…but I’m still not sure this is one of them.
Tag: gaming
GAME 2.0 REVIEW: TOTAL WAR: WARHAMMER
ΑΠΕΓΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟ PLANESCAPE: TORMENT
Αλλιώς Detachment, Part Four
Θα μου επιτρέψετε να σας πάρω μαζί μου σε ένα μικρο τριπάκι αυτοψυχανάλυσης; Δέχεστε να γίνετε θεατές λιγάκι όσο εγώ ψυχαναλύω τον εαυτό μου σε περίπου 2700 λέξεις;
Το Planescape: Torment το θυμάμαι από τότε που είχε πρωτοβγεί. Μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον γιατί η Καρίνα μίλαγε για το πώς έπαιζες έναν αθάνατο με αμνησία ο οποίος προσπαθούσε να βρει τη χαμένη μνήμη του. Τότε βέβαια εγώ ήμουν 10 και η Καρίνα, ξερω γώ, 17. Ακόμα δεν είχα παίξει το πρώτο μου RPG λάιτ, το Pokémon, πόσο μάλλον ένα έργο βαρέων βαρών όπως το Planescape: Torment και γενικά δεν ειχα βουτήξει στον κόσμο των PC RPGs τα οποία συνεχίζουν να με δυσκολεύουν 15 χρόνια μετα! Απλά τότε το πρωτοάκουσα, τότε το πρωτοσημείωσα ως ενδιαφέρον στο εμποτισμένο με Zelda, Mario και Star Wars μυαλό μου.
Το αγόρασα πέρσι σε μια προσφορά του GOG για, πόσο ήταν, 2-3€; Όπως πολλά άλλα παιχνίδια που μάλλον δεν θα παίξω ποτέ. Το κατέβασα, αν και ξέρω πολύ καλά ότι αυτά τα παιχνίδια δεν με πάνε, γιατί πόσος κόσμος μου ‘χει πει για τα Forgotten Realms και συγκεκριμένα για το PS:T; Μου είχε τραβήξει περισσότερο το ενδιαφέρον γιατί είναι πιο πολύ βασισμένο στην ιστορία παρά στις μάχες, και έχει έναν πλούσιο κόσμο με παράλληλα σύμπαντα. What’s not to love?
Το εγκατέστησα πρώτη φορά μήνες μετά. Το έπαιξα μια φορά και μετά δεν το ακούμπησα για 6 ολόκληρους μήνες. Το ξαναέπιασα στην Ουρουγουάη ένα βράδυ, και εκεί το έπαιξα κανένα 10ωρο συνολικά. Έλεγα στον εαυτό μου ξανά και ξανά «αυτό το παιχνίδι θα το τερματίσω, αυτό το παιχνίδι θα το τερματίσω», σαν μάντρα, ή σαν τιμωρία στον πίνακα. Ήθελα πολύ να το απολαύσω. Αλλά λίγο-λίγο έβλεπα ότι περισσότερο ήθελα να το παίξω και να το αγαπήσω παρά μου άρεσε στ’ αλήθεια. Το κλικ δεν έγινε, παρά τα mods και fixes που κατέβασα που υπόσχονταν ότι θα έκαναν «το καλύτερο παιχνίδι στον κόσμο ακόμα καλύτερο».
Τελικά κατέληξα να παίζω το παιχνίδι μόνο με οδηγο. Ξέρετε, ήταν το είδος παιχνιδιού στο οποίο πρέπει να ψάχνες 500 ώρες για ένα σπαστικό μυστικό, ακριβώς το είδος εκνευριστικού game που δίνει πολλαπλές επιλογές στην εξέλιξη της ιστορίας, όπως πολλά RPGs, αλλά υπάρχουν πολλές επιλογές οι οποίες είναι θα λέγαμε gamey, και είναι δύσκολο να μην μπεις στον πειρασμό να ξέρεις από πριν ποιες επιλογές να κάνεις κάθε στιγμή για να έχεις τον πιο δυνατό χαρακτήρα. Αναρωτιέμαι τότε όταν τα πρωτοέπαιζαν αυτά τα παιχνίδια πώς συμπεριφέρονταν οι παίκτες. Αφήνονταν, όπως αφήνομαι εγώ σήμερα στο Crusader Kings II, ή κι αυτοί έψαχναν τρόπους να το τιγκάρουν και να το σπάσουν;
Λοιπόν ένιωθα ένοχος για όλα αυτά. Είχα τύψεις, σαν κάποιος ο οποίος πολύ απλά δεν πιάνει μια ταινία που όλοι λένε οτι είναι γαμάτη, όπως μου συμβαίνει με πολλές ταινίες anime, όπως το Paprika, ή όπως μου συνέβη πέρσι με το Interstellar. Όμως, αντίθετα με αυτές τις δυο ταινίες για παράδειγμα, που είχα άποψη σχετικά με το γιατί δεν μου άρεσαν, ανασήκωνα τους ώμους και απλά προχωρούσα, με το Plansecape: Torment ένιωσα σαν να έχασα κάτι, σαν να μου έπαιρναν την ευκαιρία να απολαύσω ένα από τα καλύτερα παιχνίδια που φτιάχτηκαν ποτέ, ή τουλάχιστον έτσι λένε.
