Διαβάζοντας το Μπούκου της Φαίης Κοκκινοπούλου, θυμήθηκα κάτι που είχε πει ένας κόουτς σε ένα σεμινάριο αυτογνωσίας κάποτε (ο Γιασάρ):
«Όταν οι άνθρωποι κλαίνε, τους αφήνω να κλάψουν. Δεν παρεμβαίνω, όπως δεν παρεμβαίνω όταν γελάνε. Για μένα το κλάμα και το γέλιο είναι το ίδιο: αγνές εκφράσεις συναισθήματος. Χρειάζονται και είναι απαραίτητα και τα δύο»
Δεν είναι τυχαίο ότι μερικές φορές όταν κάποιος κλαίει δεν είναι προφανές αν είναι από χαρά ή από λύπη. Θαρρώ πως αρκετοί άνθρωποι οι οποίοι γελάνε ασυνήθιστα πολύ αυτό που θα ήθελαν στ’ αλήθεια να κάνουν θα ήταν να κλάψουν.
Το Μπούκου θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί στα σεμινάρια του Γιασάρ: τη μια διαβάζεις και γελάς κάτω από τα μουστάκια σου, την άλλη γυρίζεις σελίδα και ξαφνικά βρίσκεσαι να επαναλαμβάνεις τις ίδιες 3-4 σειρές για να βεβαιωθείς ότι αυτό που μόλις επεξεργάστηκες στο κεφάλι σου είναι στ’ αλήθεια αυτό που νομίζεις. Όντως, το Μπούκου αγγίζει το ένα τραγικό θέμα μετά το άλλο με την ίδια ελαφρότητα που πετάει τις εμπνευσμένες και αστείες παρομοιώσεις ή τις κωμικές περιγραφές και καταστάσεις της ιστορίας. Αυτή η αποδοχή καλών και κακών μαντάτων και συμβάντων στη ζωή των πρωταγωνιστών με την ίδια στωική, σχεδόν βουδιστική ηρεμία, η οποία όμως ποτέ δεν ξεπερνάει τα όρια της απάθειας, δίνει μια αίσθηση ωριμότητας και ισορροπίας στη γραφή και στα λεγάμενα. Ταυτόχρονα, και με την παρουσία της ίδιας δεκτικότητας στη ροή των πραγμάτων, μερικά σημεία είναι τόσο ειλικρινή και γεμάτα ατόφιο συναίσθημα και αίσθηση δικαίωσης, που μια ή και δύο αναγνώσεις δεν φτάνουν.
Η πλοκή ακολουθεί τη ζωή της ομώνυμης οικογένειας που ζει σε ένα χωριό κάπου στην Ελλάδα το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Αποτελείται από τον κλασικού ελληνάρα πατέρα που μια ζωή θέλει «παιδιά» (αγόρια), τη γυναίκα του που συνεχώς απογοητεύει τον άντρα της διαρκώς αποτυγχάνοντας να εκπληρώσει τον διακαή πόθο του, και τα επτά κορίτσια τους που το σοβαρότερο παράπτωμα της ζωής τους είναι που δεν γεννήθηκαν αρσενικά. Μετά από μια έξαρση ενδοοικογενειακής βίας, οι δρόμοι τους τους φέρνουν στην Αθήνα. Από εκεί βλέπουμε τα πράγματα από την οπτική γωνία 4 διαφορετικών μελών της οικογένειας (;) και την μεταμόρφωση τους.
Διαβάζοντας το βιβλίο διέκρινα δύο ξεχωριστά αλλά συναφή αφηγηματικά ρεύματα: τον μαγικό ρεαλισμό του Gabriel Garcia Marquez στο Εκατό Χρόνια Μοναξιά, και τον χιουμοριστικό, συμβολικό σουρεαλισμό που απαντάται σε ταινίες όπως το Underground του Emir Kusturica ή το Amelie (και άλλες ταινίες) του Jean-Pierre Jeunet. Οι χαρακτήρες του Μπούκου είναι όχι μόνο ολοζώντανες καρικατούρες (με την καλή έννοια) των οποίων η αλληλεπίδραση δίνει μια ιστορία που φαντάζει τόσο αληθοφανής όσο και εξωπραγματική, είναι αρχέτυπα που συναντώνται (και) στην σύγχρονη νεοελληνική κοινωνία, ή τουλάχιστον στο πρόσφατο παρελθόν της.
Θα μπορούσα άνετα να φανταστώ το βιβλίο να γίνεται σενάριο για ταινία στα πρότυπα των προαναφερθέντων η οποία θα ξενέρωνε τους σοβαροφανείς, θα σόκαρε τους ευερέθιστους και θα προκαλούσε πολύ κλάμα και γέλιο μπουρδουκλωμένα αλλά και πολλές συζητήσεις. Θα ήταν «ψαγμενιά» η οποία όμως θα μπορούσε να μιλήσει με την ειλικρίνεια της σε ευρύ κοινό και θα το άφηνε να σκεφτεί τι είναι ο άνθρωπος και η διαφορετικόττηα, τι είναι η οικογένεια και πόσο ρόλο παίζει άθελα μας στον προσδιορισμό της διαφορετικότητας του καθενός μας. Αλλά και πως
«η ζωή είναι μικρή, ρεεεε. Συνέλθετε. Στην τελική, τα ίδια σκουλήκια θα μας φάνε. Μικρά, άσπρα και πεινασμένα, θα τσιμπολογούν από πτώμα σε πτώμα και θα ρεύονται φλέβες και σαπισμένο κρέας».
Ευχαριστώ τις εκδόσεις Mamaya: χωρίς την ευγενική τους χορηγία του βιβλίου, η παραπάνω ειλικρινής κριτική μάλλον δεν θα υπήρχε αυτή τη στιγμή.
Αυτό το βιβλίο είναι προφανώς για νεότερους σε ηλικία αναγνώστες, οπότε δεν ήταν ούτε πρόκληση ούτε ιδιαίτερα καλογραμμένο ή ενδιαφέρο. Το βρήκα ως και βαρετό, κάτι που δεν μου συμβαίνει με όλα τα παιδικά βιβλία. Κάτι τέτοιες φορές σκαλώνω περισσότερο στην μετα-ανάγνωση: προσέχω την μετάφραση και τι θα έκανα διαφορετικά εγώ, ή παρακολουθώ τον τρόπο γραφής του συγγραφέα ως μέσο, και όχι την πλοκή απαραίτητα. Μου συμβαίνει και στις ταινίες αυτό καμια φορά…
Πάντως η θεματολογία προφανώς μου άρεσε: ο συγγραφέας πετάει σε κάποια φάση το πραγματικό γεγονός ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις κρουσμάτων από θορυβοποιά φαντάσματα, που είναι απ’ τα πιο πολυμελετημένα παραφυσικά φαινόμενα και μεγάλο ποσοστό των υποθέσεων παραμένουν ανεξήγητες.
