Review: Εκατό χρόνια μοναξιά

Εκατό χρόνια μοναξιά
Εκατό χρόνια μοναξιά by Gabriel Garcí­a Márquez
My rating: 5 of 5 stars

Λίγες φορές έχουμε την ευκαιρία στον χώρο της λογοτεχνίας ή της καλλιτεχνικής αφήγησης να παρατηρήσουμε την ιστορία μιας ολόκληρης οικογένειας αντί μόνο ενός χαρακτήρα. Στην περίπτωση του Εκατό Χρόνια Μοναξιά, δεν προκείται απλά για μια οικογένεια ως ένα σημείο στον χρόνο –«αυτοί είναι οι γονείς, αυτά είναι τα παιδιά, αυτό είναι το ευρύτερο σόι, ας βουτήξουμε στην δράση»– αλλά για μια οικογένεια της οποίας την ζωή και την ιστορία διαβάζουμε λες και ήταν ενός ανθρώπου, με την γέννηση του, την ακμή του, την παρακμή του, τις κακές συνήθειες και τις εμμονές του.

Οι Μπουενδία (Καλημέρηδες!) είναι μια καταραμένη οικογένεια σε έναν υπερρεαλιστικό κόσμο, με την έννοια του hyper-real και όχι του sur-real, αν και για να είμαι ειλικρινής πολλά από τα σουρεαλιστικά που κάνουν την εμφάνιση τους στο βιβλίο με κάνουν να αναρωτιέμαι για το ποια ακριβώς είναι η διαφορά. Συμπρωταγωνιστής αυτής της καταραμένης οικογένειας είναι το Μακόντο, το χωριό που ιδρύει ο πρώτος Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία και η γυναίκα του Ούρσουλα σε βάλτους της Λατινικής Αμερικής που δίνει την αίσθηση του πιο απομονωμένου μέρους του κόσμου.

Στο Μακόντο, η ζωή είναι περίπου όπως την ξέρουμε αλλά όχι ακριβώς. Οι άνθρωποι ερωτεύονται για όλη τους την ζωή, κλείνονται σε δωμάτια τα οποία η σκόνη δεν αγγίζει ποτέ, οι Άραβες πουλάνε ιπτάμενα χαλιά τα οποία είναι ένα καθημερινό και συνηθισμένο θέαμα. Όλα σε αυτόν τον κόσμο δίνουν την αίσθηση της αχαλίνωτης υπερβολής: αν ζήσεις πολύ, θα ζήσεις πάνω από 140 χρόνια. Το πάθος θα είναι ολοκληρωτικό και αδύνατο κανείς να του αντισταθεί και οι επιμιξίες αποτελούν μικρό εμπόδιο, οι βεντέτες θα κρατάνε μια ζωή ή και περισσότερο, οι φόνοι είναι τρομακτικά βίαιοι. Οι Τραγωδίες κάνουν την εμφάνιση τους μόνο με Τ κεφαλαίο. Στον κόσμο του Μακόντο, αν ξεράσεις μια πράσινη γλίτσα γεμάτη βδέλες δεν θα υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Οτιδήποτε το αφάνταστα φρικιαστικό μπορεί να πάρει πραγματική μορφή αλλά κανείς δεν θα του ρίξει δεύτερη ματιά, είναι άλλωστε όλοι συνηθισμένοι σε φαντάσματα, τέρατα, παιδιά με γουρουνίσιες ουρές. Είναι μια απολαυστικά ενισχυμένη έκδοση της πραγματικότητας η οποία παραμένει παραταύτα εξαιρετικά ρεαλιστική, όσο αντιφατικό και αν ακούγεται αυτό. Ακολουθεί το σκεπτικό του αν οι άνθρωποι πιστεύουν σε κάτι, αυτό αρκεί για να το κάνει πραγματικό. Ο Μάρκες παίρνει αυτή την ιδέα, την φέρνει χίλιες βόλτες κι εμείς είμαστε οι εκστατικοί επιβάτες.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η ομώνυμη μοναξιά που χτυπάει την οικογένεια των Μπουενδία είναι πραγματικά ασφυκτική. Γιατί όπως όλα σε αυτό το βιβλίο, η χαζομάρα, η τρέλα και οι φοβίες παίρνουν και αυτές δραματικές διαστάσεις. Τέτοιες διαστάσεις που εμποδίζουν ή γεννάνε μεγάλους έρωτες, κρατάνε παιδιά κλεισμένα σε χρυσά κλουβιά σκαλισμένα με ασημένιους καθολικούς σταυρούς, διαστρευλώνουν και αφαιρούν από τον ιστό της πραγματικότητας μακελειά και πολέμους, σκοτώνουν την χαρά της ζωής. Οι Μπουενδία είναι μια δυστυχισμένη φάρα από την αρχή μέχρι το τέλος της. Η τραγική της μοίρα κρύβει πολλές ειρωνίες της μοίρας. Μια εξ αυτών βρήκα ιδιαίτερα μεγάλη: τον ρόλο της Πιλάρ Τερνέρα στην διαιώνιση των Μπουενδία. Δεν θα γράψω τίποτα περισσότερο για να μην αποκαλύψω περισσότερα απ’όσα θα ήθελε να ξέρει κάποιος ο οποίος δεν έχει ακόμα διαβάσει το βιβλίο. Όπως λέει συχνά και η Ούρσουλα, εν μέρει συνένοχη του αναγνώστη, η τραγική ειρωνεία επαναλαμβάνεται και κάνει κύκλους σε αυτή την οικογένεια η οποία ποτέ δεν μαθαίνει από τα λάθη της και κάθε γενιά είναι γραφτό της να τα επαναλάβει. Πόση αλήθεια του κόσμου δεν κρύβεται σε αυτές τις γραμμές; Αυτό ακριβώς αντικατοπτρίζει και η επιλογή των ίδιων ονομάτων για τα παιδιά των Μπουενδία (πόσοι Αουρελιάνο πια!! Ήταν πραγματικά χρήσιμο το οικογενειακό δέντρο στην αρχή του βιβλίου και κατάφερνε να μην σποϊλεριάζει) η οποία στην αρχή είναι μεν κουραστική αλλά όσο προχωράει το βιβλίο αποκτάει ξεχωριστή σημασία. Η μοίρα των Μπουενδία μπορεί να μην αντικατοπτρίζεται πουθενά καλύτερα απ’ότι στο αρχοντικό τους και την κατάσταση του, την επέκταση και την φθορά με τις δεκαετίες.

