JLMOP // ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΝΗΣΙ

Το χαμένο νησί

Το χαμένο νησί by M. Karagatsis
My rating: 3 of 5 stars

Ευχαριστώ τη Μαριλένα που μου δάνεισε Το χαμένο νησί. Ήταν η πρώτη μου επαφή με τον Καραγάτση.

Περισσότερο απόλαυσα τις πιο πεζές αφηγηματικές στιγμές του βιβλίου, οι οποίες από μόνες τους είχαν κάτι το αλλόκοτο, και λιγότερο τις μερικές φορές ντελιριακές (αν και ενδιαφέρουσες λογοτεχνικά) εσωτερικές αναζητήσεις του πρωταγωνιστή. Κι αυτό γιατί, παρ’ ότι βρήκα τον αντι-ηρωικό του ρόλο και το ότι εξέφραζε την εσωτερική Σκιά που λίγοι μας δείχνουμε αρκετά ελκυστικό, περισσότερο με μάγεψε το πόσο παράξενη και γλυκιά κόλαση ήταν η Τήλος και οι κάτοικοι της. Οι σκέψεις, τα κίνητρα και τα συναισθήματα του Γερόλυμου ήταν δευτερεύουσας σημασίας και μερικές φορές μου αποσπούσαν την προσοχή από αυτό για το οποίο ήθελα να μάθω κατιτίς παραπάνω.

Έχοντας ακούσει ότι αυτό είναι το πιο φανταστικοστραφές και φευγαλέο βιβλίο του Καραγάτση, έχω περιέργεια να διαβάσω κάποια στιγμή και άλλα του, ξεκινώντας από τη Μεγάλη Χίμαιρα ή Το 10.

View all my reviews

ΤΙ ΚΟΙΝΟ ΕΧΟΥΝ ΟΙ ABBA ΚΑΙ ΟΙ DAFT PUNK;

Ας ακολουθήσουμε ένα μουσικό μονοπάτι.

Πριν δυο εβδομάδες, στις 30 Ιουνίου, ο Steven Wilson κυκλοφόρησε στο Youtube το τραγούδι το οποίο ο ίδιος περίμενε ότι θα δίχαζε τους φανατικούς φίλους του όσο καμιά άλλη δημιουργία του μέχρι τώρα. Όπως και έγινε, και γίνεται. Να σημειώσω ότι περιμένουμε βίντεο κλιπ α λα Bollywood για το συγκεκριμένο τραγούδι.

Αν ο Στίβεν στα 25 χρόνια καριέρας του έχει αποδώσει τον φόρο τιμής που έπρεπε και με το παραπάνω στους καλλιτέχνες της progressive rock που τον ενέπνευσαν στα νιάτα του με τη μουσική του, μέχρι τώρα δεν είχε κάνει το ίδιο με άλλους μουσικούς που τον χάραξαν, όπως οι Abba, οι ELO, ο David Bowie ή o Prince. Ο θάνατος των δύο τελευταίων τον ενέπνευσαν και να παίξει στην τελευταία του περιοδεία covers τραγουδιών τους, στα οποία οδήγουν και τα λινκ που έχω παραθέσει. Όντως – το ρεφραίν του Permanating είναι ακριβώς σαν το Mamma Mia!

Τώρα θέλω πολύ να δω το musical το οποίο έσπασε ταμεία με μανάδες και θείες πριν καμιά δεκαετία κι εγώ σνόμπαρα γιατί ήμουν 19 και οι Abba ήταν η μουσική των μανάδων και των θειών («θειών»; Αλήθεια, ποια είναι η γενική της λέξης “θείες” και πώς μπορεί να διαχωριστεί από τη γενική της λέξης “θείοι”; Των θείων – των θείων… Το αφήνω πριν φτάσω σε κάποιον επικίνδυνο ατέρμονο βρόγχο)

Συζητώντας τους Abba, θυμήθηκα έναν δίσκο της μάνας μου (από την συλλογή της που ποτέ δεν παύει να με εκπλήσει) τον οποίο τυχαία διάλεξα μια μέρα που είχα πάει σε ένα πάρτυ βινυλιών στο Divino τον περασμένο Απρίλιο, ο οποίος είναι το The Visitors. Δεν τον ακούσαμε ποτέ σε εκείνο το πάρτι, μάλιστα τον είχα ξεχάσει μέσα στο πόρτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου οπότε έζησε τον καύσωνα του Ιουνίου και του Ιουλίου, και έλιωσε, σε σημείο που αποφάσισα ότι δεν θα κατάφερνα να τον ακούσω ποτέ στην «αναλογική» του μορφή. Αυτή η απώλεια μου κίνησε την περιέργεια να μάθω τι ήταν αυτό που πέθανε στα χέρια μου, κι έτσι τον έβαλα μια μέρα για soundtrack στο Youtube ενώ δούλευα. Το αυτόματο αλγοριθμικό ποτάμι του Youtube με πήγε από εκεί στο Knowing Me Knowing You και στο SOS, το οποίο μου έγινε και ο μικρός ακουστοσκώληξ (earworm) της ημέρας.

Κάποιοι γνωστοί μουσικοί της εποχής, όπως ο John Lennon ή ο Peter Townshend των The Who, έκαναν βαρυσήμαντες δηλώσεις για αυτό το τραγούδι, όπως έμαθα διαβάζοντας για άλλη μια φορά τα σχόλια στο Youtube. Θα σας αφήσω να κάνετε τη δική σας σχετική έρευνα, αν θέλετε…

Ο Steven Wilson λοιπόν ήθελε για πολλά χρόνια να γράψει ποπ μουσική ισάξια, τουλάχιστον σε επίπεδο μουσικής περιπλοκότητας, με τις μεγάλες επιτυχίες των Abba όπως το Dancing Queen, το Knowing Me Knowing You ή το SOS.

