This song kicks all kinds of ass. Alex first told me about it many years ago, when she first started hanging out with prog-metalheads in Kerkyra.
Tag: alex
H Φωτογραφία κι εγώ
Αυτή είναι η πρώτη ψηφιακή φωτογραφία που τράβηξα ποτέ, τον Οκτώβριο του 2003 (επίσης, είναι ο πατέρας μου μια φωτογραφία του πατέρα μου).
Για την ακρίβεια, όχι: είναι η παλιότερη φωτογραφία μου που σώζεται. Το όνομα της είναι 100_0009.JPG, το οποίο σημαίνει ότι υπήρξαν άλλες 8 πριν από αυτήν τις οποίες για κάποιο λόγο τότε έσβησα. Αν εξαιρέσω τα χιτάκια του γυμνασίου που κατέβαζα με τη 64k ISDN με το KaZaA και για κάποιο λόγο ακόμα δεν έχω σβήσει (περισσότερο βαρεμάρα παρα νοσταλγία), είναι από τα παλιότερα αρχεία που μετά από πολλαπλά φορμάτ, αλλαγές και θανάτους σκληρών δίσκων, ακόμα κάπως υφίστανται, δεν έχουν χαθεί για πάντα όπως πολλές συνομιλίες του MSN, savegames ή sessions του Firefox που άφησαν αυτόν τον κόσμο έπειτα από μια ανωμαλία στην ψηφιακή κανονικότητα. Ήταν με μια Canon PowerShot A60 των 2 ολόκληρων megapixel την οποία είχα αγοράσει από το Ebay, από κάποιο μαγαζί του Καναδά. Σήμερα, με τα ίδια λεφτά που κόστισε στους γονείς μου (δεν θυμάμαι σε ποιους ακριβώς) αυτή η μηχανούλα, θα μπορούσα να αγοράσω μια αρκετά καλή DSLR.
Εκείνη την περίοδο, όσο πήγαινα ακόμα σχολείο, τραβούσα συνέχεια φωτογραφίες. Απλά συνέχεια. «ΦΩΤΟ, ΦΩΤΟ!» φώναζα κάθε τρεις και λίγο, και φίλοι και γνωστοί με κορόιδευαν τρυφερά. Για όλο το Λύκειο ήμουν ο νούμερο ένα καταγραφέας των γεγονότων της ζωής του σχολείου αλλά και της δικής μου ύπαρξης εκτός αυτού. Για μία περίοδο η οποία σημαίνει πια για μένα, αν εξαιρέσεις τους φίλους μου, τόσο λίγα, αυτές οι χιλιάδες φωτογραφίες παραμένουν κειμήλια μιας άλλης πραγματικότητας, ενός άλλου εαυτού. «Ποιος τράβηξε αυτές τις φωτογραφίες;» αναρωτιέμαι όποτε τολμάω να γυρίσω και να κοιτάξω πίσω στις οροσειρές του χρόνου που έχω ήδη διαβεί και φαίνονται στον ορίζοντα. Το καλό είναι πως κάθε φορά που επιστρέφω μου φαίνεται ευκολότερο απ’ότι περίμενα: έχω καταφέρει επιτέλους να αγαπήσω το ποιος είμαι και, το σημαντικότερο, ποιος ήμουν.
Όσο ήμουν στο σχολείο άλλαξα 3 συνολικά μηχανές: απ’ότι φαίνεται δεν ήταν για να κρατάνε αυτές οι Canon. Ίσως φταίει και ότι σε 3 χρόνια τράβηξα ούτε λίγο ούτε πολύ 20.000+ φωτογραφίες και βίντεο. Ο Τσίρκας, τότε, είχε προφητεύσει ότι δεν θα κράταγε τόσο πολύ αυτή η μανία μου. Τότε ήλπίζα να του δείξω πως είχε άδικο. Τώρα χαίρομαι που, τελικά, είχε δίκιο.
Μία από τις πιο σοκαριστικές συνειδητοποιήσεις -σχετική με τον χρόνο- ήταν πριν λίγους μήνες, όταν κατάλαβα ότι το χρονικό διάστημα μεταξύ του σήμερα και της στιγμής που απόκτησα την πρώτη μου DSLR (δώρο γενεθλίων για όταν έγινα 19 το 2008) ήταν ίδιο με το διάστημα μεταξύ εκείνης ακριβώς της στιγμής και της πρώτης φωτογραφίας που βλέπετε πιο πάνω. Αν η φωτογραφική μου ιστορία ήταν μια γραμμή, εκείνη η μέρα που έπεσε στα χέρια μου το κιτ της e-510 με τους δυο φακούς θα την χώριζε σε δυο ίσου μήκους τμήματα. Πέντε χρόνια κι άλλα πέντε.
Τι είναι όμως πέντε χρόνια; Τι είναι δέκα χρόνια; Αν και τα πρώτα πέντε μου έχουν αφήσει πολύ λιγότερες αναμνήσεις απ’ότι τα επόμενα πέντε (αν εξαιρέσεις τον έναν χρόνο και κάτι στην Μυτιλήνη), στο μυαλό μου ο χρόνος κύλησε πολύ πιο αργά στα πρώτα. Είναι σαν ένα ολόκληρο κομμάτι μου να έχει εξανεμιστεί πλέον, και το μόνο που να απομένει σήμερα να είναι οι φωτογραφίες. Χωρίς τις φωτογραφίες, δεν θα θυμόμουν και πολλά. Όταν βλέπω τις φωτογραφίες του τότε, στιγμές από διαγωνίσματα, ζωή στην τάξη, παλιούς συμμαθητές, το δωμάτιο μου στο σπίτι μας στην Αρτάκης, την παλιοπαρέα και τις μαλακίες που κάναμε (πολλές από τις οποίες κατέγραφα ευλαβικά σε 320×240@15fps video και που τελικά έκοψα και έραψα για να φτιάξω το μεγαλοπρεπές βιντεο-λεύκωμα του Κράματος), γενικότερα τη ζωή στα 15 και στα 16 μου, μπορώ να μπω ξανά – για λίγο – στο πετσί του έφηβου cubi. Ό,τι όμως ξέφυγε από τον φακό των Canon μου έχει σβηστεί.
Όσο μεγάλωνα και «ωρίμαζα» (πιο πολύ με την έννοια του άνθους στο δέντρο που μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε φρούτο, παρα με αυτή του φρούτου που ετοιμάζεται να πέσει απ’το δέντρο) τόσο πιο πολύ έβλεπα την φωτογραφία καλλιτεχνικά. Όλες οι μικρές Canon μου είχαν χειροκίνητες ρυθμίσεις κι έτσι είχα μάθει λίγο πολύ τι σημαίνει κλείστρο, ταχύτητα, διάφραγμα, ISO κτλ, έστω εμπειρικά (που ίσως είναι ο καλύτερος, αν όχι ο μόνος σωστός, τρόπος να τα μάθεις). Από εκεί που η φωτογραφική μου μηχανή ήταν αποκλειστικά καταγραφέας της ζωής μου, μετατράπηκε σε μηχανή πειραματισμού. «Τι θα γίνει αν το πάρω αυτό με χαμηλότερη ταχύτητα; Αν βάλω φλας εδώ; Ας το δοκιμάσω αυτό στο PhotoShop;» Αυτή η αλλαγή με ακολούθησε και στο πανεπιστήμιο. Βλέποντας λοιπόν μια μέρα την μεγάλη Nikon της Καρίνας με τον αποσπώμενο 18-108 φακό («μου προσφέρει ευελιξία!») και το τί μπορούσε να κάνει με αυτή, ζήλεψα. Ήθελα κι εγώ μια τέτοια «σοβαρή» μηχανή. Λίγους μήνες μετά την απόκτησα από κάποιον που την πούλαγε σχεδόν καινούργια στο dpgr.gr. Μπορούσα πλέον να πειραματιστώ όσο ήθελα – και να καταγράψω πιο καλλιτεχνικά και ξεχωριστά από ποτέ!
Από τότε μέχρι σήμερα πέρασα πολλές φάσεις. Έφτιαξα flickr, αγόρασα φακούς, μπήκα στη φωτογραφική ομάδα του πανεπιστημίου, γνώρισα άλλους και άλλες φωτογράφους (σε μια φάση, πάνω από τους μισούς του κοντινού μου κύκλου και της παρέας μου είχαν DSLR, και, ας μη ξεχνάμε, στη Φωτογραφική, αλλιώς και ΦΟΠΑΜ, γνώρισα τη Νένη), έκανα εξορμήσεις, έγινα ψιλο-διάσημος, συμμετείχα σε διαγωνισμούς, αγόρασα τη φιλμάτη μου OM2n, τράβηξα με φιλμ, αγόρασα εξοπλισμό εμφάνισης, εμφάνισα ασπρόμαυρα φιλμ, τα σκάναρα, πήγα σε σχετικό exchange στη Φινλανδία. Αλλαξα στιλ και προτιμήσεις. Πέρασα από τη φάση που μου άρεσαν οι φλου φωτογραφίες. Την ξεπέρασα. Ξαναγύρισα. Οι φωτογραφίες μου τράβηξαν τη δική τους πορεία – αντίστοιχη με την πορεία που τράβηξα κι εγώ: απρόβλεπτη, σποραδική, περίεργη και παιχνιδιάρικη.
