ΣΚΑΩ — ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΤΕΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ #4

1374048412

Όχι, δεν αναφέρομαι στην ζέστη. Όχι μόνο, αν και είμαι στον χειμώνα τώρα. Και καλά: είχε 30 βαθμούς στο Μοντεβιδέο πριν 2 μέρες και είναι ο αντίστοιχος Φεβρουάριος.

Φανταστείτε για μια στιγμή ότι δεν ξέρετε ελληνικά, ότι είναι μια άγνωστη γλώσσα για σας την οποία μαθαίνετε (καϋμένοι). Είστε σε ένα επίπεδο προχωρημένου αρχαρίου, ας πούμε προχωρημένο Α2 που μπαίνει στο Β1. Έχετε αρχίσει κουτσά-στραβά να αναγνωρίζετε την υποτακτική, πού και πού να λέτε «θέλω να φύγω» αντί «θέλω να φεύγω», έχετε συνηθίσει την απόλυτη ανωμαλία του ότι δεν υπάρχει παρακείμενος ή υπερσυντέλικος του είμαι και του έχω αντίθετα με πολλές άλλες γλώσσες (προσπαθήστε να πείτε “Ι have been/had” ή “ha habido” ή “ich bin gewesen” στα ελληνικά χωρίς να αλλάξετε ρήμα…), και μπορείτε να ξεχωρίσετε το «πιο» απ’το «ποιο».

Εντάξει, ίσως είστε λίγο πιο προχωρημένοι, γιατί θα μπούμε σε βαθιά νερά.

Ξαφνικά, σας σκάει το «σκάω». Το ακούτε και ρωτάτω την Ελληνίδα φίλη σας/δασκάλα σας:τι σημαίνει «σκάω»;

1. Ανατινάζομαι («η χειροβομβίδα έσκασε») αλλά το ίδιο μπορεί να κάνει και μια μπουρμπουλήθρα, ή μια τραγανή φούσκα. *ςινκ ςινκ*
2. Εμφανίζομαι (σκάει η λέξη «σκάω», τα φυτράκια σκάσανε μύτη)
3. Εξαφανίζομαι/δραπετεύω (τό ‘σκασε απ’την Ελλάδα)
4. Πληρώνω (τα σκάω για τα καλά)
5. Ζεσταίνομαι — ανατινάζομαι απ’τη ζέστη (σκάει ο τζίτζικας / σκάμε εδώ μέσα)
6. Έφαγα πολύ — ανατινάζομαι απ’το φαΐ  (έσκασα ρε φίλε!)
7. Σωπαίνω — (με κοίταξε όπως μόνο εκείνη ξέρει και έσκασα / σκάσε!)
8. ΣΚΑΕΙ ΣΚΑΪ — ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι και όμιλος του Αλαφούζου που του αρέσει να λέει ναι· δεν είναι  ο μόνος, μην με παρεξηγήσετε (πάλι ΣΚΑΪ βλέπεις; Δεν έχεις σκάσει; Σε παρακαλώ, κάν’το να σκάσει, έχω σκάσει απ’τη ζέστη και τα σουβλάκια… και τα έσκασα για τα καλά, 5€ το ένα. Δεν πάει άλλο, πρέπει να το σκάσω για την Γερμανία, πριν σκάσει εδώ το πράγμα…)

Περιμένω ιδέες για άλλες λέξεις-μαρτύριο για ελληνομαθείς. :}

 

Ο ΧΛΕΜΠΟΝΙΑΡΗΣ ΠΑΡΓΑΛΑΤΣΟΣ ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ | 116+ ΚΑΜΠΟΣΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΣΤΕΙΕΜΠΟΡΕΣ