Έτσι λένε…
Άσχετο αλλά και σχετικό. Ήμουν στην Κροατία πριν λίγες εβδομάδες για το Grow Creative. Για να μην τα πολυλογώ και για να μπω στο ζουμί, είχα ενα coaching session με μιαν άλλη συμμετέχουσα για εξάσκηση, στο οποίο εγώ ημουν ο coachee, το «θύμα». Είχα πιάσει λοιπόν το θέμα της εσωστρέφειας μου (για το οποίο κανείς δεν με πίστευε εκεί, όλοι με λέγανε σούπερ ανοιχτό, γιατί είχα επιλέξει απλά με αυτούς τους καινούργιους ανθρώπους να μην φοβάμαι να δείξω την πιο ευαίσθητη μου πλευρά, αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο). Μίλαγα για το πώς όλη μου τη ζωή νιώθω κάπως άβολα με το ότι είμαι εσωστρεφής, σαν να είναι ένα μειονέκτημα το οποίο πρέπει κάπως να εξισορροπήσω και όχι κάτι το οποίο είναι απλά κομμάτι της προσωπικότητας μου και ενδεχόμενα ένα δυνατό μου σημείο. Ίσως και να το αναγνωρίζετε αυτό ως κοινό πρόβλημα πολλών εσωστρεφών ανθρώπων και τη βάση πολλών περίεργων συμπεριφορών και ανασφαλειών. Καθώς μίλαγα στην coach μου λοιπόν, είπα κάτι του στιλ ότι για να τα έχεις καλά με τους άλλους, πρέπει να είσαι εξωστρεφής. Κι εκείνη με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια και με ρώτησε: «ποιοι είναι οι άλλοι; Ποιοι είναι οι άλλοι των οποίων την έγκριση ψάχνεις;»
Για να γυρίσουμε μετά από αυτή τη διόλου τυχαία πράκαμψη: ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι άλλοι οι οποίοι έτσι λένε, και των οποίων την θεωρητική και πλασματική έγκριση ψάχνω όσον αφορά την ενασχόληση μου με τα games;
Ποιοι είναι αυτοί των οποίων την αποδοχή ψάχνω, αυτό το σιωπηρό νεύμα ως παραδοχή ότι τώρα ανήκω σε ένα φοβερό κλαμπ, που γι’ αυτόν τον λόγο επιλέγω να παίξω το παιχνίδι που λένε ότι είναι απ’ τα καλύτερα παιχνίδια ever;
Αφού το παιχνίδι δεν το απολάμβανα, τι ακριβώς ήταν αυτό το οποίο ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου συνεχίζοντας να προσπαθώ να το τελειώσω; Επαναλαμβάντονας από μέσα μου ότι πρέπει να το τερματίσω;
Προφανώς ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να πιάσω ένα μεγάλο και απαιτητικό παιχνίδι και να μην το εγκαταλείψω. Ότι μπορώ να απολαύσω έναν τίτλο ο οποίος δεν βρίσκεται ανάμεσα στα είδη που συνήθως παίζω και να τον ευχαριστηθώ χωρίς πρόβλημα.Συνήθως δεν τα πάω πολύ καλά με παλιά παιχνίδια που δεν είχα παίξει μικρός, και το να τερματίσω το Planescape θα σήμαινε ότι θα μπορούσα να διευρύνω τους ορίζοντες μου με λίγο πιο κλασικά παιχνίδια. Τέλος, αυτοί οι άλλοι οι οποίοι λένε ότι το PS:T είναι αριστούργημα, είναι συνήθως ψαγμένοι, καλλιεργημένοι gamers με άποψη οι οποίοι μπορούν να διαβάζουν πολύ κείμενο, να ψάχνουν πολύ το lore με τις ώρες, να αφοσιώνονται σέ έναν κόσμο πραγματικά.
Ολα αυτα είναι στοιχεία τα οποία, ας μην το κρύψουμε, το λιγότερο ζηλεύω λιγάκι. Παίζοντας το Planescape, γινόμουν κι εγώ λίγο πιο ψαγμένος, λίγο πιο έξυπνος και υπομονετικός, και με έφερνε λίγο πιο κοντά στους πραγματικούς φίλους του fantasy, κάτι που πάντα μου άρεσε σαν fandom και κοινότητα αλλά πάντα βαριόμουν την εμμονή με την medieval/LotR /high fantasy αισθητική, και είναι κι ένας λόγος που προτιμώ το World of Darkness, απ’ το λίγο που έχω παίξει, απ’ το D&D.
Πες μου ποιο παιχνίδι θα ήθελες να σου αρέσει, να σου πω ποιος θα ήθελες να είσαι, άρα, κατα βάθος, τι πιστεύεις ότι δεν είσαι, τι πιστεύεις ότι σου λείπει.
Δηλαδή δεν πιστεύω ότι είμαι αρκετά έξυπνος; Ότι δεν έχω υπομονή; Ότι δεν είμαι ενδιαφέρων άνθρωπος και επομένως χρειάζομαι την ενασχόληση με κάτι τέτοιο για να εμφυσηθώ με λίγη από την γαμηστεροσύνη ενός γαμηστερού παιχνιδιου, μπας και μου κολλήσει κάτι; Σαν ψυγείο που μυρίζει γιαουρτίλα ή πιάτα που ζέχνουν αυγουλίλα, ακόμα κι αν τα εν λόγω γιαούρτια και αυγά αφαιρεθούν και κάθε εναπομείναν ίχνος τους σχολαστικά καθαριστεί, έτσι ήθελα κι εγώ να εμποτιστώ με αυτό το κάτι της Planescapeίλας;
Μπορεί να το πήγα στο πολύ ψυχολογικό τώρα, αλλά ο αρχικός λόγος που άρχισα να γράφω αυτό το ποστίο ήταν άλλος. Θα γίνει προφανής ευθύς αμέσως. Ναι, το αποφάσισα μόνο 1000 λέξεις αργότερα.
Ας πάρουμε το Έγκλημα και Τιμωρία. Αυτό είναι ένα βιβλίο το οποίο ξεκίνησα να διαβάζω πριν τρία περίπου χρόνια. Όπως και το Planescape, έχει εκθειαστεί από πολλούς στο περιβάλλον μου αλλά και εκτός αυτού φυσικά, καθώς θεωρείται ιερή αγελάδα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εκ των πραγμάτων κομμάτι του κανόνα, κάτι που δεσπόζει σε κάθε λίστα του στιλ «τα βιβλία που πρέπει να διαβάσεις αν δε θες να λέγεσαι μιαρή πλέμπα.» Ήθελα να το δοκιμάσω και ως μια ευκαιρία να διευρύνω τους αναγνωστικούς μου ορίζοντες, ορμώμενος γενικα απ’ το ότι συνήθωςτα κλασικά τα βαριέμαι γιατί μου φαίνονται τετριμμένα σε θεματολογία. Επειδή κάπου-κάπου νιώθω ενοχές γι’ αυτό μου το γούστο που αποκλείει τα κλασικά λόγω βαρεμάρας, που μου απειλεί το κύρος του εναλλακτικού, σκεπτόμενου ανθρώπου με περίπου τον ίδιο τρόπο που έχει όταν πιάνομαι στα πράσα να σκαλίζω την μύτη μου, ακριβώς όπως και με τα RPGs, σκέφτηκα πως ήταν καλή ευκαρία να δοκιμάσω στ’ αλήθεια τα όρια των γούστων μου.
