REVIEW: THE BOTANY OF DESIRE: A PLANT’S-EYE VIEW OF THE WORLD

The Botany of Desire: A Plant's-Eye View of the WorldThe Botany of Desire: A Plant’s-Eye View of the World by Michael Pollan

My rating: 4 of 5 stars

Got this from Audible. Actually, no: I got it for free as a kind of gift for being a subscriber but got tired of Audible and its DRM bullshit so I downloaded and listened to a pirated version of this and subsequently unsubscribed from Audible. Ahem.

In this surprisingly old book (it was written in 2002) journalist and plant aficionado Michael Pollan takes the well-worn trope of humans using the evolution of plants for their own benefit (i.e. agriculture) and turns its on its head: what if plants have actually used the evolution of humans for their own benefit?

Just to clarify, and Mr. Pollan was well-aware of this too, anthropomorphising evolution or nature and endowing it with such properties as intelligence and design (or intelligent design) is a figure of speech: as far as we know evolution is as purposeful as the flowing of the rivers and the burning of the stars. I’ll leave that one to you.

 

Botany of Desire
Botany of Desire

So, Michael Pollan’s idea was to take four species of plants–the tulip, cannabis, the apple and the potato– and examine how not just we humans have used them for our own needs, but also how the plants themselves, in an evolutionary tango with our own species, played on our desires and took advantage of us, too. The book has four chapters, one for each human desire responsible for the propagation of each of the four species of plant: sweetness for apples, beauty for tulips, intoxication for cannabis and control for potatoes.

“Great art is born when Apollonian form and Dionysian ecstasy are held in balance.”

In the first part of the book, I enjoyed Pollan’s comparison between the Dionysian and the Apollonian; chaos and order; female and male; yin and yang; nature and culture; the apple’s story and the tulip’s story, which both hold the sperms of their opposite inside them, in true dualist nature. I found this quote particularly interesting: “Great art is born when Apollonian form and Dionysian ecstasy are held in balance”, and it becomes more and more relevant as one goes through the book, seeing in every plant’s story the art manifesting itself through the tug–which at the same time is a balancing act–between human structures imposed on nature and nature’s tendency to defy control. Then there’s structure in nature’s chaos and a part that is natural in human structures and so on.

The chapter on cannabis was a little more daring, given marijuana’s legal status (which is, however slowly, changing around the world) and Mr. Pollan shares his insights on that topic and how human societies brought a species underground, where it’s found new life, too. The Apollonian has won, even though the desire itself is Dionysian. Hm. Are all human desires Dionysian, I wonder?

The last chapter was about GMOs and Monsanto’s control on patented potato seeds, including many many other agricultural plants of course. It’s amazing and telling that this chapter, written 12 years ago, seems to sketch the current situation so eloquently. Even though I come from a family background which is 100% anti-GMO, the arguments posited here about the pros and cons of GMOs as well as the pros and cons of organic agriculture seemed very well balanced and neutral to me, and most of all well-argued; in a few words, as close to an objective view as I could hope for. It’s still pro-organic, but cleverly so: it adds an interesting twist from a philosophical, pragmatical and experiential perspective–e.g. the story of the writer’s own batch of GMO potatoes. I would even suggest reading this chapter alone for a nice eagle’s eye view of what’s wrong with GMOs, what they’re supposedly trying to solve and why they’re most probably not going to solve it, creating other unforeseeable problems along the way.

Pollan managed to blend personal experience with journalistic research quite seamlessly and enjoyably, and I feel as though I came out of this read listen more complete and with a greater sense of appreciation for agriculture. Cause you can’t have agriculture without culture. I’m not giving it five stars because… oh I can’t come up with a reason, but hey, I don’t have to give you one, it’s my gut score! It might have to do with the reader of the audiobook whose voice and intonation sometimes annoyed me. I’d give it a 4.5 though, easily.

Thanks go to Karina for first telling me about this book two years ago or so.

 

View all my reviews

H Φωτογραφία κι εγώ

100_0009

Αυτή είναι η πρώτη ψηφιακή φωτογραφία που τράβηξα ποτέ, τον Οκτώβριο του 2003 (επίσης, είναι ο πατέρας μου μια φωτογραφία του πατέρα μου).

Για την ακρίβεια, όχι: είναι η παλιότερη φωτογραφία μου που σώζεται. Το όνομα της είναι 100_0009.JPG, το οποίο σημαίνει ότι υπήρξαν άλλες 8 πριν από αυτήν τις οποίες για κάποιο λόγο τότε έσβησα. Αν εξαιρέσω τα χιτάκια του γυμνασίου που κατέβαζα με τη 64k ISDN με το KaZaA και για κάποιο λόγο ακόμα δεν έχω σβήσει (περισσότερο βαρεμάρα παρα νοσταλγία), είναι από τα παλιότερα αρχεία που μετά από πολλαπλά φορμάτ, αλλαγές και θανάτους σκληρών δίσκων, ακόμα κάπως υφίστανται, δεν έχουν χαθεί για πάντα όπως πολλές συνομιλίες του MSN, savegames ή sessions του Firefox που άφησαν αυτόν τον κόσμο έπειτα από μια ανωμαλία στην ψηφιακή κανονικότητα. Ήταν με μια Canon PowerShot A60 των 2 ολόκληρων megapixel την οποία είχα αγοράσει από το Ebay, από κάποιο μαγαζί του Καναδά. Σήμερα, με τα ίδια λεφτά που κόστισε στους γονείς μου (δεν θυμάμαι σε ποιους ακριβώς) αυτή η μηχανούλα,  θα μπορούσα να αγοράσω μια αρκετά καλή DSLR.

