http://www.gi.alaska.edu/AuroraForecast/3
*makes funny, excited noises*
Relevantly Irrelevant
A 2001 film showing how IMF and globalisation destroyed Jamaica and its unknown side, unknown for us that only know the country for its reggae, rasta and marijuana.
Any similarities with 2001 Greece are purely coincidental and the display thereof is has not been intention of the author.
(Jamaican accent, beautiful as it is, can be a bit tough on our unaccustomed ears. I didn’t find a Youtube video with subtitles but it shouldn’t be a problem downloading the film and finding English subtitles if you really feeling like watching it. It’s worth the effort)
Το περασμένο Σάββατο, το Studenterhus διοργάνωσε μια εκδρομή στο Skagen. Δεν μπορούσα να την χάσω, ήθελα να πάω στο Skagen χρόνια τώρα. Από τότε που ο Andy, ο υπέροχος μισοταϊλανδός-μισοδανός τύπος που φιλοξένησε εμένα και την Άλεξ στην Κοπεγχάγη πάνω από τρία χρόνια πριν, μας είχε πει πόσα όμορφα ήταν εκεί και πόσο επέμενε ότι έπρεπε να πάμε, ενώ μιλάγαμε στο ισόγειο του ξενοδοχείου που δούλευε και είχε καταφέρει να μας μπάσει τσάμπα. Και από τότε, δεν ξέχασα αυτό το όνομα: Skagen. Που, όπως πρόσφατα έμαθα, δεν προφέρεται Σκάγκεν αλλά Σκέι(ε)ν — το ε στην παρένθεση το προφέρετε μόνο αν θέλετε, αν νιώθετε πως έχετε την διάθεση ρε παιδί μου, έτσι είναι η προφορά των Δανέζικων, μπορείτε να μισοπείτε-μισομασήσετε μια λέξη και έτσι να είναι πιο αυθεντικός ο ήχος…
Πήγαμε λοιπόν στο Skagen με όλη την συμμορία από δω, ή με σχεδόν όλη. Η τιμή ήταν απαγορευτική για μερικούς: 350kr — κάτι λιγότερο από 50 ευρώ για μια μονοήμερη. Όμως είχα ελέγξει τις εναλλακτικές για να πάω μόνος με τραίνο: έβγαινε ακριβότερα και λεωφορείο δεν νομίζω να πάει εκεί πάνω. Οπότε για μένα τουλάχιστον ήταν μια μοναδική ευκαιρία και παρ’όλο που το παραδάκι μου ήταν μικροσκοπικό, τόλμησα να το υποβαθμίσω στο επίπεδο του “σχεδόν ανύπαρκτο” και να πάω κι εγώ. Όχι που θα κώλωνα.
Τι είναι λοιπόν το περίφημο Skagen; Είναι πολύ απλό. Είναι το βορειότερο ακρωτήρι, το τέλος της Δανίας, το σημείο που δύο θαλασσίτσες συναντιούνται και άλλες δύο θαλασσάρες μπλέκονται, δύο θαλασσάρες στις οποίες ανήκουν, θεωρητικά πάντα εφόσον όλα είναι θέμα ορισμών, οι μικρότερες θαλασίτσες. Στο Skagen, το Skagerrak κονταροχτυπιέται με το Kattegat. Aυτές οι θάλασσες θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν για τους Vikings ότι ήταν για τους Έλληνες το Αιγαίο. Στο ίδιο σημείο, η Βαλτική μπλέκεται με την Βόρεια Θάλασσα. Και το ανακατεμένο αποτέλεσμα, με τα κύματα των δύο θαλασσών να έρχονται από αντίθετες κατευθύνσεις, δημιουργεί ένα σημείο που η οργή του Βόρειου Ποσειδώνα δεν κατευνάζεται ποτέ.
Τα ρεύματα πανίσχυρα, τα ναυάγια πολλά. Τα ρεύματα μεταφέρουν πολύ πράγμα το οποίο προστίθεται στην ακτή και επιμηκύνει το Grenen, όπως λέγεται η τελευταία άκρη του Skagen, περίπου 8 μέτρα κάθε χρόνο. Και έτσι, αφού ότι είναι τώρα θάλασσα σε λίγα χρόνια θα είναι άμμος και χώμα, πολλά από τα ναυάγια των περασμένων αιώνων είναι τώρα διάσπαρτα πάνω στην δυτική ακτή. Ποιος ξέρει τι περισσότερο θα μπορούσε ένας δεινός δύτης να βρει σε αυτή την περιοχή; Όχι πως θα ήταν ότι πιο ασφαλές, γιατί εκτός από υλικά τα ρεύματα έχουν το κακό συνήθειο να παρασέρνουν και ανθρώπους που νομίζουν ότι μπορούν να κατακτήσουν την θάλασσα, και γι’αυτό το κολύμπι γύρω από το Grenen απαγορεύεται.
