Το Heathrow είπε στον Αλαίν ντε Μποτόν να μείνει μια βδομάδα στο ανακαινισμένο και ανανεωμένο αεροδρόμιο (ή μήπως ήταν καμιά καινούργια πτέρυγα; Βαριέμαι να τσεκάρω) και να γράψει, όπως είναι της μόδας να λένε πλέον και στο Amazon, «μια ειλικρινή κριτική» (“an honest review”). Ο τύπος, όπως συνήθως, όπως έχει κάνει στην Τέχνη του Ταξιδιού και στο Consolations of Philosophy (αυτά του κυρίου έχω διαβάσει) παίρνει πράγματα πεζά και τα αναπτύσσει μέχρι εκεί που δεν πάει, φτάνει στην καρδιά του θέματος. Σε μια απολαυστική πλατωνική στροφή, σαν να αγγίζει τον Κόσμο των Ιδεών έχοντας μόνο στη διάθεση του την Σκιά στον τοίχο της της Σπηλιάς. Πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν αυτή την ικανότητα να φτάνουν στο γενικό από το ειδικό τόσο δεξιοτεχνικά χωρίς να αφήνουν από τα μάτια τους τις λεπτομέρειες του συμβάντος ή του θέματος στο οποίο έχουν εστιαστεί.
Δεν συμπαθώ πια τα αεροδρόμια όπως όταν ήμουν μικρός που όνειρο μου ήταν να μένω σε ένα, ακριβώς όπως το Χήθροου πλήρωσε τον κο Ντε Μποτόν να κάνει, όμως ο τελευταίος με τη γραφή του και με τις όμορφες φωτογραφίες του συνεργάτη του που συνοδεύουν το κείμενο με έκανε να σκεφτώ πως όσο ακόμα και το πιο τυπικά άψυχο μέρος όσο ένα αεροδρόμιο χρησιμοποιείται από ανθρώπους, τόσο οι ιστορίες τους, ο πόνος και η χαρά τους θα βρίσκει άλλο ένα κανάλι για να εκφραστεί και το άψυχο θα παραδοθεί στη ζωή. Αναγκαστικά. Και αυτό είναι κάτι το πολύ αισιόδοξο όσο ο κόσμος κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο άψυχος, γιατί πολύ απλά το άψυχο με το χρόνο θα σπάσει, σαν το μπετόν μέσα από το οποίο απλά φυτρώνει γρασίδι και φυτά και η ζωή επανέρχεται.
Χαρισμένο απ’ τη Βάσω. «Αυτό το βιβλίο ταξιδεύει» μου είπε. «Μου το έδωσαν κι εμένα, δώσ’ το κι εσύ όταν το τελειώσεις». Ακόμα είμαι στο ψάξιμο για τον επόμενο αναγνώστη του.
Το προηγούμενο και πρώτο βιβλίο του κ. Alain de Botton που διάβασα, το Consolations of Philosophy, το απόλαυσα ιδιαίτερα. Και αυτό εδώ είχε τις στιγμές του και τις συνειδητοποιήσεις που θα μείνουν μαζί μου, όπως το γεγονός ότι όταν ταξιδεύουμε, παίρνουμε και τον εαυτό μας μαζί, τις εφήμερες ανησυχίες και το σώμα μας που μπορεί να ασθενίσει, γεγονός που σπάνια φανταζόμαστε εκ των προτέρων και σχεδόν ποτέ δεν θυμόμαστε εκ των υστέρων. Δηλαδή θέλει πολλή αυτογνωσία για να φανταστεί κανείς ότι σ’ ένα προσεχές ειδυλλιακό ταξίδι θα αρρωστήσει, θα έχει υπνηλίες ή καούρες ή ότι θα τσακωθεί με το ταίρι του και εξαιτίας αυτών των εφήμερων ανησυχιών θα χαλαστεί. Μάλιστα, όσο σημαντικά φαντάζουν αυτά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, τόσο πιο σπάνια κανείς τα θυμάται. Μένει η εικόνα σαν ο εαυτός, το υποκείμενο, να έχει εξαφανιστεί. Τις περισσότερες φορές τουλάχιστον.
