Obligatory musing on whether the person who started this blog counts as the same person who’s writing now. According to one of the latest VSauce episodes, the answer is no. Especially since it’s been seven years since that fateful night in Mytilini, no less, and every single atom of my body is allegedly different from its counterpart back then.
Obligatory confusion at the direction, lack of content and ideas as of late, as well as semi-long write-up on personal identity crisis that is reflected in blog, too.
Obligatory follow-up comment and notice that it’s not the lack of ideas, there’s always been plenty of those, in fact it’s the incredible soul-crushing plentitude of ideas and the inability to differentiate, my inability to resist distraction and simply devote myself, whether it be to an idea, as aforementioned, or a cause, or even people. In other words, I don’t put the work in and call it flexibility. It’s my personally most beloved and most hated characteristic. But could it be any other way? It’s all a matter of perspective, after all. Some people call me scatter-brained, some call me versatile or… an interesting person. In the most basic philosophical level at least, they’re not seeing a different qb.
Obligatory comment on how self-referential this all is. How post-modern of me.
Sometimes I want to see this place burn, the same way I’ve been having this urge lately to delete all of my photos. At the very best, remove Cubimension from the net, perhaps start over, perhaps not, tuck it away in some hard disk or USB stick next to the old MP notebooks, only for my own eyes to see and heart to recordar (to recordar, to remember in Spanish—maybe also Latin, I have no idea—is to pass through the heart again. That is what I feel happens when I truly remember, especially when *bleep*. Unless it’s a false memory, then it’s the brain’s vile work). At the very worst, simply delete all, forget all. Leave it to the Wayback Archive and the often surprisingly robust memories of friends and readers what shall remain of the past, my past, Cubilone’s past. Are we the same person anyway?
Obligatory reminder to not take myself too seriously. It’s not good for PR. Everybody’s taking themselves too seriously and I’m different, aren’t I. Or if I’m not, I know I can be. A unique voice that could, in the sea of unique voices that in unison is showing intelligence but the only signs of intelligence it’s showing is self-consciousness, while forgetting it’s a liquid, instead acting as a collection of vaguely connected assortments of molecules occupying space. That’s what gases are, aren’t they? They work kind of like liquids, but they’re, heh, farts in the wind. Remember, keep it light. Light but flammable, if possible.
Thought you knew the real origin of the name Cubilone? Well, you thought wrong, because in the following video I reveal all for the first time.
Jokes aside, I prepared this video as part of the online preparation for the upcoming training in Olde Vechte in the Netherlands, the same place I did I SEE GREEN in February-March 2013 and REDUCE, REUSE, RECYCLE in November of the same year, for which I never wrote anything of note as far as I can recall, so clicking on the words will do nothing particularly significant.
Supposedly, this video is for presenting myself to the rest of the international group and what fulfills me in life. That was the mission. Do you think I managed to do it? I set off with high expectations but the impressions I’ve got from other people (apart from you Daphne and Mario!) have left me wondering. I can certainly say I had high expectations from the idea, and still do (the things I can write about Cubilonia! I could fill books with interesting things about that place) but I’m disappointed in, you know… why should I do it?
Looking for inspiration; maybe find it, proceed to let other people influence outcome too much; idea that felt awesome looks ridiculous in the space of a single hour when faced with awkward reception and blank stares. Artists shouldn’t listen to what other people think. Right? Artists and creatives don’t create for anyone but themselves. Right? Self-expression is of top importance. Right?
Το πρώτο πραγματικό επεισόδιο του quixotic baboon’s dangling phonetics είναι γεγονός. Πριν με ρωτήσει κανείς, το quixotic baboon το υιοθετώ σιγά-σιγά καθώς μου ταιριάζει πολύ σαν αντίστροφη ερμηνεία του qb (cubi). Αααχ, μια μέρα θα την πω και την ιστορία του ονόματος. Ίσως είναι ένα καλό θέμα για ένα μελλοντικό επεισόδιο! Yes, that’s it!
Τι είναι το podcast; Γιατί μου ήρθε να ξεκινήσω ένα; Ποια είναι τα αγαπημένα μου και ήταν οι εμπνεύσεις μου για τούτο το εγχείρημα; Ένα play θα σας δώσει μια καλή ιδέα.
Αυτή είναι η πρώτη ψηφιακή φωτογραφία που τράβηξα ποτέ, τον Οκτώβριο του 2003 (επίσης, είναι ο πατέρας μου μια φωτογραφία του πατέρα μου).
Για την ακρίβεια, όχι: είναι η παλιότερη φωτογραφία μου που σώζεται. Το όνομα της είναι 100_0009.JPG, το οποίο σημαίνει ότι υπήρξαν άλλες 8 πριν από αυτήν τις οποίες για κάποιο λόγο τότε έσβησα. Αν εξαιρέσω τα χιτάκια του γυμνασίου που κατέβαζα με τη 64k ISDN με το KaZaA και για κάποιο λόγο ακόμα δεν έχω σβήσει (περισσότερο βαρεμάρα παρα νοσταλγία), είναι από τα παλιότερα αρχεία που μετά από πολλαπλά φορμάτ, αλλαγές και θανάτους σκληρών δίσκων, ακόμα κάπως υφίστανται, δεν έχουν χαθεί για πάντα όπως πολλές συνομιλίες του MSN, savegames ή sessions του Firefox που άφησαν αυτόν τον κόσμο έπειτα από μια ανωμαλία στην ψηφιακή κανονικότητα. Ήταν με μια Canon PowerShot A60 των 2 ολόκληρων megapixel την οποία είχα αγοράσει από το Ebay, από κάποιο μαγαζί του Καναδά. Σήμερα, με τα ίδια λεφτά που κόστισε στους γονείς μου (δεν θυμάμαι σε ποιους ακριβώς) αυτή η μηχανούλα, θα μπορούσα να αγοράσω μια αρκετά καλή DSLR.