Μερικά χιλιόμετρα από το Grenen βρίσκεται το Skagen, μια σχετικά βαρετή πόλη η οποία ευδοκιμεί χάρης του τουρισμού που προσελκύει αυτό το πολύ ιδιαίτερο σημείο της χώρας (ναι, μιλάμε για πολύ τουρίστα, πριν πάω στο Grenen φανταζόμουν πως θα είναι κάπως έτσι:
όμως ήταν κάπως έτσι:
Στο Skagen έζησαν στα τέλη του 19ου αιώνα πολλοί ζωγράφοι οι οποίοι εμπνεύστηκαν από το μοναδικό φως του Grenen και δημιούργησαν πολλά έργα εμπνευσμένα από την καθημερινότητα των ψαράδων και των κατοίκων της περιοχής. Τελικά η παλιά Δανέζικη ζωγραφική μου αρέσει πολύ, απ’όσο τους είδα στην πινακοθήκη του Skagen αλλά και στο ARos.
Μερικά χιλιόμετρα νότια ακόμα, βρίσκεται κάτι που πραγματικά δεν περίμενα να βρω στην Δανία. Πρόκεται για το Råbjerg Mile (Ρόμπ-γιεα Μίλε), μια αμμοθίνη που εκτείνεται για ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο περίπου και στο ψηλότερο σημείο της είναι 40 μέτρα. Για να μην πολυλογώ, είναι σαν να πήρες ένα κομμάτι της Σαχάρας και να το έριξες στην μέση –ΟΚ, στην άκρη– της Δανίας. Με την διαφορά βέβαια ότι η Σαχάρα δεν είναι 1 τετραγωνικό χιλιόμετρο, αλλά 9.400.000, για να καταλάβετε την διαφορά, αν το Råbjerg Mile ήταν ένα τετραγωνικό εκατοστό, περίπου ένα νόμισμα των 5 cents, η Σαχάρα θα ήταν μια έκταση 32μ x 32μ… This is some serious desert…
Το πιο παράδοξο είναι ότι γύρω από την περιοχή του Råbjerg Mile υπάρχουν δάση, λίμνες, ανεμογεννήτριες, στο βάθος … Οπότε το σκηνικό κάνει την εμπειρία αυτής της θίνης ακόμα πιο σουρεαλιστική. Το Råbjerg Mile αποτελείται και αυτό απο “κινούμενη άμμο”: κάθε χρόνο μετακινείται ανατολικά γύρω στα 15-20 μέτρα. Οπότε, γύρω στο 2200, θα χάθει μέσα στο Kateggat. Eξωγήινοι, αθάνατοι και λοιποί αιωνόβιοι, προλάβετε! Αν και τουλάχιστον οι Δανοί το 2200 θα αποκτήσουν μια καλή αμμώδη παραλία στην ανατολική ακτή, γιατί τώώώρα…
Η δυτική ακτή της Δανίας είναι όλη περίπου σαν τις ακτές του Skagen (και μου θύμισε τo Scheveningen κοντά στην Χάγη που είχαμε πάει με την Νένη πέρσι, αυτή την απέραντη αμμουδιά…) Το Aarhus είναι στην ανατολική ακτή. Ένα θα πω για την ποιότητα των παραλιών και της θάλασσας της ανατολικής ακτής: κάτι ήξερε όποιος την ονόμασε Βαλτική…
Πολύ θα ήθελα να είχα μείνει περισσότερο σε αυτά τα μέρη, όμως το αυστηρό πρόγραμμα της εκδρομής μας άφησε μόνο λίγη ώρα σε κάθε ένα…
‘The first man who, having enclosed a piece of ground, bethought himself of saying “This is mine” and found people simple enough to believe him, was the real founder of civil society…’ […]
‘From how many crimes, wars and murders, from how many horrors or misfortunes might not anyone have saved mankind, by pulling up the stakes, or filling the ditch, and crying to his fellows: Beware of listening to this impostor; you are undone if you once forget that the fruits of the Earth belong to us all, and the Earth itself to nobody.’
