Το έπαιζα πριν μερικές εβδομάδες. Όχι, δεν είναι ούτε Rogue Leader, ούτε Lylat Wars.
Category: Ελληνικά
Mήπως είσαι πολυπολιτισμικός και δεν το ξέρεις;
Το παρακάτω κείμενο το βρήκα δημοσιευμένο στους Νέους Ορίζοντες, μια τοπική εφημερίδα της Νέας Σμύρνης, τεύχος Ιανουαρίου 2013. Διαβάζοντας το χαμογέλασα, συμφώνησα, αναφώνησα «ναι ρε φίλε!» όπως και «πες τα!» και τελικά αποφάσισα να το αναδημοσιεύσω. Απλά: αν έγραφα αυτό το άρθρο εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να τα έχω πει καλύτερα. Επομένως, δεν μπορώ παρα να το φιλοξενήσω και εδώ.
Ένα μικρό τεστ, για να συνειδητοποιήσουμε, πόσο η γνώση μας είναι εξαρτημένη από τη γνώση όλης της ανθρωπότητας και ότι τελικά, κάθε προσπάθεια για μια εθνική “καθαρότητα” ισοδυναμεί με το σκοτάδι της ναζιστικής πολιτιστικής τέφρας.
ΜΗΠΩΣ ΕΙΣΑΙ «ΠΟΛΥ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ»
ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ;
Το γεγονός ότι ο κλασσικός Ελληνικός πολιτισμός είναι μία από τις βάσεις όλου του σύγχρονου κόσμου είναι μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Η επιστήμη, η φιλοσοφία, το θέατρο, η δημοκρατία, έχουν σφραγίσει για πάντα την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας. Από τη στιγμή, λοιπόν, που σήμερα, ακόμα και ο πιο απόμακρος από τα προηγμένα κέντρα πολιτισμός, είναι αναμεμειγμένος σε κάποιο βαθμό με τον ελληνικό, σημαίνει ότι η πλειονότητα της υφηλίου είναι πολυπολιτισμική. Το ζήτημα είναι, εμείς οι Έλληνες, τι είμαστε; Για παράδειγμα εσύ, που διαβάζεις αυτό το κειμενάκι, είσαι «πολυ-πολιτισμικός» ή όχι ;
Πριν απαντήσεις, σου υπενθυμίζουμε τα εξής:
Φοράς παπούτσια, μια παλαιολιθική εφεύρεση, που την αποκαλείς με ένα περσικό όνομα ( pāpuš, pa=πόδι + puş = κάλυμμα) και επίσης ένα παντελόνι που το εφηύραν οι Σκύθες κι εσύ το ονομάζεις με μια λέξη που προήρθε από το όνομα ενός χαρακτήρα της Ιταλικής Κομμέντια ντελ Άρτε, του Pantalone (δηλαδή Πανταλέων ). Φοράς βρακί, και αν είσαι από την Κρήτη, βράκες, που έχουν όνομα λατινικό (braccae) και είναι ένα ένδυμα, που οι Ρωμαίοι και οι Έλληνες το είδαν να το φοράνε οι Γαλάτες και οι Γερμανοί, ενώ δένεις στο λαιμό σου μια γραβάτα κροατική (χρβάτσκα). Οι τσολιάδες που θαυμάζεις φοράνε τη φουστανέλλα, που ήταν η φορεσιά των Βλάχων, Αλβανών κι Ελλήνων πολεμιστών και παράνομων, όπως την ξανασχεδίασε ο γερμανός ράφτης του Όθωνα (μίνι, πάνω από το γόνατο). Σήμερα, φοράς μπλου τζην, που υπήρξε επινόηση ενός Γερμανο-εβραίου ράφτη της Αμερικής, του Λεβί-Στράους, κατασκευάζεται από ένα ύφασμα που εφευρέθηκε στη Φλωρεντία και βάφεται με ένα χρώμα μπλε λουλακί (indigo, ελλ. ινδικόν),που τα αρχαία χρόνια το ανακάλυψαν οι Ινδοί.
Το εθνικό σου φαγητό, ο μουσακάς, έχει αραβικό όνομα (mussaka, σημαίνει φρέσκο) και δημιουργήθηκε στο παλάτι του Οθωμανού Σουλτάνου από γνώστη της Γαλλικής κουζίνας, εξού κι η μπεσαμέλ. Το άλλο σου αγαπημένο και πασίγνωστο Ελληνικό έδεσμα, ο gyros, ή ντονέρ, προέρχεται από τους οθωμανούς (doner= γυρίζει), που κι αυτοί τον δανείστηκαν από τον Αραβικό στρατό.
Τρως ντομάτες, πατάτες, καλαμπόκι, σοκολάτα και φραγκόσυκα και καπνίζεις, συνήθειες που πήρες από τους ινδιάνους της Αμερικής. Πίνεις κρασί που πρωτοεμφανίστηκε τα προϊστορικά χρόνια κάπου στον Καύκασο και σου αρέσει η μπύρα που είναι εφεύρεση των νεολιθικών κατοίκων της Μεσοποταμίας. ενώ πίνεις αφέψημα από καβουρντισμένους σπόρους καφέ, μια επινόηση των μουσουλμάνων σούφι του Μεσαίωνα. Τρως ψωμί, που επίσης είναι μια νεολιθική εφεύρεση των Μεσοποτάμιων, οι οποίοι, χιλιάδες χρόνια πριν από τους Έλληνες, (τουλάχιστον πριν από αυτούς που μιλούσαν ελληνικά) έκαναν την Νεολιθική και τη Γεωργική επανάσταση και εκτός των άλλων, επινόησαν την καλλιέργεια των δημητριακών, το άροτρο, το δρεπάνι, την ιστιοπλοΐα κι ακόμα τη γραφή, τους γραπτούς νόμους, τη γραφειοκρατία, τον στρατό, τη στρατιωτική στολή και το ιερατείο.
