1. Ήμουν εφορευτική επιτροπή χτες. Από τους 567 εγγεγραμμένους στο εκλογικό τμήμα, οι 60 από τους 280 που δεν εμφανίστηκαν ήταν γεννημένοι πριν από το 1915. Πριν 100 χρόνια τουλάχιστον. Από τους άλλους, 287, οι 81 ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, οι 76 ΝΔ. Τρίτο το Κόμμα Υπεραιωνώβιων!
2. Πόσους Έλληνες και Ελληνίδες γνωρίζετε εσείς που να μένουν στο εξωτερικό; Αν διαβάζετε αυτό το μήνυμα είστε πιθανότατα ανάμεσα σε αυτό το πολύ μεγάλο νούμερο ανθρώπων που δεν τους επιτρέπειται η ψήφος. Πόσους γνωρίζετε οι οποίοι ψηφίζουν μακριά από τον τόπο κατοικίας τους δεν έχουν τα χρήματα να ψηφίσουν στην άλλη άκρη της Ελλάδας, ή στην άλλη άκρη του κόσμου;
3. Όσοι έχουν πεθάνει αλλά μετράνε σαν να απήχαν, και όσοι δεν ψήφισαν γιατί δεν είχαν τους πόρους να το κάνουν, πρέπει μαζί να φτάνουν το 20% του σώματος. Παρ’ όλ’ αυτά, αν αντί για 45% αποχή είχαμε 25%, το αποτέλεσμα των εκλογών δεν πιστεύω ότι θα ήταν διαφορετικό: η ψήφος των νέων μεταναστών θα εξισορροπούταν από την επιλογή των υπερηλίκων.
4. Όσοι λέτε ότι αν αυτό το 25% που απήχε χτες ψήφιζε οτιδήποτε εκτός από ΧΑ, τότε τα ποσοστά της θα ήταν χαμηλότερα, έχετε δίκιο. Όμως αυτό δουλεύει και αντίστροφα: αν οι μισοί από τους απέχοντες ψήφιζαν ΧΑ (και το «ψηφίζω κρεμάλες και μίσος» μετά το «όλοι είναι ακριβώς το ίδιο» της αποχής δεν απέχει και τόσο πολύ), τότε η ΧΑ θα φλέρταρε με το 20%.
Είναι τόσο ρευστά τα πράγματα στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας που δεν θέλω πια να γράφω για πολιτικά γιατί μέσα σε μερικές βδομάδες σε διαψεύδουν τα γεγονότα! Κοιτάχτε τι πόσταρα πριν μερικούς μήνες μόνο. Λες «άστο καλύτερα, τι νόημα έχει να γράψω το οτιδήποτε; Αφού ότι και να γράψω θα βγω μαλάκας στο τέλος!»
Διαβάστε αυτό, για άάάλλη μια φορά από τον αγαπημένο μου Έλικα. Δεν θα μπορούσα να γράψω καλύτερο μετεκλογικό ποστίο, κι ας έβαζα τα δυνατά μου:
Δεν ξέρω τι ακριβώς μου αρέσει τόσο στον Έλικα. Είναι λίγο σταρχιδιστής, χιουμορίστας και ταυτόχρονα το μυαλό του κόβει ξυράφι. Είναι ενημερωμένος, σκεπτόμενος και πάντα μπορεί να δικαιολογήσει τις απόψεις του. Μου φαίνεται πολύ αντικειμενικός, κι ας φαίνεται με μια ματιά διαχρονικός Τσίπρας fanboy.
Ήθελα να γράψω μια-δυο γραμμές παραπάνω για την εμπειρία μου ως μέλος της εφορευτικής επιτροπής. Ήμουν στο 5ο Γυμνάσιο Νέας Σμύρνης 14 ώρες, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κάναμε ωραίο παρεάκι με τους άλλους, με τη δικαστική αντιπρόσωπο, τον γραμματέα και μια κοπέλα η οποία έφυγε σχετικά νωρίς και μας άφησε να δουλεύουμε μόνους για το υπόλοιπο της ημέρας.
