H Φωτογραφία κι εγώ

100_0009

Αυτή είναι η πρώτη ψηφιακή φωτογραφία που τράβηξα ποτέ, τον Οκτώβριο του 2003 (επίσης, είναι ο πατέρας μου μια φωτογραφία του πατέρα μου).

Για την ακρίβεια, όχι: είναι η παλιότερη φωτογραφία μου που σώζεται. Το όνομα της είναι 100_0009.JPG, το οποίο σημαίνει ότι υπήρξαν άλλες 8 πριν από αυτήν τις οποίες για κάποιο λόγο τότε έσβησα. Αν εξαιρέσω τα χιτάκια του γυμνασίου που κατέβαζα με τη 64k ISDN με το KaZaA και για κάποιο λόγο ακόμα δεν έχω σβήσει (περισσότερο βαρεμάρα παρα νοσταλγία), είναι από τα παλιότερα αρχεία που μετά από πολλαπλά φορμάτ, αλλαγές και θανάτους σκληρών δίσκων, ακόμα κάπως υφίστανται, δεν έχουν χαθεί για πάντα όπως πολλές συνομιλίες του MSN, savegames ή sessions του Firefox που άφησαν αυτόν τον κόσμο έπειτα από μια ανωμαλία στην ψηφιακή κανονικότητα. Ήταν με μια Canon PowerShot A60 των 2 ολόκληρων megapixel την οποία είχα αγοράσει από το Ebay, από κάποιο μαγαζί του Καναδά. Σήμερα, με τα ίδια λεφτά που κόστισε στους γονείς μου (δεν θυμάμαι σε ποιους ακριβώς) αυτή η μηχανούλα,  θα μπορούσα να αγοράσω μια αρκετά καλή DSLR.

19/10/2003, 3 μέρες αφού η Α60 κάμερα έπεσε στα χέρια μου
19/10/2003, 3 μέρες αφού η Α60 κάμερα έπεσε στα χέρια μου. Φωτό από την Ινές (υποθέτω)

 

Εκείνη την περίοδο, όσο πήγαινα ακόμα σχολείο, τραβούσα συνέχεια φωτογραφίες. Απλά συνέχεια. «ΦΩΤΟ, ΦΩΤΟ!» φώναζα κάθε τρεις και λίγο, και φίλοι και γνωστοί με κορόιδευαν τρυφερά. Για όλο το Λύκειο ήμουν ο νούμερο ένα καταγραφέας των γεγονότων της ζωής του σχολείου αλλά και της δικής μου ύπαρξης εκτός αυτού. Για μία περίοδο η οποία σημαίνει πια για μένα, αν εξαιρέσεις τους φίλους μου, τόσο λίγα, αυτές οι χιλιάδες φωτογραφίες παραμένουν κειμήλια μιας άλλης πραγματικότητας, ενός άλλου εαυτού. «Ποιος τράβηξε αυτές τις φωτογραφίες;» αναρωτιέμαι όποτε τολμάω να γυρίσω και να κοιτάξω πίσω στις οροσειρές του χρόνου που έχω ήδη διαβεί και φαίνονται στον ορίζοντα. Το καλό είναι πως κάθε φορά που επιστρέφω μου φαίνεται ευκολότερο απ’ότι περίμενα: έχω καταφέρει επιτέλους να αγαπήσω το ποιος είμαι και, το σημαντικότερο, ποιος ήμουν.

Όσο ήμουν στο σχολείο άλλαξα 3 συνολικά μηχανές: απ’ότι φαίνεται δεν ήταν για να κρατάνε αυτές οι Canon. Ίσως φταίει και ότι σε 3 χρόνια τράβηξα ούτε λίγο ούτε πολύ 20.000+ φωτογραφίες και βίντεο. Ο Τσίρκας, τότε, είχε προφητεύσει ότι δεν θα κράταγε τόσο πολύ αυτή η μανία μου. Τότε ήλπίζα να του δείξω πως είχε άδικο. Τώρα χαίρομαι που, τελικά, είχε δίκιο.

Από τη φωτογραφική του Φάνη. Φεβρουάριος 2004
Από τη φωτογραφική του Φάνη. Φεβρουάριος 2004

 

Μία από τις πιο σοκαριστικές συνειδητοποιήσεις -σχετική με τον χρόνο- ήταν πριν λίγους μήνες, όταν κατάλαβα ότι το χρονικό διάστημα μεταξύ του σήμερα και της στιγμής που απόκτησα την πρώτη μου DSLR (δώρο γενεθλίων για όταν έγινα 19 το 2008) ήταν ίδιο με το διάστημα μεταξύ εκείνης ακριβώς της στιγμής και της πρώτης φωτογραφίας που βλέπετε πιο πάνω. Αν η φωτογραφική μου ιστορία ήταν μια γραμμή, εκείνη η μέρα που έπεσε στα χέρια μου το κιτ της e-510 με τους δυο φακούς θα την χώριζε σε δυο ίσου μήκους τμήματα. Πέντε χρόνια κι άλλα πέντε.

Τι είναι όμως πέντε χρόνια; Τι είναι δέκα χρόνια; Αν και τα πρώτα πέντε μου έχουν αφήσει πολύ λιγότερες αναμνήσεις απ’ότι τα επόμενα πέντε (αν εξαιρέσεις τον έναν χρόνο και κάτι στην Μυτιλήνη), στο μυαλό μου ο χρόνος κύλησε πολύ πιο αργά στα πρώτα. Είναι σαν ένα ολόκληρο κομμάτι μου να έχει εξανεμιστεί πλέον, και το μόνο που να απομένει σήμερα να είναι οι φωτογραφίες. Χωρίς τις φωτογραφίες, δεν θα θυμόμουν και πολλά. Όταν βλέπω τις φωτογραφίες του τότε, στιγμές από διαγωνίσματα, ζωή στην τάξη, παλιούς συμμαθητές, το δωμάτιο μου στο σπίτι μας στην Αρτάκης, την παλιοπαρέα και τις μαλακίες που κάναμε (πολλές από τις οποίες κατέγραφα ευλαβικά σε 320×240@15fps video και που τελικά έκοψα και έραψα για να φτιάξω το μεγαλοπρεπές βιντεο-λεύκωμα του Κράματος), γενικότερα τη ζωή στα 15 και στα 16 μου, μπορώ να μπω ξανά – για λίγο – στο πετσί του έφηβου cubi. Ό,τι όμως ξέφυγε από τον φακό των Canon μου έχει σβηστεί.

