REVIEW: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΓΩΙΣΜΟ

Από την αυτοεκτίμηση στον εγωισμόΑπό την αυτοεκτίμηση στον εγωισμό by Jorge Bucay
My rating: 3 of 5 stars

Πώς να διατηρήσουμε την αυτοεκτίμηση μας: ένα σύντομο μνημονικό απ’ τον κύριο Μπουκάι:

Verdadero (πραγματικός/η)
Autónomo (αυτόνομος/η)
Limitante (οριοθέτης/ρια)
Orgulloso (περήφανος/η–με την καλή έννοια!)
Receptivo (δεκτικός/η)

Όλα τα αρχικά μαζί VALOR: αξία.

Βιβλιαράκι δανεισμένο από τον Γιάννη τον Καταζά το συμφάνταρο στη Σαμοθράκη, τον ωραίο τύπο που πήραμε μαζί άδεια για camping εκεί. Ο ίδιος ήταν πολύ ενθουσιασμένος με το βιβλίο αυτό· εμένα από την αρχή μου κίνησε την περιέργεια το εξώφυλλο που είχε memes για να δείξει τις διαφορετικές συναισθηματικές και ψυχολογικές κατάστασεις και βρήκα ότι ήταν πετυχημένο.

Το βιβλίο ήταν βασικά για τις ενοχές, τον φόβο και τα όρια.

Δεν είχα ξαναδιαβάσει Μπουκάι και βρήκα ότι ο αφηγηματικός τρόπους που χρησιμοποίησε εδώ, που δεν ήταν άλλος από ένα πάρε-δώσε, μια συνεχής ερωταπάντηση με μια φανταστική ή και πραγματική—δεν ξέρω—γυναίκα με την οποία υποτίθεται είχε πιάσει κάποτε την κουβέντα, δεν με ικανοποίησε. Η γυναίκα έκανε διαφορετικές ερωτήσεις από αυτές που είχα εγώ στο μυαλό μου και έτσι συνεχώς είχα την εντύπωση ότι η συζήτηση έβγαινε εκτός πορείας. Όταν κατάφερνα να συντονιστώ πάντως με τον οιρμό είχε ενδιαφέρον και βρήκα ότι οι συμβουλές του, αν και τώρα μήνες μετά δεν θυμάμαι και πολλά (εκτός από το αρκτικόλεξο που έγραψα στην αρχή) εκείνη τη στιγμή που φαινόντουσαν σωστές.

View all my reviews

ΑΠΕΓΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟ PLANESCAPE: TORMENT

Αλλιώς Detachment, Part Four

Θα μου επιτρέψετε να σας πάρω μαζί μου σε ένα μικρο τριπάκι αυτοψυχανάλυσης; Δέχεστε να γίνετε θεατές λιγάκι όσο εγώ ψυχαναλύω τον εαυτό μου σε περίπου 2700 λέξεις;

Το Planescape: Torment το θυμάμαι από τότε που είχε πρωτοβγεί. Μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον γιατί η Καρίνα μίλαγε για το πώς έπαιζες έναν αθάνατο με αμνησία ο οποίος προσπαθούσε να βρει τη χαμένη μνήμη του. Τότε βέβαια εγώ ήμουν 10 και η Καρίνα, ξερω γώ, 17. Ακόμα δεν είχα παίξει το πρώτο μου RPG λάιτ, το Pokémon, πόσο μάλλον ένα έργο βαρέων βαρών όπως το Planescape: Torment και γενικά δεν ειχα βουτήξει στον κόσμο των PC RPGs τα οποία συνεχίζουν να με δυσκολεύουν 15 χρόνια μετα! Απλά τότε το πρωτοάκουσα, τότε το πρωτοσημείωσα ως ενδιαφέρον στο εμποτισμένο με Zelda, Mario και Star Wars μυαλό μου.

Το αγόρασα πέρσι σε μια προσφορά του GOG για, πόσο ήταν, 2-3€; Όπως πολλά άλλα παιχνίδια που μάλλον δεν θα παίξω ποτέ. Το κατέβασα, αν και ξέρω πολύ καλά ότι αυτά τα παιχνίδια δεν με πάνε, γιατί πόσος κόσμος μου ‘χει πει για τα Forgotten Realms και συγκεκριμένα για το PS:T; Μου είχε τραβήξει περισσότερο το ενδιαφέρον γιατί είναι πιο πολύ βασισμένο στην ιστορία παρά στις μάχες, και έχει έναν πλούσιο κόσμο με παράλληλα σύμπαντα. What’s not to love?

Το εγκατέστησα πρώτη φορά μήνες μετά. Το έπαιξα μια φορά και μετά δεν το ακούμπησα για 6 ολόκληρους μήνες. Το ξαναέπιασα στην Ουρουγουάη ένα βράδυ, και εκεί το έπαιξα κανένα 10ωρο συνολικά. Έλεγα στον εαυτό μου ξανά και ξανά «αυτό το παιχνίδι θα το τερματίσω, αυτό το παιχνίδι θα το τερματίσω», σαν μάντρα, ή σαν τιμωρία στον πίνακα. Ήθελα πολύ να το απολαύσω. Αλλά λίγο-λίγο έβλεπα ότι περισσότερο ήθελα να το παίξω και να το αγαπήσω παρά μου άρεσε στ’ αλήθεια. Το κλικ δεν έγινε, παρά τα mods και fixes που κατέβασα που υπόσχονταν ότι θα έκαναν «το καλύτερο παιχνίδι στον κόσμο ακόμα καλύτερο».

Τελικά κατέληξα να παίζω το παιχνίδι μόνο με οδηγο. Ξέρετε, ήταν το είδος παιχνιδιού στο οποίο πρέπει να ψάχνες 500 ώρες για ένα σπαστικό μυστικό, ακριβώς το είδος εκνευριστικού game που δίνει πολλαπλές επιλογές στην εξέλιξη της ιστορίας, όπως πολλά RPGs, αλλά υπάρχουν πολλές επιλογές οι οποίες είναι θα λέγαμε gamey, και είναι δύσκολο να μην μπεις στον πειρασμό να ξέρεις από πριν ποιες επιλογές να κάνεις κάθε στιγμή για να έχεις τον πιο δυνατό χαρακτήρα. Αναρωτιέμαι τότε όταν τα πρωτοέπαιζαν αυτά τα παιχνίδια πώς συμπεριφέρονταν οι παίκτες. Αφήνονταν, όπως αφήνομαι εγώ σήμερα στο Crusader Kings II, ή κι αυτοί έψαχναν τρόπους να το τιγκάρουν και να το σπάσουν;

Υπολογιστής που θα είχε τα system requirements του PS:T όταν βγήκε. Ποιο παιχνίδι του σήμερα που μάλλον λίγοι πρόσεξαν θα εκθιάζεται το 2031;

Λοιπόν ένιωθα ένοχος για όλα αυτά. Είχα τύψεις, σαν κάποιος ο οποίος πολύ απλά δεν πιάνει μια ταινία που όλοι λένε οτι είναι γαμάτη, όπως μου συμβαίνει με πολλές ταινίες anime, όπως το Paprika, ή όπως μου συνέβη πέρσι με το Interstellar. Όμως, αντίθετα με αυτές τις δυο ταινίες για παράδειγμα, που είχα άποψη σχετικά με το γιατί δεν μου άρεσαν, ανασήκωνα τους ώμους και απλά προχωρούσα, με το Plansecape: Torment ένιωσα σαν να έχασα κάτι, σαν να μου έπαιρναν την ευκαιρία να απολαύσω ένα από τα καλύτερα παιχνίδια που φτιάχτηκαν ποτέ, ή τουλάχιστον έτσι λένε.