19/10/2003, 3 μέρες αφού η Α60 κάμερα έπεσε στα χέρια μου
19/10/2003, 3 μέρες αφού η Α60 κάμερα έπεσε στα χέρια μου. Φωτό από την Ινές (υποθέτω)

 

Εκείνη την περίοδο, όσο πήγαινα ακόμα σχολείο, τραβούσα συνέχεια φωτογραφίες. Απλά συνέχεια. «ΦΩΤΟ, ΦΩΤΟ!» φώναζα κάθε τρεις και λίγο, και φίλοι και γνωστοί με κορόιδευαν τρυφερά. Για όλο το Λύκειο ήμουν ο νούμερο ένα καταγραφέας των γεγονότων της ζωής του σχολείου αλλά και της δικής μου ύπαρξης εκτός αυτού. Για μία περίοδο η οποία σημαίνει πια για μένα, αν εξαιρέσεις τους φίλους μου, τόσο λίγα, αυτές οι χιλιάδες φωτογραφίες παραμένουν κειμήλια μιας άλλης πραγματικότητας, ενός άλλου εαυτού. «Ποιος τράβηξε αυτές τις φωτογραφίες;» αναρωτιέμαι όποτε τολμάω να γυρίσω και να κοιτάξω πίσω στις οροσειρές του χρόνου που έχω ήδη διαβεί και φαίνονται στον ορίζοντα. Το καλό είναι πως κάθε φορά που επιστρέφω μου φαίνεται ευκολότερο απ’ότι περίμενα: έχω καταφέρει επιτέλους να αγαπήσω το ποιος είμαι και, το σημαντικότερο, ποιος ήμουν.

Όσο ήμουν στο σχολείο άλλαξα 3 συνολικά μηχανές: απ’ότι φαίνεται δεν ήταν για να κρατάνε αυτές οι Canon. Ίσως φταίει και ότι σε 3 χρόνια τράβηξα ούτε λίγο ούτε πολύ 20.000+ φωτογραφίες και βίντεο. Ο Τσίρκας, τότε, είχε προφητεύσει ότι δεν θα κράταγε τόσο πολύ αυτή η μανία μου. Τότε ήλπίζα να του δείξω πως είχε άδικο. Τώρα χαίρομαι που, τελικά, είχε δίκιο.

Από τη φωτογραφική του Φάνη. Φεβρουάριος 2004
Από τη φωτογραφική του Φάνη. Φεβρουάριος 2004

 

Μία από τις πιο σοκαριστικές συνειδητοποιήσεις -σχετική με τον χρόνο- ήταν πριν λίγους μήνες, όταν κατάλαβα ότι το χρονικό διάστημα μεταξύ του σήμερα και της στιγμής που απόκτησα την πρώτη μου DSLR (δώρο γενεθλίων για όταν έγινα 19 το 2008) ήταν ίδιο με το διάστημα μεταξύ εκείνης ακριβώς της στιγμής και της πρώτης φωτογραφίας που βλέπετε πιο πάνω. Αν η φωτογραφική μου ιστορία ήταν μια γραμμή, εκείνη η μέρα που έπεσε στα χέρια μου το κιτ της e-510 με τους δυο φακούς θα την χώριζε σε δυο ίσου μήκους τμήματα. Πέντε χρόνια κι άλλα πέντε.

Τι είναι όμως πέντε χρόνια; Τι είναι δέκα χρόνια; Αν και τα πρώτα πέντε μου έχουν αφήσει πολύ λιγότερες αναμνήσεις απ’ότι τα επόμενα πέντε (αν εξαιρέσεις τον έναν χρόνο και κάτι στην Μυτιλήνη), στο μυαλό μου ο χρόνος κύλησε πολύ πιο αργά στα πρώτα. Είναι σαν ένα ολόκληρο κομμάτι μου να έχει εξανεμιστεί πλέον, και το μόνο που να απομένει σήμερα να είναι οι φωτογραφίες. Χωρίς τις φωτογραφίες, δεν θα θυμόμουν και πολλά. Όταν βλέπω τις φωτογραφίες του τότε, στιγμές από διαγωνίσματα, ζωή στην τάξη, παλιούς συμμαθητές, το δωμάτιο μου στο σπίτι μας στην Αρτάκης, την παλιοπαρέα και τις μαλακίες που κάναμε (πολλές από τις οποίες κατέγραφα ευλαβικά σε 320×240@15fps video και που τελικά έκοψα και έραψα για να φτιάξω το μεγαλοπρεπές βιντεο-λεύκωμα του Κράματος), γενικότερα τη ζωή στα 15 και στα 16 μου, μπορώ να μπω ξανά – για λίγο – στο πετσί του έφηβου cubi. Ό,τι όμως ξέφυγε από τον φακό των Canon μου έχει σβηστεί.

