283 μέρες χωρίς σαμπουάν

UPDATE 21/12/’15: Αυτό το ποστίο μου απ’ το 2012,  σύμφωνα με τα στατιστικά του Cubimension, φαίνεται να είναι από τα πιο πολυδιαβασμένα μου· πολύς κόσμος ενδιαφέρεται για την απεξάρτηση από τα σαμπουάν, κάτι που είναι πολυ θετικό. Πάνω από τρία χρόνια μετά, συνεχίζω να μην βάζω σαπούνι ή σαμπουάν στα προς το παρόν αρκετά μακριά μαλλιά μου παρα μόνο 2, το πολύ 3 φορές τον μήνα, και πλέον έχω καιρό να χρησιμοποιήσω σόδα και ξίδι. Γενικά έχω προσέξει ότι όσο λούζομαι το λιγότερο μια φορά τις δυο μέρες μόνο με νερό, τα μαλλιά μου δεν λαδώνουν σχεδόν καθόλου.

Το σαπούνι που ανέφερα ότι χρησιμοποιώ 2-3 φορές τον μήνα είναι το σαπούνι για λιπαρά μαλλιά της Natural Collection με δενδρολίβανο, δαφνέλαιο, λάδι καρύδας, τσουκνίδα κτλ, το οποίο πρόσφατα δοκίμασα και το οποίο με άφησε άφωνο με τα αποτελέσματα του. Ήταν σαν σαμπουάν και conditioner δύο σε ένα, μόνο με αγνά υλικά και χωρίς την προσθήκη τεχνητών ουσιών. Το αγόρασα στο ΣυνΑλλοις για 4€ και το προτείνω ανεπιφύλακτα! Όχι μόνο είναι ένα προϊον εκπληκτικής ποιότητας, είναι και μια αγορά που στηρίζει το δίκαιο και τοπικό εμπόριο.

natural_collection


Aπό τις 17 Ιανουαρίου μέχρι τις 26 Οκτωβρίου που ήταν και η γιορτή μου, δεν χρησιμοποίησα σαμπουάν για τα μαλλιά. Δίνει μια άλλη έννοια στη γνωστή πλάκα «Έκανες μπάνιο; Χρόνια πολλά ρε!», δεν νομίζετε; 😛

Ξέρω τι σκέφτεστε: ΊΟΥ!!! Επιτρέψτε μου όμως να επεκταθώ πριν μετανοιώσετε για κάθε φορά που με ακουμπήσατε τον τελευταίο καιρό.

Διάβασα πρώτη φορά για το NoPoo, όπως λέγεται αυτό το κίνημα, στο πολυαγαπημένο μου σάιτ High Existence κάπου μετά τα Χριστούγεννα πέρσι. Τι λέει το NoPoo; Ότι, σε πρώτη φάση, τα περισσότερα φτηνά και μαζικά παραγώμενα σαμπουάν περιέχουν SLS, το οποίο είναι το βασικό καθαριστικό μέσο τους. Αυτό το SLS (sodium laureth sulfate) το οποίο χρησιμοποιείται και σε πολλά απορρυπαντικά, είναι υπεύθυνο για πολλά προβλήματα στην υγεία των μαλλιών όπως η ψαλίδα και η τριχόπτωση και η χρήση του απαιτεί την χρήση ενός άλλου ακόμα προιόντος, του conditioner, για να ξαναδώσει λίγη από τη λιπαρότητα που μόλις το σαμπουάν δέσμευσε. Κάποιες μελέτες συνδέουν το SLS και με άλλες παθήσεις, όπως έκζεμα, ακμή και ορμονικές διαταραχές, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου, ούτε ξέρω αν οι μελέτες ισχύουν. Τα σαμπουάν έχουν δημιουργήσει σε όλους μας ένα είδος σχέσης εξάρτησης. Τα χρησιμοποιούμε επειδή έχουμε μάθει να τα χρησιμοποιούμε, επειδή το σώμα μας έχει προσαρμοστεί στη χρήση τους και έτσι επηρεάζονται άλλες λειτουργίες του, όπως γίνεται με την καφείνη ή στο άλλο άκρο, την ηρωίνη – όχι, όχι, δεν λέω ότι όποιος λούζεται με σαμπουάν είναι πρεζάκιας! Τι εννοώ;