Εκείνη την περίοδο, όσο πήγαινα ακόμα σχολείο, τραβούσα συνέχεια φωτογραφίες. Απλά συνέχεια. «ΦΩΤΟ, ΦΩΤΟ!» φώναζα κάθε τρεις και λίγο, και φίλοι και γνωστοί με κορόιδευαν τρυφερά. Για όλο το Λύκειο ήμουν ο νούμερο ένα καταγραφέας των γεγονότων της ζωής του σχολείου αλλά και της δικής μου ύπαρξης εκτός αυτού. Για μία περίοδο η οποία σημαίνει πια για μένα, αν εξαιρέσεις τους φίλους μου, τόσο λίγα, αυτές οι χιλιάδες φωτογραφίες παραμένουν κειμήλια μιας άλλης πραγματικότητας, ενός άλλου εαυτού. «Ποιος τράβηξε αυτές τις φωτογραφίες;» αναρωτιέμαι όποτε τολμάω να γυρίσω και να κοιτάξω πίσω στις οροσειρές του χρόνου που έχω ήδη διαβεί και φαίνονται στον ορίζοντα. Το καλό είναι πως κάθε φορά που επιστρέφω μου φαίνεται ευκολότερο απ’ότι περίμενα: έχω καταφέρει επιτέλους να αγαπήσω το ποιος είμαι και, το σημαντικότερο, ποιος ήμουν.
Όσο ήμουν στο σχολείο άλλαξα 3 συνολικά μηχανές: απ’ότι φαίνεται δεν ήταν για να κρατάνε αυτές οι Canon. Ίσως φταίει και ότι σε 3 χρόνια τράβηξα ούτε λίγο ούτε πολύ 20.000+ φωτογραφίες και βίντεο. Ο Τσίρκας, τότε, είχε προφητεύσει ότι δεν θα κράταγε τόσο πολύ αυτή η μανία μου. Τότε ήλπίζα να του δείξω πως είχε άδικο. Τώρα χαίρομαι που, τελικά, είχε δίκιο.
Μία από τις πιο σοκαριστικές συνειδητοποιήσεις -σχετική με τον χρόνο- ήταν πριν λίγους μήνες, όταν κατάλαβα ότι το χρονικό διάστημα μεταξύ του σήμερα και της στιγμής που απόκτησα την πρώτη μου DSLR (δώρο γενεθλίων για όταν έγινα 19 το 2008) ήταν ίδιο με το διάστημα μεταξύ εκείνης ακριβώς της στιγμής και της πρώτης φωτογραφίας που βλέπετε πιο πάνω. Αν η φωτογραφική μου ιστορία ήταν μια γραμμή, εκείνη η μέρα που έπεσε στα χέρια μου το κιτ της e-510 με τους δυο φακούς θα την χώριζε σε δυο ίσου μήκους τμήματα. Πέντε χρόνια κι άλλα πέντε.
Τι είναι όμως πέντε χρόνια; Τι είναι δέκα χρόνια; Αν και τα πρώτα πέντε μου έχουν αφήσει πολύ λιγότερες αναμνήσεις απ’ότι τα επόμενα πέντε (αν εξαιρέσεις τον έναν χρόνο και κάτι στην Μυτιλήνη), στο μυαλό μου ο χρόνος κύλησε πολύ πιο αργά στα πρώτα. Είναι σαν ένα ολόκληρο κομμάτι μου να έχει εξανεμιστεί πλέον, και το μόνο που να απομένει σήμερα να είναι οι φωτογραφίες. Χωρίς τις φωτογραφίες, δεν θα θυμόμουν και πολλά. Όταν βλέπω τις φωτογραφίες του τότε, στιγμές από διαγωνίσματα, ζωή στην τάξη, παλιούς συμμαθητές, το δωμάτιο μου στο σπίτι μας στην Αρτάκης, την παλιοπαρέα και τις μαλακίες που κάναμε (πολλές από τις οποίες κατέγραφα ευλαβικά σε 320×240@15fps video και που τελικά έκοψα και έραψα για να φτιάξω το μεγαλοπρεπές βιντεο-λεύκωμα του Κράματος), γενικότερα τη ζωή στα 15 και στα 16 μου, μπορώ να μπω ξανά – για λίγο – στο πετσί του έφηβου cubi. Ό,τι όμως ξέφυγε από τον φακό των Canon μου έχει σβηστεί.
Όσο μεγάλωνα και «ωρίμαζα» (πιο πολύ με την έννοια του άνθους στο δέντρο που μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε φρούτο, παρα με αυτή του φρούτου που ετοιμάζεται να πέσει απ’το δέντρο) τόσο πιο πολύ έβλεπα την φωτογραφία καλλιτεχνικά. Όλες οι μικρές Canon μου είχαν χειροκίνητες ρυθμίσεις κι έτσι είχα μάθει λίγο πολύ τι σημαίνει κλείστρο, ταχύτητα, διάφραγμα, ISO κτλ, έστω εμπειρικά (που ίσως είναι ο καλύτερος, αν όχι ο μόνος σωστός, τρόπος να τα μάθεις). Από εκεί που η φωτογραφική μου μηχανή ήταν αποκλειστικά καταγραφέας της ζωής μου, μετατράπηκε σε μηχανή πειραματισμού.«Τι θα γίνει αν το πάρω αυτό με χαμηλότερη ταχύτητα; Αν βάλω φλας εδώ; Ας το δοκιμάσω αυτό στο PhotoShop;» Αυτή η αλλαγή με ακολούθησε και στο πανεπιστήμιο. Βλέποντας λοιπόν μια μέρα την μεγάλη Nikon της Καρίνας με τον αποσπώμενο 18-108 φακό («μου προσφέρει ευελιξία!») και το τί μπορούσε να κάνει με αυτή, ζήλεψα. Ήθελα κι εγώ μια τέτοια «σοβαρή» μηχανή. Λίγους μήνες μετά την απόκτησα από κάποιον που την πούλαγε σχεδόν καινούργια στο dpgr.gr. Μπορούσα πλέον να πειραματιστώ όσο ήθελα – και να καταγράψω πιο καλλιτεχνικά και ξεχωριστά από ποτέ!
