμα κι αν λέγαμε ότι κάνω τέχνη, μήπως το ότι είναι άστεγος είναι ένα στοιχείο το οποίο θα χρησιμοποιούσα για να συνεισφέρω στην αίγλη της φωτογραφίας αλλά και στο image μου (pardon the pun) ως αυτού που κοίταξε μέσα από τον φακό και πάτησε το κλείστρο; Έτσι θα έδειχνα ότι συγκινούμαι ή/και νοιάζομαι για τους χτυπημένους από την ανισορροπία του κόσμου. Ας μην ξεχνάμε, τραβώντας τους φωτογραφίες είναι πολύ in και σου προσδίδει μια κοινωνική ευαισθησία  γιατί έτσι δείχνεις ότι προσέχεις τους άστεγους και δεν τους προσπερνάς αδιάφορος σαν όλους τους άλλους. Ποια σχέση όμως με αυτόν τον άνθρωπο θα προκύψει, τον οποίο ουσιαστικά θα χρησιμοποιήσω για να τραβήξω ένα ωραίο και ενδιαφέρον θέμα – ας μην το κρύβουμε, για να πουλήσω συγκίνηση και μια “χαμένη ομορφιά στη μαγεία της στιγμής”;»

Δεν τον τράβηξα φωτογραφία. Ένιωθα πως θα τον προσέβαλα. Θα ένιωθε (έκ)θεμα. Θα ένιωθε πως το ενδιαφέρον μου για αυτόν θα άρχιζε και θα τελείωνε ακριβώς στο τί θα μπορούσα να κερδίσω εγώ από αυτόν ως «απαθανατιστής της στιγμής». Αυτό που με προβλημάτισε είναι ότι θα είχε δίκιο.

Η ηθική υπόσταση του να αφαιρείς τους ανθρώπους από το χρόνο και τον χώρο, να τους εξαπλουστεύεις και να τους δίνεις τη δική σου νοηματοδότηση και παράλληλα το ερώτημα αν δημιουργείται ακόμα και αν χρειάζεται να υπάρχει μια ανθρώπινη σχέση κατανόησης και σεβασμού ανάμεσα στο θέμα και στον φωτογράφο έχει απασχολήσει φωτογράφους πολύ πιο εμπνευσμένους από εμένα. Είναι βρίσκω ένα σωστό ηθικό δίλημα: πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους που θα βρεθούν στη φωτογραφία μας σαν κάποιον με αισθήματα ή θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι και ρομπότ, υποθετικά μιλώντας χωρίς αισθήματα ή απόψη σχετικά με το αν θέλουν να φωτογραφηθούν ή όχι;

Έφυγα χωρίς να πάρω φωτογραφία άλλα έγραψα αυτό το κείμενο. Πόσο διαφορετικό είναι κατα βάθος;

Σήμερα περπάταγα με την Ινές (^Ω^) στην Ερμού και πετύχαμε αυτόν τον τύπο.

Δεν δίνω γενικά λεφτά σε μουσικούς του δρόμου, άστεγους ή πρεζάκια. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί με ενοχλούνε με τη συχνά πλαστή μιζέρια τους. Μια βολική απάντηση είναι ότι έχω αναπτύξει άμυνες ώστε να μην τους «λυπάμαι υπερβολικά» και να τους δίνω κάτι πάντα, όπως ίσως θα έκανα αν έμενα και μετά την ενηλικίωση με την ατέλειωτη συμπόνοια που έχει ένα παιδί, αν ο κόσμος δεν με είχε κάνει πιο κυνικό και φοβισμένο τις περισσότερες φορές να νοιαστώ. Μπορεί να είναι μια ειλικρινής απάντηση αλλά δεν αλλάζει το γεγονός ότι τους αποφεύγω και κοροϊδεύω τον τον εαυτό μου λέγοντας του ότι είναι παράπλευρα θύματα μιας ανεξέλεγχτης για αυτούς κατάστασης, σαν τη θαλάσσια πανίδα γύρω από τα νησιά Μπικίνι τη δεκαετία του ’50, και ότι δεν θα πρέπει να τους αφήνω να με επηρεάζουν αρνητικά. Αν κάνουμε ότι δεν υπάρχουν, ίσως να καταφέρουμε μέχρι το τέλος της ημέρας να μην έχουμε φύγει από την κοσμάρα μας.

Σε αυτόν τον τύπο τελικά έδωσα 50 λεπτά, ξεκινώντας να σκέφτομαι τι ήταν αυτό που τελικά με έκανε να ανοίξω το πορτοφόλι σε εκείνη την περίπτωση. Μάλλον με κέρδισε επειδή με έκανε να νιώσω άνετα με την ιδέα ότι αυτό που πραγματικά ψάχνω είναι την επιβεβαίωση ότι ο κόσμος εκεί έξω είναι πραγματικά καλός, αισιόδοξος, αρκει να ψάχνεις την ομορφία σε κάθε μέρα, και όλα τα υπόλοιπα, κάτι που οι νορμάλ άστεγοι/μουσικοί του δρόμου απλά μου το καταπνίγουν. Ο άστεγος με τα Μίκυ Μάους μου άγγιξε την ίδια ευαίσθητη χορδή.

