Δεν ήταν πως δεν είχα ξανακάνει ποτέ δίαιτα στη ζωή μου. Κάθε άλλο. Από τα 12 μου, που με θυμάμαι να κοιτάζω κριτικά το μέγεθος των γοφών μου μέσα στο πράσινο τζην παντελόνι μου, στο μεγάλο καθρέφτη που βρισκόταν στο σαλόνι οικογενειακών φίλων στη Ραφήνα, μέχρι και σήμερα, πάντα έκανα δίαιτα. Ακόμα κι αν δεν έκανα στ’αλήθεια. Τουτέστιν, άρχιζα τη μέρα μου κάνοντας δίαιτα, συνέχιζα τη μέρα μου λέγοντας πως την υπόλοιπη ημέρα θα κάνω δίαιτα, και τελείωνα τη μέρα μου ορκιζόμενη πως αύριο θα κάνω δίαιτα. Με λίγα λόγια, δίαιτα πραγματική έχω κάνει ελάχιστες φορές συγκριτικά με τις φορές που δήλωνα πως κάνω δίαιτα. Παρόλαυτα, η γνώσεις μου πάνω σε τεχνικές, διατροφικά μυστικά, θερμιδομετρήσεις και χημικούς συνδιασμούς, μεγάλωσαν εκθετικά με το καιρό, παράλληλα αλλά και ανεξάρτητα, με τις αμφιλεγόμενες επιχειρήσεις μου προς εφαρμογή τους. Ετσι λοιπόν, νομίζω πως είναι πλέον λογικό να θεωρώ τον εαυτό μου, αν όχι παλιά καραβάνα, τουλάχιστον ανεμοδαρμένη και ξεροψημένη στο θέμα της απώλιας βάρους.
Όπως έλεγα λοιπόν, ήταν η νιοστή φορά που δήλωσα το υψίστης βαρύτητας, καθοριστικό και βαρύτιμο “από σήμερα αρχίζω δίαιτα”. Όχι όμως όποια κι όποια δίαιτα. Τη δίατα της… σούπας! Όποιος τα έκανε σαλάτα με τη δίαιτα της σαλάτας, όποιος έκανε τη παπια με τη δίατα της πάπιας, με τη δίαιτα της σούπας, αποκλείεται να τα κάνει θάλασσα. Τουλάχιστον αυτό υποστήριζαν πλήστοι φορουμίτες στο ίντερνετ, οι οποίοι εγκωμίαζαν στα σχόλια τους τα χαρίσματα της μαγικής αυτής σούπας. Θύμα λοιπόν κι εγώ της εικόνας μου και των κοινωνικών προτύπων ομορφιάς, υπέκυψα στην υπόσχεση των “7 κιλών σε 7 μέρες!!!” .
“Ένα ολόκληρο λάχανο, 16 πράσινα κρεμμύδια, 1 μάτσο σέλινο, χυμός ντομάτας από 2 κονσέρβες, 2 πιπεριές, ζωμός κρεμμυδιού, αλάτι, πιπέρι- τσίλι”, ιδού η συνταγή της χαριποτέριας σούπας. Τη πίνετε για 7 μέρες (σίγουρα τη πίνουμε και δεν την κάνουμε κομπρέσες γιατί από αυτά που λέει δεν είμαι σίγουρη αν τρώγεται) με συνοδία διαφορετικής ομάδας οπωροκηπευτικών κάθε μέρα, γάλα και μπανάνες μία από αυτές, ελάχιστο κρεατάκι προς το τέλος, και αναποφλοίωτο ρύζι τη τελευταία μέρα.
Δεν είναι να απορεί κανείς που μεταξύ των εγκωμίων ύπηρχε ένας σεβαστός αριθμός σχολίων που μιλούσε για σκισμένα σώβρακα και παντελόνια απ’το κλανίδι, τα οποία όμως δεν αποθάρρυναν κανέναν πιστό να προσέλθει και να δηλώσει το ενθουσιώδες “την αρχίζω κι εγώ από αύριο!”. Έτσι κι εγώ. Ενθουσιώδης μπορεί να μην ήμουν, αλλά κάτι βουτυράτα μπινελίκια που είχα καταλανώσει λίγες ώρες πριν με έσπρωξαν την επομένη στο μανάβη, μαζί με έναν ταλαίπωρο Δημήτρη ο οποίος προσπαθούσε ακόμα να αποφασίσει αν ήθελε τελικά λαχανόσουπα για μεσημεριανό, αυγουστιάτικα.
