Αυτό ήταν βιβλίο της σχολής που δεν το είχα αγγίξει για πολλά χρόνια, για το μάθημα της Καταπότη Ανάλυση και Σύνθεση Κειμένου αν δεν απατώμαι, πριν το αλλάξει και το κάνει πιο edgy.
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Έκο που τελείωσα. Δεν μπορώ να αποφασίσω καθόλου αν μου αρέσει ως συγγραφέας τελικά. Πρέπει σίγουρα να τον μελετήσω καλύτερα. Απ’ τη μία μου βγάζει κάτι το εξυπνακίστικο το οποίο με ενοχλεί. Σίγουρα όμως ο συγκεκριμένος τίτλος είχε κάποια ενδιαφέροντα κομμάτια σχετικά με το ποιον τέλειο αναγνώστη έχουν οι συγγραφείς στο μυαλό τους όταν γράφουν ή πώς λειτουργεί ο χρόνος στα μυθιστορήματα—«…ο εμπειρικός συγγραφέας πρότυπο γνωρίζει (ακόμα κι αν ο εμπειρικός συγγραφέας δεν θα ήξερε πώς να το εκφράσει) ότι σε ένα μυθιστόρημα ο χρόνος παρουσιάζεαι κάτω από τρεις μορφές — τον θεματικό χρόνο, τον λεκτικό χρόνο και τον αναγνωστικό χρόνο.» Ακόμα, αφιερώνει μία από τις περιπλανήσεις του στο δάσος της αφήγησης στο πώς το Παρίσι όπως παρουσιάζεται στους Τρεις Σωματοφύλακες και οι οδοί που αναφέρονται δεν θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει πραγματικά, και στο ερώτημα ποια τελικά είναι η σύγκλιση και η τομή του εναλλακτικού Παρισιού σε αυτό το έργο και του πραγματικού Παρισιού; Ποια είναι αλήθεια η σύγκλιση οποιουδήποτε έργου που λαμβάνει χώρα στον «πραγματικό κόσμο» με τον «πραγματικό κόσμο» (see what I did there?);
Γράφοντας για τα περιεχόμενα του βιβλίου κάπως άρχισα μυστηριωδώς να το συμπαθώ λίγο περισσότερο. Χμ. Ίσως να έχω πάρει και τον Ουμπέρτο με κακό μάτι. Κακά τα ψέματα, σίγουρα θα το απολάμβανα περισσότερο αν είχα διαβάσει έστω και ένα από τα distέργα τα οποία αναλύει, όπως το Sylvie, το οποίο έγραφε ότι το είχε διαβάσει άπειρες φορές αλλά πάντα ένιωθε ότι ήταν σαν την πρώτη. Για κάποιον λόγο έχω την αίσθηση ότι βιβλία που αρέσουν στον Έκο θα τα έβρισκα απίστευτα δυσπρόσιτα, την περιπλάνηση στα δάση τους υπερβολικά απαιτητική για την μέτρια αναγνωστική/πνευματική μου κατάσταση, τα αναγνωστοπεζοπορικά μου παπούτσια που θέλουν τσαγκάρη και το γεγονός ότι έχω διαβολικό smartphone με GPS, facebook και άλλα τέτοια πράγματα που σίγουρα αλλοιώνουν το όποιο προφίλ μου ως αναγνώστη-περιηγητή.
Το αγόρασα για τη μάνα μου· το διάβασα πριν προλάβει να το ανοίξει μεν, αλλά άφησα και αρκετό χρόνο στο μεταξύ για να μην φαίνεται ότι της το αγόρασα κυρίως για να το διαβάσω εγώ δε! Καλό αυτό με τους γονείς!
Ας ξεκινήσω λέγοντας ότι είχα γνωρίσει μέσω της Πολιτισμικής Τεχνολογίας τον Soloúp από κοντά πριν αρκετά χρόνια—πάνε έξι σίγουρα—στην Μυτιλήνη την οποία περιγράφει στην αρχή του βιβλίου. Ήταν για την παρουσίαση του «Είναι κανείς εγώ;». Είχα εντυπωσιαστεί από την απλότητα του, με την καλή έννοια πάντα, και από την συμπάθεια που μου ενέπνευσε, κι από τότε τον διάβαζα περιστασιακά και απολάμβανα τις εύστοχες γελοιογραφίες του με θέμα την επικαιρότητα. So, I’m biased! Πίσω στην Μυτιλήνη: έχοντας κι εγώ μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με αυτή την πόλη, έχοντας ζήσει εκεί πέντε απ’τα καλύτερα μου χρόνια, ένιωσα αμέσως τι ήθελε να πει ο ποιητής.
Γιατί κι εγώ πέρασα Απέναντι όσο ήμουν εκεί. Τρεις φορές επισκέφθηκα το Αϊβαλί όσο έμενα στην Μυτιλήνη, και μια φορά πήγα στην Τζούντα/Μοσχονήσι. Και η δική μου οικογένεια, μέρος της τουλάχιστον, διώχθηκε από τη Σμύρνη, και από εδώ που βρίσκομαι τώρα, από τη Νέα Σμύρνη, αναρωτιέμαι και μαζί με την μητέρα μου το παρελθόν των συγγενών από έναν άλλο κόσμο. Πριν 2 χρόνια ανοίξαμε για πρώτη φορά ένα γράμμα που το είχε γράψει ο θείος απλά για να καταγραφούν κάπως όσα έζησε τις ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η μάνα μου δεν το είχε ανοίξει ποτέ επειδή ήξερε ότι θα συγκινήθει.
Τώρα που το σκέφτομαι, όλη μου η οικογένεια, απ’όλες τις μπάντες, έχει το στοιχείο του ξεριζωμού: η αυστραλέζικη οικογένεια του πατέρα μου δεν ήταν πάντα αυστραλέζικη· ξεριζώθηκαν από διαφορετικά μέρη της Βρετανίας για να μεταναστεύσουν για τους δικούς τους λόγους στην άλλη άκρη της Γης. Ο πατέρας μου, με τη σειρά του, εγκατέλειψε τον Νέο Κόσμο για να έρθει στον Παλιό, στον πολύ Παλιό. Ο έλληνας παππούς μου ήταν από την Κλειτορία Αχαΐας, όμως στον πόλεμο το χωριό του καταστράφηκε από τους Γερμανούς (και μετά δούλευε για τη Siemens και η μάνα μου έγινε καθηγήτρια Γερμανικών… αυτό κι αν θα πει έλλειψη προκαταλήψεων!) και έπρεπε να έρθει στην Αθήνα, όπου βέβαια γνώρισε τη γιαγιά μου στη Νέα Σμύρνη. Όλη μου η πρόσφατη οικογενειακή ιστορία είναι μια διαρκής μετανάστευση, γι’αυτό το Αϊβαλί μου μίλησε βαθιά.
Και δεν είναι τι μου είπε. Είναι πώς το είπε. Με τόση ευαισθησία, σεβασμό στην ακρίβεια στην πηγή αλλά και διαφορετική ερμηνεία και παραλλαγή όπου χρειαζόταν· αρμονία· όμορφα σχέδια, με βάθος, όχι τεχνικό απαραίτητα, αλλά αλληγορικό, αυτό το intuitive αντί του sensing. Επίσης είχε, και φάνηκε πολύ, απεριόριστη αγάπη γι’αυτό το κομμάτι της ιστορίας το οποίο τόσο πολύ έχουμε ξεχάσει τόσο σύντομα, για την ιστορία της ειρηνικής συνύπαρξης που διακόπηκε από τους πολέμους και την Ανταλλαγή. Αλλά έτσι λένε, πως οι τρίτης γενιάς και μετά επιθυμούν πραγματικά να ψάξουν τις ρίζες τους μετά από τέτοια τραυματικά γεγονότα σε επίπεδο εθνών.
Υπάρχει αυτές τις μέρες, όπως φαίνεται και από την ίδια την κυκλοφορία αυτού του βιβλίου και την αναζήτηση που την ενέπνευσε, νέο ενδιαφέρον για τις ιστορίες αυτής της άλλης τόσο συγκινητικής εποχής. Ο Soloúp γράφει στο τέλος του βιβλίου ότι ήθελε να χρησιμοποιήσει το υλικό που ερεύνησε ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον στους αναγνώστες για τις πραγματικές πηγές και τα πραγματικά βιβλία που μίλησαν για ό,τι συνέβη. Για μένα πάντως το κατάφερε 100%, και γρήγορα ανακάλυψα πως η μάνα μου ήδη έχει μεγάλο μέρος της λίστας των προτεινόμενων. Σας έρχομαι!
Τέλος, πολύ σημαντικό για μένα, ήταν και η θέαση της άλλης μεριάς, πώς η Καταστροφή ήρθε και ως απάντηση σε μια σειρά ελληνικών φρικωδιών στην Μικρασιατική Εκστρατεία αλλά και πώς οι Τούρκοι βίωσαν την ανταλλαγή και τα πριν και μετά στην Κρήτη. Κι εγώ θυμάμαι αυτόν τον χάρτη της Κρήτης στο τουριστικό πρακτορείο, αν δεν κάνω λάθος, με το που βγαίνεις από το τελωνείο στο Αϊβαλί.
(ο Soloúp είναι στην Τζούντα, στα παλιά ελληνικά σπίτια, με έναν τούρκο επισκέπτη που ξέρει κρητικά γιατί η γιαγιά του ήταν από την Κρήτη πριν πάει με την Ανταλλαγή στο Τσεσμέ)
Mehmet: Ακριβώς ετουτανά τα σπίθια θανά ‘πρεπε να μας μονιταρίζουνε (ενώνουνε).