Τέτοια βιβλία θα παίρνω στα παιδιά μου για να τα εισαγάγω από νωρίς στο κυνήγι του παραφυσικού!
Ακριβώς ο τύπος βιβλιαρακίου που διαβάζεις και θα ξαναδιαβάσεις μια φορά στο τόσο για να πάρεις έμπνευση και να θυμηθείς αυτά που όταν το διάβασες πρώτη φορά ορκιζόσουν ότι ήταν καλή ιδέα αλλά ποτέ δεν δεσμεύτηκες με το να κάνεις τίποτα απ’ αυτά και έτσι αποτελέσματα δεν ήρθαν, και γι’ αυτό αναρωτιέσαι τελικά αν φταις εσύ, και τι γίνεται με τη δημιουργικότητα σου, και αντί να παίρνεις τον χρόνο να δημιουργήσεις όντως κάτι διαβάζεις βιβλία που σου λένε 10 αλήθειες που δεν σου είχαν πει για τη δημιουργικότητα, τώρα όμως που σ’ τις είπανε νιώθεις πιο δημιουργικός ή λιγότερο;
Δεν νιώθω πιο δημιουργικός, αλλά το Κλέψε σαν καλλιτέχνης με έφερε πιο κοντά σε ένα σημείο στο οποίο νιώθω να κινούμαι από μόνος μου τελευταία: την πίστη στο δικό μου είδος δημιουργικότητας, αυτό το παρόμοιο συναίσθημα με το να γράφεις αυτό που θα ήθελες να διαβάζεις.
Θα μου επιτρέψετε να σας πάρω μαζί μου σε ένα μικρο τριπάκι αυτοψυχανάλυσης; Δέχεστε να γίνετε θεατές λιγάκι όσο εγώ ψυχαναλύω τον εαυτό μου σε περίπου 2700 λέξεις;
Το Planescape: Torment το θυμάμαι από τότε που είχε πρωτοβγεί. Μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον γιατί η Καρίνα μίλαγε για το πώς έπαιζες έναν αθάνατο με αμνησία ο οποίος προσπαθούσε να βρει τη χαμένη μνήμη του. Τότε βέβαια εγώ ήμουν 10 και η Καρίνα, ξερω γώ, 17. Ακόμα δεν είχα παίξει το πρώτο μου RPG λάιτ, το Pokémon, πόσο μάλλον ένα έργο βαρέων βαρών όπως το Planescape: Torment και γενικά δεν ειχα βουτήξει στον κόσμο των PC RPGs τα οποία συνεχίζουν να με δυσκολεύουν 15 χρόνια μετα! Απλά τότε το πρωτοάκουσα, τότε το πρωτοσημείωσα ως ενδιαφέρον στο εμποτισμένο με Zelda, Mario και Star Wars μυαλό μου.
Το αγόρασα πέρσι σε μια προσφορά του GOG για, πόσο ήταν, 2-3€; Όπως πολλά άλλα παιχνίδια που μάλλον δεν θα παίξω ποτέ. Το κατέβασα, αν και ξέρω πολύ καλά ότι αυτά τα παιχνίδια δεν με πάνε, γιατί πόσος κόσμος μου ‘χει πει για τα Forgotten Realms και συγκεκριμένα για το PS:T; Μου είχε τραβήξει περισσότερο το ενδιαφέρον γιατί είναι πιο πολύ βασισμένο στην ιστορία παρά στις μάχες, και έχει έναν πλούσιο κόσμο με παράλληλα σύμπαντα. What’s not to love?
Το εγκατέστησα πρώτη φορά μήνες μετά. Το έπαιξα μια φορά και μετά δεν το ακούμπησα για 6 ολόκληρους μήνες. Το ξαναέπιασα στην Ουρουγουάη ένα βράδυ, και εκεί το έπαιξα κανένα 10ωρο συνολικά. Έλεγα στον εαυτό μου ξανά και ξανά «αυτό το παιχνίδι θα το τερματίσω, αυτό το παιχνίδι θα το τερματίσω», σαν μάντρα, ή σαν τιμωρία στον πίνακα. Ήθελα πολύ να το απολαύσω. Αλλά λίγο-λίγο έβλεπα ότι περισσότερο ήθελα να το παίξω και να το αγαπήσω παρά μου άρεσε στ’ αλήθεια. Το κλικ δεν έγινε, παρά τα mods και fixes που κατέβασα που υπόσχονταν ότι θα έκαναν «το καλύτερο παιχνίδι στον κόσμο ακόμα καλύτερο».
Τελικά κατέληξα να παίζω το παιχνίδι μόνο με οδηγο. Ξέρετε, ήταν το είδος παιχνιδιού στο οποίο πρέπει να ψάχνες 500 ώρες για ένα σπαστικό μυστικό, ακριβώς το είδος εκνευριστικού game που δίνει πολλαπλές επιλογές στην εξέλιξη της ιστορίας, όπως πολλά RPGs, αλλά υπάρχουν πολλές επιλογές οι οποίες είναι θα λέγαμε gamey, και είναι δύσκολο να μην μπεις στον πειρασμό να ξέρεις από πριν ποιες επιλογές να κάνεις κάθε στιγμή για να έχεις τον πιο δυνατό χαρακτήρα. Αναρωτιέμαι τότε όταν τα πρωτοέπαιζαν αυτά τα παιχνίδια πώς συμπεριφέρονταν οι παίκτες. Αφήνονταν, όπως αφήνομαι εγώ σήμερα στο Crusader Kings II, ή κι αυτοί έψαχναν τρόπους να το τιγκάρουν και να το σπάσουν;
Λοιπόν ένιωθα ένοχος για όλα αυτά. Είχα τύψεις, σαν κάποιος ο οποίος πολύ απλά δεν πιάνει μια ταινία που όλοι λένε οτι είναι γαμάτη, όπως μου συμβαίνει με πολλές ταινίες anime, όπως το Paprika, ή όπως μου συνέβη πέρσι με το Interstellar. Όμως, αντίθετα με αυτές τις δυο ταινίες για παράδειγμα, που είχα άποψη σχετικά με το γιατί δεν μου άρεσαν, ανασήκωνα τους ώμους και απλά προχωρούσα, με το Plansecape: Torment ένιωσα σαν να έχασα κάτι, σαν να μου έπαιρναν την ευκαιρία να απολαύσω ένα από τα καλύτερα παιχνίδια που φτιάχτηκαν ποτέ, ή τουλάχιστον έτσι λένε.