Απόλαυσα να εξυπηρετώ τον κόσμο, να τους χαμογελάω και να κάνω την εκλογική διαδικασία πιο εύκολη για αυτούς. What an INFP thing to say. Τελείως! Μου άρεσε να χαζεύω κόσμο και να αναρωτιέμαι τι ψήφισε ο καθένας. Δεν είδα κανέναν γνωστό εκτός από την Ms. Anna που μου έκανε αγγλικά στη Γαλουζίδου όταν πήγαινα Ε’ Δημοτικού.
Το καλύτερο; Ο γραμματέας, ο Κώστας, ήταν μισός Βραζιλιάνος και ντράμερ σε αυτό το prog metal συγκρότημα:
Και μετά αρχίσαμε να μιλάμε για τον Στιβάκο και τους Porcupine Tree. Και δουλεύαμε μαζί όλη μέρα. Felt good. Θα αγοράσω τον δίσκο των Inertial Oblivion με την πρώτη ευκαιρία.
Τι λέτε, να γράψω τίποτα για τα πολιτικά ή θα το μετανιώσω; 🙂
I believe in reincarnation. There are just too many things going on out there that are inexplicable if you rule out survival of consciousness. And if this book is legitimate, which from the look of it it is, Journey of Souls only adds to the mystery.
A quick word on whether this book is substantial proof for the existence of reincarnation: if you don’t believe in this kind of thing, this book won’t rid you of your skepticism. It’s like the forever-discussed “proof” of the existence of God or not. Atheists would never accept or even recognize “proof” for the existence of God. If you are one yourself, sit down and think what kind of proof would be enough to convince you that God exists, and what other atheists would have to say on the matter. To be fair, respective theists would never accept the proposition that such a thing as proof is in fact necessary, either. Not when faith is the cornerstone of religions in general.
Back to the book. If you’ve ever heard of past life regression through hypnosis, Michael Newton is the guy who apparently first used and popularised the technique.
To tell you the truth, I imagined it to be better when I downloaded it for my Kindle. In the first paragraph of this review, I mentioned that the book only adds to the mystery. Big time it does: I came out of it more puzzled than enlightened. I disliked some of the questions he asked his hypnotised clients, and the whole after-/before-life system assembled by the info gathered from the tens (hundreds?) of cases used for the book seemed to me too anthropocentric, too much of the existing material world. Apparently there are levels of soul maturity, as well as soul “schools” and soul nurseries or, for lack of a better term, tribes.
Then again, if Journey of Souls reflects what’s actually happening at all, that would mean that it is actually the the human condition that reflects the way things are in the spirit world, not the other way around. It seems plausible; people are souls in meat suits. You don’t stop being a person when you drive a car, do you? Or maybe you become an “enhanced” person given a tool that expands your possibilities. I can see a similar reason for souls wanting to incarnate and indeed, such reasoning is given in the book.
At the end of the day, you can only know for sure if you’ve had a past life regression yourself. Maybe that’s the only way for any of us to be convinced that death is not the end, and maybe only then can we obtain the knowledge we can actually do something with in order to change our lives for the better. Anything else is so many steps removed it’s like reading sex stories expecting to feel what an orgasm feels like second-hand. Errr, I mean… What was I saying before ? Yes; at the very least, if Mr. Newton’s goal was to make me want to be hypnotised to find out my spiritual past, he got that part right.
So what do you say? Is the truth out there or in here?
Storm Corrosion. I’ve been waiting for this collaboration since I first heard about it a little after PT’s last concert in Athens. Mikael Åkerfeldt & Steven Wilson promised they would be writing some music together which wouldn’t be for the fans at all; they would be making it for themselves. With this album, the trifecta of Grace for Drowning – Heritage – Storm Corrosion is complete. The duo’s work of the previous year has been phenomenal, incredible. Magic. I wonder what would have come out of all this if they had strived to make music for someone other than themselves…
The title of the song is Swedish for “The sound before”.
The sound before… the Greek election results? Doing some Java with the ulterior motive to get on with my life? This crazy love I’ve been waiting to share my all with? Realising that this is the first day of the rest of my life or that the Present is all there is?
I like Steven’s voice but John Wesley is just stunning in this one. Why he’s not in the band properly and they just drag him along for the tours is beyond me.