Όσο μεγάλωνα και «ωρίμαζα» (πιο πολύ με την έννοια του άνθους στο δέντρο που μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε φρούτο, παρα με αυτή του φρούτου που ετοιμάζεται να πέσει απ’το δέντρο) τόσο πιο πολύ έβλεπα την φωτογραφία καλλιτεχνικά. Όλες οι μικρές Canon μου είχαν χειροκίνητες ρυθμίσεις κι έτσι είχα μάθει λίγο πολύ τι σημαίνει κλείστρο, ταχύτητα, διάφραγμα, ISO κτλ, έστω εμπειρικά (που ίσως είναι ο καλύτερος, αν όχι ο μόνος σωστός, τρόπος να τα μάθεις). Από εκεί που η φωτογραφική μου μηχανή ήταν αποκλειστικά καταγραφέας της ζωής μου, μετατράπηκε σε μηχανή πειραματισμού. «Τι θα γίνει αν το πάρω αυτό με χαμηλότερη ταχύτητα; Αν βάλω φλας εδώ; Ας το δοκιμάσω αυτό στο PhotoShop;» Αυτή η αλλαγή με ακολούθησε και στο πανεπιστήμιο. Βλέποντας λοιπόν μια μέρα την μεγάλη Nikon της Καρίνας με τον αποσπώμενο 18-108 φακό («μου προσφέρει ευελιξία!») και το τί μπορούσε να κάνει με αυτή, ζήλεψα. Ήθελα κι εγώ μια τέτοια «σοβαρή» μηχανή. Λίγους μήνες μετά την απόκτησα από κάποιον που την πούλαγε σχεδόν καινούργια στο dpgr.gr. Μπορούσα πλέον να πειραματιστώ όσο ήθελα – και να καταγράψω πιο καλλιτεχνικά και ξεχωριστά από ποτέ!

Καθεδρικός Aachen, 2008. Αμφίεση e-510+emo-μπαγκα. Δεν είμαι για μπουνιές εδώ; Την αλήθεια! Thanks Alex for the pic (and the trip! ^^)
Καθεδρικός Aachen, 2008. Αμφίεση e-510+emo-μπαγκα. Δεν είμαι για μπουνιές εδώ; Την αλήθεια! Thanks Alex for the pic (and the trip! ^^)

 

Από τότε μέχρι σήμερα πέρασα πολλές φάσεις. Έφτιαξα flickr, αγόρασα φακούς, μπήκα στη φωτογραφική ομάδα του πανεπιστημίου, γνώρισα άλλους και άλλες φωτογράφους (σε μια φάση, πάνω από τους μισούς του κοντινού μου κύκλου και της παρέας μου είχαν DSLR, και, ας μη ξεχνάμε, στη Φωτογραφική, αλλιώς και ΦΟΠΑΜ, γνώρισα τη Νένη), έκανα εξορμήσεις, έγινα ψιλο-διάσημος, συμμετείχα σε διαγωνισμούς, αγόρασα τη φιλμάτη μου OM2n, τράβηξα με φιλμ, αγόρασα εξοπλισμό εμφάνισης, εμφάνισα ασπρόμαυρα φιλμ, τα σκάναρα, πήγα σε σχετικό exchange στη Φινλανδία. Αλλαξα στιλ και προτιμήσεις. Πέρασα από τη φάση που μου άρεσαν οι φλου φωτογραφίες. Την ξεπέρασα. Ξαναγύρισα. Οι φωτογραφίες μου τράβηξαν τη δική τους πορεία – αντίστοιχη με την πορεία που τράβηξα κι εγώ: απρόβλεπτη, σποραδική, περίεργη και παιχνιδιάρικη.

Παρ’ όλα αυτά τα κύματα, υπήρχε κάτι που ποτέ δεν μου κάθισε καλά. Όσο περισσότερο μάθαινα τους κανόνες, τόσο περισσότερο ένιωθα ότι έχανα αυτό που έκανε για μένα τη φωτογραφία διασκεδαστική και ταυτόχρονα ένιωθα ότι τράβαγα χειρότερες φωτογραφίες. Αντιμέτωπος με την ασύγκριτη τεχνική άλλων δημιουργών και τις ιδέες τους, συνέχεια ένιωθα (και συνεχίζω να νιώθω) πως τα κάδρα μου ήταν στραβά, η έκθεση λάθος, ότι δεν υπήρχε σημείο ενδιαφέροντος, ότι οι ρυθμίσεις μου για τα χρώματα ήταν κακές, ότι το white balance ήταν άρρωστο, και πολλά πολλά άλλα. Από τη στιγμή που άρχισα να προσπαθώ να τραβάω καλλιτεχνικές φωτογραφίες, άρχισα να πιστεύω λίγο-λίγο ότι πολύ απλά δεν το είχα με τη φωτογραφία.

Παρεπιμπτόντως, ήταν περίπου την ίδια στιγμή που άρχισα να ποστάρω τις φωτογραφίες μου στο deviantArt, στο MySpace και στο Flickr.

Καθώς μεγάλωνα εγώ, ταυτόχρονα ωρίμαζε και το ίντερνετ και συγκεκριμένα ο παγκόσμιος ιστός (μην ξεχνάτε, δεν είναι το ίδιο!) Άρχισα να μοιράζομαι τις φωτογραφίες μου γεμάτος καμάρι (τηρουμένων των μετριοπαθών αναλογιών) τη στιγμή που το Web 2.0 είχε δώσει τη σκηνή και τον προβολέα σε μένα – ή τουλάχιστον έτσι με είχε κάνει να πιστεύω. Ξανά και ξανά βρήκα τον εαυτό μου να ανεβάζει φωτογραφίες που πίστευα ότι ήταν αποστάγματα της καθαρής δημιουργικότητας μου και να απολαμβάνω την παγερή αδιαφορία του Τυχαίου Επισκέπτη. Με λίγα λόγια: οι φωτογραφίες μου που νόμιζα ότι ήταν οι καλύτερες, οι αγαπημένες μου, ποτέ δεν τράβηξαν τα βλέματα, ούτε γνωστών ούτε αγνώστων. Οι στιγμές που είχα αποτυπώσει που έκαναν το είναι μου να αγαλιάζει δεν συγκίνησαν κανέναν – παρα μόνο αυτούς που με ήξεραν προσωπικά και μπορούσαν να καταλάβουν, κι αυτό είναι το κλείδι (αν και όχι αυτό που πραγματικά επιθυμείς όταν ανεβάζεις τις φωτογραφίες δημοσίως).