Ο πρώτος άνθρωπος που, αφού εσώκλεισε ένα κομμάτι γης, σκέφτηκε να πει «Αυτό είναι δικό μου» και βρήκε άλλους ανθρώπους αρκετά απλόμυαλους ώστε να τον πιστέψουν, ήταν ο θιασωτής την κοινωνίας των πολιτών…» […]
“Από πόσα εγκλήματα, πολέμους και φόνους, πόσες φρικωδίες και δυστυχίες θα μπορούσε ο καθένας να είχε σώσει την ανθρωπότητα αν είχε ξεριζώσει τους πασάλους ή είχε μπαζώσει το χαντάκι και είχε φώναξει στους συντρόφους του: Μην ακούτε αυτόν τον απατεώνα. Θα καταστραφείτε αν έστω μια φορά ξεχάσετε ότι η καρποί της Γης ανήκουν σε όλους μας, και ότι η ίδια η Γη δεν ανήκει σε κανέναν.”
Jean-Jacques Rousseau, from Discourse on the Origin and Basis of Inequality Among Men (1754)
Ζαν-Ζακ Ρουσώ, από την Διατριβή για την προέλευση και τις βάσεις της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων (1754)
Enchanting… Be sure to check the related videos.
Εδώ στην Οδό Λαβυρίνθου έχουμε συχνά-πυκνά διαρροές νερού. Σίγουρα κάπου μέσα τους θα βρίζουν οι τεχνικοί της ΔΕΥΑΜ κάθε φορά που θα έρχονται να φτιάχνουν τους ίδιους σωλήνες, να ξηλώνουν τα ίδια σκαλιά, να τσιμεντώνουν τα ίδια σημεία. Η Οδός έχει δει περισσότερα remakes ακόμα κι από το Invasion of the Body Snatchers.
Έτσι κι αυτές τις μέρες, ένα απαλό ρυάκι κύλαγε από τις σκάλες ακριβώς μπροστά από το σπίτι μου, βρέχοντας τις κλασικές σκατούλες της Οδού. Πλέον οι μύγες της γειτονιάς, εκτός από ένα εξαίσιο γεύμα, μπορούσαν να έχουν και κελαριστό νερό πηγής, και όλα στο ίδιο μέρος! Φαίνονταν μάλιστα να εκμεταλλεύοναι στο έπακρο αυτή την ευκαιρία, αφού μπανιαρίζονταν κατα δεκάδες. Ακριβώς στο σημείο της διαρροής είχαν φυτρώσει και μερικά “ζιζάνια”, τέλος πάντων, τα είδη φυτών που μπορούμε να βρούμε να φυτρώνουν παντού τώρα που είναι και Άνοιξη.
Πριν λίγο βγήκα έξω να δω τι είχαν καταφέρει, αφού τα κομπρεσέρ σώπασαν και οι βρισιές των εργατών κόπασαν.
Ευτυχώς, η διαρροή σταμάτησε και δεν χανόταν άλλο νερό στο να δροσίζει μύγες. Πειράζει που στενοχωρήθηκα όταν είδα τα παραπάνω ζιζάνια, μερικά εκ των οποίων μάλιστα είχαν ανθίσει κιόλας, ξεριζωμένα και πεταμένα λίγο πιο δίπλα;
Είχα μόλις παραλάβει την Βίλλυ από το λιμάνι. Περπατούσαμε χαρούμενα κάτω από τον καλυμένο με βρώμικα, ψεύτικα σύννεφα πρωινό ουρανό, όταν, έξω από το Hotel Blue Sea, είδα στο απέναντι πεζοδρόμιο, δίπλα στην θάλασσα, μερικά σκυλιά να επιτίθενται σε ένα άλλο σκυλί, το οποίο ήταν ξαπλωμένο και ακίνητο. Το δαγκώναν στα πόδια και στην κοιλιά και το τίναζαν βίαια, θαρρείς και ήθελαν να το ξεσκίσουν. Νόμιζα στην αρχή πως ήταν νεκρό, όμως κοιτάζοντας προσεκτικά παρατήρησα πως ανέπνεε και ανοιγόκλεινε τα μάτια του. Τα χαμόγελα μας έσβησαν. Πήγαμε απέναντι, ενώ τα άλλα σκυλιά συνέχιζαν να το δαγκώνουν. Εγώ ήμουν αμήχανος, μίσο-σοκαρισμένος, μισο-ιντριγκαρισμένος, δεν ήξερα τι θα μπορούσα να κάνω, ή τι έπρεπε να κάνω. Ξαφνικά ένας παππούς ήρθε και έδιωξε τους «κακούς» με χειρονομίες και φωνές. Το τραυματισμένο σκυλί κειτόταν ακίνητο και αμίλητο. Με την Βίλλυ σκεφτόμασαν πώς θα μπορούσαμε να το βοήθησουμε. Σκέφτηκα την Μυρσίνη, όμως δεν θα είχε ανοίξει ακόμα.