Με λίγα λόγια λοιπόν δοκίμασα να το διαβάσω για πάνω κάτω τους ίδιους λόγους που δοκίμασα να παίξω το Planescape. Μπορείτε να μαντέψετε τη συνέχεια;
Δεν το τελείωσα ποτέ, το άφησα στη μέση.
Η διαφορά είναι ότι με το που το έκανα αυτό, απλά είπα «ίσως μια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή στη ζωή μου», ξέροντας ενδόμιχα ότι κατα πάσα πιθανότητα δεν θα το τελειώσω ποτέ. Ότι αυτό είναι το γούστο μου, ότι από την λίγη και αποτυχημένη εναχόληση μου, δεν μ’ αρέσουν οι κλασικοί, μακάρι να μου άρεσαν φίλε, αλλά… Αλλά! Τέλος.
Εκεί που θέλω να καταλήξω, αν και δεν είναι προφανές μεχρι τώρα, είναι ότι κάτι με εμποδίζει το να πω το ίδιο με τόση ευκολία για το Planescape. Και κάτι μου λέει ότι αυτό το κάτι είναι ότι το Planescape είναι παιχνίδι.
Πάρτε μια στιγμή ταινίες, μουσική, βιβλία, σειρές. Ή γιατί όχι, ταξιδιωτικούς προορισμούς. Με ποια βάση επιλέγετε το σε τι θα αφιερώσετε τον χρόνο σας; Σας έρχεται αλήθεια ποτέ κάποιο άγχος ότι δεν θα καταφέρετε να επισκεφθείτε όλους τους προορισμούς που αξίζουν στον κόσμο; Έχετε την κρυφή ελπίδα ότι μια μέρα θα δείτε όλες τις ταινίες που θα λατρεύατε αν είχατε μόνο την ευκαιρία να τις δείτε όλες; Θα ανακαλύψετε όλες τις μουσικές που θα θέλατε να ανακαλύψετε; Τα βιβλία;
Δεν ξέρω στ’ αλήθεια για σας, αλλά αν μου μοιάζετε έστω και λίγο, θα σκέφτεστε ότι ο κόσμος είναι μεγάλος και δεν υπάρχει περίπτωση να τα βιώσετε όλα, και γι’ αυτό πορεύεστε με σημαία ένα υποβόσκον «ό,τι κάτσει». Αλήθεια, πόσο διαφορετικά είναι τα κριτήρια μας όταν γνωρίζουμε ανθρώπους και αναγνωρίζουμε χαρακτηριστικά που μας αρέσουν; Δεν ψάχνουμε τελικά όλοι σε μεγάλο βαθμό σε νέους ανθρώπους τα ίδια πράγματα που ψάχνουμε όταν ψάχνουμε ασχόλιες, αποδράσεις, ιστορίες για τον εαυτό μας στις οποίες θα μπορέσουμε να χαθούμε;
Κάποτε είχα διαβάσει για έναν Έλληνα ο οποίος είχε ταξιδέψει σε κάθε χώρα της γης και είχε ανακαλύψει ότι για κάθε ταξίδι που κάνεις θες μετά να πας άλλα δύο, κι έτσι καταλήγει η λίστα με τα ταξίδια που θέλεις να κάνεις να είναι πάντα τουλάχιστον διπλάσια σε έκταση από αυτή με αυτά που έχεις όντως κάνει. Το καλύτερο; Αυτο δεν φαίνεται να αλλάζει, είτε δεν έχεις βγει ποτέ απ’ τη χώρα σου είτε τις έχεις δει κυριολέκτικα όλες. Προφανώς ο κόσμος είναι φαινομενικά άπειρος. Κυριολεκτικά δεν διαθέτουμε τα νοητικά μέσα για να μπορέσουμε πότε να φανταστούμε πόσο πολλοί άνθρωποι και πόσες ιστορίες υπάρχουν, κι αυτό ευτυχώς κάποια στιγμή το αποδεχόμαστε φυσικά. Σχεδόν όλοι.
Σε αντίθεση με όλους αυτούς τους τομείς της ανθρώπινης εμπειρίας οι οποίοι είναι αυτονότητα και αυταπόδεικτα αχανείς, νιώθω εδώ και πολλά χρόνια ότι τα games δεν ανήκουν μεταξύ αυτών, το οποίο είναι περίεργο, γιατί φυσικά τώρα το 2015 βγαίνουν περισσότερα παιχνίδια παρά ποτέ. Για κάποιον λόγο όμως μου δίνεται η εντύπωση ότι αν ήθελα να παίξω ό,τι αξίζει να παίξω, αυτό θα ήταν μέσα στη σφαίρα του δυνατού. Ήδη έχω τα μισά συγκεντρωμένα όμορφα κι ωραία στο Steam Library μου. Πρόκειται φυσικά για πελώρια πλεκτάνη. Βέβαια, αν ήθελα ποτέ να χαρίσω κάποιο, δεν θα μπορούσα να το κάνω. Αυτή την αίσθηση της ντουλάπας που είχε μέχρι χτες ρούχα που χάρισες και τώρα είναι υπέροχα άδεια; Ε, αυτή την εμπειρία δεν θα στη δώσει το Steam ποτέ. Μα ποτέ.