Παρ’ όλα αυτά τα κύματα, υπήρχε κάτι που ποτέ δεν μου κάθισε καλά. Όσο περισσότερο μάθαινα τους κανόνες, τόσο περισσότερο ένιωθα ότι έχανα αυτό που έκανε για μένα τη φωτογραφία διασκεδαστική και ταυτόχρονα ένιωθα ότι τράβαγα χειρότερες φωτογραφίες. Αντιμέτωπος με την ασύγκριτη τεχνική άλλων δημιουργών και τις ιδέες τους, συνέχεια ένιωθα (και συνεχίζω να νιώθω) πως τα κάδρα μου ήταν στραβά, η έκθεση λάθος, ότι δεν υπήρχε σημείο ενδιαφέροντος, ότι οι ρυθμίσεις μου για τα χρώματα ήταν κακές, ότι το white balance ήταν άρρωστο, και πολλά πολλά άλλα. Από τη στιγμή που άρχισα να προσπαθώ να τραβάω καλλιτεχνικές φωτογραφίες, άρχισα να πιστεύω λίγο-λίγο ότι πολύ απλά δεν το είχα με τη φωτογραφία.
Παρεπιμπτόντως, ήταν περίπου την ίδια στιγμή που άρχισα να ποστάρω τις φωτογραφίες μου στο deviantArt, στο MySpace και στο Flickr.
Καθώς μεγάλωνα εγώ, ταυτόχρονα ωρίμαζε και το ίντερνετ και συγκεκριμένα ο παγκόσμιος ιστός (μην ξεχνάτε, δεν είναι το ίδιο!) Άρχισα να μοιράζομαι τις φωτογραφίες μου γεμάτος καμάρι (τηρουμένων των μετριοπαθών αναλογιών) τη στιγμή που το Web 2.0 είχε δώσει τη σκηνή και τον προβολέα σε μένα – ή τουλάχιστον έτσι με είχε κάνει να πιστεύω. Ξανά και ξανά βρήκα τον εαυτό μου να ανεβάζει φωτογραφίες που πίστευα ότι ήταν αποστάγματα της καθαρής δημιουργικότητας μου και να απολαμβάνω την παγερή αδιαφορία του Τυχαίου Επισκέπτη. Με λίγα λόγια: οι φωτογραφίες μου που νόμιζα ότι ήταν οι καλύτερες, οι αγαπημένες μου, ποτέ δεν τράβηξαν τα βλέματα, ούτε γνωστών ούτε αγνώστων. Οι στιγμές που είχα αποτυπώσει που έκαναν το είναι μου να αγαλιάζει δεν συγκίνησαν κανέναν – παρα μόνο αυτούς που με ήξεραν προσωπικά και μπορούσαν να καταλάβουν, κι αυτό είναι το κλείδι (αν και όχι αυτό που πραγματικά επιθυμείς όταν ανεβάζεις τις φωτογραφίες δημοσίως).
Αργότερα κατάλαβα ότι οι φωτογραφίες μου, σαν προσωπικό στιλ και μέσο έκφρασης, θέλω τελικά να αγγίζουν το εγκεφαλικό, όχι το καθαρά αισθητικό, να είναι η αφετηρία ενός πολυμεσικού και πνευματικού παιχνιδιού το οποίο θα ερέθιζει τη γλώσσα και τη φαντασία, όχι μόνο τα μάτια. Πήρε καιρό μέχρι να φτάσω σε αυτό το συμπέρασμα και να αποδεχτώ ότι αυτό είναι που μου αρέσει, και για πολύ καιρό δεν μπορούσα να καταλάβω ότι ο τρόπος μου δεν ήταν ο ευκολότερος για κάποιον ο οποίος δεν θα με ήξερε ή θα έβλεπε τη φωτογραφία γι’αυτό που φαινόταν. Ο τρόπος μου ήταν διαφορετικός από το κοινό, από το γνωστό, αλλά ήθελα να συναγωνιστώ μαζί του – δεν υπονοώ ότι το εύκολο είναι χειρότερο, απλά απαιτεί ένα διαφορετικό είδος αντίληψης (intuitive vs sensing // αισθητικό vs διαισθητικού).
Στην πορεία, διάφορα σάιτ και πετυχημένα κανάλια ρύθμισαν το ασυνείδητο μου σχετικά με το τι σημαίνει καλή και όμορφη φωτογραφία. Οι βόλτες μου στο flickr και σε άλλα σάιτ φωτογραφίας με έκαναν να νιώσω μικρός. Αρκετές φωτογραφίες μου επιρεάστηκαν -δυστυχώς- από αυτά τα πρότυπα, όμως ποτέ δεν μπόρεσα στ’αλήθεια να τα μιμηθώ, ίσως γιατί δεν τα ένιωθα πραγματικά δικά μου. Παίζει ρόλο φυσικά και το ότι για να γίνεις γνωστός πρέπει να πλασάρεις τις φωτογραφίες ή/και τον εαυτό σου με τον σωστό τρόπο, πρέπει να κάνεις δημόσιες σχέσεις. Κι αυτό είναι απλά κάτι που δεν ήθελα και εξακολουθώ να μη θέλω να κάνω. Αυτό που άργησα να καταλάβω είναι ότι το να είσαι πετυχημένος και διάσημος στο flickr και στο web γενικότερα δεν σημαίνει ότι βγάζεις καλές φωτογραφίες, αλλά ότι βγάζεις δημοφιλείς φωτογραφίες. Και ποιος δεν θέλει να είναι δημοφιλής;
Δημοφιλής. Γνωστός. Αποδεκτός. Εκτιμημένος.
Αν σκάψω βαθιά (αλλά όχι και τόσο βαθιά), αυτές τις λέξεις θα βρω σαν απάντηση στο γιατί η φωτογραφία με συνόδεψε αυτά τα χρόνια.
Αρχικά, ήθελα αποδείξεις, εξωτερικεύσεις αυτών που έβλεπα και βίωνα, όπως έλεγε και ο τύπος στο Alice in den Städten που είδαμε με τη Δάφνη χτες. Βασικά δεν είμαι σίγουρος αν αυτό έλεγε αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό πήρα οπότε το κρατάω έτσι. Αποδείξεις για αυτά που ζούσα. Αντικειμενικές αποδείξεις που θα μπορούσα να μοιραστώ, να αρχειοθετήσω, να κρατήσω και να εξασφαλίσω την ύπαρξη τους στο μέλλον. Μια ψηφιοποίηση της ζωής μου και των άλλων, όσο πίστευα τότε πως η φωτογραφία πραγματικά απαθανάτιζε (απο + αθανατίζω [<αθάνατος]) τη ζωή. Μόνο έτσι θα μπορούσα να μοιραστώ το ποιος πραγματικά είμαι </drama_queen> και να ανακαλύψουν όλοι οι άλλοι, που δεν με αποδεχόντουσαν, ποιος ήμουν πραγματικά! Έλα όμως που δεν λειτουργεί ακριβώς έτσι… Οι ανάγκες των ανθρώπων παραμένουν, και αυτή η ανάγκη μου για αποδοχή αργότερα μεταμορφώθηκε στην ανάγκη για καλλιτεχνική επιβεβαίωση.
Πόσταροντας φωτογραφίες ονλάιν μπορείς να καταφέρεις τρία πράγματα: 1) να δείξεις τί ζωή κάνεις, 2) να δείξεις πόσο γαμάτες φωτογραφίες τραβάς αλλά και 3) να δημιουργήσεις μια καλλιτεχνική ιντερνετική περσόνα. Ποτέ δεν έπεσα τελείως θύμα αυτής της ματαιόδοξης παγίδας, αλλά φλέρταρα επικίνδυνα μαζί της αρκετές φορές. Ενδεικτικά, η Δάφνη μου έχει πει ότι είμαι διαφορετικός όπως φαίνομαι στο μπλογκ μου και διαφορετικός στην πραγματικότητα. Αυτό είναι μια επιτυχία ή όχι; Το ψάχνω ακόμα, ποιος είμαι, ποιος θέλω να είμαι, ποιος θέλω να φαίνομαι ότι είμαι, αν έχουν σημασία όλα αυτά τελικά κ.ο.κ. Και το γεγονός ότι μου έχει σφηνώσει στο μυαλό ότι ακόμα και το να επιλέξω να μην δημοσιεύω φωτογραφίες για λόγους γοήτρου, απλότητας ή τρόπου ζωής είναι και αυτό μια κατασκευασμένη ταυτότητα που θα προάγω με συγκεκριμένους τρόπους, δεν βοηθάει τα πράγματα…
Φέτος λοιπόν έχω βγάλει πολύ λίγες φωτογραφίες, ειδικά αν βάλω κάτω πόσα ταξίδια έχω κάνει. Σίγουρα φταίει ότι τώρα (ξανα)έχω και τη δυνατότητα να τραβήξω και βίντεο (το οποίο δείχνει πως η επιλογή δεν είναι πάντα καλό πράγμα) Συνεχώς διερωτάμαι «γιατί θέλεις να το φωτογραφίσεις αυτό; Τι θέλεις να δείξεις; Ποιον προσπαθείς να εντυπωσιάσεις; Δεν σου φτάνει απλά να το κοιτάζεις, να το απολαμβάνεις;» Είναι μια σκέψη που σίγουρα δεν μοιράζονται πολλοί μαζί μου: συνεχώς βλέπω περισσότερες φωτογραφίες και φωτογράφους (το οποίο αυτόματα ρίχνει κατακόρυφα την αξία της ίδια της φωτογραφίας) και νιώθω όλο και λιγότερη θέληση να μπω σε όλο αυτό, να συνεχίσω να καταγράφω ή να δημιουργώ. Και αν δημιουργώ, μπορεί να μην το ποστάρω για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Βρίσκω πως αυτά που μπορώ να πω για τη ζωή μου, για τη ζωή των άλλων και τη ζωή γενικότερα με τη φωτογραφία, δεν συμβαδίζουν με αυτά που είμαι καλύτερος ή πιο ικανός στο να λέω ή με αυτά που θέλω να πω.