Προχτές τέλειωσε το 8ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Φοιτητικών Θεατρικών Ομάδων το οποίο έλαβε μέρος εδώ στην Μυτιλήνη. Ήταν 12 μέρες γεμάτες μπόλικο θέατρο, πολλές καλές παραστάσεις και μερικές όχι και τόσο καλές. Το καλύτερο ήταν πως κάθε μέρα πήγαινα στο θέατρο (στο μεγάλο το δημοτικό, αλλά και στα δυο μικρότερα της Μυτιλήνης: στους Άστεγους και στον ΦΟΜ) και ήξερα πως όχι μόνο θα δω μια παράσταση ανεβασμένη με μεράκι από φοιτητές, αλλά πως θα έβλεπα και τις παλιές καλές γνώριμες φάτσες με τις οποίες τα θέατρα είχαν γίνει κάτι σαν τόπος συνάντησης. Ήξερες ότι θα πας και θα δεις κόσμο, όπως και όταν περνάς από τα σκαλάκια στο τρίγωνο (για όσους δεν ξέρουν, το τρίγωνο είναι η περιόχη η οποία ορίζεται με κορυφές το Μουσικό Καφενείο, το Μπρίκι και το Lazy Fish και είναι το κατεξοχήν στέκι στην Μυτιλήνη για όσους δεν συμπαθούν ό,τι έχει να προσφέρει η προκυμαία, κοινώς μέρη της συνόμοταξίας του Monkey, Marush, De Facto, MyClub κτλ. Πάντως, εγώ θα όριζα την περιοχή ως τετράπλευρη, καθώς το Όλα είναι κι αυτός ένας σημαντικότατος κόμβος: το περισσότερο αλκοόλ το οποίο κυκλοφορεί στα σκαλάκια υπο της μορφής μπύρας, κρασιού αλλά και του περιστασιακού βαρύτερου ποτού μπορεί να προθημευτεί κυρίως από ‘κει. Εφ’όσον, λοιπόν, τα σκαλάκια έχουν για σημαία τους το ΦΑΧ [Φτηνό, Ανοιχτό, Χαλαρό: Hall, 2011], τα μαγαζιά-κόμβοι που ορίζουν το τρίγωνο συχνά δεν χρησιμεύουν παρα για να οριοθετήσουν την περιοχή των σκαλακιών, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως και τα ίδια τα μέρη δεν αποτελούν τόπους συνάντησης: τουναντίον. Πόσες φορές δεν κατέληξαν τα σκαλάκια αυτούσια μέσα στο Lazy Fish μετά τις τρεις και μέχρι το πρωί;)
Τι έλεγα; Α ναι. Στο φεστιβάλ, λοιπόν, πήγαινες στο θέατρο και ήξερες ότι θα δεις γνώριμες φάτσες. Έμοιαζε με αυτή την ωραία αίσθηση που είχες όταν πήγαινες σχολείο, την οποία δεν μπορείς βέβαια να εκτιμήσεις όταν πήγαινεις σχολείο, και έβλεπες κάθε μέρα τα ίδια άτομα, κάνατε τα ίδια πράγματα, και μετά μπορούσατε να συζητήσετε γι’αυτά. Έδινε αυτή την αίσθηση της ομαδικότητας που, η αλήθεια να λέγεται, μου λείπει κάπως από τα χρόνια μου εδώ στην Μυτιλήνη (ίσως επειδή κι εγώ δεν δένομαι καθόλου εύκολα με μεγάλες παρέες γενικότερα). Το φεστιβάλ μου προσέφερε ακριβώς αυτό.