Τραγουδάς πάνω σε μουσικές κλίμακες, που οι αρχαίοι Έλληνες πήραν από γειτονικούς λαούς (μιξολύδιος, φρύγιος κλπ), τις προσέθεσαν στις δικές τους, και έτσι γεννήθηκε η κοινή ανατολική παράδοση. Οι πρόγονοί σου ανάπτυξαν την μουσική αυτή, όχι μόνοι τους, αλλά μαζί με όλους τους λαούς μιας περιοχής που ξεκινάει από το Σεράγιεβο και φτάνει ως την Ινδία και τη Βόρειο Αφρική.
Δίπλα σου ζουν τα μέλη μιας φυλής που ξεκίνησε από την βόρεια Ινδία γύρω στο 500 μ.Χ. για να φτάσει στα Βαλκάνια, και να πολιτογραφηθούν Έλληνες. Είναι οι Τσιγγάνοι, που οι οργανοπαίχτες τους αποτέλεσαν για αιώνες τη ραχοκοκαλιά της εθνικής σου μουσικής. Μπορεί να σου αρέσει, ειδικά αν είσαι από την Ήπειρο, το δημοτικό πολυφωνικό πεντατονικό τραγούδι, που ίδιο έχουν και οι Αλβανοί, και που δεν ανήκει αποκλειστικά ούτε σε μας ούτε στους Αλβανούς, αλλά έλκει την καταγωγή από τα προϊστορικά χρόνια, δηλαδή, πριν από την εθνογένεση των λαών της περιοχής.
Το εθνικό σου παραδοσιακό όργανο, το κλαρίνο, είναι το κλαρινέτο της Δυτικής συμφωνικής ορχήστρας, μια εφεύρεση ενός Γερμανού κατασκευαστή βασισμένη πάνω στο Γαλλικό πνευστό σαλιμό. Παίζεις τουμπελέκι, που είναι όργανο αραβικό. Χορεύεις τσάμικο που το χορεύουν και οι Τσάμηδες της Αλβανίας, χασαποσέρβικο, που βασίζεται σε σέρβικο ρυθμό και ζειμπέκικο, που είναι ο χορός μιας αρχαίας φυλής της Μικρασίας και που σήμερα τον χορεύουν και οι Τούρκοι της Σμύρνης. Η γιαγιά σου ίσως άκουγε σμυρναίικα τραγούδια, που προέρχονται από την ανατολίτικη παράδοση των μακάμ, που έχει στηριχτεί στη Βυζαντινή και άλλες ανατολίτικες παραδόσεις, αλλά κυρίως αναπτύχθηκε από Τούρκους, Εβραίους, Αρμένηδες και Έλληνες μουσικούς στην Οθωμανική Κωνσταντινούπολη. Εσύ ή οι γονείς σου, τη δεκαετία του 60, άκουγες μουσικές επιτυχίες, που δεν ήταν παρά Ινδικά τραγούδια με Ελληνικό στίχο, όπως π.χ. το Αυτή η νύχτα μένει (ulfat ka saaz chhedo) Μου λέτε να μη κλαίω (Yamma,yamma), το Καρδιά μου καμένη (Από την ταινία Mother India) και πάρα πολλές άλλες.
Ακούς, επίσης, μπλουζ και ραπ, ενώ εσύ ή οι μεγαλύτεροι συγγενείς σου χορεύουν τάνγκο, ρούμπα, σάμπα, τζαζ, ροκ, κλπ, δηλαδή ρυθμούς των αρχαίων κατοίκων της Αφρικής, όπως την διαμόρφωσαν οι σκλάβοι απόγονοί τους παρέα με τους ισπανόφωνους και τους Γερμανοεβραίους συνθέτες της Αμερικής και, μετά, μαζί με τους μουσικούς όλης της Γής. Το πιάνο που ακούς ή παίζεις είναι μια εξέλιξη του ευρωπαϊκού εκκλησιαστικού οργάνου, το οποίο ήταν ένα δώρο των Βυζαντινών στη Δύση, που προήρθε από την ύδραυλη, εφεύρεση του Κτησίβιου του Αλεξανδρέως, αλλά που οι συμπατριώτες μας δεν το χρησιμοποιούσαν. Η θεωρία των συγκερασμένων οργάνων που, αν είσαι μουσικός, χρησιμοποιείς, είναι δημιούργημα της Δυτικής Ευρώπης. Άραγε πόσο Ελληνικό τραγούδι ακούς και πόσο Αγγλικό ή Αμερικάνικο; Πόσα Ελληνικά συγκροτήματα και πόσα Αγγλικά; Και πόσο Ελληνικό σινεμά βλέπεις και πόσο Αμερικάνικο, Γαλλικό, Κινέζικο και Ιρανικό; Και πόσα ξένα σήριαλ στην τηλεόραση;
Υποθέτουμε, ότι σαν υπέρμαχος του Ελληνικού πολιτισμού που ίσως είσαι, γνωρίζεις πολύ καλά το Ελληνικό θέατρο, και ξέρεις απ’ έξω, τόσο τα έργα των αρχαίων ποιητών, (Αντιγόνη, Οιδίποδα, Ευμενίδες, Όρνιθες) όσο και των σύγχρονων, του Καμπανέλλη, του Κεχαΐδη και άλλων. Στη σκηνή, όμως, βλέπεις να παίζονται και έργα ξένων, του Σαίξπηρ, του Μολιέρου ή του Μπρέχτ. Άλλωστε πολλοί Έλληνες συνθέτες έχουν μελοποιήσει ποιήματα ξένων, του Λόρκα, του Μπρένταν Μπήαν, του Λόπε ντε Βέγκα, που σήμερα τραγουδιούνται σαν Ελληνικά τραγούδια.