Σίγουρα έχει να κάνει και με τον καταιγισμό εικόνας που βλέπω παντού στο web πια, απ’το Tumblr (λινκ για το δικό μου) και τη μια καταπληκτική φωτογραφία μετά την άλλη («τι μπορώ εγώ να συνεισφέρω άραγε σε αυτή την τελειότητα;») μέχρι το facebook και το Instagram, όπου κάθε ασημαντότητα και μικρότητα είναι άλλη μια ευκαιρία για τα προβάλλουμε τον ναρκισισμό μας, το πόσο γαμάτοι είμαστε και το πόσο γαμάτα πράγματα κάνουμε. Θέλω να κάνω γαμάτα πράγματα, αλλά όλο και περισσότερο νιώθω πως δεν είναι ευγενικό, πρέπον ή… πώς να το πω… θα προσπαθήσω να το πως όσο λιγότερο σνομπίστικα μπορώ: πολιτισμένο, να τα εικονοποιώ και να τα κάνω προιόντα, διαφημίσεις για την οντότητα cubilone στον παγκόσμιο δίκτυο τελειότητας, εντυπωσιασμού και καμένης δημιουργικότητας και σύγκρισης στο οποίο μεταλλάσσεται το ψηφιακό περιβάλλον.
Οι ψηφιακές κοινότητες σε κάνουν να θέλεις να ανταγωνιστείς τους άλλους σε δημοτικότητα και να νιώσεις αγαπητός, κι έτσι αγχώνεσαι για τα πόσο likes ή favs θα έχει μια φωτογραφία – παύει να είναι απλά η καλλιτεχνική σου έκφραση. Είναι ειρωνικό πως έχω σπουδάσει πολιτισμική τεχνολογία και επικοινωνία και έχω αυτές τις αιρετικές απόψεις… αλλά έχω ακαδημαϊκοποιηθεί αρκετά ώστε να καταλαβαίνω πως ακόμα και το γεγονός ότι η εικόνα θεοποιείται μέσω των ψηφιακών μέσων και η κριτική σε αυτό το γεγονός είναι και αυτή, αναμφίβολα, μέρος του ψηφιακού πολιτισμού, από μόνο του χαίρει ανάλυσης.
Τι θα γίνει από εδώ και πέρα, δεν το ξέρω. Προφανώς η σχέση μου με τη φωτογραφία είναι πολύπλοκη και δεν μπορώ ούτε και θέλω να την εγκαταλείψω τόσο εύκολα. Πιστεύω όμως όλο και λιγότερο στους φωτογράφους ή στους κανόνες: στο I See Green είδα παιδιά να τραβάνε καταπληκτικές και εμπνευσμένες φωτογραφίες με τα κινητά τους ή με μηχανές που δεν ήξεραν καν πώς λειτουργούσαν, κι εγώ, νιώθοντας την ανάγκη να τραβήξω κάτι ιδιαίτερο ή αξιόλογο (και με τους κανόνες σταθερά στο μυαλό), με τον καλό φακό και την καλή μηχανή δεν είχα τελικά τίποτα να δείξω. Αυτό ήταν τροφή για σκέψη και έμπνευση…
Θέλω να αντισταθώ στην υπέρτατη δύναμη της εικόνας και να μην χάσω όλα όσα μπορείς να χάσεις αν την αφήσεις να διεισδύσει μέσα σου ολοκληρωτικά. Θέλω να ζω στο τώρα, και φωτογραφίζοντας το τώρα, αναγκαστικά ζεις στο πριν, στο χτες, ή ακόμα μεταφέρεις την απόλαυση της στιγμής στο αύριο. Απ’την άλλη, έρχοντας σε επαφή με την μπλοκαρισμένη μου δημιουργικότητα, θέλω να δείξω πράγματα, ομορφιά, να μοιραστώ ακριβώς αυτές τις στιγμές με τον δικό μου καλό τρόπο, και όχι τον δημοφιλή ή τον σωστό τρόπο. Θέλω να (ξανα)γίνω καλλιτέχνης της φωτογραφίας, όχι ένα θύμα της δύναμης της, της ευκολίας. Να εκφραστώ με τη βοήθεια της, όχι να δειχτώ ή να την χρησιμοποιήσω ως προστασία απέναντι στη ροή του χρόνου. Να μην απογοητευτώ από το πόσο δύσκολο μου φαίνεται να ακολουθήσω τους κανόνες, αλλά να τους αφήσω να με οδηγήσουν μακριά τους. Να την αφιερώσω και να την προσφέρω στους άλλους, όχι να σαγηνεύσω τους άλλους με αυτήν.
Σε άλλα 10 χρόνια θα σας πω τα αποτελέσματα αυτής της αναζήτησης – ή θα τα δείτε, αν οι λέξεις μέχρι τότε είναι άχρηστες.
The Strange Politics of Decisions // Are We in Control of Our Own Disgust?
Σχετικά και με το προηγούμενο ποστίο. Thanks Άλεξ φορ λινκιν με.
Review: Το μυστήριο της τράπουλας
Το μυστήριο της τράπουλας by Jostein Gaarder
My rating: 4 of 5 stars
Η ιστορία της πορφυρής γκαζόζας, του Μυστικού Νησιού και των μυστηριωδών κατοίκων του, της αναζήτησης ενός Νορβηγού πατέρα — αυτοαποκαλούμενου Μπαλαντέρ — και του γιου του για να βρουν τον Άσο Κούπα τους, δηλαδή την μητέρα που έφυγε για να βρει τον εαυτό της στην Ελλάδα και μιας άλλης, πιο γνωστής μας αναζήτησης: αυτήν για την αλήθεια του ποιοι είμαστε, προς τα πού πάμε, γιατί, τι πραγματικά μετράει στην ζωή και όλα αυτά τα γνωστά.
Ο Jostein Gaarder για δεύτερη φορά (το ξέρω ότι έγραψε τον Κόσμο της Σοφίας δεύτερο, αλλά εγώ τον διάβασα πρώτο) αναρωτιέται για τον κόσμο και μας συνεπαίρνει με την φαντασία του με χαρακτηριστικά χαρούμενο, απλό, διαφωτιστικό και συγκινητικό τρόπο. Ο Gaarder ξαναήρθε να μου επιβεβαιώσει ότι η σοφία βρίσκεται στην απλότητα και στην ταπεινότητα προς τον κόσμο, που καλύτερα από κάθετι εκφράζει η παιδική περιέργεια, η οποία αργότερα δυστυχώς πεθαίνει, αφού συνηθίσουμε τον κόσμο. Όντως εγκληματικό, αν το σκεφτεί κανείς. Όπως λέει και ο Death στο Discworld: “Human beings make life so interesting. Do you know, that in a universe so full of wonders, they have managed to invent boredom”.
Το Μυστήριο της Τράπουλας είναι ένα βιβλίο πραγματικά για όλες τις ηλικίες. Ο πρωταγωνιστής, αν και θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι οι πρωταγωνιστές είναι πολλοί με την ψυχή ενός, είναι μεν παιδί, όμως ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τα πράγματα ήταν έμπνευση. Ακόμα περισσότερο με ενέπνευσε ο πατέρας του Χανς Τόμας. Ενήλικας που ποτέ δεν σταματάει να αναρωτιέται για τον κόσμο, με προβλήματα αλκοολισμού, άφθονη αγάπη για τον γιο, την φιλοσοφία, την ναυτοσύνη και την woman that left him — εδώ σκάρωσε ολόκληρο ταξίδι με αυτοκίνητο από την Νορβηγία μέχρι την Ελλάδα για να την βρει. Θέλω κι εγώ τέτοιον μπαμπά, ή για να είμαι ρεαλιστικότερος, θέλω κι εγώ να γίνω τέτοιος μπαμπάς. Επίσης θέλω να ταξιδέψω στο Agder και στις Άλπεις, κάπου πιο κοντά στο Χωριό και πιο μακριά από το Interlaken. Γαμώτο.
Το όλο meta-narrative με τo Μυστικό Νησί, τους διαδόχους του Μυστικού και την Τράπουλα του Φρόντε ήταν μια ενδιαφέρουσα ιδέα, και μια ωδή στις γήινες ανθρώπινες απολαύσεις. Αν η υπόθεση με την τράπουλα ήταν λίγο καλύτερα τοποθετημένη (σε μερικά σημεία μου φάνηκε βεβιασμένη και μου έκοβε το ενδιαφέρον) τότε το βιβλίο μπορεί να άξιζε και το πέμπτο αστεράκι του. Τώρα που το σκέφτομαι όμως, ούτε η ιστορία του Χανς Τόμας και του πατέρα του από μόνη της θα ήταν αρκετή για να κρατήσει το ενδιαφέρον αν η μία ιστορία δεν έβαζε σιγά-σιγά όλα τα μυστήρια που προέκυπταν στην πορεία της άλλης σε μια τάξη και το αντίστροφο (κάτι που ποτέ δεν μπορείς να κάνεις με τα πραγματικά ερωτήματα της ζωής, but I digress). Το μόνο σίγουρο; Ποτέ δεν πρόκεται να ξαναπιάσω τράπουλα με τον ίδιο τρόπο. Και σίγουρα η έμπνευση του τραπουλο-ημερολογίου θα μου μείνει.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει η πορφυρή γκαζόζα στην πραγματική ζωή. Παραισθησιογόνα ναρκωτικά ίσως; Άνετα θα μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο. Και ναι, θέλω να δοκιμάσω γεύση κεράσι στον αγκώνα μου και βατόμουρο με λεμόνι στο αριστερό μου μεγάλο δάχτυλο του ποδιού! Όπως λένε όμως και στο βιβλίο… Αν δοκιμάσεις ό,τι έχει να δώσει η ζωή με μια γουλιά, γιατί μετά, στην τελική, να ζεις, αν όχι μόνο για να συνεχίσεις να πίνεις;
Βαθιά ερωτήματα. Αυτό το βιβλίο έχει πολλά, ακόμα και αν είναι καλά κρυμμένα στα χάρτια… Ασυνήθιστο, γιατί συνήθως ψάχνουμε στα χαρτιά για καλά κρυμμένες απαντήσεις.