Στα Εκατό Χρόνια Μοναξιά, η αλληγορία των Μπουενδία συναντά αυτόν τον υπέροχο υπερ-ρεαλισμό και μαζί δημιουργούν μια συναρπαστική ιστορία η οποία δεν χάνει από πουθενά. Η γενεαλογία των Μπουενδία και η ιστορία της μου κέντρισε το ενδιαφέρον για το τι σημαίνουν οι πρόγονοι και οι γενεαλογίες για τους ανθρώπους γενικότερα — ίσως έχει να κάνει και με το ότι έχω μικρή οικογένεια, καθόλου αδέρφια και ελάχιστους θείους/ες. Τα έξτρα στοιχεία όπως η ματιά στην παράδοση, στην θρησκευτική και «μεταφυσική», γιατί στο Μακόντο δεν υπάρχει μεταφυσική, μόνο φυσική, πίστη και στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής, τουλάχιστον της πατρίδας του Μάρκες Κολομβίας, είναι το αλατοπίπερο της διήγησης. Προετοιμάζομαι ήδη να το διαβάσω και στα ισπανικά. Δεν με νοιάζει πόσο θα μου χρειαστεί: θα το καταφέρω!

View all my reviews

Samsara Trailer

Το Βaraka με εκστασίασε και με συγκίνησε όσο ταινίες μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού ενός ανθρώπου που του έχουν κόψει μερικά δάχτυλα. 20 χρόνια δεν αμφιβάλλω ότι θα έχουν προσφέρει στον Fricke αρκετή σοφία ώστε να καταφέρει να ξεπεράσει ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό του με το Samsara. Πολυαναμένουμε!

 

Ρέμα Πικροδάφνης: μια ζούγκλα καλαμιών στην γειτονιά μας

Ξέρατε ότι υπάρχει ένα ρέμα το οποίο ξεκινάει από τον Υμηττό και καταλήγει στο Παλαιό Φάληρο; Το είχα δει πολλές φορές στην ζωή μου: τις πανύψηλες καλαμιές στο ύψος της Αμφιθέας που στρίβει για Νέα Σμύρνη (πριν την Αχιλλέως) και την γλίτσα και το σκουπιδαριό στα αριστερά της παραλίας του Παλαιού Φαλήρου. Ποτέ όμως δεν μου είχε γεννηθεί η περίεργεια να δω τι υπάρχει στην περιοχή γύρω από αυτό, να μπω στην διαδικασία να αναρωτηθώ ενεργά για αυτό. Δεν πίστευα ότι έφτανε τόσο ψηλά, μέχρι που μια μέρα, χαζεύοντας στο Google Maps, είδα αυτό:

«Όπα! Τι είναι αυτή η γραμμή που διασχίζει την μισή Αθήνα;» Το κακό επιτέλους είχε γίνει. Έπρεπε πλέον οπωσδήποτε να μάθω τι ήταν αυτή η γραμμή και να εξερευνήσω την μυστηριώδη περιοχή η οποία είναι άλλωστε τόσο κοντά στο σπίτι μου.

Κατέβηκα στην στάση του τραμ Αχιλλέως και συνέχισα στην προέκταση της Ελ. Βενιζέλου. Σύντομα έφτασα στις καλαμιές και δεν δυσκολεύτηκα να βρω πολλά ημιεγκαταλειμένα μονοπατάκια ή και απλά σημεία τα οποία δεν ήταν απαγορευτικά απόκρυμνα για να φτάσω στην κοίτη. Υπήρχε τρεχούμενο νερό το οποίο όμως είχε μια πρασινοκαφέ απόχρωση και το μέρος έζεχνε βάλτο. Σκουπίδια — κυρίως πλαστικές σακούλες — έδιναν στο μέρος μια επιπλέον αχρείαστη πολυχρωμία. Οι αθέατοι βάτραχοι σταμάτησαν, μάλλον φοβισμένοι, τις μεσημεριανές τους καντάδες όταν τους πλησίασα προσπαθώντας να ικανοποιήσω την μόνιμη περιέργεια μου εντοπίζοντας τους. Έτσι καμουφλαρίστηκαν τέλεια με τα γήινα χρώματα του νερού και δεν κατάφερα να τους βρω. Ένας τύπος ο οποίος δεν έμοιαζε σαν να ήταν από αυτά τα μέρη είχε βγάλει τα παπούτσια του και έπλενε τα πόδια του στο νερό. Χάζεψα λίγο την σκηνή και έφυγα πριν αναγκαστώ να βγάλω άσχημα συμπεράσματα.