Αυτή είναι μάλλον η πιο δημοφιλής φωτογραφία που τράβηξα ποτέ, με 766 views στο flickr. Τα tags κάνανε τη δουλειά τους... Κατα τ'άλλα, είναι μια ελιά.
Αυτή είναι μάλλον η πιο δημοφιλής φωτογραφία που τράβηξα ποτέ, με 766 views στο flickr. Τα tags κάνανε τη δουλειά τους…

 

Αργότερα κατάλαβα ότι οι φωτογραφίες μου, σαν προσωπικό στιλ και μέσο έκφρασης, θέλω τελικά να αγγίζουν το εγκεφαλικό, όχι το καθαρά αισθητικό, να είναι η αφετηρία ενός πολυμεσικού και πνευματικού παιχνιδιού το οποίο θα ερέθιζει τη γλώσσα και τη φαντασία, όχι μόνο τα μάτια. Πήρε καιρό μέχρι να φτάσω σε αυτό το συμπέρασμα και να αποδεχτώ ότι αυτό είναι που μου αρέσει, και για πολύ καιρό δεν μπορούσα να καταλάβω ότι ο τρόπος μου δεν ήταν ο ευκολότερος για κάποιον ο οποίος δεν θα με ήξερε ή θα έβλεπε τη φωτογραφία γι’αυτό που φαινόταν. Ο τρόπος μου ήταν διαφορετικός από το κοινό, από το γνωστό, αλλά ήθελα να συναγωνιστώ μαζί του – δεν υπονοώ ότι το εύκολο είναι χειρότερο, απλά απαιτεί ένα διαφορετικό είδος αντίληψης (intuitive vs sensing // αισθητικό vs διαισθητικού).

Στην πορεία, διάφορα σάιτ και πετυχημένα κανάλια ρύθμισαν το ασυνείδητο μου σχετικά με το τι σημαίνει καλή και όμορφη φωτογραφία. Οι βόλτες μου στο flickr και σε άλλα σάιτ φωτογραφίας με έκαναν να νιώσω μικρός. Αρκετές φωτογραφίες μου επιρεάστηκαν -δυστυχώς- από αυτά τα πρότυπα, όμως ποτέ δεν μπόρεσα στ’αλήθεια να τα μιμηθώ, ίσως γιατί δεν τα ένιωθα πραγματικά δικά μου. Παίζει ρόλο φυσικά και το ότι για να γίνεις γνωστός πρέπει να πλασάρεις τις φωτογραφίες ή/και τον εαυτό σου με τον σωστό τρόπο, πρέπει να κάνεις δημόσιες σχέσεις. Κι αυτό είναι απλά κάτι που δεν ήθελα και εξακολουθώ να μη θέλω να κάνω. Αυτό που άργησα να καταλάβω είναι ότι το να είσαι πετυχημένος και διάσημος στο flickr και στο web γενικότερα δεν σημαίνει ότι βγάζεις καλές φωτογραφίες, αλλά ότι βγάζεις δημοφιλείς φωτογραφίες. Και ποιος δεν θέλει να είναι δημοφιλής;

Χάβι, Δαβίδ κι εγώ. Με την ΟΜ2n στον λαιμό. Οι φωτογραφίες εκείνης της νύχτας, από τις τελευταίες του Erasmus, χάθηκαν για πάντα. Pic by Kamila the Polish girl.
Χάβι, Δαβίδ κι εγώ. Με την ΟΜ2n στον λαιμό. Οι φωτογραφίες εκείνης της νύχτας, από τις τελευταίες του Erasmus, χάθηκαν για πάντα, γιατί το φιλμ ξεκόλλησε απ΄το καρούλι. Pic by Kamila the Polish girl.

 

Δημοφιλής. Γνωστός. Αποδεκτός. Εκτιμημένος.

Αν σκάψω βαθιά (αλλά όχι και τόσο βαθιά), αυτές τις λέξεις θα βρω σαν απάντηση στο γιατί η φωτογραφία με συνόδεψε αυτά τα χρόνια.

Αρχικά, ήθελα αποδείξεις, εξωτερικεύσεις αυτών που έβλεπα και βίωνα, όπως έλεγε και ο τύπος στο Alice in den Städten που είδαμε με τη Δάφνη χτες. Βασικά δεν είμαι σίγουρος αν αυτό έλεγε αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό πήρα οπότε το κρατάω έτσι. Αποδείξεις για αυτά που ζούσα. Αντικειμενικές αποδείξεις που θα μπορούσα να μοιραστώ, να αρχειοθετήσω, να κρατήσω και να εξασφαλίσω την ύπαρξη τους στο μέλλον. Μια ψηφιοποίηση της ζωής μου και των άλλων, όσο πίστευα τότε πως η φωτογραφία πραγματικά απαθανάτιζε (απο + αθανατίζω [<αθάνατος]) τη ζωή. Μόνο έτσι θα μπορούσα να μοιραστώ το ποιος πραγματικά είμαι </drama_queen> και να ανακαλύψουν όλοι οι άλλοι, που δεν με αποδεχόντουσαν, ποιος ήμουν πραγματικά! Έλα όμως που δεν λειτουργεί ακριβώς έτσι… Οι ανάγκες των ανθρώπων παραμένουν, και αυτή η ανάγκη μου για αποδοχή αργότερα μεταμορφώθηκε στην ανάγκη για καλλιτεχνική επιβεβαίωση.