Soloúp: Ποια; Τα σπίτια κάποιων ελλήνων νοικοκυραίων που άφησαν τα κόκαλα τους στις γύρω ρεματιές και τώρα μέσα σε αυτά ζούνε τούρκοι;
Mehmet: Ναισκέ, αλλά δε ζήσανε μέσα τούρκοι που εσκλαβώσανε, αλλά τούρκοι πρόσφυγκες «μπομπαντελήδες» (απ’την Ανταλλαγή). «Γκιαουρόσποροι», όπως εβρίζανε και την εδική μου νενέ οι Γερλήδες στον Τσεσμέ. Ετουτανά τα σπίθια βαστούνε δύο ζωές. Μια ρωμαιική και μια τουρκική. Εζήσανε μέσα ντως άνθρωποι με άλλη λαλιά και πίστη. Αλλιώς ονειρευόντανε τη ζωή ντως οι ρωμιοί που τα χτίσανε, αλλιώς οι τούρκοι που τα καμπιτήρανε. Αν είχανε λαλιά τα σπίθια, δε θά ‘χανε να πούνε τόσα για ρωμιούς και τούρκους, όσο για των ανθρώπω τα βάσανα. Ο πόνος είναι ίδιος όποια γλώσσα και να μιλείς. Αν είχανε οι τοίχοι λαλιά, θά ‘χανε πολλά να πούνε για τη βαρβαράδα των ανθρώπω. Για τον κατατρεγμό. Όμως ο καθείς μας στην εδική του μπάντα, μαθαίνει πως τα βάσανα είναι μόνο εδικά του. Η βαρβαράδα πάντα των «αλλωνών». Ετόσας ο πόνος, λέει η Αϊσέ, πως θαν’ εμπορείε να μας μονιταρίσει. Το σπίτι πού ‘φηκε ο παππούς σου στον Τσεσμέ και που το δώκανε στη νενέ μου την κρητικιά.
Soloúp: Να πεις στην Αϊσέ, με τόσο πόνο στις φαμελιές μας, στο τέλος θα βρεθούμε και συγγενείς.
Mehmet: Για να το σκεφτείς… είμαστε και οι δύο εγγόνια της Λοζάνης!
Και οι δύο: Χα, χα, χα!
…
Ο καθείς αγαπά την πατρίδα του και τον τόπο των παππούδω του. Σε μας μόνο στσοι μπάσταρδους τση Λοζάνης, ετούτηνα η αγάπη είναι πιο μπερδεμένη.
Αυτή είναι η πρώτη ψηφιακή φωτογραφία που τράβηξα ποτέ, τον Οκτώβριο του 2003 (επίσης, είναι ο πατέρας μου μια φωτογραφία του πατέρα μου).
Για την ακρίβεια, όχι: είναι η παλιότερη φωτογραφία μου που σώζεται. Το όνομα της είναι 100_0009.JPG, το οποίο σημαίνει ότι υπήρξαν άλλες 8 πριν από αυτήν τις οποίες για κάποιο λόγο τότε έσβησα. Αν εξαιρέσω τα χιτάκια του γυμνασίου που κατέβαζα με τη 64k ISDN με το KaZaA και για κάποιο λόγο ακόμα δεν έχω σβήσει (περισσότερο βαρεμάρα παρα νοσταλγία), είναι από τα παλιότερα αρχεία που μετά από πολλαπλά φορμάτ, αλλαγές και θανάτους σκληρών δίσκων, ακόμα κάπως υφίστανται, δεν έχουν χαθεί για πάντα όπως πολλές συνομιλίες του MSN, savegames ή sessions του Firefox που άφησαν αυτόν τον κόσμο έπειτα από μια ανωμαλία στην ψηφιακή κανονικότητα. Ήταν με μια Canon PowerShot A60 των 2 ολόκληρων megapixel την οποία είχα αγοράσει από το Ebay, από κάποιο μαγαζί του Καναδά. Σήμερα, με τα ίδια λεφτά που κόστισε στους γονείς μου (δεν θυμάμαι σε ποιους ακριβώς) αυτή η μηχανούλα, θα μπορούσα να αγοράσω μια αρκετά καλή DSLR.
Εκείνη την περίοδο, όσο πήγαινα ακόμα σχολείο, τραβούσα συνέχεια φωτογραφίες. Απλά συνέχεια. «ΦΩΤΟ, ΦΩΤΟ!» φώναζα κάθε τρεις και λίγο, και φίλοι και γνωστοί με κορόιδευαν τρυφερά. Για όλο το Λύκειο ήμουν ο νούμερο ένα καταγραφέας των γεγονότων της ζωής του σχολείου αλλά και της δικής μου ύπαρξης εκτός αυτού. Για μία περίοδο η οποία σημαίνει πια για μένα, αν εξαιρέσεις τους φίλους μου, τόσο λίγα, αυτές οι χιλιάδες φωτογραφίες παραμένουν κειμήλια μιας άλλης πραγματικότητας, ενός άλλου εαυτού. «Ποιος τράβηξε αυτές τις φωτογραφίες;» αναρωτιέμαι όποτε τολμάω να γυρίσω και να κοιτάξω πίσω στις οροσειρές του χρόνου που έχω ήδη διαβεί και φαίνονται στον ορίζοντα. Το καλό είναι πως κάθε φορά που επιστρέφω μου φαίνεται ευκολότερο απ’ότι περίμενα: έχω καταφέρει επιτέλους να αγαπήσω το ποιος είμαι και, το σημαντικότερο, ποιος ήμουν.
Όσο ήμουν στο σχολείο άλλαξα 3 συνολικά μηχανές: απ’ότι φαίνεται δεν ήταν για να κρατάνε αυτές οι Canon. Ίσως φταίει και ότι σε 3 χρόνια τράβηξα ούτε λίγο ούτε πολύ 20.000+ φωτογραφίες και βίντεο. Ο Τσίρκας, τότε, είχε προφητεύσει ότι δεν θα κράταγε τόσο πολύ αυτή η μανία μου. Τότε ήλπίζα να του δείξω πως είχε άδικο. Τώρα χαίρομαι που, τελικά, είχε δίκιο.
Μία από τις πιο σοκαριστικές συνειδητοποιήσεις -σχετική με τον χρόνο- ήταν πριν λίγους μήνες, όταν κατάλαβα ότι το χρονικό διάστημα μεταξύ του σήμερα και της στιγμής που απόκτησα την πρώτη μου DSLR (δώρο γενεθλίων για όταν έγινα 19 το 2008) ήταν ίδιο με το διάστημα μεταξύ εκείνης ακριβώς της στιγμής και της πρώτης φωτογραφίας που βλέπετε πιο πάνω. Αν η φωτογραφική μου ιστορία ήταν μια γραμμή, εκείνη η μέρα που έπεσε στα χέρια μου το κιτ της e-510 με τους δυο φακούς θα την χώριζε σε δυο ίσου μήκους τμήματα. Πέντε χρόνια κι άλλα πέντε.
Τι είναι όμως πέντε χρόνια; Τι είναι δέκα χρόνια; Αν και τα πρώτα πέντε μου έχουν αφήσει πολύ λιγότερες αναμνήσεις απ’ότι τα επόμενα πέντε (αν εξαιρέσεις τον έναν χρόνο και κάτι στην Μυτιλήνη), στο μυαλό μου ο χρόνος κύλησε πολύ πιο αργά στα πρώτα. Είναι σαν ένα ολόκληρο κομμάτι μου να έχει εξανεμιστεί πλέον, και το μόνο που να απομένει σήμερα να είναι οι φωτογραφίες. Χωρίς τις φωτογραφίες, δεν θα θυμόμουν και πολλά. Όταν βλέπω τις φωτογραφίες του τότε, στιγμές από διαγωνίσματα, ζωή στην τάξη, παλιούς συμμαθητές, το δωμάτιο μου στο σπίτι μας στην Αρτάκης, την παλιοπαρέα και τις μαλακίες που κάναμε (πολλές από τις οποίες κατέγραφα ευλαβικά σε 320×240@15fps video και που τελικά έκοψα και έραψα για να φτιάξω το μεγαλοπρεπές βιντεο-λεύκωμα του Κράματος), γενικότερα τη ζωή στα 15 και στα 16 μου, μπορώ να μπω ξανά – για λίγο – στο πετσί του έφηβου cubi. Ό,τι όμως ξέφυγε από τον φακό των Canon μου έχει σβηστεί.
Όσο μεγάλωνα και «ωρίμαζα» (πιο πολύ με την έννοια του άνθους στο δέντρο που μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε φρούτο, παρα με αυτή του φρούτου που ετοιμάζεται να πέσει απ’το δέντρο) τόσο πιο πολύ έβλεπα την φωτογραφία καλλιτεχνικά. Όλες οι μικρές Canon μου είχαν χειροκίνητες ρυθμίσεις κι έτσι είχα μάθει λίγο πολύ τι σημαίνει κλείστρο, ταχύτητα, διάφραγμα, ISO κτλ, έστω εμπειρικά (που ίσως είναι ο καλύτερος, αν όχι ο μόνος σωστός, τρόπος να τα μάθεις). Από εκεί που η φωτογραφική μου μηχανή ήταν αποκλειστικά καταγραφέας της ζωής μου, μετατράπηκε σε μηχανή πειραματισμού.«Τι θα γίνει αν το πάρω αυτό με χαμηλότερη ταχύτητα; Αν βάλω φλας εδώ; Ας το δοκιμάσω αυτό στο PhotoShop;» Αυτή η αλλαγή με ακολούθησε και στο πανεπιστήμιο. Βλέποντας λοιπόν μια μέρα την μεγάλη Nikon της Καρίνας με τον αποσπώμενο 18-108 φακό («μου προσφέρει ευελιξία!») και το τί μπορούσε να κάνει με αυτή, ζήλεψα. Ήθελα κι εγώ μια τέτοια «σοβαρή» μηχανή. Λίγους μήνες μετά την απόκτησα από κάποιον που την πούλαγε σχεδόν καινούργια στο dpgr.gr. Μπορούσα πλέον να πειραματιστώ όσο ήθελα – και να καταγράψω πιο καλλιτεχνικά και ξεχωριστά από ποτέ!
Από τότε μέχρι σήμερα πέρασα πολλές φάσεις. Έφτιαξα flickr, αγόρασα φακούς, μπήκα στη φωτογραφική ομάδα του πανεπιστημίου, γνώρισα άλλους και άλλες φωτογράφους (σε μια φάση, πάνω από τους μισούς του κοντινού μου κύκλου και της παρέας μου είχαν DSLR, και, ας μη ξεχνάμε, στη Φωτογραφική, αλλιώς και ΦΟΠΑΜ, γνώρισα τη Νένη), έκανα εξορμήσεις, έγινα ψιλο-διάσημος, συμμετείχα σε διαγωνισμούς, αγόρασα τη φιλμάτη μου OM2n, τράβηξα με φιλμ, αγόρασα εξοπλισμό εμφάνισης, εμφάνισα ασπρόμαυρα φιλμ, τα σκάναρα, πήγα σε σχετικό exchange στη Φινλανδία. Αλλαξα στιλ και προτιμήσεις. Πέρασα από τη φάση που μου άρεσαν οι φλου φωτογραφίες. Την ξεπέρασα. Ξαναγύρισα. Οι φωτογραφίες μου τράβηξαν τη δική τους πορεία – αντίστοιχη με την πορεία που τράβηξα κι εγώ: απρόβλεπτη, σποραδική, περίεργη και παιχνιδιάρικη.
