Έχω καινούργια βιντεοκάμερα (με ανάγκασαν — το ορκίζομαι!)

Είχα εγκαταλείψει το άθλημα του video recording και editing για πάνω από 5 χρόνια.
I’m back.

The Kitty Incident

The Kitty Incident

Είχα πάει στην Αθήνα πριν κανένα δεκαήμερο (πήγα και στο Σύνταγμα, 4 νύχτες… και δυο φορές γύρισα με τα πόδια από Σύνταγμα στην Νέα Σμύρνη, αλλά αυτά είναι για άλλες γραφολογίες. Για να δούμε τι θα συμβεί αύριο) για να κάνω τα τελευταία χαρτιά του Εράσμους (ΚΑΙ γι’αυτό σύντομα θα γράψω τα απαραίτητα! Δεν είναι αστείες εξελίξεις αυτές…) Με το που γύρισα Μυτιλήνη, το απόγευμα της ίδιας μέρας, βλέπω την Δέσποινα. Μου λέει πως ο Mordread κάποια στιγμή είχε ακούσει νιαουρίσματα μέσα από το σπίτι μου. «Αποκλείεται!», λέω εγώ χωρίς να δώσω στην όλη ιδέα μια δεύτερη σκέψη.

Δεν φαίνεται σωστό να μην δώσω ένα κάποιο υπόβαθρο στην ιστορία, το ποια νιαουρίσματα θα μποούσαν να ήταν αυτά. Η Τιγρέ, βετεράνος αιλουροειδές τσέπης της Οδού Λαβυρίνθου πλέον (αφού όλες οι υπόλοιπες σιγά-σιγά ανακάλυψαν αυτόν τον υπέροχο κρυμμένο κήπο και αποφάσισαν να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους εκεί) γέννησε για άλλη μια φορά μέσα στην Άνοιξη. 5 υπέροχα γατάκια σύχναζαν σε αυτό το μέρος έξω από την τουαλέτα μου που είναι κάτι σαν ταρατσούλα, κάτι σαν εσωτερική «αυλή» (με την πολύ χαλαρή έννοια της λέξης). Τα έβλεπα κάθε μέρα να παίζουν και να χαίρονται και μου έφτιαχναν την διάθεση όπως μόνο τα γατάκια μπορούν. Έχουν αυτή την επίδραση πάνω μας, σε μας τους δίποδους. Η Τιγρέ, όποτε ένιωθε πως χρειαζόταν, έδειχνε πως δεν θα σήκωνε μαλακίες αν πήγαινα να πλησιάσω τα παιδιά της. Τι κι αν έρχεται κάθε μέρα και με επισκέπτεται, είτε επειδή πεινάει είτε επειδή θέλει παρέα; Να, τώρα κάθεται έξω από το περβάζι ενώ τα γράφω αυτά.

Τέλος πάντων. Την επόμενη μέρα, κάτι μύριζε ψοφίμι μέσα στο σπίτι, γύρω από την κουζίνα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μπορούσε να είναι… Κανένα ποντίκι; Καμια κατσαρίδα; ΟΚ, έχω δει μερικές μεγάλες κατσαρίδες τα χρόνια μου εδώ στην Μυτιλήνη αλλά ποτέ δεν είναι αργά για ένα εντυπωσιακό φινάλε. Καθαρίζω τον νεροχύτη, τίποτα: η μυρωδιά πότε εμφανίζεται, πότε εξαφανίζεται. Αποφασίζω ότι είναι ιδέα μου και επιστρέφω στον υπολογιστή μου (από τον Φεβρουάριο είναι αποκλειστικά το λάπτοπ : ακόμα βαριέμαι να πάω τον Cuberick για διάγνωση… το τέρας!) όμως η μύτη είναι μύτη και αυτά που πιάνει δεν μπορούν να σου φύγουν από το μυαλό. Συνεχίζω να μυρίζω ψοφίμι, γυρίζω στην κουζίνα, απομονώνω την μυρωδιά από την μεριά του φουρνού. Και τότε συνέβη.

Είδα πορτοκαλί γούνα να πετάγεται από τις πάνω σχισμές του απορροφητήρα. Κάπως έτσι.