Έτσι λένε…
Άσχετο αλλά και σχετικό. Ήμουν στην Κροατία πριν λίγες εβδομάδες για το Grow Creative. Για να μην τα πολυλογώ και για να μπω στο ζουμί, είχα ενα coaching session με μιαν άλλη συμμετέχουσα για εξάσκηση, στο οποίο εγώ ημουν ο coachee, το «θύμα». Είχα πιάσει λοιπόν το θέμα της εσωστρέφειας μου (για το οποίο κανείς δεν με πίστευε εκεί, όλοι με λέγανε σούπερ ανοιχτό, γιατί είχα επιλέξει απλά με αυτούς τους καινούργιους ανθρώπους να μην φοβάμαι να δείξω την πιο ευαίσθητη μου πλευρά, αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο). Μίλαγα για το πώς όλη μου τη ζωή νιώθω κάπως άβολα με το ότι είμαι εσωστρεφής, σαν να είναι ένα μειονέκτημα το οποίο πρέπει κάπως να εξισορροπήσω και όχι κάτι το οποίο είναι απλά κομμάτι της προσωπικότητας μου και ενδεχόμενα ένα δυνατό μου σημείο. Ίσως και να το αναγνωρίζετε αυτό ως κοινό πρόβλημα πολλών εσωστρεφών ανθρώπων και τη βάση πολλών περίεργων συμπεριφορών και ανασφαλειών. Καθώς μίλαγα στην coach μου λοιπόν, είπα κάτι του στιλ ότι για να τα έχεις καλά με τους άλλους, πρέπει να είσαι εξωστρεφής. Κι εκείνη με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια και με ρώτησε: «ποιοι είναι οι άλλοι; Ποιοι είναι οι άλλοι των οποίων την έγκριση ψάχνεις;»
Για να γυρίσουμε μετά από αυτή τη διόλου τυχαία πράκαμψη: ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι άλλοι οι οποίοι έτσι λένε, και των οποίων την θεωρητική και πλασματική έγκριση ψάχνω όσον αφορά την ενασχόληση μου με τα games;
Ποιοι είναι αυτοί των οποίων την αποδοχή ψάχνω, αυτό το σιωπηρό νεύμα ως παραδοχή ότι τώρα ανήκω σε ένα φοβερό κλαμπ, που γι’ αυτόν τον λόγο επιλέγω να παίξω το παιχνίδι που λένε ότι είναι απ’ τα καλύτερα παιχνίδια ever;
Αφού το παιχνίδι δεν το απολάμβανα, τι ακριβώς ήταν αυτό το οποίο ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου συνεχίζοντας να προσπαθώ να το τελειώσω; Επαναλαμβάντονας από μέσα μου ότι πρέπει να το τερματίσω;
Προφανώς ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να πιάσω ένα μεγάλο και απαιτητικό παιχνίδι και να μην το εγκαταλείψω. Ότι μπορώ να απολαύσω έναν τίτλο ο οποίος δεν βρίσκεται ανάμεσα στα είδη που συνήθως παίζω και να τον ευχαριστηθώ χωρίς πρόβλημα.Συνήθως δεν τα πάω πολύ καλά με παλιά παιχνίδια που δεν είχα παίξει μικρός, και το να τερματίσω το Planescape θα σήμαινε ότι θα μπορούσα να διευρύνω τους ορίζοντες μου με λίγο πιο κλασικά παιχνίδια. Τέλος, αυτοί οι άλλοι οι οποίοι λένε ότι το PS:T είναι αριστούργημα, είναι συνήθως ψαγμένοι, καλλιεργημένοι gamers με άποψη οι οποίοι μπορούν να διαβάζουν πολύ κείμενο, να ψάχνουν πολύ το lore με τις ώρες, να αφοσιώνονται σέ έναν κόσμο πραγματικά.
Ολα αυτα είναι στοιχεία τα οποία, ας μην το κρύψουμε, το λιγότερο ζηλεύω λιγάκι. Παίζοντας το Planescape, γινόμουν κι εγώ λίγο πιο ψαγμένος, λίγο πιο έξυπνος και υπομονετικός, και με έφερνε λίγο πιο κοντά στους πραγματικούς φίλους του fantasy, κάτι που πάντα μου άρεσε σαν fandom και κοινότητα αλλά πάντα βαριόμουν την εμμονή με την medieval/LotR /high fantasy αισθητική, και είναι κι ένας λόγος που προτιμώ το World of Darkness, απ’ το λίγο που έχω παίξει, απ’ το D&D.
Πες μου ποιο παιχνίδι θα ήθελες να σου αρέσει, να σου πω ποιος θα ήθελες να είσαι, άρα, κατα βάθος, τι πιστεύεις ότι δεν είσαι, τι πιστεύεις ότι σου λείπει.
Δηλαδή δεν πιστεύω ότι είμαι αρκετά έξυπνος; Ότι δεν έχω υπομονή; Ότι δεν είμαι ενδιαφέρων άνθρωπος και επομένως χρειάζομαι την ενασχόληση με κάτι τέτοιο για να εμφυσηθώ με λίγη από την γαμηστεροσύνη ενός γαμηστερού παιχνιδιου, μπας και μου κολλήσει κάτι; Σαν ψυγείο που μυρίζει γιαουρτίλα ή πιάτα που ζέχνουν αυγουλίλα, ακόμα κι αν τα εν λόγω γιαούρτια και αυγά αφαιρεθούν και κάθε εναπομείναν ίχνος τους σχολαστικά καθαριστεί, έτσι ήθελα κι εγώ να εμποτιστώ με αυτό το κάτι της Planescapeίλας;
Μπορεί να το πήγα στο πολύ ψυχολογικό τώρα, αλλά ο αρχικός λόγος που άρχισα να γράφω αυτό το ποστίο ήταν άλλος. Θα γίνει προφανής ευθύς αμέσως. Ναι, το αποφάσισα μόνο 1000 λέξεις αργότερα.
Ας πάρουμε το Έγκλημα και Τιμωρία. Αυτό είναι ένα βιβλίο το οποίο ξεκίνησα να διαβάζω πριν τρία περίπου χρόνια. Όπως και το Planescape, έχει εκθειαστεί από πολλούς στο περιβάλλον μου αλλά και εκτός αυτού φυσικά, καθώς θεωρείται ιερή αγελάδα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εκ των πραγμάτων κομμάτι του κανόνα, κάτι που δεσπόζει σε κάθε λίστα του στιλ «τα βιβλία που πρέπει να διαβάσεις αν δε θες να λέγεσαι μιαρή πλέμπα.» Ήθελα να το δοκιμάσω και ως μια ευκαιρία να διευρύνω τους αναγνωστικούς μου ορίζοντες, ορμώμενος γενικα απ’ το ότι συνήθωςτα κλασικά τα βαριέμαι γιατί μου φαίνονται τετριμμένα σε θεματολογία. Επειδή κάπου-κάπου νιώθω ενοχές γι’ αυτό μου το γούστο που αποκλείει τα κλασικά λόγω βαρεμάρας, που μου απειλεί το κύρος του εναλλακτικού, σκεπτόμενου ανθρώπου με περίπου τον ίδιο τρόπο που έχει όταν πιάνομαι στα πράσα να σκαλίζω την μύτη μου, ακριβώς όπως και με τα RPGs, σκέφτηκα πως ήταν καλή ευκαρία να δοκιμάσω στ’ αλήθεια τα όρια των γούστων μου.