Παρ’ όλα αυτά τα κύματα, υπήρχε κάτι που ποτέ δεν μου κάθισε καλά. Όσο περισσότερο μάθαινα τους κανόνες, τόσο περισσότερο ένιωθα ότι έχανα αυτό που έκανε για μένα τη φωτογραφία διασκεδαστική και ταυτόχρονα ένιωθα ότι τράβαγα χειρότερες φωτογραφίες. Αντιμέτωπος με την ασύγκριτη τεχνική άλλων δημιουργών και τις ιδέες τους, συνέχεια ένιωθα (και συνεχίζω να νιώθω) πως τα κάδρα μου ήταν στραβά, η έκθεση λάθος, ότι δεν υπήρχε σημείο ενδιαφέροντος, ότι οι ρυθμίσεις μου για τα χρώματα ήταν κακές, ότι το white balance ήταν άρρωστο, και πολλά πολλά άλλα. Από τη στιγμή που άρχισα να προσπαθώ να τραβάω καλλιτεχνικές φωτογραφίες, άρχισα να πιστεύω λίγο-λίγο ότι πολύ απλά δεν το είχα με τη φωτογραφία.
Παρεπιμπτόντως, ήταν περίπου την ίδια στιγμή που άρχισα να ποστάρω τις φωτογραφίες μου στο deviantArt, στο MySpace και στο Flickr.
Καθώς μεγάλωνα εγώ, ταυτόχρονα ωρίμαζε και το ίντερνετ και συγκεκριμένα ο παγκόσμιος ιστός (μην ξεχνάτε, δεν είναι το ίδιο!) Άρχισα να μοιράζομαι τις φωτογραφίες μου γεμάτος καμάρι (τηρουμένων των μετριοπαθών αναλογιών) τη στιγμή που το Web 2.0 είχε δώσει τη σκηνή και τον προβολέα σε μένα – ή τουλάχιστον έτσι με είχε κάνει να πιστεύω. Ξανά και ξανά βρήκα τον εαυτό μου να ανεβάζει φωτογραφίες που πίστευα ότι ήταν αποστάγματα της καθαρής δημιουργικότητας μου και να απολαμβάνω την παγερή αδιαφορία του Τυχαίου Επισκέπτη. Με λίγα λόγια: οι φωτογραφίες μου που νόμιζα ότι ήταν οι καλύτερες, οι αγαπημένες μου, ποτέ δεν τράβηξαν τα βλέματα, ούτε γνωστών ούτε αγνώστων. Οι στιγμές που είχα αποτυπώσει που έκαναν το είναι μου να αγαλιάζει δεν συγκίνησαν κανέναν – παρα μόνο αυτούς που με ήξεραν προσωπικά και μπορούσαν να καταλάβουν, κι αυτό είναι το κλείδι (αν και όχι αυτό που πραγματικά επιθυμείς όταν ανεβάζεις τις φωτογραφίες δημοσίως).
Αργότερα κατάλαβα ότι οι φωτογραφίες μου, σαν προσωπικό στιλ και μέσο έκφρασης, θέλω τελικά να αγγίζουν το εγκεφαλικό, όχι το καθαρά αισθητικό, να είναι η αφετηρία ενός πολυμεσικού και πνευματικού παιχνιδιού το οποίο θα ερέθιζει τη γλώσσα και τη φαντασία, όχι μόνο τα μάτια. Πήρε καιρό μέχρι να φτάσω σε αυτό το συμπέρασμα και να αποδεχτώ ότι αυτό είναι που μου αρέσει, και για πολύ καιρό δεν μπορούσα να καταλάβω ότι ο τρόπος μου δεν ήταν ο ευκολότερος για κάποιον ο οποίος δεν θα με ήξερε ή θα έβλεπε τη φωτογραφία γι’αυτό που φαινόταν. Ο τρόπος μου ήταν διαφορετικός από το κοινό, από το γνωστό, αλλά ήθελα να συναγωνιστώ μαζί του – δεν υπονοώ ότι το εύκολο είναι χειρότερο, απλά απαιτεί ένα διαφορετικό είδος αντίληψης (intuitive vs sensing // αισθητικό vs διαισθητικού).
Στην πορεία, διάφορα σάιτ και πετυχημένα κανάλια ρύθμισαν το ασυνείδητο μου σχετικά με το τι σημαίνει καλή και όμορφη φωτογραφία. Οι βόλτες μου στο flickr και σε άλλα σάιτ φωτογραφίας με έκαναν να νιώσω μικρός. Αρκετές φωτογραφίες μου επιρεάστηκαν -δυστυχώς- από αυτά τα πρότυπα, όμως ποτέ δεν μπόρεσα στ’αλήθεια να τα μιμηθώ, ίσως γιατί δεν τα ένιωθα πραγματικά δικά μου. Παίζει ρόλο φυσικά και το ότι για να γίνεις γνωστός πρέπει να πλασάρεις τις φωτογραφίες ή/και τον εαυτό σου με τον σωστό τρόπο, πρέπει να κάνεις δημόσιες σχέσεις. Κι αυτό είναι απλά κάτι που δεν ήθελα και εξακολουθώ να μη θέλω να κάνω. Αυτό που άργησα να καταλάβω είναι ότι το να είσαι πετυχημένος και διάσημος στο flickr και στο web γενικότερα δεν σημαίνει ότι βγάζεις καλές φωτογραφίες, αλλά ότι βγάζεις δημοφιλείς φωτογραφίες. Και ποιος δεν θέλει να είναι δημοφιλής;
Δημοφιλής. Γνωστός. Αποδεκτός. Εκτιμημένος.
Αν σκάψω βαθιά (αλλά όχι και τόσο βαθιά), αυτές τις λέξεις θα βρω σαν απάντηση στο γιατί η φωτογραφία με συνόδεψε αυτά τα χρόνια.
Αρχικά, ήθελα αποδείξεις, εξωτερικεύσεις αυτών που έβλεπα και βίωνα, όπως έλεγε και ο τύπος στο Alice in den Städten που είδαμε με τη Δάφνη χτες. Βασικά δεν είμαι σίγουρος αν αυτό έλεγε αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό πήρα οπότε το κρατάω έτσι. Αποδείξεις για αυτά που ζούσα. Αντικειμενικές αποδείξεις που θα μπορούσα να μοιραστώ, να αρχειοθετήσω, να κρατήσω και να εξασφαλίσω την ύπαρξη τους στο μέλλον. Μια ψηφιοποίηση της ζωής μου και των άλλων, όσο πίστευα τότε πως η φωτογραφία πραγματικά απαθανάτιζε (απο + αθανατίζω [<αθάνατος]) τη ζωή. Μόνο έτσι θα μπορούσα να μοιραστώ το ποιος πραγματικά είμαι </drama_queen> και να ανακαλύψουν όλοι οι άλλοι, που δεν με αποδεχόντουσαν, ποιος ήμουν πραγματικά! Έλα όμως που δεν λειτουργεί ακριβώς έτσι… Οι ανάγκες των ανθρώπων παραμένουν, και αυτή η ανάγκη μου για αποδοχή αργότερα μεταμορφώθηκε στην ανάγκη για καλλιτεχνική επιβεβαίωση.
Πόσταροντας φωτογραφίες ονλάιν μπορείς να καταφέρεις τρία πράγματα:1)να δείξεις τί ζωή κάνεις,2)να δείξεις πόσο γαμάτες φωτογραφίες τραβάς αλλά και 3)να δημιουργήσεις μια καλλιτεχνική ιντερνετική περσόνα. Ποτέ δεν έπεσα τελείως θύμα αυτής της ματαιόδοξης παγίδας, αλλά φλέρταρα επικίνδυνα μαζί της αρκετές φορές. Ενδεικτικά, η Δάφνη μου έχει πει ότι είμαι διαφορετικός όπως φαίνομαι στο μπλογκ μου και διαφορετικός στην πραγματικότητα. Αυτό είναι μια επιτυχία ή όχι; Το ψάχνω ακόμα, ποιος είμαι, ποιος θέλω να είμαι, ποιος θέλω να φαίνομαι ότι είμαι, αν έχουν σημασία όλα αυτά τελικά κ.ο.κ. Και το γεγονός ότι μου έχει σφηνώσει στο μυαλό ότι ακόμα και το να επιλέξω να μην δημοσιεύω φωτογραφίες για λόγους γοήτρου, απλότητας ή τρόπου ζωής είναι και αυτό μια κατασκευασμένη ταυτότητα που θα προάγω με συγκεκριμένους τρόπους, δεν βοηθάει τα πράγματα…
Φέτος λοιπόν έχω βγάλει πολύ λίγες φωτογραφίες, ειδικά αν βάλω κάτω πόσα ταξίδια έχω κάνει. Σίγουρα φταίει ότι τώρα (ξανα)έχω και τη δυνατότητα να τραβήξω και βίντεο (το οποίο δείχνει πως η επιλογή δεν είναι πάντα καλό πράγμα) Συνεχώς διερωτάμαι «γιατί θέλεις να το φωτογραφίσεις αυτό; Τι θέλεις να δείξεις; Ποιον προσπαθείς να εντυπωσιάσεις; Δεν σου φτάνει απλά να το κοιτάζεις, να το απολαμβάνεις;» Είναι μια σκέψη που σίγουρα δεν μοιράζονται πολλοί μαζί μου: συνεχώς βλέπω περισσότερες φωτογραφίες και φωτογράφους (το οποίο αυτόματα ρίχνει κατακόρυφα την αξία της ίδια της φωτογραφίας) και νιώθω όλο και λιγότερη θέληση να μπω σε όλο αυτό, να συνεχίσω να καταγράφω ή να δημιουργώ. Και αν δημιουργώ, μπορεί να μην το ποστάρω για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Βρίσκω πως αυτά που μπορώ να πω για τη ζωή μου, για τη ζωή των άλλων και τη ζωή γενικότερα με τη φωτογραφία, δεν συμβαδίζουν με αυτά που είμαι καλύτερος ή πιο ικανός στο να λέω ή με αυτά που θέλω να πω.