Έτσι λένε…

Άσχετο αλλά και σχετικό. Ήμουν στην Κροατία πριν λίγες εβδομάδες για το Grow Creative. Για να μην τα πολυλογώ και για να μπω στο ζουμί, είχα ενα coaching session με μιαν άλλη συμμετέχουσα για εξάσκηση, στο οποίο εγώ ημουν ο coachee, το «θύμα». Είχα πιάσει λοιπόν το θέμα της εσωστρέφειας μου (για το οποίο κανείς δεν με πίστευε εκεί, όλοι με λέγανε σούπερ ανοιχτό, γιατί είχα επιλέξει απλά με αυτούς τους καινούργιους ανθρώπους να μην φοβάμαι να δείξω την πιο ευαίσθητη μου πλευρά, αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο). Μίλαγα για το πώς όλη μου τη ζωή νιώθω κάπως άβολα με το ότι είμαι εσωστρεφής, σαν να είναι ένα μειονέκτημα το οποίο πρέπει κάπως να εξισορροπήσω και όχι κάτι το οποίο είναι απλά κομμάτι της προσωπικότητας μου και ενδεχόμενα ένα δυνατό μου σημείο. Ίσως και να το αναγνωρίζετε αυτό ως κοινό πρόβλημα πολλών εσωστρεφών ανθρώπων και τη βάση πολλών περίεργων συμπεριφορών και ανασφαλειών. Καθώς μίλαγα στην coach μου λοιπόν, είπα κάτι του στιλ ότι για να τα έχεις καλά με τους άλλους, πρέπει να είσαι εξωστρεφής. Κι εκείνη με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια και με ρώτησε: «ποιοι είναι οι άλλοι; Ποιοι είναι οι άλλοι των οποίων την έγκριση ψάχνεις;»

Για να γυρίσουμε μετά από αυτή τη διόλου τυχαία πράκαμψη: ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι άλλοι οι οποίοι έτσι λένε, και των οποίων την θεωρητική και πλασματική έγκριση ψάχνω όσον αφορά την ενασχόληση μου με τα games;

Ποιοι είναι αυτοί των οποίων την αποδοχή ψάχνω, αυτό το σιωπηρό νεύμα ως παραδοχή ότι τώρα ανήκω σε ένα φοβερό κλαμπ, που γι’ αυτόν τον λόγο επιλέγω να παίξω το παιχνίδι που λένε ότι είναι απ’ τα καλύτερα παιχνίδια ever;

Αφού το παιχνίδι δεν το απολάμβανα, τι ακριβώς ήταν αυτό το οποίο ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου συνεχίζοντας να προσπαθώ να το τελειώσω; Επαναλαμβάντονας από μέσα μου ότι πρέπει να το τερματίσω;

Προφανώς ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να πιάσω ένα μεγάλο και απαιτητικό παιχνίδι και να μην το εγκαταλείψω. Ότι μπορώ να απολαύσω έναν τίτλο ο οποίος δεν βρίσκεται ανάμεσα στα είδη που συνήθως παίζω και να τον ευχαριστηθώ χωρίς πρόβλημα.Συνήθως δεν τα πάω πολύ καλά με παλιά παιχνίδια που δεν είχα παίξει μικρός, και το να τερματίσω το Planescape θα σήμαινε ότι θα μπορούσα να διευρύνω τους ορίζοντες μου με λίγο πιο κλασικά παιχνίδια. Τέλος, αυτοί οι άλλοι οι οποίοι λένε ότι το PS:T είναι αριστούργημα, είναι συνήθως ψαγμένοι, καλλιεργημένοι gamers με άποψη οι οποίοι μπορούν να διαβάζουν πολύ κείμενο, να ψάχνουν πολύ το lore με τις ώρες, να αφοσιώνονται σέ έναν κόσμο πραγματικά.

Το Planescape: Torment είναι σίγουρα απ' τα (λίγα) παιχνίδια που θα έκαναν και σε βιβλίο. Ωπ, το βιβλίο ήδη υπάρχει. Μήπως να διαβάσω αυτό αντί να τελείωσω το παιχνίδι;
Το Planescape: Torment είναι σίγουρα απ’ τα (λίγα) παιχνίδια που θα έκαναν και σε βιβλίο. Ωπ, το βιβλίο ήδη υπάρχει. Μήπως να διαβάσω αυτό αντί να τελείωσω το παιχνίδι;

Ολα αυτα είναι στοιχεία τα οποία, ας μην το κρύψουμε, το λιγότερο ζηλεύω λιγάκι. Παίζοντας το Planescape, γινόμουν κι εγώ λίγο πιο ψαγμένος, λίγο πιο έξυπνος και υπομονετικός, και με έφερνε λίγο πιο κοντά στους πραγματικούς φίλους του fantasy, κάτι που πάντα μου άρεσε σαν fandom και κοινότητα αλλά πάντα βαριόμουν την εμμονή με την medieval/LotR /high fantasy αισθητική, και είναι κι ένας λόγος που προτιμώ το World of Darkness, απ’ το λίγο που έχω παίξει, απ’ το D&D.

Πες μου ποιο παιχνίδι θα ήθελες να σου αρέσει, να σου πω ποιος θα ήθελες να είσαι, άρα, κατα βάθος, τι πιστεύεις ότι δεν είσαι, τι πιστεύεις ότι σου λείπει.

Δηλαδή  δεν πιστεύω ότι είμαι αρκετά έξυπνος; Ότι δεν έχω υπομονή; Ότι δεν είμαι ενδιαφέρων άνθρωπος και επομένως χρειάζομαι την ενασχόληση με κάτι τέτοιο για να εμφυσηθώ με λίγη από την γαμηστεροσύνη ενός γαμηστερού παιχνιδιου, μπας και μου κολλήσει κάτι; Σαν ψυγείο που μυρίζει γιαουρτίλα ή πιάτα που ζέχνουν αυγουλίλα, ακόμα κι αν τα εν λόγω γιαούρτια και αυγά αφαιρεθούν και κάθε εναπομείναν ίχνος τους σχολαστικά καθαριστεί, έτσι ήθελα κι εγώ να εμποτιστώ με αυτό το κάτι της Planescapeίλας;

Μπορεί να το πήγα στο πολύ ψυχολογικό τώρα, αλλά ο αρχικός λόγος που άρχισα να γράφω αυτό το ποστίο ήταν άλλος. Θα γίνει προφανής ευθύς αμέσως. Ναι, το αποφάσισα μόνο 1000 λέξεις αργότερα.

Ας πάρουμε το Έγκλημα και Τιμωρία. Αυτό είναι ένα βιβλίο το οποίο ξεκίνησα να διαβάζω πριν τρία περίπου χρόνια. Όπως και το Planescape, έχει εκθειαστεί από πολλούς στο περιβάλλον μου αλλά και εκτός αυτού φυσικά, καθώς θεωρείται ιερή αγελάδα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εκ των πραγμάτων κομμάτι του κανόνα, κάτι που δεσπόζει σε κάθε λίστα του στιλ «τα βιβλία που πρέπει να διαβάσεις αν δε θες να λέγεσαι μιαρή πλέμπα.» Ήθελα να το δοκιμάσω και ως μια ευκαιρία να διευρύνω τους αναγνωστικούς μου ορίζοντες, ορμώμενος γενικα απ’ το ότι συνήθωςτα κλασικά τα βαριέμαι γιατί μου φαίνονται τετριμμένα σε θεματολογία. Επειδή κάπου-κάπου νιώθω ενοχές γι’ αυτό μου το γούστο που αποκλείει τα κλασικά λόγω βαρεμάρας, που μου απειλεί το κύρος του εναλλακτικού, σκεπτόμενου ανθρώπου με περίπου τον ίδιο τρόπο που έχει όταν πιάνομαι στα πράσα να σκαλίζω την μύτη μου, ακριβώς όπως και με τα RPGs, σκέφτηκα πως ήταν καλή ευκαρία να δοκιμάσω στ’ αλήθεια τα όρια των γούστων μου.