  1. τσουμπλέκια
  2. χαμούρα
  3. κλανιόλα
  4. καβαλίνα
  5. γκαιφές
  6. πιρούνι
  7. χλαμπούκιασμα (ευγενική λεξιπλαστική χορηγία της Ιωάννας)
  8. κιλότα
  9. τσιμπιρδόνια
  10. χλιμίτζουρας
  11. κασίδα
  12. σπαζοκλαμπάνιας
  13. τσιρλιπιπί
  14. μαρκαλεύω νταγλαράδες
  15. κατάκολο
  16. ραμολιμέντο
  17. γαμώ της γης τον άξονα
  18. καβλιτζέκι
  19. βερβελιές
  20. παπαρδέλα

Για τις υπόλοιπες 96 λέξεις, πηγαίντε στο πρωτότυπο άρθρο στο μπλογκ της Δάφνης.

Επίσης:

Αστείες Λέξεις #1
Αστείες Λέξεις #2
Αστείες Λέξεις #3

Γιατί σταμάτησα να γράφω για αστείες λέξεις; Σοβάρεψα λέτε;

 

Αστείες Λέξεις #3

Λόρδα

Αίγινα, Δεκέμβριος 2009.

Εγώ, η Ινές, η Καρίνα και ο Άγγελος παίζουμε ένα παιχνίδι, στο οποίο ένας από τους παίκτες (ας πούμε η μάνα) ψάχνει στο λεξικό για περίεργες, αστείες λέξεις που, αν ξέρει τι σημαίνουν, ελπίζει να μην τις ξέρουν οι υπόλοιποι. Για κάθε λέξη που ακούνε οι παίκτες, πρέπει ο καθένας να γράψει σε ένα χαρτάκι τι πιστεύει οτί σημαίνει η λέξη. Κερδίζει την λέξη όχι αυτός/η ο οποίος θα γράψει τον σωστό ορισμό, αλλά αυτός/η που θα δώσει τον πιο ευρηματικό ορισμό ή αυτόν ο οποίος τελικά θα άξιζε περισσότερο να συνοδεύει αυτή την λέξη σε ένα λεξικό.

Όταν είχε έρθει η σειρά μου να βάλω λέξεις, μια από τις λέξεις που διάλεξα ήταν η λόρδα. Σκέφτηκα την έκφραση «με κόβει η λόρδα»… Όμως διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα να δώσω ακριβή ορισμό του τι σημαίνει ακριβώς λόρδα. Μαχαίρι; Στομάχι, στομαχόπονος; Κάποια σιντοϊστική θεότητα η οποία κυβερνά την πείνα, γνωστή στην Ιαπωνία ως Roruza?

Κοίταξα τον ορισμό και η απάντηση ήταν η εξής απλοϊκή: η πείνα.

Ναι, αλλά αυτό δεν το ήξεραν οι συμπαίκτες μου! Τι διαβολικοί «ψευδο»-ορισμοί θα μπορούσαν να τους κατεβούν;;

Η Ινές (απ’ότι θυμάμαι) σκέφτηκε το ιδιοφύες «η πορδή των λόρδων».

Αφού το βρήκα εξαίσια ευρηματικό, την ρώτησα: «και πώς λες ότι μπορεί να είναι η πορδή των λόρδων; Ένα τσιριχτό και βραχύ πριτς;» «Όχι», μου απάντησε χαχανίζοντας, «μάλλον σαν ένα φφφφφ!»

Και η αγνή, απέριττη, ισοπεδωτικά παγκόσμια πορδή αξίζει αναφορά. Πείτε την αργά και τονισμένα. Και φανταστείτε τι ακριβώς περιγράφει.

Φφφφφ... Ο Βύρων ήταν γνωστός για τις μυρωδάτες λόρδες του στους κύκλους των Φιλελλήνων.

Τούμπανο

Να μια πολύ, πολύ ενδιαφέρουσα λέξη. ΤΟΥΜΜΜΜΠΑΝΟ.