Εδώ λοιπόν είναι το κλειδί της υπόθεσης: ο Στιβάκος περιγράφει το Permanating ως «Abba ή ELO αν την παραγωγή είχαν αναλάβει οι… Daft Punk».

Daft Punk. Μάλιστα! Κι εδώ πάμε στο δεύτερο σκέλος αυτής της περιήγησης.

Από τα αγαπημένα μου κομμάτια τους (το πρωτοάκουσα στο Interstella 5555, που είναι το Discovery [2001] με επένδυση βίντεο σε άνιμε. Ψάχτε το).

Δεν θυμάμαι πώς μου έκατσε και το έβαλα να το ακούσω, αλλά με το που τελείωσε, πέρασε στο Superheroes (όπως είναι και στον δίσκο), άλλο κορυφαίο κομμάτι.

Διαβάζοντας τα σχόλια – αλήθεια, το όλο ποστ θα μπορούσε απλά να λέγεται ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ YOUTUBE, για τα οποία τόσα έχουν γραφτεί, κι όμως παραμένουν πηγή έμπνευσης και έρευνας – ανακάλυψα ότι αυτό το Superheroes ΣΑΜΠΛΑΡΕΙ το εξής disco τραγούδι του 1979:

Κι από εκεί -πείτε με χαζό- συνειδητοποίησα εμβρόντητος ότι οι μεγαλύτερες επιτυχίες των Daft Punk χρησιμοποιούν samples άγνωστων κομματιών της χρυσής εποχής της ντίσκο. Κάποιοι δημιουργικοί τύποι μάλιστα τα έκαναν λίστα.

Η παραπάνω λίστα είναι, για μένα, ένα διαμάντι και ιερό δισκοπότηρο της μουσικής των τελευταίων 50 χρόνων και, αν θέλετε, είναι φωτεινό παράδειγμα της έννοιας του μεταμοντερνισμού στη μουσική γενικότερα. Όχι μόνο δείχνει πώς μουσική από 15 και 20 χρόνια πριν χρησιμοποιεί δημιουργικά κομμάτια που κυκλοφόραν 40 χρόνια πριν και ήταν άγνωστη (φαντάζομαι;) εκείνη την εποχή στο ευρύ κοινό – αυτή η playlist θα ήταν απλά ΤΕΛΕΙΑ για πάρτυ ακόμα και στο σήμερα – ή μάλλον ειδικά σήμερα, που το sampling, το remix και το πάντρεμα ειδών είναι συνώνυμο με το κύριο ρεύμα της μουσικής. Κι εδώ; Όλα τα ριφάκια και οι μελωδίες είναι γνώριμες από τα κομμάτια των Daft Punk, οπότε τελικά είναι σαν να αντιστρέφεται η διαδικασία, και αντί να κάνουν sampling οι Daft Punk, να χρησιμοποιούν οι πρωτότυποι καλλιτέχνες samples των Daft Punk στα 100% ’70s κομμάτια τους! Να με θυμηθείτε, όλο και κάποια μέρα θα το χρησιμοποιήσω για πάρτυ και χορό, όπως του αξίζει. Μπορείτε να ακούσετε και το εξής βίντο, The Sampling of Daft Punk, για μια πιο εις βάθος ματιά – ή την αντίστοιχη λέξη για την αίσθηση της ακοής – σε αυτό που έχει καταφέρει ατό το εμβληματικό ντούο.

Αλλά δεν σταματάμε εκεί.

Το 2013 οι Daft Punk κυκλοφόρησαν το Random Access Memories, το οποίο στην αρχή μου φάνηκε μάλλον αδιάφορο και υπερεκτιμημένο. Το Get Lucky πάντα μου ακουγόταν σαν “Μexican monkey”, χάρης σε αυτό το αστείο κλιπάκι βέβαια…

Πάνω όμως σε αυτή την αναζήτηση έπεσα και στο Giorgio by Moroder. Δεν ήξερα ποιος ήταν ο κύριος, και ανακάλυψα ότι είναι αυτός που έγραψε τα παρακάτω. Ακούστε το. Σας το υπογράφω – τα ξέρετε αυτά τα κομμάτια, και θα εκπλαγείτε.

Οι Daft Punk με το Random Access Memories ξεπέρασαν την έννοια του tribute, και έφεραν το πνεύμα της ποιοτικής disco στη δεκαετία μας με το δικό τους χαρακτηριστικό ύφος. Τώρα καταλαβαίνω τη σύλληψη τους, και αν μου άρεσαν μια, δυο φορές πριν αυτές τις ανακαλύψεις μου, τώρα μου αρέσουν τουλάχιστον πέντε φορές περισσότερο – up to 11 και βάλε.

Οπότε, ποιο είναι το κοινό μεταξύ Daft Punk και Abba; Εκτός από το ότι ο κύριος Wilson τους τρέφει αδυναμία, είναι ότι η φήμη τους, ή η ποπ πλευρά τους, ξεπέρασε την τέχνη τους. Οι Daft Punk έγιναν οι δημιουργοί του One More Time και του Mexican Monkey Get Lucky, οι Abba έχουν εξισωθεί σε μεγάλο βαθμό με το Dancing Queen… αλλά πίσω από αυτά τα συγκροτήματα ανακαλύπτω ότι υπήρχαν μουσικοί με πνεύμα το οποίο όμως δεν είναι καθόλου ευραίως γνωστο σήμερα.

Αναρωτιέμαι πώς να νιώθουν οι μεγάλοι καλλιτέχνες οι οποίοι κάνουν το μπαμ, και το μπαμ συνεχίζει να μεγαλώνει, και μεγαλώνει τόσο που υπερκαλύπτει τους ίδιους. Και οι Abba και οι Daft Punk είναι πολύ διάσημοι σήμερα, αλλά πόσοι μουσικοί τους έχουν έχουν άραγε σε υψηλή εκτίμηση; Καταλήγουν να είναι τόσο υπερβολικά διάσημοι, που μένουν πιο πολύ σαν φιγούρες της ποπ κουλτούρας, παρά σαν καλλιτέχνες.

