Review: Το κεφάλαιο: διασκευή σε μάνγκα

Το κεφάλαιο: διασκευή σε μάνγκαΤο κεφάλαιο: διασκευή σε μάνγκα by Karl Marx
My rating: 3 of 5 stars

Μου αρέσουν γενικά οι οπτικοποιημένες διασκευές, όπως για παράδειγμα τα έργα του Αριστοφάνη ή η ιστορία του κόσμου ή της μουσικής σε κόμικ. Το Κεφάλαιο του Μαρξ δεν αποτελέσε εξαίρεση και το ήταν μάλιστα μάνγκα -όχι ό,τι κι ό,τι κόμικ- ήταν επίσης ευπρόσδεκτο.

Οι χαρακτήρες απλοί και συμβολικοί για να περάσουν το μήνυμα ευκολότερα, οι παραλληλισμοί με το σήμερα και ο διαχρονικός παραλογισμός του καπιταλισμού προφανείς. Όλα και τίποτα δεν έχουν αλλάξει από τον 19ο αιώνα — σχεδόν το βιβλίο με έκανε, για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου, να συμμεριστώ τους κνίτες και την εμμονή τους με τον Γερμανό μουσάτο τύπο του τότε, από τους πολλούς δηλαδή. Ευτυχώς συνήλθα γρήγορα.

Το μοναδικό πρόβλημα (ίσως κι επειδή είμαι χαζός σε αυτά τα θέματα) είναι πως όταν άρχιζε να εξηγεί από τι προκύπτει η υπεραξία και γιατί η τεχνολογική εξέλιξη η οποία αντικαθιστά τους εργάτες αναπόφευκτα οδηγεί σε κρίση γιατί το κέρδος μειώνεται, απλά δεν καταλάβαινα. Και συνεχίζω να μην καταλαβαίνω. Το ποσοστό κέρδους μπορεί να μειώνεται γιατί υπάρχει μεγαλύτερο αρχικό κεφάλαιο για την αγορά μηχανημάτων/εξοπλισμού, όμως δεν προβλέπεται η απόσβεση; Αγοράζοντας τα μηχανήματα δεν αγοράζεις, κατα κάποιον τρόπο, το εργατικό τους δυναμικό; Γιατί αράγε η αντικατάσταση εργατών με μηχανήματα είναι ζημιογόνα, ή μάλλον, αντι-κερδοσκοπική για τον καπιταλιστή σε βάθος χρόνου; Αυτές τις λεπτομέρειες δεν τις πιάνω και το μάνγκα δεν με βοήθησε και πολύ. Ίσως, όπως και το πραγματικό κείμενο, να χρειάζεται επιπλέον μελέτη και όχι απλά μια γρήγορη ανάγνωση γιατί νομίζες ότι επειδή διαβάζεις διασκευή σε μάνγκα θα έπρεπε να τα πιάνεις ευκολότερα. Σε αυτή την περίπτωση, ίσως το ότι είναι μάνγκα να μην βοηθάει τα πράγματα. Χμ.

View all my reviews

Review: Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά

Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλάΟ άνθρωπος που έτρωγε πολλά by Auguste Corteau

My rating: 3 of 5 stars

Αστείο και γεμάτο με έξυπνες γλωσσικές δημιουργίες. Γέλασα πολύ με τις ερωτικές ιστορίες, το καλοκάιρι στην Κοπεγχάγη (διαφωνώ μπουτουγού ότι οι Δανές είναι τόσο καλλονές), τους τραγικούς θερινούς κινηματογραφούς, την ιστορία μεταμόρφωσης από Jabba the Hutt σε Πεταλουδόσαυρο, τη κρασοεξιστόρηση και τη βαθιά συνειδητοποίηση που του προκάλεσε το πρώτο τελειωμένο χαρτί τουαλέτας· μου θύμισε τα πρώτα μου χρόνια στη Μυτιλήνη. Πάντως, αν και διασκεδαστικό, μερικές φορές τα αστεία ήταν τόσο πυκνογραμμένα και απανωτά (θα έλεγα και επιτηδευμένα) που δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει ο Αύγουστος. Αλλά γράφει καλά οπότε σίγουρα δεν θα έλεγα όχι σε άλλες δημιουργίες του.