Τα πρώτα κλάσματα μου φάνηκε το θέαμα αυτό φυσιολογικό, κάτι όχι πέρα από τα αναμενόμενα. Σίγουρα όμως δεν μου πήρε πολύ περισσότερο για να καταλάβω τι ήταν αυτό που είδα: δεν ήταν κάποιου είδους φόδρα που εκείνα τα λίγα κλάσματα φαινόταν λογικό να διαθέτουν στο εσωτερικό τους απορροφητήρες. Σοκαρισμένος έφυγα όπως-όπως από την κουζίνα, φωνάζοντας FUCK! FUCK! FUCK!

Είχα ένα νεκρό γατάκι μέσα στον απορροφητήρα της κουζίνας μου.

Από την στιγμή της συνειδητοποίησης, οι μυρωδιές της σαπίλας και της αποσύνθεσης ξεκάθαρα δεν ήταν πια απλά δημιουργήματα της φαντασίας μου: εκείνη την στιγμή πήρα χαμπάρι τις μύγες οι οποίες πέταγαν λαίμαργα μέσα στην κουζίνα. Το βουητό τους έγινε εκκωφαντικό μέσα στην ησυχία της συνειδητοποίησης του τι είχε λάβει χώρα σε αυτή την κουζίνα, όσο έλειπα στην Αθήνα…

Το γατάκι προφανώς έπεσε μέσα στον σωλήνα που καταλήγει από τον απορροφητήρα στην ταράτσα, μέσα σε ένα από τα παιχνίδια του (έλεος κι αυτό, πώς τα κατάφερε;) Μου φαινόταν μια λογική, αν και απαίσια εξήγηση… δεν ήθελα να σκέφτομαι πώς πέρασε τις τελευταίες του ώρες, αν και ο Mordread, άθελα του, μου έδωσε πρόωρα — ή πολύ, πολύ αργά — μια ιδέα.

Ήταν ο πρώτος στον οποία είπα για το τι συνέβη, και σύντομα διένυσε τα 30 μέτρα που χωρίζουν τα σπίτια μας και ήρθε να δει και μόνος του. Τα πράγματα ήταν σκούρα. Το γατάκι ήταν μέσα στον απορροφητήρα όμως δεν ξέραμε πώς να το βγάλουμε από εκεί μέσα. Ή μάλλον, φοβόμασταν να προσπαθήσουμε… Κι αν κάναμε μια λάθος κίνηση καθώς βγάζαμε την σχάρα με το φίλτρο και έπεφτε φαρδύ πλατύ ένα γατάκι, σε άγνωστη κατάσταση, μαζί με ζουμιά, σκουλήκια και αέρια αποσύνθεσης μπροστά μας, πάνω στα μάτια της κουζίνας; Και οι δύο μας τρέμαμε με αυτή την ιδέα… Το γατάκι δεν μπορούσαμε να το δούμε καλά, παρα μόνο την γούνα της ράχης του η οποία πεταγόταν από τις σχισμές. Δεν είχαμε ιδέα πώς θα ήταν στην εμφάνιση όντας ήδη 3-4 μέρες νεκρό.

Σύντομα ήρθε και η Δέσποινα, και όλοι μαζί προσπαθούσαμε να σκεφτούμε τι να κάνουμε. Πήραμε τηλέφωνο δύο απολυμαντές/εξολοθρευτές, μας είπαν πως δεν ήταν δουλειά τους αυτό που τους ζητάγαμε. Έβλεπα που πήγαινε η δουλειά και αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου, τρομάρα μου (κυριολεκτικά). Γάντια, χλωρίνη, μαντίλια και μπλούζες ως αυτοσχέδιες αντιασφυξιογόνες μάσκες… και βουρ. Ο Μόρντρεντ μάζεψε κι εκείνος το κουράγιο του και μπήκαμε μαζί.

Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς να ανήξουμε τον απορροφητήρα και να βγάλουμε την σχάρα, όμως ο Μόρντρεντ το βρήκε και την βγάλαμε. Ούτε έπεσε γατί με σκουλήκια, ούτε τίποτα: ήταν πιο βαθιά απ’όσο περιμέναμε. Η κατάσταση ήταν τώρα ξεκάθαρη, έπρεπε να έρθει ηλεκτρολόγος για να αποσυναρμολογήσει τον απορροφητήρα.

