Καιρό είχα να δω μια τιμή η οποία να μου κάνει πραγματικά εντύπωση. Καλή εντύπωση, εννοώ. Κι όμως! Η ιδέα για το μέρος ήταν του ΗM. Πήγαμε μαζί για ένα ποτό/καφέ/μπύρα/αυτό-που-πας-να-κάνεις-όταν-είναι πολύ-νωρίς-για-ποτό-αλλά-πολύ-αργά-για-καφέ (κατά τις 9), σε ένα Lighthouse που παρ’όλο που έχει 50% φοιτητική έκπτωση ήταν ψιλοάδειο! Έμεινα! Θα παραδεχτώ ότι είχα προσέξει κι άλλες φορές την εν λόγω προσφορά αλλά για λόγους που δεν ξέρω ή φοβάμαι να παραδεχτώ στον εαυτό μου, την είχα ξεχάσει.
Και ναι. Κάτσαμε κοντά στην θάλασσα (η οποία δεν μύριζε σήμερα), είδαμε τον Χρήστο και την Δανάη και μιλήσαμε για animation και αναρωτηθήκαμε μαζί τους γιατί άραγε αυτοί οι δύο να είναι οι μόνοι Γεωγράφοι οι οποίοι ενδιαφέρονται για πολύ-πολύ-φτηνά προγράμματα/σεμινάρια στο εξωτερικό. Ναι ουσιαστικά αυτοί οι δύο θα πάνε στην Βarcelona για 7-8 μέρες με 300 ευρώ όλα. Κάτι σαν παγκόσμιες συναντήσεις για γεωγράφους «στις οποίες μπορεί να έρθει όποιος θέλει, και Γεωγράφος να μην είναι, πολύ απλά γιατί δεν το ξέρει κανείς, ούτε καν από την σχολή μας, και σε όσους το έχουμε πει, δηλώνουν παγερά αδιάφοροι. Το Marush, βλέπεις…»
Άραγε να είναι ίδιος ο λόγος που είναι και το Lighthouse άδειο, παρ’όλη την έκπτωση που μου έφερε ένα μεγάλο, ζουμερό ποτήρι λαμπερή ξανθιά μπύρα φρέσκια από το το βαρέλι στο τραπέζι μας για €1,50 (και για άλλο τόσο τον Freddo Espresso του Housemaster);
Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι ξέρω που θα πηγαίνω τις επόμενες μέρες για ΟΛΕΣ τις καφεϊνικές/αλκοολικές μου ανάγκες με παρέα ή και χωρίς: με τέτοιες τιμές, δεν χρειάζεσαι πολλά-πολλά για να κάνεις το βιβλίο που διαβάζεις την παρέα που θα ‘ρθει μαζί σου στο καφέ-μπαρ. ~^, Και για όποιον είναι Μυτιλήνη τώρα, προτείνω να κάνει το ίδιο. Ας στηρίξουμε, επιτέλους, το φτηνό. Please.
Two weeks or so ago, I was just out for a walk with a friend of mine, Ioanna. This apparently simple event unlocked a chain of possibilities which would have probably not been open for me if I had decided to just chill at home that day and go on playing my Lost Odyssey.
As we were casually walking by a group of 3-4 rubbish bins and I was just looking around, my eye caught this unlikely sight:
And then I looked more closely. And I saw more.
Hmmm… “Molyviatis (Μολυβιάτης), the local toy store, must have cleared their warehouse”, I thought. “These must be just empty boxes”, I continued. See, I was trying to not be carried away by my typical wishful thinking. I didn’t want to believe what kind of treasure Lady Luck might have thrown at me. Despite all my momentary inner conflict of little faith, I picked up one of the Game Gear boxes.
It didn’t seem empty at all.
I was starting to get all giddy. “Wow! Woah! OMG! HAHA! Yes! Look at that! I can’t believe it!! Amazing! Wait till my friends set their eyes on this! Where’s Mario when you need ‘im??” etc, as I was checking one box after the other, opening them, discovering, one by one, that they were in fact all weighty, hefty, full of untouched, pure gaming goodness. Their bulk was sweet, delicious. I imagined I could feel what a thirsty man in the Sahara would find rising from his inner being once he had discovered a box-full of large water bottles (never mind the water would be like piss under the blistering sun).