Τηανκς Δάφνη για το δάνεισμα. <3

View all my reviews

Review: Ψωμί, παιδεία, ελευθερία

Ψωμί, παιδεία, ελευθερία (Η Τριλογία της Κρίσεως, #3 )Ψωμί, παιδεία, ελευθερία by Petros Markaris

My rating: 3 of 5 stars

Γενικά δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα τα αστυνομικά. Αυτό όμως μου άρεσε γιατί διαδραματίζεται σε μια Ελλάδα μιας εναλλακτικής (ή απλά μελλοντικής) πραγματικότητας στην οποία η δραχμή ξανάρθε, οι πληρωμές στάθηκαν, και η ζωή συνεχίστηκε. Το βιβλίο πιάνει αρκετά σφαιρικά θα έλεγα την κατάσταση της χώρας σήμερα: κατα πόσο φταίει η μεταπολίτευση για την κρίση, κατα πόσο τα φάγαμε εμείς, τι έκανε ακριβώς η γενιά του Πολυτεχνείου και με τον τρόπο του δείχνει ότι η ρήση «πενία τέχνας κατεργάζεται» δεν είναι καθόλου τυχαία· σε αυτό ελπίζουμε εμείς που τώρα καλούμαστε να καθαρίσουμε τα σκατά και να αερίσουμε το σπίτι.

Πρωταγωνιστής του βιβλίου ο αστυνόμος Χαρίτος, ο οποίος ακούω ότι έχει εμφανιστεί και σε άλλα βιβλία του Μάρκαρη. Με έκανε να συμπαθήσω τους μπάτσους λίγο περισσότερο, και με αυτό εννοώ πως από εκεί που νόμιζα πως όλοι είναι φασίστες, μετά το βιβλίο πιστεύω πως απλά οι περισσότεροι είναι φασίστες, χωρίς αυτό να αποκλείει και τους μερικούς συμπαθητικούς που είναι λιγότερο γουρούνια/δολοφόνοι και περισσότερο δημόσιοι υπάλληλοι, φταίχτες όχι σε λιγότερα αλλά ούτε και περισσότερα απ’ότι όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες που έζησαν την τελευταία 40ετία. Ο Χαρίτος είναι ο αντιπρόσωπος αυτής της μερίδας του πληθυσμού και δυστυχώς είναι και ο μόνος χαρακτήρας στο βιβλίο ο οποίος είναι συμπαθητικός ή έστω τα χαρακτηριστικά του και ρόλος του στο βιβλίο ήταν κάτι περισσότερο από μια μουτζούρα.

Οι υπόλοιποι χαρακτήρες ήταν αδιάφοροι και τα πολλά επίθετα των συνάδερφων μπάτσων του Χαρίτου με μπέρδευαν. Θα μπορούσε άραγε να υπάρχει μια ειρωνεία σε αυτό; Είπαμε, δεν είμαι φίλος τους είδους οπότε ίσως να μην έχω συνηθίσει απλά σε ένα καστ αποτελούμενο από επίθετα που τελειώνουν σε -ίδης, -άκης και -ετζής.

Γενικά ωραίο βιβλίο το οποίο μου άρεσε σίγουρα περισσότερο για το στοιχείο της εναλλακτικής πραγματικότητας του που είναι τόσο κοντά σε όλα όσα ξέρει καλά όποιος ζει στην Ελλάδα του 2013.

View all my reviews

Review: Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;

Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία; Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία; by Αντώνης Λιάκος

My rating: 3 of 5 stars

Επιτέλους! Το τέλειωσα! Είναι από τις φορές που ένα βιβλίο το διαβάζεις τόσον καιρό που μέχρι να το τελειώσεις το έχεις ξεχάσει όλο και δεν καταλαβαίνεις καν ποιο ήταν το κεντρικό του επιχείρημα. Ευτυχώς φράσεις και σημεία του με τα οποία συμφωνούσα τα υπογράμμισα, αλλιώς ίσως να μη μου μείνει τίποτα από αυτό, άλλο ένα βιβλίο που θα είχε περάσει σαν μια καταπληκτική ιδέα η οποία σε έχει ενθουσιάσει και θα άλλάξει τον κόσμο αλλά μέχρι το επόμενο πρωί έχεις ξεχάσει.