Όσο μεγάλωνα και «ωρίμαζα» (πιο πολύ με την έννοια του άνθους στο δέντρο που μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε φρούτο, παρα με αυτή του φρούτου που ετοιμάζεται να πέσει απ’το δέντρο) τόσο πιο πολύ έβλεπα την φωτογραφία καλλιτεχνικά. Όλες οι μικρές Canon μου είχαν χειροκίνητες ρυθμίσεις κι έτσι είχα μάθει λίγο πολύ τι σημαίνει κλείστρο, ταχύτητα, διάφραγμα, ISO κτλ, έστω εμπειρικά (που ίσως είναι ο καλύτερος, αν όχι ο μόνος σωστός, τρόπος να τα μάθεις). Από εκεί που η φωτογραφική μου μηχανή ήταν αποκλειστικά καταγραφέας της ζωής μου, μετατράπηκε σε μηχανή πειραματισμού. «Τι θα γίνει αν το πάρω αυτό με χαμηλότερη ταχύτητα; Αν βάλω φλας εδώ; Ας το δοκιμάσω αυτό στο PhotoShop;» Αυτή η αλλαγή με ακολούθησε και στο πανεπιστήμιο. Βλέποντας λοιπόν μια μέρα την μεγάλη Nikon της Καρίνας με τον αποσπώμενο 18-108 φακό («μου προσφέρει ευελιξία!») και το τί μπορούσε να κάνει με αυτή, ζήλεψα. Ήθελα κι εγώ μια τέτοια «σοβαρή» μηχανή. Λίγους μήνες μετά την απόκτησα από κάποιον που την πούλαγε σχεδόν καινούργια στο dpgr.gr. Μπορούσα πλέον να πειραματιστώ όσο ήθελα – και να καταγράψω πιο καλλιτεχνικά και ξεχωριστά από ποτέ!

Καθεδρικός Aachen, 2008. Αμφίεση e-510+emo-μπαγκα. Δεν είμαι για μπουνιές εδώ; Την αλήθεια! Thanks Alex for the pic (and the trip! ^^)
Καθεδρικός Aachen, 2008. Αμφίεση e-510+emo-μπαγκα. Δεν είμαι για μπουνιές εδώ; Την αλήθεια! Thanks Alex for the pic (and the trip! ^^)

 

Από τότε μέχρι σήμερα πέρασα πολλές φάσεις. Έφτιαξα flickr, αγόρασα φακούς, μπήκα στη φωτογραφική ομάδα του πανεπιστημίου, γνώρισα άλλους και άλλες φωτογράφους (σε μια φάση, πάνω από τους μισούς του κοντινού μου κύκλου και της παρέας μου είχαν DSLR, και, ας μη ξεχνάμε, στη Φωτογραφική, αλλιώς και ΦΟΠΑΜ, γνώρισα τη Νένη), έκανα εξορμήσεις, έγινα ψιλο-διάσημος, συμμετείχα σε διαγωνισμούς, αγόρασα τη φιλμάτη μου OM2n, τράβηξα με φιλμ, αγόρασα εξοπλισμό εμφάνισης, εμφάνισα ασπρόμαυρα φιλμ, τα σκάναρα, πήγα σε σχετικό exchange στη Φινλανδία. Αλλαξα στιλ και προτιμήσεις. Πέρασα από τη φάση που μου άρεσαν οι φλου φωτογραφίες. Την ξεπέρασα. Ξαναγύρισα. Οι φωτογραφίες μου τράβηξαν τη δική τους πορεία – αντίστοιχη με την πορεία που τράβηξα κι εγώ: απρόβλεπτη, σποραδική, περίεργη και παιχνιδιάρικη.

Παρ’ όλα αυτά τα κύματα, υπήρχε κάτι που ποτέ δεν μου κάθισε καλά. Όσο περισσότερο μάθαινα τους κανόνες, τόσο περισσότερο ένιωθα ότι έχανα αυτό που έκανε για μένα τη φωτογραφία διασκεδαστική και ταυτόχρονα ένιωθα ότι τράβαγα χειρότερες φωτογραφίες. Αντιμέτωπος με την ασύγκριτη τεχνική άλλων δημιουργών και τις ιδέες τους, συνέχεια ένιωθα (και συνεχίζω να νιώθω) πως τα κάδρα μου ήταν στραβά, η έκθεση λάθος, ότι δεν υπήρχε σημείο ενδιαφέροντος, ότι οι ρυθμίσεις μου για τα χρώματα ήταν κακές, ότι το white balance ήταν άρρωστο, και πολλά πολλά άλλα. Από τη στιγμή που άρχισα να προσπαθώ να τραβάω καλλιτεχνικές φωτογραφίες, άρχισα να πιστεύω λίγο-λίγο ότι πολύ απλά δεν το είχα με τη φωτογραφία.

Παρεπιμπτόντως, ήταν περίπου την ίδια στιγμή που άρχισα να ποστάρω τις φωτογραφίες μου στο deviantArt, στο MySpace και στο Flickr.

Καθώς μεγάλωνα εγώ, ταυτόχρονα ωρίμαζε και το ίντερνετ και συγκεκριμένα ο παγκόσμιος ιστός (μην ξεχνάτε, δεν είναι το ίδιο!) Άρχισα να μοιράζομαι τις φωτογραφίες μου γεμάτος καμάρι (τηρουμένων των μετριοπαθών αναλογιών) τη στιγμή που το Web 2.0 είχε δώσει τη σκηνή και τον προβολέα σε μένα – ή τουλάχιστον έτσι με είχε κάνει να πιστεύω. Ξανά και ξανά βρήκα τον εαυτό μου να ανεβάζει φωτογραφίες που πίστευα ότι ήταν αποστάγματα της καθαρής δημιουργικότητας μου και να απολαμβάνω την παγερή αδιαφορία του Τυχαίου Επισκέπτη. Με λίγα λόγια: οι φωτογραφίες μου που νόμιζα ότι ήταν οι καλύτερες, οι αγαπημένες μου, ποτέ δεν τράβηξαν τα βλέματα, ούτε γνωστών ούτε αγνώστων. Οι στιγμές που είχα αποτυπώσει που έκαναν το είναι μου να αγαλιάζει δεν συγκίνησαν κανέναν – παρα μόνο αυτούς που με ήξεραν προσωπικά και μπορούσαν να καταλάβουν, κι αυτό είναι το κλείδι (αν και όχι αυτό που πραγματικά επιθυμείς όταν ανεβάζεις τις φωτογραφίες δημοσίως).

Αυτή είναι μάλλον η πιο δημοφιλής φωτογραφία που τράβηξα ποτέ, με 766 views στο flickr. Τα tags κάνανε τη δουλειά τους... Κατα τ'άλλα, είναι μια ελιά.
Αυτή είναι μάλλον η πιο δημοφιλής φωτογραφία που τράβηξα ποτέ, με 766 views στο flickr. Τα tags κάνανε τη δουλειά τους…

 

Αργότερα κατάλαβα ότι οι φωτογραφίες μου, σαν προσωπικό στιλ και μέσο έκφρασης, θέλω τελικά να αγγίζουν το εγκεφαλικό, όχι το καθαρά αισθητικό, να είναι η αφετηρία ενός πολυμεσικού και πνευματικού παιχνιδιού το οποίο θα ερέθιζει τη γλώσσα και τη φαντασία, όχι μόνο τα μάτια. Πήρε καιρό μέχρι να φτάσω σε αυτό το συμπέρασμα και να αποδεχτώ ότι αυτό είναι που μου αρέσει, και για πολύ καιρό δεν μπορούσα να καταλάβω ότι ο τρόπος μου δεν ήταν ο ευκολότερος για κάποιον ο οποίος δεν θα με ήξερε ή θα έβλεπε τη φωτογραφία γι’αυτό που φαινόταν. Ο τρόπος μου ήταν διαφορετικός από το κοινό, από το γνωστό, αλλά ήθελα να συναγωνιστώ μαζί του – δεν υπονοώ ότι το εύκολο είναι χειρότερο, απλά απαιτεί ένα διαφορετικό είδος αντίληψης (intuitive vs sensing // αισθητικό vs διαισθητικού).