Με λίγα λόγια λοιπόν δοκίμασα να το διαβάσω για πάνω κάτω τους ίδιους λόγους που δοκίμασα να παίξω το Planescape. Μπορείτε να μαντέψετε τη συνέχεια;

Με τα βιβλία νιώθω πολύ πιο άνετα να λέω «δεν πάω τους κλασικούς.»
Με τα βιβλία νιώθω πολύ πιο άνετα να λέω «δεν πάω τους κλασικούς.»

Δεν το τελείωσα ποτέ, το άφησα στη μέση.

Η διαφορά είναι ότι με το που το έκανα αυτό, απλά είπα «ίσως μια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή στη ζωή μου», ξέροντας ενδόμιχα ότι κατα πάσα πιθανότητα δεν θα το τελειώσω ποτέ. Ότι αυτό είναι το γούστο μου, ότι από την λίγη και αποτυχημένη εναχόληση μου, δεν μ’ αρέσουν οι κλασικοί, μακάρι να μου άρεσαν φίλε, αλλά… Αλλά! Τέλος.

Εκεί που θέλω να καταλήξω, αν και δεν είναι προφανές μεχρι τώρα, είναι ότι κάτι με εμποδίζει το να πω το ίδιο με τόση ευκολία για το Planescape. Και κάτι μου λέει ότι αυτό το κάτι είναι ότι το Planescape είναι παιχνίδι.

Πάρτε μια στιγμή ταινίες, μουσική, βιβλία, σειρές. Ή γιατί όχι, ταξιδιωτικούς προορισμούς. Με ποια βάση επιλέγετε το σε τι θα αφιερώσετε τον χρόνο σας; Σας έρχεται αλήθεια ποτέ κάποιο άγχος ότι δεν θα καταφέρετε να επισκεφθείτε όλους τους προορισμούς που αξίζουν στον κόσμο; Έχετε την κρυφή ελπίδα ότι μια μέρα θα δείτε όλες τις ταινίες που θα λατρεύατε αν είχατε μόνο την ευκαιρία να τις δείτε όλες; Θα ανακαλύψετε όλες τις μουσικές που θα θέλατε να ανακαλύψετε; Τα βιβλία;

Δεν ξέρω στ’ αλήθεια για σας, αλλά αν μου μοιάζετε έστω και λίγο, θα σκέφτεστε ότι ο κόσμος είναι μεγάλος και δεν υπάρχει περίπτωση να τα βιώσετε όλα, και γι’ αυτό πορεύεστε με σημαία ένα υποβόσκον «ό,τι κάτσει». Αλήθεια, πόσο διαφορετικά είναι τα κριτήρια μας όταν γνωρίζουμε ανθρώπους και αναγνωρίζουμε χαρακτηριστικά που μας αρέσουν; Δεν ψάχνουμε τελικά όλοι σε μεγάλο βαθμό σε νέους ανθρώπους τα ίδια πράγματα που ψάχνουμε όταν ψάχνουμε ασχόλιες, αποδράσεις, ιστορίες για τον εαυτό μας στις οποίες θα μπορέσουμε να χαθούμε;

Κάποτε είχα διαβάσει για έναν Έλληνα ο οποίος είχε ταξιδέψει σε κάθε χώρα της γης και είχε ανακαλύψει ότι για κάθε ταξίδι που κάνεις θες μετά να πας άλλα δύο, κι έτσι καταλήγει η λίστα με τα ταξίδια που θέλεις να κάνεις να είναι πάντα τουλάχιστον διπλάσια σε έκταση από αυτή με αυτά που έχεις όντως κάνει. Το καλύτερο; Αυτο δεν φαίνεται να αλλάζει, είτε δεν έχεις βγει ποτέ απ’ τη χώρα σου είτε τις έχεις δει κυριολέκτικα όλες. Προφανώς ο κόσμος είναι φαινομενικά άπειρος. Κυριολεκτικά δεν διαθέτουμε τα νοητικά μέσα για να μπορέσουμε πότε να φανταστούμε πόσο πολλοί άνθρωποι και πόσες ιστορίες υπάρχουν, κι αυτό ευτυχώς κάποια στιγμή το αποδεχόμαστε φυσικά. Σχεδόν όλοι.

Σε αντίθεση με όλους αυτούς τους τομείς της ανθρώπινης εμπειρίας οι οποίοι είναι αυτονότητα και αυταπόδεικτα αχανείς, νιώθω εδώ και πολλά χρόνια ότι τα games δεν ανήκουν μεταξύ αυτών, το οποίο είναι περίεργο, γιατί φυσικά τώρα το 2015 βγαίνουν περισσότερα παιχνίδια παρά ποτέ. Για κάποιον λόγο όμως μου δίνεται η εντύπωση ότι αν ήθελα να παίξω ό,τι αξίζει να παίξω, αυτό θα ήταν μέσα στη σφαίρα του δυνατού. Ήδη έχω τα μισά συγκεντρωμένα όμορφα κι ωραία στο Steam Library μου. Πρόκειται φυσικά για πελώρια πλεκτάνη. Βέβαια, αν ήθελα ποτέ να χαρίσω κάποιο, δεν θα μπορούσα να το κάνω. Αυτή την αίσθηση της ντουλάπας που είχε μέχρι χτες ρούχα που χάρισες και τώρα είναι υπέροχα άδεια; Ε, αυτή την εμπειρία δεν θα στη δώσει το Steam ποτέ. Μα ποτέ.

Νιώθω ένα μεγαλύτερο άγχος να παίξω αυτά «που πρέπει να παίξω» κι ότι αν δεν το κάνω δεν θα είμαι τόσο ενημερωμένος gamer, παρά ας πουμε ότι πρέπει να διαβάσω βιβλία τα οποία είναι γνωστά και θεωρούνται must. Δεν θα σχολιάσω περισσότερο σε αυτό το σημείο το γιατί είναι σημαντικό για μένα υποσυνείδητα ή συνειδητά να είμαι ενημερωμένος gamer, νομίζω έγραψα ήδη αρκετά. Με απλά λόγια όμως, στα βιβλία μου φαίνεται σχεδόν αυτονόητο ότι τα γούστα καθορίζουν τον χώρο που κινούμαι και δεν χρειάζεται να διαβάσω όλα τα νέα best-seller για να θεωρώ τον εαυτό μου σωστό αναγνώστη. Το γούστο μου καθορίζει τις επιλογές μου. Με τα games αυτό δεν συμβαίνει. Το marketing των ενημερωτικών game sites κι όλου του τρόπου που έχει στηθεί η πώληση παιχνιδιών σε εποχές κρίσης φαίνεται να πιάνει πολύ καλά σε μένα, καταφέρνοντας να μου πουλήσει παιχνίδια μόνο και μόνο με την υπόσχεση του παιχνιδιού και τι αυτό θα μου προσφέρει, χωρίς απαραίτητα να το παίζω τελικά ποτέ. Είναι σαν το να ευχαριστιέσαι ένα παιχνίδι ως παιχνίδι να είναι το λιγότερο. Τι έχω χάσει ρε παιδιά;

Σίγουρα όμως δεν είναι μόνο το marketing. Πραγματικούς φίλους βιβλιοφάγους που να ακολουθούν τα τεκταινομενα δεν έχω. Ωστόσο έχω πολλούς φίλους gamers με τους οποίους νιώθω λιγάκι πιο αποκομμένος κάθε φορά που δεν μπορώ να συζητήσω μαζί τους ένα νέο παιχνίδι, πόσο μάλλον πιο συγκεκριμένα αυτά τα ψιλοάκυρα τα οποία επιλέγω εγώ να παίζω συνήθως και λίγους ξέρω με τους οποίος θα μπορούσα να μιλήσω για αυτά ή να τα παίξουμε μαζί.