Νιώθω ένα μεγαλύτερο άγχος να παίξω αυτά «που πρέπει να παίξω» κι ότι αν δεν το κάνω δεν θα είμαι τόσο ενημερωμένος gamer, παρά ας πουμε ότι πρέπει να διαβάσω βιβλία τα οποία είναι γνωστά και θεωρούνται must. Δεν θα σχολιάσω περισσότερο σε αυτό το σημείο το γιατί είναι σημαντικό για μένα υποσυνείδητα ή συνειδητά να είμαι ενημερωμένος gamer, νομίζω έγραψα ήδη αρκετά. Με απλά λόγια όμως, στα βιβλία μου φαίνεται σχεδόν αυτονόητο ότι τα γούστα καθορίζουν τον χώρο που κινούμαι και δεν χρειάζεται να διαβάσω όλα τα νέα best-seller για να θεωρώ τον εαυτό μου σωστό αναγνώστη. Το γούστο μου καθορίζει τις επιλογές μου. Με τα games αυτό δεν συμβαίνει. Το marketing των ενημερωτικών game sites κι όλου του τρόπου που έχει στηθεί η πώληση παιχνιδιών σε εποχές κρίσης φαίνεται να πιάνει πολύ καλά σε μένα, καταφέρνοντας να μου πουλήσει παιχνίδια μόνο και μόνο με την υπόσχεση του παιχνιδιού και τι αυτό θα μου προσφέρει, χωρίς απαραίτητα να το παίζω τελικά ποτέ. Είναι σαν το να ευχαριστιέσαι ένα παιχνίδι ως παιχνίδι να είναι το λιγότερο. Τι έχω χάσει ρε παιδιά;
Σίγουρα όμως δεν είναι μόνο το marketing. Πραγματικούς φίλους βιβλιοφάγους που να ακολουθούν τα τεκταινομενα δεν έχω. Ωστόσο έχω πολλούς φίλους gamers με τους οποίους νιώθω λιγάκι πιο αποκομμένος κάθε φορά που δεν μπορώ να συζητήσω μαζί τους ένα νέο παιχνίδι, πόσο μάλλον πιο συγκεκριμένα αυτά τα ψιλοάκυρα τα οποία επιλέγω εγώ να παίζω συνήθως και λίγους ξέρω με τους οποίος θα μπορούσα να μιλήσω για αυτά ή να τα παίξουμε μαζί.
Θα μπορούσε η ανάγκη μου να παίξω να είναι ενδόμυχος τρόπος να αντιμετωπίσω την αδυναμία μου να κρατήσω κοντά μου ανθρώπους με τους οποίους έχουμε συνεχώς λιγότερα σημεία επαφής και απομακρυνόμαστε;
Και μια στιγμή. Σε ποιο σημείο τέλος πάντων όλης αυτής της ανάλυσης θα έρθει να κουμπώσει το ότι μιλάμε απλώς για παιχνίδια; Για χιλιάδες πραματάκια τα οποία οποία έχουν κατασκευαστεί για να κονταροχτυπηθούν για το ποίο θα κερδίσει την προσοχή, τον χρόνο και τα χρήματα μας, όλοι πόροι περιορισμένοι, με πρώτον απ’ όλους να είναι προφανέστατα, αφού έχουμε την πολυτέλεια να γράφω και να διαβάζετεαυτά τα κατεβατά, την προσοχή; Είναι αλήθεια ότι μου δίνουν μια καλή δικαιολογία για να μην σκέφτομαι το ότι θα μπορούσα να δημιουργώ. Και μάλιστα λένε ότι ένας από τους λόγους που τόσοι από εμάς τους δυτικούς βολεμένους πάσχουμε από κύματα κατάθλιψης είναι ότι μας έχουν δοθεί τόσοι διαφορετικοί τρόποι να γίνουμε παθητικοί καταναλωτές media και πληροφορίας (μάλλον ποτέ ο δείκτης δημιουργίας/κατανάλωσης μας δεν ήταν πιο χαμηλά) και βρισκόμαστε να σπαταλάμε τόσον χρόνο, λεφτά και φαιά ουσία για τις συλλογές από παιχνίδια, ταινίες, σειρές μας κτλ, που τελικά ατροφεί η επαφή μας με το δημιουργικό μας κομμάτι και σιγά-σιγά μπαίνουμε στη διαδικασία να αναρωτιόμαστε: what’s the point?
Αν το παραπάνω όντως ισχύει, τι είναι αυτό που αποφεύγουμε πεισματικά να δημιουργήσουμε και με την πρώτη ευκαιρία, σαν αυτόματο ανακλαστικό, καταφεύγουμε στην ζεστή θαλπωρή της γνώριμης παθητικής καταναλωτικής, στο οποίο πατάει η βιομηχανία των games αλλά και διάφορων άλλων θεαμάτων;
Δεν θέλω να συνεχίσω να ανησυχώ και να προβληματίζομαι για ανούσια θέματα. Θέλω να δημιουργήσω, θέλω να ανακαλύψω. Θέλω να παίξω, αν όχι πάνω απ’ όλα, σίγουρα γενικότερα στη ζωή. Το παιχνίδι είναι ζωή. Αλλά θέλω ό,τι κάνω να το ευχαριστιέμαι, όχι να κάνω κάτι ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα το ευχαριστηθώ. Δεν γίνεται να συνεχίσω να τρέφω αυταπάτες ότι μια μέρα θα έχω χρόνο για όλα, για όλους, για το παντού. Εσείς κι εγώ ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλα φαίνονται να αιωρούνται μπροστά μας, έτοιμα να τα αρπάξουμε. Αλλά όταν έχεις μπροστά σου 500.003 πράγματα αντί για 3, πόσο πιο δύσκολο είναι να απλώσεις το χέρι για να διαλέξεις ένα; Θα μπορούσε να είναι αλήθεια, όπως στο λινκ που μόλις παρέθεσα, ότι όσες πιο πολλές επιλογές έχει κανείς, τόσο λιγότερο ικανοποιημένος και ευχαριστημένος μπορεί να είναι; Εδώ σε μια ταβέρνα πας και σου παίρνει μισή ώρα να παραγγείλεις…
Επιστρέφω σε αυτόν τον προβληματισμό του «πρεπει να κάνω το ένα ή το άλλο για να είμαι ενημερωμένος/ψαγμένος/αποδεκτός και όχι επειδή με ενδιαφέρει πραγματικά» αρκετά συχνά, και νομίζω ότι είναι από τα μεγάλα μου μπλοκαρίσματα για να ξεκινήσω δημιουργικές διαδικασίες που τις χρειάζομαι επειγόντως. Τα games είναι από τα πράγματα που είναι μαζί μου το περισσότερο διάστημα γι’ αυτό είναι και πιο δύσκολο για μένα συναισθηματικά να κοιτάξω αυτό το κομμάτι του εαυτού μου πραγματιστικά και να δω ειλικρινά ποια θέλω να είναι η σχέση μου με αυτό. Πολλά από αυτά που αναφέρω παραπάνω σε σχέση με αυτό είναι απλά αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις που με κρατάνε κάπου που δεν θέλω να ‘μαι.
