Κάποτε ήταν ένα πάρτυ. Σε αυτό το πάρτυ ήταν Καλεσμένοι όλοι οι άνθρωποι τού κόσμου. Καλεσμένοι από ποιον και γιατί, δεν το ήξεραν: ήξεραν μόνο ότι η ζωή τους ήταν αυτό το πάρτυ. Δεν είχαν δει πότε τίποτα άλλο στη ζωή τους παρα μόνο αυτό, όλοι είχαν μεγαλώσει και πεθάνει εκεί. Μόνο κάποιοι πολύ λίγοι είχαν βαρεθεί και είχαν περάσει την πόρτα και είχαν εξαφανιστεί για πάντα. Κανείς όμως δεν τους είχε δώσει περισσότερη σημασία, και αν είχαν λείψει σε κανέναν, σύντομα ξεχνιόταν οτιδήποτε τους θύμιζε.
Βλέπετε, αυτό το τόσο καταπληκτικό σε αυτό το πάρτυ ήταν ένα πανύψηλο συντριβάνι σοκολάτας στο βάθος της τεράστιας αίθουσας στην οποία λάμβανε χώρα. Η σοκολάτα, ζεστή και πιχτή, όχι υπερβολικά γλυκιά αλλά ούτε και πικρή, ανάβλυζε αιώνια από την κορυφή ως τη πισίνα κάτω χαμηλά. Ήταν πραγματικά τόσο λαχταριστή που μόλις τη γευόσουν τίποτα άλλο δεν είχε σημασία, ακόμα και οι συνάνθρωποι που σε άφησαν πίσω. Σε αυτή τη σοκολάτα οι άνθρωποι βουτούσαν λαχταριστά μπισκότα, φράουλες, μήλα, μπανάνες, μερικοί πιο ιδιαίτεροι βούταγαν ακόμα και μπέικον. Όλα αυτά τα βρίσκανε στην κουζίνα του χώρου που γινόταν το πάρτυ. Ποτέ κανείς δεν είχε δει ούτε μηλιά, ούτε μπανανιά, ούτε και γουρούνι. Όμως όλα βρίσκονταν εκεί, στα ντουλάπια της κουζίνας. Δεν χρειαζόταν παρα να κλείσεις το ντουλάπι και να το ξανανοίξεις και ωπ! ήταν γεμάτο με φρεσκαδούρα, έτοιμη να βουτηχτεί για άλλη μια φορά στη σοκολάτα.
Το συντριβάνι αυτό πάντως είχε μια ιδιαιτερότητα, κάτι το οποίο πήρε πολλά χρόνια να ανακαλυφθεί. Συνδεόταν υπογείως με την τουαλέτα του πάρτυ: πρακτικά, ό,τι καταναλωνόταν από τη σοκολάτα συμπληρωνόταν από τα σκατά των Καλεσμένων. Ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό κανενός –ή αν είχε πέρασει, θα ήταν από το μυαλό αυτών των παράξενων που είχαν φύγει– από πού εμφανιζόταν τέλος πάντων αυτή η σοκολάτα και δεν είχε τελειώσει αιώνες πριν. Μια μέρα ένας Καλεσμένος που είχε αλεργία στα σποράκια από τις φράουλες δεν τις χώνεψε και αντίθετα τις έχεσε μαζί με τα υπόλοιπα. Λίγο μετά από τύχη τις πρόσεξε να επιπλέουν μέσα στην πισίνα. Έκανε τη σύνδεση και με δυσπιστία το είπε στους άλλους. Οι άλλοι, αν και στην αρχή σιχάθηκαν την ιδέα, η γεύση της σοκολάτας, πλούσια αλλά και λεπτή, ζεστή αλλά όχι αραιή, ήταν τόσο μεθυστική που τους έκανε να συγχωρήσουν τα πάντα. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι αυτή η αμβροσία ήταν κάποτε σκατά. Στο κάτω-κάτω, δεν είχε σημασία όσο είχαν σοκολάτα.
Τα χρόνια κυλούσαν και οι άνθρωποι συνέχιζαν να απολαμβάνουν το συντριβάνι και τα καλά που τους προσέφερε χωρίς μυαλό για οτιδήποτε άλλο. Ως που κάποτε όλα άλλαξαν.