Τα μαλλιά μας παράγουν φυσικά έλαια για να διατηρούνται ενυδατωμένα και να μην φθείρονται. Επειδή από πολύ μικρή ηλικία πλενόμαστε με σαμπουάν αν όχι κάθε μέρα, σίγουρα κάθε 2 μέρες, ποτέ δεν επιτρέπουμε στα μαλλιά μας να αυτοδιαχειριστούν τη λιπαρότητα τους. Τα καθαρίζουμε από τα φυσικά τους προστατευτικά· το σώμα αντιλαμβάνεται πως το μαλλί χρειάζεται λάδι κι έτσι παράγει μεγάλες ποσότητες μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Το αποτέλσμα; Αντιλαμβανόμαστε το μαλλί μας ως λαδωμένο και αντιαισθητικό και έτσι το λούζουμε και φτου κι απ’την αρχή. Αυτός ο κύκλος δεν σπάει για τους περισσότερους ποτέ στη ζωή μας.

Κι αν τον σπάσουμε;

Οι φανατικοί του NoPoo υποστήριζαν πως μετά από μερικούς μήνες αποχής από το σαμπουάν ένιωθαν τα μαλλιά τους πιο υγιή από ποτέ και τους άρεσε το πως στέκονταν. Έλεγαν ότι είχαν ξεφορτωθεί προβλήματα με την ξηρότητα και την ψαλίδα -είχαμε γνωριστεί κι εμείς με τις εν λόγω κυρίες όταν το μαλλί μου ήταν μακρύ-μακρύ!- και γλύτωναν λεφτά κι απ’την αγορά σαμπουάν! Με λίγα λόγια: παρουσίαζαν τη χρήση σαμπουάν ως εντελώς άχρηστη και άλλη μια πλαστή ανάγκη. Μου φάνηκε ενδιαφέρον όπως και όλες οι προτάσεις εναλλακτικής διαβίωσης που χτυπάνε ευγενικά το κουδούνι του μυαλού σου και σου υπενθυμίζουν πόσο λίγα πραγματικά χρειάζεσαι, αν μόνο επιτρέψεις στο σώμα σου να κάνει αυτό που αριθμοί χρόνων εξέλιξης με πολλά μηδενικά από πίσω το έχουν προετοιμάσει να κάνει!

Το δοκίμασα λοιπόν.

Τις πρώτες εβδομάδες όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο, το μαλλί μου ήταν τίγκα λαδωμένο. Είχα πάει, θυμάμαι, στη Μυτιλήνη για εξεταστική τότε και σιχαινόμουν να το ακουμπήσω. Πολύ περισσότερο σκεφτόμουν ότι όλοι θα με κοίταζαν και θα καταλάβαιναν ότι είχα να χρησιμοποιήσω σαμπουάν εβδομάδες. Κι όμως! Αυτό δεν έγινε ποτέ. Παρ’όλο που ήμουν αρκετά self-conscious (μια ακριβή ελληνική μετάφραση για αυτή τη λέξη παρακαλώ;) για την εμφάνιση της κόμης μου, το πολύ να με ρώτησαν μια-δυο φορές τι είχα κάνει στο μαλλί μου και ήταν έτσι. Το καλύτερο; Λάμβανα και θετικά σχόλια: μου είπαν ότι είναι ωραίο αυτό το λουκ κι ότι μου πήγαινε (εκείνες τις μέρες το χτένιζα πίσω)! Το ηθικό δίδαγμα: στην χειρότερη, οι άλλοι ούτε σε προσέχουν ούτε ενδιαφέρονται τόσο πολύ για το τι κάνεις όσο νομίζεις. Δεν είσαι το κέντρο του σύμπαντος, με όλα τα καλά και τα κακά που μπορεί να σου φέρει η συνειδητοποίηση αυτή.

Ο καιρός πέρασε. Πέρασαν και οι έξι εβδομάδες που γενικά θεωρείται πως είναι ο χρόνος που παίρνει στο μαλλί να συνηθίσει να είναι ανεξάρτητο και να αυτορυθμίζει την παραγωγή ελαίων. Μετά από μια ζωή αποσταθεροποιήσης και καλοπροαίρετης παρέμβασης, είναι λίγο σαν νέος που αφήνει το υπερπροστατευτικό του πατρικό και που του παίρνει λίγο χρόνο να συνηθίσει την ανεξαρτησία. Τα μαλλιά μου λοιπόν άρχισαν να είναι λιγότερο λαδωμένα. Μου άρεσε η υφή τους. Μου άρεσε η όψη τους. Τα ένιωθα κι εγώ υγιή. Από εκεί που τα έλουζα κάθε ένα-δυο εικοσιτετράωρα, δεν λαδώνονταν πλέον για μέρες και μέρες. Ποτέ δεν ήταν τελείως «καθαρά», δηλαδή να τα πιάνεις και να κάνουν ίκου-ίκου. Όμως δεν ήταν και βρώμικα. Αν βρώμιζαν, ένα ντους μόνο με νερό έφτανε για να ξαναείναι καθαρά. Στα γενέθλια μου (40 μέρες μετά την έναρξη του πειράματος) ήταν κάπως έτσι:

Εεεεεμ. Αυτή ήθελα να δείξω:

Αν λίγδιαζαν σε ανησυχητικό βαθμό πάντως, υπήρχε και η εναλλακτική λύση της μαγειρικής σόδας/μηλόξιδου. Στις δύο παραπάνω φωτογραφίες είχα μόλις λουστεί με αυτό το θαυματουργό δίδυμο. Λειτουργούν ως υποκατάστατα του σαμπουάν και του conditioner: η σόδα δεσμεύει το λάδι και τη βρωμιά και το μηλόξιδο δεν τα αφήνει τελείως ξηρά μετά τη σόδα. Και τα δύο πρέπει να είναι σε διαλύματα περίπου 1/10 με νερό. Μια-δυο φορές τον μήνα με αυτά τα δύο και δεν χρειάστηκε τίποτα άλλο. Τις μέρες που έλουζα τα μαλλιά μου έτσι, μάλιστα, συχνά η μάνα μου σχολίαζε ότι «αυτό το σαμπουάν που σου πήρα είναι καλό! Φαίνονται γερά τα μαλλιά σου τώρα». Μου είχε πάρει ένα (υποτίθεται) καλό σαμπουάν για τα λιπαρά μαλλιά. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ένιωθα άσχημα να της πω τι πραγματικά χρησιμοποιούσα. Τελικά βέβαια το έκανα και δεν το πήρε τόσο άσχημα…

Εν τω μεταξύ, κουρεύτηκα, επιμένοντας διακριτικά στην κομμώτρια πως δεν ήθελα να με λούσει γιατί είχα ήδη λουστεί. Πέρασε και το καλοκαίρι και οι βδομάδες που το μαλλί μου ψήθηκε στο αλάτι στη Σαμοθράκη και στη Γαύδο. Λάτρεψα αυτή την αίσθηση του μακροπρόθεσμα αλμυρού μαλλιού! Να περισσότερες φωτογραφίες για του λόγου το αληθές. Δεν ξέρω για εσάς, εμένα πάντως μου αρέσει το καλοκαιρινό «άπλυτο» μαλλί μου.

Δεν μετράει σαν άπλυτο: τα νερά της Γριάς Βάθρας αναζωογονούν σώμα και πνεύμα. Φωτό: Ymir

 

{:B Φωτό: Ymir

 

Ποιος είπαμε  πως προτιμάει να λούζεται στις διακοπές; Φωτό: Κωνσταντίνα

 

Το μόνο πρόβλημα που έχω αυτή τη στιγμή είναι μιας ελαφράς μορφής πιτυρίδα, το οποίο όμως δεν μπορεί να έχει να κάνει με την αποχή από το σαμπουάν καθώς πέρσι τέτοια εποχή στη Δανία επίσης το είχα για ένα διάστημα και ήταν και εντονότερο. Λένε ότι είναι της εποχής (δεν ξέρω πώς και γιατί).

Τελικά χρησιμοποίησα σαμπουάν στη γιορτή μου για πειραματισμό. Είχα να χρησιμοποιήσω σαμπουάν πάνω από εννιά μήνες και ήθελα να δω τη διαφορά. Την είδα: ξαναέπιασα ένα μαλλί μαλακό από conditioner να πέφτει ίσιο μπροστά στα μάτια μου. Το αποτέλεσμα; Ο μετρητής απλά έφαγε restart! Το NoPooing ήρθε τελικά για να μείνει! 🙂

Μετά απ’όλα αυτά, ελπίζω να σας κίνησα την περιέργεια. Ορίστε μερικοί λόγοι για τους οποίους θα πρότεινα και σε εσάς να δοκιμάσετε να απέχετε από το σαμπουάν:

  • Δίνει ωραία εμφάνιση στα μαλλιά (προσωπική εκτίμηση).
  • Γινόνται πιο εύκολοφορμαριστά.
  • Αποφεύγετε τα SLS.
  • Τα μαλλιά σας γίνονται πιο υγιή χωρίς δική σας παρέμβαση, τα αφήνετε να πάρουν τη φροντίδα τους στα δικά τους χέρια. Θέλω να πω, στις δικές τους τρίχες. Αδένες. Τέλος πάντων.
  • Δεν δίνετε χρήματα για σαμπουάν και είδη περιποίησης μαλλιών.
  • Μειώνετε την ρύπανση του νερού με σαπουνάδες και συστατικά όπως το SLS καθώς και τα σκουπίδια σας (μπουκάλια σαμπουάν).
  • Είναι μια ευκαιρία να πειραματιστείτε με τον εαυτό σας, με τα όρια σας και να υπερβείτε κάποιες ιδέες που μπορεί να έχετε για την εμφάνιση σας.
  • Διατηρείτε τη δική σας μυρωδιά! Τα μαλλιά του καθενός μυρίζουν διαφορετικά και κατα την άποψη μου προσθέτουν στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και του σώματος του, όπως είναι η χροιά της φωνής του, το σχήμα της μύτης του, το χρώμα του δέρματος του, ο τρόπος που κινείται ή η αίσθηση του χιούμορ του. Γιατί να αντικαθιστούμε ένα κομμάτι του ποιοι είμαστε με «άρωμα βανίλιας» ή «φρούτα του δάσους»; Εγώ το προτιμώ να μυρίζω «εγώ» και ξέρω ότι η «Δημητρίλα» δεν είναι δυσάρεστη, κάθε άλλο: θυμάμαι όσο ήμουν στη Γαύδο για 6 μέρες πλενόμουν ΜΟΝΟ με αλατόνερο (απ’τις βουτιές στη θάλασσα) και τίποτα άλλο. Δεν βρώμαγα, μύριζα ωραία. Μάλλον ήταν το αλάτι· δεν ξέρω αν ίδρωνα και αν δεν πλενόμουν αν θα μύριζα τόσο ευχάριστα Δημητρίλα. Κάτι μου λέει πως όχι.
  • Είναι η αφαίρεση άλλου ενός μικρού τούβλου από τον τοίχο που μας κρατάει μακριά από την αυτοεκπλήρωση μας ή, αν αυτή η λέξη ακούγεται υπερβολικά βαρύγδουπη, από τη δυνατότητα μας να είμαστε αυτάρκεις.

Κάθε φορά που απαλλασόμαστε από άλλη μια πλαστή ανάγκη, γινόμαστε πιο ανεξάρτητοι. Δεν είναι κάτι σημαντικό, εννοείται πως δεν τρέφω αυταπάτες ότι ο κόσμος θα αλλάξει με τρίχες (ε, δεν μπορούσα να αντισταθώ να το χώσω κάπου!). Αν όμως είναι απλά τρίχες, τι μας κρατάει τόσο προσκολλημένους στα φρου-φρου κι αρώματα μας, τι κάνει κάποιους ανθρώπους να αντιδρούν τόσο βίαια ακόμα και στην ιδέα ότι το σαμπουάν μπορεί να μην είναι καθόλου απαραίτητο; Αν δεν μπορούμε να πετάξουμε ακόμα και τα σαμπουάν μας, πώς περιμένουμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο ή να επιβιώσουμε σε αυτή τη σκατίλα που σκαρώσαμε, και στις δύο περιπτώσεις με πολύ λιγότερες ανέσεις από αυτές που έχουμε σήμερα; Αύριο χωρίς χρήματα, πλαστές ανάγκες και ανέσεις, μεθαύριο χωρίς πετρέλαιο, χωρίς τροφή, πιθανόν χωρίς νερό. Γιατί είναι πλέον ξεκάθαρο σε όλους όσοι είναι έτοιμοι να δουν: το οικοδόμημα της ευμάρειας του δυτικού ή παγκοσμιοποιημένου οικονομικο-κοινωνικο-παραγωγικού μοντέλου που ήταν χτισμένο στα θεμέλια μιας ανισόρροπης, ληστρικής, καρκινικής, παρασιτικής πολιτικής, καταρρέει (πωπω αν με πέρνατε για κνίτη από αυτή τη πρόταση δεν θα σας κατηγορούσα!): οι μέρες της «αφθονίας» μας είναι μετρημένες παρελθόν.

Γαστροπαιχτική Λέσχη

Τους τελευταίους μήνες, οι σχέσεις μου με την λέσχη δεν πάνε καλά.