Αυτά τα υπογραμμισμένα και το κεφάλαιο που έγραφε για τα μουσεία και πώς τα αντικείμενα γίνονται από χρηστικά σε έργα τέχνης/προθέματα μουσείων, λαμβάνοντας ως αφετηρία την επίσκεψη του συγγραφέα στην έκθεση «The Glory of Byzantium», ήταν τα πιο ενδιαφέροντα:

…παραξενεύτηκα που είδα μερικούς ηλικιωμένους επισκέπτες και επισκέπτριες , να σταυροκοπιούνται μπρος στις εικόνες. Ενδεχομένως για να προλάβουν και άλλες, παρόμοιες εκδηλώσεις λατρείας, οι οργανωτές της έκθεσης «Μυστήριο Μέγα και Παράδοξον» σοτ Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας το 2001, είχαν επιβάλει, αντί βιτρίνας, μεγάλη απόσταση ανάμεσα στον θεατή και στο έκθεμα ώστε να μην μπορεί να το ασπαστεί ή να το αγγίξει.

Το όλο κεφάλαιο βρώμαγε Καταπότη από χιλιόμετρα, κι αυτό το λέω όσο πιο affectionately μπορώ — δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το βιβλίο το έχω από το πανεπιστήμιο και ότι εκείνη μας το ανέθεσε για το μάθημα Ψηφιακός Πολιτισμός και Πολιτιστικές Βιομηχανίες.

Η αντίστοιχη εμπειρία της δικής μας γενιάς με αυτό που έζησαν οι επισκέπτες της παραπάνω έκθεσης θα είναι σε μερικά χρόνια (ήδη υπάρχουν, δηλαδή) που θα έχουν βίντεο από παλιά ηλεκτρονικά παιχνίδια στα μουσεία, σαν κομμάτι της μόνιμης έκθεσης στην Ιστορία της Ηλεκτρονικής Ψυχαγωγίας, αλλά δεν θα υπάρχει δυνατότητα στον επισκέπτη να τα παίξει. Θα εκτίθονται ως τέχνη ή κομμάτια της ιστορίας του κλάδου, αλλά η αναπαράσταση δεν θα έχει σχέση με την εμπειρία, τη μνήμη των επισκεπτών που τα έκαναν σημαντικά. Εκτός βέβαια αν η μουσειολογία και η πολιτιστική αναπαράσταση συνεχίσουν να κάνουν την έκπληξη, όπως κάνουν από τη στροφή του αιώνα, και δούμε έναν επαναπροσδιορισμό σε όλα αυτά.

Θα έδινα στο βιβλίο 2 αστεράκια μόνο και μόνο επειδή μου πήρε 8 μήνες να το τελειώσω. Επειδή όμως αυτά τα σημεία που υπογράμμισα είναι καλά και δίνουν μια ωραία γεύση του τι σημαίνει ιστορία και ποιες είναι οι προκλήσεις που προβάλλει σήμερα («Να ρωτάμε ή να αφουγκραζόμαστε τις πηγές;»), θα του δώσω 3 αντί για 2 αστεράκια.

Από τον επίλογο:

Εν κατακλείδι και με λίγα λόγια: Στις κοινωνίες της νεωτερικότητας (και της μετανεωτερικότητας) η σχέση της ιστορίας με την κοινωνία λειτουργέι όπως ο διάλογος που έχει ο καθένας ή η καθεμία μας με τη συνείδησή του/της. Φέρνει, δηλαδή, τις κοινωνίες αντιμέτωπες με τον εαυτός τους. Και όπως, συνήθως, συμβαίνει με τη συνείδηση μας, συμβαίνει και με την ιστορία: μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε.

View all my reviews

Review: Το Τάο είναι σιωπηλό

To Τάο είναι σιωπηλόTo Τάο είναι σιωπηλό by Raymond M. Smullyan

My rating: 5 of 5 stars

Πολλές φορές δεν είναι ένα βιβλίο αυτό καθ’αυτό, το τι γράφει δηλαδή, που σου μένει στο μυάλο, που το κάνει ιδιαίτερο για σένα. Το πώς έμαθες για την ύπαρξη του, με ποια άτομα το έχεις συνδέσει, ο τρόπος γραφής αντι του περιεχομένου, ακόμα και το αν συμπάθησες ή ακόμα και θαύμασες τον συγγραφέα, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην εντύπωση που θα σχηματίσεις για αυτό. Μπορεί ακόμα και να κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στο αν θα σου μείνει κατα κάποιον τρόπο, αν θα κουλουριαστεί σε κάποια φρέσκια νευρική σύναψη, ή αν θα το ξεχάσεις για πάντα λες και δεν το διάβασες ποτέ.