Θα μπορούσε η ανάγκη μου να παίξω να είναι ενδόμυχος τρόπος να αντιμετωπίσω την αδυναμία μου να κρατήσω κοντά μου ανθρώπους με τους οποίους έχουμε συνεχώς λιγότερα σημεία επαφής και απομακρυνόμαστε;

Και μια στιγμή. Σε ποιο σημείο τέλος πάντων όλης αυτής της ανάλυσης θα έρθει να κουμπώσει το ότι μιλάμε απλώς για παιχνίδια; Για χιλιάδες πραματάκια τα οποία οποία έχουν κατασκευαστεί για να κονταροχτυπηθούν για το ποίο θα κερδίσει την προσοχή, τον χρόνο και τα χρήματα μας, όλοι πόροι περιορισμένοι, με πρώτον απ’ όλους να είναι προφανέστατα, αφού έχουμε την πολυτέλεια να γράφω και να διαβάζετεαυτά τα κατεβατά, την προσοχή; Είναι αλήθεια ότι μου δίνουν μια καλή δικαιολογία για να μην σκέφτομαι το ότι θα μπορούσα να δημιουργώ. Και μάλιστα λένε ότι ένας από τους λόγους που τόσοι από εμάς τους δυτικούς βολεμένους πάσχουμε από κύματα κατάθλιψης είναι ότι μας έχουν δοθεί τόσοι διαφορετικοί τρόποι να γίνουμε παθητικοί καταναλωτές media και πληροφορίας (μάλλον ποτέ ο δείκτης δημιουργίας/κατανάλωσης μας δεν ήταν πιο χαμηλά) και βρισκόμαστε να σπαταλάμε τόσον χρόνο, λεφτά και φαιά ουσία για τις συλλογές από παιχνίδια, ταινίες, σειρές μας κτλ, που τελικά ατροφεί η επαφή μας με το δημιουργικό μας κομμάτι και σιγά-σιγά μπαίνουμε στη διαδικασία να αναρωτιόμαστε: what’s the point?

Αν το παραπάνω όντως ισχύει, τι είναι αυτό που αποφεύγουμε πεισματικά να δημιουργήσουμε και με την πρώτη ευκαιρία, σαν αυτόματο ανακλαστικό, καταφεύγουμε στην ζεστή θαλπωρή της γνώριμης παθητικής καταναλωτικής, στο οποίο πατάει η βιομηχανία των games αλλά και διάφορων άλλων θεαμάτων;

Δεν θέλω να συνεχίσω να ανησυχώ και να προβληματίζομαι για ανούσια θέματα. Θέλω να δημιουργήσω, θέλω να ανακαλύψω. Θέλω να παίξω, αν όχι πάνω απ’ όλα, σίγουρα γενικότερα στη ζωή. Το παιχνίδι είναι ζωή. Αλλά θέλω ό,τι κάνω να το ευχαριστιέμαι, όχι να κάνω κάτι ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα το ευχαριστηθώ. Δεν γίνεται να συνεχίσω να τρέφω αυταπάτες ότι μια μέρα θα έχω χρόνο για όλα, για όλους, για το παντού. Εσείς κι εγώ ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλα φαίνονται να αιωρούνται  μπροστά μας, έτοιμα να τα αρπάξουμε. Αλλά όταν έχεις μπροστά σου 500.003 πράγματα αντί για 3, πόσο πιο δύσκολο είναι να απλώσεις το χέρι για να διαλέξεις ένα; Θα μπορούσε να είναι αλήθεια, όπως στο λινκ που μόλις παρέθεσα, ότι όσες πιο πολλές επιλογές έχει κανείς, τόσο λιγότερο ικανοποιημένος και ευχαριστημένος μπορεί να είναι; Εδώ σε μια ταβέρνα πας και σου παίρνει μισή ώρα να παραγγείλεις…

Επιστρέφω σε αυτόν τον προβληματισμό του «πρεπει να κάνω το ένα ή το άλλο για να είμαι ενημερωμένος/ψαγμένος/αποδεκτός και όχι επειδή με ενδιαφέρει πραγματικά» αρκετά συχνά, και νομίζω ότι είναι από τα μεγάλα μου μπλοκαρίσματα για να ξεκινήσω δημιουργικές διαδικασίες που τις χρειάζομαι επειγόντως. Τα games είναι από τα πράγματα που είναι μαζί μου το περισσότερο διάστημα γι’ αυτό είναι και πιο δύσκολο για μένα συναισθηματικά να κοιτάξω αυτό το κομμάτι του εαυτού μου πραγματιστικά και να δω ειλικρινά ποια θέλω να είναι η σχέση μου με αυτό. Πολλά από αυτά που αναφέρω παραπάνω σε σχέση με αυτό είναι απλά αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις που με κρατάνε κάπου που δεν θέλω να ‘μαι.

Συγνώμη Nameless One. Μπορεί μια μέρα να μάθω την ιστορία σου και του κόσμου σου του Sigil με τις πολλές πύλες που όντως φαίνεται συναρπαστικός. Αλλά κι αν αυτό δεν συμβεί, απλώς θα παραμείνεις ένας ακόμα nameless one μεταξύ πολλών. Έντιμων, ενδιαφέροντων nameless με τους οποίους, πολύ απλά, ε… δεν έκατσε.

planescape_uninstall

Σχετικό ποστ που έγραψα πριν δύο χρόνια: First World Άγχος

First World Άγχος

Τις τελευταίες μέρες απλά δεν μπορώ να ησυχάσω. Eίμαι συνεχώς στην τσίτα, λες και κάτι μέσα μου είναι ανεκπλήρωτο. Αν θέλω να είμαι πραγματικά ειλικρινής με τον εαυτό μου, κατα βάθος τα πράγματα είναι έτσι εδώ και χρόνια. Ελπίζω ότι γράφοντας τα παρακάτω θα με μπορέσω να ξεφύγω για λίγο από την τρέλα μου και θα δω τα πράγματα αλλιώς.

Στις 7 Ιανουαρίου φεύγω για τη Βουλγαρία, όπου θα μείνω για 9 μήνες για να κάνω το EVS μου στην κεντρική βιβλιοθήκη της Σόφιας. Είμαι ενθουσιασμένος για τις πολύτιμες νέες εμπειρίες και την αλλαγή στην καθημερινότητα που θα μου προσφέρει αυτή η ευκαιρία – μετά από 2 χρόνια στην Αθήνα, ήταν νομίζω καιρός! – όμως η απόσταση μου απ’την Δάφνη βαραίνει την καρδιά και βρωμίζει τον ενθουσιασμό. Θα είναι μια καινούργια περιπέτεια, με νέες συγκινήσεις, θέλω να σκέφτομαι. Όμως αυτός ο χρονικός περιορισμός δημιουργεί μια ασφυκτική πίεση.

Συνεχώς πρέπει να γεμίζω τον χρόνο μου με κάτι για να νιώθω ότι έχω αξιοποιήσει τη μέρα μου όσο το δυνατόν «καλύτερα». Έχω σετάρει το HabitRPG μου (το οποίο τώρα είναι στο tavern εδώ και 3 μέρες), γράφω ένα-δυο morning pages (τις περισσότερες μέρες τουλάχιστον),  προσπαθώ να κάνω πράγματα τα οποία θα με κρατήσουν μακριά από τον υπολογιστή, πιο κοντά σε φίλους και αγαπημένους ανθρώπους και τον δικό μου δημιουργικό εαυτό. Ξανά και ξανά όμως αποτυγχάνω. Αγοράζω κάθε μέρα παιχνίδια στα Steam Sales και όσο περισσότερο χαζεύω τις προσφορές, τόσο λιγότερο παίζω. Έχω βάλει στο reddit όριο αλλά χαζεύω άλλα sites. Όταν με καλούν φίλοι για να βγούμε, γκρινιάζω γιατί θέλω χρόνο μόνος μου – και συχνά, όταν τον έχω, δεν τον κάνω αυτό που ήθελα να τον κάνω αρχικά.