Ο Ran Prieur είχε πει κάποτε ότι όποιος καταλαβαίνει στ’ αλήθεια τι σημαίνει το να είσαι διάσημος δεν θέλει να γίνει ποτέ διάσημος. Κατά τύχη, μπορώ να σας πω ότι ξεκίνησα να διαβάζω το πρώτο βιβλίο του A Song of Ice and Fire, το A Game of Thrones, και διάβασα σήμερα κάπου ότι ο συγγραφέας του, ο George R.R. Martin, απλά έχει ξεπεράσει τη σειρά στο μυαλό του και θα ήθελε πολύ απλά να κάνει κάτι άλλο με τη ζωή του. Όμως είναι τόσο διάσημο το έργο του και τόσο μεγάλες οι απαιτήσεις του κοινού από τον ίδιο, που είναι εγκλωβισμένος.

Μπορεί βέβαια να κάνω και λάθος, και όλοι οι διάσημοι καλλιτέχνες να γελάνε μέσα στις βίλες τους και στις πισίνες τους γεμάτες σαμπάνια. Αμφιβάλλω βέβαια, γιατί η διασημότητα και τα χρήματα δεν είναι ακριβείς δείκτες ευτυχίας. Και τελικά, δεν είναι όλοι οι διάσημοι και πλούσιοι «το ίδιο» – παραμένουν άνθρωποι με ξεχωριστές προσωπικότητες, ανάγκες και φιλοδοξίες στη ζωή τους, ακριβώς όπως και οι φτωχοί. Σίγουρα κάποιοι θα είναι λιγότερο ικανοποιημένοι με τη ζωή τους απ’ ότι άλλοι, αλλά μας αρέσει να σκεφτόμαστε ότι οι πλούσιοι δεν είναι ευτυχισμένοι και ότι τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία. Αν το πείτε όμως αυτό σε κάποιον ανικανοποίητο φτωχό, δεν αποκλείεται να λάβετε και κάποια προσβεβλημένη ή πληγωμένη αντίδραση – θα είναι ακριβώς όπως το να πείτε σε κάποιον δυστυχισμένο φραγκάτο ότι τα λεφτά είναι το παν: γιατί τότε θα είναι σαν να τους λέτε στα μούτρα τους ότι κάτι κάνουν πολύ λάθος με τη ζωή τους.

Ο Steven Wilson κυκλοφορεί τον επόμενο μήνα τον καινούργιο του δίσκο, το To the Bone. Δεν ξέρω τι θα ήθελα περισσότερο: να γίνει η μεγάλη του επιτυχία και να συνεχίσει μια καριέρα πιο “progressive pop”, ή να είναι και αυτή η κυκλοφορία μια μικρή απογοήτευση που θα του επιτρέψει να συνεχίσει να πειραματίζεται. Ο ίδιος λέει ότι είναι καλλιτέχνης, όχι ψυχαγωγός, και γι’αυτό του αρέσει να παίζει με τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις των φανατικών θαυμαστών του.

Θα ήταν αστείο όμως μια μέρα να θυμούνται τον Steven για τα ποπάκια του και κανείς να μην ξέρει ότι έπαιζε για 25 χρόνια progressive.

ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΣΤΟ FACEBOOK

Θυμάμαι μερικές φορές όπου είχε γεμίσει το newsfeed μου από τραγούδια που είχαν μοιραστεί φίλοι μου. Ξεκίνησα αυτό το ποστ θέλοντας να δείξω πόσοι φίλοι μου μοιράζονται πολλά τραγούδια στο facebook, όμως κοιτάζοντας το δικό μου feed για να μετρήσω τα τραγούδια για να επιβεβαιώσω την άποψη μου πριν αρχίσω το γράψιμο μου έδειξε μόνο ένα τραγούδι μέσα σε πάνω από 50 posts, αριθμός μικρότερος από αυτόν που περίμενα. Ήθελα να το επισημάνω αυτό.

Παρ’ όλ’ αυτά, το γεγονός παραμένει. Γιατί ποστάρουμε μουσική στο facebook? Γιατί κάθε φορά που μου έχει κολλήσει έντονα στο μυαλό ένα τραγούδι θέλω να μοιραστώ αυτή την εμπειρία με τον συγκεκριμένο τρόπο; Τι περιμένω ότι θα συμβεί;

Αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι ότι απογοητεύομαι όταν δεν μαζεύω πολλά, ή κανένα, like. Δεν συνειδητοποιώ όμως ότι οι πιθανοί αποδέκτες τις πρόθεσης μου έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε πολλά άλλα άγνωστα για αυτούς κομμάτια που έχουν ποστάρει και άλλοι/ες εκτός από εμένα. Συχνά έχουν και οι ίδιοι μουσική να παίζει, και ποιες είναι οι πιθανότητες ο πιθανός αποδέκτης να σταματήσει τη δική του μουσική για να ακούσει τη δική μου;

Αν ένα facebook post δεν το κάνει κανείς like, υπήρξε ποτέ στ’ αλήθεια;

Για μένα, το αντίστροφο μπορεί να μου συμβεί όταν πολύ συγκεκριμένα άτομα μοιράζονται μουσική στον δικό τους τοίχο. Τότε την ακούω, γιατί εμπιστεύομαι το γούστο τους. Όμως λίγοι, ή κανείς, δεν φαίνεται να κάνουν το ίδιο με τη δική μου μουσική. Δεν σημαίνει αυτό βέβαια ότι δεν υπάρχουν άτομα που να εμπιστεύονται τις μουσικές μου επιλογές, τουλάχιστον όχι απαραίτητα. Μπορεί να μην εμφανίζεται στο feed τους για πολλούς λόγους, ή όντως μπορεί να ακούνε τη δική τους μουσική και -όσο κι αν θα μου άρεσε να το κάνουν- πώς μπορώ να περιμένω ότι θα σταματήσουν αυτό που τους αρέσει να ακούνε ήδη για να ακούσουν το άγνωστο, ή ακόμα μερικές φορές τον ψηφιακό θόρυβο στον οποίο συγκαταλλέγομαι κι εγώ για τους περισσότερους facebook friends μου;