Μερικά ακόμα highlights: ο Van Gogh και πώς οι πίνακες του έκαναν την Προβηγία άξια επίσκεψης όταν δεν ήταν προηγουμένως· ο John Ruskin και πώς τον 19ο αιώνα, και αφού είχε εφευρεθεί η φωτογραφία, σκίτσαρε και σχεδίαζε όλα τα μέρη που του έκαναν εντύπωση ως τρόπον τεινά εργαλείο απόκτησης της ομορφιάς· ο Xavier de Maistre, το έργο του Voyage autour de ma chambre («Ταξίδι στο δωμάτιο μου») και η σημασία της συνήθειας στο ταξίδι και του να φέρνεις τα προηγούμενα ταξίδια σου όπου πας· και άλλες παρατηρήσεις του συγγραφέα σχετικά με το τι μας κάνει να θέλουμε να δούμε ένα μέρος και τι να πάρουμε από αυτό (αναφέρομαι στο κεφάλαιο για την περιέργεια, τον Alexander von Humboldt και το ταξίδι του de Botton στη Μαδρίτη, όπου δεν ήθελε να δει τίποτα απ’ όσα οι ταξιδιωτικοί οδηγοί λέγανε ότι ήταν σημαντικό).
Παρ’όλ’αυτά, έπρεπε να ανατρέξω στο βιβλίο για να θυμηθώ τα κομμάτια που μου άρεσαν. Μεγάλο μέρος του ήταν κάπως forgettable που λένε και στο χωριό μου και δεν μου έμεινε τόσο όσο το Consolations of Philosophy. Γι’ αυτό και τα τρία αστεράκια.
Θα κλείσω με μια αναφορά στον Γιάννη Ανδρέου, τον μεταφραστή αυτού του βιβλίου από τα αγγλικά στα ελληνικά, ο οποίος έκανε καταπληκτική δουλειά με την Τέχνη του Ταξιδιού, που βάζω στοίχημα δεν ήταν εύκολο να αποδοθεί. Βρήκε τις αυθεντικές παραθέσεις, μετέφρασε όλα τα ονόματα όπως έχουν εμφανιστεί στην ελληνική βιβλιογραφία, και γενικότερα έβγαλε έναν αέρα καλλιέργειας εναρμονισμένη με αυτή του συγγραφέα. Τα συγχαρητήρια μου κε. Ανδρέου.
Δώρο απ’ το Λενιώ. Το έφερε στη Βουλγαρία όταν ήρθε με τα υπόλοιπα τα κορίτσια να κάνουμε τον Μινώταυρο. Μην ρωτάτε.
Ξαφνιάστηκα πολύ ευχάριστα με αυτό το βιβλιαράκι. Μέσα σε 50 μικρές σελίδες, με ταξίδεψε σε έναν άλλο κόσμο, μια άλλη εποχή που δεν είναι τόσο μακριά, όμως είναι τόσο μακριά. Οι λέξεις που δεν καταλάβαινα, σχετικά πολλές για το περιγραφικό αλλά και απλό ύφος του κειμένου όμως όπως ήταν αναμενόμενο με το διάσημο ναυτολεξιλόγιο του Καββαδία, με έκαναν να με ρουφήξει το μυστήριο πιο πολύ. Ακριβώς όπως όταν ταξιδεύεις.
Πόσο παλιό είναι το ταξίδι… Πόσο λιγότερα κάνουμε σήμερα από τους ανθρώπους του κάποτε όταν ταξιδεύουμε. Συνεχίζουμε όμως να χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη.
Δεν θυμάμαι ποιος ήταν, αλλά κάποιος δεν είπε ότι περισσότερη σημασία απ’ αυτά που λες έχει το τι δεν λες; Νομίζω ότι το διάβασα εδώ. Με έκανε να το σκεφτώ ο Καββαδίας αυτό γερά. Και τελικά μέσα στη μια ώρα (και αν) που μου πήρε να το διαβάσω, με πήγε μέχρι το Χονγκ Κονγκ, γνώρισα κι εγώ τη Λι, πατήσαμε και οι δύο το πόδι για πρώτη φορά στη στεριά, είδα μέσα απ’ τα μάτια του Δράκου.
Σκέφτηκα να του δώσω 4 αστεράκια για το μήκος (δηλαδή ήθελα ΚΙ ΑΛΛΟ!), αλλά θα του δώσω 5 αστεράκια για το μήκος (ΓΙΑΤΙ ΗΘΕΛΑ ΚΙ ΑΛΛΟ!)
Θα μου επιτρέψετε να σας πάρω μαζί μου σε ένα μικρο τριπάκι αυτοψυχανάλυσης; Δέχεστε να γίνετε θεατές λιγάκι όσο εγώ ψυχαναλύω τον εαυτό μου σε περίπου 2700 λέξεις;
Το Planescape: Torment το θυμάμαι από τότε που είχε πρωτοβγεί. Μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον γιατί η Καρίνα μίλαγε για το πώς έπαιζες έναν αθάνατο με αμνησία ο οποίος προσπαθούσε να βρει τη χαμένη μνήμη του. Τότε βέβαια εγώ ήμουν 10 και η Καρίνα, ξερω γώ, 17. Ακόμα δεν είχα παίξει το πρώτο μου RPG λάιτ, το Pokémon, πόσο μάλλον ένα έργο βαρέων βαρών όπως το Planescape: Torment και γενικά δεν ειχα βουτήξει στον κόσμο των PC RPGs τα οποία συνεχίζουν να με δυσκολεύουν 15 χρόνια μετα! Απλά τότε το πρωτοάκουσα, τότε το πρωτοσημείωσα ως ενδιαφέρον στο εμποτισμένο με Zelda, Mario και Star Wars μυαλό μου.