Ένας περίεργος Καλεσμένος, κάτι πραγματικά σπάνιο στην κοινωνία του πάρτυ, ήθελε να μάθει πώς λειτουργούσε το συντριβάνι, πώς μετέτρεπε τα σκατά σε σοκολάτα. Πλατσούρισε στην τεράστια σοκολατοπισίνα και έφτασε μέχρι τη βάση του συντριβανιού, όπου εκεί βρήκε έναν διακόπτη που κανείς άλλος δεν είχε προσέξει ποτέ. Toν γύρισε και άνοιξε μια καταπακτή μπροστά από το συντριβάνι. Όλο το πάρτυ μπήκε μέσα στον χώρο που άνοιξε από την καταπακτή και βρήκε μια αποθήκη πολλές φορές το μέγεθος του κτιρίου στο οποίο στεγαζόταν το πάρτυ και το συντριβάνι. Για την ακρίβεια, ήταν ένα υπόγειο το οποίο θα μπορούσε να χωρέσει μερικές δεκάδες πολυκατοικίες, αλλά ο χώρος στη μέση ήταν κενός. Αντίθετα, κατα μήκος των τοίχων του υπογείου σε πολλούς ορόφους με ελικοειδής σκάλες που διασταυρώνονταν μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα πολύπλοκο δίκτυ, ήταν τοποθετημένες σοκολάτες. Χιλιάδες σοκολάτες. Εκατομμύρια. Κουβερτούρες, γάλακτος, βαλρόνα, με κομματάκια φρούτων, υγείας, αρρώστιας («είναι άρρωστη φίλε!»), με 99% κακάο, λευκές, μαύρες, κόκκινες, πορτοκαλί, φούξια, με δημητριακά, σκέτες, μικρές, μεσαίες, μεγάλες, πελώριες — ορισμένες είχαν μέγεθος αυτοκινήτου τουλάχιστον– και πολλά άλλα είδη τα οποία το λεξιλόγιο μας δεν επαρκεί για να περιγράψει, καθώς δημιουργήθηκαν σε παράλληλα σύμπαντα με το δικό μας.
Οι Καλεσμένοι του πάρτυ δεν κατάλαβαν αμέσως, βέβαια, πως ήταν σοκολάτα αυτό που μόλις είχαν βρει στο υπόγειο αφού μόνο σε υγρή μορφή την είχαν δει στη ζωή τους. Δεν τους πήρε όμως και πολύ για να συνειδητοποιήσουν τι ήταν ο θησαυρός που είχαν βρει. Μέχρι εκείνη τη στιγμή το συντριβάνι σοκολάτας ήταν αυτό που τους κράταγε στο πάρτυ· γιατί να πάνε οπουδήποτε αλλού; Όμως είχαν ανακαλύψει πως η σοκολάτα ήταν δυνατό να υπάρχει και σε στέρεη, φορητή και εργονομική μορφή — εκτός φυσικά από τα πελώρια κομμάτια σε μέγεθος αυτοκινήτου, τα οποία πρακτικά άρχισαν να τα εξορύχουν.
Ήταν το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υπήρχε υπερπλεόνασμα σοκολάτας και μάλιστα σε χιλιάδες διαφορετικές γεύσεις, αρκετές για να μην βαρεθεί ποτέ και ο μεγαλύτερος σοκολατοφάν. Τα ζώα που ζούσαν στην περιοχή γύρω από το κτίριο του πάρτυ μυρίστηκαν την κατάσταση· γρήγορα αρκούδες και λύκοι έγιναν όσο λιχούδηδες όσο και οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι δεν άργησαν να τα κάνουν οικόσιτα, χρησιμοποιόντας τις αρκούδες όπως θα χρησιμοποιούσαμε άλογα εμείς και τους λύκους για δοκιμαστές: από την υπερβολική σοκολάτα είχαν όλοι τυφλωθεί, δημιουργώντας σε συνάρτηση με την ήδη οξυμένη αίσθηση της γεύσης και όσφρησης τους ένα είδος τέλεια προσαρμοσμένο για να γεύεται σοκολάτα. Γενιά με τη γενιά, τα μάτια των λύκων μίκραιναν, οι μουσούδες και οι μύτες μεγάλωναν. Η συνέχεια της εξέλιξης του είδους ήταν αρκετά φρικιαστική ώστε να μην πρέπει ειδικότερης αναφοράς εδώ. Σε κάθε περίπτωση, το νέο είδος τυφλών λύκων έγινε ανάρπαστο καθώς νέες συνταγές σοκολάτας, νέα μείγματα και ποικιλίες έκαναν την εμφάνιση τους σχεδόν αμέσως, και η σοκολατική γευσιγνωσία εξελίχθηκε στη μόνη δραστηριότητα των Καλεσμένων την οποία εμείς οι άνθρωποι αυτού του κόσμου θα αναγνωρίζαμε ως τέχνη. Οι αρκούδες αντίστοιχα ήταν πολύ εύκολο να εξημερωθούν. Καβάλα στη πλάτη τους και μόνο, οι Καλεσμένοι κατάφεραν να ανακαλύψουν περιοχές γύρω από το πάρτυ και να βρουν πολύτιμα υλικά για να κατασκευάσουν πιο εξελιγμένες κατσαρόλες, μεθόδους για πιο αποτελεσματική εξόρυξη της σοκολάτας. Μάλιστα, ανακάλυψαν και άλλου είδους ασχολίες για το πάρτυ — οι αρκουδομαχίες έδιναν κι έπερναν (οι οποίες ήταν ακίνδυνες καθώς οι αρκούδες έχαναν όλα τους τα δόντια από την τερηδόνα), όπως τα τραγούδια μελοποιημένων καθημερινών ιστοριών με επίκεντρο… ναι, τη σοκολάτα.