Ψωνίσαμε λοιπόν το λάχανο, τα πράσινα κρεμμυδάκια, τις πιπεριές, το σέλινο και το πουμαρό για την απαραίτητη ντομάτα, με όνειρα εγώ για την επικείμενη ελαφράδα μου, με μια ξυνίλα στο στόμα ο Δημήτρης για την επικείμενη λαχανίλα- γενικότερα. Σημειωτέον πως τη συγκεκιριμένη δίαιτα, αν και δεν την είχα δοκιμάσει ποτέ μου, την είχα ξανακούσει από έναν οικογενειακό φίλο ο οποίος μας είχε πει τότε πως, παρόλο που η σούπα δουλεύει, η γεύση της είναι τόσο αποκρουστική που πραγματικά το αν αξίζει να τρως αυτή την αηδία για 7 μέρες , έστω κι αν κατά τη διάρκειά τους χάνεις 7 κιλά, είναι συζητήσιμο.
Άρχισα το μαγείρεμα μετά τη κατανάλωση σταφυλιού και πεπονού- τη πρώτη μέρα η δίαιτα έλεγε να φας τη σούπα και όσα φρούτα θες- αποφεύγοντας στρατηγικά να σκεφτώ τα όσα μας είχε πει αυτός ο φίλος περί της γεύσης αυτού του παρασκευάσματος. Νταξει, λέω, θα βρω και ένα μούλτι να περάσω τα λαχανικά και θα γίνει βελουτέ η σουπίτσα, δεν θα αναγκαστούμε να φάμε νεροζούμι, καλό θα βγει. Ξεφύλλιασα το λάχανο, έκοψα τις πιπεριές κομματάκια, έπλυνα το σέλινο, τα έβαλα όλα αυτά μέσα στη τεως-κατσαρόλα-του-Γκάρετ-νυν-κατσαρόλα-του-Δημήτρη και τα περιέλουσα με το ντοματοπολτό, το αλάτι, τη κανέλα και… ένα τόνο πιπέρι (όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων). Το παρασκεύασμα άρχισε νε παίρνει μορφή και…μυρωδιά. Η αλήθεια είναι πως δεν μύριζε και τόσο άσχημα. Και ήμουν σχετικά αισιόδοξη μέχρι και για τη γεύση έως ότου συνειδητοποίησα ότι πουθενά στη γειτονιά (στο σπίτι και στο σπίτι του Μόρντρεντ δηλαδή) δεν υπήρχε ένα καταραμένο μούλτι να αλλέσω όλη αυτή τη πρασινάδα που επέπλε στη κατσαρόλα. Η προοπτική μιας πραγματικής σουπας, ενός ζουμιού με λίγα λόγια του οποίου την υδαρότητα την καμουφλάριζαν ανεπιτυχώς μερικές μόνο μάζες ημι-πολτοποιημένων λαχανικών, μου φανηκε μελανή..για να μη πω λαχανί. Ε, λοιπόν δεν θα είχε σημασία. Μπρος τα κάλη τί είναι ο πόνος.
Λίγο σερφάρισμα στο ίντερνετ κι έναν σύντομο ύπνο μετά, η σούπα ήταν έτοιμη. Το σερβίρισμα συνόδευε και μια προσευχή -μια για κάθε πιάτο, (το πιάτο του Δημήτρη συνόδευαν και δυο ψαλμοί με μορφή ψωμοτυριού, το δικό μου ένας εξάψαλμος- που μου θες και ψωμοτύρι!). Να μη τα πολυλογώ, η δυνατότητας βρώσης της σούπας αποδείχθηκε αναλόγως αντίστροφη με το χρόνο. Σε αυτό συντέλεσε όχι τόσο η αυτή καθ’αυτή γεύση της πρασινάδας, όσο ο προαναφερθής τόνος πιπεριού που περιείχε. Μέχρι να καταφέρω να ρουφήξω -έστω- το ζουμί, το στομάχι μου είχε παρει φωτιά. Ο Δημήτρης αν και φαινομενικά πολύ πιο χαλαρός από μένα δεν τόλμησε να πάρει δεύτερη μερίδα, γεγονός εξαιρετικά ύποπτο εαν λάβουμε υπόψην μας πως όλη μέρα στεκόταν με ένα καφέ και δυο ρόγες σταφύλι.