Όταν ήσουν μικρός, σου διάβαζαν τα παραμύθια του Γκρίμ, του Άντερσεν και της Σέλμα Λάγκερλεφ, που τα είδες και στο σινεμά σαν κινούμενα σχέδια της Αμερικάνικης εταιρείας του Ντίσνεϋ ή στην τηλεόραση σαν γιαπωνέζικες παραγωγές, που σχεδιάζονται στην Κίνα. Και αργότερα, διάβασες σε μετάφραση ή σε κόμικς τους Άθλιους του Ουγκώ, τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες, ή το Μόγλη του Κίπλιγκ.
Είναι πια σαφές το μήνυμα, αλλά συνεχίζουμε:
Μαθαίνεις πολεμικές τέχνες που ήρθαν από την Ιαπωνία και την Κίνα (κουγκ-φου, ται-τσι, καράτε, τζούντο, αικίντο). Ίσως κάνεις γιόγκα που είναι μια πανάρχαια θρησκευτική Ινδική πρακτική. Παρακολουθείς ένα παιχνίδι που οι νόμοι του φτιαχτήκανε το 1850 στην Οξφόρδη και παίζεται με μπάλα, που την επινόησαν δύο υποδηματοποιοί στη πόλη Ράγκμπυ της Αγγλίας. Παίζεις σκάκι, ένα παιχνίδι που ήρθε από την Ιταλία, που εκεί έφτασε από τις χώρες του Ισλάμ, αλλά κατάγεται από ένα παρόμοιο ινδικό παιχνίδι, που το έλεγαν τσατουράνγκα, ενώ η τράπουλα και τα χαρτιά που παίζεις, πρωτοεμφανίζονται στην Κίνα των Τάνγκ, τον ένατο αιώνα. Το καλοκαίρι πας διακοπές στα ελληνικά νησιά, και θαυμάζεις τους ανεμόμυλους, μία εφεύρεση από το ισλαμικό Αφγανιστάν.
Τα πρώτα Συντάγματα του κράτους σου είναι αντιγραφή των Γαλλικών και το νομικό σύστημα του κράτους σου στηρίζεται στο Ρωμαικό δίκαιο όπως κωδικοποιήθηκε στην Γαλλία του Ναπολέοντα. Αναγνωρίζεις τα Δικαιώματα του Ατόμου και του Πολίτη, όπως βγήκαν μέσα από τη Γαλλική Επανάσταση, που τα ιδανικά της επηρέασαν όλο τον κόσμο αλλά και τους κοντινούς σου προγόνους, όταν ξεκινούσαν τη δική τους Επανάσταση του 1821. Και πολλοί συμπατριώτες σου, έχουν ενστερνιστεί φιλοσοφικές ιδέες, που, εκτός από τον Πλάτωνα τον Αριστοτέλη ή τον Καστοριάδη, είναι παρμένες κι από τον Κάντ, τον Χέγκελ ή τον Μάρξ.
Το Ευαγγέλιο της θρησκείας σου είναι Εβραϊκό και έχεις ένα Θεό που έχει Εβραϊκό όνομα, Ιησούς, όπως και πολλές χιλιάδες συμπατριώτες σου, οι οποίοι ονομάζονται Ηλίας, Ιάκωβος, Ιωάννης, Μαρία, αλλά και Άδωνις, που είναι επίσης σημιτική λέξη συγγενής με το Εβραϊκό adonai, που σημαίνει Θεός (και δεν προέρχεται από το αρχαιοελληνικό…άδω ,τραγουδάω, που γράφεται με υπογεγραμμένη, αγράμματε ναζιστή Γεωργιάδη).
Στους πολέμους και τις Επαναστάσεις οι πρόγονοί σου πολεμούσαν χρησιμοποιώντας την πυρίτιδα, στα ταξίδια σου προσανατολίζεσαι με την πυξίδα, ενώ γράφεις σε χαρτί, χρησιμοποιείς χαρτονομίσματα, πετάς την Καθαρή Δευτέρα χαρταητό, τρώς και πίνεις από σκεύη πορσελάνης, και το καλοκαίρι η γιαγιά σου δροσίζεται κουνώντας τη χάρτινη βεντάλια, όλα αντικείμενα που εφευρέθηκαν στην Κίνα.