Από τότε μέχρι σήμερα πέρασα πολλές φάσεις. Έφτιαξα flickr, αγόρασα φακούς, μπήκα στη φωτογραφική ομάδα του πανεπιστημίου, γνώρισα άλλους και άλλες φωτογράφους (σε μια φάση, πάνω από τους μισούς του κοντινού μου κύκλου και της παρέας μου είχαν DSLR, και, ας μη ξεχνάμε, στη Φωτογραφική, αλλιώς και ΦΟΠΑΜ, γνώρισα τη Νένη), έκανα εξορμήσεις, έγινα ψιλο-διάσημος, συμμετείχα σε διαγωνισμούς, αγόρασα τη φιλμάτη μου OM2n, τράβηξα με φιλμ, αγόρασα εξοπλισμό εμφάνισης, εμφάνισα ασπρόμαυρα φιλμ, τα σκάναρα, πήγα σε σχετικό exchange στη Φινλανδία. Αλλαξα στιλ και προτιμήσεις. Πέρασα από τη φάση που μου άρεσαν οι φλου φωτογραφίες. Την ξεπέρασα. Ξαναγύρισα. Οι φωτογραφίες μου τράβηξαν τη δική τους πορεία – αντίστοιχη με την πορεία που τράβηξα κι εγώ: απρόβλεπτη, σποραδική, περίεργη και παιχνιδιάρικη.
Παρ’ όλα αυτά τα κύματα, υπήρχε κάτι που ποτέ δεν μου κάθισε καλά. Όσο περισσότερο μάθαινα τους κανόνες, τόσο περισσότερο ένιωθα ότι έχανα αυτό που έκανε για μένα τη φωτογραφία διασκεδαστική και ταυτόχρονα ένιωθα ότι τράβαγα χειρότερες φωτογραφίες. Αντιμέτωπος με την ασύγκριτη τεχνική άλλων δημιουργών και τις ιδέες τους, συνέχεια ένιωθα (και συνεχίζω να νιώθω) πως τα κάδρα μου ήταν στραβά, η έκθεση λάθος, ότι δεν υπήρχε σημείο ενδιαφέροντος, ότι οι ρυθμίσεις μου για τα χρώματα ήταν κακές, ότι το white balance ήταν άρρωστο, και πολλά πολλά άλλα. Από τη στιγμή που άρχισα να προσπαθώ να τραβάω καλλιτεχνικές φωτογραφίες, άρχισα να πιστεύω λίγο-λίγο ότι πολύ απλά δεν το είχα με τη φωτογραφία.
Παρεπιμπτόντως, ήταν περίπου την ίδια στιγμή που άρχισα να ποστάρω τις φωτογραφίες μου στο deviantArt, στο MySpace και στο Flickr.
Καθώς μεγάλωνα εγώ, ταυτόχρονα ωρίμαζε και το ίντερνετ και συγκεκριμένα ο παγκόσμιος ιστός (μην ξεχνάτε, δεν είναι το ίδιο!) Άρχισα να μοιράζομαι τις φωτογραφίες μου γεμάτος καμάρι (τηρουμένων των μετριοπαθών αναλογιών) τη στιγμή που το Web 2.0 είχε δώσει τη σκηνή και τον προβολέα σε μένα – ή τουλάχιστον έτσι με είχε κάνει να πιστεύω. Ξανά και ξανά βρήκα τον εαυτό μου να ανεβάζει φωτογραφίες που πίστευα ότι ήταν αποστάγματα της καθαρής δημιουργικότητας μου και να απολαμβάνω την παγερή αδιαφορία του Τυχαίου Επισκέπτη. Με λίγα λόγια: οι φωτογραφίες μου που νόμιζα ότι ήταν οι καλύτερες, οι αγαπημένες μου, ποτέ δεν τράβηξαν τα βλέματα, ούτε γνωστών ούτε αγνώστων. Οι στιγμές που είχα αποτυπώσει που έκαναν το είναι μου να αγαλιάζει δεν συγκίνησαν κανέναν – παρα μόνο αυτούς που με ήξεραν προσωπικά και μπορούσαν να καταλάβουν, κι αυτό είναι το κλείδι (αν και όχι αυτό που πραγματικά επιθυμείς όταν ανεβάζεις τις φωτογραφίες δημοσίως).
Αργότερα κατάλαβα ότι οι φωτογραφίες μου, σαν προσωπικό στιλ και μέσο έκφρασης, θέλω τελικά να αγγίζουν το εγκεφαλικό, όχι το καθαρά αισθητικό, να είναι η αφετηρία ενός πολυμεσικού και πνευματικού παιχνιδιού το οποίο θα ερέθιζει τη γλώσσα και τη φαντασία, όχι μόνο τα μάτια. Πήρε καιρό μέχρι να φτάσω σε αυτό το συμπέρασμα και να αποδεχτώ ότι αυτό είναι που μου αρέσει, και για πολύ καιρό δεν μπορούσα να καταλάβω ότι ο τρόπος μου δεν ήταν ο ευκολότερος για κάποιον ο οποίος δεν θα με ήξερε ή θα έβλεπε τη φωτογραφία γι’αυτό που φαινόταν. Ο τρόπος μου ήταν διαφορετικός από το κοινό, από το γνωστό, αλλά ήθελα να συναγωνιστώ μαζί του – δεν υπονοώ ότι το εύκολο είναι χειρότερο, απλά απαιτεί ένα διαφορετικό είδος αντίληψης (intuitive vs sensing // αισθητικό vs διαισθητικού).