Συνέχισα το ρέμα προς τα πάνω. Δεν ήταν εύκολο να περπατήσω στην κοίτη, δεν ήθελα άλλωστε να βρέξω τα παπούτσια μου με αυτή την ευωδία, οπότε έπρεπε να βρω παράλληλους δρόμους. Παίρνοντας αυτούς τους παράλληλους δρόμους χάθηκα στα στενάκια γύρω από το ρέμα και σύντομα βρέθηκα σε έναν άλλο κόσμο. Κότες τριγύριζαν στις αυλές των χαμόσπιτων με τις τσίγκινες οροφές μέσα από τα οποία ή στις βεράντες αγνάντευαν γιαγιάδες, χελώνες και γάτες λιάζονταν πάνω σε ερείπια ή κοιμόντουσαν στην σκιά των καλαμιών, μπάζα, σκουπίδια και ξεραμένα ανθρώπινα σκατά στόλιζαν την άγρια βλάστηση γύρω από την κοίτη… Μερικών χαμόσπιτων η μόνη σύνδεση με τον έξω κόσμο ήταν μέσω μικρών γεφυριών που διέσχιζαν πού και πού το ρέμα, δίνοντας στο όλο σκηνικό μια λαβυρινθώδη αίσθηση: δεν ήταν πάντα προφανές πώς ήταν δυνατόν να διασχίσω τα γεφύρια γιατί οι δρόμοι στις άκρες τους μπορεί να έρχονταν από κάπου τελείως άσχετα με το σημείο που βρισκόμουν.

Παρα την παρακμή του σκηνικού το ρέμα με γοήτευσε. Ένα μέρος της Αθήνας το οποίο δεν έχει τσιμεντωθεί ακόμα τελείως, όπως ο Ιλισός ή ο Κηφισός, αλλά χαίρει παρόμοιων –εντυπωσιακά χαμηλών– επιπέδων σεβασμού και αγάπης. Η περιοχή αξίζει μια βόλτα ακόμα και μόνο γιατί είναι τόσο διαφορετική από οτιδήποτε άλλο σε αυτό το μέρος της πόλης: τέτοια άγρια βλάστηση, τέτοια άναρχη δόμηση από μονοκατοικίες στην «καλύτερη» των περιπτώσεων, τόσα σκουπίδια… είναι ένα δείγμα της κυρίαρχης νοοτροπίας στην σχέση ανθρώπου-περιβάλλοντος στην Αθήνα, στην Ελλάδα, στην Μεσόγειο και παραπέρα: ότι το περιβάλλον στο οποίο ζούμε είναι συμπτωματικό και δευτερεύον και μόνο αν προσφέρεται για εμπορική εκμετάλλευση μπορεί ποτέ να είναι χρήσιμο. Αλλιώς το να πετάμε τα σκουπίδια μας εκεί δεν πειράζει αφού «ούτως ή άλλως δεν είναι και τίποτα όμορφο, μόνο κάτι καλαμιές είναι…» Τα μεγάλα ξέφωτα, τα γεφυράκια, τα γκράφιτι στην κοίτη, και ο ήχος του τρεχούμενου νερού δεν είναι μόνο καλαμιές. Που και μόνο καλαμιές να ήταν, αυτό θα σημαίνει ότι δεν θα αξίζαν την προσοχή μας αν μέναμε στην περιοχή;

Μια πρόταση μου για την βόλτα, αν σας κίνησα το ενδιαφέρον: πάρτε μαζί σας κάτι να ακούτε στο κινητό ή στο MP3 player σας. Έτσι η δική μου βόλτα έγινε ακόμα πιο μυστηριώδης και εσωτερική καθώς είχα βάλει να ακούω την Δύναμη του Τώρα σε audiobook στο κινητό μου. Το ξέρω ότι το να ακούς κάτι ενώ περπατάς σε αποσπά κατα κάποιον τρόπο από το Εδώ και Τώρα, αλλά μπορεί να προσφέρει και μια άλλου είδους εμπειρία.

Συμπληρωματικό άρθρο του ΣΚΑΪ για το ρέμα της Πικροδάφνης.