Έτσι και «Το Τάο είναι σιωπηλό». Το βρήκα στο αγαπημένο μου πλέον παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι, το μόνο που έχω βρει μέχρι σήμερα που να έχει βιβλία που να με ενδιαφέρουν – είναι αυτό στα αριστερά του James Joyce καθώς βγαίνεις. Λοιπόν, χαζεύοντας τα σκονισμένα ράφια γεμάτα με ως επι το πλείστον αδιάφορους τόμους, έπεσε το μάτι μου στο «Τάο». Είχα ήδη αγοράσει άλλα τρία βιβλία εκείνη τη μέρα οπότε το σκεφτόμουν για τα €4. Ξεφυλλίζοντας το, αυτό που μου τράβηξε στ’αλήθεια την προσοχή ήταν τα κεφάλαια για τους σκύλους και τη κηπουρική. Αυτά τα δύο είναι εξαιρετκά παραδείγματα για το να καταλάβει κανείς περι τείνος πρόκειται το Τάο και το Ζεν (τα οποία είναι μέχρι ενός σημείου εναλλάξιμοι όροι, αν κανείς αφαιρέσει το βουδιστικό στοιχείο του Ζεν), να νιώσει τι ουσιαστικά πρεσβεύουν αυτές οι συχνά παρεξηγημένες και μυστήριες φιλοσοφίες.

Το βιβλίο ήταν απολαυστικό. Υπογράμμιζα σελίδα παρα σελίδα με ρητά τα οποία γέμιζαν την κοιλιά μου με ζεστασιά και τέντωναν το χαμόγελο μου ώστε το χείλια μου να τείνουν να αγγίξουν τα τύμπανα μου. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Ας υποθέσουμε ότι με στριμώχνατε στο γραφείο μου και από απόσταση βολής μου λέγατε: “Σμάλλγιαν! Σταμάτα να αοριστολογείς! Πιστεύεις ή όχι ότι το Τάο υπάρχει;” Τι θα απαντούσα; Αυτό θα εξαρτιόταν απ’το κατα πόσο θα ήμουν σε μια περισσότερο Δυτική διάθεση (και υποταγμένος στην δυαδικότητα, ύπαρξης εναντίον μη ύπαρξης), τότε θα απαντούσα, “Ναι, το Τάο υπάρχει”. Αλλά αν υποθέσουμε ότι ήμουν σε μια πιο ανατολική διάθεση; Ε, λοιπόν, αν ρωτούσατε κάποιον Ζεν δάσκαλο κατα πόσο το Τάο υπάρχει, πιθανότατα θα σας έδινε ένα δυνατό χτύπημα με το ραβδί του. Εγώ, τώρα, που είμαι κάπως πιο πράος, κατα πάσα πιθανότητα απλά θα σας χαμογελούσα ίσως με έναν συγκαταβατικό τρόπο και θα σας πρόσφερα ένα φλυτζάνι τσάι.

Το να αποδώσεις σκοπό στο Τάο είναι κάπως μη Ταοϊστικό. Η εσωτερική αρχή του Τάο είναι μάλλον ο αυθορμητισμός παρα ο σκοπός. Αντίθετα από τον Ιουδαίο-Χριστιανικό Θεό, το Τάο δε δημιουργεί ούτε φτιάχνει πράγματα· μάλλον αναπτύσσεται ή εξατομικεύεται μέσα σε αυτά. Θα μπορούσαμε να πούμε, στο πνεύμα του Λαοτσέ:

Το Τάο δεν έχει σκοπό,
Και για αυτό το λόγο πληρεί
Κάθε σκοπό του αξιοθαύμαστα.