Χαρακτηρίζει συνηθέστερα βυζιά (δοκιμάστε ένα image search με την λέξη “τούμπανο” στο google και θα με θυμηθείτε… ΤωΤ), κώλους και ανθρώπους γενικότερα όταν έχουν μεγάλους μύες, («είναι τούμπανος»), αλλά το συναντάμε συχνά και για κοιλιές, το δάχτυλο μου αφού το δάγκωσε *εισάγετε το αγαπημένο σας επικίνδυνο ασπόνδυλο εδώ*, σουβλάκια (ή πίτες, αν η απόσταση σας από την Ακρόπολη μετριέται με τουλάχιστον τριψήφιο αριθμό χιλιομέτρων), σάντουιτς, καφέδες, τσιγάρα, ναργιλέδες, ηχεία, υπολογιστές, αυτοκίνητα…

Κοιτάζοντας αυτή την πληθώρα λέξεων, οι οποίες εκ πρώτης όψης φαίνονται άσχετες αλλά παρολαυτά μπορούν να περιγραφούν ως τούμπανα, διακρίνω μια εννοιολογική σύγκλιση. Όλα τα παραπάνω είναι τούμπανα όταν είναι τόσο φουσκωμένα που φαίνονται σαν να μπορούν να σκάσουν, να ξεχειλίσουν. Τα χαρακτηρίζει μια ελκυστική πληθωρικότητα. Ενδιαφέρον είναι πως για να είναι κάτι τούμπανο, πρέπει να έχει υπόσταση, περιεχόμενο. Ένα μπαλόνι, έτσι όπως έχω στο μυαλό μου τα ελληνικά, δεν μπορεί να είναι τούμπανο, ένας ναργιλές όμως μπορεί – εδώ μπορεί η τουμπανότητα του ναργιλέ να αναφέρεται κυριολεκτικά στην πυκνότητα του καπνού, αλλά και στο πόσο βαρύς είναι. Οπότε, το τούμπανο μπορεί να αναφέρεται και σε μια ωμή ισχύς ή σε ένα βάθος: τούμπανα ηχεία υποδηλώνουν καλά μπάσα ταυτόχρονα συνήθως με μια στιβαρή, βαριά, «πληθωρική» κατασκευή η οποία φαίνεται μετα βίας να συγκρατείται από την εξωτερική επένδυση. Είναι ενδιαφέρον ότι το ίδιο το ΟΥ του τΟΥμπανου είναι βαθύ και μπάσο (φανταστείτε να λέγατε τύμπανο;), όποτε ίσως έχουμε να κάνουμε με μια ελαφριά και υποσυνείδητη ονοματοποιία.

Μιλώντας για τύμπανα λοιπόν… Τι σχέση έχει η έννοια της λέξης τούμπανο, της τιγκαρισμένης (χμμ… τίγκα… καθόλου μακριά από άποψη νοήματος) πληθωρικότητας, με αυτό;

Απ’όσο μπορώ να καταλάβω, πρώτα πρέοκυψε η σύνδεση του ανθρώπινου σώματος με το τύμπανο, από την άποψη ότι τα «φουσκωμένα, τιγκα, γεμάτα, έτοιμα να σκάσουν» βυζιά/ποντίκια/οπίσθια θα έχουν επιφάνεια η οποία αναγκαστικά θα είναι τεντωμένη και σκληρή, όπως η μεμβράνη ενός τυμπάνου. Αφού χρησιμοποίηθηκε η λέξη για να περιγράψει αυτά τα χυμώδη μεν, σκληρά δε μέρη του ανθρώπινου σώματος, μπορούμε να φανταστούμε πως σε δεύτερη φάση άρχισε να χρησιμοποιείται για να περιγράψει άλλες υπάρξεις του κόσμου που η πληθωρικότητα τους, κυριολεκτικά ή μεταφορικά,  βρώσιμα ή μη, θυμίζει την σεξουαλική πληθωρικότητα όσων αποκαλούμε τούμπανα. Το ού αντί του ύ μάλλον ήρθε επειδή ακούγεται πιο ουμφάτο, πιο περιεκτικό, πιο γεμάτο. Βέβαια, τα τύμπανα δεν είναι πληθωρικά, έχουν μόνο αέρα μέσα τους! Αλλά τι μας νοιάζει, από την στιγμή που μπορούμε να λέμε ΤΟΥΟΥΟΥΜΜΜΜΜΠΠΠΠΑΝΟ και να γουστάρουμε! 8ζ

Αστείες Λέξεις #2

Συνεχίζουμε με άλλο ένα ζώο του δάσους… και άλλη μια ημι-ταμπού λέξη.