Στην πορεία, διάφορα σάιτ και πετυχημένα κανάλια ρύθμισαν το ασυνείδητο μου σχετικά με το τι σημαίνει καλή και όμορφη φωτογραφία. Οι βόλτες μου στο flickr και σε άλλα σάιτ φωτογραφίας με έκαναν να νιώσω μικρός. Αρκετές φωτογραφίες μου επιρεάστηκαν -δυστυχώς- από αυτά τα πρότυπα, όμως ποτέ δεν μπόρεσα στ’αλήθεια να τα μιμηθώ, ίσως γιατί δεν τα ένιωθα πραγματικά δικά μου. Παίζει ρόλο φυσικά και το ότι για να γίνεις γνωστός πρέπει να πλασάρεις τις φωτογραφίες ή/και τον εαυτό σου με τον σωστό τρόπο, πρέπει να κάνεις δημόσιες σχέσεις. Κι αυτό είναι απλά κάτι που δεν ήθελα και εξακολουθώ να μη θέλω να κάνω. Αυτό που άργησα να καταλάβω είναι ότι το να είσαι πετυχημένος και διάσημος στο flickr και στο web γενικότερα δεν σημαίνει ότι βγάζεις καλές φωτογραφίες, αλλά ότι βγάζεις δημοφιλείς φωτογραφίες. Και ποιος δεν θέλει να είναι δημοφιλής;

Χάβι, Δαβίδ κι εγώ. Με την ΟΜ2n στον λαιμό. Οι φωτογραφίες εκείνης της νύχτας, από τις τελευταίες του Erasmus, χάθηκαν για πάντα. Pic by Kamila the Polish girl.
Χάβι, Δαβίδ κι εγώ. Με την ΟΜ2n στον λαιμό. Οι φωτογραφίες εκείνης της νύχτας, από τις τελευταίες του Erasmus, χάθηκαν για πάντα, γιατί το φιλμ ξεκόλλησε απ΄το καρούλι. Pic by Kamila the Polish girl.

 

Δημοφιλής. Γνωστός. Αποδεκτός. Εκτιμημένος.

Αν σκάψω βαθιά (αλλά όχι και τόσο βαθιά), αυτές τις λέξεις θα βρω σαν απάντηση στο γιατί η φωτογραφία με συνόδεψε αυτά τα χρόνια.

Αρχικά, ήθελα αποδείξεις, εξωτερικεύσεις αυτών που έβλεπα και βίωνα, όπως έλεγε και ο τύπος στο Alice in den Städten που είδαμε με τη Δάφνη χτες. Βασικά δεν είμαι σίγουρος αν αυτό έλεγε αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό πήρα οπότε το κρατάω έτσι. Αποδείξεις για αυτά που ζούσα. Αντικειμενικές αποδείξεις που θα μπορούσα να μοιραστώ, να αρχειοθετήσω, να κρατήσω και να εξασφαλίσω την ύπαρξη τους στο μέλλον. Μια ψηφιοποίηση της ζωής μου και των άλλων, όσο πίστευα τότε πως η φωτογραφία πραγματικά απαθανάτιζε (απο + αθανατίζω [<αθάνατος]) τη ζωή. Μόνο έτσι θα μπορούσα να μοιραστώ το ποιος πραγματικά είμαι </drama_queen> και να ανακαλύψουν όλοι οι άλλοι, που δεν με αποδεχόντουσαν, ποιος ήμουν πραγματικά! Έλα όμως που δεν λειτουργεί ακριβώς έτσι… Οι ανάγκες των ανθρώπων παραμένουν, και αυτή η ανάγκη μου για αποδοχή αργότερα μεταμορφώθηκε στην ανάγκη για καλλιτεχνική επιβεβαίωση.

Πόσταροντας φωτογραφίες ονλάιν μπορείς να καταφέρεις τρία πράγματα: 1) να δείξεις τί ζωή κάνεις, 2) να δείξεις πόσο γαμάτες φωτογραφίες τραβάς αλλά και 3) να δημιουργήσεις μια καλλιτεχνική ιντερνετική περσόνα. Ποτέ δεν έπεσα τελείως θύμα αυτής της ματαιόδοξης παγίδας, αλλά φλέρταρα επικίνδυνα μαζί της αρκετές φορές. Ενδεικτικά, η Δάφνη μου έχει πει ότι είμαι διαφορετικός όπως φαίνομαι στο μπλογκ μου και διαφορετικός στην πραγματικότητα. Αυτό είναι μια επιτυχία ή όχι; Το ψάχνω ακόμα, ποιος είμαι, ποιος θέλω να είμαι, ποιος θέλω να φαίνομαι ότι είμαι, αν έχουν σημασία όλα αυτά τελικά κ.ο.κ. Και το γεγονός ότι μου έχει σφηνώσει στο μυαλό ότι ακόμα και το να επιλέξω να μην δημοσιεύω φωτογραφίες για λόγους γοήτρου, απλότητας ή τρόπου ζωής είναι και αυτό μια κατασκευασμένη ταυτότητα που θα προάγω με συγκεκριμένους τρόπους, δεν βοηθάει τα πράγματα…

Οι φάτσες έχουν καταλήξει να είναι από τα αγαπημένα μου θέματα.
Οι φάτσες έχουν καταλήξει να είναι από τα αγαπημένα μου θέματα.

 

Φέτος λοιπόν έχω βγάλει πολύ λίγες φωτογραφίες, ειδικά αν βάλω κάτω πόσα ταξίδια έχω κάνει. Σίγουρα φταίει ότι τώρα (ξανα)έχω και τη δυνατότητα να τραβήξω και βίντεο (το οποίο δείχνει πως η επιλογή δεν είναι πάντα καλό πράγμα) Συνεχώς διερωτάμαι «γιατί θέλεις να το φωτογραφίσεις αυτό; Τι θέλεις να δείξεις; Ποιον προσπαθείς να εντυπωσιάσεις; Δεν σου φτάνει απλά να το κοιτάζεις, να το απολαμβάνεις;» Είναι μια σκέψη που σίγουρα δεν μοιράζονται πολλοί μαζί μου: συνεχώς βλέπω περισσότερες φωτογραφίες και φωτογράφους (το οποίο αυτόματα ρίχνει κατακόρυφα την αξία της ίδια της φωτογραφίας) και νιώθω όλο και λιγότερη θέληση να μπω σε όλο αυτό, να συνεχίσω να καταγράφω ή να δημιουργώ. Και αν δημιουργώ, μπορεί να μην το ποστάρω για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Βρίσκω πως αυτά που μπορώ να πω για τη ζωή μου, για τη ζωή των άλλων και τη ζωή γενικότερα με τη φωτογραφία, δεν συμβαδίζουν με αυτά που είμαι καλύτερος ή πιο ικανός στο να λέω ή με αυτά που θέλω να πω.