Και δεν ήταν μόνο οι δικοί μας παλιοί γνώριμοι, της Πρόβας δηλαδή. Ήταν κάθε μέρα και φοιτητές από ένα άλλο άκρο της Ελλάδας! Έτσι αντίστοιχα κάθε μέρα υπήρχε και ένα διαφορετικό πάρτι, είτε στην πλατεία Σαπφούς (όπου τα πράγματα ήταν χαλαρά: κύκλος χάμω, κιθάρα, κρασί, ο Γιάννης ο Έτσι κι άλλα θεατρικά παιχνίδια), είτε στο κτίριο Χατζηγιάννη (πρώην εργαστήρια της Πολιτισμικής Τεχνολογίας, νυν χώρος για πρόβες των ομάδων του Πανεπιστήμιου, όπου έγινε απ’έξω ένα μεγάλο και γαμάτο πάρτυ στην μέση των στενών της Μυτιλήνης), είτε στην ΑΤΕ (το R. T. Ficial, με ωραίο face painting, μια μικρή πολύ καλή αυθόρμητη παραστασούλα από την Δανάη και την Γκέλη, έκθεση κόμικς και φωτογραφίας, μερικά συγκροτήματα τα οποία όπως συνήθως τραγούδαγαν έντεχνα που δεν ήξερα και φοβερά φρέσκα mojito με κρατσανιστή ζάχαρη, καταπράσινο λάιμ και μοσχάτο δυόσμο για δροσερή αναπνοή!) είτε στον Λόφο Ξενία που έγινε ένα μεγάλο λάιβ (και οι Alchemy έπαιξαν το Οpen Car — να μια πραγματικά πολύ ευχάριστη έκπληξη ^^!) αλλά δυστυχώς όλες οι ομάδες είχαν ήδη φύγει. Όχι πως κάθε ομάδα έμενε πολύ. Όπως είχαμε πάει κι εμείς πέρσι τον Μάιο με την Πρόβαστα Γιάννενα στο αντίστοιχο φεστιβάλ και είχαμε κάτσει 2 νύχτες, έτσι κι εδώ κάθε ομάδα ερχόταν για ελάχιστες μέρες. Λογικό μεν, που να προλάβεις να τους γνωρίσεις όμως όλους δε; A!! Τώρα που το θυμήθηκα: θέλω φωτογραφίες από την περσινή παράσταση. Δεν έχω πολλές κι όσες έχω είναι από τα παρασκήνια. Μόνο αυτές βρήκα από αυτήν την κριτική για την παράσταση μας στα Γιάννενα… Χουμ, ενδιαφέρον! Μια διαφορετική ανάλυση για κάτι που είχα μάθει πολύ καλά πριν όχι και τόσον πολύ καιρό.
Πίσω στο φέτος. Από τις συνολικά 17 παραστάσεις (με δωρεάν είσοδο!) που ήταν στο πρόγραμμα του φεστιβάλ παρακολούθησα τις 13: δύο τις έχασα και άλλες δύο δεν έγιναν ποτέ. Η αγαπημένη μου πάντως σίγουρα ήταν το «Όχι, παίζουμε!» των Άφαντων από τον ΠΟΦΠΑ. Καταπληκτικά κείμενα (από εκθέσεις μαθητών δημοτικού από την Νότια Ιταλία), εκθαμβωτική κινησιολογία και σκηνοθεσία, πανέξυπνη χρήση του σώματος των παιδιών γενικότερα… Δεν μπορούσα να βρω κάτι το κακό με αυτή την παράσταση. Με κράτησαν από την αρχή μέχρι το τέλος (και αρκετά συχνά βαριέμαι εύκολα το θέατρο). Ακόμα πιο εκπληκτικό: κανονικά είχαν το Δημοτικό Θέατρο για την παράσταση τους, αλλά επειδή εκείνη την μέρα είχε έρθει στους εργαζόμενους εκεί να το παίξουν αντίδραση (ντροπή σας, απλά), αναγκάστηκαν τα παιδιά να πάνε στο θέατρο των Αστέγων. Μια ομαδάρα 25 ατόμων σε μια σκηνή με κάτι μικροσκοπικά καμαρίνια και παρασκήνια και αντίστοιχου μικρού μεγέθους σκηνή… Το θέατρο ήταν κατάμεστο και η σκηνή δεν τους χώραγε, αλλά αυτό τελικά έκανε τον χώρο πολύ ζεστό και γούτσου-γούτσου. Βέβαια, ο σκηνοθέτης δεν ήταν φοιτητής (όπως ήταν στις περισσότερες άλλες παραστάσεις) οπότε η ανισότητα ποιότητας ήταν μέχρι ένα σημείο δικαιολογημένη.