Το πιο εντυπωσιακό πάντως ήταν πώς τα τόσο μεγάλα αποθέματα σοκολάτας προκάλεσαν μια θεαματική άνοδο του πληθυσμού των Καλεσμένων. Χωρίς να περιορίζονται πλέον από ένα κλειστό σύστημα περιορισμένης παροχής σοκολάτας και μπορώντας να φάνε αλλά και να ταΐσουν πρακτικά αμέτρητους, οι γεννήσεις δεκαπλασιάστηκαν. Σε λίγα μόνο χρόνια, δεν υπήρχε αρκετός χώρος για όλους, αλλά κανείς δεν ήξερε να χτίζει, ούτε ήξερε τι σημαίνει σπίτι, οπότε αναγκαστικά στριμώχνονταν στο κτίριο. Ανάλογο στριμωξίδι έπεφτε βέβαια στην τουαλέτα, όπου δεν υπήρχε στιγμή που να μην ήταν γεμάτη.
Για την ακρίβεια, τα σκατά έγιναν πολύ μεγάλο πρόβλημα πολύ γρήγορα. Όχι μόνο οι Καλεσμένοι είχαν να διαχειριστούν τις πολλαπλάσιες ποσότητες από φρέσκα σκατά όλων των ανθρώπων που δεν ζούσαν πριν μερικά χρόνια, έπρεπε να κάνουν κάτι και με τα σκατά των αρκούδων και των λύκων, οι οποίοι έχεζαν αδιακρίτως, όντας πλάσματα χωρίς τρόπους και πολιτισμό. Οι τουαλέτες δούλευαν σε υπερωρία· μάλιστα είχαν φτιάξει και οι Καλεσμένοι κάποιες αυτοσχέδιες τουαλέτες στον χώρο του πάρτυ με παραβάν για να μπορούν να χέζουν μακριά από τους υπόλοιπους όσοι δεν μπορούσαν να κρατηθούν και έπρεπε οπωσδήποτε να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα. Αυτά τα αυτοσχέδια αποχωρητήρια αρχικά αδειάζονταν στην τουαλέτα όταν όλοι κοιμούνταν και κανείς δεν τη χρησιμοποιούσε, όμως από ένα σημείο και μετά άρχισαν να πετάγονται στο συντριβάνι μαζί και με τα μαζεμένα σκατά των λύκων και των αρκούδων. Το συντριβάνι θα τα έκανε σοκολάτα άλλωστε, αργά ή γρήγορα. Ήταν ο κύκλος της ζωής.
Η αλήθεια ήταν ότι οι Καλεσμένοι είχαν ξεχάσει το συντριβάνι. Από τότε που ανακάλυψαν την αποθήκη, το άφηναν όλο και περισσότερο στη μοίρα του. Έχυναν τα σκατά μέσα του απλά για να τα ξεφορτωθούν και μόλις και μετα βίας τώρα άγγιζαν τη σοκολάτα, αφού δεν ήξεραν τι άλλο θα είχε ανακατεμένο μέσα. Μάλλον, ήξεραν πολύ καλά. Εκτός από την καθαρά συμβολική πια παραδοσιακή τελετή στην οποία όσοι μπορούσαν να σκαρφαλώσουν τα 10 μέτρα του συντριβανιού, να λουστούν και να πιουν από την κορυφή του (όπως θα έπινε κανείς νερό και θα λουζόταν από ένα λάστιχο), θεωρούνταν πια ενήλικοι, το συντριβάνι δεν είχε σημασία πια στη ζωή των Καλεσμένων. Παρ’ όλ’ αυτά συνέχιζε κάθε μέρα να αναβλύζει σοκολάτα ακούραστα.