[…]

Έχω επίσης πει ότι το βρίσκω υπερβολικά εχθρικό και καταστρεπτικό να ρωτά κάποιος κάποιον, ποιος είναι ο σκοπός του. Συγκεκριμένα σκέφτομαι την περίπτωση ενός αποτυχημένου μουσικού που είπε κάποτε σε έναν φιλόδοξο μουσικό, “Αληθινά, νομίζω ότι θα έπρεπε να αναρωτηθείς γιατί θέλεις να δίνεις συναυλίες”. Αυτό μου έκανε απαίσια εντύπωση! Για ποιο λόγο θα έπρεπε ο ανερχόμενος μουσικός να κάνει μια τόσο γελοία ερώτηση στον εαυτό του όσο αυτή; Δεν είναι αρκετό το ότι θέλει να δίνει συναυλίες; Ίσως θα έπρεπε κάποιος να πει στην Ιωάννα της Λωραίνης: “αληθινά πιστεύω, Ιωάννα, ότι θα έπρεπε να ρωτήσεις τον εαυτό σου, γιατί θέλεις να δώσεις όλες αυτές τις μάχες!”

Το Τάο ποτέ δεν διατάζει,
και για αυτό το λόγο,
εθελοντικά υπακούεται.

Αντίθετα, μπορούμε να σχολιάσουμε ότι, ο Ιουδαιο-Χριστιανικός Θεός διατάζει, και γι’αυτό τον λόγο μερικές φορές δεν υπακούεται.

Υπάρχει και ένας άλλος λόγος για τη παρανόηση πολλών Ζεν περιστατικών που είναι πράγματι δικό μας λάθος: Υποθέτουμε ότι όταν ο Ζεν Δάσκαλος μιλά, πάντα εννοεί κάτι μ’αυτό που λέει. Και για να χειροτερέψουμε κι άλλο τα πράγματα, υποθέτουμε ότι, εννοεί κάτι βαθυστόχαστο και σημαντικό (και επομένως μας διαφεύγει κάτι βαθυστόχαστο και σημαντικό!) Ώστε ο Ζεν Δάσκαλος πάντα εννοεί κάτι, ε; Πείτε μου, όταν χτυπάτε ένα γκονγκ, και το γκονγκ αντιδρά με έναν ήχο, εννοεί πάντα κάτι το γκονγκ με την αντίδραση του; Αυτή η αναλογία θα ηχήσει στους περισσότερους αναγνώστες απαίσια, αλλά ευτυχώς δεν θα κάνει απαραίτητα το γκονγκ, να ηχήσει έτσι!

[…]

Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο ταιριαστό επίλογο, γι’αυτό το κεφάλαιο, από το να αναφέρω την ακόλουθη αρκετά γνωστή ιστορία: Κάποιος ρώτησε έναν Ζεν Δάσκαλο, “Ποια, είναι η έσχατη φύση της πραγματικότητας;” Ο Δάσκαλος απάντηση: “Ρώτησε τον στύλο εκεί πέρα”. Ο άνθρωπος αντέδρασε: “Δάσκαλε δεν καταλαβαίνω!” Ο Δάσκαλος είπε, “Ούτε και γω”.

ZEN ΜΑΘΗΤΗΣ: Λοιπόν Δάσκαλε, είναι αθάνατη η ψυχή ή όχι; Επιζούμε του σωματικού μας θανάτου ή εκμηδενιζόμαστε; Μετενσαρκώνομαστε πράγματι; Χωρίζεται η ψυχή σε επι μέρους κομμάτια τα οποία ανακυκλώνονται, ή είσερχόμαστε στο σώμα ενός βιολογικού οργανισμού σαν μια μονάδα; Και διατηρούμε ή όχι τη μνήμη μας; Ή το δόγμα της μετενσάρκωσης είναι εσφαλμένο; Ειναι μήπως η Χριστιανική έννοια της επιβίωσης ορθότερη; Και αν ναι, ανασταινόμαστε σωματικά, ή μήπως η ψυχή εισέρχεται σε μια καθαρά πλατωνική σφαίρα ύπαρξης;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Το πρωινό σου κοντεύει να κρυώσει.

Ένα γέρικο πεύκο διδάσκει τη σοφία.
Ένα άγριο πουλί φωνάζει την αλήθεια.