 

Aποχή, Λευκό, Άκυρο και ψήφος στα μικρά κόμματα: μύθοι και εκβιασμοί του πολιτικού μας συστήματος

Της Νέλλης Ψαρρού

Επιτέλους, κάποια που να τα λέει όπως θέλουμε να τα διαβάσουμε! Διαφωτιστικό άρθρο που βρήκα και δεν μπορούσα να μην μπω στον πειρασμό να κοτσάρω κι εδώ πέρα. Διευκρινίζει τι ακριβώς σημαίνει το λευκό, το άκυρο, η αποχή και η ψήφος στα μικρά κόμματα. Το ότι δεν ξέρουμε με ακρίβεια τις λεπτομέρειες των λειτουργιών και των περιορισμών αυτών των τρομερά σημαντικών κομματιών του εκλογικού συστήματος δεν είναι καθόλου τυχαίο. Τι λέτε κι εσείς; Τώρα, μπορείτε να κρίνετε εν πλήρη γνώση σας πόσο χρήσιμη είναι η αποχή, το άκυρο ή το λευκό… [ΣτΑ]*
*ΣτΑ=Σημείωμα του Αναδημοσιευτή


Άρθρο δημοσιευμένο στη Χανιώτική καθημερινή εφημερίδα Ο Αγώνας της Κρήτης (21/4/2012).

Πολλά χρόνια τώρα κυκλοφορούν διάφορες φήμες που, ανακατεμένες με ψήγματα πραγματικότητας, συνθέτουν τους σύγχρονους πολιτικούς μας μύθους. Στον διαρκή μύθο που ήθελε το λευκό, για παράδειγμα, να «πηγαίνει στο πρώτο κόμμα» έχει προστεθεί προσφάτως και αυτός που θέλει το 51% των λευκών να ακυρώνει ουσιαστικά την εκλογή ή να στέλνει τους βουλευτές σπίτι τους. Αυτόν τον τελευταίον δεν θα τον πούμε καν μύθο καθώς στερείται και τα όποια ψήγματα αλήθειας μπορεί να επικαλούνταν προς διαστρέβλωση: πουθενά δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από το Σύνταγμα ή τον εκλογικό νόμο, ούτε καν με «τραβηγμένη» ερμηνεία. Άλλωστε, ο εκλογικός νόμος, όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια, προνοεί ακριβώς για το πώς θα αποδυναμώσει την πολιτική διαμαρτυρία. Προφανώς πρόκειται για προπαγάνδα εκπορευόμενη από τα μεγάλα κόμματα που θέλουν να οδηγήσουν τις «ψήφους διαμαρτυρίας» εκτός εκλογικού μέτρου μέσω του λευκού. Αντίστοιχα, ορισμένα μικρά κόμματα εδώ και δύο δεκαετίες προωθούν την μυθοπλασία του «πρώτου κόμματος» ακριβώς επειδή γνωρίζουν ότι οι ψήφοι διαμαρτυρίας στο λευκό είναι χαμένες ψήφοι για τα ίδια.
Αλλά, ας αφήσουμε τις μεθοδεύσεις του καθενός και ας δούμε τι ισχύει στην πραγματικότητα.

Η Αποχή, το Λευκό και το Άκυρο
…ως επιλογές πολιτικής διαμαρτυρίας έχουν διαφορετική βάση για τον καθένα που τις επιλέγει και ως τέτοιες έχουν αναλυθεί ήδη πολλαπλώς. Εδώ θα τις εξετάσουμε ως προς το αποτέλεσμα που φέρουν, στην πράξη δηλαδή, και γι’ αυτό θα τις θεωρήσουμε μια ενιαία θεματική καθώς προκαλούν το ίδιο αποτέλεσμα: και οι τρεις επιλογές βγαίνουν εκτός εκλογικού μέτρου. Για το άκυρο και την αποχή πολύ λογικά δεν υπολογίζονται στο τελικό αποτέλεσμα αφού αυτός είναι και ο σκοπός τους (δηλώνουν επιθυμία αποχής ή ακυρότητα του ψηφοδελτίου, σκοπούμενη ή μη), ενώ το λευκό το χαρακτήριζε πάντα μια ασάφεια, μέχρι πρόσφατα, μιας και η χρήση του ήταν συγκεχυμένη από το νόμο: ενώ η επίσημη χρήση του είναι να χρησιμεύσει ως αναπληρωματικό ψηφοδέλτιο (σε περίπτωση απουσίας ψηφοδελτίων ενός κόμματος, ο υποψήφιος γράφει την επιλογή του πάνω σε αυτό και, αφού σφραγιστεί από τον δικαστικό επιμελητή, λογίζεται ως έγκυρη επιλογή), δίνεται σε όλους τους ψηφοφόρους μαζί με όλα τα υπόλοιπα. Να επισημανθεί ότι, ως το 2006 και ο ίδιος ο νόμος ήταν ασαφής, αφού δεν θεωρούσε την λευκή ψήφο άκυρη αλλά ούτε έγκυρη(!), γεγονός που άφηνε περιθώρια για ερμηνείες. Μάλιστα, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) είχε κρίνει το 2005 με πλειοψηφία 6 προς 5 ότι η λευκή ψήφος διακρίνεται από την άκυρη και αποτελεί ενάσκηση του εκλογικού δικαιώματος, γι’ αυτό και θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν (απόφαση 12/2005). Βέβαια, και αυτή η απόφαση ερχόταν σε αντίθεση με προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις και, επιπρόσθετα, είχε σχολιαστεί αρνητικά ως προς την πολιτική της μεθόδευση: ενέκρινε την προσμέτρηση των λευκών ύστερα από ένσταση του Αχιλλέα Καραμανλή, θείου του πρώην πρωθυπουργού, και μόνο στη δική του περιφέρεια, δίνοντάς του έτσι την βουλευτική έδρα, ενώ στην υπόλοιπη χώρα τα λευκά δεν προσμετρούνταν!
Έτσι, το 2006 η κυβέρνηση, με υπουργό εσωτερικών τον Προκόπη Παυλόπουλο, αποφάσισε να διευθετήσει το θέμα ώστε να μην επαναληφθεί παρόμοιο φαινόμενο (όπως αναφέρει η ίδια η αιτιολογική έκθεση του νόμου) ψηφίζοντας τον νόμο 3434/2006, που προβλέπει ότι: «…κατά την κατανομή των εδρών, καθώς και για τον καθορισμό του εκλογικού μέτρου, τα λευκά ψηφοδέλτια δεν προσμετρώνται στα έγκυρα» (αρ. 1). Ορισμένοι πολίτες (μεταξύ αυτών και η υπογράφουσα το άρθρο αυτό) συνέχισαν ως και τις εκλογές του 2007 να διεκδικούν την αναγνώριση του λευκού, μέχρι που κατέστη σαφές ότι κανένα δικαστήριο δεν θα έθετε τις εγκυκλίους σε ερμηνεία υπέρ των πολιτών. Ενδεικτικό είναι ότι δεν αναγνωριζόταν καν το έννομο συμφέρον των πολιτών σε καθολική προσφυγή.