Σίγουρα έχει να κάνει και με τον καταιγισμό εικόνας που βλέπω παντού στο web πια, απ’το Tumblr (λινκ για το δικό μου) και τη μια καταπληκτική φωτογραφία μετά την άλλη («τι μπορώ εγώ να συνεισφέρω άραγε σε αυτή την τελειότητα;») μέχρι το facebook και το Instagram, όπου κάθε ασημαντότητα και μικρότητα είναι άλλη μια ευκαιρία για τα προβάλλουμε τον ναρκισισμό μας, το πόσο γαμάτοι είμαστε και το πόσο γαμάτα πράγματα κάνουμε. Θέλω να κάνω γαμάτα πράγματα, αλλά όλο και περισσότερο νιώθω πως δεν είναι ευγενικό, πρέπον ή… πώς να το πω… θα προσπαθήσω να το πως όσο λιγότερο σνομπίστικα μπορώ: πολιτισμένο, να τα εικονοποιώ και να τα κάνω προιόντα, διαφημίσεις για την οντότητα cubilone στον παγκόσμιο δίκτυο τελειότητας, εντυπωσιασμού και καμένης δημιουργικότητας και σύγκρισης στο οποίο μεταλλάσσεται το ψηφιακό περιβάλλον.

Το να ποστάρεις τη φάτσα σου είναι στο κέντρο ενός τεράστιου πλέγματος σκέψεων, προσδοκιών και κοινωνικών σχέσεων. Και αν το σκεφτείς, είναι... ΠΕΡΙΕΡΓΟ!
Η κίνηση να φωτογραφίζεις και να ποστάρεις τη φάτσα σου είναι στο κέντρο ενός τεράστιου πλέγματος σκέψεων, προσδοκιών και κοινωνικών σχέσεων.  Αν το σκεφτείς, είναι… ΠΕΡΙΕΡΓΟ!

 

Οι ψηφιακές κοινότητες σε κάνουν να θέλεις να ανταγωνιστείς τους άλλους σε δημοτικότητα και να νιώσεις αγαπητός, κι έτσι αγχώνεσαι για τα πόσο likes ή favs θα έχει μια φωτογραφία – παύει να είναι απλά η καλλιτεχνική σου έκφραση. Είναι ειρωνικό πως έχω σπουδάσει πολιτισμική τεχνολογία και επικοινωνία και έχω αυτές τις αιρετικές απόψεις… αλλά έχω ακαδημαϊκοποιηθεί αρκετά ώστε να καταλαβαίνω πως ακόμα και το γεγονός ότι η εικόνα θεοποιείται μέσω των ψηφιακών μέσων και η κριτική σε αυτό το γεγονός είναι και αυτή, αναμφίβολα, μέρος του ψηφιακού πολιτισμού, από μόνο του χαίρει ανάλυσης.

Τι θα γίνει από εδώ και πέρα, δεν το ξέρω. Προφανώς η σχέση μου με τη φωτογραφία είναι πολύπλοκη και δεν μπορώ ούτε και θέλω να την εγκαταλείψω τόσο εύκολα. Πιστεύω όμως όλο και λιγότερο στους φωτογράφους ή στους κανόνες: στο I See Green είδα παιδιά να τραβάνε καταπληκτικές και εμπνευσμένες φωτογραφίες με τα κινητά τους ή με μηχανές που δεν ήξεραν καν πώς λειτουργούσαν, κι εγώ, νιώθοντας την ανάγκη να τραβήξω κάτι ιδιαίτερο ή αξιόλογο (και με τους κανόνες σταθερά στο μυαλό), με τον καλό φακό και την καλή μηχανή δεν είχα τελικά τίποτα να δείξω. Αυτό ήταν τροφή για σκέψη και έμπνευση…

Θέλω να αντισταθώ στην υπέρτατη δύναμη της εικόνας και να μην χάσω όλα όσα μπορείς να χάσεις αν την αφήσεις να διεισδύσει μέσα σου ολοκληρωτικά. Θέλω να ζω στο τώρα, και φωτογραφίζοντας το τώρα, αναγκαστικά ζεις στο πριν, στο χτες, ή ακόμα μεταφέρεις την απόλαυση της στιγμής στο αύριο. Απ’την άλλη, έρχοντας σε επαφή με την μπλοκαρισμένη μου δημιουργικότητα, θέλω να δείξω πράγματα, ομορφιά, να μοιραστώ ακριβώς αυτές τις στιγμές με τον δικό μου καλό τρόπο, και όχι τον δημοφιλή ή τον σωστό τρόπο. Θέλω να (ξανα)γίνω καλλιτέχνης της φωτογραφίας, όχι ένα θύμα της δύναμης της, της ευκολίας. Να εκφραστώ με τη βοήθεια της, όχι να δειχτώ ή να την χρησιμοποιήσω ως προστασία απέναντι στη ροή του χρόνου. Να μην απογοητευτώ από το πόσο δύσκολο μου φαίνεται να ακολουθήσω τους κανόνες, αλλά να τους αφήσω να με οδηγήσουν μακριά τους. Να την αφιερώσω και να την προσφέρω στους άλλους, όχι να σαγηνεύσω τους άλλους με αυτήν.

Σε άλλα 10 χρόνια θα σας πω τα αποτελέσματα αυτής της αναζήτησης – ή θα τα δείτε, αν οι λέξεις μέχρι τότε είναι άχρηστες.

cubi negative

Journey of the Sorcerer — Hitchhiker’s Guide to the Galaxy Radio Series

I’ve read the first four books of H2G2 and I can safely say that they have been some of the best fiction I ever came across. It’s the kind of fiction that underlines its property of being fiction by so successfully parodying our own, not so fictional (?) reality while being irresistibly witty at the same time. In the words of the brilliant George Bernard Shaw:

“When a thing is funny, search it carefully for a hidden truth.”

These days, probably because of my long hours of sitting around at home, I decided to start walking more. The thought came quickly, perhaps making me want to walk more in the first place: what’s better than walking with the company of some good auditory stimulation? In Denmark that is what got me into Spanish; what would I get into this time?

So I’ve been listening to the Hitchhiker’s Guide to the Galaxy Radio Shows, which incidentally preluded and later inspired the books, having first been aired in 1978 on the BBC. I can tell you, it’s great fun. Each season – book consists of six half-hour episodes, so if you don’t feel like reading the books but still want a dose of Douglas Adams running in your veins,  making your reality this much more realistically insane, you can’t miss them. Well, you can, obviously, but why would you want to?

Incidentally, the following track is used as the theme to the show and has become emblematic for the series/franchise itself. Douglas Adams wanted something that sounded sci-fi but also gave off an impression of travelling and hitch-hiking. What do you think? I think I can’t stop listening to it.

Danish Diaries #15: Finale (?) and some thoughts on blogging in general

More than a month has passed since I came back from Denmark. I’ve been thinking: “I’ll write a nice big post that sums it all up! I’ll say what I loved and hated about Denmark and its people, what new experiences that place gifted me with” and so on and so forth.

So far, I have had no motivation to write that post whatsoever. I just don’t feel like doing it. My experience from Denmark, as time passes, becomes more and more confused in my head. Details are slipping away. My skills in Danish, after months of understandable, no, welcome unuse, are leaving me like the alcohol leaves a boiling pot of rakomelo. I get more and more tired of talking about Denmark when people ask for the simple reason that I feel as if I have not many interesting things to say. I mean, what: “Yeah, it was kind of boring and mundane most of the time, Denmark and the Danes were a disappointment for the most part, but the Erasmus experience was nice, I met new people and made great friends” blah blah blah. I’m just feeling kind of indifferent towards the past few months of my life abroad. It was generally an uninspiring experience. The most inspiration came from the people I met that became my new international friends, the ones that gave me the great motivation that made me want to learn new languages — I’m hyped to say I’m studying German and Spanish and feeling great about it. But other than that…

A good thing it left me with, no question, is even more of a sense of being a good friend of myself, just doing my own thing and having fun. This kind of independence, welcome as it is, also has left me a little bit scared. Lots of times I prefer staying alone and doing whatever it is I like doing each day than meeting friends or going out. Aarhus had me sharpen my introvert side to a bleeding sheen, made me just accept who I am including probable and improbable manifestations of myself depending on the circumstances and people and all that. But right now, I feel… not exactly not sociable, no. I want to get to know new people, sure. It’s just that I’m in the phase of “but where are all the nice people at? They must not exist at all”. Which is of course a delusion of extraordinary magnitude and unfortunately a very common one among our generation.