Κάλεσα τον ίδιο ηλεκτρολόγο ο οποίος μου τον είχε τοποθετήσει, όταν είχα μετακομίσει τον Σεπτέμβριο. Πήρα τηλέφωνο τον Στρατή, ευτυχώς εμφανίστηκε σύντομα και έκανε τα δικά του. Αποσύνδεσε τον απορροφητήρα και τον βγάλαμε έξω. Ήταν τόσο βαθιά το γατί που έπρεπε να αφαιρέσει το καπάκι για να βγει. Το έκανε και έβγαλε το πτώμα. Η κατάσταση του δεν ήταν τόσο άθλια, όμως και πάλι το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό… Ο ηλεκτρολόγος τότε άρχισε να μας δίνει διαταγές: φέρε σακούλα, μάζεψε το, φέρε χαρτί, σκούπισε εκεί κτλ. Έτσι και κάναμε… Μάζεψα το πτώμα και το πέταξα στα σκουπίδια (δεν υπήρχε χρόνος ούτε διάθεση για κάτι λίγο πιο σεβάσμιο…), καθαρίσαμε τον απορροφητήρα όσο μπορούσαμε και τον φέραμε πίσω στην κουζίνα.

Και τότε, ενώ ο ηλεκτρολόγος ξανασυνέδεε τον απορροφητήρα, ανακάλυψε ότι στον σωλήνα ήταν συνδεδεμένη αυτή η γκρι πλατική σχάρα:

Έμεινα μαλάξ. Πώς πέρασε το γατάκι μέσα από αυτή την σχάρα;! Ήταν ακόμα στην θέση της όταν βγάλαμε τον απορροφητήρα, άρα δεν θα μπορούσε να την έχει βγάλει με την φόρα που έπεφτε ή κάτι τέτοιο. Παραμένει το μεγαλύτερο μυστήριο αυτού του θρίλερ…

Μια βδομάδα μετά, η μυρωδιά από τον απορροφητήρα δεν έχει φύγει τελείως. Τα αδερφάκια του αποθανώντα με το που με βλέπουν τρέχουν μακριά, όσο πιο γρήγορα μπορούν, δεν κάθονται πλέον στην ταρατσούλα μου αλλά στην αυλή του παλιού μου σπιτιού απέναντι, ποιος ξέρει τι να πιστεύουν για μένα τώρα, ποιος ξέρει τι να κατάλαβαν όταν άκουγαν το αδερφάκι τους να κλαίει μέσα από το σπίτι μου… Ποιος ξέρει αν θα παραμείνω γι’αυτά το τέρας που σκότωσε το αδερφάκι τους.

Η ιστορία αυτή, εκτός από το ότι φιγουράρει με χαρακτηριστική άνεση στις πιο wtf στιγμές της φοιτητικής μου ζωής, δείχνει πόσο μη εξοικειωμένοι με τον θάνατο και κυρίως με νεκρά σώματα είμαστε, κάτι το τελείως φυσιολογικό και απαραίτητο για τον κόσμο… Αλλά και την σημαντικότητα του να έχεις μια σίτα στον σωλήνα του απορροφητήρα: ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να πέσει αλλά και πότε μπορεί να πέσει…

Καλή διασκέδαση στον κήπο… Μακάρι να έμενες περισσότερο μαζί μας. Ελπίζω να με συγχωρέσεις που δεν ήμουν εκεί όταν θα μπορούσα να σε έχω σώσει…

Γαστροπαιχτική Λέσχη

Τους τελευταίους μήνες, οι σχέσεις μου με την λέσχη δεν πάνε καλά.

Όχι πως ήμασταν ποτέ φίλοι. Κάποτε, μάλλον από τον Μάιο του ’09, όταν άνοιξε η κάτω λέσχη στο Ευ Ζην (αλλά και λίγο πριν, όταν το λεωφορειάκι μας έπαιρνε έξω από τον Βερόπουλο και μας πήγαινε στον Λόφο για να φάμε μεσημεριανό…), η σχέση μου με την λέσχη ήταν αντίστοιχη με αυτή που έχω με πολλούς συμφοιτητές μου: τους βλέπω κάθε μέρα, ποτέ δεν τους μίλησα πάρα πολύ και ποτέ ίσως δεν υπήρξε μια πραγματική αμοιβαία συμπάθεια. Όμως ακριβώς εξ αιτίας την καθημερινή τριβής, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο, αυτή η επαφή έχει εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο από συνήθεια  και γνωριμία αλλά κάτι λιγότερο από φιλία… μια περίεργη κατανόηση η οποία σε κάνει να γνέφεις ή να λες «Γειά!», ακόμα και αν δεν είσαι καν σίγουρος ότι θυμάσαι το όνομα του άλλου.