Μετά από τον καταιγισμό σοφίας αρκετής για να χωρέσει σε πέντε ζωές και κάτι, πρέπει να παραδεχτώ πως καποια κομμάτια του βιβλίου ήταν λίγο βαρετά, ιδιαίτερα αυτά τα οποία είχαν και καλά διαλόγους μεταξύ δυτικών ορθολογιστών και ανατολικών μυστικιστών – διάλογοι οι οποίοι βέβαια θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι αυθεντικά εσωτερικοί, αφού ο Smullyan είναι σημαντικός θεωρητικός μαθηματικών και λογικής, με έμφαση στο παράδοξο και στην αυτοαναφορικότητα. Μάλιστα, επέκτεινε τα θεωρήματα μη-πληρότητας του Gödel — τι περίεργο που του αρέσει και ο υπέρτατα παράδοξος ταοϊσμός؟

Α, τώρα που το θυμήθηκα: χτες είδα μια πολύ ωραία ισπανική ταινία με θέμα τον δυσκολότερο γρίφο λογικής (ναι, ΚΑΙ αυτός είναι βασισμένος σε κάτι που σκαρφίστηκε ο μπαρμπα-Smullyan) και τις προσπάθειες τεσσάρων κορυφαίων μαθηματικών μυαλών κλεισμένων σε ένα δωμάτιο να τον λύσουν. Αν μυριστήκατε εσάνς θρίλερ, οσμιστήκατε σωστά. La habitación de Fermat, το όνομα της. Αν σας αρέσουν τα παιχνίδια λογικής νομίζω θα σας αρέσει και η ταινία.

Ας γυρίσουμε από άλλον έναν συνειρμικό εκτροχιασμό. Με όλα αυτά, δεν μπορούμε παρα να του το συγχωρέσουμε του κυρ Raymond ότι κάποια κομμάτια του βιβλίου είναι βαρετά· πιο πάνω γράφω ότι η γνώμη μας για ένα βιβλίο μπορεί να μπουσταριστεί από στοιχεία «άσχετα» με το περιεχόμενο. Λοιπόν, διαβάστε τι άλλο είναι ο Raymond M. Smullyan: πιανίστας (στα νεανικά του χρόνια ήταν καθηγητής μουσικής!), ταχυδακτυλουργός, συγγραφέας βιβλιών με αινίγματα λογικής και βέβαια φιλόσοφος του Τάο και του Ζεν. Το κορυφαίο; Ο τύπος είναι 93 χρονών, να τα εκατοστήσει ο άνθρωπος! Αυτό που λένε ότι το μυστικό της μακροζωίας είναι στην αποφυγή του στρες και στην εξάσκηση του μυαλού ίσως να είναι πιο σωστό απ’ότι νομίζουμε! Όχι τίποτα άλλο, ούτε Aλτσχάιμερ φαίνεται να έχει ούτε τίποτα!

Λοιπόν, θα το σκεφτόμουν να έδινα στο βιβλίο τέσσερα αστεράκια υπό κανονικές προϋποθέσεις. Με έκανε όμως να νιώσω τόσο όμορφα διαβάζοντας το και πρόσθεσε στο σύμπαν μου αυτόν τον πυλώνα έμπνευσης που είναι ο συγγραφέας του, που δεν μπορώ να πω όχι στα πέντε. Ίσως είναι και το ότι το βρήκα χωρίς να το ψάχνω, χωρίς να ξέρω τίποτα για αυτό, σε ένα σκονισμένο παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι, και ότι αυτή η κριτική θα είναι η δεύτερη αναφορά στην ύπαρξη αυτού του βιβλίου σε ολόκληρο τον ελληνικό ιστό, σύμφωνα πάντα με το Google. Τι να κάνω, έχω αδυναμία σε κάτι τέτοια.