Another thing that’s happening the past few weeks is that I don’t really feel like writing or talking about what I’m doing. I’m conscious that, right now, I prefer just living, honing my skills and spending my free time in various ways and just not talking about it at all. Who knows? Maybe it’s because I feel as if I have no-one to talk to? I mean, even my blog. Even if I write here, what’s the point? This, the point: I’m trying to figure it out. Why not just go out and live rather than sit here, essentially boasting? I started off this blog with the idea to “write things worth reading or do things worth writing”. I certainly have done so in the past: myself from four years ago would look at me and beam with satisfaction, proud of the things I have done and maybe written. But, right now, I feel as if what I write is not worth reading and what I do is not worth writing either. That is not to say that I’m not doing things worth doing. No, no! I think I’m now doing very worthwhile things but of questionable narrative worth. With experience comes maturity and now I have greater expectations from what a thing worth writing about might be. I want to write something inspiring; not for you, dear reader, but for me. I hope this day comes soon.

Danish Diaries #14: Putada

Putada 1: I moved out of my room 4 days ago. The clever thieves called Kollegiekontoret, the people behind the dorms of Århus, have included in the contract that when you pay your rent until a certain day you must leave 7 working days earlier (+ the weekend). So my contract ends on the 15th but I had to leave my room on the 6th. These 9 days are included in the rent, of course! Yes, of course! I’ve paid for something that is impossible to use by contract. Well done, Kollegiekontoret, well done.

Putada 2: Moving out means cleaning your room thoroughly, which makes the whole ”7 days!” even stranger, since at least in theory the room is perfectly ready for its next inhabitant. Anyway, I did clean my room thoroughly, took everything and moved it to Ana’s place (thanks Ana!). So the guy came and inspected the room. He had to use his almost UV flashlight to show me how ”dirty” the tiles and the basin were. Yeah. So, 30 euros deducted from my deposit because of some barely visible scale in the bathroom. Emphasis on the barely: I did clean it. It just wasn’t, you know, perfect.

Putada 3: While cleaning my room I had a big bowl of water for the rags I used to clean the surfaces with. Somehow, I’m not really sure how because I was very careful with it, water from this bowl (it must have been from this bowl! :{ ) somehow trickled on the desk and under my laptop, slowly frying it while it was still on — a little bit like the medieval recipe for goose that has it surrounded with flames and slowly being cooked alive. At first, Firefox just wasn’t responding. All of a sudden, BSOD. And that was the hard drive’s last hurrah. Its contact with water must have killed it instantly, painlessly. The rest of the laptop seems to be working fine; the water reached only the hard drive, conveniently only to destroy the pictures I had taken the past 4 months, all the great stuff I had downloaded (which, unless in the next months the Internet is transformed into the digital counterpart of Oceania, should all be easy to find again) but most importantly, my assignments for my Erasmus courses. And the deadline for one of them was yesterday. Cue RE HALL! My professors’ reaction were mild at best, Charless Ess even said something like: something necessary to convince you to be appropriately religious about backing up. I guess he’s right.

Putada 4: I bought two bottles of mead for gifts. The bottles were made of clay so they were more sensitive to shocks than normal bottles. Sure enough, both were cracked before the end of the day I bought them. Cue another, slightly more astonished RE HALL! I had to get rid of them before they had all of their mead leaked out of them, so one I already drunk with my Erasmus classmates in the farewell Sharing Is Caring dinner (I made some tzatziki, baked potatoes and the wonderful cinnamon spaghetti that got Giulia’s –the group’s token Italian girl– approval. I could have died right there). About the other botte, I don’t know. Maybe I can manage to stuff into a plastic bottle and take it home. But the bottles are so pretty and fitting of an old viking drink recipe that it really is a pity that I can’t use them as parts of the gifts themselves.

Putada 5: My digital camera, my beloved e-510, has been acting strange lately. Buttons not working, lenses malfunctioning… Electronics seem to hate me in general lately. Anyway. For the purposes of this story the putada was magnified by its empty battery. So I decided to whip out my beautiful but mostly not used OM2-n that still had maybe 12 shots left before the B&W film I’d had inside since April was ready for developing. Good shots I did take, especially from the ‘last beer’ goodbye party. I finished the film, wound it up with too much effort apparently… and opened the back of the camera only to find the film wrapped up outside of the cartridge (re hall). Paraphrasing the famous song: Light is like oxygen: you get too much, you burn your pics. As you may be able to imagine, that’s exactly what happened. 100% useless film of 36 images lost forever was subsequently used as party prop.

I’ve been also mostly sleeping in the library. It’s verty convenient cause I have to write all of my assignments again and can work without worrying about moving somewhere else to sleep. The Information & Media Studies library is extremely cool. In which other library do you get hammocks and comfy sofas whose purpose is to provide rest to the people that have worked hard all day and joy to everyone? The Danish library culture will be one of the things I’ll look back to the most fondly…

Danish Diaries #13

Today is the first day of advent. In four weeks time it’s Christmas. One week before that, I’ll be setting my foot on Greek soil for the first time after almost five months. Party’s almost over and it really feels like it’s long past its peak. Two years ago I wrote this particular heartfelt piece. Right now, I’m feeling like I can’t wait for Christmas to come and for me to be with my loved ones again. Everything’s looking as if our lives are going to change dramatically in the next few months and in ways we can’t even predict now, much less a year or two ago… so I feel the need to be with my people right now.  That will necessarily mean leaving my newly-found loved ones behind over here, but my approach to such inevitable small tragedies of life can be best summarised with a “bring on the pain”. I am confident that things will take their course the only way they can…

Now I will detail such an interesting topic as the weather. The weather’s broken its month-long hiatus of just plain meh of cloudy, rainless days with sheets of rain and wind that’s blowing all of the orange leaves that had gathered in piles everywhere, turning them into forced immigrants riding towards the unknown. It’s been definitely a pretty sight. Very happy that the Danish weather finally decided to prove the wilder side of its infamy. I do not think I will see snow before I leave, though — believe it or not, Danish winters are considered ‘mild’.