Γράφεις δεκαδικούς αριθμούς που είναι ινδική εφεύρεση, που την έφεραν στη Δύση οι Άραβες στην Ευρώπη, μαζί με έναν καινούριο αριθμό, το Μηδέν. Διαβάζεις εφημερίδες και βιβλία αλλά κι αυτήν την προκήρυξη, με τη βοήθεια μιας ανακάλυψης κάποιου Γερμανού τεχνίτη, του Γουτεμβέργιου, αν και πολύ πριν απ’ αυτόν η τυπογραφία είχε ανακαλυφτεί κι αυτή στην Κίνα. Χρησιμοποιείς τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, μιλάς στο κινητό σου, βλέπεις φωτογραφίες από τη σελήνη, που αν και σε όλα αυτά έχουν συνεισφέρει και οι Έλληνες, δεν είναι επιτεύγματα καθαρά Ελληνικά, ούτε κανενός άλλου έθνους, αλλά του ανθρώπινου γένους συνολικά.
Τέλος, όπως όλοι οι λαοί έχουν ενσωματώσει στο λεξιλόγιό τους χιλιάδες ελληνικές λέξεις, έτσι και εσύ καθημερινά χρησιμοποιείς πολλές λέξεις με ξένη καταγωγή.
σλάβικες (πέστροφα, ρούχο, πιροσκί, βάλτος, βίτσα, γκλάβα, γούνα, ντόμπρος, σβάρνα, στάνη, τσέλιγγας, πογκρόμ, κλπ)
τούρκικες ( Αλάνι, γιλέκο, γιαούρτι, γλέντι, εργένης, ζόρι, καπάκι, κουβάς, καβγάς, νάζι, κέφι, μπαμπάς, καρπούζι, τσάντα, τζάμι, χάλι, φλιτζάνι , κ.ά.)
περσικές (Αχούρι, ντιβάνι, αγγαρεία, μπόλικος, τραχανάς, παράδεισος)
αραβικές ( ελιξίριο, ζενίθ, καλούπι, καμφορά, καραβάνι, κάφρος, λουλάκι, μαούνα, σαφάρι, φουκαράς, αζιμούθιο, άλγεβρα, φιτίλι, αλκαλικός, αλκοόλ, χαντάκι, χάντρα, ζάχαρη, λεμόνι, μαγαζί, σιρόπι, παζάρι, κα).
αλβανικές (Καλαμπόκι, λουλούδι, κοκορέτσι, μπουκιά, σβέρκος, φλογέρα, φλοκάτη, κλπ),
λατινικές ( κάγκελο, κελί, λαρδί, λουκάνικο, φάβα, μανουάλι, κάστρο, πρίγκιπας, κούπα, κανάτα, σκάλα, πόρτα, μαρούλι, μούστος, κώδικας, πένα, μεμβράνη),
ιταλικές (φούστα, κάβος, μπαρκάρω, κουμαντάρω, σινιάλο, κουνιάδος, κουμπάρος, μαραγκός, πιλότος, μουστάρδα, καραμέλα, κομπόστα, κρέμα, πάστα, σαλάτα, κουφέτο, σαλάμι),
γαλλικές (Μπλε, καφέ, ροζ, ζακέτα, καμπαρντίνα, μαγιό, ταγέρ, καρό, γκαρνταρόμπα, δαντέλα, μακιγιάζ, σαλόνι, κρέπα, αφίσα, μπαλάντα, ρεσιτάλ, ντοκιμαντέρ, σουξέ, πιόνι, φαβορί, τουρνουά, καλοριφέρ, κοντέρ, ρουλεμάν ),
αγγλικές (κάμερα, ραντάρ, τούνελ, πουλόβερ, σερίφης, θρίλερ, κλόουν, σίριαλ, χόμπι, χιούμορ)
τσιγγάνικες (πουρός, τζάσε, χάφτω)
ινδικές (βεράντα, ζούγκλα, μπάνγκαλοου, πυτζάμα) ,
λέξεις φυλών από τα πέρατα του κόσμου (τατουάζ, ταμπού, τοτέμ, κανό, καγιάκ, μπούμερανγκ) και πολλές άλλες.
Μετά λοιπόν από αυτά, μπορείς να απαντήσεις μόνος σου στο ερώτημα αν είσαι και εσύ πολυ-πολιτισμικός ή όχι.
Στην περίπτωση που θα παραδεχτείς, ότι, ναι, είσαι και συ πολυπολιτισμικός, ουσιαστικά, παραδέχεσαι ότι είσαι άνθρωπος. Γιατί εμείς , τα μέλη του είδους homo sapiens sapiens, που ανήκουμε στους Μεγάλους Πίθηκους, είμαστε το κατεξοχήν έλλογο πρωτεύον, που παράγει πολιτισμό και μάλιστα, ένα πολιτισμό, που δεν μένει ποτέ στα όρια των ομάδων, που κατά καιρούς συγκροτούμε, αλλά διαχέεται σε όλον τον πλανήτη. Γιατί τελικά, η συλλογική μάθηση, δηλαδή η ικανότητα μέσω της γλώσσας να μαθαίνουμε πράγματα από άλλους λαούς και άλλες εποχές, είναι το μόνο πράγμα που μας ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα ζώα.