Νιώθω τόσο πνιγμένος από το πόσο μικρές είναι οι μέρες και το πόσα θέλω να κάνω, πόσα πράγματα πρέπει να αφαιρέσω από το νοητό checklist – γιατί το να έχεις ένα πραγματικό είναι “πιεστικό” – που όλο αυτό μου έχει δημιουργήσει άγχος, stress, την αγωνία να είμαι πάντα ο καλύτερος που μπορώ να είμαι… Κι έτσι, το να κάτσω και όντως να απολαύσω ένα βιβλίο, μια ταινία, ένα game, μουσική, μια βόλτα,  ένα δοκιμάσω κάτι νέο ή άλλα πράγματα τα οποία με γεμίζουν κανονικά όταν είμαι μόνος, γίνεται πια μια διαρκής απορία: χρησιμοποιώ τον χρόνο μου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο;

Άλλα τρία βιβλία για το Goodreads Challenge 2013, για να φτάσω τα 45 βιβλία – ξεχνάω ότι δεν είναι παρα ένας αριθμός. Tουλάχιστον 3 παιχνίδια που θέλω να τερματίσω πριν φύγω – γιατί μετά ποιος ξέρει αν και πότε θα μπορώ να παίξω στο λάπτοπ; 305 διαφορετικά πράγματα που είναι «στην λίστα μας» με τη Δάφνη, από βόλτες με άγνωστα λεωφορεία με τις φιλμάτες μας μηχανές μέχρι ταινίες που θέλουμε να δούμε, Breaking Bad, fondue ή στέκια που έχουμε πει εδώ και μήνες να επισκεφθούμε μαζί για το Spotted by Locals, τώρα που υπάρχει λίγος χρόνος ακόμα… Ο οποίος πιέζει όλο και πιο ασφυκτικά, και όσο πιο ασφυκτικά πιέζει, τόσο γκρινιάζεις ότι δεν μπορείς να αναπνεύσεις και στην πραγματικότητα δεν κάνεις, δεν αναπνέεις, δεν αφήνεσαι!

Δεν είμαι έτσι κανονικά. Δεν πιστεύω στα γεμάτα ημερολόγια και στις ατζέντες, στον αυστηρά κατανεμημένο χρόνο για μάξιμουμ αποδοτικότητα, στο παραγέμισμα κάθε λεπτού της ημέρας για να μην πάει ούτε μια στιγμή χαμένη στη μαύρη τρύπα της απραγίας! Είναι ένα σκοτεινό μονοπάτι που εύκολα οδηγεί στην τρέλα, όπως πολλοί πολιτισμοί της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης κι όχι μόνο, που λειτουργούν υπο ένα τέτοιο καθεστώς, μπορούν να μας δείξουν. Θυμάμαι τη Μόμο και τους γκρίζους άντρες, μερικές φορές, όταν κάνω αυτές τις σκέψεις, και νιώθω ακόμα περισσότερες τύψεις που έχω πέσει σε αυτή την παγίδα.

Kανονικά πιστεύω στην τεμπελιά, στην ανεμελιά, στο πρόγραμμα το οποίο φτιάχνεται μόνο του και προσαρμόζεται στις συνθήκες και στο πώς έρχονται τα πράγματα. Γενικά πιστεύω στη ροή, στο ρεύμα (the flow), το οποίο με κάνει ακόμα πιο αγχωμένο τώρα: τι έχει την καθημερινότητα και τις ανάγκες μου αφύσικες; Πρέπει να είσαι ένας άκαμπτος άνθρωπος για να μπορείς να ακολουθήσεις ένα αυστηρό πρόγραμμα, και δεν θέλω να είμαι αυτός ο άνθρωπος, παρα τα όποια οφέλη, τα οποία αν με ρωτούσατε τώρα ποια είναι δεν θα μπορούσα να κατονομάσω.

Ξέρω όμως από πού προέρχεται αυτή η βιάση, αυτή η αδυναμία χαλάρωσης, αυτή η απόγνωση του «ΠΟΤΕ ΘΑ ΤΑ ΚΑΝΩ ΟΛΑ ΑΥΤΑ;;;» Είναι φυσικά το Ιnternet.

Πόσο συχνά ακούτε τα τραγούδια που ποστάρουν οι άλλοι στο facebook; Εγώ σχεδόν ποτέ, εκτός κι αν πρόκειται για ένα τραγούδι από κάποιον που ξέρω ότι έχει γούστο παρόμοιο με το δικό μου και επιπλέον δεν ακούω κάτι εκείνη τη στιγμή. Πόσο συχνά σας προτείνουν φίλοι media προς κατανάλωση – ταινίες, βιβλία, παιχνίδια, μουσική, σειρές… όλα αυτά τα οποία μας διασκεδάζουν, μας κάνουν να σκεφτούμε αλλά και δεν μας αφήνουν να σκεφτούμε ή να δημιουργήσουμε – και πόσο συχνά βλέπετε προτάσεις μέσα από το web; Με το Internet, ξαφνικά όλοι, είτε βρίσκονται στον άμεσο κύκλο σας, είτε στον ευρύτερο, είτε συνδέονται μαζί σας μέσω της κοινότητας στην οποία ανήκετε (δεν έχει σημασία αν είναι το φετιχιστικό σάιτ με φυστικοβουτυροφιλία ή κάτι όσο αθώο όσο το tumblr ή το deviantart), όλοι μπορούν να σας επηρεάσουν με το άρθρο τους, τα ποστ τους, τις κριτικές για τα αγαπημένα τους βιβλία.

Αν κάτι υπάρχει, υπάρχει στο νετ, κι αν κάτι υπάρχει στο νετ, ανάλογα τα σάιτ που μπαίνω, μου δίνεται φάτσα κάρτα στο πιάτο, στη μούρη, όλη μέρα, κάθε μέρα. Ξαφνικά πρέπει να διαβάσω όλα τα βιβλία που αρέσουν σε όλους, πρέπει να πάω στα μέρη που προτείνουν όλοι… Υπάρχει τέτοιος πλουραλισμός που ξεχνάμε, κι εγώ πρώτος απ’όλους, οτί απλά δεν γίνεται να τα κάνεις όλα. Είχα αναρτήσει κι ένα άρθρο εδώ σχετικά με αυτό ακριβώς, και με βοήθησε να το ξεθάψω: The Sad, Beautiful Fact That We’re Going To Miss Almost Everything.