Στην πορεία, διάφορα σάιτ και πετυχημένα κανάλια ρύθμισαν το ασυνείδητο μου σχετικά με το τι σημαίνει καλή και όμορφη φωτογραφία. Οι βόλτες μου στο flickr και σε άλλα σάιτ φωτογραφίας με έκαναν να νιώσω μικρός. Αρκετές φωτογραφίες μου επιρεάστηκαν -δυστυχώς- από αυτά τα πρότυπα, όμως ποτέ δεν μπόρεσα στ’αλήθεια να τα μιμηθώ, ίσως γιατί δεν τα ένιωθα πραγματικά δικά μου. Παίζει ρόλο φυσικά και το ότι για να γίνεις γνωστός πρέπει να πλασάρεις τις φωτογραφίες ή/και τον εαυτό σου με τον σωστό τρόπο, πρέπει να κάνεις δημόσιες σχέσεις. Κι αυτό είναι απλά κάτι που δεν ήθελα και εξακολουθώ να μη θέλω να κάνω. Αυτό που άργησα να καταλάβω είναι ότι το να είσαι πετυχημένος και διάσημος στο flickr και στο web γενικότερα δεν σημαίνει ότι βγάζεις καλές φωτογραφίες, αλλά ότι βγάζεις δημοφιλείς φωτογραφίες. Και ποιος δεν θέλει να είναι δημοφιλής;
Δημοφιλής. Γνωστός. Αποδεκτός. Εκτιμημένος.
Αν σκάψω βαθιά (αλλά όχι και τόσο βαθιά), αυτές τις λέξεις θα βρω σαν απάντηση στο γιατί η φωτογραφία με συνόδεψε αυτά τα χρόνια.
Αρχικά, ήθελα αποδείξεις, εξωτερικεύσεις αυτών που έβλεπα και βίωνα, όπως έλεγε και ο τύπος στο Alice in den Städten που είδαμε με τη Δάφνη χτες. Βασικά δεν είμαι σίγουρος αν αυτό έλεγε αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό πήρα οπότε το κρατάω έτσι. Αποδείξεις για αυτά που ζούσα. Αντικειμενικές αποδείξεις που θα μπορούσα να μοιραστώ, να αρχειοθετήσω, να κρατήσω και να εξασφαλίσω την ύπαρξη τους στο μέλλον. Μια ψηφιοποίηση της ζωής μου και των άλλων, όσο πίστευα τότε πως η φωτογραφία πραγματικά απαθανάτιζε (απο + αθανατίζω [<αθάνατος]) τη ζωή. Μόνο έτσι θα μπορούσα να μοιραστώ το ποιος πραγματικά είμαι </drama_queen> και να ανακαλύψουν όλοι οι άλλοι, που δεν με αποδεχόντουσαν, ποιος ήμουν πραγματικά! Έλα όμως που δεν λειτουργεί ακριβώς έτσι… Οι ανάγκες των ανθρώπων παραμένουν, και αυτή η ανάγκη μου για αποδοχή αργότερα μεταμορφώθηκε στην ανάγκη για καλλιτεχνική επιβεβαίωση.
Πόσταροντας φωτογραφίες ονλάιν μπορείς να καταφέρεις τρία πράγματα:1)να δείξεις τί ζωή κάνεις,2)να δείξεις πόσο γαμάτες φωτογραφίες τραβάς αλλά και 3)να δημιουργήσεις μια καλλιτεχνική ιντερνετική περσόνα. Ποτέ δεν έπεσα τελείως θύμα αυτής της ματαιόδοξης παγίδας, αλλά φλέρταρα επικίνδυνα μαζί της αρκετές φορές. Ενδεικτικά, η Δάφνη μου έχει πει ότι είμαι διαφορετικός όπως φαίνομαι στο μπλογκ μου και διαφορετικός στην πραγματικότητα. Αυτό είναι μια επιτυχία ή όχι; Το ψάχνω ακόμα, ποιος είμαι, ποιος θέλω να είμαι, ποιος θέλω να φαίνομαι ότι είμαι, αν έχουν σημασία όλα αυτά τελικά κ.ο.κ. Και το γεγονός ότι μου έχει σφηνώσει στο μυαλό ότι ακόμα και το να επιλέξω να μην δημοσιεύω φωτογραφίες για λόγους γοήτρου, απλότητας ή τρόπου ζωής είναι και αυτό μια κατασκευασμένη ταυτότητα που θα προάγω με συγκεκριμένους τρόπους, δεν βοηθάει τα πράγματα…
Φέτος λοιπόν έχω βγάλει πολύ λίγες φωτογραφίες, ειδικά αν βάλω κάτω πόσα ταξίδια έχω κάνει. Σίγουρα φταίει ότι τώρα (ξανα)έχω και τη δυνατότητα να τραβήξω και βίντεο (το οποίο δείχνει πως η επιλογή δεν είναι πάντα καλό πράγμα) Συνεχώς διερωτάμαι «γιατί θέλεις να το φωτογραφίσεις αυτό; Τι θέλεις να δείξεις; Ποιον προσπαθείς να εντυπωσιάσεις; Δεν σου φτάνει απλά να το κοιτάζεις, να το απολαμβάνεις;» Είναι μια σκέψη που σίγουρα δεν μοιράζονται πολλοί μαζί μου: συνεχώς βλέπω περισσότερες φωτογραφίες και φωτογράφους (το οποίο αυτόματα ρίχνει κατακόρυφα την αξία της ίδια της φωτογραφίας) και νιώθω όλο και λιγότερη θέληση να μπω σε όλο αυτό, να συνεχίσω να καταγράφω ή να δημιουργώ. Και αν δημιουργώ, μπορεί να μην το ποστάρω για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Βρίσκω πως αυτά που μπορώ να πω για τη ζωή μου, για τη ζωή των άλλων και τη ζωή γενικότερα με τη φωτογραφία, δεν συμβαδίζουν με αυτά που είμαι καλύτερος ή πιο ικανός στο να λέω ή με αυτά που θέλω να πω.