Μπορεί, πάλι, να νοιώθεις, ότι αυτά τα δάνεια σε μειώνουν προσωπικά, επειδή η ύπαρξή τους αμφισβητεί την ανωτερότητα του Ελληνικού Πολιτισμού, άρα και τη δική σου ανωτερότητα. Σ’ αυτή την περίπτωση, σημαίνει ότι έχεις πέσει θύμα της ακροδεξιάς προπαγάνδας, που είναι στη βάση της μια ιδεολογία κόμπλεξ, μίσους και έλλειψης κάθε πραγματικής καλλιέργειας. Μιας ιδεολογίας που προέρχεται από άξεστους ανθρώπους, αγράμματους, ανιστόρητους, ανελλήνιστους και ανέραστους, που μπερδεύουν τη μοναδικότητα του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού (και κάθε πολιτισμού) με το νεοναζιστικό μηδενισμό. Ψεύτες, που, σαν το ίνδαλμά τους, τον Χίτλερ, εξυψώνουν δήθεν τη κλασσική Ελλάδα, αλλά περιφρονούν το μεγαλύτερο επίτευγμά της, την Άμεση Δημοκρατία. Ανθρωπάκια, που κάτω από την περιφρόνηση που δείχνουν απέναντι σε όλους τους ξένους, κρύβουν την παντελή άγνοια της δικής μας κουλτούρας, της κλασικής και κυρίως της Νεοελληνικής, λόγιας και λαϊκής, που είναι μια κουλτούρα φιλοσοφημένη, ανθρώπινη, ερωτική, αντιστασιακή και εξεγερσιακή, για την οποία εμείς είμαστε περήφανοι. Όσοι σήμερα καταγγέλλουν τον «πολυπολιτισμό» και ψάχνουν μια Ελληνική «καθαρότητα», είναι φασίστες, που αν είχαν εκείνοι την απόλυτη εξουσία, τους δημιουργούς του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού θα τους είχαν κλείσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως η χούντα του Παπαδόπουλου και η ψευτο-εθνικοφροσύνη τα χρόνια της Μακρονήσου. Και τότε, η Ελλάδα που θα είχαμε, θα μπορούσε να περιγραφεί μόνο με το σύνθημα: Ελλάς ίσον τέφρα.
Όσο για τον πολιτισμό της Κλασσικής Ελλάδας, δεν ανήκει στους αστοιχείωτους νεοναζί «εθνικιστές», αλλά ούτε και αποκλειστικά σε μας, στους υπόλοιπους Έλληνες. Ανήκει στην ανθρωπότητα, της οποίας είναι βασικό θεμέλιο, αλλά όχι το μοναδικό, και κυρίως, ανήκει σε όλους τους ανθρώπους, Έλληνες και ξένους, σε όσους τον γνώρισαν, τον αγάπησαν και τον εξέλιξαν.
ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΟΜΑΔΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Πηγη:athens.indymedia.org
Δική μου αναδημοσίευση από Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών.
Review: Ψωμί, παιδεία, ελευθερία
Ψωμί, παιδεία, ελευθερία by Petros Markaris
My rating: 3 of 5 stars
Γενικά δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα τα αστυνομικά. Αυτό όμως μου άρεσε γιατί διαδραματίζεται σε μια Ελλάδα μιας εναλλακτικής (ή απλά μελλοντικής) πραγματικότητας στην οποία η δραχμή ξανάρθε, οι πληρωμές στάθηκαν, και η ζωή συνεχίστηκε. Το βιβλίο πιάνει αρκετά σφαιρικά θα έλεγα την κατάσταση της χώρας σήμερα: κατα πόσο φταίει η μεταπολίτευση για την κρίση, κατα πόσο τα φάγαμε εμείς, τι έκανε ακριβώς η γενιά του Πολυτεχνείου και με τον τρόπο του δείχνει ότι η ρήση «πενία τέχνας κατεργάζεται» δεν είναι καθόλου τυχαία· σε αυτό ελπίζουμε εμείς που τώρα καλούμαστε να καθαρίσουμε τα σκατά και να αερίσουμε το σπίτι.
Πρωταγωνιστής του βιβλίου ο αστυνόμος Χαρίτος, ο οποίος ακούω ότι έχει εμφανιστεί και σε άλλα βιβλία του Μάρκαρη. Με έκανε να συμπαθήσω τους μπάτσους λίγο περισσότερο, και με αυτό εννοώ πως από εκεί που νόμιζα πως όλοι είναι φασίστες, μετά το βιβλίο πιστεύω πως απλά οι περισσότεροι είναι φασίστες, χωρίς αυτό να αποκλείει και τους μερικούς συμπαθητικούς που είναι λιγότερο γουρούνια/δολοφόνοι και περισσότερο δημόσιοι υπάλληλοι, φταίχτες όχι σε λιγότερα αλλά ούτε και περισσότερα απ’ότι όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες που έζησαν την τελευταία 40ετία. Ο Χαρίτος είναι ο αντιπρόσωπος αυτής της μερίδας του πληθυσμού και δυστυχώς είναι και ο μόνος χαρακτήρας στο βιβλίο ο οποίος είναι συμπαθητικός ή έστω τα χαρακτηριστικά του και ρόλος του στο βιβλίο ήταν κάτι περισσότερο από μια μουτζούρα.
Οι υπόλοιποι χαρακτήρες ήταν αδιάφοροι και τα πολλά επίθετα των συνάδερφων μπάτσων του Χαρίτου με μπέρδευαν. Θα μπορούσε άραγε να υπάρχει μια ειρωνεία σε αυτό; Είπαμε, δεν είμαι φίλος τους είδους οπότε ίσως να μην έχω συνηθίσει απλά σε ένα καστ αποτελούμενο από επίθετα που τελειώνουν σε -ίδης, -άκης και -ετζής.