Συγνώμη Nameless One. Μπορεί μια μέρα να μάθω την ιστορία σου και του κόσμου σου του Sigil με τις πολλές πύλες που όντως φαίνεται συναρπαστικός. Αλλά κι αν αυτό δεν συμβεί, απλώς θα παραμείνεις ένας ακόμα nameless one μεταξύ πολλών. Έντιμων, ενδιαφέροντων nameless με τους οποίους, πολύ απλά, ε… δεν έκατσε.
Σχετικό ποστ που έγραψα πριν δύο χρόνια: First World Άγχος
EARWORM GARDEN // STEAM MONSTER SUMMER GAME 2015
Have you watched The Perfume? Do you know this scene? The music above is the soundtrack to the lizard-brain serotonin-releasing real-world fugue-state equivalent your future self will look back to in the same kind of shame you experience when people retell you, with great amusement they do not want to show, your drunk adventures from last night you only remember disconnected pictures of.
EUROGAMER HAS DROPPED REVIEW SCORES
Here’s the article. I’m posting it here because it’s a spot-on write-up on the ways the industry is changing, that is slowly, imperceptibly to the unaware, but no less fundamentally. On top of that, it’s a decent rating system they’ve changed to: recommended, essential, nothing, or avoid. I like that the default is no rating at all.
Things have come a long way. I’m glad to see developments in how we look at games, criticism, journalism and game development itself, but also what new kinds of synergy and interaction have emerged between the audience, developers and reviewers.
ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ 3DS ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΑΓΟΡΑΖΕΙΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙΣ
Ετοιμαστείτε για πολλά italics.
Ήθελα να ξεκινήσω να γράφω αυτό το ποστίο στα αγγλικά. Συνήθως αποφασίζω να γράψω στα αγγλικά γιατί έτσι δεν αποκλείω κανέναν που να μπορεί τουλάχιστον να διαβάσει στην τρέχουσα παγκόσμια γλώσσα, και γενικά μου αρέσει, αν και έχω παρατηρήσει ότι γράφω αρκετά διαφορετικά σε ύφος και τόνο όταν δεν γράφω στα αγγλικά. Τέλος πάντων, αποφάσισα σήμερα να γράψω στα ελληνικά γιατί μερικές φορές καταφέρνω να γράψω λίγο πιο συναισθηματικά έτσι και το σημερινό ποστίο έχει να κάνει με τα πάντα εκτός απ’τη λογική.
Soundtrack:
Μουσική από ένα παιχνίδι το οποίο με έκανε να αισθανθώ μοναξιά, μελαγχολία, μαγεία και ομορφιά – όχι νοσταλγία- ως ενήλικος qb. Το βάζω εδώ γιατί ήταν πολύ έντονο το συναίσθημα όταν το άκουσα τελευταία φορά με τη Δάφνη πριν 2 μέρες. Άκουγα την μουσική προσεκτικά – δεν ήταν απλά video game music που μου αρέσει σήμερα επειδή μου άρεσε πριν 10 ή15 χρόνια. Tο ότι με έκανε να θέλω να χρησιμοποιήσω ενεργά την ακοή μου για να το απολαύσω ήταν μια αποκάλυψη. Το παραθέτω εδώ ως soundtrack για το post και ένα μικρό φόρο τιμής για ένα παιχνίδι για το οποίο πολύ λίγα έχω γράψει (αν και κάποια έχω πει) σε σχέση με το πόσα νιώθω για αυτό, κι ας το έχω παίξει σχετικά λίγο. Για αυτό, για την ιστορία της δημιουργίας του, για τον περίφημο δημιουργό του και τα μεθεόρτια… Μπρρρ. Ανατριχιάζω μόνο που το σκέφτομαι.
Πριν λίγο γύρισα από περίπου 20 λεπτά περπάτημα. Βγήκα να περπατήσω γύρω στις 23:30 για να προλάβω την αλλαγή της ημέρας. Δεν ήθελα ιδιαίτερα να περπατήσω αλλά κάτι με παρακίνησε…
Σήμερα λοιπόν κλείνω 2 βδομάδες με το καινούργιο μου 3DS. Κάτι με έπιασε μετά την επιστροφή απ’την Βουλγαρία και ήθελα να παίξω καινούργια Nintendo games. Συνειδητοποίησα ότι δεν είχα παίξει πραγματικά φορητό της Nintendo από τότε που έχασα το DS Lite μαζί με όλα μου τα παιχνίδια πριν περίπου 6 χρόνια, όταν το παράτησα μέσα σε μια πορτοκαλί τσάντα ένα ωραίο πρωί στη μέση του λιμανιού της Μυτιλήνης μαζί με ένα αντίτυπο του Περί Θανάτου και ξαφνιάστηκα όταν 10 λεπτά αργότερα είχε κάνει φτερά. Από τότε περίπου, και με εξαίρεση το Skyward Sword, σταμάτησα να ακολουθώ την Nintendo και τις νέες τις δημιουργίες, και αρκετές φορές έχω πει ότι δεν νιώθω πια πως φτιάχνει παιχνίδια που απευθύνονται σε μένα. Eίχα την αίσθηση πως ξεπέρασα την Nintendo όπως μια μέρα ξεπερνάς τον παιδικό σου έρωτα που ήσασταν μαζί από το δημοτικό μέχρι το τρίτο έτος αλλά μια μέρα, ε, απλά ήθελες να δοκιμάσεις κάτι καινούργιο, και μετά δεν υπήρχε επιστροφή.
Έχοντας ακόμα αρκετά χρήματα από το πακετάκι που καθιστά δυνατό το να ζω άνεργος και με ελάχιστο εισόδημα εδώ και περίπου 2 μήνες, αποφάσισα πως θα ήταν επίσης ωραία ιδέα να αγοράσω ένα 3DS για τη Δάφνη, για να παίζουμε Pokémon μαζί, για να παίξει επιτέλους το Ocarina of Time και άλλα που ήθελε να δοκιμάσει. Ήταν ένα μικρό δώρο για την επέτειο της γνωριμίας μας (“you had sex before you kissed?”). Μπορεί η ίδια να μας πει αν το διασκεδάζει, αν και μάλλον ναι, κρίνοντας απ’τις δεκάδες ώρες που έχει ήδη ρίξει στο Pokémon X.