Σίγουρα έχει να κάνει και με τον καταιγισμό εικόνας που βλέπω παντού στο web πια, απ’το Tumblr (λινκ για το δικό μου) και τη μια καταπληκτική φωτογραφία μετά την άλλη («τι μπορώ εγώ να συνεισφέρω άραγε σε αυτή την τελειότητα;») μέχρι το facebook και το Instagram, όπου κάθε ασημαντότητα και μικρότητα είναι άλλη μια ευκαιρία για τα προβάλλουμε τον ναρκισισμό μας, το πόσο γαμάτοι είμαστε και το πόσο γαμάτα πράγματα κάνουμε. Θέλω να κάνω γαμάτα πράγματα, αλλά όλο και περισσότερο νιώθω πως δεν είναι ευγενικό, πρέπον ή… πώς να το πω… θα προσπαθήσω να το πως όσο λιγότερο σνομπίστικα μπορώ: πολιτισμένο, να τα εικονοποιώ και να τα κάνω προιόντα, διαφημίσεις για την οντότητα cubilone στον παγκόσμιο δίκτυο τελειότητας, εντυπωσιασμού και καμένης δημιουργικότητας και σύγκρισης στο οποίο μεταλλάσσεται το ψηφιακό περιβάλλον.
Οι ψηφιακές κοινότητες σε κάνουν να θέλεις να ανταγωνιστείς τους άλλους σε δημοτικότητα και να νιώσεις αγαπητός, κι έτσι αγχώνεσαι για τα πόσο likes ή favs θα έχει μια φωτογραφία – παύει να είναι απλά η καλλιτεχνική σου έκφραση. Είναι ειρωνικό πως έχω σπουδάσει πολιτισμική τεχνολογία και επικοινωνία και έχω αυτές τις αιρετικές απόψεις… αλλά έχω ακαδημαϊκοποιηθεί αρκετά ώστε να καταλαβαίνω πως ακόμα και το γεγονός ότι η εικόνα θεοποιείται μέσω των ψηφιακών μέσων και η κριτική σε αυτό το γεγονός είναι και αυτή, αναμφίβολα, μέρος του ψηφιακού πολιτισμού, από μόνο του χαίρει ανάλυσης.
Τι θα γίνει από εδώ και πέρα, δεν το ξέρω. Προφανώς η σχέση μου με τη φωτογραφία είναι πολύπλοκη και δεν μπορώ ούτε και θέλω να την εγκαταλείψω τόσο εύκολα. Πιστεύω όμως όλο και λιγότερο στους φωτογράφους ή στους κανόνες: στο I See Green είδα παιδιά να τραβάνε καταπληκτικές και εμπνευσμένες φωτογραφίες με τα κινητά τους ή με μηχανές που δεν ήξεραν καν πώς λειτουργούσαν, κι εγώ, νιώθοντας την ανάγκη να τραβήξω κάτι ιδιαίτερο ή αξιόλογο (και με τους κανόνες σταθερά στο μυαλό), με τον καλό φακό και την καλή μηχανή δεν είχα τελικά τίποτα να δείξω. Αυτό ήταν τροφή για σκέψη και έμπνευση…
Θέλω να αντισταθώ στην υπέρτατη δύναμη της εικόνας και να μην χάσω όλα όσα μπορείς να χάσεις αν την αφήσεις να διεισδύσει μέσα σου ολοκληρωτικά. Θέλω να ζω στο τώρα, και φωτογραφίζοντας το τώρα, αναγκαστικά ζεις στο πριν, στο χτες, ή ακόμα μεταφέρεις την απόλαυση της στιγμής στο αύριο. Απ’την άλλη, έρχοντας σε επαφή με την μπλοκαρισμένη μου δημιουργικότητα, θέλω να δείξω πράγματα, ομορφιά, να μοιραστώ ακριβώς αυτές τις στιγμές με τον δικό μου καλό τρόπο, και όχι τον δημοφιλή ή τον σωστό τρόπο. Θέλω να (ξανα)γίνω καλλιτέχνης της φωτογραφίας, όχι ένα θύμα της δύναμης της, της ευκολίας. Να εκφραστώ με τη βοήθεια της, όχι να δειχτώ ή να την χρησιμοποιήσω ως προστασία απέναντι στη ροή του χρόνου. Να μην απογοητευτώ από το πόσο δύσκολο μου φαίνεται να ακολουθήσω τους κανόνες, αλλά να τους αφήσω να με οδηγήσουν μακριά τους. Να την αφιερώσω και να την προσφέρω στους άλλους, όχι να σαγηνεύσω τους άλλους με αυτήν.
Σε άλλα 10 χρόνια θα σας πω τα αποτελέσματα αυτής της αναζήτησης – ή θα τα δείτε, αν οι λέξεις μέχρι τότε είναι άχρηστες.
This post has been was a work-in-progress ever since I got back from France in August. A major contributing factor for this delay has been a certain game I’ve put close to 4 full days into in the past month. Another has been my enduring inability to prioritise my activities, declutter my life and put my thoughts and feelings in order. I have found that creation is what I need, a positive step in the right direction. Writing more and returning to Cubilone’s Dimension will prove to be, I hope, a step towards solving these problems. Actually, solving them sounds a bit alien; I can’t really imagine myself living without these aspects of my personality. Is this my personal story sabotaging my development? Have I made a self-fulfilling prophecy out of trying to form or carve my identity? Hmmm…
As the months pass by and my post-study period grows longer, the dilemmas grow larger and scarier and often I feel as if I’m stuck in the middle of two worlds.
The first one was that, after many years of thinking it over, I finally did my CELTAcourse, which means that I’m now an internationally certified English teacher, or at the very least I’m elligible to teach pretty much anywhere in the world. For four weeks, eight hours each day, I learned how to teach the English grammar, vocabulary, phonology, various methods, what one should and shouldn’t do… At least the basics, for it’s of course a lifelong process, as is everything. The toughest part was that my 9 colleagues and I each had to teach eight lessons, totalling six hours, which we had to plan thoroughly beforehand as well as execute the best we could in the classroom, teaching real students (who by the way did not have to pay money to learn English because it was trainees teaching them) and later receiving feedback on those lessons from our colleagues and tutor.