Jul is coming and hyggelighed is shooting through the roofs. People getting Christmas sweets, doing their Christmas shopping starting from early November *silent sigh* Then, the quaint little Christmas bazaar in the center of Aarhus is closed by 6pm (and it’s been 2 hours of darkness already), making the Christmas wine very eloquently called Gløgg unavailable to the thirsty crowds.  What can I say? This place is boring. The only fun people seem to be having is by mindlessly consuming tons of alcohol to at least make their mind-numbingly boring Fredagsbar entertainment a tiny bit more interesting. Danish people are like a bunch of spoiled children. They’re actually more like a society of sheltered people that avoid to look at the world without some kind of capitalist-socialist rose-tinted glasses (if you’re thinking that it’s a travesty to even think that capitalism and socialism could ever walk hand-in-hand down Utopia Lane, just visit Denmark and all should become crystal clear) Its clockwork social system seems to be breeding generations of people that cannot think for themselves if their life depended on it. Maybe its a common trait between people, that… But definitely, if populations from other corners of the world share this trait with the Danes, at least the Danes are the ones that come off as the ones with the better end of the stick. They are the happiest people in the world after all…

Could Denmark be an example of what would happen to a country and a population if all its problems were magically solved? Would it all come to a grinding halt out of a sheer lack of important stuff to worry about, people being very happy leading perfectly normal, predictable and passionless lives? It does seem to me that one of the common characteristics between people of the ‘First World‘ –pardon my anachronistic geopolitical categorisation, calling rich countries ‘Western’ seems just as uninspiring– is that we all seem to invent our problems, no matter if our existing problems, big or small, are affecting our happiness or not.

That is a confusing thought. I shall leave it aside.

Where was I? Ah, yes. Too afraid of foreigners, too afraid of standing out, they are hiding deep complexes behind their feel-good, relaxed appearances, against even their own larger and frankly much more interesting Nordic relatives.

OK, enough with cultural generalisations. My relativist side is painfully screaming in protest to all the above. I would hate to do what everybody seems to be doing with Greece right now; that is branding millions of people with a single stamp. Oh, oops, hehe.

Maybe I’m just sour cause I have no Danish friends to invite me over for a hyggelig board game evening… :’e

Most of my days consist of learning Spanish, enjoying hygge alone or with my predominantly Spanish-speaking friends in various altered states (yes, natural endorphins and caffeine counts! Does caffeine withdrawal onset also count as an altered state?), obsessing with Skyward Sword like a well-behaved Pavlov’s human (the highly behaviourist principle in work here is: “we want what we can’t have”. Beware of your hardware flaws and you can probably do much better than most of us out there), writing my final assignments for Digital Media Ethics and Great Works of Art or trying to at least find a good subject for both that will balance between “I already know a lot about this, I can write this stuff down!”,  “I want to learn something new, research, research!” and “I like this topic enough I will actually choose it over all the other possibilities and give it the honour of being my subject of preference for this course”. I’m listening to Grace For Drowning a lot, watching many good films the past few days and just finished Peep Show. What a great britcom it is!

Yet, I realise that once all here is said and done, I will regret not being able to use my last days here in a more creative or… Danish way. I wish I had ideas, I really do. But the spirit of Denmark has engulfed me entirely. Now excuse me: I must continue procrastinating and not doing my in Skjoldhøj Autumn cleaning, hoping that if Ι pretend it’s not there it will magically go away οr I will vacate the room before needing to do the general cleaning, having the perfect excuse… Urgh…

 

Danish Diaries #10

Τις τελευταίες εβδομάδες ξυπνάω νωρίς και πάω για ύπνο σχετικά νωρίς. Μπορώ να πω ότι η ολοκληρωτική αλλαγή στον βιορυθμό μου είχε θετικές επιδράσεις στην διάθεση μου. Το προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους τους ξενύχτιδες. (τώρα ξυπνάω την ίδια ώρα που πριν 4 μήνες έπεφτα για ύπνο).

Το φθινόπωρο έχει μπει για τα καλά. Είναι 8:30 και ο ήλιος δεν έχει ανατείλει ακόμα. Όπως κάνω κάθε πρωί, ανοίγω το πισί πρώτο και διαβάζω τα νέα της ημέρας. Αυτό έκανα και σήμερα. Διάβασα τα μεγάλα νέα της ημέρας. Αποφάσισα πως ήταν ώρα για πρωινό. Συνήθως τρώω γιαούρτι (το πολύ υγρό, που είναι στην συσκευασία του γάλατος, είτε με γεύση μπανάνα/αχλάδι, είτε με φρούτα του δάσους — κοινώς αποδεκτά ως φράουλα και βατόμουρο — είτε με γεύση πορτοκάλι) με μούσλι, όμως το γιαούρτι μου τέλειωσε χτες. Πάω στην κουζίνα να μου φτιάξω ένα σάντουιτς.

Ανοίγοντας την πόρτα και βγαίνοντας στο κοινόχρηστο σαλόνι, ανοίγει την πόρτα και ο τυπάς από το δωμάτιο νο. 5, ένας από τους έξι Δανούς που μένουν στο κτίριο (οι υπόλοιποι έξι εκ των δώδεκα είναι ένας Έλληνας — εγώ –, ένας Βόσνιος, μια Ιαπωνέζα, ένας Ισπανός, μια Ουγγαρέζα και ένας τυπάς αγνώστου υπηκοότητας, μάλλον Ιταλός, ο οποίος φοράει καρέ παντελόνια, μαγειρεύει κάτι περίεργα πράγματα και παίζει Νeed for Speed και ακούει Red Hot Chili Peppers στον κοινόχρηστο χώρο). , ευτυχώς όχι ο πραγματικά εκνευριστικός, σχεδόν επικίνδυνος ούγκανος γορίλλας που μόνο από το όνομα καταλαβαίνεις ότι είναι Δανός, τρέφεται με πρωτείνες της συσκευασίας απορρυπαντικού και κάνει πουσ-απς στο σαλόνι βαρώντας παλαμάκια. Δεν ήταν αυτός που ξύπνησε την ίδια ώρα με μένα, ήταν ο άλλος, ο πιο συγκρατημένος, αυτός με την μηχανή έξω στην είσοδο, αυτός ο οποίος συνήθως παίρνει τον ρόλο του διαμεσολαβητή και μεταφραστή για τις άναρθρες κραυγές του γορίλλα που θυμίζουν Δανέζικα (κάποιοι θα υποστήριζαν με ζήλο ότι τα Δανέζικα ήδη δεν απέχουν και πολύ από άναρθρες κραυγές) όταν έχει εκνευριστεί που η κουζίνα δεν είναι στην εντέλεια της καθαριότητας και σπάει τοστιέρες πετώντας τις στο πάτωμα επειδή “ξανά, κανείς δεν πέταξε τα σκουπίδια”.

Μετά τις καλημέρες στις οποίες συνήθως περιορίζεται η επικοινωνία μας, έσπασε την αναμενόμενη σιωπή σήμερα λέγοντας «Η Ευρωπαική Ένωση σήμερα έσωσε την χώρα σου, τώρα δεν πρέπει να πληρώσετε όλα σας τα χρέη». Τον κοίταξα και με έναν αναστεναγμό του απάντησα: «το ξέρω, μόλις το διάβασα» και πήρα τον δρόμο για την κουζίνα, θέλοντας να δείξω ότι θα προτιμούσα να μην μιλήσω για το συγκεκριμένο θέμα. Εκείνος συνέχισε, με ένα ύφος λες και εγώ προσωπικά έφταιγα για το χρέος: «Τώρα ελπίζω τα πράγματα να μην ξανακυλίσουν. Η Άνγκελα Μέρκελ είπε επίσης ότι άλλες χώρες από την ανατολική Ευρώπη θα πρέπει να πάρουν τις ευθύνες τους στα σοβαρά . Αυτό πρέπει να γίνει αν θέλουμε η ΕΕ να πετύχει και να μην χρειαστεί η Γερμανία να τις βοηθάει όλες να κάνουν ό,τι θα έπρεπε να έχουν την σοβαρότητα να κάνουν μόνες τους!»
«Δεν είναι βοήθεια αυτό. Το χρέος μας θα διπλασιαστεί μέσα σε λίγα χρόνια. Το κούρεμα είναι απλά ένα τέχνασμα των μέσων για να μην πουν στα ίσια ότι είναι χρεωκοπία και πλήρης παραχώρηση των εξουσιαστικών δικαιωμάτων».
«Δεν ξέρω, τι άλλο θα έπρεπε να έχουν κάνει;»

Θα μπορούσα να έχω πει πολλά πράγματα εκείνη την στιγμή. Πολλά πέρασαν από το μυαλό μου. Αλλά απλά είπα ένα

δεν έχω ιδέα.