Σίγουρα έχει να κάνει και με τον καταιγισμό εικόνας που βλέπω παντού στο web πια, απ’το Tumblr (λινκ για το δικό μου) και τη μια καταπληκτική φωτογραφία μετά την άλλη («τι μπορώ εγώ να συνεισφέρω άραγε σε αυτή την τελειότητα;») μέχρι το facebook και το Instagram, όπου κάθε ασημαντότητα και μικρότητα είναι άλλη μια ευκαιρία για τα προβάλλουμε τον ναρκισισμό μας, το πόσο γαμάτοι είμαστε και το πόσο γαμάτα πράγματα κάνουμε. Θέλω να κάνω γαμάτα πράγματα, αλλά όλο και περισσότερο νιώθω πως δεν είναι ευγενικό, πρέπον ή… πώς να το πω… θα προσπαθήσω να το πως όσο λιγότερο σνομπίστικα μπορώ: πολιτισμένο, να τα εικονοποιώ και να τα κάνω προιόντα, διαφημίσεις για την οντότητα cubilone στον παγκόσμιο δίκτυο τελειότητας, εντυπωσιασμού και καμένης δημιουργικότητας και σύγκρισης στο οποίο μεταλλάσσεται το ψηφιακό περιβάλλον.
Οι ψηφιακές κοινότητες σε κάνουν να θέλεις να ανταγωνιστείς τους άλλους σε δημοτικότητα και να νιώσεις αγαπητός, κι έτσι αγχώνεσαι για τα πόσο likes ή favs θα έχει μια φωτογραφία – παύει να είναι απλά η καλλιτεχνική σου έκφραση. Είναι ειρωνικό πως έχω σπουδάσει πολιτισμική τεχνολογία και επικοινωνία και έχω αυτές τις αιρετικές απόψεις… αλλά έχω ακαδημαϊκοποιηθεί αρκετά ώστε να καταλαβαίνω πως ακόμα και το γεγονός ότι η εικόνα θεοποιείται μέσω των ψηφιακών μέσων και η κριτική σε αυτό το γεγονός είναι και αυτή, αναμφίβολα, μέρος του ψηφιακού πολιτισμού, από μόνο του χαίρει ανάλυσης.
Τι θα γίνει από εδώ και πέρα, δεν το ξέρω. Προφανώς η σχέση μου με τη φωτογραφία είναι πολύπλοκη και δεν μπορώ ούτε και θέλω να την εγκαταλείψω τόσο εύκολα. Πιστεύω όμως όλο και λιγότερο στους φωτογράφους ή στους κανόνες: στο I See Green είδα παιδιά να τραβάνε καταπληκτικές και εμπνευσμένες φωτογραφίες με τα κινητά τους ή με μηχανές που δεν ήξεραν καν πώς λειτουργούσαν, κι εγώ, νιώθοντας την ανάγκη να τραβήξω κάτι ιδιαίτερο ή αξιόλογο (και με τους κανόνες σταθερά στο μυαλό), με τον καλό φακό και την καλή μηχανή δεν είχα τελικά τίποτα να δείξω. Αυτό ήταν τροφή για σκέψη και έμπνευση…
Θέλω να αντισταθώ στην υπέρτατη δύναμη της εικόνας και να μην χάσω όλα όσα μπορείς να χάσεις αν την αφήσεις να διεισδύσει μέσα σου ολοκληρωτικά. Θέλω να ζω στο τώρα, και φωτογραφίζοντας το τώρα, αναγκαστικά ζεις στο πριν, στο χτες, ή ακόμα μεταφέρεις την απόλαυση της στιγμής στο αύριο. Απ’την άλλη, έρχοντας σε επαφή με την μπλοκαρισμένη μου δημιουργικότητα, θέλω να δείξω πράγματα, ομορφιά, να μοιραστώ ακριβώς αυτές τις στιγμές με τον δικό μου καλό τρόπο, και όχι τον δημοφιλή ή τον σωστό τρόπο. Θέλω να (ξανα)γίνω καλλιτέχνης της φωτογραφίας, όχι ένα θύμα της δύναμης της, της ευκολίας. Να εκφραστώ με τη βοήθεια της, όχι να δειχτώ ή να την χρησιμοποιήσω ως προστασία απέναντι στη ροή του χρόνου. Να μην απογοητευτώ από το πόσο δύσκολο μου φαίνεται να ακολουθήσω τους κανόνες, αλλά να τους αφήσω να με οδηγήσουν μακριά τους. Να την αφιερώσω και να την προσφέρω στους άλλους, όχι να σαγηνεύσω τους άλλους με αυτήν.
Σε άλλα 10 χρόνια θα σας πω τα αποτελέσματα αυτής της αναζήτησης – ή θα τα δείτε, αν οι λέξεις μέχρι τότε είναι άχρηστες.
Γεια σου! Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω που διαβάζεις αυτό εδώ το ποστ. Όχι τίποτα άλλο, δεν έχεις κανένα πραγματικό λόγο να το κάνεις. Υπάρχουν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να διαβάσεις, να χαζέψεις, να δεις ή να κάνεις εκεί έξω, στον τεράστιο κόσμο γνώσης, εμπειρίας, διασκέδασης και χαζομάρας που λέγεται παγκόσμιος ιστός — εκτός κι αν ο λόγος είναι προσωποκεντρικός και θέλεις να διαβάσεις αυτά που γράφω επειδή είμαι ΕΓΩ αυτός που τα γράφω. Σε κάθε περίπτωση, η αφοσίωση σου είναι μοναδική, ειδικά αν κρίνω από την έλλειψη σχολίων τους τελευταίους μήνες. Γι’αυτό λοιπόν, και πάλι, κι επειδή δεν έχεις καμιά υποχρέωση, σ’ευχαριστώ.
Σήμερα θα γράψω για δύο κυρίως πράγματα που με απασχολούν αυτές τις μέρες και πώς αυτά συνδέονται.
Το ένα, το μεγαλύτερο, το σπουδαιότερο, είναι ότι τη περασμένη εβδομάδα πήγα στη Μυτιλήνη και έδωσα τα τρία τελευταία μαθήματα που χρώσταγα (Οργάνωση Εκθέσεων, Εφαρμογές Κινητής Τεχνολογίας, Συστήματα Διαχείρισης στον Παγκόσμιο Ιστό), και τα πέρασα. Ο κύκλος που ξεκίνησε πριν έξι χρόνια έκλεισε. Είμαι πλέον ένος απόφοιτος, πτυχιούχος Πολιτισμικής Πληροφορικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας. Δεν έχω το πτυχίο στο χέρι, βέβαια, αλλά for all intents and purposes…
Αυτά τα έξι χρόνια ήταν τόσο σημαντικά για μένα που δε μπορώ να μπω καν στον κόπο να αρχίσω να λέω με ποιος τρόπους άλλαξα, ωρίμασα, ενηλικιώθηκα, αγάπησα τον εαυτό μου φτιάχνοντας τον και ανακαλύπτοντας τον· δεν ξέρω πόσο απ’το καθένα αλλά αυτή ίσως να ‘ναι απ’τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες ερωτήσεις που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, αν και η απάντηση πιθανόν να μην έχει σημασία. Θέλω να γράψω κάποια ποστ αφιερωμένα στους ανθρώπους, τις ιδέες και τις παραστάσεις στις οποίες χρωστάω πολύ μεγάλο μέρος αυτής της μεταμόρφωσης. Μου αρέσουν άλλωστε οι ανασκοπήσεις, όπως μου αρέσει και να θυμίζω στους ανθρώπους τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίζουν ή να έχουν παίξει στη ζωή μου και να τους προσφέρω άλλο ένα χαμογελο έτσι.
Ωραία. Ας επιστρέψουμε στο γεγονός των ημερών. Τελειώνεις τα μαθήματα σου. Τα πάντα από εκεί και πέρα έχουν κάτι το χρονομετρημένο και μοιραίο. Όσους γνωστούς έβλεπα τις υπόλοιπες μέρες που ήμουν στη Μυτιλήνη είχα την αίσθηση ότι μπορεί να μη τους ξαναδώ ποτέ. Τι έπρεπε όμως να τους πω; Ποια μπορεί να είναι η απάντηση μου στις ευχές τους για καλή ζωή; Πώς μπορώ να τους χαιρετίσω με κάτι άλλο εκτός από ένα απαίσια ανειλικρινές «τα λέμε σύντομα»;
Πώς χαιρετάς κάποιον που χαιρόσουν να βλέπεις πού και πού και να μαθαίνεις νέα του όταν πήγαινες στη Μυτιλήνη, αλλά τον οποίο δεν ξέρεις αρκετά για να επιδιώκεις να συνεχίσεις να βλέπεις και η πρακτικότητα του ζητήματος τέλος πάντων το καθιστά υπερβολικά απίθανο; Υπήρχε αυτή η διμερής λυπητερή ανείπωτη παραδοχή σε πολλές από τις random encounters αυτών των ημερών.
Τι έκανα λοιπόν για να αποφύγω αυτή τη κατάματη ματιά στην «πραγματικότητα της τελευταίας συνάντησης» με πολλούς ανθρώπους που ούτως ή άλλως, όπως κι εγώ, δυσκολεύομαστε να δώσουμε σε αυτή τη συνάντηση την βαρύτητα που φανταζόμαστε ότι της αξίζει;
Δεν ανέφερα ότι είχα περάσει τα τελευταία μου μαθήματα. Δεν ανέφερα ότι τελείωσα τις σπουδές μου στη Μυτιλήνη. Περισσότερο το έκαναν άλλοι για μένα. Αυτό με έσωσε από συγχαρητήρια τα οποία δεν αξίζω (γιατί να δέχεσαι συγχαρητήρια επειδή ολοκλήρωσες κάτι που όχι μόνο πρέπει αλλά και σου αρέσει να κάνεις;), εξηγήσεις για το τι σκοπεύω να κάνω στο μέλλον, ερωτήσεις για το πώς νιώθω τις οποίες δεν θα μπορούσα να απαντήσω ειλικρινά, αλλά και βλέμματα φθόνου…
Αναρωτιώμουν: ποια είναι αυτή η λεπτή γραμμή μεταξύ ενημέρωσης των άλλων για το τι κάνεις, και καυχησιάς; Μετά από τι μετατρέπεται άραγε το «τέλειωσα τις σπουδές μου! Σoυ το λέω γιατί είμαι περήφανος και θέλω να χαρείς μαζί μου!», σε: «τέλειωσα, και στο λέω για να σου δείξω πόσο γαμάτος είμαι και για να με θαυμάσεις!»…; Αυτό που βλέπω τόσο πολύ γύρω μου είναι το δεύτερο… Μια τέτοια κρίση ανασφάλειας και ανάγκης αποδοχής και θαυμασμού βλέπω που αποφεύγω να μιλάω για μένα ώστε να μην με βάλουν στο ίδιο τσουβάλι οι άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να είναι σαν κι εμένα και πιθανόν έχουν αρχίσει να βαριούνται να ακούνε τους άλλους να περιαυτολογούν και να παθιάζονται με την δική τους μικρή ύπαρξη.