Ευχαριστώ την Άλεξ που μου το δάνεισε. 🙂 Κάποτε είχαμε προσπαθήσει να διαβάσουμε αυτό το βιβλίο μαζί. Η προσπάθεια ήταν φυσικά καταδικασμένη. Έγραψα κι εγώ το όνομα μου στο πίσω μέρος του βιβλίου, 13 Μάρτηδες (μια οικογένεια του Μυστικού Νησιού 😉 ) μετά την τελευταία προσθήκη.
Γαστροπαιχτική Λέσχη
Τους τελευταίους μήνες, οι σχέσεις μου με την λέσχη δεν πάνε καλά.
Όχι πως ήμασταν ποτέ φίλοι. Κάποτε, μάλλον από τον Μάιο του ’09, όταν άνοιξε η κάτω λέσχη στο Ευ Ζην (αλλά και λίγο πριν, όταν το λεωφορειάκι μας έπαιρνε έξω από τον Βερόπουλο και μας πήγαινε στον Λόφο για να φάμε μεσημεριανό…), η σχέση μου με την λέσχη ήταν αντίστοιχη με αυτή που έχω με πολλούς συμφοιτητές μου: τους βλέπω κάθε μέρα, ποτέ δεν τους μίλησα πάρα πολύ και ποτέ ίσως δεν υπήρξε μια πραγματική αμοιβαία συμπάθεια. Όμως ακριβώς εξ αιτίας την καθημερινή τριβής, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο, αυτή η επαφή έχει εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο από συνήθεια και γνωριμία αλλά κάτι λιγότερο από φιλία… μια περίεργη κατανόηση η οποία σε κάνει να γνέφεις ή να λες «Γειά!», ακόμα και αν δεν είσαι καν σίγουρος ότι θυμάσαι το όνομα του άλλου.
Έτσι και με την κάτω λέσχη. Mε παρέες κατα καιρούς διαφορετικές, σχεδόν καθημερινή βίζιτα (συνήθως μεσημέρι και βράδυ) και συχνά αρμένικη: μέναμε τελευταία παρέα στην λέσχη, οι κυρίες της λέσχης καθάριζαν κι εμείς μπορεί να μην είχαμε καν επιστρέψει τους δίσκους μας και να φτιάχναμε εικαστικά αριστουργήματα με το βραδινό μας. Το φαγητό και η ποιότητα του έχει υπάρξει αγαπημένο θέμα συζήτησης, μαζί με διάφορους καυγάδες, φιλοσοφικές κουβέντες, ατέλειωτες αντιπαραθέσεις για games, ιδεολογικές διαμάχες σχετικά με την –πάντα επιλεκτική!– αποχή μερικών μας από το κρέας. Ποτέ δεν ξέραμε ούτε μας απασχόλησε ιδιαίτερα τι ακριβώς ήταν αυτό που κατέληγε στις μαύρες τρύπες μας.
Ευτυχώς από ποικιλία η λέσχη ποτέ δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από πουθενά, κι έτσι πάντα είχαμε κάτι να συζητήσουμε! Ψάρι με γεύση κοτόπουλο: κοτοπουλόψαρο! Μπριάμ μόνο με πατάτες και ένα κομμάτι μελιτζάνα κι άλλο ένα αντίστοιχο κολοκυθάκι (στην καλύτερη) ή πατάτες με λαχανικά — τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα το μενού είχε πατάτες ψητές με πουρέ και σάλτσα γεώμηλου — μακαρόνια με σάλτσα τόνου (καρμπονάρα βασικά με τόνο αντί για μπέικον :κ) , ή πορτοκάλια χωρίς γεύση και μόνιμα λασπωμένο, κακά πλυμμένο μαρούλι. Όσο για τα επιδόρπια, το πράγμα είναι πολύ απλό: Δεν ήταν κρεμ καραμελέ, μήτε ήταν ζελέου: ήταν μονάχα μι’ αλοιφή, μ’άρωμα πετρελαίου… Ή ψαρίλας. Το έχουν τα ειδικά τους ψυγεία, βέβαια! Μεταθέτουν τις μυρωδιές από το ένα φαγητό στο άλλο: πηγαίνει από το κοτόπουλο στο ψάρι και από το ψάρι στο ζελέ και από το ζελέ στο… ω ελάτε τώρα αφού ξέρετε ότι το ζελέ δεν μυρίζει (εννοούμε τα κανονικά ζελέ και όχι της λέσχης)! Ή το περίφημο ρύζι «αμβροσία» το οποίο, πριν μάθουμε ότι ήταν ονομασμένο όπως και το catering το οποίο έχει αναλάβει την λέσχη και ήταν η υποτιθέμενη specialité του, το βλέπαμε ως απόδειξη ότι, εκτός των άλλων, οι υπεύθυνοι της λέσχης είχαν και μια κάποια άρρωστη αίσθηση του χιούμορ. Αντί για νέκταρ, το μόνο που είχαμε ήταν μια βρύση. Για νερό. Τώρα που το σκέφτομαι, τι ωραία που θα ήταν αν αντί για νερό αυτή η βρύση ανάβλυζε μπύρα… Ποιος το χέζει το νέκταρ…
Και φυσικά, ο τρόπος που έχει η λέσχη να παίζει με το στομάχι σου! Μπορεί να έτρωγες τρία πιάτα, θα τίγκαρες, όμως μετά από 3 ώρες θα είχες λιγούρες, και μετά από 5 θα πείναγες ξανά! Λες και όλα αυτά που έφαγες ήταν στην πραγματικότητα αφρός μεταμφιεσμένος σε μπριζόλα, αρακά, μακαρόνια, ο οποίος όμως αφρός σε πάχαινε αν έτρωγες περισσότερο. Ναι, εγώ τουλάχιστον είχα πάρει κιλά όταν έτρωγα στην λέσχη περισσότερο από μια μερίδα. Δεν ξέρω τελικά, ίσως και να ήταν αφρός από την πολύλή σόδα! Πολλά φαγητά είχαν, σύμφωνα με μαρτυρίες (εγώ ποτέ δεν την κατάλαβα), ακόμα και γεύση σόδας, αλλά εκτός από το ότι ποτέ δεν θα μάθουμε αυτό το μυστικό, κανένα φοιτητικό εστιατορίο στον κόσμο δεν βγάζει την ουρά του απ’έξω από το θέμα της χρήσης της.
Τελικά όμως, παρά τα όσα λέγαμε, όλα έβαιναν καλώς. Μπορεί η λέσχη μας να μην ήταν όσο καλή όσο αυτή της Ρόδου, των Ιωαννίνων, που ήταν ολόκληρο εργοτάξιο, ή της Κέρκυρας (τι σαλάτες. Ω: τι σαλάτες! {:ε *όνειρα χορτοφαγικά*), όμως όλοι έχουν πει πως είναι καλύτερη από τις αντίστοιχες της Αθήνας ή της Θεσσαλονικής. Και φυσικά, ανέκαθεν ήταν το καθημερινό hot spot. Ποιο Mουσικό, Lazy και μαλακίες! Πήγαινες λέσχη και αμέσως γέμιζε ο μετρητής του social! Καθόμασταν και σε προνομιακές θέσεις για να τσεκάραμε ευκολότερα ποιος ερχόταν. Και στην τελική, το ψωμί δεν ήταν άσχημο (όταν ήταν φρέσκο).
Όλα αυτά αλλάξανε τον Σεπτέμβριο. Πηγαίνουμε την πρώτη μέρα που άνοιξε η λέσχη, παίζει να ήμασταν και οι πρώτοι, σίγουρα ήμασταν και οι πρώτοι που μάθαμε τα υπέροχα μαντάτα. «Η κάτω λέσχη θα κλείσει και όλα θα πάνε πάνω!», μας είχε πει μια από τις κυρίες που μας σέρβιραν. Οι οποίες, παρένθεση, ακούνε τα παράπονα αλλά δεν φταίνε και σε τίποτα, την δουλειά τους κάνουν… Δεν νομίζω να θέλουν να μας προσφέρουν το φαγητό που μας προσφέρουν. Παίζουν και λίγο τον ρόλο του προστατευτικού κυγκλιδώματος, κάτι σαν τους μπάτσους, σε αυτές πάνε όλα τα αρνητικά σχόλια και όχι σε αυτούς που κάνουν τα κουμάντα. Τέλος πάντων. Ναι, πρώτα από τις κυρίες της λέσχης το μάθαμε. Ήταν η αρχή του τέλους.