Το αγόρασα πέρσι σε μια προσφορά του GOG για, πόσο ήταν, 2-3€; Όπως πολλά άλλα παιχνίδια που μάλλον δεν θα παίξω ποτέ. Το κατέβασα, αν και ξέρω πολύ καλά ότι αυτά τα παιχνίδια δεν με πάνε, γιατί πόσος κόσμος μου ‘χει πει για τα Forgotten Realms και συγκεκριμένα για το PS:T; Μου είχε τραβήξει περισσότερο το ενδιαφέρον γιατί είναι πιο πολύ βασισμένο στην ιστορία παρά στις μάχες, και έχει έναν πλούσιο κόσμο με παράλληλα σύμπαντα. What’s not to love?
Το εγκατέστησα πρώτη φορά μήνες μετά. Το έπαιξα μια φορά και μετά δεν το ακούμπησα για 6 ολόκληρους μήνες. Το ξαναέπιασα στην Ουρουγουάη ένα βράδυ, και εκεί το έπαιξα κανένα 10ωρο συνολικά. Έλεγα στον εαυτό μου ξανά και ξανά «αυτό το παιχνίδι θα το τερματίσω, αυτό το παιχνίδι θα το τερματίσω», σαν μάντρα, ή σαν τιμωρία στον πίνακα. Ήθελα πολύ να το απολαύσω. Αλλά λίγο-λίγο έβλεπα ότι περισσότερο ήθελα να το παίξω και να το αγαπήσω παρά μου άρεσε στ’ αλήθεια. Το κλικ δεν έγινε, παρά τα mods και fixes που κατέβασα που υπόσχονταν ότι θα έκαναν «το καλύτερο παιχνίδι στον κόσμο ακόμα καλύτερο».
Τελικά κατέληξα να παίζω το παιχνίδι μόνο με οδηγο. Ξέρετε, ήταν το είδος παιχνιδιού στο οποίο πρέπει να ψάχνες 500 ώρες για ένα σπαστικό μυστικό, ακριβώς το είδος εκνευριστικού game που δίνει πολλαπλές επιλογές στην εξέλιξη της ιστορίας, όπως πολλά RPGs, αλλά υπάρχουν πολλές επιλογές οι οποίες είναι θα λέγαμε gamey, και είναι δύσκολο να μην μπεις στον πειρασμό να ξέρεις από πριν ποιες επιλογές να κάνεις κάθε στιγμή για να έχεις τον πιο δυνατό χαρακτήρα. Αναρωτιέμαι τότε όταν τα πρωτοέπαιζαν αυτά τα παιχνίδια πώς συμπεριφέρονταν οι παίκτες. Αφήνονταν, όπως αφήνομαι εγώ σήμερα στο Crusader Kings II, ή κι αυτοί έψαχναν τρόπους να το τιγκάρουν και να το σπάσουν;
Λοιπόν ένιωθα ένοχος για όλα αυτά. Είχα τύψεις, σαν κάποιος ο οποίος πολύ απλά δεν πιάνει μια ταινία που όλοι λένε οτι είναι γαμάτη, όπως μου συμβαίνει με πολλές ταινίες anime, όπως το Paprika, ή όπως μου συνέβη πέρσι με το Interstellar. Όμως, αντίθετα με αυτές τις δυο ταινίες για παράδειγμα, που είχα άποψη σχετικά με το γιατί δεν μου άρεσαν, ανασήκωνα τους ώμους και απλά προχωρούσα, με το Plansecape: Torment ένιωσα σαν να έχασα κάτι, σαν να μου έπαιρναν την ευκαιρία να απολαύσω ένα από τα καλύτερα παιχνίδια που φτιάχτηκαν ποτέ, ή τουλάχιστον έτσι λένε.