Αλεπού.

Η αλεπού. Αλε-πούούούούού!

Αλήθεια τώρα, ποιο θηλυκό ουσιαστικό τελειώνει με -πού; Μπορώ να σκεφτώ σε -ού: τρελοκοτσιδού, καλαμπουρτζού, βυζαρού, Καραμπουρνού, κουρελού, μπουζουκτζού, ad infinitum.

Η ρίζα είναι η αρχαιοελληνική αλώπηξ. Στα λατινικά έχουμε το vulpecula (θυμίζει vaffanculo!). Όποιος γνωρίζει από στοιχειώδη Pokemon-ολογία θα αναγνωρίσει αμέσως πως ο συνδυασμός και των δύο μας δίνει το Vulpix

Όμως… ΑΛΕΠΟΥ;

Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο ζώο το οποίο όταν ονομάζεις το στόμα σου κάνει μια έκφραση θαυμασμού ή έκπληξης!

-Allez, allez!

-Πούούού;;;

Πρόσφατα κατάλαβα ότι τρέφω μια ιδιαίτερη συμπάθεια για τις αλεπούδες, τα αλεπουδάκια, τους… αλεπούδους (αλεπούδους!! αυτή κι αν είναι μια αστεία αλλά ταυτόχρονα γλυκιά λέξη! Με κάνει ^ω^ για λόγους οι οποίοι είναι υπεράνω μου. Μπορεί να έχει να κάνει με την μουσούδα!), όμως αυτή ακριβώς η λέξη που έχουμε στην γλώσσα μας για να περιγράψουμε αυτά τα συμπαθέστατα, πορτοκαλί, συνυφασμένα με την πονηριά, ξαδερφάκια των σκύλων, είναι τουλάχιστον απογοητευτική. Ενώ το vixen, το fox (ποιαδήποτε λέξη τελειώνει με -x είναι πολύ προσφιλής και κουλ. ΝΑΙ, και το sex), το fuchs, το kitsune…

Αρκετά με τις αλεπούδες.

Η δεύτερη λέξη για απόψε είναι το τσουτσούνι.

Το στόμα μας παίρνει την ίδια έκφραση με αυτήν που παίρνει όταν τελειώνουμε το αλεπού. Όμως κάνει πρώτα και ένα “τσ” — που είναι αστείος φθόγγος όπως και να το κάνουμε — λέμε δυο φορές το μόριο (pun unintended) τσου και κλείνουμε με ένα νι (we are the knights who say… tsoutsouni!)

Το τσου από μόνο του συνήθως δηλώνει άρνηση, ονοματοποιία από το «τς» και μια κίνηση των ματιών ή/και του κεφαλιού προς τα πάνω. Οπότε έχουμε να κάνουμε με μια διπλή άρνηση εδώ, η οποία και χωρίς την κατάληξη -νι κάνει την ίδια δουλειά, ίσως λίγο πιο ειρωνικά.

Τσουτσούνι είπα πρώτη φορά όταν ήμουν 4, ή 5 χρονών. Ήξερα τι είναι, είχα κι εγώ άλλωστε, από εκεί έκανα (και κάνω) τσίσα. Και η έμπνευση ήταν ένα παιχνίδι ξύλου στο μουφό-NES μου στην κασέτα με τα 82-in-1 games, το οποίο πραγματικά δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ήταν, θυμάμαι μόνο ότι ήταν με πολεμικές τέχνες. Όχι δεν ήταν το Kung Fu ή το Karate Kid. Μπορούσες να ρίξεις χαμηλή κλωτσιά, και ο φίλος μου ο Αλέξανδρος μου φώναζε «ΒΑΡΑ ΤΟΝ ΣΤΟ ΤΣΟΥΤΣΟΥΝΙ! ΣΤΟ ΤΣΟΥΤΣΟΥΝΙ!»