Πόσταροντας φωτογραφίες ονλάιν μπορείς να καταφέρεις τρία πράγματα: 1) να δείξεις τί ζωή κάνεις, 2) να δείξεις πόσο γαμάτες φωτογραφίες τραβάς αλλά και 3) να δημιουργήσεις μια καλλιτεχνική ιντερνετική περσόνα. Ποτέ δεν έπεσα τελείως θύμα αυτής της ματαιόδοξης παγίδας, αλλά φλέρταρα επικίνδυνα μαζί της αρκετές φορές. Ενδεικτικά, η Δάφνη μου έχει πει ότι είμαι διαφορετικός όπως φαίνομαι στο μπλογκ μου και διαφορετικός στην πραγματικότητα. Αυτό είναι μια επιτυχία ή όχι; Το ψάχνω ακόμα, ποιος είμαι, ποιος θέλω να είμαι, ποιος θέλω να φαίνομαι ότι είμαι, αν έχουν σημασία όλα αυτά τελικά κ.ο.κ. Και το γεγονός ότι μου έχει σφηνώσει στο μυαλό ότι ακόμα και το να επιλέξω να μην δημοσιεύω φωτογραφίες για λόγους γοήτρου, απλότητας ή τρόπου ζωής είναι και αυτό μια κατασκευασμένη ταυτότητα που θα προάγω με συγκεκριμένους τρόπους, δεν βοηθάει τα πράγματα…

Οι φάτσες έχουν καταλήξει να είναι από τα αγαπημένα μου θέματα.
Οι φάτσες έχουν καταλήξει να είναι από τα αγαπημένα μου θέματα.

 

Φέτος λοιπόν έχω βγάλει πολύ λίγες φωτογραφίες, ειδικά αν βάλω κάτω πόσα ταξίδια έχω κάνει. Σίγουρα φταίει ότι τώρα (ξανα)έχω και τη δυνατότητα να τραβήξω και βίντεο (το οποίο δείχνει πως η επιλογή δεν είναι πάντα καλό πράγμα) Συνεχώς διερωτάμαι «γιατί θέλεις να το φωτογραφίσεις αυτό; Τι θέλεις να δείξεις; Ποιον προσπαθείς να εντυπωσιάσεις; Δεν σου φτάνει απλά να το κοιτάζεις, να το απολαμβάνεις;» Είναι μια σκέψη που σίγουρα δεν μοιράζονται πολλοί μαζί μου: συνεχώς βλέπω περισσότερες φωτογραφίες και φωτογράφους (το οποίο αυτόματα ρίχνει κατακόρυφα την αξία της ίδια της φωτογραφίας) και νιώθω όλο και λιγότερη θέληση να μπω σε όλο αυτό, να συνεχίσω να καταγράφω ή να δημιουργώ. Και αν δημιουργώ, μπορεί να μην το ποστάρω για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Βρίσκω πως αυτά που μπορώ να πω για τη ζωή μου, για τη ζωή των άλλων και τη ζωή γενικότερα με τη φωτογραφία, δεν συμβαδίζουν με αυτά που είμαι καλύτερος ή πιο ικανός στο να λέω ή με αυτά που θέλω να πω.

Σίγουρα έχει να κάνει και με τον καταιγισμό εικόνας που βλέπω παντού στο web πια, απ’το Tumblr (λινκ για το δικό μου) και τη μια καταπληκτική φωτογραφία μετά την άλλη («τι μπορώ εγώ να συνεισφέρω άραγε σε αυτή την τελειότητα;») μέχρι το facebook και το Instagram, όπου κάθε ασημαντότητα και μικρότητα είναι άλλη μια ευκαιρία για τα προβάλλουμε τον ναρκισισμό μας, το πόσο γαμάτοι είμαστε και το πόσο γαμάτα πράγματα κάνουμε. Θέλω να κάνω γαμάτα πράγματα, αλλά όλο και περισσότερο νιώθω πως δεν είναι ευγενικό, πρέπον ή… πώς να το πω… θα προσπαθήσω να το πως όσο λιγότερο σνομπίστικα μπορώ: πολιτισμένο, να τα εικονοποιώ και να τα κάνω προιόντα, διαφημίσεις για την οντότητα cubilone στον παγκόσμιο δίκτυο τελειότητας, εντυπωσιασμού και καμένης δημιουργικότητας και σύγκρισης στο οποίο μεταλλάσσεται το ψηφιακό περιβάλλον.

Το να ποστάρεις τη φάτσα σου είναι στο κέντρο ενός τεράστιου πλέγματος σκέψεων, προσδοκιών και κοινωνικών σχέσεων. Και αν το σκεφτείς, είναι... ΠΕΡΙΕΡΓΟ!
Η κίνηση να φωτογραφίζεις και να ποστάρεις τη φάτσα σου είναι στο κέντρο ενός τεράστιου πλέγματος σκέψεων, προσδοκιών και κοινωνικών σχέσεων.  Αν το σκεφτείς, είναι… ΠΕΡΙΕΡΓΟ!