Έτσι λένε…
Άσχετο αλλά και σχετικό. Ήμουν στην Κροατία πριν λίγες εβδομάδες για το Grow Creative. Για να μην τα πολυλογώ και για να μπω στο ζουμί, είχα ενα coaching session με μιαν άλλη συμμετέχουσα για εξάσκηση, στο οποίο εγώ ημουν ο coachee, το «θύμα». Είχα πιάσει λοιπόν το θέμα της εσωστρέφειας μου (για το οποίο κανείς δεν με πίστευε εκεί, όλοι με λέγανε σούπερ ανοιχτό, γιατί είχα επιλέξει απλά με αυτούς τους καινούργιους ανθρώπους να μην φοβάμαι να δείξω την πιο ευαίσθητη μου πλευρά, αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο). Μίλαγα για το πώς όλη μου τη ζωή νιώθω κάπως άβολα με το ότι είμαι εσωστρεφής, σαν να είναι ένα μειονέκτημα το οποίο πρέπει κάπως να εξισορροπήσω και όχι κάτι το οποίο είναι απλά κομμάτι της προσωπικότητας μου και ενδεχόμενα ένα δυνατό μου σημείο. Ίσως και να το αναγνωρίζετε αυτό ως κοινό πρόβλημα πολλών εσωστρεφών ανθρώπων και τη βάση πολλών περίεργων συμπεριφορών και ανασφαλειών. Καθώς μίλαγα στην coach μου λοιπόν, είπα κάτι του στιλ ότι για να τα έχεις καλά με τους άλλους, πρέπει να είσαι εξωστρεφής. Κι εκείνη με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια και με ρώτησε: «ποιοι είναι οι άλλοι; Ποιοι είναι οι άλλοι των οποίων την έγκριση ψάχνεις;»
Για να γυρίσουμε μετά από αυτή τη διόλου τυχαία πράκαμψη: ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι άλλοι οι οποίοι έτσι λένε, και των οποίων την θεωρητική και πλασματική έγκριση ψάχνω όσον αφορά την ενασχόληση μου με τα games;
Ποιοι είναι αυτοί των οποίων την αποδοχή ψάχνω, αυτό το σιωπηρό νεύμα ως παραδοχή ότι τώρα ανήκω σε ένα φοβερό κλαμπ, που γι’ αυτόν τον λόγο επιλέγω να παίξω το παιχνίδι που λένε ότι είναι απ’ τα καλύτερα παιχνίδια ever;
Αφού το παιχνίδι δεν το απολάμβανα, τι ακριβώς ήταν αυτό το οποίο ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου συνεχίζοντας να προσπαθώ να το τελειώσω; Επαναλαμβάντονας από μέσα μου ότι πρέπει να το τερματίσω;
Προφανώς ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να πιάσω ένα μεγάλο και απαιτητικό παιχνίδι και να μην το εγκαταλείψω. Ότι μπορώ να απολαύσω έναν τίτλο ο οποίος δεν βρίσκεται ανάμεσα στα είδη που συνήθως παίζω και να τον ευχαριστηθώ χωρίς πρόβλημα.Συνήθως δεν τα πάω πολύ καλά με παλιά παιχνίδια που δεν είχα παίξει μικρός, και το να τερματίσω το Planescape θα σήμαινε ότι θα μπορούσα να διευρύνω τους ορίζοντες μου με λίγο πιο κλασικά παιχνίδια. Τέλος, αυτοί οι άλλοι οι οποίοι λένε ότι το PS:T είναι αριστούργημα, είναι συνήθως ψαγμένοι, καλλιεργημένοι gamers με άποψη οι οποίοι μπορούν να διαβάζουν πολύ κείμενο, να ψάχνουν πολύ το lore με τις ώρες, να αφοσιώνονται σέ έναν κόσμο πραγματικά.
Ολα αυτα είναι στοιχεία τα οποία, ας μην το κρύψουμε, το λιγότερο ζηλεύω λιγάκι. Παίζοντας το Planescape, γινόμουν κι εγώ λίγο πιο ψαγμένος, λίγο πιο έξυπνος και υπομονετικός, και με έφερνε λίγο πιο κοντά στους πραγματικούς φίλους του fantasy, κάτι που πάντα μου άρεσε σαν fandom και κοινότητα αλλά πάντα βαριόμουν την εμμονή με την medieval/LotR /high fantasy αισθητική, και είναι κι ένας λόγος που προτιμώ το World of Darkness, απ’ το λίγο που έχω παίξει, απ’ το D&D.
Πες μου ποιο παιχνίδι θα ήθελες να σου αρέσει, να σου πω ποιος θα ήθελες να είσαι, άρα, κατα βάθος, τι πιστεύεις ότι δεν είσαι, τι πιστεύεις ότι σου λείπει.