In all, there was 5 boxes of Sega Mega Drives, and 6 boxes of Game Gears, all very dusty, their boxes in slightly varying degrees of light tear, but otherwise intact. I couldn’t believe a store would just throw their old consoles away like that! I guess they suddenly realised: “Oh, we have had these old consoles no-one’s interested in almost 15 years lying around. Time for some spring cleaning. “They’re probably worthless anyway”, the shop-keeper would add, waving his old goods away, probably disappointed with “how quickly these electronics become worthless these days… They don’t last like they used to, toys… ‘Tis like trying to sell fridges to Eskimos. Or air dryers to the Berbers.”
Imagine. If no-one had spotted them, or if someone had but just took for granted that the boxes would be empty, 11 retro gaming consoles would have found their way to some landfill. I don’t know if they would end up as burnt plastic, silicon, paper ashes and whatever would remain from the copper connectors, but the chances of their salvaging would indeed be slim. Makes a grown man shiver like a leaf. Most people don’t want much to have with rubbish, either, so they don’t usually examine it. I mean, if you looked at this, it wouldn’t cross your mind, would it?
After my astonishment had subsided enough so I could actually think a bit practically, I gathered the consoles up, and took them home. It was exhausting alright. A few days later, I cleaned them from all the dust. It was time for a proper photograph.
Mario, Mordread and HM came over a few days ago and we made some videos opening each box, checking out if everything’s in place. I’m in no way a Sega fan, or even a Sega player at all; Nintendo it’s been for me for most of my life, but Mario knows his Service Games, so he was instrumental in evaluating these neat little packages and their integrity. Indeed, the important stuff is all in mint condition, apart from the exterior cosmetic damage. We even took a video of the unboxing using Mario’s iPod (or is it an iPhone?), and another with testing the Mega Drive and Game Gear I gave to the greatest Sega fan among us, by means of the measly Sonic 3D. Mario’s staying at my place for the next few days starting today so I’ll have the videos up soon.
Today I took one box of each console to a grocery store (I’m impulsive like that) to have them weighted and prepared for their travels, far and wide, narrow and near. What might their fate be…? We shall find out soon!
Τους τελευταίους μήνες, οι σχέσεις μου με την λέσχη δεν πάνε καλά.
Όχι πως ήμασταν ποτέ φίλοι. Κάποτε, μάλλον από τον Μάιο του ’09, όταν άνοιξε η κάτω λέσχη στο Ευ Ζην (αλλά και λίγο πριν, όταν το λεωφορειάκι μας έπαιρνε έξω από τον Βερόπουλο και μας πήγαινε στον Λόφο για να φάμε μεσημεριανό…), η σχέση μου με την λέσχη ήταν αντίστοιχη με αυτή που έχω με πολλούς συμφοιτητές μου: τους βλέπω κάθε μέρα, ποτέ δεν τους μίλησα πάρα πολύ και ποτέ ίσως δεν υπήρξε μια πραγματική αμοιβαία συμπάθεια. Όμως ακριβώς εξ αιτίας την καθημερινή τριβής, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο, αυτή η επαφή έχει εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο από συνήθεια και γνωριμία αλλά κάτι λιγότερο από φιλία… μια περίεργη κατανόηση η οποία σε κάνει να γνέφεις ή να λες «Γειά!», ακόμα και αν δεν είσαι καν σίγουρος ότι θυμάσαι το όνομα του άλλου.
Έτσι και με την κάτω λέσχη. Mε παρέες κατα καιρούς διαφορετικές, σχεδόν καθημερινή βίζιτα (συνήθως μεσημέρι και βράδυ) και συχνά αρμένικη: μέναμε τελευταία παρέα στην λέσχη, οι κυρίες της λέσχης καθάριζαν κι εμείς μπορεί να μην είχαμε καν επιστρέψει τους δίσκους μας και να φτιάχναμε εικαστικά αριστουργήματα με το βραδινό μας. Το φαγητό και η ποιότητα του έχει υπάρξει αγαπημένο θέμα συζήτησης, μαζί με διάφορους καυγάδες, φιλοσοφικές κουβέντες, ατέλειωτες αντιπαραθέσεις για games, ιδεολογικές διαμάχες σχετικά με την –πάντα επιλεκτική!– αποχή μερικών μας από το κρέας. Ποτέ δεν ξέραμε ούτε μας απασχόλησε ιδιαίτερα τι ακριβώς ήταν αυτό που κατέληγε στις μαύρες τρύπες μας.