Τα χρόνια πέρναγαν. Τα αποθέματα υπόγειας σοκολάτας δεν εξαντλούνταν, αλλά οι Καλεσμένοι έπρεπε να πήγαινουν όλο και πιο βαθιά για να βρίσκουν καλά κομμάτια. Μερικοί ήδη μπορούσαν να δουν ότι κάποια στιγμή τα αποθέματα θα τέλειωναν αλλά οι προειδοποίησεις τους δεν άγγιζαν τους ύπολοιπους: «εγώ βλέπω πολύ σοκολάτα εκεί κάτω φίλε! Αφού δεν θα τελειώσει για εμάς και για τα παιδιά μας, τι σε νοιάζει;» Οι σκεπτικοί σήκωναν τους ώμους και μπουκώνονταν ένα κομμάτι από τη μπάρα με γέμιση ρούμι τους. Ίσως και να είχαν δίκιο οι άλλοι.
Και τα χρόνια πέρναγαν…
—
Η Τραγανή πάντα ονειρευόταν αυτή τη στιγμή. Από όταν ήταν μικρό κορίτσι της έλεγαν οι μεγάλοι ότι μόνο όταν θα μπορούσε να πιει σοκολάτα από την κορυφή του συντριβανιού θα μπορούσε να έχει τις δικές της, τις ολοδικές της συνταγές και φυσικά τον δικό της λύκο. Θα μπορούσε να πάει μαζί με τους άντρες και τις αρκούδες για να ανακαλύψει καινούργια σοκολάτα — λέγανε ότι είχε βρεθεί ένα άλλο πάρτυ με ένα άλλο υπόγειο πέρα από τη λίμνη (γεμάτη με αυτό το περίεργο νερό που δεν είχε καν γεύση!), αλλά κανείς δεν ήξερε στα σίγουρα γιατί κανείς ποτέ δεν είχε γυρίσει πίσω. Οι πιο υπερβολικοί και αυτοί που αγαπούσαν τις ιστορίες έλεγαν ότι το άλλο παρτυ το είχαν οργανώσει και ξεκινήσει αυτοί οι οποίοι είχαν φύγει πριν πολλά χρόνια, τότε ακόμα που οι παππούδες έπιναν από το συντριβάνι. Αναρωτιόταν πάντα λοιπόν η Τραγανή, πως ήταν δυνατόν κανείς να ξέρει ότι υπήρχε το άλλο πάρτυ αφού δεν γύριζε κανείς; Καλύτερα: γιατί δεν γύριζε κανείς; Μήπως το άλλο πάρτυ είχε πιο νόστιμη σοκολάτα; Μήπως είχαν βρει άλλες γεύσεις εκεί, λύκους με καλύτερη μύτη; Μήπως επειδή δεν θα είχε τόσο κόσμο εκεί οι τουαλέτες θα λειτουργούσαν οργανωμένα και καθαρά; Άλλες φορές την έπιαναν οι φόβοι της: μήπως η λίμνη ήταν στοιχειωμένη; Αλήθεια, δεν θα της φαινόταν καθόλου περίεργο, όσο ανατριχιαστικό κι αν ήταν, αν αυτή η εξήγηση ήταν η αλήθεια· εκείνη, μια φορά, ποτέ δεν είχε εμπιστευτεί αυτό το «νερό».
‘Ολες αυτές οι σκέψεις την είχαν κάνει να σκαρφαλώσει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και τώρα βρισκόταν στην κορυφή. Είχε βοηθήσει και το λικέρ σοκολάτας το οποίο είχε πιει λίγο πριν τολμήσει να ανέβει· κανείς δεν περίμενε ότι θα κατάφερνε αφού ήταν με διαφορά η μικρότερη που είχε δοκιμάσει ποτέ να σκαρφαλώσει. Η στιγμή όμως είχε φτάσει. Ήταν έτοιμη να βάλει το στόμα της πάνω από την κορυφή για να πιει κι επιτέλους να μπορέσει να ικανοποιήσει τα όνειρα της, κουρασμένη αλλά δικαιωμένη, ένα με τον κόσμο. Τρέμετε, άλλα πάρτυ, γιατί σας έρχομαι!