Γενικά ωραίο βιβλίο το οποίο μου άρεσε σίγουρα περισσότερο για το στοιχείο της εναλλακτικής πραγματικότητας του που είναι τόσο κοντά σε όλα όσα ξέρει καλά όποιος ζει στην Ελλάδα του 2013.
Γιατί να τον πάρω φωτογραφία; Και γιατί στον άλλον έδωσα ψιλά, που δεν το κάνω ποτε;
Πριν μερικές μέρες περπάταγα στους δρόμους του κέντρου. Ήταν οι πρώτες μέρες της απεργίας του μετρό. Από όλους τους ικέτες, άστεγους και άλλους λιγότερο τυχερούς από εμάς που προσπαθούμε να τους αγνοούμε και να τους αποφεύγουμε, έπεσε το μάτι μου σε έναν συγκεκριμένο, ενώ περπάταγα την Πανεπιστημίου. Καθιστός και χουχουλωμένος στις κουβέρτες του, διάβαζε ένα τεύχος Μίκυ Μάους. Κοντοστάθηκα.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν: αυτή θα ήταν ωραία φωτογραφία. Η σκέψη ήρθε πριν από τα συναισθήματα που θα με έκαναν να θέλω να την φωτογραφίσω, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Ήταν όντως μια συγκινητική στιγμή. Η παιδική, αθώα ματιά στον κόσμο συναντούσε την απόλυτη σκληράδα, τη ζωή που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει το αντίθετο της αθωότητας. Ήταν σαν τη σκηνή από το Samsara – άλλη φορά θα γράψω για την υπερτατότητα αυτής της ταινίας και του Baraka, το οποίο πρίζω τους πάντες να δουν αλλά κλασικά έχουν τη δική τους λίστα στην οποία δύσκολα χωράνε προτάσεις, όπως έχουμε όλοι μας. Σε αυτή τη σκηνή ένας τύπος, μπρατσαράς, γεμάτος τατουάζ, έχει αγκαλιά ένα μωρό. Μια στιγμή, το βρήκα. Ο άστεγος και ο τατουαρισμένος πατέρας παίζουν με τις προσδοκίες μας: τι σημαίνει να είσαι άστεγος; Φανταζόμαστε, εμείς οι ένστεγοι, ότι οι άστεγοι πρέπει να μην έχουν ενδιαφέροντα και σκέψεις, αφού όλη μέρα πίνουν ή κοιμούνται ή ικετεύουν. Ή διαβάζουν παιδικά κόμικς. Ή ρεμβάζουν. Βλέποντας έναν τατουαρισμένο συμμορίτη ποτέ δεν θα περιμέναμε ότι θα μπορούσε να κρύβει μέσα του κάτι σαν… τρυφερότητα. Και αυτό μας είναι που μας κάνει εντύπωση στη σκηνή. Τα πράγματα που μας μένουν είναι αυτά που σπάνε τις προσδοκίες, και καθώς οι προσδοκίες και η κοσμοθεωρίες σπάνε, αφήνουν φως να μπει από αυτό το καλοχτισμένο αλλά καθόλου μελετημένο τοίχο που έχουμε χτίσει γύρω μας ώστε να βλέπουμε τη ζωή μόνο όπως θα περιμέναμε ήδη να τη δούμε. Το φως αυτό λέγεται νέες εμπειρίες αλλά το τείχος που το εμποδίζει δεν αργεί να ξαναχτιστεί, αν είμαστε τυχεροί τουλάχιστον θα είναι με καινούργια, φωτεινά τούβλα.
Δεν τα γράφω όλα αυτά για να κάνω ανάλυση του γιατί μου έκανε εντύπωση η συγκεκριμένη σκηνή, έστω κι αν μόλις το έπραξα. Τα γράφω γιατί το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, η πρώτη σκέψη, ήταν ότι η σκηνή θα ήταν μια ωραία φωτογραφία, και φυσικά όλα τα παραπάνω θα μπορούσε να τα πει μια φωτογραφία χωρίς να χρησιμοποιεί λέξεις – κατα πάσα πιθανότητα πολύ πιο εύγλωτα. Ποιος καλύτερος τρόπος από το να απεικονίσεις αυτήν την αντίθεση, αυτό το «τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και μόλις σας ανέτρεψα -έστω και λίγο- τα αρχέτυπα και τις εικόνες που χρησιμοποιούσατε για να βγάλετε νόημα από αυτόν τον κόσμο»;
Όντως, αν ήθελα να το κάνω αυτό θα ήταν ένας πολύ καλός και πετυχημένος τρόπος να το κάνω. Να βγάλω τη φωτογραφία. Όποτε σωστά το σκέφτηκα όπως κάθε καλλιτεχνική φύση.