Ψάχνοντας στο reddit (ναι ναι, ούτε καν στο ποστίο μου δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, εννοούνται αυτά!) για θέματα σχετικά με το παραπάνω άρθρο, έπεσε η ματιά μου σε αυτό το πολύ καλό το οποίο περιγράφει αρκετά καλά την περίπτωση μου, γιατί το περισσότερο άγχος μου για κάποιο λόγο δημιουργείται κυρίως από τα games. Ο τύπος ανέλυσε το γιατί μια χαρά (ειδικά αν λάβετε υπ’όψη σας και το τι διάολος είναι το Steam): Steam Library Fatigue

Πριν λίγες μέρες είχα ξυπνήσει με πολλά πράγματα στο κεφάλι μου. Είχα να κάνω το Skype Call με το Εμείς κι ο Κόσμος για τη Σόφια, δεν είχα προλάβει να γράψω τα morning pages μου και για άλλο ένα βράδυ έπρεπε να βγω (νομίζω ότι μέρος αυτού του άγχους είναι ότι έχω περάσει το πολύ ένα-δυο βράδια μόνος, ή έστω στο σπίτι, τις τελευταίες δυο βδομάδες). Αντί να είμαι ευγνώμων που τελικά έχω την ευκαιρία να βλέπω τους ανθρώπους που σύντομα πλέον δεν θα μπορώ για αρκετό καιρό, γκρινιάζω έτσι… Τραβάτε με κι ας κλαίω: απ’τη μία είμαι μοναχικός και γουστάρω, απ’την άλλη θέλω περισσότερη επαφή…

Τέλος πάντων, βρέθηκα με τον  Φάνη και του εξήγησα γιατί ένιωθα αυτό το άγχος. Αναγνώρισα σε αυτά που είπα και που είχα ανάγκη να του τα πω ότι υπάρχει ένας ψυχαναγκασμός σε αυτά τα συναισθήματα. Κι εκείνος μου το είπε: «είναι απλά παιχνίδια, χαλάρωσε. Και τα 45 βιβλία είναι ήδη πολλά!»

Η απάντηση μου: «Δεν ξέρω αν είναι πολλά, κάποιοι στο Goodreads διαβάζουν 100.»

Τσουπ! Να το πάλι: δεν μπορώ να σταματήσω να συγκρίνομαι με ό,τι υπάρχει εκεί έξω και να μου δημιουργώ άγχη τα οποία ίσως εκφράζουν το μόνιμο και υποβόσκον κόμπλεξ κατωτερότητας μου. Ψάχνω τι θα καταφέρει να δείξει -περιέργως πρώτα στον εαυτό μου- ότι είμαι σε μια καλή πορεία και δεν χάνω ευκαιρία να βελτιωθώ. Θέτοντας το έτσι ακούγεται σχεδόν άρρωστο, όμως είναι γεγονός. Το πρόβλημα μου δεν είναι ότι ψάχνω κάτι το οποίο στο μυαλό μου θα με κάνει καλύτερο ή ισάξιο με τους άλλους, αυτό από μόνο του είναι νομίζω κάτι το υγιές και κάτι το οποίο φέρνει κυρίως καλές αλλαγές.

Το πρόβλημα είναι σε τι ψάχνω το ego boost, ότι ακόμα για κάποιον λόγο ψάχνω την προσωπική αναγνώριση και αξία σε βλακειούλες όπως τα παιχνίδια που έπαιξα ή τα βιβλία που διάβασα, πράγματα που σε τελική ανάλυση φαίνονται να έχουν σημασία μόνο στο ίντερνετ και πολύ λίγο ή καθόλου στην «πραγματική ζωή». Αν περνούσα λιγότερο χρόνο ονλάιν είμαι σίγουρος ότι θα ένιωθα πολύ λιγότερο αυτούς τους περίεργους ψυχαναγκασμούς. Κι όμως, οι περισσότερες προσπάθειες μου μέχρι σήμερα δεν ήταν τόσο ριζοσπαστικές ή αποτελεσματικές…

Με όλα αυτά, οι στόχοι μου, τουλάχιστον σε υποσυνείδητο επίπεδο, περιερίζονται και γίνονται εσωστρεφείς και καθόλου δημιουργικοί. Σκοτώνω τον δημιουργικό μου εαυτό κάθε μέρα με τις μαλακίες μου, προτιμώντας να μη ζω αλλά να σκαλώνω. Είχα διαβάσει κάποτε στο HighExistence ότι για να είσαι ευτυχισμένος-δηλαδή για να μην βαριέσαι- πρέπει η αναλογία δημιουργίας-κατανάλωσης σου να είναι  το λιγότερο 1 προς 10. Ακούγεται πολύ, έτσι δεν είναι; Έτσι όμως έχουμε καταντήσει, να μας φαίνεται πολύ. Και έτσι όπως πάω εγώ, αυτή η αναλογία έχει ξεπεράσει το 1 προς 5000 και κάθε μέρα αυξάνεται, κι εγώ ποτέ δεν χορταίνω. Γιατί με σταματάω με την παθητικότητα της διαρκούς κατανάλωσης, πχ με το να παίζω και να διαβάζω; Γιατί αυτό είναι το εύκολο, το γνωστό. Αυτό το οποίο δεν χρειάζεται να περάσει την κρίση κανενός, ή να έχει την συμμετοχή κανενός εκτός του εαυτού μου. Μου επιτρέπει να περιορίστώ σε στόχους που η επίτευξή τους δεν θα με αναγκάσει να περάσω το κατώφλι της φούσκας μου.

Και να πεις ότι αυτές τις συνειδητοποιήσεις τις έκανα τώρα… Όχι, τις κάνω ξανά και ξανά χωρίς να αλλάζει κάτι πρακτικά.

Δεν λέω, έχω κάνει μεγάλα βήματα τον τελευταίο καιρό. Μεγαλώνω τα όρια του comfort zone μου, τολμάω περισσότερο, είμαι σε θέση να αμφισβητήσω τον εαυτό μου και τις παλιές μου συνήθειες (σχεδόν νιώθω άβολα όταν δεν το κάνω, άλλο θέμα από εκεί) και όταν μιλάω για κόμπλεξ κατωτερότητας, έχει περισσότερο να κάνει με τα υπολείμματα αυτού και όχι κάτι πραγματικά καταστρεπτικό. Είμαι πολύ πιο άνετος με την ιδέα ότι κάποιοι θα με αγαπάνε αλλά και κάποιοι αναγκαστικά θα με αντιπαθούνε και εμπιστεύομαι περισσότερο το ότι έχω κάτι να πω, κάτι να προσφέρω, το οποίο δεν θέλω να το κρίνω και θέλω να το προστατέψω. Για όλα αυτά είμαι περήφανος και ευχαρίστημενος, και με το δίκιο μου.

Με όλα αυτά όμως, είναι αστείο όταν με πιάνει το άγχος ότι δεν έπαιξα το τάδε ή το δείνα παιχνίδι, δεν είδα εκείνον ή εκείνην, δεν προετοίμασα το δώρο που είχα στο μυαλό μου, απέτυχα να κάνω και τα 55 πράγματα τα οποία χτες υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα έκανα γιατί είναι τόσο ενδιαφέροντα. Μάλλον κάποια πράγματα ποτέ δεν τα ξεπερνάς πραγματικά ποτέ, παρα πρέπει συνέχεια να είσαι σε επιφυλακή ώστε να θυμίζεις στον εαυτό σου ότι παρ’όλο που είναι κομμάτια του εαυτού σου δεν χρειάζεται να τα έχεις μαζί σου παντού και πάντα, μπορείς να υπάρξεις και χωρίς αυτά, τουλάχιστον μέχρι να αναγεννηθούν σε τυχαία στιγμή, δυνατότερα ή -ελπίζεις- πιο αδύναμα.

Όλα αυτά με εμποδίζουν να έχω τη ζωή που πραγματικά θα ήθελα να να έχω, αλλά είναι τάσεις και συνήθειες που δύσκολα κόβεις και αναθεωρείς, ακόμα κι αν ξέρεις ότι θα μπορούσες να κάνεις πολύ καλύτερα πράγματα με τον εαυτό σου…

Να το, να το! Το κάνω πάλι!