Έτσι και με την κάτω λέσχη. Mε παρέες κατα καιρούς διαφορετικές, σχεδόν καθημερινή βίζιτα (συνήθως μεσημέρι και βράδυ) και συχνά αρμένικη: μέναμε τελευταία παρέα στην λέσχη, οι κυρίες της λέσχης καθάριζαν κι εμείς μπορεί να μην είχαμε καν επιστρέψει τους δίσκους μας και να φτιάχναμε εικαστικά αριστουργήματα με το βραδινό μας. Το φαγητό και η ποιότητα του έχει υπάρξει αγαπημένο θέμα συζήτησης, μαζί με διάφορους καυγάδες, φιλοσοφικές κουβέντες, ατέλειωτες αντιπαραθέσεις για games, ιδεολογικές διαμάχες σχετικά με την –πάντα επιλεκτική!– αποχή μερικών μας από το κρέας. Ποτέ δεν ξέραμε ούτε μας απασχόλησε ιδιαίτερα τι ακριβώς ήταν αυτό που κατέληγε στις μαύρες τρύπες μας.

Ευτυχώς από ποικιλία η λέσχη ποτέ δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από πουθενά, κι έτσι πάντα είχαμε κάτι να συζητήσουμε! Ψάρι με γεύση κοτόπουλο: κοτοπουλόψαρο! Μπριάμ μόνο με πατάτες και ένα κομμάτι μελιτζάνα κι άλλο ένα αντίστοιχο κολοκυθάκι (στην καλύτερη) ή πατάτες με λαχανικά — τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα το μενού είχε πατάτες ψητές με πουρέ και σάλτσα γεώμηλου — μακαρόνια με σάλτσα τόνου (καρμπονάρα βασικά με τόνο αντί για μπέικον :κ) , ή πορτοκάλια χωρίς γεύση και μόνιμα λασπωμένο, κακά πλυμμένο μαρούλι. Όσο για τα επιδόρπια, το πράγμα είναι πολύ απλό: Δεν ήταν κρεμ καραμελέ, μήτε ήταν ζελέου: ήταν μονάχα μι’ αλοιφή, μ’άρωμα πετρελαίου… Ή ψαρίλας. Το έχουν τα ειδικά τους ψυγεία, βέβαια! Μεταθέτουν τις μυρωδιές από το ένα φαγητό στο άλλο: πηγαίνει από το κοτόπουλο στο ψάρι και από το ψάρι στο ζελέ και από το ζελέ στο… ω ελάτε τώρα αφού ξέρετε ότι το ζελέ δεν μυρίζει (εννοούμε τα κανονικά ζελέ και όχι της λέσχης)! Ή το περίφημο ρύζι «αμβροσία» το οποίο, πριν μάθουμε ότι ήταν ονομασμένο όπως και το catering το οποίο έχει αναλάβει την λέσχη και ήταν η υποτιθέμενη specialité του, το βλέπαμε ως απόδειξη ότι, εκτός των άλλων, οι υπεύθυνοι της λέσχης είχαν και μια κάποια άρρωστη αίσθηση του χιούμορ. Αντί για νέκταρ, το μόνο που είχαμε ήταν μια βρύση. Για νερό. Τώρα που το σκέφτομαι, τι ωραία που θα ήταν αν αντί για νερό αυτή η βρύση ανάβλυζε μπύρα… Ποιος το χέζει το νέκταρ…