Άρχισε να πίνει σοκολάτα. Η οικογένεια και οι φίλοι της, οι οποίοι την έβλεπαν από μακριά, άρχισαν να χειροκροτούν και να φωνάζουν το όνομα της ρυθμικά. Τσιρίδες, χαμός, κακό. Ξαφνικά, άρχισε να νιώθει την σοκολάτα λιγότερο λεπτή, πολύ πιο παχύρρευστη, να την μπουκώνει. Της γρατζούναγε τον λαιμό και την έπνιγε. Δεν μπορούσε να καταπιεί αρκετά γρήγορα. Πίνοντας δεν είχε πάρει ανάσα και έτσι δεν μπορούσε να γευτεί τίποτα. Κατάπιε και πήρε ανάσα απ’τη μύτη. Αυτό που γεύτηκε δεν ήταν σοκολάτα. Όλη της τη ζωή είχε δοκιμάσει χιλιάδες διαφορετικά είδη σοκολάτας αλλά αυτό… Όχι, δεν μπορεί να ήταν… Πανικοβλήθηκε. Έχασε την ισορροπία της αφού πάλεψε στην κορυφή για 2-3 δευτερόλεπτα και έπεσε τα δέκα μέτρα του συντριβανιού στην πισίνα, λερώνοντας όλους όσους παρακολουθούσαν. Αφού ξεπέρασε το σοκ της πτώσης άρχισε να κάνει εμετό μέσα στην πισίνα, ταυτόχρονα κλαίγοντας.
Όλοι είχαν σωπάσει. Είχαν κατάλαβαν από το πρώτο δευτερόλεπτο τι είχε συμβεί.
Οι πρώτης κινήσεις ήταν σπασμωδικές και τρομοκρατημένες. Πολλοί έφυγαν τρέχοντας από το πάρτυ σε κατάσταση σοκ. Κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν σε όσους ήταν στις τουαλέτες και τους απαγόρευαν να πάνε, απειλώντας τους. Άλλοι μάζεψαν το κουράγιο τους και βούτηξαν στην πισίνα, φτάνωντας μέχρι το συντριβάνι για να δουν αν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε πάει στράβα. Οι περισσότεροι όμως πήγαν μέχρι το υπόγειο και μάζεψαν όσες περισσότερες σοκολάτες μπορούσαν να κρατήσουν. Για λίγο, όλοι κοίταζαν τον εαυτό τους και τις δικές τους προοπτικές· το συντριβάνι, όσο παραμελημένο κι αν ήταν, δεν σταματούσε να είναι ένα σύμβολο, και όταν το συντριβάνι σοκολάτας αντί για σοκολάτα ξέρναγε σκατά, τα πράγματα σίγουρα ήταν το λιγότερο πολύ σοβαρά.
Εκείνη τη βραδιά δεν είχε τραγούδια και αρκουδομαχίες· είχε όμως πολύ λικέρ σοκολάτας, που εκείνον τον καιρό πινόταν πολύ. Συζητήθηκε το περιστατικό της ημέρας όμως οι λύσεις, παρα την κρισιμότητα της κατάστασης και την ανησυχία των Καλεσμένων, δεν ήταν τόσο αποφασιστικες, αφού υπήρχαν διαφωνίες:
«Δεν υπάρχει καμία απόδειξη που να συνδέει τη δυσλειτουργία του συντριβανιού με τα επιπλέον σκατά. Θα μπορούσε να είναι καθαρή σύμπτωση ή κάποια ανωμαλία του υπεδάφους!», έλεγαν αυτοί που ήταν υπεύθυνοι για την εξόρυξη και έτσι κράταγαν μεγαλύτερο μερίδιο. «Το περιστατικό είναι μεμονωμένο. Αν δεν είναι, θα χρειαστεί πολυετή μελέτη και παρατήρηση για να μπορούμε να διαπιστώσουμε αν όντως το συντριβάνι έχει πρόβλημα. Μόνο τότε θα είναι απαραίτητο να λάβουμε μέτρα», έλεγαν εκείνοι που είχαν τσιμπήσει τις περισσότερες σοκολάτες μες τον πανικό. «Πρέπει να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε τις τουαλέτες! Μπορούμε να χέζουμε και στο δάσος ή και στη λίμνη! — αλλά μετά το συντριβάνι δεν θα έχει σοκολάτα», έλεγαν οι αναποφάσιστοι καλοθελητές. «Πρέπει να ξεφορτωθούμε τους λύκους και τις αρκούδες», έλεγαν αυτοί που πίστευαν ότι τα σκατά των ζώων ήταν το μόνο πρόβλημα. «Αλλά πώς; Αγαπάμε τους λύκους και τις αρκούδες!», έλεγαν εκείνοι που είχαν πολλές αρκούδες και λύκους. «Μπορούμε να αναπληρώνουμε τη διαφορά σκατού-σοκολάτας με μέρος απ’όσα βγάζουμε από το υπόγειο», σκέφτονταν κάποιοι οι οποίοι προσπαθούσαν να δώσουν λύση αλλά με τελείως λάθος τρόπο.