Δηλαδή δεν πιστεύω ότι είμαι αρκετά έξυπνος; Ότι δεν έχω υπομονή; Ότι δεν είμαι ενδιαφέρων άνθρωπος και επομένως χρειάζομαι την ενασχόληση με κάτι τέτοιο για να εμφυσηθώ με λίγη από την γαμηστεροσύνη ενός γαμηστερού παιχνιδιου, μπας και μου κολλήσει κάτι; Σαν ψυγείο που μυρίζει γιαουρτίλα ή πιάτα που ζέχνουν αυγουλίλα, ακόμα κι αν τα εν λόγω γιαούρτια και αυγά αφαιρεθούν και κάθε εναπομείναν ίχνος τους σχολαστικά καθαριστεί, έτσι ήθελα κι εγώ να εμποτιστώ με αυτό το κάτι της Planescapeίλας;
Μπορεί να το πήγα στο πολύ ψυχολογικό τώρα, αλλά ο αρχικός λόγος που άρχισα να γράφω αυτό το ποστίο ήταν άλλος. Θα γίνει προφανής ευθύς αμέσως. Ναι, το αποφάσισα μόνο 1000 λέξεις αργότερα.
Ας πάρουμε το Έγκλημα και Τιμωρία. Αυτό είναι ένα βιβλίο το οποίο ξεκίνησα να διαβάζω πριν τρία περίπου χρόνια. Όπως και το Planescape, έχει εκθειαστεί από πολλούς στο περιβάλλον μου αλλά και εκτός αυτού φυσικά, καθώς θεωρείται ιερή αγελάδα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εκ των πραγμάτων κομμάτι του κανόνα, κάτι που δεσπόζει σε κάθε λίστα του στιλ «τα βιβλία που πρέπει να διαβάσεις αν δε θες να λέγεσαι μιαρή πλέμπα.» Ήθελα να το δοκιμάσω και ως μια ευκαιρία να διευρύνω τους αναγνωστικούς μου ορίζοντες, ορμώμενος γενικα απ’ το ότι συνήθωςτα κλασικά τα βαριέμαι γιατί μου φαίνονται τετριμμένα σε θεματολογία. Επειδή κάπου-κάπου νιώθω ενοχές γι’ αυτό μου το γούστο που αποκλείει τα κλασικά λόγω βαρεμάρας, που μου απειλεί το κύρος του εναλλακτικού, σκεπτόμενου ανθρώπου με περίπου τον ίδιο τρόπο που έχει όταν πιάνομαι στα πράσα να σκαλίζω την μύτη μου, ακριβώς όπως και με τα RPGs, σκέφτηκα πως ήταν καλή ευκαρία να δοκιμάσω στ’ αλήθεια τα όρια των γούστων μου.
Με λίγα λόγια λοιπόν δοκίμασα να το διαβάσω για πάνω κάτω τους ίδιους λόγους που δοκίμασα να παίξω το Planescape. Μπορείτε να μαντέψετε τη συνέχεια;
Δεν το τελείωσα ποτέ, το άφησα στη μέση.
Η διαφορά είναι ότι με το που το έκανα αυτό, απλά είπα «ίσως μια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή στη ζωή μου», ξέροντας ενδόμιχα ότι κατα πάσα πιθανότητα δεν θα το τελειώσω ποτέ. Ότι αυτό είναι το γούστο μου, ότι από την λίγη και αποτυχημένη εναχόληση μου, δεν μ’ αρέσουν οι κλασικοί, μακάρι να μου άρεσαν φίλε, αλλά… Αλλά! Τέλος.
Εκεί που θέλω να καταλήξω, αν και δεν είναι προφανές μεχρι τώρα, είναι ότι κάτι με εμποδίζει το να πω το ίδιο με τόση ευκολία για το Planescape. Και κάτι μου λέει ότι αυτό το κάτι είναι ότι το Planescape είναι παιχνίδι.
