Σας παρουσιάζω μερικούς από τους αγαπημένους μου δίσκους. Porcupine Tree, Pink Floyd, Sigur Rós… Mezmerize, Hypnotize, Dirty Deeds Done Dirt Cheap, Ummagumma, Deadwing, Dark Side of the Moon, and the list goes… -oon. Κάποιοι από αυτούς τους δίσκους διαμόρφωσαν το μουσικό μου γούστο μέχρι το μεδούλι, κάποιοι όχι τόσο, αλλά για καιρό αυτή η μικρή συλλογή ήταν μέρος του «θησαυρού» μου.
Παρ’ όλ’ αυτά, για πολλά χρόνια δεν είχα βάλει να τους ακούσω. Σε mp3 ναι, σαφώς, τους έχω ακούσει, και πολλές φορές. Αλλά τους δίσκους ως αντικείμενα για καιρό δεν τους είχα καν κοιτάξει, πόσο μάλλον αγγίξει. Δεν θα ήταν απίθανο να μην μπορούσα καν να τους ακούσω σήμερα, αν δεν είχα ακόμα το Sony hi-fi της μάνας μου από τις αρχές του ’90 που έχει ένα CD player σε μέγεθος περίπου όσο δύο PS4, ή το εξωτερικό Blu-ray player του λάπτοπ μου. Δεν περιμένω όμως ότι θα έχω την τεχνική ικανότητα να παίξω CD για πολύ ακόμα.
Το γεγονός αυτό, ότι πρακτικά έπιαναν τόπο και το μέλλον τους είναι αβέβαιο, όπως και το ότι ψάχνω να δώσω και να ξεφορτωθώ πράγμα και ιδανικά να το μετατρέψω σε ρευστό (όπως καιρό τώρα), μου έδωσε αρχικά την ιδέα να τους πουλήσω. Βασικά, ένας συλλεκτής CD από το Insomnia, ο Νίκος, είχε αρχικά αγοράσει αυτά τα CD από μένα, και με είχε ρωτήσει αν είχα άλλα.
Γενικότερα είμαι σε φάση πώλησης και αλλαγής δέρματος, ψάχνοντας να βρω πράγματα για να πουλήσω από το παρελθόν τα οποία δεν θα μου πέρναγε καν από το μυαλό ότι θα ήθελα να αποχωριστώ κάποτε. Πράγματα τα οποία έχουν είτε συλλεκτική είτε συναισθηματική αξία.
Οπότε, ενώ είχα πει στον Νικό ότι όχι, τα υπόλοιπα CD που που είχα δεν ήταν για πώληση… μετά σκέφτηκα «γιατί όχι;».
Δεν θα σας πω ψέματα: όταν τους έβγαζα από τα ράφια και τους ξεσκόνιζα και τους άνοιγα για να τους ετοιμάσω για τον καινούργιο τους ιδιοκτήτη, τον Νίκο, τον προαναφερθέντα συλλέκτη με τους 3.000 δίσκους, άρχισα να κοιτάζω την εικαστική δουλειά, να διαβάζω τους στίχους, να αγγίζω το ακριβό ματ, ή τραχύ, ή ανάγλυφο χαρτόνι, και είχα λίγο αυτή την έκφραση:
Μήπως να τους κρατούσα; Σιγά τον χώρο που έπιαναν. Όσο 4-5 βιβλία, και από αυτά έχω ένα κάρο (από τα μεγάλα τα κάρα, τα δεξαμενόκαρα). Μα να δώσω τους Porcupine; Τον Στηβάκο; Να δώσω το πρώτο μου CD τους που το είχα αγοράσει μόνο επειδή ο Γιώργος Κ. μου είχε πει όταν ήμουν 15 ότι ο Steven Wilson και η μπάντα του «ήταν οι σύγχρονοι Pink Floyd» (κάτι που μετά θα μάθαινα ότι σιχαινόταν να το ακούει ο Στηβάκος); Κάτσε, κάτσε – να δώσω τους FLOYD;! Το Ummagumma για το οποίο μάλιστα έγραψα πριν λίγους μήνες; Ήμουν τόσο ξεδιάντροπος πια; Να δίνω την προσωπική μου ιστορία για μια χούφτα ευρώ;
Τουλάχιστον να την κράταγα για λίγο ακόμα. Σε άλλα 10 χρόνια μπορεί αυτή η ιστορία να αποκτούσε αξία! Μάλιστα. Κι αν συμβεί μια άνθιση των CD όπως συμβαίνει με τα βινύλια κι ένα κινέζικο The Wall χωρίς το Young Lust αξίζει μια μικρή περιουσία όταν οι κινέζοι αναπόφευκτα κατακτήσουν τον κόσμο; Όχι, όχι, θα τους κράταγα και θα άρχιζα να ακούω CD από εδώ και στο εξής. Χέσε και τα βινύλια, χέσε το να ακούω ραδιόφωνο από το ίντερνετ ή από τα ερτζιανά· στους οπτικούς δίσκους βρίσκεται το παρόν, εκεί βρίσκεται το μέλλον! Δεν έχει σημασία που είχα χρόνια να τους ακούσω, να τους αγγίξω, να τους δω – δεν πουλάω συναισθήματα!