Μπορώ εύκολα να μπω στη διάθεση «ωωω, γιατί σε κανέναν δεν αρέσουν αυτά που μου αρέσουν;», το οποίο εύκολα μπορεί να γίνει ελιτίστικο αν είμαι στην κατάλληλη διάθεση («τα γούστα μου είναι υπερβολικά ψαγμένα για τα κοινά αυτιά»). Δεν θα το κάνω όμως, γιατί βλέπω ότι αυτό το φαινόμενο δεν περιορίζεται σε μένα – ακόμα και τα προαναφερθέντα άτομα των οποίων οι επιλογές μπορούν να με κάνουν να παρατάω τη μουσική που ακούω για να δω τι καινούργιο έχουν βρει, τείνουν να υποφέρουν από την ίδια «αδικία» και μαζεύουν ελάχιστα χεράκια με τον αντίχειρα πάνω. Οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι το φαινόμενο είναι γενικευμένο.

Για να βρούμε την αιτία που συμβαίνει αυτό, δεν πρέπει να ερευνήσουμε μόνο γιατί κάποιος θα θέλει να ποστάρει τη μουστική, αλλά και την αιτία πίσω από το πάτημα του like.

Ένα-ένα όμως. Όταν μοιράζομαι ένα τραγούδι, θέλω να:

  • γίνει το γούστο μου αποδεκτό ή να εκτιμηθεί
  • προκαλέσει συναισθηματική αντίδραση σε κάποιον που ξέρει ήδη το τραγούδι – «μπορώ κι εγώ να προκαλώ συναισθήματα στους άλλους!»
  • «ψαρέψω» κάποιον για να διαδράσει μαζί μου προβάλλοντας μια συναισθηματική κατάσταση – αυτό σπάνια λειτουργεί: τώρα που το σκέφτομαι, έχω καιρό να το κάνω
  • να το μάθει κάποιος εξ αιτίας μου – μεγάλο καμάρι εκεί!

Άρα θέλω να φαίνομαι ή σαν να έχω κι εγώ συναισθήματα ή λίγο σαν αυτόν ο οποίος μαθαίνει στους άλλους πράγματα που δεν ξέρουν. Κάτι σε ξερόλας, αλλά στο πιο σοφό; Κάτι το οποίο θα είναι για το ψαγμενόσοφος ό,τι είναι το εξυπνάκιας για το έξυπνος. Αυτό. Θέλω να φαίνομαι ψαγμενόσοφος. Γιατί προφανώς πιστεύω ότι δεν είμαι αρκετά ψαγμενόσοφος.

Έπειτα, όταν κάνω like σε ένα τραγούδι, κάτι από αυτά μάλλον παίζει:

  • δεν έχω ακούσει το τραγούδι, αλλά μπορεί να θέλω να στηρίξω την κίνηση του ποσταρίσματος του (π.χ, μετά από μια βραδιά έξω με φίλους, ένας από αυτούς ποστάρει κάποιο από τα κομμάτια που μας απασχόλησαν αρκετά όσο ήμασταν μαζί και το ποστάρω σαν like σε όλη τη βραδιά και τον χρόνο που περάσαμε μαζί)
  • το τραγούδι μου αρέσει όντως, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που το ακούω.
  • μόλις το άκουσα – μάλλον σπάνια περίπτωση. Εκεί ιδανικά φεύγει και σχόλιο.

Κρίνοντας όμως από τους περιορισμένους λόγους για τους οποίους θα έκανα like, δεν θα έπρεπε να με απασχολεί που όταν θέλω να μοιράζομαι μουσική δεν φαίνεται να έχει αντίκρισμα, γιατί οι λόγοι για τους οποίους τη μοιράζομαι δεν εφάπτονται στο γιατί εγώ συνήθως επιλέγω να ακούσω μουσική στο facebook. Όπως κι εγώ δεν θα πατήσω το “play”, για τους ίδιους λόγους δεν το πατάνε και οι φίλοι μου.

Όμως συνεχίζω να θέλω να μοιράζομαι μουσική, γιατί πιστεύω στις επιλογές μου – όπως όλοι μας άλλωστε! Αυτό το «όπως όλοι μας άλλωστε» το λέω χωρίς ποτέ να μην έχω ιδέα τι θέλει ο υπόλοιπος κόσμος, όταν θέλω να δικαιολόγησω κάτι που έκανα, κάνω ή θέλω να κάνω. Είναι αστείο, αλήθεια, πώς κάποιος τόσο μερικές φορές επιτηδευμένα ή αυθεντικά αντικομφορμιστής όσο εγώ, χρησιμοποιώ ως δικαιολογία το ότι το κάνουν όλοι! Μα αυτό θεωρητικά θα έπρεπε να είναι αιτία να μην θέλω να το κάνω – όντως, δεν ακούγεται το ίδιο το «το κάνουν όλοι!» με το «δεν ξέρω κανέναν που να το κάνει, ας είμαι ο πρώτος!»

Τέλος πάντων. Θέλω λοιπόν, όπως όλοι μας άλλωστε, να μοιράζομαι κι εγώ τη μουσική μου και να έχει αυτό ένα αντίκρισμα. Μια συναισθηματική αντίδραση. Μια ικανοποιητική επίδειξη ψαγμενοσοφίας. Γιατί μου αρέσει να μοιράζομαι αυτά που βρίσκω όμορφα, αδερφάκι μου.