Πάρτε μια στιγμή ταινίες, μουσική, βιβλία, σειρές. Ή γιατί όχι, ταξιδιωτικούς προορισμούς. Με ποια βάση επιλέγετε το σε τι θα αφιερώσετε τον χρόνο σας; Σας έρχεται αλήθεια ποτέ κάποιο άγχος ότι δεν θα καταφέρετε να επισκεφθείτε όλους τους προορισμούς που αξίζουν στον κόσμο; Έχετε την κρυφή ελπίδα ότι μια μέρα θα δείτε όλες τις ταινίες που θα λατρεύατε αν είχατε μόνο την ευκαιρία να τις δείτε όλες; Θα ανακαλύψετε όλες τις μουσικές που θα θέλατε να ανακαλύψετε; Τα βιβλία;
Δεν ξέρω στ’ αλήθεια για σας, αλλά αν μου μοιάζετε έστω και λίγο, θα σκέφτεστε ότι ο κόσμος είναι μεγάλος και δεν υπάρχει περίπτωση να τα βιώσετε όλα, και γι’ αυτό πορεύεστε με σημαία ένα υποβόσκον «ό,τι κάτσει». Αλήθεια, πόσο διαφορετικά είναι τα κριτήρια μας όταν γνωρίζουμε ανθρώπους και αναγνωρίζουμε χαρακτηριστικά που μας αρέσουν; Δεν ψάχνουμε τελικά όλοι σε μεγάλο βαθμό σε νέους ανθρώπους τα ίδια πράγματα που ψάχνουμε όταν ψάχνουμε ασχόλιες, αποδράσεις, ιστορίες για τον εαυτό μας στις οποίες θα μπορέσουμε να χαθούμε;
Κάποτε είχα διαβάσει για έναν Έλληνα ο οποίος είχε ταξιδέψει σε κάθε χώρα της γης και είχε ανακαλύψει ότι για κάθε ταξίδι που κάνεις θες μετά να πας άλλα δύο, κι έτσι καταλήγει η λίστα με τα ταξίδια που θέλεις να κάνεις να είναι πάντα τουλάχιστον διπλάσια σε έκταση από αυτή με αυτά που έχεις όντως κάνει. Το καλύτερο; Αυτο δεν φαίνεται να αλλάζει, είτε δεν έχεις βγει ποτέ απ’ τη χώρα σου είτε τις έχεις δει κυριολέκτικα όλες. Προφανώς ο κόσμος είναι φαινομενικά άπειρος. Κυριολεκτικά δεν διαθέτουμε τα νοητικά μέσα για να μπορέσουμε πότε να φανταστούμε πόσο πολλοί άνθρωποι και πόσες ιστορίες υπάρχουν, κι αυτό ευτυχώς κάποια στιγμή το αποδεχόμαστε φυσικά. Σχεδόν όλοι.
Σε αντίθεση με όλους αυτούς τους τομείς της ανθρώπινης εμπειρίας οι οποίοι είναι αυτονότητα και αυταπόδεικτα αχανείς, νιώθω εδώ και πολλά χρόνια ότι τα games δεν ανήκουν μεταξύ αυτών, το οποίο είναι περίεργο, γιατί φυσικά τώρα το 2015 βγαίνουν περισσότερα παιχνίδια παρά ποτέ. Για κάποιον λόγο όμως μου δίνεται η εντύπωση ότι αν ήθελα να παίξω ό,τι αξίζει να παίξω, αυτό θα ήταν μέσα στη σφαίρα του δυνατού. Ήδη έχω τα μισά συγκεντρωμένα όμορφα κι ωραία στο Steam Library μου. Πρόκειται φυσικά για πελώρια πλεκτάνη. Βέβαια, αν ήθελα ποτέ να χαρίσω κάποιο, δεν θα μπορούσα να το κάνω. Αυτή την αίσθηση της ντουλάπας που είχε μέχρι χτες ρούχα που χάρισες και τώρα είναι υπέροχα άδεια; Ε, αυτή την εμπειρία δεν θα στη δώσει το Steam ποτέ. Μα ποτέ.
Νιώθω ένα μεγαλύτερο άγχος να παίξω αυτά «που πρέπει να παίξω» κι ότι αν δεν το κάνω δεν θα είμαι τόσο ενημερωμένος gamer, παρά ας πουμε ότι πρέπει να διαβάσω βιβλία τα οποία είναι γνωστά και θεωρούνται must. Δεν θα σχολιάσω περισσότερο σε αυτό το σημείο το γιατί είναι σημαντικό για μένα υποσυνείδητα ή συνειδητά να είμαι ενημερωμένος gamer, νομίζω έγραψα ήδη αρκετά. Με απλά λόγια όμως, στα βιβλία μου φαίνεται σχεδόν αυτονόητο ότι τα γούστα καθορίζουν τον χώρο που κινούμαι και δεν χρειάζεται να διαβάσω όλα τα νέα best-seller για να θεωρώ τον εαυτό μου σωστό αναγνώστη. Το γούστο μου καθορίζει τις επιλογές μου. Με τα games αυτό δεν συμβαίνει. Το marketing των ενημερωτικών game sites κι όλου του τρόπου που έχει στηθεί η πώληση παιχνιδιών σε εποχές κρίσης φαίνεται να πιάνει πολύ καλά σε μένα, καταφέρνοντας να μου πουλήσει παιχνίδια μόνο και μόνο με την υπόσχεση του παιχνιδιού και τι αυτό θα μου προσφέρει, χωρίς απαραίτητα να το παίζω τελικά ποτέ. Είναι σαν το να ευχαριστιέσαι ένα παιχνίδι ως παιχνίδι να είναι το λιγότερο. Τι έχω χάσει ρε παιδιά;
Σίγουρα όμως δεν είναι μόνο το marketing. Πραγματικούς φίλους βιβλιοφάγους που να ακολουθούν τα τεκταινομενα δεν έχω. Ωστόσο έχω πολλούς φίλους gamers με τους οποίους νιώθω λιγάκι πιο αποκομμένος κάθε φορά που δεν μπορώ να συζητήσω μαζί τους ένα νέο παιχνίδι, πόσο μάλλον πιο συγκεκριμένα αυτά τα ψιλοάκυρα τα οποία επιλέγω εγώ να παίζω συνήθως και λίγους ξέρω με τους οποίος θα μπορούσα να μιλήσω για αυτά ή να τα παίξουμε μαζί.