Κι όμως. Αυτό το κύμα νοσταλγίας και Μπίλμπο-όταν-βλέπει-το-δαχτυλίδι κράτησε γύρω στα 3 λεπτά. Τα πούλησα τα συναισθήματα μου. Πούλησα την αβεβαιότητα, πούλησα τον φόβο ότι χωρίς αυτά τα CD είμαι λιγότερος. Και ναι, πούλησα ότι θα μπορούν να κάθονται εκεί, πούλησα ότι θα μπορούσα, ίσως, μια μέρα, να τα δείξω σε κάποιον ή κάποια των οποίων το ενδιαφέρον για αυτή την πολύ προσωπική ιστορία, σε διαφορετική περίπτωση, θα προκαταέβαλα – μάλλον ματαιόδοξα. Πούλησα την ιδέα ότι είμαι ο ίδιος άνθρωπος που αγόρασε και άκουσε κάποτε αυτή τη μουσική και ότι αυτοί οι πλαστικοί κύκλοι και τα πλαστικά κουτιά τους είναι ζωντανές αποδείξεις κάποιας ιστορίας που αξίζει να ειπωθεί.
Την περασμένη βδομάδα βρέθηκα με τον Νίκο και του τα έδωσα όλα για τιμή στην οποία, τότε που θα πήγαινα στα Metropolis για να ψάξω δίσκους από τα εξώφυλλα και την τιμή στον τομέα της ροκ και της μέταλ, θα αγόραζα από 2 μέχρι 4 από αυτούς, ανάλογα. Αυτή είναι η ιστορία, κι αυτή θα μείνει μαζί μου – δεν χρειάζεται τεκμήρια. Του είπα να προσέχει τον θησαυρό μου. Με τα λεφτά αγόρασα καινούργια ρούχα. Λίγες ώρες μετά, ήδη είχαν φύγει από το μυαλό μου, και μέχρι χτες είχα σχεδόν ξεχάσει ότι την περασμένη εβδομάδα είχα πουλήσει τους «μονάκριβους» δίσκους μου…
…μέχρι που ξαναείδα στη φωτογραφική μου μηχανή τις φωτογραφίες που τράβηξα για να τους θυμάμαι (ενώ τράβαγα φωτογραφίες παιχνίδια GameCube, Wii, Χbox 360, PS4, για να πάρουν και αυτά τη σειρά τους…) Έτσι θυμήθηκα ότι αυτή η ιστορία με ενέπνευσε να γράψω αυτό εδώ το ποστ – να ‘ναι καλά (;) οι φωτογραφίες που δεν παίρνουν όλες οι αναμνήσεις τη φυσική τους πορεία…
Το έγραψα λοιπόν το ποστ, κι εσύ το διάβασες, τουλάχιστον διαβάζεις το ότι πιστεύω ότι το διάβασες. Αυτό το ποστάκι για το πόσο οι παλιοί μου δίσκοι δεν θα μου λείψουν, αφού τη μουσική τους δεν θα τη χάσω. Και πώς δεν ξέρω πώς να νιώσω για αυτό. Λάθος, αυτό είναι ψέμα – αυτό το ξέρω πολύ καλά, απλά ένα κομμάτι μου ντρέπεται να το παραδεχτεί και απλώς υποκρίνεται ότι είναι μπερδεμένο:
Το φίδι που αλλάζει το πουκάμισο του πονάει για λίγο, αλλά τελικά νιώθει χαρά και ανακούφιση. Με τις νέες του φανταχτερές φολίδες νιώθει όμορφο, φωτεινό, άνετο και λυγερό. Το παλιό του δέρμα δεν το ενδιαφέρει πια, όσες βροχές και αέρηδες έζησε τυλιγμένο μέσα του. Παρ’όλ’αυτά, σαν βρουν το πεταμένο του πουκάμισο οι περιπατητές στους βράχους, θα ενδιαφερθούν αυτοί για εκείνο. Θα το πάρουν και θα διακοσμήσουν το σπίτι τους με αυτό και θα πουν την ιστορία του πώς το βρήκαν στους φίλους τους, και ίσως μια μέρα ένας μάγος το χρησιμοποιήσει για κανένα ξόρκι ή κανένα φίλτρο.
Και όλοι θα είναι χαρούμενοι.