Και φυσικά, ο τρόπος που έχει η λέσχη να παίζει με το στομάχι σου! Μπορεί να έτρωγες τρία πιάτα, θα τίγκαρες, όμως μετά από 3 ώρες θα είχες λιγούρες, και μετά από 5 θα πείναγες ξανά! Λες και όλα αυτά που έφαγες ήταν στην πραγματικότητα αφρός μεταμφιεσμένος σε μπριζόλα, αρακά, μακαρόνια, ο οποίος όμως αφρός σε πάχαινε αν έτρωγες περισσότερο. Ναι, εγώ τουλάχιστον είχα πάρει κιλά όταν έτρωγα στην λέσχη περισσότερο από μια μερίδα. Δεν ξέρω τελικά, ίσως και να ήταν αφρός από την πολύλή σόδα! Πολλά φαγητά είχαν, σύμφωνα με μαρτυρίες (εγώ ποτέ δεν την κατάλαβα), ακόμα και γεύση σόδας, αλλά εκτός από το ότι ποτέ δεν θα μάθουμε αυτό το μυστικό, κανένα φοιτητικό εστιατορίο στον κόσμο δεν βγάζει την ουρά του απ’έξω από το θέμα της χρήσης της.

H λέσχη πάντα μας καλούσε να λιώνουμε με τις ώρες άφοβα. Μμμ, νόστιμο!

Τελικά όμως, παρά τα όσα λέγαμε, όλα έβαιναν καλώς. Μπορεί η λέσχη μας να μην ήταν όσο καλή όσο αυτή της Ρόδου, των Ιωαννίνων, που ήταν ολόκληρο εργοτάξιο, ή της Κέρκυρας (τι σαλάτες. Ω: τι σαλάτες! {:ε *όνειρα χορτοφαγικά*), όμως όλοι έχουν πει πως είναι καλύτερη από τις αντίστοιχες της Αθήνας ή της Θεσσαλονικής. Και φυσικά, ανέκαθεν ήταν το καθημερινό hot spot. Ποιο Mουσικό, Lazy και μαλακίες! Πήγαινες λέσχη και αμέσως γέμιζε ο μετρητής του social! Καθόμασταν και σε προνομιακές θέσεις για να τσεκάραμε ευκολότερα ποιος ερχόταν. Και στην τελική, το ψωμί δεν ήταν άσχημο (όταν ήταν φρέσκο).

Όλα αυτά αλλάξανε τον Σεπτέμβριο. Πηγαίνουμε την πρώτη μέρα που άνοιξε η λέσχη, παίζει να ήμασταν και οι πρώτοι, σίγουρα ήμασταν και οι πρώτοι που μάθαμε τα υπέροχα μαντάτα. «Η κάτω λέσχη θα κλείσει και όλα θα πάνε πάνω!», μας είχε πει μια από τις κυρίες που μας σέρβιραν. Οι οποίες, παρένθεση, ακούνε τα παράπονα αλλά δεν φταίνε και σε τίποτα, την δουλειά τους κάνουν… Δεν νομίζω να θέλουν να μας προσφέρουν το φαγητό που μας προσφέρουν. Παίζουν και λίγο τον ρόλο του προστατευτικού κυγκλιδώματος, κάτι σαν τους μπάτσους, σε αυτές πάνε όλα τα αρνητικά σχόλια και όχι σε αυτούς που κάνουν τα κουμάντα. Τέλος πάντων. Ναι, πρώτα από τις κυρίες της λέσχης το μάθαμε. Ήταν η αρχή του τέλους.