Ευτυχώς από ποικιλία η λέσχη ποτέ δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από πουθενά, κι έτσι πάντα είχαμε κάτι να συζητήσουμε! Ψάρι με γεύση κοτόπουλο: κοτοπουλόψαρο! Μπριάμ μόνο με πατάτες και ένα κομμάτι μελιτζάνα κι άλλο ένα αντίστοιχο κολοκυθάκι (στην καλύτερη) ή πατάτες με λαχανικά — τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα το μενού είχε πατάτες ψητές με πουρέ και σάλτσα γεώμηλου — μακαρόνια με σάλτσα τόνου (καρμπονάρα βασικά με τόνο αντί για μπέικον :κ) , ή πορτοκάλια χωρίς γεύση και μόνιμα λασπωμένο, κακά πλυμμένο μαρούλι. Όσο για τα επιδόρπια, το πράγμα είναι πολύ απλό: Δεν ήταν κρεμ καραμελέ, μήτε ήταν ζελέου: ήταν μονάχα μι’ αλοιφή, μ’άρωμα πετρελαίου… Ή ψαρίλας. Το έχουν τα ειδικά τους ψυγεία, βέβαια! Μεταθέτουν τις μυρωδιές από το ένα φαγητό στο άλλο: πηγαίνει από το κοτόπουλο στο ψάρι και από το ψάρι στο ζελέ και από το ζελέ στο… ω ελάτε τώρα αφού ξέρετε ότι το ζελέ δεν μυρίζει (εννοούμε τα κανονικά ζελέ και όχι της λέσχης)! Ή το περίφημο ρύζι «αμβροσία» το οποίο, πριν μάθουμε ότι ήταν ονομασμένο όπως και το catering το οποίο έχει αναλάβει την λέσχη και ήταν η υποτιθέμενη specialité του, το βλέπαμε ως απόδειξη ότι, εκτός των άλλων, οι υπεύθυνοι της λέσχης είχαν και μια κάποια άρρωστη αίσθηση του χιούμορ. Αντί για νέκταρ, το μόνο που είχαμε ήταν μια βρύση. Για νερό. Τώρα που το σκέφτομαι, τι ωραία που θα ήταν αν αντί για νερό αυτή η βρύση ανάβλυζε μπύρα… Ποιος το χέζει το νέκταρ…
Και φυσικά, ο τρόπος που έχει η λέσχη να παίζει με το στομάχι σου! Μπορεί να έτρωγες τρία πιάτα, θα τίγκαρες, όμως μετά από 3 ώρες θα είχες λιγούρες, και μετά από 5 θα πείναγες ξανά! Λες και όλα αυτά που έφαγες ήταν στην πραγματικότητα αφρός μεταμφιεσμένος σε μπριζόλα, αρακά, μακαρόνια, ο οποίος όμως αφρός σε πάχαινε αν έτρωγες περισσότερο. Ναι, εγώ τουλάχιστον είχα πάρει κιλά όταν έτρωγα στην λέσχη περισσότερο από μια μερίδα. Δεν ξέρω τελικά, ίσως και να ήταν αφρός από την πολύλή σόδα! Πολλά φαγητά είχαν, σύμφωνα με μαρτυρίες (εγώ ποτέ δεν την κατάλαβα), ακόμα και γεύσησόδας, αλλά εκτός από το ότι ποτέ δεν θα μάθουμε αυτό το μυστικό, κανένα φοιτητικό εστιατορίο στον κόσμο δεν βγάζει την ουρά του απ’έξω από το θέμα της χρήσης της.