Oh, the things I heard about my teaching! I had never taught before, at least not in this “official” sense, and it showed. I was extremely nervous, kept staring at the whiteboard while writing my nonsensical teaching aids, had great trouble explaining in simple words things like the form and function of the present perfect or the lead-in for exercises… If those students hadn’t been as accustomed to other confusing teachers before me, they would have surely performed completely different tasks half the time, which they sometimes did. The tutors were brutal with their criticism at times, but it was all beneficial in the end: it helped me realise that one of my main and enduring weaknesses has been explaining things in simple and unconvoluted words even though, ever since (I remember having the same problem as well many times before), every time I realise I’m explaining something awkwardly or maybe unintelligibly, the self-consciousness still makes it almost impossible to explain in an empathic and efficient way. This will come with experience I suppose but it was one of the most important lessons. On top of that, we had to complete one assignment each weekend, which left us next to no free time at all.
My tutors, Alexander Makarios, George Vassilakis and Marissa Constantinides were all exceptional in their own ways and did an excellent job in making me kick off my teaching career. Thank you guys! My colleagues -Vaggelis, Daniel, Ioni, Chrysanthi, Pedro, Panayota, Margie, Theo and Kelly- I grew sick of and am glad I didn’t have to spend any more time together with them. Just look how much we hate eachother’s guts in the pictures and video:
After I was done with the CELTA I was pumped to leave Greece and go teach English somewhere in the world with the coming of the new school year, preferably at a place in which I would be able to communicate with the locals in their native language. That was something that would exclude Japan -it’s a whole different chapter and dream- but would include Spain, Latin America and Germany/Austria, my B2 certificates for both languages fresh from early last summer and making me eager to get some real life experience with them as soon as possible!
But then the second thing happened.
Even before I had hugged my colleagues and tutors goodbye, desperate for some rest and some time to either think or not have to think at all, at the very least until the time I’d have to leave Greece to do my English-teaching duty, right then came the call for the Trip to Heterotopia. “For 21 days in Southern France we’re going to be a caravan visiting eco-communities, festivals, solidarity projects and groups. We will be wildcamping, so bring your tents, sleeping bags and headlamps!” At first I was very sceptical. I was tired and longed for doing nothing, as I mentioned above. It was only little more than a month since I’d been abroad last and, frankly, I felt as if I’d had enough flying around with backpacks, having to wait in airoports and making new temporary friendships, for the year at least. I reluctantly applied anyway; the idea seemed just too good to skip altogether.
To my surprise, I was actually selected, albeit at the last moment. When I talked with Chrysostomos, the head of European Village (the sending organisation) about the specifics, I warned him that my financial situation was at its usual low. He told me that all the costs together would amount to 120€. A hundred and twenty. I was shocked.
-“What’s the catch?” I thought I was being clever. “What’s the cost of participation?” -“None. We’ve decided not to have one. Our current budget allows us to handle all the costs; it will be better and more convenient than passing them down to the travellers.”
That was it. 120€ would be cheaper even than staying in Athens for the same amount of time. Dafni wasn’t too happy with the suddenness of it all (we had made various plans for August already) but she was a sweet little understanding raccoon in the end and anyway had her own plans.
So there was us: 10 Greeks, and another 15 French people in it for the three weeks of the exchange. Together we visited five different locations and stayed some days in each, did wildcamping in every place, took part and volunteered for local festivals, picked organic vegetables from the community gardens and patches, learned how to build and use dry toilets (it’s not as bad as it sounds actually), participated in workshops on eco-building and local seed trading, there even was a Greek night dedicated to the Crisis. Our flag”ship” motor vehicle was the Vagabond Sage, a retrofit ’70s coach complete with dry toilet, wind generator and solar panels. We did not use all of its features but it was the symbol of our Trip in the French Heterotopias, the utopias that really exist.
All pictures by Marina, Myrto and Caro (I apologise for the terrible formatting of the pictures above. The gallery couldn’t come out right. I think it’s time for a new theme anyway...)
The experience from those three weeks is hard for me to put into words, not unlike much of the rest of my life. The trip was very practical: we had to pack stuff, unpack stuff, cook most meals from scratch (and cater for close to 30 people at times), deal with stuff changing places and having to ask about their whereabouts (looking at you, coffee and coffeejugs!), set up tents, build dry toilets and showers, empty said toilets, and many more things I’m generally not good at, the cerebral rather than practical, abstract rather than present, clumsy and unwieldy person that I generally am. I was much happier sitting somewhere writing my morning pages (more on those in the near future) or enjoying the sun than really helping to prepare dinner, for example, but not being really useful filled me with guilt. I felt that this separated me from the rest of the group and made it harder for me to contribute to our common goals and tasks. Sure, learning about eco-friendly and transitional practices was heaps of fun and super-interesting; connecting with the French and the Greeks was exciting and fun and there was all this adventure and thrill of moving from place to place and exploring rural Southern France, but I always had this nagging feeling that alone I could not do this, that somehow I wasn’t the right person for it. Once again, as I have too many times before to count, I felt like the black sheep. Or rather a sophisticated, colourful goat among a herd of sheep that has none of the definite deviant prestige that black sheep usually have but instead has a certain, perhaps misplaced, idea of superiority. When that idea is threatened and attacked by no-one in particular but, at the same time, everyone at once, I can be very reclusive and pensive. I was the city kid in a group of people who lived and breathed nature, it seemed. Thankfully, there were other people in the Greek group with whom I could share the feeling.
(Video I made with Phoenix for Daphne. Phoenix is the little fox she got for me while we were in Finland. The video is in Standard Definition, unfortunately.)