Έτσι, λοιπόν, είναι πλέον σαφές πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το λευκό, όπως και η αποχή και τα άκυρα, θεωρείται μη έγκυρη ψήφος και τίθενται εκτός εκλογικού μέτρου. Είναι επίσης σαφές ότι το λευκό δεν «πηγαίνει στο πρώτο κόμμα» αφού θεωρείται άκυρη ψήφος.

Λευκό, άκυρο και αποχή εκτός εκλογικού μέτρου: οι επιπτώσεις του εκλογικού νόμου στα ποσοστά των κομμάτων
Το λευκό, λοιπόν, η αποχή και το άκυρο δεν προσμετρώνται στο εκλογικό μέτρο. Τι σημαίνει αυτό; Το ποσοστό των κομμάτων υπολογίζεται με βάση το εκλογικό μέτρο, δηλαδή τον αριθμό των ψηφισάντων των οποίων η ψήφος λογίζεται ως έγκυρη. Στην πράξη, δηλαδή, αν από το σύνολο των 10 (περίπου) εκατομμυρίων ψηφοφόρων τα 3 εκ. επιλέξουν την αποχή, το λευκό ή το άκυρο, τότε το εκλογικό μέτρο θα γίνει 7 εκ. από τα 10 εκ. που είναι αρχικά. Μειούμενο το εκλογικό μέτρο, λοιπόν, αλλάζει και το τελικό ποσοστό των κομμάτων αφού με βάση αυτό υπολογίζεται ο αριθμός. Είναι προφανές ότι οι επιλογές αυτές δεν «πηγαίνουν» στο πρώτο κόμμα, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Αυτό που ισχύει είναι ότι ενισχύεται το ποσοστό όλων των κομμάτων, αναλογικά με τη δύναμή τους, είτε μικρά είτε μεγάλα. Ένα κόμμα Α, για παράδειγμα, που θα το ψηφίσουν 3 εκ πολίτες και ένα Β με 250.000 ψήφους, θα έχουν ποσοστό 30% και 2,5% αντίστοιχα στην περίπτωση όπου όλοι οι πολίτες ψηφίσουν, ενώ αν έχουμε 3 εκ. ψηφοφόρων σε αποχή-λευκό-άκυρο, τότε τα ποσοστά των κομμάτων θα διαμορφωθούν στο 42,8% και 3,5 αντίστοιχα γιατί θα μειωθεί το εκλογικό μέτρο υπολογισμού στα 7 εκ. Προφανώς, και το πρώτο κόμμα ενισχύεται λόγω του ότι πλησιάζει στα ποσοστά της αυτοδυναμίας έτσι, αλλά και το μικρό ενισχύεται επειδή θα ανεβάσει τα ποσοστά του, ή θα περάσει το 3%. Βέβαια, επειδή ωφελούνται αναλογικά της δύναμής τους, τα μεγαλύτερα κόμματα ενισχύονται περισσότερο. Συνεπώς, αν κάποιος θέλει να «τιμωρήσει» τα μεγάλα κόμματα, τα λευκά-αποχή-άκυρα φέρνουν το αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα!