Άλλες παραστάσεις που μου άρεσαν; Φυσικά, η παράσταση της Πρόβας, τοΤελεία.gr,όπου πήγα και δύο φορές, τη μία στην πρεμιέρα για την… φωτογραφική κάλυψη, και την δεύτερη για να το ξαναδώ καλύτερα χωρίς να ανησυχώ για φωτογραφίες και τέτοια. Στην προτελευταία και τη τελευταία σκηνή έμεινα με το στόμα να χάσκει έτοιμο να υποδεχτεί μύγες και κουνούπια. Θέλω το σενάριο γι’αυτές τις σκηνές ΤΩΡΑ! Απ’όλο το έργο, η Βίκυ, η Ήρα, η Κρυστάλλη, ο Χάρης, η Εβίνα, ο Άγγελος, ο Νίκος, η Γιώτα και η Δέσποινα μου άρεσαν περισσότερο, αλλά φυσικά απόλαυσα όλα τα παιδιά πάνω στην σκηνή!
Συνεχίζουμε: «ο θίασος του μαύρου καβαλάρη» του Πολυτεχνείου Κρήτης, απ’τα Χανιά (κι εδώ, απίστευτη κινησιολογία, πολύ καλή χρήση ηχητικών εφέ (!!) από ζωντανή ορχήστρα — η οποία αναλάμβανε και την πλήρη μουσική επένδυση — και εμπνευσμένη σκηνοθεσία και τελική σκηνή, ειδικά σε ένα τόσο μικρό θέατρο όπως ο ΦΟΜ), «το όνειρο του σκιάχτρου» από το πολυτεχνείο του ΑΠΘ (τα πουλάκια, αάαα, αάαα! Χαζοοχαρούμενη (με την καλή έννοια!) παράσταση με ηθοποιούς που σ’έκαναν να χαμογελάς συνεχώς κι ένα κείμενο από τον γίγαντα των παραμυθιών Ευγένιο Τριβιζά), ένα καταπληκτικό show στο Μαμά Ελλάδα 2 από τα παιδιά του Πανεπιστήμιου Πάτρας (ατακάρες, απλά, ατακάρες, μερικές από αυτές sooo true! Όλο το θέατρο γέλαγε συνέχεια) και «ο επιθεωρητής έρχεται» από την ομάδα της Ρόδου (μόνο 7 ηθοποιοί αλλά όλοι πολύ καλές ερμηνείες, και μετά γνωριστήκαμε και με τα παιδιά… ~^λ )… Το «μετράω μέχρι το δέκα και μετά σειρά σου» των Πέρα-Δώθε από την Θεσσαλονική μου έκανε εντύπωση γιατί είχε έναν μονόλογο τον οποίο αναγνώρισα από αυτό το βιντεάκι του Mr. Freeman (είχε και άλλους ευρηματικούς διαλόγους, όπως δυο παιδικών φίλων που έπαιζαν το πετάει-πετάει και ξανασυναντήθηκαν μετά από χρόνια… Πετάει-πετάει ο άνθρωπος…;) Αντίθετα, το «εθνικότητα μου το χρώμα του ανέμου», της ομάδας του ΕΜΠ, ενώ μου άρεσε πολύ ο τίτλος της και η ιδέα με τα διαβατήρια των ηθοποιών και συμπάθησα τα παιδιά που βοήθησα να βρουν το θέατρο στο οποίο μαζί είδαμε τους Άφαντους, η ίδια η παράσταση δεν μου άρεσε για λόγους που εξηγώ παρακάτω, εκτός από το χορευτικό με τις μαριονέτες και την σκηνή με τους νεκρούς στρατιώτες. Παρολαυτά, πολλοί μου είπαν ότι η ίδια παράσταση τους άρεσε πολύ. Γούστα!
Όλη αυτή η φάση με έκανε βέβαια να θυμηθώ πως ήταν να είμαι στην Πρόβα πέρσι, τους λόγους που επέλεξα να σταματήσω να πηγαίνω… Η αλήθεια είναι πως να συμμετέχεις σε μια θεατρική παράσταση είναι μια τεράστια δέσμευση ενέργειας και χρόνου. Πέρσι δεν είχα για διάφορους λόγους τα ψυχικά αποθέμετα για να τα ρίχνω στην Πρόβα (διαφορετικά πράγματα μου τράβαγαν την περισσότερη ενέργεια σαν βαμπίρ) και ούτε τα γέμιζε καθόλου η όλη ενασχόληση με την ομάδα. Όμως είχα δεσμευτεί. Οι καθημερινές πρόβες και η έλλειψη δεσίματος της ίδιας της ομάδας αλλά και το δικό μου με τα άλλα παιδιά με έκαναν να το βλέπω όλο σαν μια αγγαρεία και όχι σαν κάτι το ευχάριστο.