Τελικά όμως, παρά τα όσα λέγαμε,όλα έβαιναν καλώς. Μπορεί η λέσχη μας να μην ήταν όσο καλή όσο αυτή της Ρόδου, των Ιωαννίνων, που ήταν ολόκληρο εργοτάξιο, ή της Κέρκυρας (τι σαλάτες. Ω:τι σαλάτες! {:ε *όνειρα χορτοφαγικά*), όμως όλοι έχουν πει πως είναι καλύτερη από τις αντίστοιχες της Αθήνας ή της Θεσσαλονικής. Και φυσικά, ανέκαθεν ήταν το καθημερινό hot spot. Ποιο Mουσικό, Lazy και μαλακίες! Πήγαινες λέσχη και αμέσως γέμιζε ο μετρητής του social! Καθόμασταν και σε προνομιακές θέσεις για να τσεκάραμε ευκολότερα ποιος ερχόταν. Και στην τελική, το ψωμί δεν ήταν άσχημο (όταν ήταν φρέσκο).
Όλα αυτάαλλάξανε τον Σεπτέμβριο. Πηγαίνουμε την πρώτη μέρα που άνοιξε η λέσχη, παίζει να ήμασταν και οι πρώτοι, σίγουρα ήμασταν και οι πρώτοι που μάθαμε τα υπέροχα μαντάτα. «Η κάτω λέσχη θα κλείσει και όλα θα πάνε πάνω!», μας είχε πει μια από τις κυρίες που μας σέρβιραν. Οι οποίες, παρένθεση, ακούνε τα παράπονα αλλά δεν φταίνε και σε τίποτα, την δουλειά τους κάνουν… Δεν νομίζω να θέλουν να μας προσφέρουν το φαγητό που μας προσφέρουν. Παίζουν και λίγο τον ρόλο του προστατευτικού κυγκλιδώματος, κάτι σαν τους μπάτσους, σε αυτές πάνε όλα τα αρνητικά σχόλια και όχι σε αυτούς που κάνουν τα κουμάντα. Τέλος πάντων. Ναι, πρώτα από τις κυρίες της λέσχης το μάθαμε. Ήταν η αρχή του τέλους.
Δεν πήρεπερισσότερο από μερικές εβδομάδες για να γίνουν τα παραπάνω πραγματικότητα. Και τι προειδοποίηση. Όλοι πήγαμε στον λόφο, η κάτω λέσχη έκλεισε άδοξα γιατί υποτίθεται ότι δεν θα ήταν απαραίτητη εφόσον όλοι οι φοιτητές θα ήταν στον λόφο. Η ποικιλία μειώθηκε: από δύο επιλογές, που και πάλι μερικές φορές δεν υπήρχαν ουσιαστικά στην κάτω λέσχη γιατί το φαγητό ερχόταν από την λέσχη του λόφου, μειώθηκε σε μια επιλογή για κάθε γεύμα. Οι τουλάχιστον δύο μερίδες που δικαιούμασταν, μειώθηκαν σε μία (!), το πρωινό είναι παρελθόν (μικρό το κακό εδώ που τα λέμε) και οι ώρες άλλαξαν ώστε να είναι, ω τόσο μα τόσο βολικά, ακριβώς πάνω στις ώρες των μεσημεριανών και βραδινών μαθημάτων.Ευχαριστούμε τόσο πολύ, κύριοι που φροντίζετε πάντα πριν από μας για μας. 🙂 Είναι αλήθεια, τα λεφτά που παίρνει το Πανεπιστήμιο Αιγαίου από το κράτος μειώθηκαν κατα 30% φέτος. Όμως φαίνεται πως η λέσχη πρέπει να τους έτρωγε πολλά (pun intended) αφού οι ίδιες αλλαγές έχουν γίνει και η ίδια κατάσταση φαίνεται να επικρατεί και στην Χίο, όπως με πληροφόρησε ο Φάνης. Η φοιτητική μέριμνα γενικά χτυπήθηκε πολύ σκληρότερα με τις περικοπές απ’ότι άλλοι τομείς χρηματοδότησης, η σίτιση μαζί με τις εστίες αλλά και πολλά περισσότερα. Μετά από όλα αυτά, η λέσχη δεν ήταν πια αυτή που ήξερα: από συμπαθητικός γνωστός είχε μετατραπεί στην συμφοιτήτρια την οποία όχι μόνο δεν χωνεύω, βρωμάει σαπίλα από πάνω ως κάτω, μου έχει παίξει μαλακία και ΕΙΜΑΙ αναγκασμένος να την έχω και στην ομάδα μου…
Αυτές οι αλλαγές με χτύπησαν περισσότερο πριν λίγες μέρες. Ήταν Τετάρτη, μέρα που δεν έχω μάθημα όμως είναι παραδοσιακά μέρα λαδερών (η καλύτερη μου: όλο κρέας, κρέας, κρέας το βαρέθηκα, φέρτε μου ένα φασολάκι που τ’ορέχτηκα!) είχα βέβαια να κολλήσω και αφίσες για την Κινηματογραφική Συμμορία. Ο καιρός ήταν απαίσιος: μια λεπτή συννεφιά που έδινε μια ξεπλυμένη άρρωστη απόχρωση στα πάντα, μια ζέστη (ΤΙ ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΤΕΛΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΘΑ ΚΑΝΩ ΧΑΡΑΚΙΡΙ), μια άπνοια, η ατμόσφαιρα ήταν κολλώδης… Εν ολίγοις, ο ιδανικότερος καιρός για να αφήσεις την φωτογραφική σου μηχανή σπίτι. Η διάθεση μου κοινώς ακαταμάχητη, είχα πάει και μόνος. Φτάνω στην λέσχη, βλέπω τρία τεράστια ταψιά τίγκα στους γίγαντες… Και μόνο γίγαντες.