Skyward Sword and Zelda hype

A triumph. 10/10 (early EDGE Magazine review)

 

As if that wasn’t enough (it really is):

I might just love Skyward Sword because it’s the first Zelda with a fully orchestrated OST! The main theme is already etched in my head (maybe because it’s Zelda’s Lullaby in reverse? That alone brings me goose-bumps!)

What a time to love this music! It wasn’t but a few days ago people in LA and London enjoyed the Legend of Zelda 25th Anniversary Symphony Concerts… I’d post a few videos that have popped up on the ‘tube but they’re sure to be pulled down by Nintendo.

I don’t mind though because I have eyes firmly set on this.

I will only get to play it a whole month after it comes out. Maybe for the better: I wouldn’t want to spend my last month in Denmark playing Zelda… would I? If I don’t, I’m going to spend all Christmas avoiding friends that persistently will want to see me after 5 months.

Maybe, in the Information & Media Studies library, where they said they’d put some consoles for people to… do research… maybe there I can…*barely audible, almost insane laughter*

But no, no, I must not make these thoughts now, I have to finish A Link to the Past on ZSNES. I must be a good Zelda fan. Yes, that’s what I’m going to do.

Until November 18th, feast your eyes on this:

September’s GamesMaster had a 1,5m poster of this as a freebie. Did I buy the issue just for the poster when I found it in a Presbyrån in Stockholm? Did I? *another very scary bout of silent laughter*

 

Hyperborea

I can’t remember for how long it’s been a dream of mine to see the Northern Lights. To be overwhelmed by their sheer other-worldliness, to lose myself in this phantasmagoria, the proof that magic is nothing supernatural, nothing more “super” than nature at its very best.

This dream of mine was never closer to being fulfilled than now. From the moment I learned that I would be coming to Denmark I started planning my Great Pilgrimage to Hyperborea. The cheapest, if by far the most time-consuming, way to get as close to the Arctic Circle as possible was, I soon found out, to InterRail all the way up from Denmark to Northern Norway. It was not hard to find two other people that shared my dream and felt like joining me. These are some of our stories, of three travellers hungry for adventure, out to see the magic of the world and finding it. Even if not exactly as we expected it when we first set off…

Ana and me woke up early on the 13th day of October. We had a train to catch — the first of many. We packed our bags full of food like bread, carrots, apples, La Vache Qui Rit-type cheese, baked beans… we had heard legends of people going to Norway and dying of starvation because supermarkets were too expensive. We definitely did not want to suffer the same fate. After we made sure that our bags would weigh less than half as much on our way back, we set off. We saw the sun rise over the lazy cow-dotted plains of Jutland, passed to Fyn and before we knew it we had already crossed Zealand and were in Copenhagen Central Station. This was our rendezvous point with Cedric. We didn’t have difficulty spotting him coming out from the train from Hamburg, he was sporting a backpack almost one and a half times larger than my own. If my own bag contained roughly equal parts clothes and food, Cedric’s was almost bursting at the seems from the weight of several tins of ravioli, bottles of wine and beer. We would soon be very thankful he had been extra mindful when it came to food… And so it began.

What will stay with me from this trip:

• We did not see the Northern Lights. Mission failed. All of our nights north of the Arctic Circle were beautifully overcast. But even if they hadn’t been, people told us that it wasn’t a good time of the year to see them. “The aurora is at its most impressive after a big drop in temperature… The best time is in January or February, when it’s really cold and there aren’t so many clouds”. Then why do so many sites say that October is a good time? As far as the Lights go, this is indeed our theme song for the trip.

Play us off Keyboard Cat!

• Cedric’s cool. Riding from Malmö to Göteborg, the city in which, in a parallel universe, we would have changed trains for Oslo, Cedric realised that something was missing from his otherwise stuffed backpack. It was his wallet. Of all places, it had to be Sweden where we would find our pick-pocket. How many of us think of Sweden when we hear about pick-pocketing? I’m beginning to get tired of Nordic nimble fingers. Of course we couldn’t just leave Göteborg and ride into the unknown before Cedric had exhausted all possibilities regarding the whereabouts of his wallet and, most importantly, its contents. He had lost his money, his bank card and his ID. What would you, dear reader, do if this had happened to you on the first day of a long-awaited trip? Ana and I agreed that, for one, we would be freaking out badly. Cedric, however, kept his characteristic cool during all stages of grief. “I’ll get by, I’ll survive. I’m just annoyed that we had to miss the train to Oslo and our plans got messed up”. The next day, in Oslo, when the German embassy told him that at least he could take the next train back home, he didn’t hesitate even for a minute to follow us through. Again, “what’s the worst thing they can do to me? At most they’ll just send me back to Germany. It’s where I’m going eventually anyway.”

• Jan. He was our host in Bodø, the small town we stayed the longest in Norway. He took us to lots of very Norwegian places around the town in his car (including Saltstraumen, even though it was at high tide and wasn’t at all impressive), showed us some new for us electronic music (he was a big fan!) and some documentaries about Life, the Universe and Everything with him, one of them he had made himself. W even talked a little bit about video games.

He helped us a lot by taking us to Fauske where we begun our…

• Hitch-hiking. On the 5th day, we had to hitch-hike from Fauske to Narvik (οur CouchHost Jan was so good as to drive us from Bodø to Fauske. In retrospect, if he hadn’t done so we might not have made it through to Narvik at all). With good spirits we prepared our cardboard sign. On one side it read “NARVIK” and on the other “N↑”. For hours we tried and tried on the side of the E6, aka the Arctic Highway — a name that makes it sound much more majestic than it really is. We jumped around at incoming cars, thumbs outstretched, our best smiles as bright as tiny flashlights in the afternoon light.

Hitching a moose

Tens, hundreds of cars passed us by, few drivers gave us any kind of sign, let alone stopped. Later, we realised that the reason was probably because no-one wanted, or had enough space to carry three extra passengers. We were in the middle of nowhere, 100klm north of the Arctic Circle, moose crossing signs around us, Narvik was 250klm away. Disappointment set in. We began to make our way back to Fauske where we would make our way back to Bodø by train, our ultimate Plan B. And then the unexpected, the unreal happened. A car stopped in front of us after we had already started walking back. A big man in a blue sweater came out.

“Do you want to go to Narvik?”

“Yes!”, I said. This was strange. We were going to the opposite direction, with Narvik facing our backsides and already half-empty backpacks. How did he know that we wanted to go there?

“We will take you there. We will take you to Narvik!”