Δεν πήρε περισσότερο από μερικές εβδομάδες για να γίνουν τα παραπάνω πραγματικότητα. Και τι προειδοποίηση. Όλοι πήγαμε στον λόφο, η κάτω λέσχη έκλεισε  άδοξα γιατί υποτίθεται ότι δεν θα ήταν απαραίτητη εφόσον όλοι οι φοιτητές θα ήταν στον λόφο. Η ποικιλία μειώθηκε: από δύο επιλογές, που και πάλι μερικές φορές δεν υπήρχαν ουσιαστικά στην κάτω λέσχη γιατί το φαγητό ερχόταν από την λέσχη του λόφου, μειώθηκε σε μια επιλογή για κάθε γεύμα. Οι τουλάχιστον δύο μερίδες που δικαιούμασταν, μειώθηκαν σε μία (!), το πρωινό είναι παρελθόν (μικρό το κακό εδώ που τα λέμε) και οι ώρες άλλαξαν ώστε να είναι, ω τόσο μα τόσο βολικά, ακριβώς πάνω στις ώρες των μεσημεριανών και βραδινών μαθημάτων. Ευχαριστούμε τόσο πολύ, κύριοι που φροντίζετε πάντα πριν από μας για μας. 🙂 Είναι αλήθεια, τα λεφτά που παίρνει το Πανεπιστήμιο Αιγαίου από το κράτος μειώθηκαν κατα 30% φέτος. Όμως φαίνεται πως η λέσχη πρέπει να τους έτρωγε πολλά (pun intended) αφού οι ίδιες αλλαγές έχουν γίνει και η ίδια κατάσταση φαίνεται να επικρατεί και στην Χίο, όπως με πληροφόρησε ο Φάνης. Η φοιτητική μέριμνα γενικά χτυπήθηκε πολύ σκληρότερα με τις περικοπές απ’ότι άλλοι τομείς χρηματοδότησης, η σίτιση μαζί με τις εστίες αλλά και πολλά περισσότερα.  Μετά από όλα αυτά, η λέσχη δεν ήταν πια αυτή που ήξερα: από συμπαθητικός γνωστός είχε μετατραπεί στην συμφοιτήτρια την οποία όχι μόνο δεν χωνεύω, βρωμάει σαπίλα από πάνω ως κάτω, μου έχει παίξει μαλακία και ΕΙΜΑΙ αναγκασμένος να την έχω και στην ομάδα μου…

Αυτές οι αλλαγές με χτύπησαν περισσότερο πριν λίγες μέρες. Ήταν Τετάρτη, μέρα που δεν έχω μάθημα όμως είναι παραδοσιακά μέρα λαδερών (η καλύτερη μου: όλο κρέας, κρέας, κρέας το βαρέθηκα, φέρτε μου ένα φασολάκι που τ’ορέχτηκα!) είχα βέβαια να κολλήσω και αφίσες για την Κινηματογραφική Συμμορία. Ο καιρός ήταν απαίσιος: μια λεπτή συννεφιά που έδινε μια ξεπλυμένη άρρωστη απόχρωση στα πάντα, μια ζέστη (ΤΙ ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΤΕΛΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΘΑ ΚΑΝΩ ΧΑΡΑΚΙΡΙ), μια άπνοια, η ατμόσφαιρα ήταν κολλώδης… Εν ολίγοις, ο ιδανικότερος καιρός για να αφήσεις την φωτογραφική σου μηχανή σπίτι. Η διάθεση μου κοινώς ακαταμάχητη, είχα πάει και μόνος. Φτάνω στην λέσχη, βλέπω τρία τεράστια ταψιά τίγκα στους γίγαντες… Και μόνο γίγαντες.

Fun fact about cubi: Πρέπει να έχω κάποιου είδους δυσανεξία στα φασολοειδή (γίγαντες, φασολάδα, μαυρομάτικα, ακόμα και αυτά τα κόκκινα που πάντα μου θυμίζουν το Salad Bar των Goody’s) γιατί ακόμα κι αν φάω μικρή ποσότητα το στομάχι μου κυρήσει εμφύλιο πυρηνικό πόλεμο, με βόμβες να σκάνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και ο όλος αρμαγεδώννας να κρατάει και την επόμενη μέρα. Οπότε όχι, δεν είναι μόνο πόλεμος… αερίων!

Με είδε η κυρία που σέρβιρε να είμαι {:ε, της εξήγησα: «Έχω δυσανεξία στα φασόλια…». Μου απάντησε: «ΟΚ, θα σου βάλω δυο πιάτα ρεβυθόσουπα.» Wow, thanks, I guess, αν και τα ρεβύθια αυτά καθαυτά απάρτιζαν λιγότερο από το 1/10 της συνολικής μάζας αυτής της σούπας. Καθώς υπέγραφα και έπαιρνα τον δίσκο μου, με ρώτησε: «Τι κάνει το κορίτσι που μας έλεγε και κανένα γειά;» Αυτή η φράση μου θύμισε πολλά απ’όσα περιγράφω παραπάνω, ίσως και να μου έδωσε την όρεξη να γράψω όλο αυτό. Όσο πιο ειλικρινά μπορούσα της απάντησα «δεν ξέρω» κι έκατσα σκεφτικός να φάω το νερό μου με λίγα ρεβύθια μέσα. Αλήθεια, πόσοι να τις χαιρετάνε; Γιατί όχι περισσότεροι; Γιατί όχι έγω; Λες και φταίνε αυτές για την πολιτική της λέσχης, λες και φταίνε οι μπάτσοι για τις αποφάσεις των γουρουνιών… Τώρα αν αντίστοιχα οι κυρίες της λέσχης προστατεύουν την λέσχη από τα εξαγριωμένα πλήθη των φοιτητών, θα έλεγα ότι οι συγκρίσεις σταματάνε κάπου εδώ.