Η δεύτερη σκέψη όμως που έκανα, η οποία ήρθε αμέσως μετά την πρώτη, πήγε τα πράγματα σε ένα τελείως άλλο επίπεδο: «γιατί; Γιατί θέλω να τραβήξω συγκεκριμένα τη δυστυχία/ευτυχία/καθημερινότητα ενός ανθρώπου; Ακόμα κι αν λέγαμε ότι κάνω τέχνη, μήπως το ότι είναι άστεγος είναι ένα στοιχείο το οποίο θα χρησιμοποιούσα για να συνεισφέρω στην αίγλη της φωτογραφίας αλλά και στο image μου (pardon the pun) ως αυτού που κοίταξε μέσα από τον φακό και πάτησε το κλείστρο; Έτσι θα έδειχνα ότι συγκινούμαι ή/και νοιάζομαι για τους χτυπημένους από την ανισορροπία του κόσμου. Ας μην ξεχνάμε, τραβώντας τους φωτογραφίες είναι πολύ in και σου προσδίδει μια κοινωνική ευαισθησία γιατί έτσι δείχνεις ότι προσέχεις τους άστεγους και δεν τους προσπερνάς αδιάφορος σαν όλους τους άλλους. Ποια σχέση όμως με αυτόν τον άνθρωπο θα προκύψει, τον οποίο ουσιαστικά θα χρησιμοποιήσω για να τραβήξω ένα ωραίο και ενδιαφέρον θέμα – ας μην το κρύβουμε, για να πουλήσω συγκίνηση και μια “χαμένη ομορφιά στη μαγεία της στιγμής”;»
Δεν τον τράβηξα φωτογραφία. Ένιωθα πως θα τον προσέβαλα. Θα ένιωθε (έκ)θεμα. Θα ένιωθε πως το ενδιαφέρον μου για αυτόν θα άρχιζε και θα τελείωνε ακριβώς στο τί θα μπορούσα να κερδίσω εγώ από αυτόν ως «απαθανατιστής της στιγμής». Αυτό που με προβλημάτισε είναι ότι θα είχε δίκιο.
Η ηθική υπόσταση του να αφαιρείς τους ανθρώπους από το χρόνο και τον χώρο, να τους εξαπλουστεύεις και να τους δίνεις τη δική σου νοηματοδότηση και παράλληλα το ερώτημα αν δημιουργείται ακόμα και αν χρειάζεται να υπάρχει μια ανθρώπινη σχέση κατανόησης και σεβασμού ανάμεσα στο θέμα και στον φωτογράφο έχει απασχολήσει φωτογράφους πολύ πιο εμπνευσμένους από εμένα. Είναι βρίσκω ένα σωστό ηθικό δίλημα: πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους που θα βρεθούν στη φωτογραφία μας σαν κάποιον με αισθήματα ή θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι και ρομπότ, υποθετικά μιλώντας χωρίς αισθήματα ή απόψη σχετικά με το αν θέλουν να φωτογραφηθούν ή όχι;
Έφυγα χωρίς να πάρω φωτογραφία άλλα έγραψα αυτό το κείμενο. Πόσο διαφορετικό είναι κατα βάθος;
—
Σήμερα περπάταγα με την Ινές (^Ω^) στην Ερμού και πετύχαμε αυτόν τον τύπο.
Δεν δίνω γενικά λεφτά σε μουσικούς του δρόμου, άστεγους ή πρεζάκια. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί με ενοχλούνε με τη συχνά πλαστή μιζέρια τους. Μια βολική απάντηση είναι ότι έχω αναπτύξει άμυνες ώστε να μην τους «λυπάμαι υπερβολικά» και να τους δίνω κάτι πάντα, όπως ίσως θα έκανα αν έμενα και μετά την ενηλικίωση με την ατέλειωτη συμπόνοια που έχει ένα παιδί, αν ο κόσμος δεν με είχε κάνει πιο κυνικό και φοβισμένο τις περισσότερες φορές να νοιαστώ. Μπορεί να είναι μια ειλικρινής απάντηση αλλά δεν αλλάζει το γεγονός ότι τους αποφεύγω και κοροϊδεύω τον τον εαυτό μου λέγοντας του ότι είναι παράπλευρα θύματα μιας ανεξέλεγχτης για αυτούς κατάστασης, σαν τη θαλάσσια πανίδα γύρω από τα νησιά Μπικίνι τη δεκαετία του ’50, και ότι δεν θα πρέπει να τους αφήνω να με επηρεάζουν αρνητικά. Αν κάνουμε ότι δεν υπάρχουν, ίσως να καταφέρουμε μέχρι το τέλος της ημέρας να μην έχουμε φύγει από την κοσμάρα μας.
Σε αυτόν τον τύπο τελικά έδωσα 50 λεπτά, ξεκινώντας να σκέφτομαι τι ήταν αυτό που τελικά με έκανε να ανοίξω το πορτοφόλι σε εκείνη την περίπτωση. Μάλλον με κέρδισε επειδή με έκανε να νιώσω άνετα με την ιδέα ότι αυτό που πραγματικά ψάχνω είναι την επιβεβαίωση ότι ο κόσμος εκεί έξω είναι πραγματικά καλός, αισιόδοξος, αρκει να ψάχνεις την ομορφία σε κάθε μέρα, και όλα τα υπόλοιπα, κάτι που οι νορμάλ άστεγοι/μουσικοί του δρόμου απλά μου το καταπνίγουν. Ο άστεγος με τα Μίκυ Μάους μου άγγιξε την ίδια ευαίσθητη χορδή.
Ποια έιναι όμως η πραγματικότητα: αυτό που ο καθένας μας διαλέγει ως έκφραση της δικής του τέχνης ή όλες οι κοινοτοπίες από τις οποίες τρέχει μακριά; Μάλλον η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι από αυτές που κρίνουν την γενικότερη στάση σου προς την ζωή, όπως το αν προτιμάς τους σκύλους ή τις γάτες, ή αν πιστεύεις ότι τα μακροχρόνια σχέδια έχουν νόημα. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν καμιά απάντηση δεν σου κάνει, κυρίως στις ερωτήσεις που θέτεις εσύ στον εαυτό σου. Και αυτό το λέω για καλό.