Κανείς δεν τόλμησε να προτείνει, αν το είχε καν σκεφτεί, να σταμάταγαν να εξορύχουν σοκολάτα από το υπόγειο για να επιστρέψει το συντριβάνι σε αυτό που ήταν κάποτε. Αυτό θα σήμαινε ότι πολλοί θα έπρεπε να πεινάσουν, να φύγουν, να πεθάνουν ή τέλος πάντων, μαζί με τη σοκολάτα να φάνε και σκατά. Ποιος θα μπορούσε ποτέ να τολμήσει να προτείνει κάτι τέτοιο;
Οι συζητήσεις τράβηξαν μέχρι το πρωί, αλλά νόημα δεν βγήκε. Η απόφαση μετατέθηκε.
Ξανά και ξανά.
Από ένα σημείο και μετά μερικοί άρχισαν να λένε πως το συντριβάνι δεν ανάβλυζε μόνο σκατά αλλά και σοκολάτα. Δεν ήταν δυνατόν να βγαίνουν μόνο σκατά. Ούτως ή άλλως, δεν μπορούσε κανείς να ξέρει αφού άλλωστε είχαν το ίδιο χρώμα. Οι συνειδήσεις καθησυχάστηκαν. Οι πιο συντηρητικές προτάσεις ήταν αυτές που ακολουθήθηκαν χωρίς κανείς να το αποφασίσει συνειδητά. Μέρα με τη μέρα το αρχικό σοκ πέρασε (βοήθησαν παρα πολύ και τα φρεσκοανεβασμένα σοκολατένια τούβλα γεμάτα κρέμα σαμπάνιας και παντεσπάνι) αφού οι Καλεσμένοι είδαν ότι δεν έχασαν πολλά πράγματα χάνοντας το συντριβάνι. Ο πληθυσμός του πάρτυ συνέχιζε να αυξάνεται, οι Καλεσμένοι δεν είχαν φτιάξει άλλες τουαλέτες, οι εξορύξεις έφερναν ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια πάνω και κανείς δεν είχε αποχωριστεί τις αρκούδες ή τους λύκους του.
Αντίθετα, στο μεταξύ είχαν εξημερώσει και κοράκια, τα οποία είχαν γίνει το πρώτο είδος τρόφης εκτός της σοκολάτας και των βουτημάτων: τα αιχμαλώτιζαν και τα τάιζαν κομματάκια σοκολάτας, τρούφες, μπράουνις και νουαζέτες, αργά και βασανιστικά (η σοκολάτα είναι δηλητήριο για τα πουλιά) για μερικούς μήνες, μέχρι το μεγαλύτερο μέρος του κορακιού να είχε γεύση σοκολάτας, όπως θα μεγάλωνε κανείς ένα ισπανικό γουρούνι με βελανίδια, και τελικά αφού το πτηνό υπέκυπτε στις κακουχίες το ξεπουπούλιαζαν και το έψηναν σε βραστό κακάο και μετά το διατηρούσαν μέσα σε μεγάλα κομμάτια λιωμένη κουβερτούρα την οποία μετά πάγωναν στο κρύο (τα κοράκια ήταν χειμωνιάτικη σπεσιαλιτέ). Πήραν την ιδέα ότι τα ζώα θα μπορούσαν να αποτελέσουν τροφή παρακολουθώντας τη φύση. Όλοι είχαν ενθουσιαστεί με αυτόν τον καινούργιο διατροφικό συνδυασμό.