Ο Αργύρης και η «παραπονιάρα» κυρία στην πάνω λέσχη. Frame από Αεικίνηση. 😛

Την επόμενη μέρα, πήγα και είχε λαζάνια με κιμά. Μόνο λαζάνια με κιμά:  τα τρία ταψιά γεμάτα με το ίδιο φαγητό μου έδωσαν περισσότερο την αίσθηση συσσιτίου παρά εστιατορίου. Kαι ήταν η μέρα που έχω μάθημα όλη μερα στον λόφο. Έκανα την καρδιά μου πέτρα, προσπάθησα να απομακρύνω τον κιμά από ανάμεσα τις φέτες ζυμαρικού μου για να μην πεινάσω τελικά… Τα σχόλια γύρω μου όχι και πολύ καλά για τον κιμά που ήθελα-δεν ήθελα δοκίμασα, μικρό το κακό σκεφτόμουν… Μια απίστευτη καούρα με ακολούθησε για το υπόλοιπο της ημέρας.

Έχουν γίνει μερικές δράσεις ως αντίσταση σε αυτές τις αλλαγές. Θυμάμαι όταν μπήκαμε με παιδιά κυρίως από το Μπίνειο αλλά και τον Μητσάκο, την Ήρα και άλλους και είπαμε πως θα σερβίρουμε εμείς το φαγητό, μόνο και μόνο για να μείνει η λέσχη ανοιχτή μέχρι τις 15:30, αντί για τις 15:00. Τελικά αυτό απέτυχε γιατί οι υπάλληλοι της λέσχης δεν μας άφησαν να μπούμε πίσω από τον πάγκο — δεν ήταν ότι ήθελαν να φύγουν και δεν τις αφήναμε, μάλιστα μένουν μέχρι αργά ούτως ή άλλως (…) — απλώς «απαγορευόταν από το υγειονομικό». Ειρωνικό θα έλεγα. Και ας έλεγε ο υπεύθηνος ό,τι ήθελε για το ότι τα υλικά και το φαγητό έχει περάσει όλους τους ελέγχους: who watches the watchmen, I ask? Ποια είναι τα κριτήρια ποιότητας τους όταν το μαρούλι παίζει να είναι και άπλυτο; Και τα κάτουρα μας είναι αποστειρωμένα, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι καλή ιδέα να τα πίνουμε! Πάντως η λέσχη έμεινε ανοιχτή λίγο παραπάνω εκείνη την μέρα…

Επίσης έχει στηθεί τις τελευταίες εβδομάδες ένας πάγκος έξω από την λέσχη που έχει χειροποίητες πίτες, κέικ κτλ, φτηνό καφέ και πολύ καλό φρέσκο χυμό πορτοκαλί. Βάζουν και γύρη μέσα για να είναι «πιο δυναμωτικός»! Εγώ δεν μπορώ παρά να τους βγάλω το καπέλο, να τιμάω τα καλούδια τους και να βλέπω ένα τόσο χειροπιαστό και καλό μέτρο σύγκρισης με την κερδοσκοπία που λέγεται λέσχη.

Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι: οι μερίδες έχουν διπλασιαστεί, και δεν πεινάς μετά από 3 ώρες. Και όπως αναφέραμε πολλές φορές στις αιώνιες συζητήσεις μας στην λέσχη: είναι τσάμπα! Όμως που τελειώνει το τσάμπα, που αρχίζει το επικίνδυνο; Όταν κάτι είναι τσάμπα, πώς αντιδράς όταν η ποιότητα του πέφτει; Γιατι δεν μπορείς να πεις «η ποιότητα θα έπρεπε να είναι καλύτερη γιατί την πληρώνω!». Και έτσι μπορούν να μας δίνουν ότι τελευταίο υπάρχει, ό,τι χειρότερο σε ποιότητα χωρίς να έχουμε δικαίωμα να πούμε τίποτα! Αλλά τι λέω; Η κυρία Χριστίνα (;) στην λέσχη που σερβίρει το είχε πει καλύτερα απ’όσο εγώ ποτέ θα μπορούσα, και πάντα επίκαιρα:

«Να χαίρεστε που έχετε και φαγητό».