Review: Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;
Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία; by Αντώνης Λιάκος
My rating: 3 of 5 stars
Επιτέλους! Το τέλειωσα! Είναι από τις φορές που ένα βιβλίο το διαβάζεις τόσον καιρό που μέχρι να το τελειώσεις το έχεις ξεχάσει όλο και δεν καταλαβαίνεις καν ποιο ήταν το κεντρικό του επιχείρημα. Ευτυχώς φράσεις και σημεία του με τα οποία συμφωνούσα τα υπογράμμισα, αλλιώς ίσως να μη μου μείνει τίποτα από αυτό, άλλο ένα βιβλίο που θα είχε περάσει σαν μια καταπληκτική ιδέα η οποία σε έχει ενθουσιάσει και θα άλλάξει τον κόσμο αλλά μέχρι το επόμενο πρωί έχεις ξεχάσει.
Αυτά τα υπογραμμισμένα και το κεφάλαιο που έγραφε για τα μουσεία και πώς τα αντικείμενα γίνονται από χρηστικά σε έργα τέχνης/προθέματα μουσείων, λαμβάνοντας ως αφετηρία την επίσκεψη του συγγραφέα στην έκθεση «The Glory of Byzantium», ήταν τα πιο ενδιαφέροντα:
…παραξενεύτηκα που είδα μερικούς ηλικιωμένους επισκέπτες και επισκέπτριες , να σταυροκοπιούνται μπρος στις εικόνες. Ενδεχομένως για να προλάβουν και άλλες, παρόμοιες εκδηλώσεις λατρείας, οι οργανωτές της έκθεσης «Μυστήριο Μέγα και Παράδοξον» σοτ Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας το 2001, είχαν επιβάλει, αντί βιτρίνας, μεγάλη απόσταση ανάμεσα στον θεατή και στο έκθεμα ώστε να μην μπορεί να το ασπαστεί ή να το αγγίξει.
Το όλο κεφάλαιο βρώμαγε Καταπότη από χιλιόμετρα, κι αυτό το λέω όσο πιο affectionately μπορώ — δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το βιβλίο το έχω από το πανεπιστήμιο και ότι εκείνη μας το ανέθεσε για το μάθημα Ψηφιακός Πολιτισμός και Πολιτιστικές Βιομηχανίες.
Η αντίστοιχη εμπειρία της δικής μας γενιάς με αυτό που έζησαν οι επισκέπτες της παραπάνω έκθεσης θα είναι σε μερικά χρόνια (ήδη υπάρχουν, δηλαδή) που θα έχουν βίντεο από παλιά ηλεκτρονικά παιχνίδια στα μουσεία, σαν κομμάτι της μόνιμης έκθεσης στην Ιστορία της Ηλεκτρονικής Ψυχαγωγίας, αλλά δεν θα υπάρχει δυνατότητα στον επισκέπτη να τα παίξει. Θα εκτίθονται ως τέχνη ή κομμάτια της ιστορίας του κλάδου, αλλά η αναπαράσταση δεν θα έχει σχέση με την εμπειρία, τη μνήμη των επισκεπτών που τα έκαναν σημαντικά. Εκτός βέβαια αν η μουσειολογία και η πολιτιστική αναπαράσταση συνεχίσουν να κάνουν την έκπληξη, όπως κάνουν από τη στροφή του αιώνα, και δούμε έναν επαναπροσδιορισμό σε όλα αυτά.
Θα έδινα στο βιβλίο 2 αστεράκια μόνο και μόνο επειδή μου πήρε 8 μήνες να το τελειώσω. Επειδή όμως αυτά τα σημεία που υπογράμμισα είναι καλά και δίνουν μια ωραία γεύση του τι σημαίνει ιστορία και ποιες είναι οι προκλήσεις που προβάλλει σήμερα («Να ρωτάμε ή να αφουγκραζόμαστε τις πηγές;»), θα του δώσω 3 αντί για 2 αστεράκια.
Από τον επίλογο:
Εν κατακλείδι και με λίγα λόγια: Στις κοινωνίες της νεωτερικότητας (και της μετανεωτερικότητας) η σχέση της ιστορίας με την κοινωνία λειτουργέι όπως ο διάλογος που έχει ο καθένας ή η καθεμία μας με τη συνείδησή του/της. Φέρνει, δηλαδή, τις κοινωνίες αντιμέτωπες με τον εαυτός τους. Και όπως, συνήθως, συμβαίνει με τη συνείδηση μας, συμβαίνει και με την ιστορία: μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε.
Πλατεία Καρύλλου (Βασ. Κων/νου) Time-Lapse
Αφήνοντας την κάμερα να τραβάει στο μπαλκόνι για δυο ώρες — περίμενα περισσότερο χιόνι, δεν θα πω ψέμματα.
Goban (碁盤) & Nyan Cat
Ντροπαλός Τύπος από Χάντρες
Έχω καινούργια βιντεοκάμερα (με ανάγκασαν — το ορκίζομαι!)
Είχα εγκαταλείψει το άθλημα του video recording και editing για πάνω από 5 χρόνια.
I’m back.
Linton Samuel Dawson
Απλά.