Οπότε το τσουτσούνι είναι αυτό που έχουν οι άντρες ανάμεσα στα πόδια τους. Το πέος. Το πουλί. Η *εισάγετε εδώ άσχημη λέξη που δεν μου αρέσει καθόλου για να περιγράφει αυτό που έχω μέσα στο παντελόνι μου*. Η σκέτη τσουτσού είναι μια μάλλον ειρωνική εκδοχή η οποία δεν χρησιμοποιείται όπως το τσουτσούνι, κυρίως από παιδιά δηλαδή, και μου φέρνει στο μυαλό κάτι το μικρό, ανίσχυρο, κάτι το όχι και τόσο αρσενικό τέλος πάντων. Ενώ το τσουτσούνι, αν και αστεία λέξη, έχει μια υπόσταση, πώς να το κάνουμε, το νι κάνει την διαφορά!

Ας παρατηρήσουμε και δυο εναλλακτικές ερμηνείες του παγκόσμιου προθέματος τσουτσου-.

Στα ιαπωνικά, το chu-chu είναι ονοματοποιία για το φιλί. Ναι, το ματς-μουτς στα ιαπωνικά είναι τσουτσού.

Τσού-τσού-τσουρου-τσού-τσού-τσουτσου-ρού. Τσουτσούρου; Χμ! Κάπου μπορεί και να μας έστειλε το τρελό-Katamari. Τσουτσουρώνω, τσουτσουριάζω: ερεθίζομαι! Τα παιδάκια μπορεί να είναι πιο κοντά στην ωμή, ενήλικη πραγματικότητα απ’ότι θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν! Αν και τότε θα έπρεπε να λέγαμε το τσουτσουρόνι ή το τσουτσουρίνι (!) Η ιδέα ότι όλο αυτό το (κατα τ’άλλο γαμάτο) τραγούδι, με όλη του την χαζοχαρά, μπορεί να μιλάει για τσουτσούδες — να ‘το κι άλλο θηλυκό ουσιαστικό σε -ού! — με κάνει να χαμογελάω ανεξέλεγκτα.

Choo-choo, ο ήχος που κάνουν τα τραίνα στην βρετανική ονοματοποιία. Charlie the Choo Choo, όπως συναντούμε και στο έπος του Stephen King, το Dark Tower. Tσαφ-τσουφ που θα λέγαμε εμείς.

Ίσως και αυτό το φαινομενικά αθώο, παιδικό τραγουδάκι, να είναι ανέλπιστα, επικίνδυνα κοντά στην ουσία του πράγματος. Τα μικρά προετοιμάζονται από νωρίς για την μετα-εφηβική τους ζωή. Οι Python το λένε καλύτερα απ’όσο εγώ θα μπορούσα ποτέ ακόμα και να φανταστώ.

Τα τραίνα που μπαίνουν σε τούνελ έχουν χρησιμοποιηθεί πολύ ως υπονοούμενα για σεξ, όπως και τα πυροτεχνήματα, οι πύραυλοι και άλλα διάφορα φροϋδικά.