Με λίγα λόγια λοιπόν δοκίμασα να το διαβάσω για πάνω κάτω τους ίδιους λόγους που δοκίμασα να παίξω το Planescape. Μπορείτε να μαντέψετε τη συνέχεια;
Δεν το τελείωσα ποτέ, το άφησα στη μέση.
Η διαφορά είναι ότι με το που το έκανα αυτό, απλά είπα «ίσως μια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή στη ζωή μου», ξέροντας ενδόμιχα ότι κατα πάσα πιθανότητα δεν θα το τελειώσω ποτέ. Ότι αυτό είναι το γούστο μου, ότι από την λίγη και αποτυχημένη εναχόληση μου, δεν μ’ αρέσουν οι κλασικοί, μακάρι να μου άρεσαν φίλε, αλλά… Αλλά! Τέλος.
Εκεί που θέλω να καταλήξω, αν και δεν είναι προφανές μεχρι τώρα, είναι ότι κάτι με εμποδίζει το να πω το ίδιο με τόση ευκολία για το Planescape. Και κάτι μου λέει ότι αυτό το κάτι είναι ότι το Planescape είναι παιχνίδι.
Πάρτε μια στιγμή ταινίες, μουσική, βιβλία, σειρές. Ή γιατί όχι, ταξιδιωτικούς προορισμούς. Με ποια βάση επιλέγετε το σε τι θα αφιερώσετε τον χρόνο σας; Σας έρχεται αλήθεια ποτέ κάποιο άγχος ότι δεν θα καταφέρετε να επισκεφθείτε όλους τους προορισμούς που αξίζουν στον κόσμο; Έχετε την κρυφή ελπίδα ότι μια μέρα θα δείτε όλες τις ταινίες που θα λατρεύατε αν είχατε μόνο την ευκαιρία να τις δείτε όλες; Θα ανακαλύψετε όλες τις μουσικές που θα θέλατε να ανακαλύψετε; Τα βιβλία;
Δεν ξέρω στ’ αλήθεια για σας, αλλά αν μου μοιάζετε έστω και λίγο, θα σκέφτεστε ότι ο κόσμος είναι μεγάλος και δεν υπάρχει περίπτωση να τα βιώσετε όλα, και γι’ αυτό πορεύεστε με σημαία ένα υποβόσκον «ό,τι κάτσει». Αλήθεια, πόσο διαφορετικά είναι τα κριτήρια μας όταν γνωρίζουμε ανθρώπους και αναγνωρίζουμε χαρακτηριστικά που μας αρέσουν; Δεν ψάχνουμε τελικά όλοι σε μεγάλο βαθμό σε νέους ανθρώπους τα ίδια πράγματα που ψάχνουμε όταν ψάχνουμε ασχόλιες, αποδράσεις, ιστορίες για τον εαυτό μας στις οποίες θα μπορέσουμε να χαθούμε;
Κάποτε είχα διαβάσει για έναν Έλληνα ο οποίος είχε ταξιδέψει σε κάθε χώρα της γης και είχε ανακαλύψει ότι για κάθε ταξίδι που κάνεις θες μετά να πας άλλα δύο, κι έτσι καταλήγει η λίστα με τα ταξίδια που θέλεις να κάνεις να είναι πάντα τουλάχιστον διπλάσια σε έκταση από αυτή με αυτά που έχεις όντως κάνει. Το καλύτερο; Αυτο δεν φαίνεται να αλλάζει, είτε δεν έχεις βγει ποτέ απ’ τη χώρα σου είτε τις έχεις δει κυριολέκτικα όλες. Προφανώς ο κόσμος είναι φαινομενικά άπειρος. Κυριολεκτικά δεν διαθέτουμε τα νοητικά μέσα για να μπορέσουμε πότε να φανταστούμε πόσο πολλοί άνθρωποι και πόσες ιστορίες υπάρχουν, κι αυτό ευτυχώς κάποια στιγμή το αποδεχόμαστε φυσικά. Σχεδόν όλοι.
Σε αντίθεση με όλους αυτούς τους τομείς της ανθρώπινης εμπειρίας οι οποίοι είναι αυτονότητα και αυταπόδεικτα αχανείς, νιώθω εδώ και πολλά χρόνια ότι τα games δεν ανήκουν μεταξύ αυτών, το οποίο είναι περίεργο, γιατί φυσικά τώρα το 2015 βγαίνουν περισσότερα παιχνίδια παρά ποτέ. Για κάποιον λόγο όμως μου δίνεται η εντύπωση ότι αν ήθελα να παίξω ό,τι αξίζει να παίξω, αυτό θα ήταν μέσα στη σφαίρα του δυνατού. Ήδη έχω τα μισά συγκεντρωμένα όμορφα κι ωραία στο Steam Library μου. Πρόκειται φυσικά για πελώρια πλεκτάνη. Βέβαια, αν ήθελα ποτέ να χαρίσω κάποιο, δεν θα μπορούσα να το κάνω. Αυτή την αίσθηση της ντουλάπας που είχε μέχρι χτες ρούχα που χάρισες και τώρα είναι υπέροχα άδεια; Ε, αυτή την εμπειρία δεν θα στη δώσει το Steam ποτέ. Μα ποτέ.