Review: Η αυτοεκτίμηση

Η αυτοεκτίμησηΗ αυτοεκτίμηση by Christophe André & François Lelord

My rating: 3 of 5 stars

Κλασικά: διαβάζεις ένα τέτοιο βιβλίο, βλέπεις ξεκάθαρα πώς μπορεί να σε βοηθήσει, αυτά που μαθαίνεις μένουν μαζί και για λίγο καιρό… Σχεδόν λες ότι ίσως και να έχεις κάνει ένα βήμα για να αγαπήσεις τον εαυτό σου περισσότερο και να μπορείς να ζεις για τον εαυτό σου και όχι για τον αποδχή από τους άλλους — που αν το σκεφτείτε είναι λίγο περίεργο, αφού ο άνθρωπος ως κοινωνικό ων ΖΕΙ για την αποδοχή των άλλων και ο εξοστρακισμός και η απόρριψη είναι ο εφιάλτης του. Οπότε αυτοί που έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση νιώθουν πως δεν χρειάζονται τους άλλους ή αναγνωρίζουν ότι σε περίπτωση που απορριφθούν δεν είναι δικό τους το σφάλμα αλλά των υπόλοιπων και αποκρούουν το χτύπημα λες και δεν ήταν τίποτα;

Τέλος πάντων, αυτά μένουν για λίγο μαζί σου αλλά συχνά το μεγαλύτερο κομμάτι τους ξεπλένονται από πάνω σου σαν μελάνια κάτω από παγωμένο νερό. Το δύσκολο είναι να κάνεις όσα διαβάζεις μέρος σου σε ένα βαθύτερο επίπεδο, και για αυτό δεν φτάνει ένα βιβλίο. Είναι χρήσιμο το δίχως άλλο αλλά απαιτεί μια προσπάθεια σε πολλούς τομείς της ζωής.

Σχετικά με το ίδιο το βιβλίο, βρήκα το πρώτο κεφάλαιο που ανάλυε το τι είναι και από τι προκύπτει η αυτοεκτίμηση και τα τελευταία δύο-τρία κεφάλαια τα πιο ενδιαφέροντα. Γενικά θα το ξαναδιάβαζα.

View all my reviews

Γιατί να τον πάρω φωτογραφία; Και γιατί στον άλλον έδωσα ψιλά, που δεν το κάνω ποτε;

Πριν μερικές μέρες περπάταγα στους δρόμους του κέντρου. Ήταν οι πρώτες μέρες της απεργίας του μετρό. Από όλους τους ικέτες, άστεγους και άλλους λιγότερο τυχερούς από εμάς που προσπαθούμε να τους αγνοούμε και να τους αποφεύγουμε, έπεσε το μάτι μου σε έναν συγκεκριμένο, ενώ περπάταγα την Πανεπιστημίου. Καθιστός και χουχουλωμένος στις κουβέρτες του, διάβαζε ένα τεύχος Μίκυ Μάους. Κοντοστάθηκα.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν: αυτή θα ήταν ωραία φωτογραφία. Η σκέψη ήρθε πριν από τα συναισθήματα που θα με έκαναν να θέλω να την φωτογραφίσω, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Ήταν όντως μια συγκινητική στιγμή. Η παιδική, αθώα ματιά στον κόσμο συναντούσε την απόλυτη σκληράδα, τη ζωή που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει το αντίθετο της αθωότητας. Ήταν σαν τη σκηνή από το Samsara – άλλη φορά θα γράψω για την υπερτατότητα αυτής της ταινίας και του Baraka, το οποίο πρίζω τους πάντες να δουν αλλά κλασικά έχουν τη δική τους λίστα στην οποία δύσκολα χωράνε προτάσεις, όπως έχουμε όλοι μας. Σε αυτή τη σκηνή ένας τύπος, μπρατσαράς, γεμάτος τατουάζ, έχει αγκαλιά ένα μωρό. Μια στιγμή, το βρήκα. Ο άστεγος και ο τατουαρισμένος πατέρας παίζουν με τις προσδοκίες μας: τι σημαίνει να είσαι άστεγος; Φανταζόμαστε, εμείς οι ένστεγοι, ότι οι άστεγοι πρέπει να μην έχουν ενδιαφέροντα και σκέψεις, αφού όλη μέρα πίνουν ή κοιμούνται ή ικετεύουν. Ή διαβάζουν παιδικά κόμικς. Ή ρεμβάζουν. Βλέποντας έναν τατουαρισμένο συμμορίτη ποτέ δεν θα περιμέναμε ότι θα μπορούσε να κρύβει μέσα του κάτι σαν… τρυφερότητα. Και αυτό μας είναι που μας κάνει εντύπωση στη σκηνή. Τα πράγματα που μας μένουν είναι αυτά που σπάνε τις προσδοκίες, και καθώς οι προσδοκίες και η κοσμοθεωρίες σπάνε, αφήνουν φως να μπει από αυτό το καλοχτισμένο αλλά καθόλου μελετημένο τοίχο που έχουμε χτίσει γύρω μας ώστε να βλέπουμε τη ζωή μόνο όπως θα περιμέναμε ήδη να τη δούμε. Το φως αυτό λέγεται νέες εμπειρίες αλλά το τείχος που το εμποδίζει δεν αργεί να ξαναχτιστεί, αν είμαστε τυχεροί τουλάχιστον θα είναι με καινούργια, φωτεινά τούβλα.

Δεν τα γράφω όλα αυτά για να κάνω ανάλυση του γιατί μου έκανε εντύπωση η συγκεκριμένη σκηνή, έστω κι αν μόλις το έπραξα. Τα γράφω γιατί το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, η πρώτη σκέψη, ήταν ότι η σκηνή θα ήταν μια ωραία φωτογραφία, και φυσικά όλα τα παραπάνω θα μπορούσε να τα πει μια φωτογραφία χωρίς να χρησιμοποιεί λέξεις – κατα πάσα πιθανότητα πολύ πιο εύγλωτα. Ποιος καλύτερος τρόπος από το να απεικονίσεις αυτήν την αντίθεση, αυτό το «τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και μόλις σας ανέτρεψα -έστω και λίγο- τα αρχέτυπα και τις εικόνες που χρησιμοποιούσατε για να βγάλετε νόημα από αυτόν τον κόσμο»;

Όντως, αν ήθελα να το κάνω αυτό θα ήταν ένας πολύ καλός και πετυχημένος τρόπος να το κάνω. Να βγάλω τη φωτογραφία. Όποτε σωστά το σκέφτηκα όπως κάθε καλλιτεχνική φύση.

Η δεύτερη σκέψη όμως που έκανα, η οποία ήρθε αμέσως μετά την πρώτη, πήγε τα πράγματα σε ένα τελείως άλλο επίπεδο: «γιατί; Γιατί θέλω να τραβήξω συγκεκριμένα τη δυστυχία/ευτυχία/καθημερινότητα ενός ανθρώπου; Ακόμα κι αν λέγαμε ότι κάνω τέχνη, μήπως το ότι είναι άστεγος είναι ένα στοιχείο το οποίο θα χρησιμοποιούσα για να συνεισφέρω στην αίγλη της φωτογραφίας αλλά και στο image μου (pardon the pun) ως αυτού που κοίταξε μέσα από τον φακό και πάτησε το κλείστρο; Έτσι θα έδειχνα ότι συγκινούμαι ή/και νοιάζομαι για τους χτυπημένους από την ανισορροπία του κόσμου. Ας μην ξεχνάμε, τραβώντας τους φωτογραφίες είναι πολύ in και σου προσδίδει μια κοινωνική ευαισθησία  γιατί έτσι δείχνεις ότι προσέχεις τους άστεγους και δεν τους προσπερνάς αδιάφορος σαν όλους τους άλλους. Ποια σχέση όμως με αυτόν τον άνθρωπο θα προκύψει, τον οποίο ουσιαστικά θα χρησιμοποιήσω για να τραβήξω ένα ωραίο και ενδιαφέρον θέμα – ας μην το κρύβουμε, για να πουλήσω συγκίνηση και μια “χαμένη ομορφιά στη μαγεία της στιγμής”;»

Δεν τον τράβηξα φωτογραφία. Ένιωθα πως θα τον προσέβαλα. Θα ένιωθε (έκ)θεμα. Θα ένιωθε πως το ενδιαφέρον μου για αυτόν θα άρχιζε και θα τελείωνε ακριβώς στο τί θα μπορούσα να κερδίσω εγώ από αυτόν ως «απαθανατιστής της στιγμής». Αυτό που με προβλημάτισε είναι ότι θα είχε δίκιο.