Δεν πήρε περισσότερο από μερικές εβδομάδες για να γίνουν τα παραπάνω πραγματικότητα. Και τι προειδοποίηση. Όλοι πήγαμε στον λόφο, η κάτω λέσχη έκλεισε άδοξα γιατί υποτίθεται ότι δεν θα ήταν απαραίτητη εφόσον όλοι οι φοιτητές θα ήταν στον λόφο. Η ποικιλία μειώθηκε: από δύο επιλογές, που και πάλι μερικές φορές δεν υπήρχαν ουσιαστικά στην κάτω λέσχη γιατί το φαγητό ερχόταν από την λέσχη του λόφου, μειώθηκε σε μια επιλογή για κάθε γεύμα. Οι τουλάχιστον δύο μερίδες που δικαιούμασταν, μειώθηκαν σε μία (!), το πρωινό είναι παρελθόν (μικρό το κακό εδώ που τα λέμε) και οι ώρες άλλαξαν ώστε να είναι, ω τόσο μα τόσο βολικά, ακριβώς πάνω στις ώρες των μεσημεριανών και βραδινών μαθημάτων. Ευχαριστούμε τόσο πολύ, κύριοι που φροντίζετε πάντα πριν από μας για μας. 🙂 Είναι αλήθεια, τα λεφτά που παίρνει το Πανεπιστήμιο Αιγαίου από το κράτος μειώθηκαν κατα 30% φέτος. Όμως φαίνεται πως η λέσχη πρέπει να τους έτρωγε πολλά (pun intended) αφού οι ίδιες αλλαγές έχουν γίνει και η ίδια κατάσταση φαίνεται να επικρατεί και στην Χίο, όπως με πληροφόρησε ο Φάνης. Η φοιτητική μέριμνα γενικά χτυπήθηκε πολύ σκληρότερα με τις περικοπές απ’ότι άλλοι τομείς χρηματοδότησης, η σίτιση μαζί με τις εστίες αλλά και πολλά περισσότερα. Μετά από όλα αυτά, η λέσχη δεν ήταν πια αυτή που ήξερα: από συμπαθητικός γνωστός είχε μετατραπεί στην συμφοιτήτρια την οποία όχι μόνο δεν χωνεύω, βρωμάει σαπίλα από πάνω ως κάτω, μου έχει παίξει μαλακία και ΕΙΜΑΙ αναγκασμένος να την έχω και στην ομάδα μου…
Αυτές οι αλλαγές με χτύπησαν περισσότερο πριν λίγες μέρες. Ήταν Τετάρτη, μέρα που δεν έχω μάθημα όμως είναι παραδοσιακά μέρα λαδερών (η καλύτερη μου: όλο κρέας, κρέας, κρέας το βαρέθηκα, φέρτε μου ένα φασολάκι που τ’ορέχτηκα!) είχα βέβαια να κολλήσω και αφίσες για την Κινηματογραφική Συμμορία. Ο καιρός ήταν απαίσιος: μια λεπτή συννεφιά που έδινε μια ξεπλυμένη άρρωστη απόχρωση στα πάντα, μια ζέστη (ΤΙ ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΤΕΛΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΘΑ ΚΑΝΩ ΧΑΡΑΚΙΡΙ), μια άπνοια, η ατμόσφαιρα ήταν κολλώδης… Εν ολίγοις, ο ιδανικότερος καιρός για να αφήσεις την φωτογραφική σου μηχανή σπίτι. Η διάθεση μου κοινώς ακαταμάχητη, είχα πάει και μόνος. Φτάνω στην λέσχη, βλέπω τρία τεράστια ταψιά τίγκα στους γίγαντες… Και μόνο γίγαντες.
Fun fact about cubi: Πρέπει να έχω κάποιου είδους δυσανεξία στα φασολοειδή (γίγαντες, φασολάδα, μαυρομάτικα, ακόμα και αυτά τα κόκκινα που πάντα μου θυμίζουν το Salad Bar των Goody’s) γιατί ακόμα κι αν φάω μικρή ποσότητα το στομάχι μου κυρήσει εμφύλιο πυρηνικό πόλεμο, με βόμβες να σκάνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και ο όλος αρμαγεδώννας να κρατάει και την επόμενη μέρα. Οπότε όχι, δεν είναι μόνο πόλεμος… αερίων!
Με είδε η κυρία που σέρβιρε να είμαι {:ε, της εξήγησα: «Έχω δυσανεξία στα φασόλια…». Μου απάντησε: «ΟΚ, θα σου βάλω δυο πιάτα ρεβυθόσουπα.» Wow, thanks, I guess, αν και τα ρεβύθια αυτά καθαυτά απάρτιζαν λιγότερο από το 1/10 της συνολικής μάζας αυτής της σούπας. Καθώς υπέγραφα και έπαιρνα τον δίσκο μου, με ρώτησε: «Τι κάνει το κορίτσι που μας έλεγε και κανένα γειά;» Αυτή η φράση μου θύμισε πολλά απ’όσα περιγράφω παραπάνω, ίσως και να μου έδωσε την όρεξη να γράψω όλο αυτό. Όσο πιο ειλικρινά μπορούσα της απάντησα «δεν ξέρω» κι έκατσα σκεφτικός να φάω το νερό μου με λίγα ρεβύθια μέσα. Αλήθεια, πόσοι να τις χαιρετάνε; Γιατί όχι περισσότεροι; Γιατί όχι έγω; Λες και φταίνε αυτές για την πολιτική της λέσχης, λες και φταίνε οι μπάτσοι για τις αποφάσεις των γουρουνιών… Τώρα αν αντίστοιχα οι κυρίες της λέσχης προστατεύουν την λέσχη από τα εξαγριωμένα πλήθη των φοιτητών, θα έλεγα ότι οι συγκρίσεις σταματάνε κάπου εδώ.
Την επόμενη μέρα, πήγα και είχε λαζάνια με κιμά. Μόνο λαζάνια με κιμά: τα τρία ταψιά γεμάτα με το ίδιο φαγητό μου έδωσαν περισσότερο την αίσθηση συσσιτίου παρά εστιατορίου. Kαι ήταν η μέρα που έχω μάθημα όλη μερα στον λόφο. Έκανα την καρδιά μου πέτρα, προσπάθησα να απομακρύνω τον κιμά από ανάμεσα τις φέτες ζυμαρικού μου για να μην πεινάσω τελικά… Τα σχόλια γύρω μου όχι και πολύ καλά για τον κιμά που ήθελα-δεν ήθελα δοκίμασα, μικρό το κακό σκεφτόμουν… Μια απίστευτη καούρα με ακολούθησε για το υπόλοιπο της ημέρας.
Έχουν γίνει μερικές δράσεις ως αντίσταση σε αυτές τις αλλαγές. Θυμάμαι όταν μπήκαμε με παιδιά κυρίως από το Μπίνειο αλλά και τον Μητσάκο, την Ήρα και άλλους και είπαμε πως θα σερβίρουμε εμείς το φαγητό, μόνο και μόνο για να μείνει η λέσχη ανοιχτή μέχρι τις 15:30, αντί για τις 15:00. Τελικά αυτό απέτυχε γιατί οι υπάλληλοι της λέσχης δεν μας άφησαν να μπούμε πίσω από τον πάγκο — δεν ήταν ότι ήθελαν να φύγουν και δεν τις αφήναμε, μάλιστα μένουν μέχρι αργά ούτως ή άλλως (…) — απλώς «απαγορευόταν από το υγειονομικό». Ειρωνικό θα έλεγα. Και ας έλεγε ο υπεύθηνος ό,τι ήθελε για το ότι τα υλικά και το φαγητό έχει περάσει όλους τους ελέγχους: who watches the watchmen, I ask? Ποια είναι τα κριτήρια ποιότητας τους όταν το μαρούλι παίζει να είναι και άπλυτο; Και τα κάτουρα μας είναι αποστειρωμένα, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι καλή ιδέα να τα πίνουμε! Πάντως η λέσχη έμεινε ανοιχτή λίγο παραπάνω εκείνη την μέρα…
Επίσης έχει στηθεί τις τελευταίες εβδομάδες ένας πάγκος έξω από την λέσχη που έχει χειροποίητες πίτες, κέικ κτλ, φτηνό καφέ και πολύ καλό φρέσκο χυμό πορτοκαλί. Βάζουν και γύρη μέσα για να είναι «πιο δυναμωτικός»! Εγώ δεν μπορώ παρά να τους βγάλω το καπέλο, να τιμάω τα καλούδια τους και να βλέπω ένα τόσο χειροπιαστό και καλό μέτρο σύγκρισης με την κερδοσκοπία που λέγεται λέσχη.
Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι: οι μερίδες έχουν διπλασιαστεί, και δεν πεινάς μετά από 3 ώρες. Και όπως αναφέραμε πολλές φορές στις αιώνιες συζητήσεις μας στην λέσχη: είναι τσάμπα! Όμως που τελειώνει το τσάμπα, που αρχίζει το επικίνδυνο; Όταν κάτι είναι τσάμπα, πώς αντιδράς όταν η ποιότητα του πέφτει; Γιατι δεν μπορείς να πεις «η ποιότητα θα έπρεπε να είναι καλύτερη γιατί την πληρώνω!». Και έτσι μπορούν να μας δίνουν ότι τελευταίο υπάρχει, ό,τι χειρότερο σε ποιότητα χωρίς να έχουμε δικαίωμα να πούμε τίποτα! Αλλά τι λέω; Η κυρία Χριστίνα (;) στην λέσχη που σερβίρει το είχε πει καλύτερα απ’όσο εγώ ποτέ θα μπορούσα, και πάντα επίκαιρα:
«Να χαίρεστε που έχετε και φαγητό».
ΥΓ: Για τις άπειρες ώρες που έχω περάσει στην λέσχη, διαπιστώνω μετά απο ψάξιμο στις φωτογραφίες μου ότι δεν έχω παρα ελάχιστες και από συγκεκριμένες φάσεις. Συνήθως μιλάγαμε υπερβολικά πολύ για να έχουμε χρόνο για να τράβαμε φωτογραφίες. Α, ή τρώγαμε.
Blue Moon
Last December had two full moons. Popularly, a second full moon in a single month is called a blue moon, even if that is not the correct definition (check here for more details). This moon rose on December 31st and set on January 1st. It was a full moon that connected two years. Or should I say, it connected two decades? I find it strangely symbolic that the last day of the year and decade just happened to be a full moon day… It was surreal going out to see the fireworks and having the huge light in the sky illuminating everything.