Είναι η τέλεια στιγμή να περάσουμε στο δεύτερο από τα δύο που με απασχολούν.
Δεν συνηθίζω τον τελευταίο καιρό να γράφω για το τι συμβαίνει στη ζωή μου όπως έκανα παλιότερα. Aυτό το καλοκαίρι έκανα κάμπιγκ και απίθανες διακοπές σε πανέμορφα μέρη (Σαμοθράκη, Γαύδο) που άλλοτε θα με ενέπνεαν για μακροσκελή κείμενα. Πήρα το πρώτο μου δίπλωμα στα Γερμανικά. Είχα τη χαρά να συμμετέχω σε ένα καταπληκτικόσεμινάριο στην Σχολή Καλών Τεχνών το οποίο, έτσι όπως βαίνουν τα πράγματα, κατα πάσα πιθανότητα θα αποτελέσει σημείο καμπής για τη ζωή μου. Γνώρισα ανθρώπους που νιώθω τυχερός που γνώρισα, είχα εμπειρίες που είμαι ευγνώμων που είχα… Είχα όμως και πολύ δουλειά για να καταφέρω να περάσω αυτά τα τρία τελευταία μαθήματα. Παρ’όλ’αυτά, τίποτα εδώ· άλλοτε θα οργίαζα.
Έχω αναφερθεί κι άλλες φορές στο ότι δύο πράγματα έχουν αλλάξει αυτή τη σχεδόν μισή δεκαετία (!) που υπάρχει το cubimension, σχετικά με το τι ποστάρω και τη σχέση μου μαζί τους: 1. Καθώς μεγαλώνω, λιγότερα πράγματα με εντυπωσιάζουν (σε βαθμό που να πιστεύω ότι αξίζει να τα μοιραστώ με ένα αόρατο κοινό), συμπεριλαμβανομένων φυσικά και αυτών που κάνω εγώ. 2. Έχω αρχίσει να βλέπω καχύποπτα την όλη κουλτούρα του να αυτοπροβάλλεσαι σε μορφή blog, facebook κτλ, που προωθεί την ιδέα ότι είσαι κάτι το ιδιαίτερο μόνο και μόνο επειδή έχεις πρόσβαση σε υπολογιστή και ξέρεις να γράφεις (υποτυπωδώς). Δεν υπάρχει η διάκριση μεταξύ αξιόλογου και ποταπού, ποιοτικού και χασίματος χρόνου, αυτών που θα έδειχνες περήφανα σε όλους και αυτών που θα έδειχνες μόνο στους πιο στενούς σου φίλους, των στιγμών που θα άξιζε να σχολιαστούν και των στιγμών που καλύτερα να μίλαγαν από μόνες τους. Είναι μέρος αυτό που προανέφερα: τα να μοιράζεσαι τα νέα σου με τόσο κόσμο ταυτόχρονα (το αναλογικό αντίστοιχο θα ήταν να βγαίνεις με ντουντούκα σαν τον γύφτο στη γειτονιά και να φωνάζεις κάθε σου νέο. Μόνο που σε αυτή τη γειτονιά, όλοι σε ξέρουν…) ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ ενημέρωσης και ναρκισισμού, όταν οι άνθρωποι συμπεριφέρονται στον εαυτό τους λες και είναι μάρκες ή φίρμες, όπου περισσότερη προβολή, ανεξαρτήτος είδους, ακόμα και δυσφήμιση, είναι άνευ όρων θετική. Ορίστε ένα ενδιαφέρον σχετικό άρθρο, ως συνηθώς, για το facebook.
Με λίγα λόγια, αρχίζω και συνυπολογίζω τον παράγοντα «γιατί να θέλει κάποιος να διαβάσει αυτό που γράφω; Θα μάθει κάτι, θα του/της μείνει κάτι, θα κάνω κάπως τη ζωή του/της καλύτερη;» Είναι δύσκολες ερωτήσεις οι οποίες θέτουν σε αμφισβήτηση, εκτός από τον τρόπο που επιλέγουμε να εκφραζόμαστε κάθε μέρα με τους ανθρώπους γύρω μας, σε ένα πιο άμεσο επίπεδο, τους λόγους ύπαρξης αυτού του μπλογκ. Δε λέω, θέλω να μοιράζομαι πράγματα, ώραια και ενδιαφέροντα πράγματα, που βρίσκω ή που, γιατί όχι, κάνω και φτιάχνω εγώ ο ίδιος. Μου αρέσει κιόλας να γράφω πού και πού για το τι κάνω σαν να έγραφα σε δημόσιο ημερολόγιο, μου δίνει μια άρρωστα φιλάρεσκη ίσως αίσθηση ικανοποίησης να ξέρω ότι έχω ένα ημερολόγιο το οποίο οι άλλοι θα θέλουν να διαβάσουν. Έχω αποκτήσει όμως αρκετή συναίσθηση της ποταπότητας και της ματαιοδοξίας του να θέλεις ένα ευανάγνωστο ημερολόγιο, and once you see it, you can’t unsee it…
Γιατί τα γράφω όλα αυτά, τελικά; Απλά: από τη μία, ένιωσα πως το ότι πήρα πτυχίο ήταν κάτι το οποίο έπρεπε οπωσδήποτε να γράψω εδώ! Από την άλλη, η ολοένα και πιο δυνατή Ταπεινή και Διακριτική μου πλευρά φώναζε. Τα αποτελέσματα της σύγκρουσης και αυτών που εν τω μεταξύ βγήκαν στην επιφάνεια, θεώρησα πως, επιτέλους, είχαν κάποιο ενδιαφέρον.
Και μετά από αυτό το σούπερ-αυτοαναφορικό ποστίο, ας επιστρέψουμε σε αυτό που ποραγματικά έχει σημασία:
Στη Μυτιλήνη και σε ό,τι μοιραστήκαμε. Με πολλή αγάπη.
Εσύ κι ο φίλος σου (τον οποίο ξαφνικά θυμάσαι ότι επισκέπτεσαι στην Χίο εδώ και τέσσερα χρόνια) ανακαλύπτετε ότι στην καινούργια παρέα του, την οποία έχει πολύ βολικά κάνει ακριβώς πριν την εξεταστική και απαρτίζεται κυρίως από πρωτοετείς και ακόμα πιο κυριότερα από πρωτοετίνες, είστε οι γηραιότεροι. Θυμάσαι πώς ήταν να πηγαίνεις στα κλαμπάκια και στις κλαμπετέριες σε εκείνη την ηλικία και πώς όλοι οι παλιότεροι σου φαίνονταν τόσο κουλ γιατί δεν πήγαιναιν στα κλαμπάκια και ήξεραν όλα τα κατατόπια που πραγματικά άξιζαν, και αναρρωτιώσουν πώς σκατά το κατάφερναν. Τώρα, εσύ είσαι αυτός που ξέρει τα κατατόπια και διδάσκεις άθελα σου τους μικρότερους απλά και μόνο επειδή δεν θέλεις να ξοδεύεις τα βράδια σου πηγαίνοντας σε κάτι τόσο απαίσιο.
Η Επαρχία:
2,20 ευρώ για μια «μπόμπα» σάντουιτς (το όνομα αναφέρεται στο μέγεθος) χωρίς κρέας αλλά με φέτα, κρεμμύδι, τομάτα, πατάτα και τζατζίκι και κέτσαπ, από ένα τελείως άγνωστο και κρυμμένο σουβλακοσαντουιτσάδικο σε κάποια άκυρο χωριό. Για πρώτη φορά βλέπεις μαστιχόδεντρα και σκέφτεσαι ότι, γαμώτο, είναι όμορφα, σουλουπωμένα φυτά!
To Παιχνίδι Με Πολλούς:
Θυμάσαι ότι όταν οι παίχτες είναι πάνω από 10, ίσως το ενισχυμένο παλέρμο με ερωτευμένους, κοριτσάκια, μάγισσες και δημάρχους να μην είναι τόσο καλή ιδέα, και αναρρωτιέσαι υπό ποιες περιστάσεις και με τι παίχτες θα ήταν η ιδέα όντως καλή. Θυμάσαι εκείνη την φορά που είχες παίξει παλέρμο με σκληροπυρηνικούς παίκτες· η εμπειρία ήταν τραυματική. Προτιμάς να μην γίνεις κι εσύ ένας από εκείνους και τελικά λέτε τρομακτικές ιστορίες μέχρι το πρωί.
Η Δικαίωση:
Πας στην Μυτιλήνη ουσιαστικά μόνο για να δώσεις ένα από τα τελευταία 4 μαθήματα που χρωστάς. Η εξέταση γίνεται στο εργαστήριο υπολογιστών και το μάθημα είναι Αντικειμενοστραφής Προγραμματισμός ΙΙ, κοινώς Java II. Έχεις ακολουθήσει τις σημειώσεις και έχεις μάθει Java, μάλιστα έχεις μάθει να φτιάχνεις ένα αξιοπρεπές ψηφιακό πιάνο. Οι μισοί συμφοιτητές σου φεύγουν όταν μαθαίνουν ότι η εξέταση θα γίνει σε υπολογιστές, μερικοί άλλοι γκρινιάζουν γιατί δεν ήξεραν ότι θα εξετάζονταν σε υπολογιστές. Ο καθηγητής ξεκινάει την εξέταση ζητώντας από όλους να κάνουν compile ένα προγραμματάκι αλλά εσύ δεν μπορείς να το κάνεις, όχι επειδή δεν ξέρεις πώς, αλλά επειδή έχεις μάθει να το κάνεις σε διαφορετικό γραφικό περιβάλλον. ‘Οταν μέσα σε 2 λεπτά δεν έχεις βρει ακόμα πώς το κάνεις, κόβεσαι.