Σύντομα θα προστεθούν και στο προσωπικό περιβόλι των ακουστοσκώληκων μου (name subject to change):

Τρέφοντας τη διαφημιστική μηχανή της Vevo ποστάροντας Στιβάκο… έγινε κι αυτό! Εκτός από το ότι πραγματικά δεν με νοιάζει αν ο Steven Wilson «ξεπουληθεί» γιατί 25 χρόνια τώρα νομίζω το χρέος του στην “underground” μουσική το έχει πληρώσει, αυτό το To The Bone φαίνεται ότι θα είναι ε-ξαι-ρε-τι-κό, και αν ο Steven πιστεύει ότι μια μεγαλύτερη δισκογραφική όπως η Universal και το παρακλάδι της η Caroline International θα τον βοηθήσει να γίνει πιο γνωστός, ας είναι. Θα έλεγα ότι ανυπομονώ να έρθει ο Αύγουστος, αλλά μπορώ να περιμένω και λίγο ακόμα. Delayed gratification; ικανοποίηση με χρονοκαθυστέρηση. Είναι σαν το φαί: καλύτερα να το αφήσεις λίγο εκεί να σιγοψήνεται στην δεύτερη σκάλα από τις εννιά του ματιού, παρά να το ρίξεις στον φούρνο μικροκυμάτων.

Πάρτε και λίγο Röyksopp, γιατί ακούω πολύ τελευταία. Δεν το παίξανε αυτό στη συναυλία, αλλά μου κόλλησε κάπου στην πορεία του προ- και μετα-συναυλιακού binge. Νομίζω ότι δεν είναι τυχαίο ότι από τα τοπ custom ανεπίσημα βιντεοκλίπ είναι αυτό από το Baraka και ένα άλλο με σκηνές από το Ex Machina. Ταινιάρες και οι δύο.
Και το Junior είναι καταπληκτικός δίσκος γενικά.

JLMOP // Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΜΕ ΤΗ ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΗ ΠΑΝΟΠΛΙΑ

Ο ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία

Ο ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία by Robert Fisher
My rating: 2 of 5 stars

Δεν μου άρεσε πραγματικά για περίπου τους ίδιους λόγους που δεν μου αρέσει ο Paolo Coelho. Ενώ είναι «παραμύθι για μικρούς και μεγάλους», ξεκάθαρα προορίζεται για ενήλικες: τα παιδιά δεν έχουν τα προβλήματα που έχει ο πρωταγωνιστής ιππότης, γιατί είναι στη φάση που τα κόμπλεξ τους είναι ακόμα στη φάση της γέννησης. Γι’ αυτό η παιδική απλοϊκότητα στην ιστορία γινόταν εκνευριστική – θα προτιμούσα αντί για αυτό το παραμύθι να είχα κάτι πιο δοκιμιακό με τα ίδια μηνύματα και να μην διάβαζα κάτι το οποίο ήταν σαν Disney με Alan Watts και, ξέρω ‘γώ, τον Μικρό Πρίγκιπα (για τον οποίο στα 5 χρόνια που έχουν περάσει από τότε που διάβασα το βιβλίο δεν έχει συμβεί κάτι για να αλλάξει την φλογερή αντιπάθεια που του τρέφω).

Μου άρεσε πάντως ο Μέρλιν. Αν μίλαγε μόνο ο Μέρλιν το βιβλίο θα ήταν σαφώς καλύτερο.

View all my reviews

JLMOP // ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328

Το νούμερο 31328

Το νούμερο 31328 by Ilias Venezis
My rating: 3 of 5 stars

Πρωτοδιάβασα για αυτό το βιβλίο από το Αϊβαλί του Soloúp, το οποίο και μου κίνησε την περιέργεια με την απόδοση σε κόμικς μερικών από τις σκηνές του.

Είναι μια ωμή αποτύπωση μιας περιόδου ακριβώς μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και πριν την ανταλλαγή πληθυσμών, ενός μίσους που κανείς μας δεν μπορεί καν να φανταστεί στις μέρες του «ανθρωπισμού» στις οποίες ζούμε ότι είναι δυνατό. Οι περιγραφές του Βενέζη θα μπορούσαν να ανήκουν σε κάποια ταινία ή σειρά με ακραία βία και δημιουργικό πορνό βασανισμού, όπως είναι το Game of Thrones ή άλλα πιο ακραία που εγώ δεν ξέρω, όμως αυτά τα πράγματα συνέβησαν, και συνέβησαν σε χιλιάδες, εκατομμύρια κόσμο. Πάντα το έλεγα ότι το Game of Thrones μου αρέσει γιατί, κατά κάποιον τρόπο, μου φέρνει μπρος μου την ιστορία της ανθρωπότητας.

Πόσοι Βενέζηδες όμως ήταν αγράμματοι ή δεν έγιναν συγγραφείς και οι εμπειρίες τους δεν έγιναν ποτέ «το νούμερο 24290» ή πολύ απλά πέθαναν κάπου στην πορεία και δεν επέζησαν ώστε να μας πουν την ιστορία τους; Ίσως καλύτερα έτσι: πόσων ανθρώπων, εποχών και γενεών τον πόνο μπορούμε να αντέξουμε σε μια ζωή;

Βάζω στο «νούμερο 31328» 3 αστεράκια όχι γιατί δεν με ενδιαφέρει προφανώς το θέμα ή επειδή πιστεύω ότι δεν είναι σημαντικό βιβλίο, απλά η γλώσσα του ειδικά, η οποία ήταν γεμάτη μικρασιάτικες, άγνωστες για μένα λέξεις, το μετέτρεψε στα μάτια μου σε κάτι λίγο πιο μακρινό από εμένα απ’ ότι θα ήθελα – από μαρτυρία σε ιστορία κι απο ιστορία στο αποστασιοποιημένο της πρωτογενούς πηγής.