 

Οι ψηφιακές κοινότητες σε κάνουν να θέλεις να ανταγωνιστείς τους άλλους σε δημοτικότητα και να νιώσεις αγαπητός, κι έτσι αγχώνεσαι για τα πόσο likes ή favs θα έχει μια φωτογραφία – παύει να είναι απλά η καλλιτεχνική σου έκφραση. Είναι ειρωνικό πως έχω σπουδάσει πολιτισμική τεχνολογία και επικοινωνία και έχω αυτές τις αιρετικές απόψεις… αλλά έχω ακαδημαϊκοποιηθεί αρκετά ώστε να καταλαβαίνω πως ακόμα και το γεγονός ότι η εικόνα θεοποιείται μέσω των ψηφιακών μέσων και η κριτική σε αυτό το γεγονός είναι και αυτή, αναμφίβολα, μέρος του ψηφιακού πολιτισμού, από μόνο του χαίρει ανάλυσης.

Τι θα γίνει από εδώ και πέρα, δεν το ξέρω. Προφανώς η σχέση μου με τη φωτογραφία είναι πολύπλοκη και δεν μπορώ ούτε και θέλω να την εγκαταλείψω τόσο εύκολα. Πιστεύω όμως όλο και λιγότερο στους φωτογράφους ή στους κανόνες: στο I See Green είδα παιδιά να τραβάνε καταπληκτικές και εμπνευσμένες φωτογραφίες με τα κινητά τους ή με μηχανές που δεν ήξεραν καν πώς λειτουργούσαν, κι εγώ, νιώθοντας την ανάγκη να τραβήξω κάτι ιδιαίτερο ή αξιόλογο (και με τους κανόνες σταθερά στο μυαλό), με τον καλό φακό και την καλή μηχανή δεν είχα τελικά τίποτα να δείξω. Αυτό ήταν τροφή για σκέψη και έμπνευση…

Θέλω να αντισταθώ στην υπέρτατη δύναμη της εικόνας και να μην χάσω όλα όσα μπορείς να χάσεις αν την αφήσεις να διεισδύσει μέσα σου ολοκληρωτικά. Θέλω να ζω στο τώρα, και φωτογραφίζοντας το τώρα, αναγκαστικά ζεις στο πριν, στο χτες, ή ακόμα μεταφέρεις την απόλαυση της στιγμής στο αύριο. Απ’την άλλη, έρχοντας σε επαφή με την μπλοκαρισμένη μου δημιουργικότητα, θέλω να δείξω πράγματα, ομορφιά, να μοιραστώ ακριβώς αυτές τις στιγμές με τον δικό μου καλό τρόπο, και όχι τον δημοφιλή ή τον σωστό τρόπο. Θέλω να (ξανα)γίνω καλλιτέχνης της φωτογραφίας, όχι ένα θύμα της δύναμης της, της ευκολίας. Να εκφραστώ με τη βοήθεια της, όχι να δειχτώ ή να την χρησιμοποιήσω ως προστασία απέναντι στη ροή του χρόνου. Να μην απογοητευτώ από το πόσο δύσκολο μου φαίνεται να ακολουθήσω τους κανόνες, αλλά να τους αφήσω να με οδηγήσουν μακριά τους. Να την αφιερώσω και να την προσφέρω στους άλλους, όχι να σαγηνεύσω τους άλλους με αυτήν.

Σε άλλα 10 χρόνια θα σας πω τα αποτελέσματα αυτής της αναζήτησης – ή θα τα δείτε, αν οι λέξεις μέχρι τότε είναι άχρηστες.

cubi negative

Αστείες Λέξεις #3

Λόρδα

Αίγινα, Δεκέμβριος 2009.

Εγώ, η Ινές, η Καρίνα και ο Άγγελος παίζουμε ένα παιχνίδι, στο οποίο ένας από τους παίκτες (ας πούμε η μάνα) ψάχνει στο λεξικό για περίεργες, αστείες λέξεις που, αν ξέρει τι σημαίνουν, ελπίζει να μην τις ξέρουν οι υπόλοιποι. Για κάθε λέξη που ακούνε οι παίκτες, πρέπει ο καθένας να γράψει σε ένα χαρτάκι τι πιστεύει οτί σημαίνει η λέξη. Κερδίζει την λέξη όχι αυτός/η ο οποίος θα γράψει τον σωστό ορισμό, αλλά αυτός/η που θα δώσει τον πιο ευρηματικό ορισμό ή αυτόν ο οποίος τελικά θα άξιζε περισσότερο να συνοδεύει αυτή την λέξη σε ένα λεξικό.

Όταν είχε έρθει η σειρά μου να βάλω λέξεις, μια από τις λέξεις που διάλεξα ήταν η λόρδα. Σκέφτηκα την έκφραση «με κόβει η λόρδα»… Όμως διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα να δώσω ακριβή ορισμό του τι σημαίνει ακριβώς λόρδα. Μαχαίρι; Στομάχι, στομαχόπονος; Κάποια σιντοϊστική θεότητα η οποία κυβερνά την πείνα, γνωστή στην Ιαπωνία ως Roruza?

Κοίταξα τον ορισμό και η απάντηση ήταν η εξής απλοϊκή: η πείνα.