At the same time, I know that what we did in that trip is important and is the future. Anything that could make me and others more self-sufficient, make us able to take our own situations into our hands, free to lead our lives as we please, is important in this age of destroyed opportunities, slave wages and fear-mongering. We had some discussions on self-reliance around our almost daily nightly fire, watched a couple of movies that inspired me to take action one way or another (more specifically Να Μην Ζήσουμε Σαν Δούλοι), but most of all it was the people who took part, with their lifestyle and their choices, that made me think and feel.
To cut a long story short, by the time we had got back to Greece I didn’t really want to leave immediately to find a job abroad. I had this feeling that staying here in Athens might not be so futile if I can find a way to use my time actively and creatively. Additionally, I felt and still feel that there’s lots of shit I have to figure out, reconcile, get over or leave behind before I can start something new. Putting some order to my digital belongings, selling or giving away stuff, giving time and energy to learn from everything that has happened in my life recently is really what I need but keep postponing due to distractions. Part of me tells me it’s all still being lazy and that purposefully skipping the opportunity to work abroad when I had it is regrettable, not to say of suspicious motivation on my part.
What appeared instead, however, is an excellent testament to the power of serendipity and letting the flow guide your path. Even if I missed the teaching abroad deadlines, there’s a very good possibility I will still be leaving the country after all to do my EVS (European Voluntary Service). Since there’s nothing urgent to do, might as well take advantage of my extended gap years while at the same time being independent for a change.
The real big questions in my head right now have to do with what path I should follow: one focused on living in the moment, taking advantage of opportunities as they come (the EVS and YIA side), discovering the Heterotopias that exist right under our noses and applying myself to that, or the other, in which I’ll make myself more qualified for actual work (which could be in the form of a MA in Prolonged Indecisiveness) or, yes, getting money and building the foundation for future survival? Certificates or Heterotopias? Playing it by ear as I’ve done a lot lately, or gearing up for the mystical tomorrow-never-comes “adult life”, which some would argue can’t include working as an English teacher abroad? /s
From where I’m standing at the moment, the hopefully upcoming EVS looks like it might be able to combine the best of both worlds for me: independence, creativity, new experiences as well as involving myself with things that might benefit my future options of getting by. Still, it’s too fresh to announce anything concrete. If I’m finally doing it (my application’s in the notorious EVS red tape maze right now), which I should know by December, I’ll be leaving for Bulgaria in January 2014 and will be living there for close to a year working for Sofia City Library. That will involve updating their volunteer-run blog, creating promotional media for the library and, from what I can tell, having relatively lots of freedom to pursue my own projects.
What will happen next and whether or not I’ll manage to take advantage of the months ahead will depend entirely on my own ability to balance, prioritise and purge, while at the same time not leaving the flow. OK, maybe not entirely: the current monumental instability of the world will provide us all with some interesting distractions, surprises, dangers and wild card paradigm shifts. One thing’s for sure: we already have absolutely no excuses to feel bored.
Το περασμένο Σάββατο, το Studenterhus διοργάνωσε μια εκδρομή στο Skagen. Δεν μπορούσα να την χάσω, ήθελα να πάω στο Skagen χρόνια τώρα. Από τότε που ο Andy, ο υπέροχος μισοταϊλανδός-μισοδανός τύπος που φιλοξένησε εμένα και την Άλεξ στην Κοπεγχάγη πάνω από τρία χρόνια πριν, μας είχε πει πόσα όμορφα ήταν εκεί και πόσο επέμενε ότι έπρεπε να πάμε, ενώ μιλάγαμε στο ισόγειο του ξενοδοχείου που δούλευε και είχε καταφέρει να μας μπάσει τσάμπα. Και από τότε, δεν ξέχασα αυτό το όνομα: Skagen. Που, όπως πρόσφατα έμαθα, δεν προφέρεται Σκάγκεν αλλά Σκέι(ε)ν — το ε στην παρένθεση το προφέρετε μόνο αν θέλετε, αν νιώθετε πως έχετε την διάθεση ρε παιδί μου, έτσι είναι η προφορά των Δανέζικων, μπορείτε να μισοπείτε-μισομασήσετε μια λέξη και έτσι να είναι πιο αυθεντικός ο ήχος…
Πήγαμε λοιπόν στο Skagen με όλη την συμμορία από δω, ή με σχεδόν όλη. Η τιμή ήταν απαγορευτική για μερικούς: 350kr — κάτι λιγότερο από 50 ευρώ για μια μονοήμερη. Όμως είχα ελέγξει τις εναλλακτικές για να πάω μόνος με τραίνο: έβγαινε ακριβότερα και λεωφορείο δεν νομίζω να πάει εκεί πάνω. Οπότε για μένα τουλάχιστον ήταν μια μοναδική ευκαιρία και παρ’όλο που το παραδάκι μου ήταν μικροσκοπικό, τόλμησα να το υποβαθμίσω στο επίπεδο του “σχεδόν ανύπαρκτο” και να πάω κι εγώ. Όχι που θα κώλωνα.
Τι είναι λοιπόν το περίφημο Skagen; Είναι πολύ απλό. Είναι το βορειότερο ακρωτήρι, το τέλος της Δανίας, το σημείο που δύο θαλασσίτσες συναντιούνται και άλλες δύο θαλασσάρες μπλέκονται, δύο θαλασσάρες στις οποίες ανήκουν, θεωρητικά πάντα εφόσον όλα είναι θέμα ορισμών, οι μικρότερες θαλασίτσες. Στο Skagen, το Skagerrak κονταροχτυπιέται με το Kattegat. Aυτές οι θάλασσες θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν για τους Vikings ότι ήταν για τους Έλληνες το Αιγαίο. Στο ίδιο σημείο, η Βαλτική μπλέκεται με την Βόρεια Θάλασσα. Και το ανακατεμένο αποτέλεσμα, με τα κύματα των δύο θαλασσών να έρχονται από αντίθετες κατευθύνσεις, δημιουργεί ένα σημείο που η οργή του Βόρειου Ποσειδώνα δεν κατευνάζεται ποτέ.