Από κείνη τη στιγμή κι έπειτα, η κάθοδος ήταν ιλιγγιώδης. Καλοπερασάκιας απ’τη φύση μου, ήταν αρκετή μια ματιά στην αντανάκλασή μου στο τζάμι της μπαλκονόπορτας αγκαζέ με την ενθύμηση της λαχανένιας πύρινης γεύσης για να τρέξω να δροσίσω το λαρύγγι μου με λίγο γάλα και μούσλι. Δεν βαριέσαι, τί 63 κιλά τί 58. Και τώρα μια χαρά είμαι, όχι που θα κάτσω να τρώω λαχανόζουμα για 168 ωρες!
Είπα και το έκανα. Με αρχή τα μούσλι και συνέχεια έναν σούπερ καφέ με λικέρ και γρανίτα σοκολάτα μέσα, η λαχανόζουπα θα μπορούσε να έχει ξεχαστεί ριζικά και αμετάκλητα εαν δεν υπήρχε ένας τόσος δα μικρούλης αστάθμητος παράγοντας. Στη κουζίνα του Δημήτρη υπήρχε μία χύτρα λαχανόπλασμα αρκετό να ταίσει ένα λόχο, και ταυτόχρονα στις τσέπες μας αρκετά λεφτά για να ταίσουμε δυόμιση σπουργίτια. Καθόλου βολικός συνδιασμός δηλαδή. Συνδιασμός ο οποίος οδηγούσε λογικά στο συμπέρασμα πως με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, με το καλό ή το άσχημο, η σούπα έπρεπε οπωσδήποτε να φαγωθεί. Ε, ρε μπελάς…
Ε λοιπόν, καλύτερα μπελάς με ρύζι παρά μπελάς ον δε ροκς. Με τις σπουργιτίσιες μας δεκάρες, τσιμπήσαμε ένα πακέτο ρύζι και δυο γιαούρτια προς εκ νέου παρασκευήν εξωτικού εδέσματος ( ή έτσι έλεγα στον εαυτό μου μπας και πίστέψω πως υπάρχουν ελπίδες να μαγειρευτει κάτι, το οποίο τουλάχιστον να τρωγεται χωρίς πυροσβεστήρα στο πλάι). Σκέφτηκα λοιπόν, πως εαν ψιλόκοβα τα λαχανικά, τα περνούσα με λαδάκι και έβαζα και το ρύζι μέσα, το φαί που θα έβγαινε θα ήταν ουσιασικά έμα ρυζότο, φαί καθ’όλα βρώσιμο. Κι αν ακόμα κι εκεί υπήρχε πρόβλημα με τα καυτερά συστατικά, λίγο γιαούρτι θα έσωζε τους συνδαιτημόνες και τον σεφ.
Το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή έπειτα από εξόντωση κατσαρίδας τύπου long vehicle, από το πάγκο της κουζίνας, με χρήση πυρ και αεροζολ. Το σπίτι, ευτυχώς δεν κάηκε, κάηκε όμως το φαί το οποίο ξέχασα πάνω στο μάτι με δυνατή φωτιά. Ευτυχώς η αφηρημάδα μου δεν ήταν αρκετή για να καεί όλη η χύτρα. Το αποτέλεσμα ήταν ο τσουρουφλησμένος πάτος να δώσει κάποιες νότες φλαμπέ στο ρυζότο μου (ναι, τώρα το λέμε ρυζότο- πρόβλημα?).