Αγόρασα το 3DS της Δάφνης 150€ μαζί με θήκη, το Street Fighter 4, το Pilotwings Resort και το Ocarina of Time (και το PES ’11, *μπαρφ*) από έναν πιτσιρικά 15 χρονών ο οποίος το πούλαγε γιατί ήθελε να μαζέψει λεφτά για PS4 και το Destiny. Όταν βρήκα την αγγελία απ’το Aggeliopolis και τον πήρα τηλέφωνο για να κανονίσουμε την συναλλαγή, τελικά συνεννοήθηκα με τον πατέρα του, ο οποίος α) με ρώτησε αν ήθελα την κονσόλα για το δικό μου παιδί, και β) με ρώταγε ξανά και ξανά αν θα την αγοράσω, λες και ήταν κάτι το απίστευο που ένας 25άρης μουσάτος τύπος θα ήθελε να αγοράσει ένα αντικείμενο διόλου ευκαταφρόνητης αξίας απ’τον 15χρονο γιο του. Πριν φύγω ρώτησα τον γιο αν είχε απολαύσει το OoT, και του είπα ότι μικρός ήταν απ’τα αγαπημένα μου παιχνίδια (γι’αυτό θέλω και να το παίξει η Δάφνη). Μου απάντησε ναι. Όταν άνοιξα το 3DS και το Activity Log, είδα πως είχε ρίξει λιγότερο από 10 ώρες στο OoT και πολύ περισσότερες στο Μeet the Robinsons.
Εκείνη την μέρα ήταν επίσης και το πρωτάθλημα Super Smash Bros for 3DS στο (gulp) The Mall. Πήγα με τη Δάφνη και τον Kira, ο οποίος έφερε τον Commander SP και άλλους σκληροπυρηνικούς νιντεντάκηδεςπου με κάνουν να μοιάζω με casual τελευταίας διαλογής. Όλοι συλλέκτες, βέβαια… Αναρωτιέμαι πώς και τόσοι hardcore gamers είναι και συλλέκτες; What is it about hoarding? Τελος πάντων, στο τουρνουά έφτασα στον προημιτελικό, με τον Yoshi κλασικά, not bad για κάποιον που πρώτη φορά έπιανε το παιχνίδι… Την επόμενη μέρα, βρήκα αγγελία για ένα Limited Edition 3DS XL με το ίδιο game το οποίο ξεροστάλιαζα. 180€ αντί για 240€ που έκανε κανονικά, σχεδόν καινούργιο. Όπως έμαθα, ήταν δώρο. Δεν ξέρω γιατί έφυγε από τα χέρια του αρχικού δέκτη και έφτασε στις αγγελίες του insomnia.gr, ομως είμαι σίγουρος ότι είναι μια δακρύβρεχτη ιστορία.
Πολλές ανούσιες λεπτομέρειες για κάτι που δεν έχει καμία σημασία; Κρατηθείτε: την ίδια μέρα, αγόρασα από άλλον πωλητή άλλο ένα 3DS XLγιατί το έδινε 140€ (θα ήταν 120 χωρίς τα παιχνίδια) μαζί με Animal Crossing και Pokémon X , το οποίο έδωσα στη Δάφνη. 20€ για το Pokémon και το Animal Crossing. Not bad. Τσίμπησα από κάπου αλλού (ναι, πάλι μεταχειρισμένο) το Pokémon Υ που παίζω εγώ, και μου ξέμεινε η κονσόλα η οποία χαράζει τώρα τη δική της ιστορία… Ίσως ο Skallamann, το όνομα του Mii που κάνει τις βρωμοδουλειές στο δικό μου στο Puzzle Swap και στο Quest, καταλήξει στα χέρια του Kira. Γιατί όχι;
Τέλος, αγόρασα επίσης το Kingdom Hearts Dream Drop Distance για 10€ για τη Δάφνη, και με άλλα 10€ το Fire Emblem Awakening το οποίο κράτησα εγώ. Με το Winter Promotion 2014 της Νintendo κατάφερα επίσης να κατεβάσω δωρεάν το Zelda: Link Between Worlds, το οποίο με έχει ενθουσιάσει — θυμόμουν όταν είχα δει τα πρώτα βίντεο που είχαν κυκλοφορήσει ότι σκεφτόμουν πως θα είναι βλακεία. So glad I’ve been proven wrong. Man, that’s a lot of games, isn’t it?!
Καλά όλα αυτά. Αλλά όπως προανέφερα, βγήκα και περπάτησα χωρίς να το πολυθέλω για να μαζέψω play coins, ένα εικονικό συνάλλαγμα που κερδίζεται περπατώντας, για την ακρίβεια 100 βήματα για κάθε νόμισμα με μάξιμουμ τα 10 ανα ήμερα, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αγοράσεις βασικά βλακείες: άχρηστα παζλ και καπέλα για τα Mii, και κάποια items ή hints σε μερικά παιχνίδια. Το θέμα είναι ότι με το Street Pass και το τρίτο 3DS, το οποίο υποτίθεται πως θέλω να πουλήσω, έχω εθιστεί στο να χρησιμοποιώ αυτά τα νομίσματα και να ανταλλάζω κομμάτια παζλ και να χρησιμοποιώ τα δικά μου Miis μεταξύ τους για να προχωράω στο quest, κάτι το οποίο πραγματικά δεν έχει νόημα, εκτός απ’το ότι είναι σούούούπερ εθιστικό και σε κάνει να θέλεις να ανοίγεις το 3DS συνέχεια! Έξυπνες κινήσεις Nintendo… Πώς αλλιώς θα έκανες τον κόσμο να θέλει να έχει, για οποιονδήποτε λόγο, περισσότερα από ένα 3DS;
Διαπιστώνω στον εαυτό μου ότι είμαι πολύ επιρρεπής σε πράγματα όπως το StreetPass που έχουν σταδιακή πρόοδο και κατα κάποιον τρόπο παίρνουν τη ζωή και το τι κάνεις σε meta επίπεδο και την κάνουν game — ο Μάριο έκανε μια παρόμοια παρατήρηση για μένα. Απ’τα achievements μέχρι το Μеmrise κι απ’το last.fm μέχρι αυτή τη κολλητική χαζομαρούλα με τα StreetPass και τα play coins: streaks, ημερομηνίες, δεδομένα, αυτό το πολύ περίεργο και πρωταρχικό συναίσθημα του να ολοκληρώνεις κάτι στο οποίο πατάει και το 7×7 challenge, π.χ. Γι’αυτό το HabitRPG μου άρεσε τόσο, αν και το σταμάτησα γιατί πολύ συχνά έχανα μέρες, όχι επειδή δεν είχα κάνει τα daily quests μου αλλά επειδή έμενα έξω και μακριά από τερματικό ικανοποίησης συνηθειών i.e. τον υπολογιστή μου ή κάποιο smartphone και έτσι πέθανα χωρίς λόγο ουκ ολίγες φορές. Γενικά, I don’t get it and it’s scary.