ΥΓ: **Τα λάθος κόμματα στην παράθεση είναι του μεταφραστή και οι τόνοι δικοί μου — το βιβλίο δεν έχει ούτε έναν τόνο για δείγμα. Φαντάζομαι το 1990 κάποιοι ριζοσπαστικοί τυπογράφοι θα συνέχιζαν να αντιλαμβάνονται το ακόμα φρέσκο μονοτονικό σαν no-τονικό (το αστέιο αυτό μου πήρε περίπου 3 δευτερόλεπτα να το σκεφτώ· γελάστε τουλάχιστον για το μισό αυτού του χρόνου για να κάνουμε έστω μια υποτυπώδη εξισορρόπηση). Δεν ξέρω γιατί αλλά όλο το βιβλίο σαν γραφή ήταν κακής ποιότητας: μπόλικα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, ενώ η ίδια η μετάφραση είχε ψυχή μεν αλλά κάπου έχανε. Για κάποιον λόγο όμως αυτά τα στοιχεία με κάνουν να το γουστάρω περισσότερο, έχει κάτι από underground με μπόλικο μεράκι.**

View all my reviews

Review: H τέχνη του να γίνεσαι βαρετός με τις ταξιδιωτικές σου αφηγήσεις

H τέχνη του να γίνεσαι βαρετός με τις ταξιδιωτικές σου αφηγήσεις
H τέχνη του να γίνεσαι βαρετός με τις ταξιδιωτικές σου αφηγήσεις by Matthias Debureaux

My rating: 3 of 5 stars

Βρίσκεται στη βιβλιοθηκούλα του Υπερωκεάνιου, όπου το ρούφηξα μαζί με τον καφέ μου σήμερα. Είναι ενδιαφέρον το ότι αυτό το μικρό βιβλιαράκι των 50 σελίδων και της μίας ώρας το έχει γράψει ένας Γάλλος που δουλειά του είναι να γράφει για ταξιδιωτικά περιοδικά! Ποτέ δεν ξέρεις αν τις συμβουλές που σου δίνει στις δίνει επειδή τον ενοχλούν συνάδελφα βαρετά ταξιδιαρο-ποζέρια -δηλαδή είναι το απόσταγμα πολυετούς εμπειρίας και μεγάλης βαρεμάρας- ή απλά περιγράφει το τί ο ίδιος συνηθίζει να κάνει (εμπνέοντας χασμουρητά στους γύρω του από άλλη μια δόση εξωτικού λογυδρίου και αντίστοιχης υποχρεωτικής παρουσίασης πολυάριθμων και όχι και τόσο ενδιαφέροντων φωτογραφιών) και θέλει πολύ απλά να εξιλεωθεί, βγάζοντας τα από μέσα του και αναγάγοντας σε τέχνη το χαρακτηριστικό του που περισσότερο τον κάνει κάπως ανεπιθύμητο σε φιλικά πάρτι.

Το βιβλίο μου θύμισε, για άλλη μια φορά, κάτι που κάποτε είχα διαβάσει στο Matador: 6 ways to not be a holier-than-thou traveller. Βέβαια, την ανάγνωση αυτού του άρθρου το οποίο μόλις ανέσυρα από τα έγκατα της μάλλον πρόσφατης μνήμης μου θα την πρότεινα μόνο σε κάποιον που έχει σκοπό το ακριβώς αντίθετο από αυτό που πραγματεύεται το βιβλίο αυτό: να ΑΠΟΦΥΓΕΙ να κουράσει το ακροατήριο του με τις περιπέτειες που είναι ενδιαφέρουσες μόνο σε εκείνον. Χμ. Κάποιον αστείο παραλληλισμό ήθελα να κάνω αλλά μπερδεύτηκα μέσα στην ίδια μου την ειρωνεία. Ας είναι.

«Αν τυχόν έχετε ταξιδέψει, αποφεύγετεε να το αναφέρετε κάθε τρεις και λίγο· οποιοσδήποτε με χρήματα και ελεύθερο χρόνο έχει τη δυνατότητα να ταξιδέψει», έλεγε κάποιο βικτωριανό περιοδικό για ευγενείς κυρίους και παραθέτει με τη σειρά του το βιβλίο. Ας θυμόμαστε όλοι τα σοφά αυτά λόγια την επόμενη φορά που θέλουμε να μοιραστούμε τις φωτογραφίες μας από το Λονδίνο, το Παρίσι ή την Νέα Υόρκη, τις οποίες παρουσιάζουμε λες και δεν απεικονιζόμαστε σε μέρη τα οποία επισκέπτονται εκατομμύρια άνθρωποι τον χρόνο, ή το πόσο ΓΑΜΑΤΟ ήταν εκείνο το ζευγάρι με το οποίο κάναμε CouchSurfing στο Ανατολικό Τιμόρ και πόσο μας έδειξαν όλες τις μαγευτικές μεριές του νησιού που αλλιώς ποτέ δεν θα ανακαλύπταμε και πόσο οι ρυθμοί εκεί είναι τόόόσο πιο ήρεμοι, μέσα στο τροπικό δάσος της Ινδονησίας, εκεί που τα χρήματα δεν έχουν σημασία και οι άνθρωποι είναι μακριά από τον δυτικό τρόπο ζωής…