Και, ίσως απλώς προτιμώ -γούστα είναι αυτά- τα βιβλία που πατάνε σε πρωτογενείς πηγές και τις αναπτύσουν – π.χ. στο Αϊβαλί έβαλα 5 αστεράκια, γιατί πιστεύω ότι μιλάει πιο άμεσα στον σημερινό αναγνώστη και λέει περισσότερα απ’ ό,τι ο Βενέζης από μόνος του.

Τι θα σκέφτοταν άραγε αν κάποιος του έλεγε ότι το 2017 κάποιος θα διάβαζε το βιβλίο του δανεισμένο από τη βιβλιοθήκη της Νέας Σμύρνης; Θα χαιρόταν άραγε; Θα το πίστευε; Θα του έδινε ενέργεια και πίστη; Ή πολύ απλά όταν «τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής» εστί, λίγα μπορούν να γίνουν;

View all my reviews

JLMOP // ΠΩΣ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΟΣ

Πώς Να Είσαι ΚαλόςΠώς Να Είσαι Καλός by Nick Hornby
My rating: 3 of 5 stars

Δανεισμένο απ’ τη Μαριλού αφού είδαμε μαζί το High Fidelity.

Δεν ξετρελάθηκα από τις ξεκάθαρα μεσοαστικές early ’00s βρετανικές ανησυχίες των πρωταγωνιστών – του πώς «πρέπει» το ένα και το άλλο ώστε να μπορούν να πουν ότι έχουν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Όμως βρήκα τη σουρεαλιστική συνθήκη που έβαλε την πλοκή σε κίνηση διασκεδαστική – αναφέρομαι στο ότι ο σύζυγος της ιστορίας, από ειρωνικός, κυνικός, οργισμένος αρθρογράφος προσπάθησε να γίνει «άγιος» και τι τελικά κατάφερε – και τι τελικά σημαίνει στην κοινωνία σήμερα «να είσαι καλός», όπως αναρωτιέται και η πρωταγωνίστρια που έμμεσα ή άμεσα διάλεξε το επάγγελμα της ιατρού ορμούμενη από αυτή ακριβώς την διερώτηση.

Ήταν κάπως κλειστοφοβικό και μέσα στην απελπίσια, βέβαια, και πολλά ερωτήματ σχετικά με τους χαρακτήρες του – γιατί ο ΚαλάΝέα είχε τις δυνάμεις που είχε, ή γιατί η κόρη ήταν το απίστευτο κωλόπαιδο που ήταν – θα μείνουν αναγκαστικά αναπάντητα. Δεν θα χάσω τον ύπνο μου πάντως.

View all my reviews

12 ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ, 60 ΜΗΝΕΣ, 300 ΛΕΞΕΙΣ

    • Παρακάτω θα βρείτε τα 12 παιχνίδια που αγάπησα περισσότερο την περίοδο 2012-2016 (αυτό το διάστημα είναι 5 χρόνια, όχι 4, ε!)
    • Θα γράψω 300 λέξεις και για τα 12 παιχνίδια μαζί. Γιατί 12 * 5 = 60 = 300 / 5, και κάτι τέτοια ελαφρώς aspie ψυχαναγκαστικά μου αρέσουν.
    • Αυτό σημαίνει 25 λέξεις για κάθε παιχνίδι μαξ. Για μια φορά δεν θα αρχίσω τη φλυαρία! Ανυπομονώ να έχω περιορισμούς! Μήπως είμαι κρυφομαζοχιστής;
    • Μην κρίνετε την απάντηση στην παραπάνω ερώτηση με το πρώτο παιχνίδι της λίστας: η κατάταξη δεν είναι με σειρά προτίμησης,

Dark Souls

Πρόσφατα, ο Garret μου είπε «το DS είναι το αγαπημένο μου παιχνίδι». Tελεία. Σ’ έναν μαλθακό, άδικο κόσμο, η τίμια, ακριβοδίκαιη σκληρότητα του ήταν επαναστατική.

Crusader Kings II

Κάποτε, υπήρχαν τα «μεγάλα» παιχνίδια στρατηγικής. Μετά ήρθε η Paradox και το CKII. Πλέον, χωρίς λίγη ανθρώπινη κλίμακα, χώρις λίγο μικρό, το «μεγάλο» δεν φτάνει.

Kerbal Space Program

Tα παιχνίδια που λειτουργούν με καθαρά εσωστρεφείς όρους με ενδιαφέρουν συνεχώς λιγότερο. Το KSP έκανε για τη διαστημική (“rocket science”) ό,τι το SimCity για τους πολεοδόμους.

Total War: Attila

Η παγκόσμια ιστορία τείνει να μας παρουσιάζεται σαν χρωματάκια σε χάρτες. Πιο πολύ μοιάζει με βαθυκόκκινο αιματοβαμένο σφαγείο που καθαρίζεται κάθε βράδυ με χλωρίνη.

The Stanley Parable

Ο Χωλλ κοντοστάθηκε· θυμήθηκε αυτό το παιχνίδι που με αστείο τρόπο έσπαγε τον τέταρτο τοίχο. Άρχισε να γράφει για αυτό προσπαθώντας να μιμηθεί τον αφηγητή του.

Fez

Η ιστορία του αμφιλεγόμενου δημιουργού του  απλώς ολοκληρώνει το Fez. Ποιο αριστούργημα στην ιστορία της τέχνης, άλλωστε, δεν έχει κάποια τέτοια κουτσομπολιά από πίσω;

The Legend of Zelda: Link’s Awakening

To LA παίζεται πολύ πιο ευχάριστα απο πολύ πιο πρόσφατους τίτλους της σειράς. Τα Zelda τότε δεν προσπαθούσαν να ξεπεράσουν το Ocarina· δεν υπήρχε Ocarina.