Ναι, αλλά αυτό δεν το ήξεραν οι συμπαίκτες μου! Τι διαβολικοί «ψευδο»-ορισμοί θα μπορούσαν να τους κατεβούν;;

Η Ινές (απ’ότι θυμάμαι) σκέφτηκε το ιδιοφύες «η πορδή των λόρδων».

Αφού το βρήκα εξαίσια ευρηματικό, την ρώτησα: «και πώς λες ότι μπορεί να είναι η πορδή των λόρδων; Ένα τσιριχτό και βραχύ πριτς;» «Όχι», μου απάντησε χαχανίζοντας, «μάλλον σαν ένα φφφφφ!»

Και η αγνή, απέριττη, ισοπεδωτικά παγκόσμια πορδή αξίζει αναφορά. Πείτε την αργά και τονισμένα. Και φανταστείτε τι ακριβώς περιγράφει.

Φφφφφ... Ο Βύρων ήταν γνωστός για τις μυρωδάτες λόρδες του στους κύκλους των Φιλελλήνων.

Τούμπανο

Να μια πολύ, πολύ ενδιαφέρουσα λέξη. ΤΟΥΜΜΜΜΠΑΝΟ.

Χαρακτηρίζει συνηθέστερα βυζιά (δοκιμάστε ένα image search με την λέξη “τούμπανο” στο google και θα με θυμηθείτε… ΤωΤ), κώλους και ανθρώπους γενικότερα όταν έχουν μεγάλους μύες, («είναι τούμπανος»), αλλά το συναντάμε συχνά και για κοιλιές, το δάχτυλο μου αφού το δάγκωσε *εισάγετε το αγαπημένο σας επικίνδυνο ασπόνδυλο εδώ*, σουβλάκια (ή πίτες, αν η απόσταση σας από την Ακρόπολη μετριέται με τουλάχιστον τριψήφιο αριθμό χιλιομέτρων), σάντουιτς, καφέδες, τσιγάρα, ναργιλέδες, ηχεία, υπολογιστές, αυτοκίνητα…

Κοιτάζοντας αυτή την πληθώρα λέξεων, οι οποίες εκ πρώτης όψης φαίνονται άσχετες αλλά παρολαυτά μπορούν να περιγραφούν ως τούμπανα, διακρίνω μια εννοιολογική σύγκλιση. Όλα τα παραπάνω είναι τούμπανα όταν είναι τόσο φουσκωμένα που φαίνονται σαν να μπορούν να σκάσουν, να ξεχειλίσουν. Τα χαρακτηρίζει μια ελκυστική πληθωρικότητα. Ενδιαφέρον είναι πως για να είναι κάτι τούμπανο, πρέπει να έχει υπόσταση, περιεχόμενο. Ένα μπαλόνι, έτσι όπως έχω στο μυαλό μου τα ελληνικά, δεν μπορεί να είναι τούμπανο, ένας ναργιλές όμως μπορεί – εδώ μπορεί η τουμπανότητα του ναργιλέ να αναφέρεται κυριολεκτικά στην πυκνότητα του καπνού, αλλά και στο πόσο βαρύς είναι. Οπότε, το τούμπανο μπορεί να αναφέρεται και σε μια ωμή ισχύς ή σε ένα βάθος: τούμπανα ηχεία υποδηλώνουν καλά μπάσα ταυτόχρονα συνήθως με μια στιβαρή, βαριά, «πληθωρική» κατασκευή η οποία φαίνεται μετα βίας να συγκρατείται από την εξωτερική επένδυση. Είναι ενδιαφέρον ότι το ίδιο το ΟΥ του τΟΥμπανου είναι βαθύ και μπάσο (φανταστείτε να λέγατε τύμπανο;), όποτε ίσως έχουμε να κάνουμε με μια ελαφριά και υποσυνείδητη ονοματοποιία.

Μιλώντας για τύμπανα λοιπόν… Τι σχέση έχει η έννοια της λέξης τούμπανο, της τιγκαρισμένης (χμμ… τίγκα… καθόλου μακριά από άποψη νοήματος) πληθωρικότητας, με αυτό;

Απ’όσο μπορώ να καταλάβω, πρώτα πρέοκυψε η σύνδεση του ανθρώπινου σώματος με το τύμπανο, από την άποψη ότι τα «φουσκωμένα, τιγκα, γεμάτα, έτοιμα να σκάσουν» βυζιά/ποντίκια/οπίσθια θα έχουν επιφάνεια η οποία αναγκαστικά θα είναι τεντωμένη και σκληρή, όπως η μεμβράνη ενός τυμπάνου. Αφού χρησιμοποίηθηκε η λέξη για να περιγράψει αυτά τα χυμώδη μεν, σκληρά δε μέρη του ανθρώπινου σώματος, μπορούμε να φανταστούμε πως σε δεύτερη φάση άρχισε να χρησιμοποιείται για να περιγράψει άλλες υπάρξεις του κόσμου που η πληθωρικότητα τους, κυριολεκτικά ή μεταφορικά,  βρώσιμα ή μη, θυμίζει την σεξουαλική πληθωρικότητα όσων αποκαλούμε τούμπανα. Το ού αντί του ύ μάλλον ήρθε επειδή ακούγεται πιο ουμφάτο, πιο περιεκτικό, πιο γεμάτο. Βέβαια, τα τύμπανα δεν είναι πληθωρικά, έχουν μόνο αέρα μέσα τους! Αλλά τι μας νοιάζει, από την στιγμή που μπορούμε να λέμε ΤΟΥΟΥΟΥΜΜΜΜΜΠΠΠΠΑΝΟ και να γουστάρουμε! 8ζ