Όμως, τελικά, βγαίνοντας φέτος απ’το φεστιβάλ και όλο το κέφι του, βρίσκω ότι έχω μια πιο κατασταλαγμένη άποψη για την τέχνη του θεάτρου. Το περισσότερο θέατρο δεν είναι του γούστου μου, όμως ως μέσο έχει μια απίστευτη πολυμεσική δυναμική την οποία ελάχιστες άλλες μορφές τέχνης μπορούν να φτάσουν. Με τόσα εργαλεία όμως πολλά μπορούν να πάνε στραβά. Εύκολα μπορεί να γίνει μια παράσταση βαρετή, υπερβολικά πομπώδης (τους κλαυσίγελους δεν τους συμπαθώ καθόλου), αυτάρεσκη, φλύαρη… Δεν μου αρέσει όταν το θέατρο παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά, μου αρέσει όταν είναι παιχνιδιάρικο, και μπορεί να είναι παιχνιδιάρικο όσο βαριά, δύσκολα ή ευχάριστα πράγματα κι αν έχει να πει, άκριβως όπως συμβαίνει και στα δικά μας πολλαπλά, προσωπικά, «πραγματικά» δράματα. «Η μαγκιά είναι να χαμογελάς ακόμα και αν τα πράγματα δεν φαίνονται να πάνε προς το καλύτερο. Πάντα θα έχεις το ένα ή το άλλο πρόβλημα», είχε πει κάποτε ο σοφός mystery_orange…
Βασικά, τίποτα δεν μου αρέσει όταν παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά, όμως το θέατρο βρίσκω πως πέφτει συχνότερα από άλλες μορφές τέχνης σε αυτή την παγίδα. Το καλό θέατρο είναι πραγματικά πολύ καλό αλλά θα έλεγα τελικά σπάνιο. Κι αυτό ακριβώς γιατί πολλοί ηθοποιοί γίνονται ή προσπαθούν να γίνουν ηθοποιοί για να πουλήσουν μούρη ή για να «κάνουν τέχνη», και όταν αυτοί κάνουν θέατρο το αποτέλεσμα εντυπωσιάζει μόνο άλλους ομοϊδεάτες τους. Είναι αλήθεια: το σανίδι είναι μεθυστικό. Τα φώτα με τα διάφορα χρώματα σου ξεπλένουν ό,τι μπορεί να είσαι στην «πραγματική» σου ζωή, τα κοστούμια σου εκπληρώνουν, έστω για λίγο, τα φιλόδοξα, ποταπά σου όνειρα, το χειροκρότημα γίνεται η πρέζα σου… Γρήγορα το «κάνω τέχνη» γίνεται τελικά ο εντυπωσιακός αυτοσκοπός, όχι ο επαναπροσδιορισμός του εαυτού ο οποίος θα έρθει για να σπάσει θριαμβευτικά τα (ευ)πλαστά και πλαστικά μας σύνορα, τους κύκλους με την κιμωλία μας όπως έλεγαν και στο «εθνικότητα μου…» Έχω δει και συνεχίζω να βλέπω πολλούς ανθρώπους να φτιάχνουν επιπλέον σύνορα χρησιμοποιόντας την δικαιολογία του θεάτρου. Τι να το κάνεις λοιπόν αν η ηθοποιία σε αποξενώνει ακόμα περισσότερο με τους άλλους αλλά και, χειρότερα, με τον εαυτό σου;
Για τέλος, θέλω να δώσω τα συγχαρητήρια μου σε όλους όσους έπαιξαν, προετοίμασαν και τέλος πάντων συνέβαλαν για να είναι αυτό το φεστιβάλ η επιτυχία που ήταν, ακόμα κι εδώ στην μακρινή Μυτιλήνη. Το απόλαυσα ακόμα περισσότερο αφού τώρα πλέον ο χρόνος μου στην Μυτιλήνη είναι σε αντίστροφη μέτρηση… αισθάνομαι όμως τυχερός που το πρόλαβα! 🙂