«Το πάτησε αυτοκίνητο», μας είπε πλησιάζοντας μας μια λιμενικίνα. «Τα άλλα σκυλιά το έσυραν από τον δρόμο μέχρι το πεζοδρόμιο.» Ώστε τελικά δεν το ξέσκιζαν, σκέφτηκα… ίσως προσπαθούσαν να το ξυπνήσουν… δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν γιατί, ενώ αυτά το δάγκωναν, εκείνο δεν αντιδρούσε καν, δεν έβγαζε ούτε μια κραυγούλα. Εν τω μεταξύ, τα σκυλιά αυτά έτρεχαν πάνω κάτω τον δρόμο, εμποδίζοντας την κυκλοφορία και γαβγίζοντας. Φοβήθηκα ότι θα μπορούαν κι άλλοι τετράποδοι μαλάκες να έχουν την ίδια μοίρα με τον φίλο τους αν συνέχιζαν αν είναι τόσο απρόσεκτοι.
Μείναμε κοντά στον σκυλάκο κανένα τέταρτο, χαιδεύοντας τον. Συνέχιζε να μην κουνιέται ή να βγάζει άχνα. Αιμοραγούσε από το στόμα όμως δεν φαινόταν να είχε άλλες πληγές. Οι λιμενικοί έπαιρναν τηλέφωνα για να κανονίσουν κάποιος να έρθει να το μαζέψει, έχοντας προδιαγράψει ήδη την μοίρα του. Ξαφνικά, σταματήσε να αναπνέει και λίγο μετά άρχισε να κάνει περίεργες, αφύσικες, μάλλον ακούσιες κινήσεις με το κεφάλι του.
Ήταν η πρώτη φορά που μπορώ να θυμηθώ που είχα δει κάτι ζωντανό να παύει να είναι ζωντανο — εντόμων εξαιρουμένων.
Αργότερα την ίδια μέρα, περνάγαμε από το γνωστό ψαράδικο το οποίο είναι στην στροφή για το σπίτι μου από την Ερμού, όταν είδαμε 4 στιβαγμένα καφάσια γεμάτα φρέσκα χταπόδια. Ένα απ’ αυτά προσπαθούσε να ξεφύγει από τον ετερόχρονο μεν, βέβαιο δε, θάνατο του στα σαγόνια πεινασμένων από την «νηστεία» ανθρώπων. Έμεινα να το χαζεύω ενώ προσπαθούσε, κάπως, να γλιτώσει. Ήταν τόσο όμορφο… Τα πλοκάμια του, οι κινήσεις του ήταν τόσο αρμονικές λες και δεν έτρεχε για την ζωή του εκείνη την στιγμή παρα είχε βγει για μια χαλαρή βόλτα στην στεριά, μακριά από τις έγνοιες του βυθού. Αυτή η ήρεμη αντιμετώπιση του μαγευτικού πλάσματος προς τον επικείμενο θάνατο του έκανε το θέαμα ακόμα πιο τραγικό.
Ξαφνικά, το χταπόδι έφτασε στην άκρη του τελάρου του κι έπεσε στον βρεγμένο και βρώμικο από τα μελάνια δρόμο, όπου συνέχισε την γλιστερή πορεία του. Αν και ο ψαράς, ο οποίος φαινόταν αρχικά πως είχε σημαντικότερες δουλειές από το να ασχολείται με ένα χταπόδι με τάσεις φυγής, τελικά το γράπωσε με το μαύρο λαστιχένιο γάντι του και το ξαναπέταξε μάζι με τα άλλα. Έτσι όπως το χειρίστηκε, θα μπορούσε να είχε πετάξει μια χλαπάτσα ή ένα παιχνίδι. Το χταπόδι δεν πτοήθηκε, ισως ενόχλησε τους λιγότερο τυχερούς στις κατώτερες «στρώσεις» του τελάρου. Την συνέχεια, αν και δεν την παρακολουθήσαμε, δεν νομιζώ να ήταν πέρα από τα όρια της φαντασίας μας.