Δεν το πρόσεξαν αμέσως όταν μια μέρα επικράτησε μια εκκωφαντική σιωπή μέσα στον χώρο του πάρτυ, ενώ όλα κυλούσαν κατα τα φαινόμενα φυσιολογικά. Ήταν και ότι από τη μέρα που άρχισε να αναβλύζει σκατά το συντριβάνι, οι μύγες οι οποίες είχαν ριμάξει τα σαπισμένα και μουχλιασμένα αλλά διαρκώς αναπληρούμενα μπισκότα και φρούτα της κουζίνας είχαν μετατεθεί και στον κεντρικό χώρο, κάνοντας έναν ήχο θαρρείς και ζούσες στο μεγαλύτερο μελίσσι του κόσμου. Οι Καλεσμένοι ήταν ζωντανή απόδειξη, αν μη τι άλλο, ότι τα πάντα μπορούσε να συνηθίσει κανείς (εκτός από τη σοκολάτα!)Έπρεπε να πέσει η ξέφρενη βαβούρα, το αποτέλεσμα της καθημερινής υπερβολικής πια κατανάλωσης λικέρ σοκολάτας, για να προσέξουν κάτω από το βουητό των σμηνών από σκατόμυγες ότι ένας ήχος έλειπε. Το συντριβάνι δεν λειτουργούσε πια. Είχε σταματήσει. Οι αντιδράσεις και πάλι ανήσυχες αλλά όχι όσο πανικοβλημένες όσο την πρώτη φορά, «τη σκαπουλάραμε την προηγούμενη φορά, θα τα καταφέρουμε κι αυτή». Όλα ήταν μέρος της κανονικότητας όσο υπήρχε φρέσκια πραλίνα με κομματάκια αλμυρού μπισκότου.
Δεν είχαν περάσει λίγες μέρες που το συντριβάνι γέμιζε σκατά χωρίς να επιστρέφει τίποτα, όταν όλα κατέρρευσαν. Ο εσωτερικός μηχανισμός του συντριβανιού που μετέτρεπε σκατά σε σοκολάτα, ένα πραγματικό μαύρο κουτί για τους Καλεσμένους, είχε μπουκώσει και απορρυθμιστεί για τα καλά. Η πίεση των υπερσυσωρρευμένων κοπράνων που δεν είχαν καμία δίεξοδο από τα υδραυλικά σοκολαταυλικά του ήταν υπερβολικά μεγάλη. Για κακή τύχη των Kαλεσμένων,τίποτα δεν ξεφεύγει από τους νόμους της φυσικής. Με έναν θόρυβο τόσο δυνατό που, όπως τη γεύση των σκατών, ποτέ δεν είχαν αισθανθεί οι Καλεσμένοι στον μικρό τους κόσμο, το συντριβάνι ανατινάχτηκε. Σκατά πιτσιλίστηκαν στο ταβάνι, στους τοίχους, σε όλους τους Καλεσμένους, βάφοντας τα πάντα ένα ζωηρό σκατουλί. Θραύσματα από το συντριβάνι σκότωσαν μερικούς. Ένας πίδακας σκατών υπήρχε τώρα εκεί που μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα ήταν αυτό που κάποτε ήταν κυριολεκτικά η ψυχή του πάρτυ.
Η πισίνα του συντριβανιού ξεχείλισε και άρχισε να πλημμυρίζει τον χώρο με σκατά. Αφού η καταπακτή ήταν ακριβώς μπροστά στη πισίνα, το υπόγειο ήταν το πρώτο που δέχτηκε το τσουνάμι υγρής αηδίας. Όσοι Καλεσμένοι έτρεξαν πρώτοι αυτή τη φορά στο υπόγειο για να πάρουν αποθέματα έπρεπε να κατέβουν πολύ χαμηλά για να φτάσουν στα τελευταία επίπεδα, έχοντας μάλιστα έναν καταρράκτη από κακά να κάνει ελεύθερη πτώση τα εκατοντάδες μέτρα βάθους του υπογείου για να τους μαγεύει γνωστές και άγνωστες αισθήσεις. Μόλις έφτασαν κάτω, βρήκαν πως ο χώρος είχε ήδη πλημμυρίσει με μια βαθιά πιχτή καφετιά λίμνη που είχε ήδη καλύψει τους τελευταίους εναπομείναντες θησαυρούς τους. Βλέποντας τη ζωή τους να χάνεται, κάποιοι στην απελπισία τους, περισσότεροι