Μικρά κόμματα και εκβιαστικά διλήμματα
Στη βάση των παραπάνω στοιχείων έχουν δημιουργηθεί διάφορα εκβιαστικά διλήμματα. Είναι γνωστή σε όλους μας η προτροπή πολλών να ψηφίσουμε μικρά κόμματα – ωσάν το μέγεθος ξαφνικά να αποτελεί πολιτικό κριτήριο, και μάλιστα υπέρ του μικρού! Ας το αντιπαρέλθουμε αυτό χάριν του πλαισίου της κουβέντας, που είναι η διαμαρτυρία έναντι των κομμάτων εξουσίας. Είδαμε λοιπόν ότι για να είναι αυτή η διαμαρτυρία αποτελεσματική οφείλει να λαμβάνει υπόψιν την πραγματικότητα, δηλαδή τον εκλογικό νόμο! Με αυτή την πραγματικότητα, όμως, η ψήφος στα μικρά κόμματα που δεν μπαίνουν στη Βουλή είναι αυτή που ενισχύει πράγματι το πρώτο κόμμα καθώς ο νόμος του δίνει 50 επιπλέον έδρες που τις έχει υφαρπάξει από τα κόμματα που δεν έπιασαν το 3%. Οι ψήφοι σε μικρά κόμματα που δεν μπαίνουν στη Βουλή ενισχύουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τα μεγάλα κόμματα απ’ ότι η αποχή ή το λευκό: όσο περισσότερες ψήφοι δοθούν σε μικρά κόμματα που τελικά δεν μπουν στη Βουλή τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό που χρειάζεται το πρώτο κόμμα για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αν δηλαδή κανείς επιλέξει το κόμμα που θα ψηφίσει στη απόλυτη βάση της αποτελεσματικότητας, όπως αυτή οριοθετείται από την πολιτική εξουσία του δικομματισμού, τότε… και τα εγγόνια των εγγονιών του θα κυβερνώνται από τους απογόνους των σημερινών πολιτικών τζακιών. Με άλλα λόγια, οι επιλογές που έχει κανείς αν ακολουθήσει μέχρι τέλους τη λογική της αποτελεσματικότητας οριοθετούνται τόσο από τις προηγούμενες εκλογές (ποια κόμματα μπήκαν στη Βουλή) αλλά και από τις δημοσκοπήσεις. Εύκολα αντιλαμβανόμαστε τον καθοδηγητικό ρόλο των δημοσκοπήσεων.
Μετά από όλα αυτά, μπορούμε να λέμε ότι ασκήσαμε τη “λαϊκή μας κυριαρχία” ελεύθερα και δημοκρατικά;

Ψήφο, ή μη, κατά συνείδηση.
Καταλαβαίνει κανείς ότι, ακολουθώντας τους κανόνες του παιχνιδιού που επιβάλλουν οι κυρίαρχοί του, απλά εγκλωβιζόμαστε σε λογικές πόλωσης και αντιπαράθεσης που δεν ωφελούν το δημοκρατικό φρόνημα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που κατηγορούσαν όσους ψηφίζουν λευκό ως «ψηφοφόρους της ΝΔ» και παρότρυναν ανενδοίαστα το 2007 για ψήφο σε μικρά κόμματα. Δεν τους ξανακούσαμε να μιλάνε όταν το… μικρό κόμμα των ακροδεξιών του ΛΑ.Ο.Σ. μπήκε στη Βουλή! Φυσικά και η αποτελεσματικότητα, οι κινήσεις τακτικής είναι επιθυμητές, όμως σε όλα υπάρχει ένα όριο. Και το όριο αυτό είναι η συνείδηση του καθενός μας. Διαφορετικά, δεν πρόκειται το πολιτικό σκηνικό να αλλάξει ποτέ. Ίσως να είναι προτιμότερο να σταματήσουμε την αντιπαράθεση μεταξύ μας για το ποιος φταίει από όσους δεν ψηφίζουν δικομματισμό για την… υποστήριξή του, και να θέσουμε έναν ρεαλιστικό στόχο: να ψηφίσουμε κατά συνείδηση, με τη δική μας λογική, χωρίς εκβιασμούς. Στο μεταξύ, να ξέρουμε τι ψηφίζουμε, και να είναι σαφές ότι τα λευκά-άκυρα-αποχή δεν συνιστούν πολιτική διαμαρτυρία με κόστος στο πολιτικό σύστημα. Εάν όμως επιλέγονται συνειδησιακά, καλώς κατά τη γνώμη μου.

Η ουσία παρόλ’ αυτά παραμένει: τι κάνουμε εμείς οι πολίτες πέραν των εκλογών. Διότι ξέρουμε ότι οι εκλογές δεν θα αλλάξουν το πολιτικό σκηνικό αν οι πολίτες δεν πιέσουμε δυναμικά προς αυτή την κατεύθυνση. Μέριμνά μας, λοιπόν, πρέπει να είναι η πολιτική εγρήγορση και συμμετοχή, σε όλα τα επίπεδα, καθημερινά. Είναι πολύ πιθανό οι… ιθύνοντες να μας πάνε σε παρατεταμένες εκλογές αν δεν τους “βγαίνουν τα κουκιά” προκειμένου να αναστέλουν την αντίδραση των πολιτών στο διηνεκές!
Επίσης σημαντικό θεωρώ το να μην είναι καν πρώτο ή δεύτερο κόμμα κανένα από αυτά που “κυβέρνησαν” ως σήμερα, και οι περισσότεροι βουλευτές τους να μην επανεκλεγούν. Ας μην ξεχνάμε ότι εκκρεμεί σε βάρος τους μια αγωγή για εσχάτη προδοσία, την οποία ο εισαγγελέας έχει στείλει στη Βουλή. Όμως οι βουλευτές δεν συμφώνησαν ως τώρα να στείλουν τους εαυτούς τους στο δικαστήριο, όπως ορίζει το Σύνταγμα ύστερα από προηγούμενη αναθεώρηση! Νομίζω πως η εισήγηση αυτή ήταν του έγκριτου συνταγματολόγου και εξέχοντος στελέχους του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κόμματος, κ. Ευάγγελου Βανιζέλου…