Grace Slick – Manhole

Αίγινα, Καλοκαίρι 2009

Εγώ: Έχω κατεβάσει πολλή μουσική τελευταία, διάφορα συγκροτήματα που δεν έχω ακούσει ακόμα! (κάτι τέτοιο πρέπει να είχα πει, δεν θυμάμαι!)
Ηρώ: Αλήθεια, μπορείς να βρεις τα πάντα; Ψάχνω συγκεκριμένη μουσική πολύ καιρό και δεν μπορώ να την βρω πουθενά.
Εγώ: Για πες!
Ηρώ: Το ένα που ψάχνω για τον Ravi Shankar με την συνεργασία που έκανε με τον John McLaughlin/τους Shakti.
Εγώ: *σημείωνω σε χαρτί τα ονόματα* … δεν τους έχω ξανακούσει. Τι άλλο;
Ηρώ: Το Manhole της Grace Slick το ξέρεις;
Εγώ: Όχι… (ποια είναι η Grace Slick;! — ήξερα την φωνή της αλλά το όνομα δεν μου έλεγε κάτι)
Ηρώ: Άκουγα αυτό τον δίσκο όταν ήμουν φοιτήτρια στο Παρίσι. Ήταν από τους αγαπημένους μου. Έβαζα τα ακουστικά και χανόμουν…
Εγώ: *με ενδιαφέρον και θαυμασμό για αυτό το μικρο παραθυράκι στο παρελθόν* ΟΚ, θα τον ψάξω!!

Και τον βρήκα. Και, αν και δεν είναι από τους αγαπημένους μου δίσκους — τελεία! –, μου αρέσει πολύ. Η Grace Slick ήταν η τραγουδίστρια των Jefferson Airplane, τουλάχιστον έτσι ξεκίνησε την καριέρα της. Το Manhole ήταν ο πρώτος της solo δίσκος. Υποτίθεται ότι θα ήταν το soundtrack για μια ταινία η οποία θα λεγόταν Manhole. Μια ταινία που τελικά δεν δημιουργηθήκε ποτέ. Φανταστείτε να είχαμε το OST κάποιας τώρα διάσημης ταινίας, χωρίς την ίδια την ταινία. Εγώ πάντως θα έφτιαχνα μια ταινία βασισμένη σε αυτό το σάουντ-τρακ. Κανείς που ενδιαφέρεται;

Lyrics

Sometimes it’s easy to believe it, sound may be the warmest thing he’s found. He just starts
Playing, then he says to me, “Ready your body for love, there is no gravity here.
Look up, the roof is gone and the long hand moves right on by the hour. Look up – the roof is gone.

La musica de españa es para mi como la libertad.
Canta como si la libertad es suiyo
Convenir resuena para escapar.
Escuche viento norte escuche.
Como corneta nevada corneta
Cantar.
Alrededor vient oriente vient oriente enroyar disenroyar cuerdas que gritan
Cuerdas que cantan.

Spanish wind keeps telling me how it feels to sing free. It keeps blowing on me, it keeps showing me
Another way to listen. And if you hear the wind singing just like someone singing for your love,
The more it sings, the more you know, horns and strings and time will show – show you freedom
Como libertad – if he looks good when you see him, if it sounds good when you hear it – if he feels
Like a good man, when you touch him, when you come near him – I keep thinking about the way
You keep appearing in my ear.

Viento del sur suena como carne caliente en tambor – carne en carne pero viento oeste resuena
Como alas metalicas. Giralda vena demonstrando el camino lamentando se por la noche.
La rueda de yairro hierro en frente del sol.
Cuatro pedazos de metal con puntas.
Corta el aire corta el cielo la hentes compelados para delatar resonar resonar escapar.

And if you hear the singing silver wind – fly, sailing human bird – fly into me.
Look up – the roof is gone and the long hand moves right on by the hour. Look up
Listen – the north wind sounds like freezing horns sailing through the east wind – and the east wind
Has winding unwinding strings – south wind sounds like skin on drums, skin on skin but the west wind,
Ah the west wind echoes like metal wings – like a weathervein whining through the night
Iron wheel turns in front of the sun, four pronged metal cuts the sky. Man must fly!

Convenir resuena escapar – escapar.

If he wants to leave and follow the sound of the wind, he’s going to sing as it blows. Let him go.
He’ll make the long faces smile, he’ll turn the dead air into sound. He’ll come back on the circle

He’s not gone, he’s just going around.

Κάπου εδώ αρχίζει η έκσταση…

Don’t tie him down, he wants to run – Give him the sun.
Don’t tie him down, he wants to run – Give him the sun.
And if you see – you think that man is going to leave – you can follow him but he’s already gone.
Don’t tie her down, she wants to run – Give her the sun.
Don’t tie her down, she wants to run – Give her the sun.
And if you see – you think that woman is going to leave – you can follow her but she’s already gone.
Don’t tie me down, I want to run – Give me the sun.
Don’t tie me down, I want to run – Give me the sun.
And if you see – you think that I’m just about to leave, you can follow me – but I’m already gone.

Η Ηρώ είναι η μητέρα της Ινές και της Καρίνας, σύζηγος του Nejib και αδερφή της Βάσως, της γυναίκας του πατέρα μου. Τρία ζήτω! για τους Μπενεσαγιάδες!