I will not treat the turn of the decade as time to contemplate change, look back or act as if starting today the world’s going to be different in some sort of way. It is still too early for us to even be able to say what the decade we just left behind us will be remembered for, let alone compare it with the fresh new one that’s just a signle day old. I will thus spare with the retrospective craze about how the past decade changed our lives. All I have to say on that is that every change made during this decade was sort of transitional… We ain’t seen nothing yet (sic).
My refusal to look back in sets of tens does not mean that I do not want to see what last year brought, however. It was certainly a full and interesting year for me. I’d like to take you to a sort of new year’s resolution I wrote last year, “More and Less of 2009”. This year’s “More and Less” will consist of all that I did not manage to do during 2009. I’ll give it a go:
More movies, more games, more languages, more activities, more biking, more photography, more people, more travelling, more new experiences, more love, more animals, more beauty, more cooking, more reading, more knowledge, more stars, more planets, more cleaning, more housekeeping, more real working, more specialisation, more subtitles, more cubimension, more music, more peace, more awareness, more spirituality, more science, more history, more dreams, more thoughts, more tea, more vegetables, more cake, more e-mails, more writing, more art, more friendliness, more phone calls, more letters, more enjoying the moment in the right way.
Less procrastinating, less shyness, less lazyness, less internet idleness, less msn, less stupid spending, less sleeping till the afternoon, less caffeine, less absent-mindedness.
These are my personal wishes for 2009.
Alex: You forgot more sex. And more anime. You forgot less facebook too. Less flies too! Yiek!Enloying the moment in a right way eh?..Dunno if you wishing this to yourself ooor you’re trying to tell me something…
More movies: I guess this is kind of a pass. I’m doing the whole kinimatografiki thing together with Garret, I’ve watched my fair share of movies in the past year… There’s definitely a lot more in my”want to see” list on Flixster, but is there anything out there really for which this can’t be said? I mean… not on my “want to see” list on Flixster, generally speaking…
Honourable mentions: Kubrick Month, District 9, Dogtooth, Some Like It Hot, The Shawshank Redemption, Inglourious Basterds
More games: Hmmm… my overall “games played” meter in 2009 is fairly similar to, if not lower than 2008’s. I did sign up for Game 2.0, which is good, but I feel that I haven’t played enough games that I’ve been aching to play. I’m up to the neck in music games, if that’s any development. I even got more of an acquired taste in strategies!
Honourable mentions: Banjo-Kazooie: Nuts&Bolts, Victoria, The Longest Journey, Modern Warfare 2, Peggle Nights, Luxor, StarCraft
More languages: My go at learning Japanese crashed and burned and I’ve made little progress with German…next question!! :/
More activities: That’s a check in many different ways.Theatriki, Kinimatografiki, Fotografiki, being out a lot, I have the distinct impression I’ve been pretty active, thank you!
More biking: um… R.I.P.
More photography: That’s a check as well! Just have a look at my Flickr for the results! :}
More people: Yes, met many new people this year but got to know few. This one’s up in the air as is always has and always will be I guess.
More travelling: Turkey, Peloponnese, Kerkyra, Rodos… Good, but I don’t think it can compare to 2008 in any way, many plans died out or haven’t been realised yet. But there’s much hope for 2010, I’ll tell you that.
More new experiences: Always on the lookout! Many experiences I shall cherish forever.
More love: That’s a tough one. I’ll say check, even though I’m not sure if everything I have in mind is aspects of love or something else entirely.
More animals: Does the army of cats on the watch outside my apartment count? 😛
More beauty: Just like new experiences, always looking for more!
More cooking: FAIL UNLIMITED! 🙁
More reading: Hmmm… I give this one a hearty check. In the past 12 months I read many books that I’ll remember for years to come. Coming in contact with Saramago, Gaarder and Mazower are no small matters.
More knowledge: Yes! I I owe this largely to Despina Catapoti for being the best prof ever and leading me to planes of gnosis I always wanted to visit but I wasn’t aware of. Cultural studies, postmodernism, philosophy were all redefined in my head. I feel like my mind has opened even more.
More stars: I don’t have a telescope… yet… but it’s been a fine astronomical year with many a starry sky and gazing alone or in good company.
More planets: If this is astrology (I don’t remember), I’m now feeling a bit mixed on the issue.
More cleaning/housekeeping: This has reached an all time low… For shame.
More real working: I made my first real money in 2009, which is great. Game 2.0 or my EAA Museum and other uni projects also count and I stand proud!
More specialisation: …hm… nah.
More subtitles: Yes indeed, I did some and I was paid for it. Moar plz.
More cubimension: Another healthy check and it’s getting better!
More music: Not many new bands came into my attention this year, but I’ve been listening to music, yay! 😛 Buying The Incident in Special Edition is something I’m not sure I regret yet.
More peace: No, I wasn’t in peace for much of last year. Good or bad? I cannot tell.
More awareness: Not very successsful, many a time did I let my wandering thoughts cloud my perception of the present. Not a good thing.
More spirituality: I’ve been trying to delve into the secrets of eastern philosophy… Tao and Physics is an excellent book on the subject, but Tao is so deep and mistifying I’m confused and left in awe at the same time. Somewhat healthy.
More science: Web Science Conference?! Hehe, well I’ve been reading some pop science books, if that counts…
More history: Yes yes! Playing Victoria, reading Mazower and looking into alternate histories, listening to Despina talk…
More dreams: After “Counting Sheep”, my take on sleep was briefly something completely different and new. Now I’ve somewhat subconsciously returned to my bad old take of “sleep cuts away from your waking time”… I must make it a point to follow some online lucid dreaming classes.
More thoughts: I’ve been thinking…
More tea: I got this huge bag of tea from Ayvalik (which cops mistook for half a kilo of weed…) and I still haven’t made any of it. Maybe I’m still recovering from the tea overload in Turkey. Or maybe my boiler is kaput. No wait, it is.
More vegetables: uh, I don’t think I’ve been eating any more or any less… I shoud make a habit of making salads a la mama though, they’re downright awesome.
More cake: fail. Or is it?
More e-mails: And all to the same handful of special someones as last year. Pah, no good. 😛
More writing: Judging from my surge of cubimension interest, that’s a positive.
More art: I’ve done my part. That collage for Alex and a lot of digital art tidbits… I know I can do better though.
More friendliness: I think I might be going well with this. Might.
More phone calls: and to whom, I wonder… But you know that I dislike phones!
More letters: I don’t think I wrote a signle one.
More enjoying the moment in the right way: I… think I got that one. Or maybe not. Or maybe both. Or maybe it’s too hard to tell as a rule. Or maybe I’m still trying to do it.
Less procrastinating: No one ever entirely gets away from this one… But it is the goal.
Less shyness: I’ve seen myself be very shy and very not shy. Soooo…
Less lazyness: I think I’m less lazy than usual. Yes.
Less internet idleness: Working on that one but I think I’ve made some progress.
Less MSN: Considerably.
Less stupid spending: …yes, but I still turn out with less money than I calculated. Maybe the definition of stupid has simply jumped around.
Less sleeping till the afternoon: …to which I’ll add: less going to sleep after dawn!
Less caffeine: HAH! Good one!
Less absent-mindedness: Hmmm. Yes.
More sex: Quantity-wise or quality-wise? It makes all the difference in the world.
Less Facebook: I managed to deactivate it. TOTAL SUCCESS!
More anime: Yeah, I’ve seen a lot of One Piece. But where’s my Cowboy Bebop?
Less flies: Less flies, I agree. And less cockroaches please!
~~
November
It all began when They realised Their time together meant less and less. They loved eachother, that much was obvious. But was it enough? Could it be that their passion was in danger? “I love you” was so easy to say, so truthful, it meant so much but implied so little. Even when they bridged Their physical distance and met again, armed with what They thought were new experiences that would bring balance to everything, it made matters worse; nothing had changed. They could not let Their relationship rot away due to routine and perfectly fulfilled expectations… Something had to be done to stir things up a bit. And when, after they separated, each headed to their own little island She told him of how She had already taken the step. She had mentioned it while They were Together, but He had not managed to feel it into His skin at the time. But then She told him of the step that had left everything behind and at the same time preluded infinity. From now on They were truly free to do as They wished with anyone, as long as They kept Their own relationship intact. And this is how It started.
Before learning of Her step he had observed and contemplated, but the new developments had made the plan clear in His head and had blown confidence, power and decisiveness into Him. Decisiveness to execute the plan and get the girl, despite all odds. He thought that if he went according to his honest wishes, everything would go according to this plan. And thus He set it into action and He did carry it out flawlessly. Or at least everything pointed towards that at first. Little did He or anyone know that The Killing would be the result of this grand scheme… And he was happy and satisfied in His success, just as He would love the thrill of rushing down a speeding river right before the waterfall.
Even before all of this had even begun to form, He had promised to visit Her in Her new life. And so He did. Together They practiced ultra-romance, bringing a supposedly known type of human interaction to unknown extremes. Many thought of what They did Together as sick, inhuman, not the result of pure love but a twisted, self-conscious kind of thing. But how can an act of pure feeling survive in a society where the sick, inhuman and twisted acts are frowned upon unless done underground? Under “special occasion”? When anybody indulges in these acts out in the open, it is natural for them to become a target, a scapegoat… This ultra-romance was not, consequently, a stable situation. Warnings had been given by the rest of society about how it would ultimately bring Them down. Twice They survived almost-fatal internal strife, which in turn brought Their peak of ultra-romance. He, in the end, would end up getting caught in the devastating whirlpool of social reconciliation, easily influenced as He is. Now everybody else was to teach Him a lesson and teach it to Him for good.