Πίσω όμως στην δική μας ονοματοποιία: θα μπορούσε ποτέ η τσουτσού, μια διπλή άρνηση ουσιαστικά και τελικά ίσως και μια κατάφαση (εξαρτάται ποιον ρωτάτε), να κρύβει ανείπωτα μυστικά για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, περισσότερα απ’όσα θα μπορούσαμε ποτέ να καταλογίσουμε σε μια «παιδική» λεξούλα;

Αστείες Λέξεις #1

Τις τελευταίες μέρες έχω ξεκινήσει μια αναζήτηση για ιδιαίτερες ελληνικές λέξεις τις οποίες, αφού εντοπίσω, γράφω στο σημειωματάριο μου με σκοπό να φτιάξω μια γκράντε λίστα γλωσσικών μονάδων των οποίων το άκουσμα και μόνο είναι αρκετό για να εμπνεύσει το γέλιο (αν μπορούσα να εξηγήσω τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να γελάνε δεν θα ήμουν εδώ τώρα αλλά κάπου μακριά, πλούσιος, διάσημος και με πόνο στα μάγουλα).

Δύο από τις λέξεις που έχω συλλέξει μέχρι τώρα είναι η «αρκούδα» και η «κουράδα».

Εμπρός, πείτε τις φωναχτά. ΑΡΚΟΥΔΑ! ΚΟΥΡΑΔΑ! Γελάστε μόνοι σας με την σύνδεση των ήχων με τις εικόνες. ΑΡΡΡ-ΚΟΥ(!)-ΔΔΑ! Σκέφτεστε ένα μαλιαρό, σεβάσμιο τετράποδο του δάσους ή των παγετώνων (είναι το αντίστροφο τεστ του «Μην σκέφτεστε μια πολική αρκούδα», μια προσταγή η οποία απλά είναι αδύνατο να εκτελεσθεί, γεγονός που κατα τα λεγόμενα αποδεικνύει την αδυναμία του ανθρώπινου εγκεφάλου να σκέφτεται με αρνήσεις.) ΑΡΚΟΥΔΑ!

Εμένα πάντως μου φαίνεται ακόμα πιο αστείο το γεγονός ότι η λέξη αρκούδα προέρχεται από την Άρκτο, (ναι, από εκεί βγαίνει και η Αρκτική, η Αντ-αρκτική — απέναντι από την Αρκτική — καθώς, οι Άρκτοι, οι αστερισμοί, πάντα έδειχναν προς τον Βορρά. Έτσι ο Βορράς ήταν Αρκτικός — the land of bears!) και το υποκοριστικό -ούδα, το οποίο χρησιμοποιείται ευραίως στην Μυτιλήνη για θηλυκά ουσιαστικά, αλλά φαντάζομαι δεν γνωρίζει γεωγραφικό περιορισμό. Όπως ο λέων έγινε λεοντ-άρι και το κούνι έγινε κουν-έλι (αστειεύομαι).

Η κουράδα το μόνο που μου φέρνει στο μυαλό είναι μια αντίστοιχη, παραμορφωμένη υποτίμηση ενός κούρου — ναι, των αρχαίων. Μπορώ να φανταστώ έναν κούρο να πήγαινε ωραίος, γυμνασμένος και τέλειος στους Ολυμπιακούς Αγώνες με ένα μικρό όμως μειονέκτημα — να ήταν μικρότερου αναστήματος από τους υπόλοιπους. Οι συναγωνιζόμενοι του, εκμεταλλευόμενοι αυτή του την φυσική του ατυχία και χωρίς κανέναν σεβασμό στην — ως γνωστόν, από τότε κιόλας ανύπαρκτη — ευγενή άμιλλα, θα έκάναν επίθεση στον ανδρισμό και στην, απαραίτητη για πρωταθλητισμό, αυτοεκτίμηση του κούρου μας με προσβολές στο μήκος κήματος του «Νομίζεις ότι με έχεις στην Ελληνορωμαική μωρή κουράδα;» ή «Μαζί με το ακόντιο, κουράδα, θα φύγεις κι εσύ». Τα υπόλοιπα, φαντάζομαι, είναι ιστορία, από αυτή που δεν γράφεται σε κανένα βιβλίο.

Τι με ενέπνευσε για αυτό το ποστ;

Οι αστείες αυτές λέξεις, που μακάρι να ξέραμε τι τις κάνει αστείες, είναι αναγραμματισμοί η μία της άλλης… Τυχαίο; Δεν νομίζω!