View all my reviews

Review: Γυναίκες στα κόμικς

Γυναίκες στα κόμικς
Γυναίκες στα κόμικς by Γιάννης Κουκουλάς

My rating: 3 of 5 stars

Θα ξεκινήσω με το πιο σημαντικό, ίσως, χαρακτηριστικό αυτού του βιβλίου: το έχει προλογίσει ο Αβραάμ Κάουα του οποίου, εγώ όπως και πολλοί φίλοι μου πρώην φοιτητές του και μη, δηλώνουμε ξεδιάντροπα fanboys. Πολλές χαρούμενες ώρες γεμάτες γνώση μας χάρισε διδάσκοντας στο ΤΠΤΕ μαθήματα όπως Πολιτισμικές Σπουδές: μια εισαγωγή (στα Αγγλικά), Πολιτισμό των Εικόνων και Πολιτισμό των Κόμικς. Έχω κρατήσει όλες του τις σημειώσεις για εύκολη αναφορά στο μέλλον! Αχέμ, λίγο ακόμα και δεν θα ανέφερα καν το βιβλίο και θα συνέχιζα να μιλάω για τον Κάουα.

Το ίδιο ήταν ενδιαφέρον αλλά βρήκα λίγο επιφανειακό στις περιγραφές του. Ίσως επειδή πολλές από τις ηρωίδες με τις οποίες ασχολήθηκε και αυτές δημιουργήθηκαν για να είναι επιφανειακές, ακόμα και να μέσω από αυτή την επιφανειακότητα τους μπορούν να πουν πάρα πολλά για τις εποχές τους, τους δημιουργούς και το κοινό τους. Βρήκα πως η ανάλυση του κ. Κουκουλά υπερτίμουσε κάποιες ηρωίδες και υποτιμούσε άλλες κάπως αυθαίρετα, χωρίς προφανή λόγο, ίσως μόνο επειδή του άρεσαν περισσότερ οι τίτλοι στους οποίους αυτές οι ηρωίδες πρωταγωνιστούσαν. Για παράδειγμα, δε μπορώ να δω πως η Brandy Carter με τη τελειότητα της μπορεί να είναι σύμβολο της εξέλιξης των γυναικών στα κόμιξ, εκτός βέβαια από το γεγονός πως οι γυναίκες πλέον δεν είναι οι υποστηρικτικοί ρόλοι που ήταν κάποτε για τους άντρες πρωταγωνιστές αλλά η καρδιά πολλών τίτλων στους οποίους εμφανίζονται. Επίσης, βρήκα πως το να είναι σε μια συλλογή γυναίκες αλλά και μικρά κορίτσια, με τελείως διαφορετικούς ρόλους και με μόνο κοινό σημείο αναφορά το φύλο, ήταν λίγο άστοχο — όχι πως ήταν λιγότερο ενδιαφέρον να διαβάζεις για τη Μικρή Λουλού και τη Lucy απ’τα Peanuts απ’ότι για τη Catwoman και τη Φωτεινή της Νύχτας, απλά τα κορίτσια δεν είναι ακριβώς γυναίκες, όπως και τα αγόρια δεν είναι ακριβώς άντρες, άσχετα αν συσχετίζουμε τα παιδιά ως τα εν δυνάμει ενηλικιωμένα φύλα τους (πάντα όπως αντιλαμβανόμαστε το gender, και όχι το sex, όπως προφανώς κάνει και ο κ. Κουκουλάς σε αυτή την έκδοση).

Παρ’όλ’αυτά, στις σελίδες του γνώρισα ή και θυμήθηκα κόμικ τα οποία θέλω να επισκεφθώ πιο συστηματικά: Tank Girl, Miss Fury, Valentina, Mafalda, Ada in the jungle και το La Foire aux immortels…

View all my reviews