Όχι πως ήμασταν ποτέ φίλοι. Κάποτε, μάλλον από τον Μάιο του ’09, όταν άνοιξε η κάτω λέσχη στο Ευ Ζην (αλλά και λίγο πριν, όταν το λεωφορειάκι μας έπαιρνε έξω από τον Βερόπουλο και μας πήγαινε στον Λόφο για να φάμε μεσημεριανό…), η σχέση μου με την λέσχη ήταν αντίστοιχη με αυτή που έχω με πολλούς συμφοιτητές μου: τους βλέπω κάθε μέρα, ποτέ δεν τους μίλησα πάρα πολύ και ποτέ ίσως δεν υπήρξε μια πραγματική αμοιβαία συμπάθεια. Όμως ακριβώς εξ αιτίας την καθημερινή τριβής, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο, αυτή η επαφή έχει εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο από συνήθεια  και γνωριμία αλλά κάτι λιγότερο από φιλία… μια περίεργη κατανόηση η οποία σε κάνει να γνέφεις ή να λες «Γειά!», ακόμα και αν δεν είσαι καν σίγουρος ότι θυμάσαι το όνομα του άλλου.

Έτσι και με την κάτω λέσχη. Mε παρέες κατα καιρούς διαφορετικές, σχεδόν καθημερινή βίζιτα (συνήθως μεσημέρι και βράδυ) και συχνά αρμένικη: μέναμε τελευταία παρέα στην λέσχη, οι κυρίες της λέσχης καθάριζαν κι εμείς μπορεί να μην είχαμε καν επιστρέψει τους δίσκους μας και να φτιάχναμε εικαστικά αριστουργήματα με το βραδινό μας. Το φαγητό και η ποιότητα του έχει υπάρξει αγαπημένο θέμα συζήτησης, μαζί με διάφορους καυγάδες, φιλοσοφικές κουβέντες, ατέλειωτες αντιπαραθέσεις για games, ιδεολογικές διαμάχες σχετικά με την –πάντα επιλεκτική!– αποχή μερικών μας από το κρέας. Ποτέ δεν ξέραμε ούτε μας απασχόλησε ιδιαίτερα τι ακριβώς ήταν αυτό που κατέληγε στις μαύρες τρύπες μας.

Ευτυχώς από ποικιλία η λέσχη ποτέ δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από πουθενά, κι έτσι πάντα είχαμε κάτι να συζητήσουμε! Ψάρι με γεύση κοτόπουλο: κοτοπουλόψαρο! Μπριάμ μόνο με πατάτες και ένα κομμάτι μελιτζάνα κι άλλο ένα αντίστοιχο κολοκυθάκι (στην καλύτερη) ή πατάτες με λαχανικά — τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα το μενού είχε πατάτες ψητές με πουρέ και σάλτσα γεώμηλου — μακαρόνια με σάλτσα τόνου (καρμπονάρα βασικά με τόνο αντί για μπέικον :κ) , ή πορτοκάλια χωρίς γεύση και μόνιμα λασπωμένο, κακά πλυμμένο μαρούλι. Όσο για τα επιδόρπια, το πράγμα είναι πολύ απλό: Δεν ήταν κρεμ καραμελέ, μήτε ήταν ζελέου: ήταν μονάχα μι’ αλοιφή, μ’άρωμα πετρελαίου… Ή ψαρίλας. Το έχουν τα ειδικά τους ψυγεία, βέβαια! Μεταθέτουν τις μυρωδιές από το ένα φαγητό στο άλλο: πηγαίνει από το κοτόπουλο στο ψάρι και από το ψάρι στο ζελέ και από το ζελέ στο… ω ελάτε τώρα αφού ξέρετε ότι το ζελέ δεν μυρίζει (εννοούμε τα κανονικά ζελέ και όχι της λέσχης)! Ή το περίφημο ρύζι «αμβροσία» το οποίο, πριν μάθουμε ότι ήταν ονομασμένο όπως και το catering το οποίο έχει αναλάβει την λέσχη και ήταν η υποτιθέμενη specialité του, το βλέπαμε ως απόδειξη ότι, εκτός των άλλων, οι υπεύθυνοι της λέσχης είχαν και μια κάποια άρρωστη αίσθηση του χιούμορ. Αντί για νέκταρ, το μόνο που είχαμε ήταν μια βρύση. Για νερό. Τώρα που το σκέφτομαι, τι ωραία που θα ήταν αν αντί για νερό αυτή η βρύση ανάβλυζε μπύρα… Ποιος το χέζει το νέκταρ…