Είναι σαν να ζητάται από κάποιον να κάνει defragment σε Linux ενώ έχει κάνει μόνο σε Windows, ή σε μια εξέταση δακτυλογράφησης να δίνονται γραφομηχανές σε ανθρώπους που έχουν χρησιμοποιήσει μόνο πληκτρολόγια στην ζωή τους. Πώς να το κάνουμε, θέλει λίγη εξοικείωση… Διαμαρτύρεσαι, λες πως δεν δέχεσαι να αξιολογηθείς τόσο γρήγορα και πως ξέρεις Java· ζητάς μια δεύτερη ευκαιρία. Ο καθηγητής στην δίνει γιατί φαίνεσαι ασυνήθιστα σίγουρος για τον εαυτό σου και τελικά καταφέρνεις όχι μόνο να περάσεις αλλά και με σχετικά μεγάλη επιτυχία, τρέχοντας το πρόγραμμα με 4 από τις 5 ζητούμενες λειτουργίες.
Σκέφτεσαι αργότερα πως μερικοί οπωσδήποτε είχαν έρθει έχοντας προετοιμαστεί για την εξέταση δακτυλογράφησης έχοντας διαβάσει για το ποιος εφήυρε το QWERTY, μαθαίνοντας απ’ έξω το σχήμα του πληκτρολογίου, μαθαίνοντας που πρέπει να μπαίνουν τα δάχτυλα, ποιες είναι οι συντομεύσεις με το SHIFT αλλά χωρίς να έχουν πληκτρολογήσει ποτέ τίποτα. Και όταν κόβονται να λένε ότι είχαν μάθει να δακτυλογραφούν αλλά κανείς δεν τους είχε πει πως θα έπρεπε να το κάνουν στην πραγματικότητα.
Λίγο αργότερα, για του λόγου το αληθές (εδώ λένε ότι πρέπει να το γράψεις «ασφαλές» αλλά πραγματικά πρώτη φορά το ακούς αυτό), το βράδυ συναντάς δύο συμφοιτητές σου οι οποίοι κόπηκαν γιατί δεν ήξεραν ότι η εξέταση θα γινόταν σε υπολογιστές. Σε ρωτάνε πώς κατάφερες να μείνεις και να το παλέψεις και σου λένε πως έκανες καλά που διαμαρτυρήθηκες και ότι θα έπρεπε να είχαν κάνει το ίδιο, αφού αυτό ήταν το τελευταίο τους μάθημα, είχαν δώσει 100 ευρώ για να μάθουν την Java σε φροντιστήριο όμως δεν ήξεραν ότι χρειαζόταν compile — κατα τα άλλα «ήξεραν Java». Ακολουθεί ένα τέταρτο αυτοδικαίωσης και κραξίματος του καθηγητή. Νιώθεις αμήχανα γιατί δεν θέλεις να φανεί ότι έγινε εξαίρεση για σένα, βλέπεις ότι μπορεί να νιώθουν αδικημένοι και καταλαβαίνεις αλλά δεν θέλεις και να τους πεις ότι κάτι έχουν δει πολύ λάθος. Αποφασίζεις απλά να είσαι διαλακτικός.
Η Εμπιστοσύνη στο Σύμπαν:
Το πρώτο βράδυ στην Μυτιλήνη βγαίνεις έξω με ένα μπουκάλι Μιχάλη Γεωργιάδη ημίγλυκο στο χέρι για να δεις γνώριμες φάτσες. Πας στο τρίγωνο όντας σίγουρος ότι θα τις δεις. Όχι μόνο τις βλέπεις αλλά πέφτεις πάνω σε όλους όσους υπολόγιζες να δεις τις μέρες που ήσουν στην Μυτιλήνη (και μερικούς ακόμα) μέσα σε περίπου 20 λεπτά. Αυτό θα μπορούσαμε άνετα να το πούμε μια παράδοση στις βουλές του Σύμπαντος gone right.
Η Αποτυχία:
Σου ζητάνε να βοηθήσεις με μια εργασία Flash. O κώδικας είναι τόσο κακογραμμένος που για να βοηθήσεις πραγματικά προσπαθείς να ξαναγράψεις απ’την αρχή κομμάτια του. Καταλήγεις τρεις ώρες μετά να έχεις φτιάξει ένα πρόγραμμα το οποίο θα έπρεπε να τρέχει αλλά πετάει προβλήματα αγνώστου ταυτότητος και γκρινιάζει για κάτι το οποίο δεν θα έπρεπε. Τραβάς τα μαλλιά σου και πηγαίνεις να βρεις κάποιους από αυτούς τους οποίους συνάντησες την προηγούμενη νύχτα στον δρόμο και τους είχες υποσχεθεί ότι θα έβγαινες μαζί τους την επομένη. Τους βρίσκεις αλλά τρέμεις ανεξέλεγχτα για καμιά ώρα από την συνδυασμένη ένταση του εκνευρισμού του Flash, της αποτυχίας αλλά και γιατί ξέρεις ότι μόλις θυσίασες τρεις ώρες της ζωής σου οι οποίες θα μπορούσαν να είναι με τους φίλους που έστησες για να βοηθήσεις με κάτι το οποίο τελικά έκανες χειρότερο. Πίνεις λίγο κρασί στο καινούργιο αγαπημένο μαγαζί της Μυτιλήνης, το Π, την πρώτην Μαρτάνο, και ξεχνάς το όλο σκηνικό, πίνοντας στην υγεία όσων θα πάρουν το πτυχείο τους ξέροντας να κάνουν τις εργασίες τους μόνοι τους.
Το Ξενύχτι:
Αν μένεις κάπου για δύο νύχτες και έχεις χρόνο μπροστά σου, δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα την μία νύχτα να μην κοιμηθείς: αφήνεις ανοιχτό το ενδεχόμενο σε καθετί ενδιαφέρον να συμβεί και με το που μπει για τα καλά το επόμενο πρωί έχεις μια ενέργεια που δεν περιγράφεται. Και γιατί το έκανες; Μα για να είσαι ξύπνιος για…
To Aπόκοσμο, Κοσμοϊστορικό Γεγονός:
Ίσως η απλή θέαση με ένα μικρό τηλεσκόπιο έξω από το δημοτικό θέατρο Μυτιλήνης να μην ήταν εξ ίσου εντυπωσιακή με το παραπάνω βίντεο, σίγουρα όμως η καλή παρέα το ισοστάθμισε και τα σύννεφα και η βροχή που έπεφτε με χοντρές σταγόνες έκανε την θέαση πιο συναρπαστική (επειδή το αβέβαιο είναι πάντα πιο γλυκό) αλλά και κάπως απόκοσμη: ο καιρός, ένα τόσο παροδικό φαινόμενο, σε σύγκριση με την σύνοδο της Αφροδίτης η οποία ήταν κι αυτή μεν παροδική αλλά με προεκτάσεις διαχρονικές, που κάνουν τον άνθρωπο να συνειδητοποιεί την μικρότητα του. Είναι σαν ο Μαθουσάλας να πέθανε από αυτοκινητιστικό ή να στραβοκατάπιε την μπουκιά του από γιδοτύρι και παξιμάδι και να πνίγηκε. Άσχετο, ο ήλιος επίσης φαίνεται πραγματικά απόκοσμος σε ισχύ και μέγεθος στο παραπάνω, ειδικά στις υπέρυθρες. Πραγματικά θεϊκός.
Η Συμφιλίωση:
Υπάρχει μια κοπέλα που μια φορά κι έναν καιρό πλήγωσες με τις καλύτερες προθέσεις. Δεν ξέρεις αν όντως πληγώθηκε, γιατί είναι σκληρό καρύδι (ή έτσι δείχνει), όμως μπορείς να φανταστείς πως από τότε δεν έχει και την καλύτερη εικόνα για σένα και πρέπει να σε θεωρεί τουλάχιστον κομματάκι μαλάκα. Ό,τι και να λες, πως ήταν δηλαδή εμπειρίες οι οποίες ήταν καθοριστικές για το τι σε έφερε εδώ που είσαι τώρα και ότι δεν θα άλλαζες τίποτα και και και, δεν μπορείς να μην νιώθεις τύψεις αφού από την πρώτη στιγμή που την γνώρισες της είχες αδυναμία. Έκτοτε πραγματικά λυπόσουν που τα πράγματα ήρθαν έτσι που μια οποιουδήποτε είδους στενότερη σχέση θα ήταν δύσκολη ως αδύνατη. Είχες προσπαθήσει να την προσεγγύσεις απλά και μόνο γιατί γούσταρες την παρέα της και μέχρι εκεί. Όμως πόσο δύσκολο δεν ήταν να παρεξηγηθεί αυτό;
Αυτή την φορά τα πράγματα είχαν μια όμορφη τροπή. Την συναντάς το τελευταίο πρωί στον Λόφο τυχαία και τα πράγματα αρχικά είναι αμήχανα. Έλα όμως που λίγες ώρες πριν φύγεις από το νησί είσαι μαζί της για καφέ και συζητάτε για την ανωμαλία των Ιαπώνων, την χαρά του να καταφέρεις να ανεβάσεις ένα θεατρικό έργο με μια Πρόβα ενωμένη και χωρίς διχόνοιες αλλά και για το animation για το οποίο έχει μεράκι και για τις δημιουργίες της. Νιώθεις όμορφα, ειρηνικά. Να’στε εκεί, η αυπνία να σας ενώνει, με δυο καφέδες, να μιλάτε περι ανέμων και υδάτων, επιτέλους, μια συζήτηση στην οποία δεν πρέπει να παριστάνεις ότι δείχνεις ενδιαφέρον και δεν χρειάζεται να καταβάλεις προσπάθεια για να συγκεντρωθείς σε αυτήν. Το παρελθόν ξεχάστηκε, forget and forgive, και με χαρά διαπίστωσες πως με αυτόν τον άνθρωπο ίσως και να έχεις πολλά πράγματα να μοιραστείς ακόμα.
Οι Τρεις Εκδοχές:
Φιλοξενείσαι από έναν παλιό φίλο με τον οποίο έχεις περάσει πολλά στην Μυτιλήνη ο οποίος όμως δεν νιώθει τελευταία καλά γιατί έχει χωρίσει με την κοπέλα του. Το ενδιαφέρον είναι ότι είσαι φίλος και με την κοπέλα. Και οι δύο σου προσφέρουν τα σπίτια τους για να μείνεις και να ξεκουραστείς και περνάς αρκετό χρόνο και με τους δύο για καφέ, ναργιλέ και ποτό αλλά σπάνια και με τους δύο μαζί. Βλέπεις και τις δύο μεριές της ιστορίας και βγάζεις τα δικά σου συμπεράσματα. Καταλήγεις ότι αυτό που λένε, πως κάθε φορά υπάρχουν τρεις εκδοχές μιας οποιασδήποτε ιστορίας, η άποψη του ενός, η άποψη του άλλου και η αλήθεια, αυτή είναι μια από τις πολλές άδοξες κι άγνωστες παγκόσμιες σταθερές που ο κόσμος ξεχνάει αποκαρδιωτικά συστηματικά.