Νιώθω ένα μεγαλύτερο άγχος να παίξω αυτά «που πρέπει να παίξω» κι ότι αν δεν το κάνω δεν θα είμαι τόσο ενημερωμένος gamer, παρά ας πουμε ότι πρέπει να διαβάσω βιβλία τα οποία είναι γνωστά και θεωρούνται must. Δεν θα σχολιάσω περισσότερο σε αυτό το σημείο το γιατί είναι σημαντικό για μένα υποσυνείδητα ή συνειδητά να είμαι ενημερωμένος gamer, νομίζω έγραψα ήδη αρκετά. Με απλά λόγια όμως, στα βιβλία μου φαίνεται σχεδόν αυτονόητο ότι τα γούστα καθορίζουν τον χώρο που κινούμαι και δεν χρειάζεται να διαβάσω όλα τα νέα best-seller για να θεωρώ τον εαυτό μου σωστό αναγνώστη. Το γούστο μου καθορίζει τις επιλογές μου. Με τα games αυτό δεν συμβαίνει. Το marketing των ενημερωτικών game sites κι όλου του τρόπου που έχει στηθεί η πώληση παιχνιδιών σε εποχές κρίσης φαίνεται να πιάνει πολύ καλά σε μένα, καταφέρνοντας να μου πουλήσει παιχνίδια μόνο και μόνο με την υπόσχεση του παιχνιδιού και τι αυτό θα μου προσφέρει, χωρίς απαραίτητα να το παίζω τελικά ποτέ. Είναι σαν το να ευχαριστιέσαι ένα παιχνίδι ως παιχνίδι να είναι το λιγότερο. Τι έχω χάσει ρε παιδιά;
Σίγουρα όμως δεν είναι μόνο το marketing. Πραγματικούς φίλους βιβλιοφάγους που να ακολουθούν τα τεκταινομενα δεν έχω. Ωστόσο έχω πολλούς φίλους gamers με τους οποίους νιώθω λιγάκι πιο αποκομμένος κάθε φορά που δεν μπορώ να συζητήσω μαζί τους ένα νέο παιχνίδι, πόσο μάλλον πιο συγκεκριμένα αυτά τα ψιλοάκυρα τα οποία επιλέγω εγώ να παίζω συνήθως και λίγους ξέρω με τους οποίος θα μπορούσα να μιλήσω για αυτά ή να τα παίξουμε μαζί.
Θα μπορούσε η ανάγκη μου να παίξω να είναι ενδόμυχος τρόπος να αντιμετωπίσω την αδυναμία μου να κρατήσω κοντά μου ανθρώπους με τους οποίους έχουμε συνεχώς λιγότερα σημεία επαφής και απομακρυνόμαστε;
Και μια στιγμή. Σε ποιο σημείο τέλος πάντων όλης αυτής της ανάλυσης θα έρθει να κουμπώσει το ότι μιλάμε απλώς για παιχνίδια; Για χιλιάδες πραματάκια τα οποία οποία έχουν κατασκευαστεί για να κονταροχτυπηθούν για το ποίο θα κερδίσει την προσοχή, τον χρόνο και τα χρήματα μας, όλοι πόροι περιορισμένοι, με πρώτον απ’ όλους να είναι προφανέστατα, αφού έχουμε την πολυτέλεια να γράφω και να διαβάζετεαυτά τα κατεβατά, την προσοχή; Είναι αλήθεια ότι μου δίνουν μια καλή δικαιολογία για να μην σκέφτομαι το ότι θα μπορούσα να δημιουργώ. Και μάλιστα λένε ότι ένας από τους λόγους που τόσοι από εμάς τους δυτικούς βολεμένους πάσχουμε από κύματα κατάθλιψης είναι ότι μας έχουν δοθεί τόσοι διαφορετικοί τρόποι να γίνουμε παθητικοί καταναλωτές media και πληροφορίας (μάλλον ποτέ ο δείκτης δημιουργίας/κατανάλωσης μας δεν ήταν πιο χαμηλά) και βρισκόμαστε να σπαταλάμε τόσον χρόνο, λεφτά και φαιά ουσία για τις συλλογές από παιχνίδια, ταινίες, σειρές μας κτλ, που τελικά ατροφεί η επαφή μας με το δημιουργικό μας κομμάτι και σιγά-σιγά μπαίνουμε στη διαδικασία να αναρωτιόμαστε: what’s the point?
Αν το παραπάνω όντως ισχύει, τι είναι αυτό που αποφεύγουμε πεισματικά να δημιουργήσουμε και με την πρώτη ευκαιρία, σαν αυτόματο ανακλαστικό, καταφεύγουμε στην ζεστή θαλπωρή της γνώριμης παθητικής καταναλωτικής, στο οποίο πατάει η βιομηχανία των games αλλά και διάφορων άλλων θεαμάτων;
Δεν θέλω να συνεχίσω να ανησυχώ και να προβληματίζομαι για ανούσια θέματα. Θέλω να δημιουργήσω, θέλω να ανακαλύψω. Θέλω να παίξω, αν όχι πάνω απ’ όλα, σίγουρα γενικότερα στη ζωή. Το παιχνίδι είναι ζωή. Αλλά θέλω ό,τι κάνω να το ευχαριστιέμαι, όχι να κάνω κάτι ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα το ευχαριστηθώ. Δεν γίνεται να συνεχίσω να τρέφω αυταπάτες ότι μια μέρα θα έχω χρόνο για όλα, για όλους, για το παντού. Εσείς κι εγώ ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλα φαίνονται να αιωρούνται μπροστά μας, έτοιμα να τα αρπάξουμε. Αλλά όταν έχεις μπροστά σου 500.003 πράγματα αντί για 3, πόσο πιο δύσκολο είναι να απλώσεις το χέρι για να διαλέξεις ένα; Θα μπορούσε να είναι αλήθεια, όπως στο λινκ που μόλις παρέθεσα, ότι όσες πιο πολλές επιλογές έχει κανείς, τόσο λιγότερο ικανοποιημένος και ευχαριστημένος μπορεί να είναι; Εδώ σε μια ταβέρνα πας και σου παίρνει μισή ώρα να παραγγείλεις…
Επιστρέφω σε αυτόν τον προβληματισμό του «πρεπει να κάνω το ένα ή το άλλο για να είμαι ενημερωμένος/ψαγμένος/αποδεκτός και όχι επειδή με ενδιαφέρει πραγματικά» αρκετά συχνά, και νομίζω ότι είναι από τα μεγάλα μου μπλοκαρίσματα για να ξεκινήσω δημιουργικές διαδικασίες που τις χρειάζομαι επειγόντως. Τα games είναι από τα πράγματα που είναι μαζί μου το περισσότερο διάστημα γι’ αυτό είναι και πιο δύσκολο για μένα συναισθηματικά να κοιτάξω αυτό το κομμάτι του εαυτού μου πραγματιστικά και να δω ειλικρινά ποια θέλω να είναι η σχέση μου με αυτό. Πολλά από αυτά που αναφέρω παραπάνω σε σχέση με αυτό είναι απλά αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις που με κρατάνε κάπου που δεν θέλω να ‘μαι.
Συγνώμη Nameless One. Μπορεί μια μέρα να μάθω την ιστορία σου και του κόσμου σου του Sigil με τις πολλές πύλες που όντως φαίνεται συναρπαστικός. Αλλά κι αν αυτό δεν συμβεί, απλώς θα παραμείνεις ένας ακόμα nameless one μεταξύ πολλών. Έντιμων, ενδιαφέροντων nameless με τους οποίους, πολύ απλά, ε… δεν έκατσε.