Μπαίνοντας σε αυτό τον κόσμο μετά από χρόνια, του «αγοράζω ένα κομμάτι hardware για να παίζω games», ξαναβλέπω–όχι πως το είχα ξεχάσει–πως οι gamers είμαστε ουσιαστικά και πολύ βασικά απλά καταναλωτές, και μάλιστα από τους πιο αφωσιομένους, ξεδιάντροπους καταναλωτές που υπάρχουν. Όσο πιο μεγάλος καταναλωτής, τόσο πιο gamer. Νέες πανάκριβες κυκλοφορίες, κονσόλες, προσφορές, συνεχώς το κυνήγι του καινούργιου, μια έλλειψη ικανοποίησης που πλανάται στον αέρα… Πόσοι gamers δεν είμαστε ανισόρροποι και, όπως δείχνω σε αυτό το post, ψάχνουμε στα παιχνίδια μια γλύκα για να πνίξουμε την έλλειψη κατεύθυνσης μας; Τι θα μας σώσει;
Νιώθω πολύ άδειος δημιουργικά αυτόν τον καιρό μετά την Βουλγαρία (και όσο ήμουν στην Βουλγαρία…) γι’αυτό και νομίζω ότι έχω στραφεί στο gaming περισσότερο απ’ότι συνηθίζω πια. Επιπλέον, πιστεύω ότι υπάρχει άμεση σύνδεσημεταξύ της έλλειψη έμπνευσης μου και την ξαφνική μου πόρωση με το να ψάχνω προσφορές για μεταχειρισμένα games παντού, ταυτόχρονα μην παίζοντας τα πρόσφατα αγορασμένα μου παιχνίδια στο Steam αλλά και σπρώχνοντας μακριά τον σωρό από άλλα πράγματα, δημιουργικά και μη, τα οποία θα μπορούσα να κάνω στον ελεύθερο μου χρόνο.
Ρωτώντας τον εαυτό μου τι θα ήθελα περισσότερο, ένα Wii U ή ένα ποδήλατο, η λογική μου απάντηση είναι ξεκάθαρα ποδήλατο: θέλω ένα μέσο μεταφοράς το οποίο θα με γυμνάσει, ειδικά τώρα που το τρέξιμο έχει φουντάρει, θα μου επιτρέψει τα κάνω τα μεγάλα ταξίδια με το ποδήλατο που πάντα ονειρευόμουν και θα με φέρει πιο κοντά σε αυτόν τον κόσμο ο οποίος με συναρπάζει και έχω απομακρυνθεί από τότε που άφησα την Μυτιλήνη. Η συναισθηματική μου επιλογή όμως με έχει κάνει να κοιτάζω αγγελίες για Wii U και καμία για ποδήλατο, ενώ ούτε καν έχω προλάβει να παίξω τα μισά απ’τα ακριβά παιχνίδια που μόλις αγόρασα. Αυτό δηλώνει ένα πράγμα: ότι τα games είναι η εύκολη επιλογή, το χρυσωμένο χάπι που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο με κρατάει ακριβώς στο σημείο που βρίσκομαι. Το Wii U θα με κρατήσει σπίτι, το ποδήλατο θα με αφήσει να φτάσω μακριά με τη δύναμη των ποδιών μου. Και οι δύο επιλογές είναι καταναλωτικές, αλλά μόνο η μία είναι συμβόλαιο και υπόσχεση κατανάλωσης και στο μέλλον.
Ένα άλλο παράδειγμα: ήδη κάπως έχω πειστεί ότι πρέπει να αγοράσω το παραπάνω όταν βγει. Λες και δεν υπάρχουν πολύ καλύτεροι τρόποι να χρησιμοποιήσω τα χρήματα μου, ή λες και το ωραίο 3DS που έχω μόνο 2 βδομάδες πρέπει να αντικατασταθεί το συντομότερο. Έχουμε τρελαθεί… Σε παρακαλώ qb του μέλλοντος, μην ενδώσεις!
Don’t get me wrong–of course I love games: playing them, reading about them, writing about them. Αυτό όμως που συμβαίνει εδώ, κυρίως με το Steam και με τις πρόσφατες αγορές μου, είναι ότι η αγορά νέων (και μεταχειρισμένων, το ίδιο είναι για μένα) παιχνιδιών ικανοποιεί μια περίεργη, διεστραμένη ανάγκη η οποία με βαραίνει–πολύ διαφορετική απ’το ίδιο το παίξιμο. Συχνά άλλωστε λέμε με την Δάφνη, και όλοι οι παίκτες το ξέρουν αυτό, πως είναι ώρα να σταματήσουμε να αγοράζουμε παιχνίδια και να αρχίσουμε να τα παίζουμε! Έχουμε συζητήσει να κάνουμε μια συμφωνία να μην αγοράσουμε νέα παιχνίδια πριν παίξουμε τουλάχιστον κάποια απ’όσα έχουμε, αλλά είναι τόσο φοβιστική αυτή η δέσμευση που την αποφεύγουμε.