Garret in old lesxi pic (09/'09): "There is no such thing as a free lunch..."
ΥΓ: Για τις άπειρες ώρες που έχω περάσει στην λέσχη, διαπιστώνω μετά απο ψάξιμο στις φωτογραφίες μου ότι δεν έχω παρα ελάχιστες και από συγκεκριμένες φάσεις. Συνήθως μιλάγαμε υπερβολικά πολύ για να έχουμε χρόνο για να τράβαμε φωτογραφίες. Α, ή τρώγαμε.

Το χιόνι έλιωσε, το καλοκαίρι τέλειωσε

Το προηγούμενο μου ποστ ήταν για τον θάνατο της Γκρίζας. Η ειρωνεία της ζωής δεν άργησε να ξανακάνει την εμφάνιση της σε όλο της το μεγαλείο.
Μερικές ώρες αφού είχα γράψει το ποστ, με πήρε τηλέφωνο η Δέσποινα.

“Έλα Κιούμπι, η Γιούκι είναι μέσα στο σπίτι;”
“Όχι, γιατί;”
“Έλα γρήγορα…”

Φτάνω λίγα λεπτά αργότερα και βλέπω μια Γιούκι να είναι χωμένη κάτω από το τελευταίο σκαλοπάτι της εξωτερικής σκάλας στο ακριβώς απέναντι σπίτι, αυτό με τις πολλές γλάστρες και την Βίλμα (την μόνιμα έγκυο σκύλα). Δεν σάλευε. Και ένα παιδάκι, ούτε τριών δεν θα ήταν, το παιδί του ζευγαριού που την βρήκε, προσπαθούσε να την πιάσει. Μπορεί να πίστευε ότι ήταν λούτρινο κουκλάκι…

:'(

Ό,τι σκότωσε την Γκρίζα μάλλον ήταν αυτό που το κατάφερε και για την Γιούκι. Φόλα; Ποντικοφάρμακο; Κάποιο οικοδομικό υλικό; Ποιος, γιατί;;; Πέρασε την αρρώστια που παραλίγο να την στείλει πριν την ώρα της και κάποιος ο οποίος μάλλον ποτέ δεν αγάπησε ή αγαπήθηκε στην ζωή του αποφάσισε να πάρει την πρωτοβουλία;

Η ειρωνεία της ζωής σε όλο της το μεγαλείο.

Η εικόνα της κοκκαλωμένης Γιούκι να μην βγαίνει από κάτω από το σκαλοπάτι μου χαράχτηκε στην μνήμη. Το τελευταίο της βλέμα, τα μισόκλειστα βλέφαρα, το ξεραμένο αίμα στο στόμα και στον πισινό. Δεν θα γράψω περισσότερα. Δεν μπορώ να περιγράψω τι ένιωσα εκείνη την στιγμή και τι συνεχίζω να νιώθω. Δεν μπορώ να το περιγράψω συναισθηματικά όπως έκανα για την Γκρίζα… Ξέρω πολύ καλά τι ένιωθα για την γάτα που με συντρόφευε τα τελευταία 2,5 χρόνια. Και απλά… ίσως να μην μπορεί να χωρέσει εδώ. Δεν το έχω συνειδητοποιήσει από τότε… 5 μέρες κιόλας. Όχι. Δεν μπορεί να χωρέσει εδώ. Όχι τώρα.

Χώρεσε όμως στην κηδεία της. Ούτε αυτήν θα την ξεχάσω ποτέ. Τόσο έντονη και αληθινή, μέσα σε όλη την θλίψη. Ευχαριστώ όλους σας για την βοήθεια και που απλά ήσασταν εκεί: Δέσποινα, Γκάρετ, Μόρντρεντ, Νένη, Έλενα… Θα ήταν πολύ πιο δύσκολο χωρίς εσάς.

Το χιόνι έλιωσε
Το καλοκαίρι τέλειωσε
Το νερό ποτίζει
Στον ουρανό γυρίζει