Και φυσικά, ο τρόπος που έχει η λέσχη να παίζει με το στομάχι σου! Μπορεί να έτρωγες τρία πιάτα, θα τίγκαρες, όμως μετά από 3 ώρες θα είχες λιγούρες, και μετά από 5 θα πείναγες ξανά! Λες και όλα αυτά που έφαγες ήταν στην πραγματικότητα αφρός μεταμφιεσμένος σε μπριζόλα, αρακά, μακαρόνια, ο οποίος όμως αφρός σε πάχαινε αν έτρωγες περισσότερο. Ναι, εγώ τουλάχιστον είχα πάρει κιλά όταν έτρωγα στην λέσχη περισσότερο από μια μερίδα. Δεν ξέρω τελικά, ίσως και να ήταν αφρός από την πολύλή σόδα! Πολλά φαγητά είχαν, σύμφωνα με μαρτυρίες (εγώ ποτέ δεν την κατάλαβα), ακόμα και γεύση σόδας, αλλά εκτός από το ότι ποτέ δεν θα μάθουμε αυτό το μυστικό, κανένα φοιτητικό εστιατορίο στον κόσμο δεν βγάζει την ουρά του απ’έξω από το θέμα της χρήσης της.

H λέσχη πάντα μας καλούσε να λιώνουμε με τις ώρες άφοβα. Μμμ, νόστιμο!

Τελικά όμως, παρά τα όσα λέγαμε, όλα έβαιναν καλώς. Μπορεί η λέσχη μας να μην ήταν όσο καλή όσο αυτή της Ρόδου, των Ιωαννίνων, που ήταν ολόκληρο εργοτάξιο, ή της Κέρκυρας (τι σαλάτες. Ω: τι σαλάτες! {:ε *όνειρα χορτοφαγικά*), όμως όλοι έχουν πει πως είναι καλύτερη από τις αντίστοιχες της Αθήνας ή της Θεσσαλονικής. Και φυσικά, ανέκαθεν ήταν το καθημερινό hot spot. Ποιο Mουσικό, Lazy και μαλακίες! Πήγαινες λέσχη και αμέσως γέμιζε ο μετρητής του social! Καθόμασταν και σε προνομιακές θέσεις για να τσεκάραμε ευκολότερα ποιος ερχόταν. Και στην τελική, το ψωμί δεν ήταν άσχημο (όταν ήταν φρέσκο).

Όλα αυτά αλλάξανε τον Σεπτέμβριο. Πηγαίνουμε την πρώτη μέρα που άνοιξε η λέσχη, παίζει να ήμασταν και οι πρώτοι, σίγουρα ήμασταν και οι πρώτοι που μάθαμε τα υπέροχα μαντάτα. «Η κάτω λέσχη θα κλείσει και όλα θα πάνε πάνω!», μας είχε πει μια από τις κυρίες που μας σέρβιραν. Οι οποίες, παρένθεση, ακούνε τα παράπονα αλλά δεν φταίνε και σε τίποτα, την δουλειά τους κάνουν… Δεν νομίζω να θέλουν να μας προσφέρουν το φαγητό που μας προσφέρουν. Παίζουν και λίγο τον ρόλο του προστατευτικού κυγκλιδώματος, κάτι σαν τους μπάτσους, σε αυτές πάνε όλα τα αρνητικά σχόλια και όχι σε αυτούς που κάνουν τα κουμάντα. Τέλος πάντων. Ναι, πρώτα από τις κυρίες της λέσχης το μάθαμε. Ήταν η αρχή του τέλους.

Δεν πήρε περισσότερο από μερικές εβδομάδες για να γίνουν τα παραπάνω πραγματικότητα. Και τι προειδοποίηση. Όλοι πήγαμε στον λόφο, η κάτω λέσχη έκλεισε  άδοξα γιατί υποτίθεται ότι δεν θα ήταν απαραίτητη εφόσον όλοι οι φοιτητές θα ήταν στον λόφο. Η ποικιλία μειώθηκε: από δύο επιλογές, που και πάλι μερικές φορές δεν υπήρχαν ουσιαστικά στην κάτω λέσχη γιατί το φαγητό ερχόταν από την λέσχη του λόφου, μειώθηκε σε μια επιλογή για κάθε γεύμα. Οι τουλάχιστον δύο μερίδες που δικαιούμασταν, μειώθηκαν σε μία (!), το πρωινό είναι παρελθόν (μικρό το κακό εδώ που τα λέμε) και οι ώρες άλλαξαν ώστε να είναι, ω τόσο μα τόσο βολικά, ακριβώς πάνω στις ώρες των μεσημεριανών και βραδινών μαθημάτων. Ευχαριστούμε τόσο πολύ, κύριοι που φροντίζετε πάντα πριν από μας για μας. 🙂 Είναι αλήθεια, τα λεφτά που παίρνει το Πανεπιστήμιο Αιγαίου από το κράτος μειώθηκαν κατα 30% φέτος. Όμως φαίνεται πως η λέσχη πρέπει να τους έτρωγε πολλά (pun intended) αφού οι ίδιες αλλαγές έχουν γίνει και η ίδια κατάσταση φαίνεται να επικρατεί και στην Χίο, όπως με πληροφόρησε ο Φάνης. Η φοιτητική μέριμνα γενικά χτυπήθηκε πολύ σκληρότερα με τις περικοπές απ’ότι άλλοι τομείς χρηματοδότησης, η σίτιση μαζί με τις εστίες αλλά και πολλά περισσότερα.  Μετά από όλα αυτά, η λέσχη δεν ήταν πια αυτή που ήξερα: από συμπαθητικός γνωστός είχε μετατραπεί στην συμφοιτήτρια την οποία όχι μόνο δεν χωνεύω, βρωμάει σαπίλα από πάνω ως κάτω, μου έχει παίξει μαλακία και ΕΙΜΑΙ αναγκασμένος να την έχω και στην ομάδα μου…