Εγώ μπορώ να κάνω την αρχή, λέγοντας πως δεσμεύομαι, εδώ και τώρα, να μην αγοράσω νέο παιχνίδι, και να μην κατεβάσω νέο game για το Wii, και να παίξω μόνο αυτά που έχω τώρα στη διάθεση μου, μέχρι το τέλος του χρόνου, και με δυνατότητα επέκτασης. Περίπου για τον ίδιο λόγο αποφάσισα να μην πάρω τη δουλειά σύνταξης για το GameWorld.gr, εκτός απ’το ότι ο ιδιοκτήτης έχει πολύ άσχημη φήμη στην πιάτσα–μα να κακοπληρώνεσαι και να μην έχεις χρόνο να παίξεις αυτά που θέλεις; Για να δούμε τι θα γίνει από αυτό. Ό,τι θέλω να παίξω στο μεταξύ θα το γράψω σε μια λίστα για αγορά στο μέλλον. Και για αυτήν την προσφορά του Wii U με το Smash το οποίο θα είναι στα 240€ για τα Χριστούγεννα για την οποία έχω ακούσει και την λιγουρεύομαι… Ε, καλύτερα να πάρω ποδήλατο αν είναι να πάρω κάτι, έτσι δεν είναι;
Συνδυάζεται καλά και με το 3DS.
Διαβάστε επίσης:
First World Άγχος (πάνω-κάτω τα ίδια έγραφα πριν έναν χρόνο. Ωιμέ!)
Steam, we’ve got to talk.
Το χακεμένο Wii μου είναι η νέα γενιά games.
TO THE MOON REVIEW
Got this from some gog.com sale and left it unplayed for much too long like most games bought in truckloads for cheap, which is the fashionable way of purchasing fresh electronic entertainment, at the very least for the PC.
In a way, it’s quite incredible that this piece of work managed to become as famous as it has. It was declared indie RPG of 2011 (released exactly three years ago, hm), won Gamespot’s Award for Best Story of the same year, has appeared in Humble Bundle, GoG and other services and generally… it’s been talked about a lot.
Why is it incredible? The game has the feeling it could have been a university project made by an undergraduate in game design. It’s very indie, and not in the hipster sense, as is for example Sword and Sworcery EP–it’s the b-movie kind of indie. The characters are indie. The story is indie. The gameplay is… yep, indie, in the sense that there’s very little of it, which seems to be a respectable, if not slightly self-defeating, trend within the bounds of the independent gaming scene. To be honest, this game is not an RPG in any way, even if it was made in RPG Maker XP and somehow won the award for the genre in 2011. Scratch that: To The Moon is hardly a game at all. That said, perhaps the mere fact is its greatest strength.
What I enjoyed:
• the plot reminded me of and was obviously inspired by Eternal Sunshine of the Spotless Mind, which happens to be one of my favourite movies ever: one part science fiction, two parts emotion, half a part (or so) quirk;
• it was short: in a world where story-driven games are typically much longer than your average novel but rarely pack even half the punch, To The Moon kept it short and sweet;
• the original soundtrack: probably what To The Moon became most well-known for, this game is quite a unique case in that one of the composers was its director as well (Kan Gao)–that’s some auteurship right there (music sample);
•that 16-bit style reminded me of all the similar games I never finished–looking at you, FF6 and Chrono Trigger… will I ever know if their endings were any good?
• “Every star is a lighthouse…” That was a beautiful image.
What I didn’t enjoy:
• the humour! Too millennially, too redditty. Don’t get me wrong, I can enjoy my lolcats, sure, but you can actually be funny without resorting to memes and gaming pop culture all the time;
• gimmicky gameplay, or what little there is of it: maybe it would have been better as a visual novel;
• the plot was basically animé melodrama; okay, it’s an interesting foray for the medium, but really… I mean [SPOILERS], only in anime do you have these life-long relationships that begin in early childhood;
•the characters: they didn’t do it for me; it was more about the situations;
•ending: see above. I can’t think of a single anime movie or series that a had a satisfying ending. Yes, it was sad and apparently it made a lot of grown men cry, but… but!
What I will remember:
• how it made me feel about my own childhood and lack of… well…
• the portrayal of memory links: it was annoying to play through but it was an interesting idea;
I would recommend it to everyone who:
• is interested in what else games can be today, what the next frontier for the medium could be. In other words, a game doesn’t need to be a game. Hell, we don’t even have the necessary vocabulary for all this yet!
• thinks that one has to be a genius at programming and/or art to make his or her own game; no, people: all it takes is an idea or a message one feels the need to express, a basic tool and dedication; then it might go on to become a success out of nowhere, who knows? Again, this could have been a university project!
qbdp Episode #5: Ας μιλήσουμε για γκέιμς
Βγάζουμε το άχτι μας και τα χώνουμε με τη Δάφνη σε γκέιμερς, την κοινότητα των γκέιμερς, τη βιομηχανία των γκέιμς… Αναρωτιόμαστε τι εστί τελικά γκέιμερ, πώς μπορούμε να επιζήσουμε στον κόσμο του infinite novelty, γιατί διαλέγουμε να παίζουμε αυτά που παίζουμε, πώς μπορούμε εμείς οι ίδιοι να γίνουμε καλύτεροι παίχτες και πολλά άλλα.
Προσοχή: Αν προτιμάτε το WoW απ’το Civilization συνιστάται να αποφύγετε την ακρόαση του συγκεκριμένου (προβοκατόρικου!) επεισοδίου!
Playlist:
Soundself
This looks like it could have been made -at a basic level at least- in Extending Perception, Extending Action from last July. *sigh* What beautiful memories. I haven’t really posted here about that, have I? About that and the whole Academy of Fine Arts and my rejected application for the Digital Arts MA last autumn? I already feel a kind of perverse nostalgia about the time when that window seemed momentarily open. I’m content with how things have unfolded so now worries, though.
Back to Soundself:
Antichamber is pretty good and the sound design is decent too. I’m looking forward to this, so much so that I wanted to contribute to their Kickstarter, something that I’ve to date never done before. Too bad having to say goodbye to ~€280 for German + Spanish B2 exam fees today and the €4 left in my bank account don’t exactly help. No complaints here either. Just saying.
Doesn’t this look cool too? Deep Sea: The scariest game ever
Diablo Swing Orchestra
There I was sitting with Mordread, listening to music on Youtube, him playing Curiosity and me looking up stuff on SCP after we played the game (great idea and SCARY AS HELL, must look into it more — I know I’d never discover such a thing on my own) when I randomly click on a video that piqued my interest. Enter Diablo Swing Orchestra; can you imagine metal with trumpets and some cello ever sounding good? Well it does. A lot. A whole lot. This is a great discovery — once again, chance leads to things much greater than purposefully looking for new music!