ΥΓ: Στο μεταξύ, καλό θα ήταν να διαφυλάξουμε όλοι το έγκυρο αποτέλεσμα των εκλογών αυτών με τη συμμετοχή μας ως εκλογικοί αντιπρόσωποι όποιου κόμματος συμπαθούμε περισσότερο καθώς οι εκλογές οργανώνονται από την παρούσα κυβέρνηση, που μας έχει δείξει με σαφήνεια την απαξίωσή της για κάθε δημοκρατική νομιμότητα. Και μόνη η δήλωση του κ. Παπαδήμου ότι οι εργασίες της κυβέρνησής (sic) του θα συνεχιστούν κανονικά μέσα στην προεκλογική περίοδο μας λέει πολλά.

Review: Ρεμπετολογία: Εικοσιτέσερις παράγραφοι μονότονης φλυαρίας

Ρεμπετολογία: Εικοσιτέσερις παράγραφοι μονότονης φλυαρίας
Ρεμπετολογία: Εικοσιτέσερις παράγραφοι μονότονης φλυαρίας by Ēlias Petropoulos

My rating: 4 of 5 stars

Αυτό το βιβλίο το βρήκα από έναν τύπο ο οποίος είχε στήσει ένα τραπεζομάντιλο στο πεζοδρόμιο στην παραλία του Φαλήρου και πούλαγε τα παλιά του βιβλία. Μου είπε ότι η Ρεμπετολογία ήταν πολύ καλό, από τον γνωστό εθνογράφο Ηλία Πετρόπουλο. Μου φάνηκε όντως καλή ιδέα να δώσω μόνο 3 ευρώ για να διαβάσω για τους ρεμπέτες, είναι άλλωστε μια πτυχή της ιστορίας που με ενδιαφέρει: οτιδήποτε σχετικό με την «άγραφη» ιστορία του ελληνισμού εντός κι εκτός Ελλάδας με ενδιαφέρει. Του έδωσα τα τρία ευρώ και το πήρα, μαζί με τον Λύκο της Στέππας του (Χ)Έσσε.

Το βιβλίο αυτό, με θέμα τους ρεμπέτες, γράφτηκε το 1989, την χρονιά που γεννήθηκα, στο Παρίσι, και πρωτοεκδόθηκε στα Γερμανικά. Οι πολλαπλές αναφορές ήδη θα έλεγα μου ταιριάζουν γάντι. Δεν είναι διεξοδικό, αφού είναι μόνο 101 σελίδες με εικόνες και τεράστια γραμματοσειρά. Αλλά είναι απόδειξη πως ένα ενδιαφέρον βιβλίο δεν χρειάζεται να είναι πολύ μεγάλο για να σε κάνει να σκεφτείς· μια αναφορά είναι αρκετή για να βάλεις το μυαλό σου να αναρρωτηθεί. Συχνά η εικόνα των ρεμπετών εξιδανικεύεται πλέον κι επιλέγεται να αναδειχθεί η χασικλίδικη τους πλευρά, η ελεύθερη, παράνομη ζωή που συχνά κατήυθηναν και φυσικά η μουσική και οι χοροί τους. Όμως τι ξέρουμε για το τι φόραγαν, την σχέση τους με τον έρωτα (και τις διαδεδομένες ομοφυλοφιλικές τους σχέσεις — όπως έλεγαν, άλλο εραστής άλλο θυληπρεπής «πούστης»), την αργκό τους, τα τατουάζ τους, τα όπλα τους και ειδικά την αγάπη τους για τα μαχαίρια –ήταν μαχαιροβγάλτες, γενικά– αλλά και για ακριβώς αυτή την μουσικοχορευτική παράδοση τους που μας έχει μείνει σήμερα;

Το γεγονός ότι όσα χόρευε, τραγουδούσε αλλά και τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσε, μια εντελώς περιθωριακή για την εποχή της ομάδα, είναι σήμερα σε βαθμό αχώριστο συνδεδεμένα με την σύγχρονη ελληνική ταυτότητα, λέει πραγματικά πάρα πολλά για την άγνοια που έχουμε για την πραγματική μας πολυπολιτισμική ιστορία και είναι μόνο ενδεικτικά της έλλειψης ενδιαφέροντος για την ανακάλυψη του ποιοι πραγματικά είμαστε.

View all my reviews

Πρώτες ηλιαχτίδες του 2012

Επιτέλους ξημέρωσε. Πώς περάσατε την νύχτα σας; Κάνατε τίποτα το οποίο μετανιώσατε, τίποτα που να δικαιώνει το ρητό πώς τίποτα που γίνεται μετά τις δύο τα ξημερώματα δεν μπορεί να είναι για καλό; Ίσως κάνατε κάτι για να φτιάξετε το δικό σας ρητό που να λέει πως μόνο μετά τις δύο ξεκινάει το ενδιαφέρον κομμάτι του 24ώρου, πιθανότατα για ακριβώς τους ίδιους λόγους;

Πάντως, ξημέρωσε όντως; Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος όταν νωρίς το πρωί έχει συννεφιά.