Ειμαί λοιπόν εδώ και αναρωτιέμαι… Όταν μιλάμε τόσο εύκολα για θυσία του ζώου προς όφελος του ανθρώπου, μήπως αυτό συμβαίνει επειδή σαν κοινωνία και σαν κουλτούρα πλέον είμαστε τόσο αποξενωμένοι από τον θάνατο; Το θέαμα ενός ζώου να πεθαίνει, θεωρητικά απόλυτα φυσιολογικό, με συγκλόνισε. Όλοι όσοι πιστεύουν ότι ο σκεπτικισμός μου σχετικά με την αχόρταγη και απύθμενη κατανάλωση κρέατος* είναι βλακώδης, τουτ’έστιν το 90% των ανθρώπων, όσοι υποστηρίζουν πως ο άνθρωπος ως «ανώτερο είδος» δικαιούται να ελέγχει τις ζωές άλλων όντων κατα βούληση και το κυριότερο: τόσο συστηματικά… ‘Ολοι αυτοί είναι σίγουροι πως θα αντιδρούσαν διαφορετικά στα θεάματα αυτά;
Αν όχι, τώρα που έχουμε και Μεγάλη Εβδομάδα και σε όλη την Ελλάδα θα «θυσιαστούν» ζώα σε κάποια υποχθόνια σφαγεία προς χάριν της μαζικής παραδοσόπληκτης υστερικής λαιμαργίας μας, με τρόπους πολύ πιο βάναυσους και αιμοδιψείς απ’ότι το σκυλάκι ή το χταποδάκι της ιστορίας μας, ας αναρωτηθούμε: αν δεν μπορούμε να δούμε ένα ζώο να πεθαίνει, πόσο μάλλον να το σκοτώσουμε με τα ίδια μας τα χέρια, γιατί να αξίζουμε να το φάμε;
My rating: 5 of 5 stars
My copy of The Tao of Zen has a bit of a story. When writing my paper on Heidegger and Haiku I’d been looking everywhere on the Web for Taoism, Zen, and pages that would help me understand Eastern Philosophy. It wasn’t that I had no idea about what Taoism or Zen were. My interest has been long-lived to say the least; I’ve owned the I Ching and Tao Te Ching (or Lao Tzu) a few years now and have generally messed around with the ideas from time to time. That doesn’t mean however that I necessarily understood the point these books and texts were trying to make.
Then I found The Tao of Zen. “Zen is Taoism disguised as Buddhism. When twelve hundred years of Buddhist accretions are removed from Zen, it is revealed to be a direct evolution of the spirit and philosophy of Taoism.” I had felt at times that dogmatic Buddhism was somehow foreign to the Chinese environment but I couldn’t really put my finger on it. This sounded perfect!
I found a single used copy of The Tao of Zen on eBay and promptly bought it. It came all the way from the US, complete with underlining and side-notes in Chinese! I wonder who might have owned it previously and then decided to give it away to some online bookshop or whatever its trip might have been.
This book did everything I thought it would and more. It finally “cleared” the different concepts and beliefs of the various “Eastern Philosophies”, if such a thing is even possible in the end. It’s obvious that while yes, Buddhism does have a strong religious element in it that is sometimes not attributed to it by us Westerners, Taoism and especially Zen have only had such an element implemented by contemporary oversight. This book shows that, at their core, not only Tao and Zen are speaking of the same things, they ARE, more or less, the same thing.
The first part of the book shows the cultural and historical connections of Tao and Zen throughout the millennia, linking the traditions using citations and alternative readings of classic texts. To be honest I could not follow it very much, though it inspired confidence in me that Mr. Ray Griggs knows his stuff. The second part was a whole different story. It, too, inspired me. But the kind of inspiration you find when you read things you feel are essentially true, that have shed the veil off your eyes, that are, even though Taoism rejects the insignificant truth that can be conveyed through language it, words that ARE connected to some greater truth.
The Tao of Zen, by connecting the two, has taught me the fundamentals of both: Wordlessness, Selflessness, Softness, Oneness, Emptiness, Nothingness, Balance, Paradox, Non-Doing, Spontaneity, Ordinariness, Playfulness, Suchness. Each a concept and a chapter of the book filled with wisdom. Now I know what I must un-know. Now I can say with all honesty that this philosophy is something very wonderful and special that sounds true to my heart, a worldview that is fully compatible but totally absent from the Western world and, sadly, by extension, the lands that gave birth to it.
This book is so dense in deep meanings I could not grasp it all at once, so I’m sure I’m going to read it again, and again, and again, if only as a reference to Tao and Zen. It’s a rare book and one that I definitely want to keep. Whoever might want to read it however — and I think that everyone might find some kind of worldly connection in it — is free to borrow it from me. I’ll be more than happy to share the deep and elusive stuff cramped in this beautiful little tome!