Τα ρεύματα πανίσχυρα, τα ναυάγια πολλά. Τα ρεύματα μεταφέρουν πολύ πράγμα το οποίο προστίθεται στην ακτή και επιμηκύνει το Grenen, όπως λέγεται η τελευταία άκρη του Skagen, περίπου 8 μέτρα κάθε χρόνο. Και έτσι, αφού ότι είναι τώρα θάλασσα σε λίγα χρόνια θα είναι άμμος και χώμα, πολλά από τα ναυάγια των περασμένων αιώνων είναι τώρα διάσπαρτα πάνω στην δυτική ακτή. Ποιος ξέρει τι περισσότερο θα μπορούσε ένας δεινός δύτης να βρει σε αυτή την περιοχή; Όχι πως θα ήταν ότι πιο ασφαλές, γιατί εκτός από υλικά τα ρεύματα έχουν το κακό συνήθειο να παρασέρνουν και ανθρώπους που νομίζουν ότι μπορούν να κατακτήσουν την θάλασσα, και γι’αυτό το κολύμπι γύρω από το Grenen απαγορεύεται.
Μερικά χιλιόμετρα από το Grenen βρίσκεται το Skagen, μια σχετικά βαρετή πόλη η οποία ευδοκιμεί χάρης του τουρισμού που προσελκύει αυτό το πολύ ιδιαίτερο σημείο της χώρας (ναι, μιλάμε για πολύ τουρίστα, πριν πάω στο Grenen φανταζόμουν πως θα είναι κάπως έτσι:
όμως ήταν κάπως έτσι:
Στο Skagen έζησαν στα τέλη του 19ου αιώνα πολλοί ζωγράφοι οι οποίοι εμπνεύστηκαν από το μοναδικό φως του Grenen και δημιούργησαν πολλά έργα εμπνευσμένα από την καθημερινότητα των ψαράδων και των κατοίκων της περιοχής. Τελικά η παλιά Δανέζικη ζωγραφική μου αρέσει πολύ, απ’όσο τους είδα στην πινακοθήκη του Skagen αλλά και στο ARos.
Μερικά χιλιόμετρα νότια ακόμα, βρίσκεται κάτι που πραγματικά δεν περίμενα να βρω στην Δανία. Πρόκεται για το Råbjerg Mile (Ρόμπ-γιεα Μίλε), μια αμμοθίνη που εκτείνεται για ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο περίπου και στο ψηλότερο σημείο της είναι 40 μέτρα. Για να μην πολυλογώ, είναι σαν να πήρες ένα κομμάτι της Σαχάρας και να το έριξες στην μέση –ΟΚ, στην άκρη– της Δανίας. Με την διαφορά βέβαια ότι η Σαχάρα δεν είναι 1 τετραγωνικό χιλιόμετρο, αλλά 9.400.000, για να καταλάβετε την διαφορά, αν το Råbjerg Mile ήταν ένα τετραγωνικό εκατοστό, περίπου ένα νόμισμα των 5 cents, η Σαχάρα θα ήταν μια έκταση 32μ x 32μ… This is some serious desert…
Το πιο παράδοξο είναι ότι γύρω από την περιοχή του Råbjerg Mile υπάρχουν δάση, λίμνες, ανεμογεννήτριες, στο βάθος … Οπότε το σκηνικό κάνει την εμπειρία αυτής της θίνης ακόμα πιο σουρεαλιστική. Το Råbjerg Mile αποτελείται και αυτό απο “κινούμενη άμμο”: κάθε χρόνο μετακινείται ανατολικά γύρω στα 15-20 μέτρα. Οπότε, γύρω στο 2200, θα χάθει μέσα στο Kateggat. Eξωγήινοι, αθάνατοι και λοιποί αιωνόβιοι, προλάβετε! Αν και τουλάχιστον οι Δανοί το 2200 θα αποκτήσουν μια καλή αμμώδη παραλία στην ανατολική ακτή, γιατί τώώώρα…
Η δυτική ακτή της Δανίας είναι όλη περίπου σαν τις ακτές του Skagen (και μου θύμισε τo Scheveningen κοντά στην Χάγη που είχαμε πάει με την Νένη πέρσι, αυτή την απέραντη αμμουδιά…) Το Aarhus είναι στην ανατολική ακτή. Ένα θα πω για την ποιότητα των παραλιών και της θάλασσας της ανατολικής ακτής: κάτι ήξερε όποιος την ονόμασε Βαλτική…
Πολύ θα ήθελα να είχα μείνει περισσότερο σε αυτά τα μέρη, όμως το αυστηρό πρόγραμμα της εκδρομής μας άφησε μόνο λίγη ώρα σε κάθε ένα…
When I’m told to imagine
my vanity kills my creativity When people look serious out of the blue
I try hard to bury my smile When I’m told to listen closely
only my ears are really there When they remind me that I have the power to destroy
my arms can only hug When they say my existence means nothing
do they ever realise we’re partners in crime? When affection is shoved down my throat
loneliness doesn’t seem so bad When they tell me I’m late again
I wish they hadn’t bothered waiting When they ask me “How are you?”
I never believe that’s really what they’d like to know
When they tell me to grow up
it’s like they’re suggesting I give up When they keep telling me it’s not worth it
suddenly I want to make it so When I think I’m unique
it’s next to remember that so does everyone else When people talk about the value of life
cockroaches and livestock spring to mind When they tell me I’m a good person
it’s as if they’re meaning to put me down When they insist I am selfish
…what a funny thing to say When I know it’s time to cry
knowing keeps my eyelids dry When I leave a woman’s embrace
my hands can smell how I feel
When the impossible looks possible
the possible becomes trivial When the possible looks trivial
the trivial becomes impossible When all the world’s a stage
how does one get over stage fright? When mind becomes self-conscious
that is when it drops un-conscious When I think I’m going against the flow
a part of me pretends I’m going with it. But when I’m not minding my own reflection
the sound of water says what I think.