απ’όσους θα περιμέναμε στον δικό μας κόσμο που καμία σχέση δεν έχει με αυτές τις ιστορίες σκατίλας, βούτηξαν σε αυτό τον παχύρρευστο βάλτο. Εκείνο το υπόγειο ήταν ο υγρός (;) τους τάφος· σαν κινούμενη άμμος του τράβηξε μέχρι το βυθό όπου είχαν τις τελευταίες τους ευτυχισμένες στιγμές. Ευτυχισμένες, γιατί λένε πως λίγο πριν κανείς πεθάνει από πνιγμό, όταν δηλαδή τελικά δεν αντέξει και πάρει ανακλαστικά ανάσα, όταν εισπνεύσει για την τελευταία θανάσιμη φορά και το υγρό (σε αυτή την περίπτωση φυσικά το σκατό) εισχωρήσει στην αναπνευστική οδό και τη γεμίσει, όταν τελικά ο μελλοθάνατος αρχίσει να βυθίζεται σαν πέτρα μέχρι τον πάτο, νιώθει μια περίεργη γαλήνη, μια ηρεμία και αποδοχή της κατάστασης οι οποίες συχνά οδηγούν σε μεταθανάτιες εμπερίες. Ισως να ήταν ακόμα πιο ευτυχισμένες οι στιγμές των δεκάδων Καλεσμένων που πέθαναν έτσι, αν μπορούσαν να δουν μέσα από το αδιαφανές τους φέρετρο τις τάβλες λευκής σοκολάτας με κράνμπερις που τους περίμεναν στον πυθμένα.
Μέσα σε λίγα λεπτά ολόκληρο το δάπεδο του χώρου του πάρτυ ήταν καλυμμένο και ο πίδακας δεν σταμάταγε τη ροή του. Όπως-όπως οι άνθρωποι εγκατέλειψαν το πάρτυ και έτρεξαν μακριά, προς τη λίμνη. Ανοίγοντας την πόρτα, τα σκατά τους ακολούθυσαν και άρχισαν να πλημμυρίζουν και τον έξω χώρο. Οι αρκούδες κατάφεραν να σωθούν, όμως τα κοράκια στα κλουβιά τους δεν μπορούσαν να ξεφύγουν· ίσως αυτός ο θάνατος να ήταν τελικά καλύτερος από τον άλλο που θα τα περίμενε. Οι λύκοι, ζαλισμένοι από τον υπερερεθισμό της μοναδικής πλέον αίσθησης τους, πνίγηκαν κι αυτοί. Παράλληλα, οι Καλεσμένοι, τρέχοντας να ξεφύγουν σε κατάσταση ντελίριου, λερωμένοι από τα σκατά που εδώ που τα λέμε ήταν απαράλλακτα με την αιώνια κρούστα σοκολάτας που κάλυπτε το δέρμα τους, έφτασαν μέχρι τη λίμνη και βούτηξαν.
Παραδομένοι σε έναν συλλογικό πανικό ο οποιός μέσα στο νερό μεταμορφώθηκε σε γαλήνη, κανείς τους δεν θυμόταν αργότερα πόση ώρα είχαν μείνει μέσα στη λίμνη κάτω από τον απογευματινό ήλιο χωρίς να μιλάνε, αποσβολωμένοι. Ένιωθαν σαν να είχαν ξαναγεννηθεί αιφνίδια. Όλοι κοιτάζονταν λες και βλεπόντουσαν για πρώτη φορά, με καθαρά πρόσωπα, χωρίς λεκέδες από πασαλειμμένη σοκολάτα.
Η Τραγανή είχε ξαπλώσει και στέγνωνε στην όχθή. Αργά, επαναλαμβανόμενα και σχεδόν ηδονικά ένωνε και χώριζε τα δάχτυλα της με τον αντίχειρα της. Χαμογελούσε όπως ποτέ δεν είχε χαμογελάσει.
Τα δάχτυλα της για πρώτη φορά στη ζωή της δεν κόλλαγαν.
I think I need a moment there.
Νομίζω ότι είναι η καλύτερη ιστορία που έχω διαβάσει. ΕΒΕΡ. ο_ο
(και έτρωγα και σοκολάτα την οποία παράτησα κάπου στη μέση.)
(η αναφορά στο μπέηκον με σκότωσε :Δ)
(μαζεύομαι. πήρα πολύ θάρρος.)
!! Το σχολίο σου με σκλαβώνει. Μου αρέσει κι εμενα πολύ οπότε χαίρομαι! 🙂 Το μπέικον ήταν στοχευμένα εμπνευσμένο, αυτό είναι σίγουρο!