Θα μπορούσε η ανάγκη μου να παίξω να είναι ενδόμυχος τρόπος να αντιμετωπίσω την αδυναμία μου να κρατήσω κοντά μου ανθρώπους με τους οποίους έχουμε συνεχώς λιγότερα σημεία επαφής και απομακρυνόμαστε;
Και μια στιγμή. Σε ποιο σημείο τέλος πάντων όλης αυτής της ανάλυσης θα έρθει να κουμπώσει το ότι μιλάμε απλώς για παιχνίδια; Για χιλιάδες πραματάκια τα οποία οποία έχουν κατασκευαστεί για να κονταροχτυπηθούν για το ποίο θα κερδίσει την προσοχή, τον χρόνο και τα χρήματα μας, όλοι πόροι περιορισμένοι, με πρώτον απ’ όλους να είναι προφανέστατα, αφού έχουμε την πολυτέλεια να γράφω και να διαβάζετεαυτά τα κατεβατά, την προσοχή; Είναι αλήθεια ότι μου δίνουν μια καλή δικαιολογία για να μην σκέφτομαι το ότι θα μπορούσα να δημιουργώ. Και μάλιστα λένε ότι ένας από τους λόγους που τόσοι από εμάς τους δυτικούς βολεμένους πάσχουμε από κύματα κατάθλιψης είναι ότι μας έχουν δοθεί τόσοι διαφορετικοί τρόποι να γίνουμε παθητικοί καταναλωτές media και πληροφορίας (μάλλον ποτέ ο δείκτης δημιουργίας/κατανάλωσης μας δεν ήταν πιο χαμηλά) και βρισκόμαστε να σπαταλάμε τόσον χρόνο, λεφτά και φαιά ουσία για τις συλλογές από παιχνίδια, ταινίες, σειρές μας κτλ, που τελικά ατροφεί η επαφή μας με το δημιουργικό μας κομμάτι και σιγά-σιγά μπαίνουμε στη διαδικασία να αναρωτιόμαστε: what’s the point?
Αν το παραπάνω όντως ισχύει, τι είναι αυτό που αποφεύγουμε πεισματικά να δημιουργήσουμε και με την πρώτη ευκαιρία, σαν αυτόματο ανακλαστικό, καταφεύγουμε στην ζεστή θαλπωρή της γνώριμης παθητικής καταναλωτικής, στο οποίο πατάει η βιομηχανία των games αλλά και διάφορων άλλων θεαμάτων;
Δεν θέλω να συνεχίσω να ανησυχώ και να προβληματίζομαι για ανούσια θέματα. Θέλω να δημιουργήσω, θέλω να ανακαλύψω. Θέλω να παίξω, αν όχι πάνω απ’ όλα, σίγουρα γενικότερα στη ζωή. Το παιχνίδι είναι ζωή. Αλλά θέλω ό,τι κάνω να το ευχαριστιέμαι, όχι να κάνω κάτι ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα το ευχαριστηθώ. Δεν γίνεται να συνεχίσω να τρέφω αυταπάτες ότι μια μέρα θα έχω χρόνο για όλα, για όλους, για το παντού. Εσείς κι εγώ ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλα φαίνονται να αιωρούνται μπροστά μας, έτοιμα να τα αρπάξουμε. Αλλά όταν έχεις μπροστά σου 500.003 πράγματα αντί για 3, πόσο πιο δύσκολο είναι να απλώσεις το χέρι για να διαλέξεις ένα; Θα μπορούσε να είναι αλήθεια, όπως στο λινκ που μόλις παρέθεσα, ότι όσες πιο πολλές επιλογές έχει κανείς, τόσο λιγότερο ικανοποιημένος και ευχαριστημένος μπορεί να είναι; Εδώ σε μια ταβέρνα πας και σου παίρνει μισή ώρα να παραγγείλεις…
Επιστρέφω σε αυτόν τον προβληματισμό του «πρεπει να κάνω το ένα ή το άλλο για να είμαι ενημερωμένος/ψαγμένος/αποδεκτός και όχι επειδή με ενδιαφέρει πραγματικά» αρκετά συχνά, και νομίζω ότι είναι από τα μεγάλα μου μπλοκαρίσματα για να ξεκινήσω δημιουργικές διαδικασίες που τις χρειάζομαι επειγόντως. Τα games είναι από τα πράγματα που είναι μαζί μου το περισσότερο διάστημα γι’ αυτό είναι και πιο δύσκολο για μένα συναισθηματικά να κοιτάξω αυτό το κομμάτι του εαυτού μου πραγματιστικά και να δω ειλικρινά ποια θέλω να είναι η σχέση μου με αυτό. Πολλά από αυτά που αναφέρω παραπάνω σε σχέση με αυτό είναι απλά αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις που με κρατάνε κάπου που δεν θέλω να ‘μαι.