Fun fact about cubi: Πρέπει να έχω κάποιου είδους δυσανεξία στα φασολοειδή (γίγαντες, φασολάδα, μαυρομάτικα, ακόμα και αυτά τα κόκκινα που πάντα μου θυμίζουν το Salad Bar των Goody’s) γιατί ακόμα κι αν φάω μικρή ποσότητα το στομάχι μου κυρήσει εμφύλιο πυρηνικό πόλεμο, με βόμβες να σκάνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και ο όλος αρμαγεδώννας να κρατάει και την επόμενη μέρα. Οπότε όχι, δεν είναι μόνο πόλεμος… αερίων!
Με είδε η κυρία που σέρβιρε να είμαι {:ε, της εξήγησα: «Έχω δυσανεξία στα φασόλια…». Μου απάντησε: «ΟΚ, θα σου βάλω δυο πιάτα ρεβυθόσουπα.» Wow, thanks, I guess, αν και τα ρεβύθια αυτά καθαυτά απάρτιζαν λιγότερο από το 1/10 της συνολικής μάζας αυτής της σούπας. Καθώς υπέγραφα και έπαιρνα τον δίσκο μου, με ρώτησε: «Τι κάνει το κορίτσι που μας έλεγε και κανένα γειά;» Αυτή η φράση μου θύμισε πολλά απ’όσα περιγράφω παραπάνω, ίσως και να μου έδωσε την όρεξη να γράψω όλο αυτό. Όσο πιο ειλικρινά μπορούσα της απάντησα «δεν ξέρω» κι έκατσα σκεφτικός να φάω το νερό μου με λίγα ρεβύθια μέσα. Αλήθεια, πόσοι να τις χαιρετάνε; Γιατί όχι περισσότεροι; Γιατί όχι έγω; Λες και φταίνε αυτές για την πολιτική της λέσχης, λες και φταίνε οι μπάτσοι για τις αποφάσεις των γουρουνιών… Τώρα αν αντίστοιχα οι κυρίες της λέσχης προστατεύουν την λέσχη από τα εξαγριωμένα πλήθη των φοιτητών, θα έλεγα ότι οι συγκρίσεις σταματάνε κάπου εδώ.
Την επόμενη μέρα, πήγα και είχε λαζάνια με κιμά. Μόνο λαζάνια με κιμά: τα τρία ταψιά γεμάτα με το ίδιο φαγητό μου έδωσαν περισσότερο την αίσθηση συσσιτίου παρά εστιατορίου. Kαι ήταν η μέρα που έχω μάθημα όλη μερα στον λόφο. Έκανα την καρδιά μου πέτρα, προσπάθησα να απομακρύνω τον κιμά από ανάμεσα τις φέτες ζυμαρικού μου για να μην πεινάσω τελικά… Τα σχόλια γύρω μου όχι και πολύ καλά για τον κιμά που ήθελα-δεν ήθελα δοκίμασα, μικρό το κακό σκεφτόμουν… Μια απίστευτη καούρα με ακολούθησε για το υπόλοιπο της ημέρας.