Ποια έιναι όμως η πραγματικότητα: αυτό που ο καθένας μας διαλέγει ως έκφραση της δικής του τέχνης ή όλες οι κοινοτοπίες από τις οποίες τρέχει μακριά; Μάλλον η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι από αυτές που κρίνουν την γενικότερη στάση σου προς την ζωή, όπως το αν προτιμάς τους σκύλους ή τις γάτες, ή αν πιστεύεις ότι τα μακροχρόνια σχέδια έχουν νόημα. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν καμιά απάντηση δεν σου κάνει, κυρίως στις ερωτήσεις που θέτεις εσύ στον εαυτό σου. Και αυτό το λέω για καλό.

Review: The Shallows: How The Internet Is Changing The Way We Think, Read And Remember

The Shallows: How the Internet Is Changing the Way We Think, Read and RememberThe Shallows: How the Internet Is Changing the Way We Think, Read and Remember by Nicholas G. Carr
My rating: 5 of 5 stars

If you’re reading this review, you most probably belong to the group of people this book is targeted to: surfers of the net with accounts on multiple social networks, members of the “church of Google” (as Mr. Carr describes it in the book), all-around internet addicts but with the kind of soft addiction that hardly gets noticed, like drinking alcohol or thinking in clock time.

Actually, The Shallows makes many analogies on how the Internet has and will physically change our mind based precisely on the way clocks and even maps rewired the way we think — more mechanical, more abstract, more scientific. In the Web’s case, it’s also more up-to-date, more social, more ___ . You fill in the blanks with your favourite hip word used to describe how we’re all connected 24/7, how we’ve all got access to instant gratification/information, etc. I won’t trumpet the Web’s success in this review.

Marshall McLuhan, a pioneering media studies academic often referenced in the book, said that “our tools end up numbing whatever part of our body they amplify. When we extend some part of ourselves artificially, we also distance ourselves from the amplified part and its natural functions. […] Today’s industrial farm worker, sitting in his air-conditioned cage atop a gargantuan tractor, rarely touches the soil at all–though in a single day he can till a field that his hoe-wielding forebear cound not have turned in a month. When we’re behind the wheel of our car, we can go a far greater distance than we could cover on foot, but we lose the walker’s intimate connection to the land.” How would these analogies transfer to the information age? Which parts of us have been amplified as well as numbed by the Web? Are we conscious of these changes? Is it possible to really be aware of them when they have made us?

People gained a lot by inventing writing, books, maps, clocks, but always lost something in the process. Even though a lot is said about what was gained from the evolution of information technology throughout the ages (I should know that a lot is said, I studied cultural technology and communication!), there is little discussion in respect to what was lost with every new development. The human capacity for memory has definitely been one of the biggest sufferers: a punch from writing, a second one from printing, a kick from multimedia… The stab to the vital organ, however, is definitely coming from the Web. I don’t want to sound technophobic, I’m obviously far from it, but that doesn’t and shouldn’t stop me from observing my own loss of memory and ability to focus as it is being outsourced to the Web and related technologies, realising that my concentration, brain, interests and personaliy are being formed by the Medium Of The Most General Nature. If the Web proves to be the really great change it has already successfully shown and promised it shall further be, then there must be at least some discussion about which parts of us are most threatened by this new sacred technology and whether or not we should, in fact, duly sacrifice them for it.

The Shallows isn’t a perfect book but it does an excellent job of showing the darker side of what we’ve grown to love or use so much we never even think about (when was the last time you thought that writing and reading isn’t “natural” the same way speaking is?) In doing so, the book is quite fascinating. What it brings forward ought to be discussed this very moment, in the shaping years of this new technology, for change has never been this dramatic, so quick, what’s at stake has never been so important and far-reaching — both the potential liberating benefits as well as the dangers. I don’t have much hope there will actually be any discussion; just have a look at all other areas of importance and how great we’re doing with those. I do however appreciate that there is at least some pondering going on on what being human means and how the recent developments have changed this question as well as the questioners themselves.

I realise that people from antiquity all the way to more recent years have always welcomed the respective changes with similar scepticism. Socrates thought that writing would bring forgetfulness to the soul; the radio, it was feared, would kill books forever. Nevertheless, “we’re still here”, one might say, usually adding “better than ever”. We forget, of course, that there is no way of knowing what we used to be capable of. We can’t know what the human mind was before the universal adoption of every change, the same way we can’t know what a language sounded like in the days of old. Neither can we perhaps stop these changes from happening. But what we at the very least can do is talk and think about them. Be aware of them. The Shallows helps in that respect and therefore deserves the 5 stars.

If you haven’t been distracted from Facebook or some other flashy website away from this review already, do also have a look at the book’s review by The New York Times.

View all my reviews