It is always the unpredictable factor that takes anything stable to brutal instability. Just as it takes only the push of a single button for two huge nuclear arsenals to destroy the world. His new-found love interest did not enjoy this ultra-romance bullshit, nor did she like the fact that she was part of a grander scheme or a plot, even when she was cherished through it. “I’m never going to get used to it! I don’t want to hear a single thing about Her!” With a single move of breaking ties and flipping the finger, she would set up the scene for the End War to take place. He would not let go, He did not want to let go; it could not be that His plan had gone so awfully wrong, His ultra-romance been this misguided and worse still, misguiding. It could not be that society had been right… but right about what? He could not make it out. He decided to end it with a bang, to take the chance, to go all out for what He desired. Just like taking a chance with a nuclear war… like saying: “Is MAD (Mutual Assured Destruction) really the only possible outcome”? Could it be possible that He might win something by making the move? Surely, it’d be true that he would not have faltered, he would not have cowered in fear when the time to take the risk did come. He took the seemingly brave step. He took the plunge riding His proud atom bomb all the way to hell. The result?
We’ll meet again, don’t know where, don’t know when,
But I know we’ll meet again, some sunny day.
Keep smiling through, just like you always do,
‘Til the blue skies drive the dark clouds far away.
What did He expect? To win a nuclear war just because He struck first? He lost everything, He won nothing. Everything lay in ruins, nuclear fallout everywhere. The idea of the goal, of Vicktory, so forcefully spitting in His face, and His image of Her just as destroyed in His eyes as His own in Hers. He had ridden the bomb, taking the chance and risking the world… And He was shot down in a million mushroom clouds. The idiocy of such a war, the whimsical, spontaneous decision to consciously destroy everything that matters… Yet…
Can it be true that He won nothing?
To create is to destroy. But what you create is, thankfully, not dependent on what you destroy… Sometimes, radical changes have to be made for something new, productive, better to emerge. This fact is what all revolutions are based on. The initial result might have been devastating, heart-breaking… but, as it goes:
Everything is more complicated than you think. You only see a tenth of what is true. There are a million little strings attached to every choice you make; you can destroy your life every time you choose. But maybe you won’t know for twenty years. And you may never ever trace it to its source. And you only get one chance to play it out. Just try and figure out your own divorce. And they say there is no fate, but there is: it’s what you create. And even though the world goes on for eons and eons, you are only here for a fraction of a fraction of a second. Most of your time is spent being dead or not yet born. But while alive, you wait in vain, wasting years, for a phone call or a letter or a look from someone or something to make it all right. And it never comes or it seems to but it doesn’t really. And so you spend your time in vague regret or vaguer hope that something good will come along. Something to make you feel connected, something to make you feel whole, something to make you feel loved. And the truth is I feel so angry, and the truth is I feel so fucking sad, and the truth is I’ve felt so fucking hurt for so fucking long and for just as long I’ve been pretending I’m OK, just to get along, just for, I don’t know why, maybe because no one wants to hear about my misery, because they have their own. Well, fuck everybody. Amen.”
Source (note: He played this monologue last week for the uni Theatre Group).
He has seen the possibilities of the blank canvas.This canvas is not white though. It is a radioactive shade of gray. It’s still blank, however. Blank and ready to draw on. His memories of the time when the world was beautiful, the things that really count, are all intact. He can recreate it, if He wishes. He can make it even better now, the experience having made Him richer. He can make a whole different kind of world. It all depends on Him now. What woeful glee!
What are the chances of a post-apocalyptic world reaching a transgressive state of being?
They can’t be too slim.
Μουσικά μπουντρούμια
Αν διαβάσετε το τελευταίο post της Άλεξ θα δείτε ότι το έγραφε απο το εργαστήριο υπολογιστών του ΤΜΣ. Αυτές τις γραμμές τις γράφω αυτή την στιγμή υπο τις ίδιες ακριβώς συνθήκες, μπορεί ίσως και απο τον ίδιο υπολογιστή! Είμαι βλέπετε και εγώ τώρα στα έγκατα του κόσμου της μουσικής… Και αυτη την στιγμή ακούω ντουέτο ντραμς και γυναικείο τραγούδι (σαν… σοπράνο είναι;) και επίσης ένα φλάουτο! Τώρα δεν ξέρω αν είναι το ίδιο φλάουτο που εκνέυριζε την Άλεξ πριν έναν περίπου μήνα…
Είμαι εδώ ψάχνοντας για υλικό για τις ΠΑΡΑ πολλές εργασίες μου για την σχολή: διαγράμματα ροής για πολιτιστική αναπαράσταση, οδηγίες για draggable backgrounds στο flash, ιδέες για animation… Τα πράγματα έχουν σφίξει και δεν χαλαρώνουν ακόμα και όταν έρχομαι επιτέλους στην Κέρκυρα! Τέταρτο έτος όμως είναι αυτό πλέον… Academia, όχι αστεία.
Και με αυτά τα λόγια, συνεχίζω, όσο προλαβαίνω με το λιγοστό ίντερνετ που έχω στην διάθεση μου απο αυτές τις ωραίες μέρες που είμαι εδώ, την αναζήτηση προς την γνώση.
Η σκέψη ότι ψάχνω, εδώ, σε ένα κτίριο του Ιονίου Πανεπιστημίου, υλικό για εργασίες που έχω απο το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, ενώ γύρω μου σε διάφορες αίθουσες μουσικοί κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα αλλά με άλλο αντικείμενο, με γεμίζει με μια παράξενη αίσθηση… ολότητας.
Ποιός να μου το έλεγε πριν τρία χρόνια ότι εδώ θα ξαναεπέστρεφα…
BTW και κλείνω: Η ΛΕΣΧΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΤΑΤΗ και είναι πολλά επίπεδα πάνω απο τα χάλια της Μυτιλήνης. Εδώ σαν εξω-πανεπιστημιακός δίνω 1,20 ευρώ για κάθε γεύμα όμως τουλάχιστον το ευχαριστιέμαι! Δεν θα είχα κανένα απολύτως πρόβλημα να δίνω αυτά τα χρήματα και στην Μυτιλήνη για την ίδια γεύση, ποιότητα, ποικιλία, ευκολία και ΣΑΛΑΤΕΣ!
Abandoning the System
“The Matrix is a system Neo. That system is our enemy, but when you’re inside, what do you see, business men, teachers, lawyers, carpenters. The very minds of the people we are trying to save, but until we do these people are a part of that system, and that makes them our enemy. Most of these people are not ready to be unplugged, and many of them are so inert, so hopelessly dependent on the system, that they will fight to protect it.”
– Morpheus, Matrix
Last night we had a big discussion with Alex about Facebook… It made me think a lot about my use of the site. It was nothing new though. Alex has been frowning upon the whole trend of Facebook for months now. Huh, frowning upon is an understatement actually. She hasn’t missed a single chance to express how much she hates it and how it should not exist at all.
Now, I’m not a particularly heavy Facebook user but the past few weeks I’ve been logging in more and more. The Kinimatografiki Symmoria and organizing it has played a role in this but there are just so many new people I’ve met recently that checking up with them seems natural.
Well, Alex argued last night that Facebook does not fulfil any real needs. It only creates more and more needs that revolve around itself. Basically, she said that time spent on Facebook is 100% wasted: the only activities one engages in are voyeurism and pseudo-socialising with few “real-world” implications. “Why should anyone have a Facebook account?”, she pondered. “It’s just for self-promoting of the worst kind, I cannot see how it might be useful in any other way.” We argued for hours. I said that Facebook has become an integral part of one’s web identity and that it has become as necessary and versatile as a “real” mobile phone in some cases. I told her that my recent spark of interest was purely functional.
Deep down though, I knew that she was right. She had a point, at least. OK, Facebook is useful for managing groups and events. But apart from that? One creates photos for them to be seen, oggled, admired. One creates the perfect representation that most often comes from a mold of familiar shape. One exposes everything to his or her circle of imaginary friends… “Would you shed a single tear if any of these damn friends of yours died?? Would they ever call you to tell you their problems? Would they?!”, said Alex screaming almost but trying not to wake up my mother. It was late you see.
“They’re contacts, not friends.” I told her. “At least, most of them are contacts, but there’s friends in there as well, people I meet in my everyday life.” -“Do you need to contact them through Facebook? Is this the kind of communication you want?” -“No, but you cannot deny the usefulness of having your entire cirlce of friends within your digital reach.” -“Isn’t this what MSN is for? Can’t you send them an e-mail? How many people actually register on Facebook so that they can speak with their friends? Few, if any. Most just want to show off their entirely simulative representation which often has little connection with reality, find chicks or boys, create a circle of friends so that they can have the impression of being a part of something. Well, it’s not like this. If a group of friends decides to do something and forgets about me because I’m not on Facebook, therefore I’m not in, I won’t care. I do not want to be a part of anything that might resemble this. It sickens me!”
“Weeell… I understand what you’re saying but it’s not necessarily like this. I can do without my Facebook”.
-“Oh yeah? Delete it. Tomorrow. You can’t.”
-“I can! It’s not that I can’t, I don’t want to (that sounds very… not addicted, doesn’t it?). I mean, I’m using it everyday and I need to manage the Kinimatografiki through it. I would delete it if I didn’t need it as a basic means of representation on the world’s biggest social network. It’s part of my studies and field, after all.”
-“If you really wanted to quit it, you would have when you deleted all your photos and put that kangaroo as your profile pic. That was a nice middle finger. But no, you stayed. Something kept you in it. And now you’re hooked again. You just can’t do away with checking girls’ profiles, can you? You want to be seen.”
-“…”
-“Have you even thought of how much idle time you, everyone you know, and everyone you don’t know, spend on Facebook? Doing nothing productive, just having the impression that you’re socialising, when you’re only there sitting in front of a computer, writing comments on pics, not because you really mean to comment on them, but becase you want everybody else to see that you made the comments. Do you really think anyone cares about what you have to say on Facebook? I mean anyone who wouldn’t sit and listen to what you have to say in real life?”