I froze. I did not know what to make of it. These two people — this man and his wife — were obviously not going to Narvik. However, they wanted to make a detour, a 10-hour one both ways at that, to help us out. In my mind appeared a pair of scales. Weighing down the one side was fear, disbelief, the kind of feeling that would never let you hitch-hike, the feeling people transmit to you when they tell you that in every CouchSurfer lies a hidden serial killer just waiting to kill you in the most tortuous of ways; on the other side there was trust, willingness, adventure, the sense that everything can happen if you just give it a chance. It didn’t take long at all for the latter side to win this recurring internal battle.

Enter Lisbeth and Finn-Ove. They saw us trying to hitch a ride while they were going back home after shopping. “I feel sorry for them”, said Finn-Ove. “How sorry?”, asked Lisbeth. They turned around, picked us up, filled the tanks in Fauske and stopped home to leave the stuff they had just bought before setting out for the road trip. What they had just went out to shop were huge boxes of kitty litter. Turned out that Lisbeth and Finn-Ove are professional cat-breeders. My cat-loving side went a little awry at the thought (mind: it’s the same side that feeds my distaste for small dogs) but once I saw the care they put into their pocket felines, my heart melted. Their house was situated in a small Norwegian village under craggy mountains, over delicious fjords and next to deep forest that serves as a home for curious moose… AND a houseful of beautiful and tame cats, a large home cinema and a fresh box-set of Star Wars in Blu-ray (Finn-Ove’s been a fan “ever since he saw the films on Norwegian TV”). What else might a man want?

Happy-Go-Catty II   Happy-Go-Catty

The next five hours we spent in their car, talking about life, hitch-hiking, cats and their group hierarchy (“fertile females are the leaders”), Star Wars and Norway while outside the windows, fantastic mountains, forests and fjords (and a few moose we stopped to see) were being greeted by the Arctic October dusk that slowly but surely painted the skies black…

Finn-Ove and Lisbeth saved us out of nowhere. We hitched a ride with them for over 250klm of Norwegian countryside. They were an inspiration and a delight to meet and helped me add another experience to fight my fearful and cynic side, a much-needed one: semi long-distance hitch-hiking.

• Betty and her Brain Balancing. Day 7 found us in Stockholm. As usual, nowhere to stay, hey, at least we had a train station to fall back to if all else failed, or at least we hoped that a train station in a capital city would stay open through the night. We sent out an SOS to the world, aka a Last Minute CouchRequest. And voila, one hour later Betty sent us a message telling us she can host us. Off we went to meet this lady that was to be our host in Stockholm, a city which from the two nights we spent there I can say that I loved. It’s a city made of bridges connecting its many islands, with parks and cliffs right next to the river/lake/sea in between. And would you imagine? We saw deer grazing in Betty’s backyard in the morning. Stockholm: breath-taking to walk around in, both at night and during the day.

Back to Betty. Born in Sweden by Hungarian parents, had a daughter (our age) with a man from The Gambia. And I thought I was a child of multi-culturalism… After a much-needed dinner consisting of bread, butter, raspberry jam and Nugatti (read: Norwegian Nutella, only like 10 times better than Nutella), Betty revealed her current profession to us. She is a Brain Balancer. “A psychologist?”, ready to ask was I, but she was quick to add: “Literally, what I do is balance brains. Every brain is to some extent unbalanced. What I do is let the brain listen to its own brainwaves and correct itself in order to move out of ruts and behavioural vicious cycles that activate in situations of stress and fear. This balancing will not alter your personality whatsoever, just open up your possibilities and allow you to step back from your own behaviour in order to be able to observe and modify it.” She invited us to try it ourselves. There is a system monitoring and recording your brainwaves and playing tones into earphones that create a feedback loop for the brain. It is actually very hard to put into words but from what Betty described and from what I can see it looks like a mighty interesting idea. It might sound completely crazy but if I had the money I would try it (ten 90-minute sessions that should be enough to have a permanent effect carry a price tag of close to €2000). I asked her if there is a way to obtain the same results for free and without the brain balancer. She answered that if I purposefully observe myself in weird or dangerous situations and the way I react in order to first be able to witness behaviours programmed into me (do I freeze or go into fight and flight mode?), with some meditation and inner silence I should be able to create the same effects as brain balancing would. Read more here. The interesting thing is that Betty found about this a few years ago through a CouchSurfer of hers and was obviously thrilled. Before that she was a textile designer. Now we learned about this also through CouchSurfing… Around, goes the world.

• Karlstad and Narvik. Two of the nights in the North we had nowhere to stay. No Couchhosts, no money, nothing. I can tell you this: Sweden and Norway are NOT good places to try your life as a homeless person — even though I think that if you have no home, in Denmark at least, the state provides you with shelter. So, in this respect and for a few hours we were far worse off than any Nordic homeless would be. Train stations locked tight, shops and bars closing early, even MacDonald’s providing only temporary shelter and franchise coffee until midnight. A bit of Cinderella magic there. These town were public spaces that after 11PM became non-spaces… In both cases we were outside until the early hours, walking around the city, having our usual incredibly long, deep and often pointless discussions with Cedric (to Ana’s probable annoyance), playing football with plastic coffee cups or trying to sleep at temperatures very close or under 0 °C. Layering clothes didn’t help much to keep warm, nor did running around on the brightly lit but oh, so cold and inhospitable station platforms — the appearance of a semi-friendly fox in Karlstad station, though, at least cheered us up a lot.

Visitor

But let me tell you, for all the shivering and biting cold, the moments of salvation more than made up for it. When our train from Karlstad to Oslo arrived, all warm and cozy inside, or when the station master in Narvik opened the doors half an hour earlier than we expected, at 6:30 instead of 7AM… It was happiness, the same kind of lizard-brain happiness you see in your dog’s or cat’s face when they lie curled up at your feet.

In Lizbeth’s and Finn-Ove’s car, I told Cedric: “When we get to Narvik, we have nowhere to stay…” -“I know…”, he replied, “I look forward to it.”

In Oslo, outside the central train station, we asked some police people (how would you call a police man together with a police woman?) where we could find the police station. They kindly drove us there in their police van, putting us in the little cage they have in the trunk reserved for criminals, hand-cuffs and all. We went crazy. Made me want to steal something so that I could travel in this thing again. Guaranteed nice views.

• I had an amazing time with Cedric and Ana. I had never travelled for so long with anyone I had not been romantically involved with before. Many laughs, similar, relaxed and happy attitudes to things going very wrong. It’s true that travelling with people is the ultimate test of friendship and even though I’ve only been friends with these guys a few months I think we passed the test with flying colours.

• Avoid relying on trains if you want to take in the scenery. You will fall asleep more than you would like. You will also read much less than you expect.

• Most of our expenses in this trip were not for food or alcohol, but for coffee (thank you, Seven Eleven). If you plan to take it cheap (or free), be sure to be able to find or make cheap coffee. We spent €0 on accommodation, if you exclude two of the nights we spent in trains. 5 days of travel in 10 cost us €169 each.

• If you want to go to Scandinavia to drink, you are probably much better off in every way in your own country.

Catching trains while having a hangover at the same time is very possibly the definition of Not Fun.

• Who’s up for the next travel to Hyperborea? This time to really see the Lights?

InterRail Hyperborea Path III
Hyperborea InterRail Path II
Hyperborea InterRail Path I