Έχουν γίνει μερικές δράσεις ως αντίσταση σε αυτές τις αλλαγές. Θυμάμαι όταν μπήκαμε με παιδιά κυρίως από το Μπίνειο αλλά και τον Μητσάκο, την Ήρα και άλλους και είπαμε πως θα σερβίρουμε εμείς το φαγητό, μόνο και μόνο για να μείνει η λέσχη ανοιχτή μέχρι τις 15:30, αντί για τις 15:00. Τελικά αυτό απέτυχε γιατί οι υπάλληλοι της λέσχης δεν μας άφησαν να μπούμε πίσω από τον πάγκο — δεν ήταν ότι ήθελαν να φύγουν και δεν τις αφήναμε, μάλιστα μένουν μέχρι αργά ούτως ή άλλως (…) — απλώς «απαγορευόταν από το υγειονομικό». Ειρωνικό θα έλεγα. Και ας έλεγε ο υπεύθηνος ό,τι ήθελε για το ότι τα υλικά και το φαγητό έχει περάσει όλους τους ελέγχους: who watches the watchmen, I ask? Ποια είναι τα κριτήρια ποιότητας τους όταν το μαρούλι παίζει να είναι και άπλυτο; Και τα κάτουρα μας είναι αποστειρωμένα, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι καλή ιδέα να τα πίνουμε! Πάντως η λέσχη έμεινε ανοιχτή λίγο παραπάνω εκείνη την μέρα…
Επίσης έχει στηθεί τις τελευταίες εβδομάδες ένας πάγκος έξω από την λέσχη που έχει χειροποίητες πίτες, κέικ κτλ, φτηνό καφέ και πολύ καλό φρέσκο χυμό πορτοκαλί. Βάζουν και γύρη μέσα για να είναι «πιο δυναμωτικός»! Εγώ δεν μπορώ παρά να τους βγάλω το καπέλο, να τιμάω τα καλούδια τους και να βλέπω ένα τόσο χειροπιαστό και καλό μέτρο σύγκρισης με την κερδοσκοπία που λέγεται λέσχη.
Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι: οι μερίδες έχουν διπλασιαστεί, και δεν πεινάς μετά από 3 ώρες. Και όπως αναφέραμε πολλές φορές στις αιώνιες συζητήσεις μας στην λέσχη: είναι τσάμπα! Όμως που τελειώνει το τσάμπα, που αρχίζει το επικίνδυνο; Όταν κάτι είναι τσάμπα, πώς αντιδράς όταν η ποιότητα του πέφτει; Γιατι δεν μπορείς να πεις «η ποιότητα θα έπρεπε να είναι καλύτερη γιατί την πληρώνω!». Και έτσι μπορούν να μας δίνουν ότι τελευταίο υπάρχει, ό,τι χειρότερο σε ποιότητα χωρίς να έχουμε δικαίωμα να πούμε τίποτα! Αλλά τι λέω; Η κυρία Χριστίνα (;) στην λέσχη που σερβίρει το είχε πει καλύτερα απ’όσο εγώ ποτέ θα μπορούσα, και πάντα επίκαιρα:
«Να χαίρεστε που έχετε και φαγητό».
ΥΓ: Για τις άπειρες ώρες που έχω περάσει στην λέσχη, διαπιστώνω μετά απο ψάξιμο στις φωτογραφίες μου ότι δεν έχω παρα ελάχιστες και από συγκεκριμένες φάσεις. Συνήθως μιλάγαμε υπερβολικά πολύ για να έχουμε χρόνο για να τράβαμε φωτογραφίες. Α, ή τρώγαμε.
Four years ago I landed on Mytilini for the first time, scared and literally treading in dark waters, and right into Mario’s and HM’s world… Just thought I’d celebrate and maybe remember the post I wrote 2 years ago, for when that “four” used to be “two”…
Back then, I catalogued what had changed since I had first set my foot on Gasmaland. So much has changed within me in those two years, I can neither think nor bother to write it all down. Only looking at that post, it’s clear to me. I wonder if it is to anyone else out there possibly reading my egocentric chronicles? Sometimes, it’s only the inside that changes and it’s only us that feels the difference. But isn’t the outside just a reflection of the inside? Or is it only when the inside has changed so much that it’s literally bursting at the seems, that it finally manages to show?