Game 2.0 — Crusader Kings II Review

Η Paradox ξαναχτυπά με το game το οποίο καλύτερα από κάθε άλλο θα μπορούσε να λέγεται και Game of Thrones και να το εννοεί! Εξαιρετικό.

Λίγα λόγια απ’την Αθήνα

Εξαιρετικό βίντεο. Ο Πέδρο Ολάγια μιλάει πολύ γλαφυρά για την κρίση στην Ελλάδα, παρακάμπτοντας όλους τους μυστήριους όρους που μας έχουν ταΐσει για να νομίζουμε ότι δεν έχουμε καταλάβει αυτό που όλοι υποψιαζόμαστε…

Mικρό φactoid: Τους υπότιτλους τους επιμελήθηκα εγώ αλλά επειδή έκλεψα τους χρονισμούς από το ίδιο βίντεο με τους αγγλικούς υπότιτλους και αντέγραψα την μετάφραση ακριβώς, μερικές σειρές βγήκαν… λίγο μεγαλύτερες. ^^΄λ

Detachment, Part Two

Όταν τα σκουπίδια αξίζουν καλύτερη μοίρα από να τους φερόμαστε σαν σκουπίδια.

Το δωμάτιο μου στην Νέα Σμύρνη είναι γεμάτο με κειμήλια. Παλιά ρούχα που είτε ποτέ δεν μου άρεσαν πραγματικά ή δεν μου αρέσουν πια, games που τα κρατάω κι’εγώ δεν ξερώ γιατί, αντικείμενα που έχουν γίνει κομμάτι της ατυχούς μόνιμης διακόσμησης, αρχαία ηλεκτρονικά τα οποία η εξέλιξη της τεχνολογίας καταδίκασε στο να τελούν χρέη συλλεκτών σκόνης (στην καλύτερη), παπούτσια που δεν μου αρέσουν πια που είναι στην μετέωρη κατάσταση του να είναι υπερβολικά φθαρμένα για να χαρίσω αλλά όχι αρκετά διαλυμένα για να πετάξω…

Γενικά, έχω πολύ πράγμα το οποίο δεν χρειάζομαι και θέλω να αποχωριστώ. Όμως δεν θέλω να πάω μέχρι τον κοντινότερο κάδο και απλά να τα πετάξω. Μου φαίνεται τόσο άσχημο το να φέρεσαι σε κάτι σαν σκουπίδι. Με δέκτη πρόσωπο, είναι μια φράση που δείχνει μια απαίσια έλειψη σεβασμού («της φέρθηκε σαν σκουπίδι»). Αν μεταφέρω αυτή την έλειψη σεβασμού στα πράγματα, στα αντικείμενα, τα οποία το καθένα μόνο για μένα προσωπικά συμβολίζει κάτι, είναι το ίδιο ακριβώς. Είναι φριχτό το ότι, υλιστές ως είμαστε, δίνουμε τόσο σημασία στην χρήση και αντίστοιχα στην αχρηστία. Όντας τόσο συνδεδεμένοι με την ύλη, ο συμβολισμός του να πετάς κάτι στην κάλαθο των αχρήστων είναι η δολοφονία της χρήσιμης ύλης. Πώς μπορώ να δολοφονήσω τόσα αντικείμενα τα οποία είναι ακόμα γενικά χρήσιμα αλλά για μένα απλώς παίρνουν χώρο; Κάποιος άλλος θα μπορούσε να κάνει υπέροχα πράγματα μαζί τους.

Πώς θα μπορούσα να βρω όμως κάποιον που να χρειάζεται ή να μπορεί να χρησιμοποιήσει όσα εγώ πλέον δεν; Ποιος θα μπορεί να συνεχίσει, όπως μπορεί, να χρησιμοποιει το τρύπιο παπούτσι, το ΙSDN modem, το απαίσιο παιχνίδι για το οποίο κάποτε έγραψα ένα ριβιού, το μισογραμμένο τετράδιο, τα ξεχασμένα δώρα από κάποιο πάρτι, την τσάντα μεταφοράς ενός υπολογιστή που εδώ και χρόνια πλέον δεν είναι στην κατοχή μου; Ποια είναι η μοίρα αυτών των πραγμάτων; Ποια θα έπρεπε — ποια θα μπορούσε να είναι η τύχη τους; Πώς μπορώ εγώ να έχω το δικαίωμα να τους στερήσω την ζωή πετώντας τα στα σκουπίδια;

Σκέφτομαι πόσα σκουπίδια παράγονται κάθε μέρα, πόσοι τόνοι αχρηστίας και νεκρής ύλης καταλήγουν στις no man’s lands του δυτικού πολιτισμού, τις χωματερές, και βλέπω ότι η δική μου συνεισφορά είναι πραγματικά αστεία. Δεν έχω πολύ πράμα. Τα αισθήματα μου όμως είναι πολύ περισσότερο σεβασμός στα ίδια τα αντικείμενα, στην πιθανότητα να είναι χρήσιμα σε κάποιους άλλους, να υπάρχει ακόμα κάποια ελπίδα να παραμείνουν ζωντανά, παρά στο ότι θέλω να τα έχω για να θυμάμαι το παρελθόν.

Yπηρεσίες, καταστήματα και σελίδες ανακύκλωσης αντικειμένων (από το forfree.gr)