Τις τελευταίες μέρες απλά δεν μπορώ να ησυχάσω. Eίμαι συνεχώς στην τσίτα, λες και κάτι μέσα μου είναι ανεκπλήρωτο. Αν θέλω να είμαι πραγματικά ειλικρινής με τον εαυτό μου, κατα βάθος τα πράγματα είναι έτσι εδώ και χρόνια. Ελπίζω ότι γράφοντας τα παρακάτω θα με μπορέσω να ξεφύγω για λίγο από την τρέλα μου και θα δω τα πράγματα αλλιώς.
Στις 7 Ιανουαρίου φεύγω για τη Βουλγαρία, όπου θα μείνω για 9 μήνες για να κάνω το EVS μου στην κεντρική βιβλιοθήκη της Σόφιας. Είμαι ενθουσιασμένος για τις πολύτιμες νέες εμπειρίες και την αλλαγή στην καθημερινότητα που θα μου προσφέρει αυτή η ευκαιρία – μετά από 2 χρόνια στην Αθήνα, ήταν νομίζω καιρός! – όμως η απόσταση μου απ’την Δάφνη βαραίνει την καρδιά και βρωμίζει τον ενθουσιασμό. Θα είναι μια καινούργια περιπέτεια, με νέες συγκινήσεις, θέλω να σκέφτομαι. Όμως αυτός ο χρονικός περιορισμός δημιουργεί μια ασφυκτική πίεση.
Συνεχώς πρέπει να γεμίζω τον χρόνο μου με κάτι για να νιώθω ότι έχω αξιοποιήσει τη μέρα μου όσο το δυνατόν «καλύτερα». Έχω σετάρει το HabitRPG μου (το οποίο τώρα είναι στο tavern εδώ και 3 μέρες), γράφω ένα-δυο morning pages (τις περισσότερες μέρες τουλάχιστον), προσπαθώ να κάνω πράγματα τα οποία θα με κρατήσουν μακριά από τον υπολογιστή, πιο κοντά σε φίλους και αγαπημένους ανθρώπους και τον δικό μου δημιουργικό εαυτό. Ξανά και ξανά όμως αποτυγχάνω. Αγοράζω κάθε μέρα παιχνίδια στα Steam Sales και όσο περισσότερο χαζεύω τις προσφορές, τόσο λιγότερο παίζω. Έχω βάλει στο reddit όριο αλλά χαζεύω άλλα sites. Όταν με καλούν φίλοι για να βγούμε, γκρινιάζω γιατί θέλω χρόνο μόνος μου – και συχνά, όταν τον έχω, δεν τον κάνω αυτό που ήθελα να τον κάνω αρχικά.
Νιώθω τόσο πνιγμένος από το πόσο μικρές είναι οι μέρες και το πόσα θέλω να κάνω, πόσα πράγματα πρέπει να αφαιρέσω από το νοητό checklist – γιατί το να έχεις ένα πραγματικό είναι “πιεστικό” – που όλο αυτό μου έχει δημιουργήσει άγχος, stress, την αγωνία να είμαι πάντα ο καλύτερος που μπορώ να είμαι… Κι έτσι, το να κάτσω και όντως να απολαύσω ένα βιβλίο, μια ταινία, ένα game, μουσική, μια βόλτα, ένα δοκιμάσω κάτι νέο ή άλλα πράγματα τα οποία με γεμίζουν κανονικά όταν είμαι μόνος, γίνεται πια μια διαρκής απορία: χρησιμοποιώ τον χρόνο μου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο;
Άλλα τρία βιβλία για το Goodreads Challenge 2013, για να φτάσω τα 45 βιβλία – ξεχνάω ότι δεν είναι παρα ένας αριθμός. Tουλάχιστον 3 παιχνίδια που θέλω να τερματίσω πριν φύγω – γιατί μετά ποιος ξέρει αν και πότε θα μπορώ να παίξω στο λάπτοπ; 305 διαφορετικά πράγματα που είναι «στην λίστα μας» με τη Δάφνη, από βόλτες με άγνωστα λεωφορεία με τις φιλμάτες μας μηχανές μέχρι ταινίες που θέλουμε να δούμε, Breaking Bad, fondue ή στέκια που έχουμε πει εδώ και μήνες να επισκεφθούμε μαζί για το Spotted by Locals, τώρα που υπάρχει λίγος χρόνος ακόμα… Ο οποίος πιέζει όλο και πιο ασφυκτικά, και όσο πιο ασφυκτικά πιέζει, τόσο γκρινιάζεις ότι δεν μπορείς να αναπνεύσεις και στην πραγματικότητα δεν κάνεις, δεν αναπνέεις, δεν αφήνεσαι!
Δεν είμαι έτσι κανονικά. Δεν πιστεύω στα γεμάτα ημερολόγια και στις ατζέντες, στον αυστηρά κατανεμημένο χρόνο για μάξιμουμ αποδοτικότητα, στο παραγέμισμα κάθε λεπτού της ημέρας για να μην πάει ούτε μια στιγμή χαμένη στη μαύρη τρύπα της απραγίας! Είναι ένα σκοτεινό μονοπάτι που εύκολα οδηγεί στην τρέλα, όπως πολλοί πολιτισμοί της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης κι όχι μόνο, που λειτουργούν υπο ένα τέτοιο καθεστώς, μπορούν να μας δείξουν. Θυμάμαι τη Μόμο και τους γκρίζους άντρες, μερικές φορές, όταν κάνω αυτές τις σκέψεις, και νιώθω ακόμα περισσότερες τύψεις που έχω πέσει σε αυτή την παγίδα.
Kανονικά πιστεύω στην τεμπελιά, στην ανεμελιά, στο πρόγραμμα το οποίο φτιάχνεται μόνο του και προσαρμόζεται στις συνθήκες και στο πώς έρχονται τα πράγματα. Γενικά πιστεύω στη ροή, στο ρεύμα (the flow), το οποίο με κάνει ακόμα πιο αγχωμένο τώρα: τι έχει την καθημερινότητα και τις ανάγκες μου αφύσικες; Πρέπει να είσαι ένας άκαμπτος άνθρωπος για να μπορείς να ακολουθήσεις ένα αυστηρό πρόγραμμα, και δεν θέλω να είμαι αυτός ο άνθρωπος, παρα τα όποια οφέλη, τα οποία αν με ρωτούσατε τώρα ποια είναι δεν θα μπορούσα να κατονομάσω.
Ξέρω όμως από πού προέρχεται αυτή η βιάση, αυτή η αδυναμία χαλάρωσης, αυτή η απόγνωση του «ΠΟΤΕ ΘΑ ΤΑ ΚΑΝΩ ΟΛΑ ΑΥΤΑ;;;» Είναι φυσικά το Ιnternet.