Το Ταξίδι:
Πειραιά-Χίο, Χίο-Μυτιλήνη, Μυτιλήνη-Πειραιά. Το European Express είναι εκεί για να σου επιτρέψει να διασχίσεις το Αιγαίο. Αυτή η σχέση αγάπης-μίσους σου με τα συμβατικά πλοία της γραμμής δεν μπορεί να μην φανεί κι αυτή την φορά: το πώς τα βρωμερά μαύρα σύννεφα που ρυπαίνουν τους γαλάζιους ουρανούς του «λίκνου του πολιτισμού» όπως τους αρέσει να μας θυμίζουν κάθε φορά στις 101% εκνευριστικές ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα, οι 3045 τηλεοράσεις ανα σαλόνι και οι καφέδες που έχουν τιμολογιακές πολιτικές αλα Twoface (1,50 για τον «μονό» φραπέ, σε πλαστικό ποτηράκι για την ρετσίνα, και >€3 για τον «διπλό»)… πάλι καλά που μπορείς να τρως τον θαλασσινό αέρα, να χαζεύεις γλάρους που το παίζουν οι γέροι του Muppet Show και να αράζεις σε εξωτερική καμπίνα με 50% έκπτωση. Αλήθεια, η καμπίνα σου δεν ήταν κλειδωμένη… θα μπορούσες την επόμενη φορά να δοκιμάζεις ένα-ένα τα δωμάτια μέχρι να βρεις ένα το οποίο θα είναι ξεκλείδωτο με ένα κρεβάτι ελεύθερο και να αράξεις.
ABOVE: Link to working applet on blank html page somewhere in the guts of the cubimension server. Click the image.
BELOW: Embedded link to the very same applet that refuses to reference the sound files. I’m posting here for reference purposes in hoping I might at some point figure out why it’s not working as it is now.
My project for Object-oriented Programming II for university (Java), one of my four remaining subjects to FINALLY get my degree in cultural technology and communication.
This may take some time to load. Looks at some of my other stuff on other tabs perhaps and come back!
The biblical story of the Tower of Babel hints at a perfect, common language that humans apparently used to possess which almost allowed them to reach the heavens. Using and analysing Alejandro Gonzalez Iñárritu’s 2006 film Babel, I shall compare the two Babels and how they deal with miscommunication. I will show that the kind of perfect language that the biblical story details is impossible to exist, because of the inevitable (mis)uses of language such as lying, and I will explain how verbal, as well as nonverbal communication, their short-comings and strengths and their portrayal, make the 2006 film a great work of art.
Προχτές τέλειωσε το 8ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Φοιτητικών Θεατρικών Ομάδων το οποίο έλαβε μέρος εδώ στην Μυτιλήνη. Ήταν 12 μέρες γεμάτες μπόλικο θέατρο, πολλές καλές παραστάσεις και μερικές όχι και τόσο καλές. Το καλύτερο ήταν πως κάθε μέρα πήγαινα στο θέατρο (στο μεγάλο το δημοτικό, αλλά και στα δυο μικρότερα της Μυτιλήνης: στους Άστεγους και στον ΦΟΜ) και ήξερα πως όχι μόνο θα δω μια παράσταση ανεβασμένη με μεράκι από φοιτητές, αλλά πως θα έβλεπα και τις παλιές καλές γνώριμες φάτσες με τις οποίες τα θέατρα είχαν γίνει κάτι σαν τόπος συνάντησης. Ήξερες ότι θα πας και θα δεις κόσμο, όπως και όταν περνάς από τα σκαλάκια στο τρίγωνο (για όσους δεν ξέρουν, το τρίγωνο είναι η περιόχη η οποία ορίζεται με κορυφές το Μουσικό Καφενείο, το Μπρίκι και το Lazy Fish και είναι το κατεξοχήν στέκι στην Μυτιλήνη για όσους δεν συμπαθούν ό,τι έχει να προσφέρει η προκυμαία, κοινώς μέρη της συνόμοταξίας του Monkey, Marush, De Facto, MyClub κτλ. Πάντως, εγώ θα όριζα την περιοχή ως τετράπλευρη, καθώς το Όλα είναι κι αυτός ένας σημαντικότατος κόμβος: το περισσότερο αλκοόλ το οποίο κυκλοφορεί στα σκαλάκια υπο της μορφής μπύρας, κρασιού αλλά και του περιστασιακού βαρύτερου ποτού μπορεί να προθημευτεί κυρίως από ‘κει. Εφ’όσον, λοιπόν, τα σκαλάκια έχουν για σημαία τους το ΦΑΧ [Φτηνό, Ανοιχτό, Χαλαρό: Hall, 2011], τα μαγαζιά-κόμβοι που ορίζουν το τρίγωνο συχνά δεν χρησιμεύουν παρα για να οριοθετήσουν την περιοχή των σκαλακιών, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως και τα ίδια τα μέρη δεν αποτελούν τόπους συνάντησης: τουναντίον. Πόσες φορές δεν κατέληξαν τα σκαλάκια αυτούσια μέσα στο Lazy Fish μετά τις τρεις και μέχρι το πρωί;)
Τι έλεγα; Α ναι. Στο φεστιβάλ, λοιπόν, πήγαινες στο θέατρο και ήξερες ότι θα δεις γνώριμες φάτσες. Έμοιαζε με αυτή την ωραία αίσθηση που είχες όταν πήγαινες σχολείο, την οποία δεν μπορείς βέβαια να εκτιμήσεις όταν πήγαινεις σχολείο, και έβλεπες κάθε μέρα τα ίδια άτομα, κάνατε τα ίδια πράγματα, και μετά μπορούσατε να συζητήσετε γι’αυτά. Έδινε αυτή την αίσθηση της ομαδικότητας που, η αλήθεια να λέγεται, μου λείπει κάπως από τα χρόνια μου εδώ στην Μυτιλήνη (ίσως επειδή κι εγώ δεν δένομαι καθόλου εύκολα με μεγάλες παρέες γενικότερα). Το φεστιβάλ μου προσέφερε ακριβώς αυτό.
Και δεν ήταν μόνο οι δικοί μας παλιοί γνώριμοι, της Πρόβας δηλαδή. Ήταν κάθε μέρα και φοιτητές από ένα άλλο άκρο της Ελλάδας! Έτσι αντίστοιχα κάθε μέρα υπήρχε και ένα διαφορετικό πάρτι, είτε στην πλατεία Σαπφούς (όπου τα πράγματα ήταν χαλαρά: κύκλος χάμω, κιθάρα, κρασί, ο Γιάννης ο Έτσι κι άλλα θεατρικά παιχνίδια), είτε στο κτίριο Χατζηγιάννη (πρώην εργαστήρια της Πολιτισμικής Τεχνολογίας, νυν χώρος για πρόβες των ομάδων του Πανεπιστήμιου, όπου έγινε απ’έξω ένα μεγάλο και γαμάτο πάρτυ στην μέση των στενών της Μυτιλήνης), είτε στην ΑΤΕ (το R. T. Ficial, με ωραίο face painting, μια μικρή πολύ καλή αυθόρμητη παραστασούλα από την Δανάη και την Γκέλη, έκθεση κόμικς και φωτογραφίας, μερικά συγκροτήματα τα οποία όπως συνήθως τραγούδαγαν έντεχνα που δεν ήξερα και φοβερά φρέσκα mojito με κρατσανιστή ζάχαρη, καταπράσινο λάιμ και μοσχάτο δυόσμο για δροσερή αναπνοή!) είτε στον Λόφο Ξενία που έγινε ένα μεγάλο λάιβ (και οι Alchemy έπαιξαν το Οpen Car — να μια πραγματικά πολύ ευχάριστη έκπληξη ^^!) αλλά δυστυχώς όλες οι ομάδες είχαν ήδη φύγει. Όχι πως κάθε ομάδα έμενε πολύ. Όπως είχαμε πάει κι εμείς πέρσι τον Μάιο με την Πρόβαστα Γιάννενα στο αντίστοιχο φεστιβάλ και είχαμε κάτσει 2 νύχτες, έτσι κι εδώ κάθε ομάδα ερχόταν για ελάχιστες μέρες. Λογικό μεν, που να προλάβεις να τους γνωρίσεις όμως όλους δε; A!! Τώρα που το θυμήθηκα: θέλω φωτογραφίες από την περσινή παράσταση. Δεν έχω πολλές κι όσες έχω είναι από τα παρασκήνια. Μόνο αυτές βρήκα από αυτήν την κριτική για την παράσταση μας στα Γιάννενα… Χουμ, ενδιαφέρον! Μια διαφορετική ανάλυση για κάτι που είχα μάθει πολύ καλά πριν όχι και τόσον πολύ καιρό.
Πίσω στο φέτος. Από τις συνολικά 17 παραστάσεις (με δωρεάν είσοδο!) που ήταν στο πρόγραμμα του φεστιβάλ παρακολούθησα τις 13: δύο τις έχασα και άλλες δύο δεν έγιναν ποτέ. Η αγαπημένη μου πάντως σίγουρα ήταν το «Όχι, παίζουμε!» των Άφαντων από τον ΠΟΦΠΑ. Καταπληκτικά κείμενα (από εκθέσεις μαθητών δημοτικού από την Νότια Ιταλία), εκθαμβωτική κινησιολογία και σκηνοθεσία, πανέξυπνη χρήση του σώματος των παιδιών γενικότερα… Δεν μπορούσα να βρω κάτι το κακό με αυτή την παράσταση. Με κράτησαν από την αρχή μέχρι το τέλος (και αρκετά συχνά βαριέμαι εύκολα το θέατρο). Ακόμα πιο εκπληκτικό: κανονικά είχαν το Δημοτικό Θέατρο για την παράσταση τους, αλλά επειδή εκείνη την μέρα είχε έρθει στους εργαζόμενους εκεί να το παίξουν αντίδραση (ντροπή σας, απλά), αναγκάστηκαν τα παιδιά να πάνε στο θέατρο των Αστέγων. Μια ομαδάρα 25 ατόμων σε μια σκηνή με κάτι μικροσκοπικά καμαρίνια και παρασκήνια και αντίστοιχου μικρού μεγέθους σκηνή… Το θέατρο ήταν κατάμεστο και η σκηνή δεν τους χώραγε, αλλά αυτό τελικά έκανε τον χώρο πολύ ζεστό και γούτσου-γούτσου. Βέβαια, ο σκηνοθέτης δεν ήταν φοιτητής (όπως ήταν στις περισσότερες άλλες παραστάσεις) οπότε η ανισότητα ποιότητας ήταν μέχρι ένα σημείο δικαιολογημένη.