Ο Δημήτρης δεν φάνηκε πολύ πρόθυμος να δοκιμάσει τη νέα γαστριμαργική δημιουργία μου, την οποία επιπροπσθέτως έσβησα με λίγο γάλα πριν την τελευταία βράση. Παρόλαυτά, και μόνο η ιδέα να τρώει για τις επόμενες μέρες το ίδιο δυνητικά απαίσιο φαί χωρίς να ξέρει αυτοστιγμί στ’αλήθεια πόσο απαίσιο είναι, ήταν αρκετή για να με στείλει στη κουζίνα να περιποιηθώ ένα δοκιμαστικό πιάτο. Το εν λογω πιάτο εκτός από το αμφιλεγόμενο ρυζότο, περιείχε ακόμα γάλα εβαπορέ, τυρί γούντα και μια καλή δόση γιαούρτι, πρόβειο, μυτηλινιό.
Το κάναμε να. Ήταν νοστιμότατο και βάλαμε και δεύτερη μερίδα.Σοβαρά! Τρελή επιτυχία! Και αν σκεφτεί κανείς από τι κατάπλασμα βγήκε αυτό το ωραιότατο φαγάκι. Οπότε ούτε τα λεφτά μας κλάψαμε, ούτε χρειαζόμαστε από δω και πέρα συνοδευτικά μανταλάκια για τη μύτη μας την ώρα του φαγητού.
Όσοι κατάφεραν να κάνουν τη δίαιτα της σούπας αποτελούν πλέον κατά τη γνώμη μου ηρωικά πρόσωπα άξια του θαυμασμού μας. Παρόλαυτά δεν το μετανιώνω και πολύ που δεν είμαι ένα από αυτά. Και είμαι σίγουρη πως την ώρα του φαγητού , δεν θα το μετανιώσω ακόμα περισσότερο!
Συμπέρασμα : μάλλον καταλάβατε, πως το παρόν κείμενο δεν έχει κάποιο ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, δεν είναι προιόν ιδιαίτερης πνευματικής εργασίας, ναι, γράφτηκε σε στιγμές βαρεμάρας και ναι, ίσως να ήταν πιο χρήσιμο και παραγωγικό αν είχατε αξιοποιήσει κάπως αλλιώς αυτά τα λεπτά της ζωής σας. Την επόμενη φορά να προσέχετε περισσότερο.
http://pixieweexie.wordpress.com
Είμαι σίγουρος πως η original σούπα δεν θα ήταν και τόσο χάλια όσο την περιγράφεις. So far στη ζωή μου δεν έχω συναντίσει ακόμα σούπα πυ να μην τρόγεται.
Ούτε εγώ πιστεύω πως ήταν χάλια… για μια φορά. Δεν θα επέλεγα να το φάω αυτό το πράμα για μια εβδομάδα όμως! Το ρυζότο ήταν όντως πολύ καλύτερο! Ειδικά με τυρί και γιαούρτι…
Εγώ προσωπικά την έχω δοκιμάσει και συνεχίζω και κάνω την δίαιτα της λαχανόσουπας και δεν είναι απαίσια!Μια χαρά σουπίτσα είναι και κάνει πολύ καλά την δουλειά της.Πρώτη φορά άκουσα άνθρωπο που να μην του αρέσει σε τέτοιο βαθμό!
Για να διαφωνήσω με του παραπάνω, εγώ δεν έχω πετύχει καμία σούπα που να τρώγεται, πέραν της γαλλικής κρεμμυδόσουπας.. Δεν μου αρέσει να βλέπω λαχανικά -ή ακόμα χειρότερα κρέας- να κολυμπάνε χωρίς αιτία και νομίζω πως αν έμπαινα στη διαδικασία να δοκιμάσω αυτή τη σούπα (μιλάμε για λόξα, για να πάω από τα 52 κιλά στα 50), αν ήταν τόσο χάλια, θα την έδινα στο σκύλο μου που τρώει τα πάντα.
Είναι σίγουρα πιο σωστό να κάνεις ένα πρόγραμμα του τι θα φας, πράγματα που σου αρέσουν και απλά όταν τα δεις στο χαρτί, θα καταλάβεις από μόνη σου τι πρέπει να περιορίσεις. Άσε που η ψυχαναγκαστική μου φύση, όποτε λέω τη λέξη δίαιτα, με ωθεί να φάω 3 πάστες..