Πόσο συχνά ακούτε τα τραγούδια που ποστάρουν οι άλλοι στο facebook; Εγώ σχεδόν ποτέ, εκτός κι αν πρόκειται για ένα τραγούδι από κάποιον που ξέρω ότι έχει γούστο παρόμοιο με το δικό μου και επιπλέον δεν ακούω κάτι εκείνη τη στιγμή. Πόσο συχνά σας προτείνουν φίλοι media προς κατανάλωση – ταινίες, βιβλία, παιχνίδια, μουσική, σειρές… όλα αυτά τα οποία μας διασκεδάζουν, μας κάνουν να σκεφτούμε αλλά και δεν μας αφήνουν να σκεφτούμε ή να δημιουργήσουμε – και πόσο συχνά βλέπετε προτάσεις μέσα από το web; Με το Internet, ξαφνικά όλοι, είτε βρίσκονται στον άμεσο κύκλο σας, είτε στον ευρύτερο, είτε συνδέονται μαζί σας μέσω της κοινότητας στην οποία ανήκετε (δεν έχει σημασία αν είναι το φετιχιστικό σάιτ με φυστικοβουτυροφιλία ή κάτι όσο αθώο όσο το tumblr ή το deviantart), όλοι μπορούν να σας επηρεάσουν με το άρθρο τους, τα ποστ τους, τις κριτικές για τα αγαπημένα τους βιβλία.
Αν κάτι υπάρχει, υπάρχει στο νετ, κι αν κάτι υπάρχει στο νετ, ανάλογα τα σάιτ που μπαίνω, μου δίνεται φάτσα κάρτα στο πιάτο, στη μούρη, όλη μέρα, κάθε μέρα. Ξαφνικά πρέπει να διαβάσω όλα τα βιβλία που αρέσουν σε όλους, πρέπει να πάω στα μέρη που προτείνουν όλοι… Υπάρχει τέτοιος πλουραλισμός που ξεχνάμε, κι εγώ πρώτος απ’όλους, οτί απλά δεν γίνεται να τα κάνεις όλα. Είχα αναρτήσει κι ένα άρθρο εδώ σχετικά με αυτό ακριβώς, και με βοήθησε να το ξεθάψω: The Sad, Beautiful Fact That We’re Going To Miss Almost Everything.
Ψάχνοντας στο reddit (ναι ναι, ούτε καν στο ποστίο μου δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, εννοούνται αυτά!) για θέματα σχετικά με το παραπάνω άρθρο, έπεσε η ματιά μου σε αυτό το πολύ καλό το οποίο περιγράφει αρκετά καλά την περίπτωση μου, γιατί το περισσότερο άγχος μου για κάποιο λόγο δημιουργείται κυρίως από τα games. Ο τύπος ανέλυσε το γιατί μια χαρά (ειδικά αν λάβετε υπ’όψη σας και το τι διάολος είναι το Steam): Steam Library Fatigue
Πριν λίγες μέρες είχα ξυπνήσει με πολλά πράγματα στο κεφάλι μου. Είχα να κάνω το Skype Call με το Εμείς κι ο Κόσμος για τη Σόφια, δεν είχα προλάβει να γράψω τα morning pages μου και για άλλο ένα βράδυ έπρεπε να βγω (νομίζω ότι μέρος αυτού του άγχους είναι ότι έχω περάσει το πολύ ένα-δυο βράδια μόνος, ή έστω στο σπίτι, τις τελευταίες δυο βδομάδες). Αντί να είμαι ευγνώμων που τελικά έχω την ευκαιρία να βλέπω τους ανθρώπους που σύντομα πλέον δεν θα μπορώ για αρκετό καιρό, γκρινιάζω έτσι… Τραβάτε με κι ας κλαίω: απ’τη μία είμαι μοναχικός και γουστάρω, απ’την άλλη θέλω περισσότερη επαφή…
Τέλος πάντων, βρέθηκα με τον Φάνη και του εξήγησα γιατί ένιωθα αυτό το άγχος. Αναγνώρισα σε αυτά που είπα και που είχα ανάγκη να του τα πω ότι υπάρχει ένας ψυχαναγκασμός σε αυτά τα συναισθήματα. Κι εκείνος μου το είπε: «είναι απλά παιχνίδια, χαλάρωσε. Και τα 45 βιβλία είναι ήδη πολλά!»
Η απάντηση μου: «Δεν ξέρω αν είναι πολλά, κάποιοι στο Goodreads διαβάζουν 100.»
Τσουπ! Να το πάλι: δεν μπορώ να σταματήσω να συγκρίνομαι με ό,τι υπάρχει εκεί έξω και να μου δημιουργώ άγχη τα οποία ίσως εκφράζουν το μόνιμο και υποβόσκον κόμπλεξ κατωτερότητας μου. Ψάχνω τι θα καταφέρει να δείξει -περιέργως πρώτα στον εαυτό μου- ότι είμαι σε μια καλή πορεία και δεν χάνω ευκαιρία να βελτιωθώ. Θέτοντας το έτσι ακούγεται σχεδόν άρρωστο, όμως είναι γεγονός. Το πρόβλημα μου δεν είναι ότι ψάχνω κάτι το οποίο στο μυαλό μου θα με κάνει καλύτερο ή ισάξιο με τους άλλους, αυτό από μόνο του είναι νομίζω κάτι το υγιές και κάτι το οποίο φέρνει κυρίως καλές αλλαγές.
Το πρόβλημα είναι σε τι ψάχνω το ego boost, ότι ακόμα για κάποιον λόγο ψάχνω την προσωπική αναγνώριση και αξία σε βλακειούλες όπως τα παιχνίδια που έπαιξα ή τα βιβλία που διάβασα, πράγματα που σε τελική ανάλυση φαίνονται να έχουν σημασία μόνο στο ίντερνετ και πολύ λίγο ή καθόλου στην «πραγματική ζωή». Αν περνούσα λιγότερο χρόνο ονλάιν είμαι σίγουρος ότι θα ένιωθα πολύ λιγότερο αυτούς τους περίεργους ψυχαναγκασμούς. Κι όμως, οι περισσότερες προσπάθειες μου μέχρι σήμερα δεν ήταν τόσο ριζοσπαστικές ή αποτελεσματικές…
Με όλα αυτά, οι στόχοι μου, τουλάχιστον σε υποσυνείδητο επίπεδο, περιερίζονται και γίνονται εσωστρεφείς και καθόλου δημιουργικοί. Σκοτώνω τον δημιουργικό μου εαυτό κάθε μέρα με τις μαλακίες μου, προτιμώντας να μη ζω αλλά να σκαλώνω. Είχα διαβάσει κάποτε στο HighExistence ότι για να είσαι ευτυχισμένος-δηλαδή για να μην βαριέσαι- πρέπει η αναλογία δημιουργίας-κατανάλωσης σου να είναι το λιγότερο 1 προς 10. Ακούγεται πολύ, έτσι δεν είναι; Έτσι όμως έχουμε καταντήσει, να μας φαίνεται πολύ. Και έτσι όπως πάω εγώ, αυτή η αναλογία έχει ξεπεράσει το 1 προς 5000 και κάθε μέρα αυξάνεται, κι εγώ ποτέ δεν χορταίνω. Γιατί με σταματάω με την παθητικότητα της διαρκούς κατανάλωσης, πχ με το να παίζω και να διαβάζω; Γιατί αυτό είναι το εύκολο, το γνωστό. Αυτό το οποίο δεν χρειάζεται να περάσει την κρίση κανενός, ή να έχει την συμμετοχή κανενός εκτός του εαυτού μου. Μου επιτρέπει να περιορίστώ σε στόχους που η επίτευξή τους δεν θα με αναγκάσει να περάσω το κατώφλι της φούσκας μου.