Αυτές οι αλλαγές με χτύπησαν περισσότερο πριν λίγες μέρες. Ήταν Τετάρτη, μέρα που δεν έχω μάθημα όμως είναι παραδοσιακά μέρα λαδερών (η καλύτερη μου: όλο κρέας, κρέας, κρέας το βαρέθηκα, φέρτε μου ένα φασολάκι που τ’ορέχτηκα!) είχα βέβαια να κολλήσω και αφίσες για την Κινηματογραφική Συμμορία. Ο καιρός ήταν απαίσιος: μια λεπτή συννεφιά που έδινε μια ξεπλυμένη άρρωστη απόχρωση στα πάντα, μια ζέστη (ΤΙ ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΤΕΛΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΘΑ ΚΑΝΩ ΧΑΡΑΚΙΡΙ), μια άπνοια, η ατμόσφαιρα ήταν κολλώδης… Εν ολίγοις, ο ιδανικότερος καιρός για να αφήσεις την φωτογραφική σου μηχανή σπίτι. Η διάθεση μου κοινώς ακαταμάχητη, είχα πάει και μόνος. Φτάνω στην λέσχη, βλέπω τρία τεράστια ταψιά τίγκα στους γίγαντες… Και μόνο γίγαντες.

Fun fact about cubi: Πρέπει να έχω κάποιου είδους δυσανεξία στα φασολοειδή (γίγαντες, φασολάδα, μαυρομάτικα, ακόμα και αυτά τα κόκκινα που πάντα μου θυμίζουν το Salad Bar των Goody’s) γιατί ακόμα κι αν φάω μικρή ποσότητα το στομάχι μου κυρήσει εμφύλιο πυρηνικό πόλεμο, με βόμβες να σκάνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και ο όλος αρμαγεδώννας να κρατάει και την επόμενη μέρα. Οπότε όχι, δεν είναι μόνο πόλεμος… αερίων!

Με είδε η κυρία που σέρβιρε να είμαι {:ε, της εξήγησα: «Έχω δυσανεξία στα φασόλια…». Μου απάντησε: «ΟΚ, θα σου βάλω δυο πιάτα ρεβυθόσουπα.» Wow, thanks, I guess, αν και τα ρεβύθια αυτά καθαυτά απάρτιζαν λιγότερο από το 1/10 της συνολικής μάζας αυτής της σούπας. Καθώς υπέγραφα και έπαιρνα τον δίσκο μου, με ρώτησε: «Τι κάνει το κορίτσι που μας έλεγε και κανένα γειά;» Αυτή η φράση μου θύμισε πολλά απ’όσα περιγράφω παραπάνω, ίσως και να μου έδωσε την όρεξη να γράψω όλο αυτό. Όσο πιο ειλικρινά μπορούσα της απάντησα «δεν ξέρω» κι έκατσα σκεφτικός να φάω το νερό μου με λίγα ρεβύθια μέσα. Αλήθεια, πόσοι να τις χαιρετάνε; Γιατί όχι περισσότεροι; Γιατί όχι έγω; Λες και φταίνε αυτές για την πολιτική της λέσχης, λες και φταίνε οι μπάτσοι για τις αποφάσεις των γουρουνιών… Τώρα αν αντίστοιχα οι κυρίες της λέσχης προστατεύουν την λέσχη από τα εξαγριωμένα πλήθη των φοιτητών, θα έλεγα ότι οι συγκρίσεις σταματάνε κάπου εδώ.