-“…”
Long story short… I realised yesterday that when presented with the dilemma of deleting my Facebook profile or not, a profile on a site that isn’t really all that important for me, I couldn’t press myself to do it. I was making excuses, I could see this much. But as Alex was quick to point out, it was showing signs that it was controlling me and that I wasn’t fully able to control it. Keeping my Facebook use to the bare-minimum, would I truly be able to control the urge to play around with it, look at pictures, use applications, make my profile look good? Even if I get outside it, people still inside it might look for me. And then?
The whole question concerns the whole world wide web (WWWW), especially now that everyone has a voice and anyone can speak. Now that blogs are a force majeure. Is the “System” just Facebook, or does escaping mean abandoning the web altogether? If not, what constitutes being outside, or for that matter, inside the System, especially when everything is linked? Such questions might prove to be very intriguing, not to mention crucial, in the following years.
After much thought I decided not to delete my Facebook account altogether, even if such a move would be brave indeed. I’ll hide behind my excuses of responsibility but I’ll delete my pics as I had done a few months ago…
And I shall ask you:
“Would you fight to protect the System?”
Bonus thought-provoking:
Αεροπλάνα και βαπόρια — ή γιατί χτες ήταν απλά μία πολύ περίεργη μέρα
Χτες είχαμε συμφωνήσει με την Άλεξ να επιστρέψουμε μαζί Αθήνα, ώστε να συναντηθούμε ξανα μετά απο 2 εβδομάδες χώρισμενοι. Το Λισσός, το πλοίο της ΑΝΕΚ που θα έπαιρνα, έφευγε στις 18:00. Με μία τσάντα με ρούχα και άδεια τάπερ στο ένα χέρι, στο άλλο μια σακούλα γεμάτη καθαρές συσκευασίες για ανακύκλωση και το sleeping bag και με παρέα τον Μάριο που είχαμε βγει για καφέ μαζί πριν λίγο, φτάνουμε στο λιμάνι 17:50.
Υπο κανονικές συνθήκες αυτή θα ήταν μια πολύ καλή ωρα για να ειμαι στο καράβι, για να μην πω θα ήμουν νωρίς. Έχω προλάβει να μπω και πολύ πιο τσίμα-τσίμα. Χτες όμως η περίσταση ήταν ειδική… Στρίβουμε με τον Μάριο λοιπόν μετα το τελωνείο και βλέπουμε πολλούς, πάρα πολλούς ανθρώπους να είναι στημένοι στην ουρά για να φύγουν με το Λισσός, όλοι αλλοδαποί. Δεν ξέρω για πού, δεν ξέρω απο πού, και δεν ξέρω γιατί. Όμως ήταν εκεί, και ήταν πολλοί. Περίμενα στην ουρά, οι διαμαρτυρίες πολλές, ήταν γύρω στα 5 άτομα μπροστά στο ταμείο και κούναγαν κάποια χαρτιά. Οι υπάλληλοι του λιμενικού έλεγαν “Μα να τους φέρουν 17:30; Πάνε με τα καλά τους;” Τελικά αρχίζουν να λένε σε αυτούς που περιμένανε ότι το πλοίο θα έφευγε χωρίς αυτούς και ότι ήταν άδικος κόπος να περιμένουν στην ουρά. Ρωτάω εγώ, “δεν μπορούν να μας περιμένουν”; Απαντά ο υπάλληλος, “το απαγορεύει η νομοθεσία”!
Ο ένας τύπος εκεί λέει “αν τρέξει στο κοντινότερο πρακτορείο, προλαβαίνει”. Και τελικά το ρίσκαρα. Άρχισα το τρέξιμο, 17:57 ή πόσο ήταν μέχρι τότε. Τρέξε cubi, τρέξε. Πήρα το εισητήριο, με τα παραξενεμένα βλέματα απο την κοπέλα στο πρακτορείο η οποία με προειδοποίησε ότι δεν θα μπορούσα να το επιστρέψω αν έχανα το καράβι… Αφήνω το 50ευρο, παίρνω τρία 10ευρα και ένα νόμισμα του ενός ευρώ ρέστα, και τρέχω στο σημείο που με περίμενε ο μάριος με τα πράγματα μου. Φτάνω, τα παίρνω, συνεχίζω να τρέχω, φτάνω στο πρώτο σημείο απ’όπου φαινόταν αν θα μπορούσα να το προλάβω (ήταν το Μυτιλήνη μπροστά και δεν φαινόταν το Λισσός απο όλο το λιμάνι) και όντως, το βλέπω να κάνει αφρούς και να σηκώνει τον καταπέλτη 10 μέτρα απο την προβλύτα.
Και εκεί, με την τραχεία και τα πνευμόνια μου να καίνε, να πονάνε, με τα πόδια μου να μην αντέχουν να τρέξουν γρηγορότερα, μόλις κατάλαβα, απλά έπεσα απο την εξάντληση στα γόνατα. Η οργή, η αδικία με έπνιγαν… Αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Μόλις είχα χάσει το μοναδικό καράβι που θα μπορούσα να πάρω για να δω την Άλεξ για τις επόμενες 24 ώρες. Και είχα πληρώσει και €19 ευρώ για αυτή την πολυτέλεια.
Η κατάσταση με τις μεταφορές στην Μυτιλήνη είναι τραγική… Όταν είχα πρωτοέρθει στο νησί, το 2006, το Νήσος Μύκονος έκανε την διαδρομή σε 8 περίπου ώρες και τα Μυτιλήνη και Θεόφιλος την έκαναν σε 12-13. Διάλεγες και έπαιρνες. Μετά η HS έβγαλε το Νήσος Μύκονος, έβαλε το Νήσος Χίος και αποφάσισε με έναν απίστευτο αέρα κεφαλαιοκρατισμού και γράφω-στα-μπαλάκια-μου-το-κοινό-το-οποίο-υποτίθεται-εξυπηρετώ να το βάλει να περνάει απο την Σύρο και απο την Μύκονο. Ταυτόχρονα, το Θεόφιλος έφυγε απο την γραμμή και μπήκε σφηνόπουτσα η ΑΝΕΚ με το Λισσός. Αλλά απο τότε, το Θεόφιλος πότε κάνει, πότε δεν κάνει δρομολόγια, όποτε της καπνίσει της HS βαζοβγάζει το Νήσος Χίος, και η κατάσταση είναι απλά απελπιστική. Πολλά έχουμε ακούσει, το αποτέλεσμα όμως είναι ότι πια είναι αναγκαστικό σχεδόν να κάνει το δρομολόγιο σε τουλάχιστον 10 ώρες. Σε περίπτωση που αποφασίσεις να πάρεις το Νήσος Χίος θα αναγκαστείς να πας σε ώρες που βολεύουν μόνο τους ταξιδιώτες που πάνε Σύρο και Μύκονο, με το πλοίο να φτάνει στις 2 το πρωί στην Χίο και στις 5 το πρωί στην Μυτιλήνη… Τις τελευταίες μέρες υποτίθεται ότι το Χίος δεν έκανε το δρομολόγιο για επισκευές, ενώ στην πραγματικότητα εκτελούσε τα χρέη του Νήσος Μύκονος προς Σάμο. Το κερασάκι στην τούρτα της εξευτελιστικής αυτής ιστορίας είναι ότι η HS σκέφτεται σοβαρά την ολοκληρωτική απόσυρση του πλοίου απο την γραμμή. Και τότε με τι θα μείνουμε; Δύο, στην καλύτερη, παλιά πλοία τα οποία θα κάνουν την γραμμή. Και τώρα που η ΝΕΛ πωλήθηκε, ποιός ξέρει τι να περιμένουμε…
Τελικά την έκανα την θυσία μου… Αγόρασα αεροπορικό εισητήριο τελευταία στιγμή και πέταξα τέσσερις ώρες μετά τα παραπάνω για να μην χάσω μια ολόκληρη μέρα απο τις ήδη μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού και είμαι τώρα εδώ και γράφω απο το σπίτι της Άλεξ. Τέλος καλό όλα καλά; Όχι φυσικά. Γιατί οι μεγαλοεπιχειρήσεις των εφοπλιστών συνεχίζουν να ελέγχουν την ζωή μας, γιατί μας μεταχειρίζονται σαν πρόβατα προς σφαγή, γιατί η κατάσταση σχετικά με τις άγονες γραμμές με το παρον οικονομικό μοντέλο και κυβέρνηση δεν οδηγείται σε βελτίωση, κάθε άλλο, γιατί δεν υπάρχει κανένας σεβασμός στον άνθρωπο, παρα μόνο στο χρήμα. Γιατί αν χάσεις ένα ταξίδι το οποίο έχεις πληρώσει, το χάνεις πραγματικά, εντελώς παράλογα και αλαζονικά, χωρίς να υπολογίζεται το ανθρώπινο στοιχείο ή οι ανθρώπινες ανάγκες. Την στιγμή μάλιστα που υπάρχει η δυνατότητα έκδοσης open εισητηρίου.
Ακόμα και η Ολυμπιακή, η οποία με μετέφερε χτες απο την Μυτιλήνη στην Αθήνα, πρόσφατα αγοράστηκε απο την Marfin Investment Group (και δεν χάνουν ευκαιρία να το αναφέρουν στις ανακοινώσεις εντός του αεροσκάφους), του κ. Βγενόπουλου. Πηγαίντε στο link για να δείτε τι ακριβώς έχει αυτός ο άνθρωπος, πέρα απο αεροπλάνα ΚΑΙ βαπόρια…
Αλλά τελικά μένω μια βραδιά περισσότερη στην Αθήνα. Ουδεν κακό αμιγές καλού! Πολύ σοφή κουβέντα αυτή…