Συγνώμη Nameless One. Μπορεί μια μέρα να μάθω την ιστορία σου και του κόσμου σου του Sigil με τις πολλές πύλες που όντως φαίνεται συναρπαστικός. Αλλά κι αν αυτό δεν συμβεί, απλώς θα παραμείνεις ένας ακόμα nameless one μεταξύ πολλών. Έντιμων, ενδιαφέροντων nameless με τους οποίους, πολύ απλά, ε… δεν έκατσε.
Βρίσκεται στη βιβλιοθηκούλα του Υπερωκεάνιου, όπου το ρούφηξα μαζί με τον καφέ μου σήμερα. Είναι ενδιαφέρον το ότι αυτό το μικρό βιβλιαράκι των 50 σελίδων και της μίας ώρας το έχει γράψει ένας Γάλλος που δουλειά του είναι να γράφει για ταξιδιωτικά περιοδικά! Ποτέ δεν ξέρεις αν τις συμβουλές που σου δίνει στις δίνει επειδή τον ενοχλούν συνάδελφα βαρετά ταξιδιαρο-ποζέρια -δηλαδή είναι το απόσταγμα πολυετούς εμπειρίας και μεγάλης βαρεμάρας- ή απλά περιγράφει το τί ο ίδιος συνηθίζει να κάνει (εμπνέοντας χασμουρητά στους γύρω του από άλλη μια δόση εξωτικού λογυδρίου και αντίστοιχης υποχρεωτικής παρουσίασης πολυάριθμων και όχι και τόσο ενδιαφέροντων φωτογραφιών) και θέλει πολύ απλά να εξιλεωθεί, βγάζοντας τα από μέσα του και αναγάγοντας σε τέχνη το χαρακτηριστικό του που περισσότερο τον κάνει κάπως ανεπιθύμητο σε φιλικά πάρτι.
Το βιβλίο μου θύμισε, για άλλη μια φορά, κάτι που κάποτε είχα διαβάσει στο Matador: 6 ways to not be a holier-than-thou traveller. Βέβαια, την ανάγνωση αυτού του άρθρου το οποίο μόλις ανέσυρα από τα έγκατα της μάλλον πρόσφατης μνήμης μου θα την πρότεινα μόνο σε κάποιον που έχει σκοπό το ακριβώς αντίθετο από αυτό που πραγματεύεται το βιβλίο αυτό: να ΑΠΟΦΥΓΕΙ να κουράσει το ακροατήριο του με τις περιπέτειες που είναι ενδιαφέρουσες μόνο σε εκείνον. Χμ. Κάποιον αστείο παραλληλισμό ήθελα να κάνω αλλά μπερδεύτηκα μέσα στην ίδια μου την ειρωνεία. Ας είναι.
«Αν τυχόν έχετε ταξιδέψει, αποφεύγετεε να το αναφέρετε κάθε τρεις και λίγο· οποιοσδήποτε με χρήματα και ελεύθερο χρόνο έχει τη δυνατότητα να ταξιδέψει», έλεγε κάποιο βικτωριανό περιοδικό για ευγενείς κυρίους και παραθέτει με τη σειρά του το βιβλίο. Ας θυμόμαστε όλοι τα σοφά αυτά λόγια την επόμενη φορά που θέλουμε να μοιραστούμε τις φωτογραφίες μας από το Λονδίνο, το Παρίσι ή την Νέα Υόρκη, τις οποίες παρουσιάζουμε λες και δεν απεικονιζόμαστε σε μέρη τα οποία επισκέπτονται εκατομμύρια άνθρωποι τον χρόνο, ή το πόσο ΓΑΜΑΤΟ ήταν εκείνο το ζευγάρι με το οποίο κάναμε CouchSurfing στο Ανατολικό Τιμόρ και πόσο μας έδειξαν όλες τις μαγευτικές μεριές του νησιού που αλλιώς ποτέ δεν θα ανακαλύπταμε και πόσο οι ρυθμοί εκεί είναι τόόόσο πιο ήρεμοι, μέσα στο τροπικό δάσος της Ινδονησίας, εκεί που τα χρήματα δεν έχουν σημασία και οι άνθρωποι είναι μακριά από τον δυτικό τρόπο ζωής…