Και να πεις ότι αυτές τις συνειδητοποιήσεις τις έκανα τώρα… Όχι, τις κάνω ξανά και ξανά χωρίς να αλλάζει κάτι πρακτικά.
Δεν λέω, έχω κάνει μεγάλα βήματα τον τελευταίο καιρό. Μεγαλώνω τα όρια του comfort zone μου, τολμάω περισσότερο, είμαι σε θέση να αμφισβητήσω τον εαυτό μου και τις παλιές μου συνήθειες (σχεδόν νιώθω άβολα όταν δεν το κάνω, άλλο θέμα από εκεί) και όταν μιλάω για κόμπλεξ κατωτερότητας, έχει περισσότερο να κάνει με τα υπολείμματα αυτού και όχι κάτι πραγματικά καταστρεπτικό. Είμαι πολύ πιο άνετος με την ιδέα ότι κάποιοι θα με αγαπάνε αλλά και κάποιοι αναγκαστικά θα με αντιπαθούνε και εμπιστεύομαι περισσότερο το ότι έχω κάτι να πω, κάτι να προσφέρω, το οποίο δεν θέλω να το κρίνω και θέλω να το προστατέψω. Για όλα αυτά είμαι περήφανος και ευχαρίστημενος, και με το δίκιο μου.
Με όλα αυτά όμως, είναι αστείο όταν με πιάνει το άγχος ότι δεν έπαιξα το τάδε ή το δείνα παιχνίδι, δεν είδα εκείνον ή εκείνην, δεν προετοίμασα το δώρο που είχα στο μυαλό μου, απέτυχα να κάνω και τα 55 πράγματα τα οποία χτες υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα έκανα γιατί είναι τόσο ενδιαφέροντα. Μάλλον κάποια πράγματα ποτέ δεν τα ξεπερνάς πραγματικά ποτέ, παρα πρέπει συνέχεια να είσαι σε επιφυλακή ώστε να θυμίζεις στον εαυτό σου ότι παρ’όλο που είναι κομμάτια του εαυτού σου δεν χρειάζεται να τα έχεις μαζί σου παντού και πάντα, μπορείς να υπάρξεις και χωρίς αυτά, τουλάχιστον μέχρι να αναγεννηθούν σε τυχαία στιγμή, δυνατότερα ή -ελπίζεις- πιο αδύναμα.
Όλα αυτά με εμποδίζουν να έχω τη ζωή που πραγματικά θα ήθελα να να έχω, αλλά είναι τάσεις και συνήθειες που δύσκολα κόβεις και αναθεωρείς, ακόμα κι αν ξέρεις ότι θα μπορούσες να κάνεις πολύ καλύτερα πράγματα με τον εαυτό σου…
Αυτό το βιβλίο το βρήκα από έναν τύπο ο οποίος είχε στήσει ένα τραπεζομάντιλο στο πεζοδρόμιο στην παραλία του Φαλήρου και πούλαγε τα παλιά του βιβλία. Μου είπε ότι η Ρεμπετολογία ήταν πολύ καλό, από τον γνωστό εθνογράφο Ηλία Πετρόπουλο. Μου φάνηκε όντως καλή ιδέα να δώσω μόνο 3 ευρώ για να διαβάσω για τους ρεμπέτες, είναι άλλωστε μια πτυχή της ιστορίας που με ενδιαφέρει: οτιδήποτε σχετικό με την «άγραφη» ιστορία του ελληνισμού εντός κι εκτός Ελλάδας με ενδιαφέρει. Του έδωσα τα τρία ευρώ και το πήρα, μαζί με τον Λύκο της Στέππας του (Χ)Έσσε.
Το βιβλίο αυτό, με θέμα τους ρεμπέτες, γράφτηκε το 1989, την χρονιά που γεννήθηκα, στο Παρίσι, και πρωτοεκδόθηκε στα Γερμανικά. Οι πολλαπλές αναφορές ήδη θα έλεγα μου ταιριάζουν γάντι. Δεν είναι διεξοδικό, αφού είναι μόνο 101 σελίδες με εικόνες και τεράστια γραμματοσειρά. Αλλά είναι απόδειξη πως ένα ενδιαφέρον βιβλίο δεν χρειάζεται να είναι πολύ μεγάλο για να σε κάνει να σκεφτείς· μια αναφορά είναι αρκετή για να βάλεις το μυαλό σου να αναρρωτηθεί. Συχνά η εικόνα των ρεμπετών εξιδανικεύεται πλέον κι επιλέγεται να αναδειχθεί η χασικλίδικη τους πλευρά, η ελεύθερη, παράνομη ζωή που συχνά κατήυθηναν και φυσικά η μουσική και οι χοροί τους. Όμως τι ξέρουμε για το τι φόραγαν, την σχέση τους με τον έρωτα (και τις διαδεδομένες ομοφυλοφιλικές τους σχέσεις — όπως έλεγαν, άλλο εραστής άλλο θυληπρεπής «πούστης»), την αργκό τους, τα τατουάζ τους, τα όπλα τους και ειδικά την αγάπη τους για τα μαχαίρια –ήταν μαχαιροβγάλτες, γενικά– αλλά και για ακριβώς αυτή την μουσικοχορευτική παράδοση τους που μας έχει μείνει σήμερα;
Το γεγονός ότι όσα χόρευε, τραγουδούσε αλλά και τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσε, μια εντελώς περιθωριακή για την εποχή της ομάδα, είναι σήμερα σε βαθμό αχώριστο συνδεδεμένα με την σύγχρονη ελληνική ταυτότητα, λέει πραγματικά πάρα πολλά για την άγνοια που έχουμε για την πραγματική μας πολυπολιτισμική ιστορία και είναι μόνο ενδεικτικά της έλλειψης ενδιαφέροντος για την ανακάλυψη του ποιοι πραγματικά είμαστε.