Άλλες παραστάσεις που μου άρεσαν; Φυσικά, η παράσταση της Πρόβας, τοΤελεία.gr,όπου πήγα και δύο φορές, τη μία στην πρεμιέρα για την… φωτογραφική κάλυψη, και την δεύτερη για να το ξαναδώ καλύτερα χωρίς να ανησυχώ για φωτογραφίες και τέτοια. Στην προτελευταία και τη τελευταία σκηνή έμεινα με το στόμα να χάσκει έτοιμο να υποδεχτεί μύγες και κουνούπια. Θέλω το σενάριο γι’αυτές τις σκηνές ΤΩΡΑ! Απ’όλο το έργο, η Βίκυ, η Ήρα, η Κρυστάλλη, ο Χάρης, η Εβίνα, ο Άγγελος, ο Νίκος, η Γιώτα και η Δέσποινα μου άρεσαν περισσότερο, αλλά φυσικά απόλαυσα όλα τα παιδιά πάνω στην σκηνή!
Συνεχίζουμε: «ο θίασος του μαύρου καβαλάρη» του Πολυτεχνείου Κρήτης, απ’τα Χανιά (κι εδώ, απίστευτη κινησιολογία, πολύ καλή χρήση ηχητικών εφέ (!!) από ζωντανή ορχήστρα — η οποία αναλάμβανε και την πλήρη μουσική επένδυση — και εμπνευσμένη σκηνοθεσία και τελική σκηνή, ειδικά σε ένα τόσο μικρό θέατρο όπως ο ΦΟΜ), «το όνειρο του σκιάχτρου» από το πολυτεχνείο του ΑΠΘ (τα πουλάκια, αάαα, αάαα! Χαζοοχαρούμενη (με την καλή έννοια!) παράσταση με ηθοποιούς που σ’έκαναν να χαμογελάς συνεχώς κι ένα κείμενο από τον γίγαντα των παραμυθιών Ευγένιο Τριβιζά), ένα καταπληκτικό show στο Μαμά Ελλάδα 2 από τα παιδιά του Πανεπιστήμιου Πάτρας (ατακάρες, απλά, ατακάρες, μερικές από αυτές sooo true! Όλο το θέατρο γέλαγε συνέχεια) και «ο επιθεωρητής έρχεται» από την ομάδα της Ρόδου (μόνο 7 ηθοποιοί αλλά όλοι πολύ καλές ερμηνείες, και μετά γνωριστήκαμε και με τα παιδιά… ~^λ )… Το «μετράω μέχρι το δέκα και μετά σειρά σου» των Πέρα-Δώθε από την Θεσσαλονική μου έκανε εντύπωση γιατί είχε έναν μονόλογο τον οποίο αναγνώρισα από αυτό το βιντεάκι του Mr. Freeman (είχε και άλλους ευρηματικούς διαλόγους, όπως δυο παιδικών φίλων που έπαιζαν το πετάει-πετάει και ξανασυναντήθηκαν μετά από χρόνια… Πετάει-πετάει ο άνθρωπος…;) Αντίθετα, το «εθνικότητα μου το χρώμα του ανέμου», της ομάδας του ΕΜΠ, ενώ μου άρεσε πολύ ο τίτλος της και η ιδέα με τα διαβατήρια των ηθοποιών και συμπάθησα τα παιδιά που βοήθησα να βρουν το θέατρο στο οποίο μαζί είδαμε τους Άφαντους, η ίδια η παράσταση δεν μου άρεσε για λόγους που εξηγώ παρακάτω, εκτός από το χορευτικό με τις μαριονέτες και την σκηνή με τους νεκρούς στρατιώτες. Παρολαυτά, πολλοί μου είπαν ότι η ίδια παράσταση τους άρεσε πολύ. Γούστα!
Όλη αυτή η φάση με έκανε βέβαια να θυμηθώ πως ήταν να είμαι στην Πρόβα πέρσι, τους λόγους που επέλεξα να σταματήσω να πηγαίνω… Η αλήθεια είναι πως να συμμετέχεις σε μια θεατρική παράσταση είναι μια τεράστια δέσμευση ενέργειας και χρόνου. Πέρσι δεν είχα για διάφορους λόγους τα ψυχικά αποθέμετα για να τα ρίχνω στην Πρόβα (διαφορετικά πράγματα μου τράβαγαν την περισσότερη ενέργεια σαν βαμπίρ) και ούτε τα γέμιζε καθόλου η όλη ενασχόληση με την ομάδα. Όμως είχα δεσμευτεί. Οι καθημερινές πρόβες και η έλλειψη δεσίματος της ίδιας της ομάδας αλλά και το δικό μου με τα άλλα παιδιά με έκαναν να το βλέπω όλο σαν μια αγγαρεία και όχι σαν κάτι το ευχάριστο.
Όμως, τελικά, βγαίνοντας φέτος απ’το φεστιβάλ και όλο το κέφι του, βρίσκω ότι έχω μια πιο κατασταλαγμένη άποψη για την τέχνη του θεάτρου. Το περισσότερο θέατρο δεν είναι του γούστου μου, όμως ως μέσο έχει μια απίστευτη πολυμεσική δυναμική την οποία ελάχιστες άλλες μορφές τέχνης μπορούν να φτάσουν. Με τόσα εργαλεία όμως πολλά μπορούν να πάνε στραβά. Εύκολα μπορεί να γίνει μια παράσταση βαρετή, υπερβολικά πομπώδης (τους κλαυσίγελους δεν τους συμπαθώ καθόλου), αυτάρεσκη, φλύαρη… Δεν μου αρέσει όταν το θέατρο παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά, μου αρέσει όταν είναι παιχνιδιάρικο, και μπορεί να είναι παιχνιδιάρικο όσο βαριά, δύσκολα ή ευχάριστα πράγματα κι αν έχει να πει, άκριβως όπως συμβαίνει και στα δικά μας πολλαπλά, προσωπικά, «πραγματικά» δράματα. «Η μαγκιά είναι να χαμογελάς ακόμα και αν τα πράγματα δεν φαίνονται να πάνε προς το καλύτερο. Πάντα θα έχεις το ένα ή το άλλο πρόβλημα», είχε πει κάποτε ο σοφός mystery_orange…
Βασικά, τίποτα δεν μου αρέσει όταν παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά, όμως το θέατρο βρίσκω πως πέφτει συχνότερα από άλλες μορφές τέχνης σε αυτή την παγίδα. Το καλό θέατρο είναι πραγματικά πολύ καλό αλλά θα έλεγα τελικά σπάνιο. Κι αυτό ακριβώς γιατί πολλοί ηθοποιοί γίνονται ή προσπαθούν να γίνουν ηθοποιοί για να πουλήσουν μούρη ή για να «κάνουν τέχνη», και όταν αυτοί κάνουν θέατρο το αποτέλεσμα εντυπωσιάζει μόνο άλλους ομοϊδεάτες τους. Είναι αλήθεια: το σανίδι είναι μεθυστικό. Τα φώτα με τα διάφορα χρώματα σου ξεπλένουν ό,τι μπορεί να είσαι στην «πραγματική» σου ζωή, τα κοστούμια σου εκπληρώνουν, έστω για λίγο, τα φιλόδοξα, ποταπά σου όνειρα, το χειροκρότημα γίνεται η πρέζα σου… Γρήγορα το «κάνω τέχνη» γίνεται τελικά ο εντυπωσιακός αυτοσκοπός, όχι ο επαναπροσδιορισμός του εαυτού ο οποίος θα έρθει για να σπάσει θριαμβευτικά τα (ευ)πλαστά και πλαστικά μας σύνορα, τους κύκλους με την κιμωλία μας όπως έλεγαν και στο «εθνικότητα μου…» Έχω δει και συνεχίζω να βλέπω πολλούς ανθρώπους να φτιάχνουν επιπλέον σύνορα χρησιμοποιόντας την δικαιολογία του θεάτρου. Τι να το κάνεις λοιπόν αν η ηθοποιία σε αποξενώνει ακόμα περισσότερο με τους άλλους αλλά και, χειρότερα, με τον εαυτό σου;
Για τέλος, θέλω να δώσω τα συγχαρητήρια μου σε όλους όσους έπαιξαν, προετοίμασαν και τέλος πάντων συνέβαλαν για να είναι αυτό το φεστιβάλ η επιτυχία που ήταν, ακόμα κι εδώ στην μακρινή Μυτιλήνη. Το απόλαυσα ακόμα περισσότερο αφού τώρα πλέον ο χρόνος μου στην Μυτιλήνη είναι σε αντίστροφη μέτρηση… αισθάνομαι όμως τυχερός που το πρόλαβα! 🙂
Εργασία για Μαυροφίδη και Προγραμματισμό Εφαρμογών Πολυμέσων ΙΙ. Κάτσε να βάλω μια ανάλογη μουσική για την περίσταση, παρ’όλο που η εξέταση ήταν 3 μέρες πριν… Πολύ γαμάτες ερωτήσεις by the way. Και νομίζω έγραψα καλές απαντήσεις. Πολύ μπροστά ο τύπος…
Η ActionScript3 είναι περίεργη. Είναι πολύ πιο δυνατή από την 2, αλλά κάποια πράγματα που μπορούσες να τα κάνεις στην 2 πανεύκολα, ορισμένα βασικά πράγματα, πρέπει να περάσεις από χίλια κύματα για να τα κάνεις στην 3! Είναι σαν να πηγαίνεις από το να μιλάς σε όλους με απλή καθομιλουμένη, στο να τους μιλάς σαν να είσαι (και να είναι) robot. Θα είναι πολύ ακριβές, πολύ αποτελεσματικό, πολύ λογικό… but where’s the fun in that?
Αρκετά. Απολαύστε τα δημιουργήματα συνθετών μιας εποχής που η μουσική των video games είχε μια άλλη μαγεία… 🙂
Απλά τα σπάει αυτό το κομμάτι. Θα μου ανάψει τις νευρικές συνάψεις για να γράψω τις καλύτερες και πιο βαθιές αναλύσεις για παλιά τέχνη στην Ιστορία της… Τέχνης! Ooh Yeah! Και η Σαμπανίκου είναι και ροκού, ταιριάζει! >:]