Life Is Strange

Φωτογραφικές μηχανές. Ιστορία σαν δυτικό slice-of-life. Πολυδιάστατοι χαρακτήρες. Το ψυχογράφημα ενός INFP όπως δεν το είδα ποτέ πουθενά. Όχι μόνο ταξίδια στον χρόνο.

Mount and Blade Warband

Πού αλλού είναι τόσο απολαυστικό να μάχεσαι πλάι στον μικρό προσωπικό σου στρατό, καβάλα στο άλογο σου, για το δικό σου, ολόδικό σου τσιφλικάκι;

Rayman Origins

Χαζοχαρούμενο. Με την καλύτερη έννοια. Είναι αδύνατον να παίξεις το RO και να μην σκάσεις ξαφνικά ένα+ τεράστιο χαμόγελο. Αξίζει να είναι ο ευρωπαίος Mario.

Portal 2

Πώς το Portal κατέληξε να υπάρχει θα μπορούσε να είναι αξιοπρεπέστατη ταινία – και αν την έκανε η Valve, το sequel θα ήταν 3 φορές καλύτερο.

Papers, Please

Αν έκανα ποτέ αφιέρωμα στα παιχνίδια που βοηθάνε στην κατανόηση Άλλων ιδεολογιών και πολιτισμών, το PP θα ήταν απ’τα ευκολάκια. Ειρωνικά, τραγικά επίκαιρο.


Oι 5 επιλαχόντες σε 25 λέξεις:

Sword & Sworcery EP
Χιπστερικό, ψιλοδήθεν κομψοτέχνημα με στιλ.

Persona 4 Golden
Μόνο στον στρατό τέτοιο game!

X-COM: Enemy Unknown
Εξομοιωτής Kübler Ross. Με εξωγήινους.

Psychonauts
Σπιρτόζος εγκεφαλικός οργασμός χωρίς ψυχοπλάκωμα.

Shovel Knight
Σταφύλια → κρασί / ’80s games → αυτό.


Έτσι απλά για την ιστορία, από τα 17 αυτά παιχνίδια, έχω «τερματίσει» τα 8 και τα 3 νομίζω δεν τερματίζονται. Νομίζω.

ΠΑΝΕ ΚΑΙ ΤΑ CD ΠΟΥ ΚΡΑΤΑΓΑ

Σας παρουσιάζω μερικούς από τους αγαπημένους μου δίσκους. Porcupine Tree, Pink Floyd, Sigur Rós… Mezmerize, Hypnotize, Dirty Deeds Done Dirt Cheap, Ummagumma, Deadwing, Dark Side of the Moon, and the list goes… -oon. Κάποιοι από αυτούς τους δίσκους διαμόρφωσαν το μουσικό μου γούστο μέχρι το μεδούλι, κάποιοι όχι τόσο, αλλά για καιρό αυτή η μικρή συλλογή ήταν μέρος του «θησαυρού» μου.

Παρ’ όλ’ αυτά, για πολλά χρόνια δεν είχα βάλει να τους ακούσω. Σε mp3 ναι, σαφώς, τους έχω ακούσει, και πολλές φορές. Αλλά τους δίσκους ως αντικείμενα για καιρό δεν τους είχα καν κοιτάξει, πόσο μάλλον αγγίξει. Δεν θα ήταν απίθανο να μην μπορούσα καν να τους ακούσω σήμερα, αν δεν είχα ακόμα το Sony hi-fi της μάνας μου από τις αρχές του ’90 που έχει ένα CD player σε μέγεθος περίπου όσο δύο PS4, ή το εξωτερικό Blu-ray player του λάπτοπ μου. Δεν περιμένω όμως ότι θα έχω την τεχνική ικανότητα να παίξω CD για πολύ ακόμα.

Το γεγονός αυτό, ότι πρακτικά έπιαναν τόπο και το μέλλον τους είναι αβέβαιο, όπως και το ότι ψάχνω να δώσω και να ξεφορτωθώ πράγμα και ιδανικά να το μετατρέψω σε ρευστό (όπως καιρό τώρα), μου έδωσε αρχικά την ιδέα να τους πουλήσω. Βασικά, ένας συλλεκτής CD από το Insomnia, ο Νίκος, είχε αρχικά αγοράσει αυτά τα CD από μένα, και με είχε ρωτήσει αν είχα άλλα.

Γενικότερα είμαι σε φάση πώλησης και αλλαγής δέρματος, ψάχνοντας να βρω πράγματα για να πουλήσω από το παρελθόν τα οποία δεν θα μου πέρναγε καν από το μυαλό ότι θα ήθελα να αποχωριστώ κάποτε. Πράγματα τα οποία έχουν είτε συλλεκτική είτε συναισθηματική αξία.

Οπότε, ενώ είχα πει στον Νικό  ότι όχι, τα υπόλοιπα  CD που που είχα δεν ήταν για πώληση… μετά σκέφτηκα «γιατί όχι;».

Δεν θα σας πω ψέματα: όταν τους έβγαζα από τα ράφια και τους ξεσκόνιζα και τους άνοιγα για να τους ετοιμάσω για τον καινούργιο τους ιδιοκτήτη, τον Νίκο, τον προαναφερθέντα συλλέκτη με τους 3.000 δίσκους, άρχισα να κοιτάζω την εικαστική δουλειά, να διαβάζω τους στίχους, να αγγίζω το ακριβό ματ, ή τραχύ, ή ανάγλυφο χαρτόνι, και είχα λίγο αυτή την έκφραση:

Μήπως να τους κρατούσα; Σιγά τον χώρο που έπιαναν. Όσο 4-5 βιβλία, και από αυτά έχω ένα κάρο (από τα μεγάλα τα κάρα, τα δεξαμενόκαρα). Μα να δώσω τους Porcupine; Τον Στηβάκο; Να δώσω το πρώτο μου CD τους που το είχα αγοράσει μόνο επειδή ο Γιώργος Κ. μου είχε πει όταν ήμουν 15 ότι ο Steven Wilson και η μπάντα του «ήταν οι σύγχρονοι Pink Floyd» (κάτι που μετά θα μάθαινα ότι σιχαινόταν να το ακούει ο Στηβάκος); Κάτσε, κάτσε – να δώσω τους FLOYD;! Το Ummagumma για το οποίο μάλιστα έγραψα πριν λίγους μήνες; Ήμουν τόσο ξεδιάντροπος πια; Να δίνω την προσωπική μου ιστορία για μια χούφτα ευρώ;

Τουλάχιστον να την κράταγα για λίγο ακόμα. Σε άλλα 10 χρόνια μπορεί αυτή η ιστορία να αποκτούσε αξία! Μάλιστα. Κι αν συμβεί μια άνθιση των CD όπως συμβαίνει με τα βινύλια κι ένα κινέζικο The Wall χωρίς το Young Lust αξίζει μια μικρή περιουσία όταν οι κινέζοι αναπόφευκτα κατακτήσουν τον κόσμο; Όχι, όχι, θα τους κράταγα και θα άρχιζα να ακούω CD από εδώ και στο εξής. Χέσε και τα βινύλια, χέσε το να ακούω ραδιόφωνο από το ίντερνετ ή από τα ερτζιανά· στους οπτικούς δίσκους βρίσκεται το παρόν, εκεί βρίσκεται το μέλλον! Δεν έχει σημασία που είχα χρόνια να τους ακούσω, να τους αγγίξω, να τους δω – δεν πουλάω συναισθήματα!

Κι όμως. Αυτό το κύμα νοσταλγίας και Μπίλμπο-όταν-βλέπει-το-δαχτυλίδι κράτησε γύρω στα 3 λεπτά.  Τα πούλησα τα συναισθήματα μου. Πούλησα την αβεβαιότητα, πούλησα τον φόβο ότι χωρίς αυτά τα CD είμαι λιγότερος. Και ναι, πούλησα ότι θα μπορούν να κάθονται εκεί, πούλησα ότι θα μπορούσα, ίσως, μια μέρα, να τα δείξω σε κάποιον ή κάποια των οποίων το ενδιαφέρον για αυτή την πολύ προσωπική ιστορία, σε διαφορετική περίπτωση, θα προκαταέβαλα – μάλλον ματαιόδοξα. Πούλησα την ιδέα ότι είμαι ο ίδιος άνθρωπος που αγόρασε και άκουσε κάποτε αυτή τη μουσική και ότι αυτοί οι πλαστικοί κύκλοι και τα πλαστικά κουτιά τους είναι ζωντανές αποδείξεις κάποιας ιστορίας που αξίζει να ειπωθεί.

Την περασμένη βδομάδα βρέθηκα με τον Νίκο και του τα έδωσα όλα για τιμή στην οποία, τότε που θα πήγαινα στα Metropolis για να ψάξω δίσκους από τα εξώφυλλα και την τιμή στον τομέα της ροκ και της μέταλ, θα αγόραζα από 2 μέχρι 4 από αυτούς, ανάλογα. Αυτή είναι η ιστορία, κι αυτή θα μείνει μαζί μου – δεν χρειάζεται τεκμήρια. Του είπα να προσέχει τον θησαυρό μου. Με τα λεφτά αγόρασα καινούργια ρούχα. Λίγες ώρες μετά, ήδη είχαν φύγει από το μυαλό μου, και μέχρι χτες είχα σχεδόν ξεχάσει ότι την περασμένη εβδομάδα είχα πουλήσει τους «μονάκριβους» δίσκους μου…

…μέχρι που ξαναείδα στη φωτογραφική μου μηχανή τις φωτογραφίες που τράβηξα για να τους θυμάμαι (ενώ τράβαγα φωτογραφίες παιχνίδια GameCube, Wii, Χbox 360, PS4, για να πάρουν και αυτά τη σειρά τους…) Έτσι θυμήθηκα ότι αυτή η ιστορία με ενέπνευσε να γράψω αυτό εδώ το ποστ – να ‘ναι καλά (;) οι φωτογραφίες που δεν παίρνουν όλες οι αναμνήσεις τη φυσική τους πορεία…

Το έγραψα λοιπόν το ποστ, κι εσύ το διάβασες, τουλάχιστον διαβάζεις το ότι πιστεύω ότι το διάβασες. Αυτό το ποστάκι για το πόσο οι παλιοί μου δίσκοι δεν θα μου λείψουν, αφού τη μουσική τους δεν θα τη χάσω. Και πώς δεν ξέρω πώς να νιώσω για αυτό. Λάθος, αυτό είναι ψέμα – αυτό το ξέρω πολύ καλά, απλά ένα κομμάτι μου ντρέπεται να το παραδεχτεί και απλώς υποκρίνεται ότι είναι μπερδεμένο:

Το φίδι που αλλάζει το πουκάμισο του πονάει για λίγο, αλλά τελικά νιώθει χαρά και ανακούφιση. Με τις νέες του φανταχτερές φολίδες νιώθει όμορφο, φωτεινό, άνετο και λυγερό. Το παλιό του δέρμα δεν το ενδιαφέρει πια, όσες βροχές και αέρηδες έζησε τυλιγμένο μέσα του. Παρ’όλ’αυτά, σαν βρουν το πεταμένο του πουκάμισο οι περιπατητές στους βράχους, θα ενδιαφερθούν αυτοί για εκείνο. Θα το πάρουν και θα διακοσμήσουν το σπίτι τους με αυτό και θα πουν την ιστορία του πώς το βρήκαν στους φίλους τους, και ίσως μια μέρα ένας μάγος το χρησιμοποιήσει για κανένα ξόρκι ή κανένα φίλτρο.

Και όλοι θα είναι χαρούμενοι.