Ο Αργύρης και η «παραπονιάρα» κυρία στην πάνω λέσχη. Frame από Αεικίνηση. 😛

Την επόμενη μέρα, πήγα και είχε λαζάνια με κιμά. Μόνο λαζάνια με κιμά:  τα τρία ταψιά γεμάτα με το ίδιο φαγητό μου έδωσαν περισσότερο την αίσθηση συσσιτίου παρά εστιατορίου. Kαι ήταν η μέρα που έχω μάθημα όλη μερα στον λόφο. Έκανα την καρδιά μου πέτρα, προσπάθησα να απομακρύνω τον κιμά από ανάμεσα τις φέτες ζυμαρικού μου για να μην πεινάσω τελικά… Τα σχόλια γύρω μου όχι και πολύ καλά για τον κιμά που ήθελα-δεν ήθελα δοκίμασα, μικρό το κακό σκεφτόμουν… Μια απίστευτη καούρα με ακολούθησε για το υπόλοιπο της ημέρας.

Έχουν γίνει μερικές δράσεις ως αντίσταση σε αυτές τις αλλαγές. Θυμάμαι όταν μπήκαμε με παιδιά κυρίως από το Μπίνειο αλλά και τον Μητσάκο, την Ήρα και άλλους και είπαμε πως θα σερβίρουμε εμείς το φαγητό, μόνο και μόνο για να μείνει η λέσχη ανοιχτή μέχρι τις 15:30, αντί για τις 15:00. Τελικά αυτό απέτυχε γιατί οι υπάλληλοι της λέσχης δεν μας άφησαν να μπούμε πίσω από τον πάγκο — δεν ήταν ότι ήθελαν να φύγουν και δεν τις αφήναμε, μάλιστα μένουν μέχρι αργά ούτως ή άλλως (…) — απλώς «απαγορευόταν από το υγειονομικό». Ειρωνικό θα έλεγα. Και ας έλεγε ο υπεύθηνος ό,τι ήθελε για το ότι τα υλικά και το φαγητό έχει περάσει όλους τους ελέγχους: who watches the watchmen, I ask? Ποια είναι τα κριτήρια ποιότητας τους όταν το μαρούλι παίζει να είναι και άπλυτο; Και τα κάτουρα μας είναι αποστειρωμένα, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι καλή ιδέα να τα πίνουμε! Πάντως η λέσχη έμεινε ανοιχτή λίγο παραπάνω εκείνη την μέρα…

Επίσης έχει στηθεί τις τελευταίες εβδομάδες ένας πάγκος έξω από την λέσχη που έχει χειροποίητες πίτες, κέικ κτλ, φτηνό καφέ και πολύ καλό φρέσκο χυμό πορτοκαλί. Βάζουν και γύρη μέσα για να είναι «πιο δυναμωτικός»! Εγώ δεν μπορώ παρά να τους βγάλω το καπέλο, να τιμάω τα καλούδια τους και να βλέπω ένα τόσο χειροπιαστό και καλό μέτρο σύγκρισης με την κερδοσκοπία που λέγεται λέσχη.

Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι: οι μερίδες έχουν διπλασιαστεί, και δεν πεινάς μετά από 3 ώρες. Και όπως αναφέραμε πολλές φορές στις αιώνιες συζητήσεις μας στην λέσχη: είναι τσάμπα! Όμως που τελειώνει το τσάμπα, που αρχίζει το επικίνδυνο; Όταν κάτι είναι τσάμπα, πώς αντιδράς όταν η ποιότητα του πέφτει; Γιατι δεν μπορείς να πεις «η ποιότητα θα έπρεπε να είναι καλύτερη γιατί την πληρώνω!». Και έτσι μπορούν να μας δίνουν ότι τελευταίο υπάρχει, ό,τι χειρότερο σε ποιότητα χωρίς να έχουμε δικαίωμα να πούμε τίποτα! Αλλά τι λέω; Η κυρία Χριστίνα (;) στην λέσχη που σερβίρει το είχε πει καλύτερα απ’όσο εγώ ποτέ θα μπορούσα, και πάντα επίκαιρα:

«Να χαίρεστε που έχετε και φαγητό».

Garret in old lesxi pic (09/'09): "There is no such thing as a free lunch..."
ΥΓ: Για τις άπειρες ώρες που έχω περάσει στην λέσχη, διαπιστώνω μετά απο ψάξιμο στις φωτογραφίες μου ότι δεν έχω παρα ελάχιστες και από συγκεκριμένες φάσεις. Συνήθως μιλάγαμε υπερβολικά πολύ για να έχουμε χρόνο για να τράβαμε φωτογραφίες. Α, ή τρώγαμε.