Η ηθική υπόσταση του να αφαιρείς τους ανθρώπους από το χρόνο και τον χώρο, να τους εξαπλουστεύεις και να τους δίνεις τη δική σου νοηματοδότηση και παράλληλα το ερώτημα αν δημιουργείται ακόμα και αν χρειάζεται να υπάρχει μια ανθρώπινη σχέση κατανόησης και σεβασμού ανάμεσα στο θέμα και στον φωτογράφο έχει απασχολήσει φωτογράφους πολύ πιο εμπνευσμένους από εμένα. Είναι βρίσκω ένα σωστό ηθικό δίλημα: πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους που θα βρεθούν στη φωτογραφία μας σαν κάποιον με αισθήματα ή θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι και ρομπότ, υποθετικά μιλώντας χωρίς αισθήματα ή απόψη σχετικά με το αν θέλουν να φωτογραφηθούν ή όχι;

Έφυγα χωρίς να πάρω φωτογραφία άλλα έγραψα αυτό το κείμενο. Πόσο διαφορετικό είναι κατα βάθος;

Σήμερα περπάταγα με την Ινές (^Ω^) στην Ερμού και πετύχαμε αυτόν τον τύπο.

Δεν δίνω γενικά λεφτά σε μουσικούς του δρόμου, άστεγους ή πρεζάκια. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί με ενοχλούνε με τη συχνά πλαστή μιζέρια τους. Μια βολική απάντηση είναι ότι έχω αναπτύξει άμυνες ώστε να μην τους «λυπάμαι υπερβολικά» και να τους δίνω κάτι πάντα, όπως ίσως θα έκανα αν έμενα και μετά την ενηλικίωση με την ατέλειωτη συμπόνοια που έχει ένα παιδί, αν ο κόσμος δεν με είχε κάνει πιο κυνικό και φοβισμένο τις περισσότερες φορές να νοιαστώ. Μπορεί να είναι μια ειλικρινής απάντηση αλλά δεν αλλάζει το γεγονός ότι τους αποφεύγω και κοροϊδεύω τον τον εαυτό μου λέγοντας του ότι είναι παράπλευρα θύματα μιας ανεξέλεγχτης για αυτούς κατάστασης, σαν τη θαλάσσια πανίδα γύρω από τα νησιά Μπικίνι τη δεκαετία του ’50, και ότι δεν θα πρέπει να τους αφήνω να με επηρεάζουν αρνητικά. Αν κάνουμε ότι δεν υπάρχουν, ίσως να καταφέρουμε μέχρι το τέλος της ημέρας να μην έχουμε φύγει από την κοσμάρα μας.

Σε αυτόν τον τύπο τελικά έδωσα 50 λεπτά, ξεκινώντας να σκέφτομαι τι ήταν αυτό που τελικά με έκανε να ανοίξω το πορτοφόλι σε εκείνη την περίπτωση. Μάλλον με κέρδισε επειδή με έκανε να νιώσω άνετα με την ιδέα ότι αυτό που πραγματικά ψάχνω είναι την επιβεβαίωση ότι ο κόσμος εκεί έξω είναι πραγματικά καλός, αισιόδοξος, αρκει να ψάχνεις την ομορφία σε κάθε μέρα, και όλα τα υπόλοιπα, κάτι που οι νορμάλ άστεγοι/μουσικοί του δρόμου απλά μου το καταπνίγουν. Ο άστεγος με τα Μίκυ Μάους μου άγγιξε την ίδια ευαίσθητη χορδή.

Ποια έιναι όμως η πραγματικότητα: αυτό που ο καθένας μας διαλέγει ως έκφραση της δικής του τέχνης ή όλες οι κοινοτοπίες από τις οποίες τρέχει μακριά; Μάλλον η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι από αυτές που κρίνουν την γενικότερη στάση σου προς την ζωή, όπως το αν προτιμάς τους σκύλους ή τις γάτες, ή αν πιστεύεις ότι τα μακροχρόνια σχέδια έχουν νόημα. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν καμιά απάντηση δεν σου κάνει, κυρίως στις ερωτήσεις που θέτεις εσύ στον εαυτό σου. Και αυτό το λέω για καλό.

Λοιπόν ναι, τέλειωσα με τη Μυτιλήνη. Ελπίζω να εμπνέω τον θαυμασμό.

Γεια σου! Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω που διαβάζεις αυτό εδώ το ποστ. Όχι τίποτα άλλο, δεν έχεις κανένα πραγματικό λόγο να το κάνεις. Υπάρχουν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να διαβάσεις, να χαζέψεις, να δεις ή να κάνεις εκεί έξω, στον τεράστιο κόσμο γνώσης, εμπειρίας, διασκέδασης και χαζομάρας που λέγεται παγκόσμιος ιστός — εκτός κι αν ο λόγος είναι προσωποκεντρικός και θέλεις να διαβάσεις αυτά που γράφω επειδή είμαι ΕΓΩ αυτός που τα γράφω. Σε κάθε περίπτωση, η αφοσίωση σου είναι μοναδική, ειδικά αν κρίνω από την έλλειψη σχολίων τους τελευταίους μήνες. Γι’αυτό λοιπόν, και πάλι, κι επειδή δεν έχεις καμιά υποχρέωση, σ’ευχαριστώ.

Σήμερα θα γράψω για δύο κυρίως πράγματα που με απασχολούν αυτές τις μέρες και πώς αυτά συνδέονται.

Το ένα, το μεγαλύτερο, το σπουδαιότερο, είναι ότι τη περασμένη εβδομάδα πήγα στη Μυτιλήνη και έδωσα τα τρία τελευταία μαθήματα που χρώσταγα (Οργάνωση Εκθέσεων, Εφαρμογές Κινητής Τεχνολογίας, Συστήματα Διαχείρισης στον Παγκόσμιο Ιστό), και τα πέρασα. Ο κύκλος που ξεκίνησε πριν έξι χρόνια έκλεισε. Είμαι πλέον ένος απόφοιτος, πτυχιούχος Πολιτισμικής Πληροφορικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας. Δεν έχω το πτυχίο στο χέρι, βέβαια, αλλά for all intents and purposes…

Αυτά τα έξι χρόνια ήταν τόσο σημαντικά για μένα που δε μπορώ να μπω καν στον κόπο να αρχίσω να λέω με ποιος τρόπους άλλαξα, ωρίμασα, ενηλικιώθηκα, αγάπησα τον εαυτό μου φτιάχνοντας τον και ανακαλύπτοντας τον· δεν ξέρω πόσο απ’το καθένα αλλά αυτή ίσως να ‘ναι απ’τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες ερωτήσεις που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, αν και η απάντηση πιθανόν να μην έχει σημασία.  Θέλω να γράψω κάποια ποστ αφιερωμένα στους ανθρώπους, τις ιδέες και τις παραστάσεις στις οποίες χρωστάω πολύ μεγάλο μέρος αυτής της μεταμόρφωσης. Μου αρέσουν άλλωστε οι ανασκοπήσεις, όπως μου αρέσει και να θυμίζω στους ανθρώπους τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίζουν ή να έχουν παίξει στη ζωή μου και να τους προσφέρω άλλο ένα χαμογελο έτσι.

Ωραία. Ας επιστρέψουμε στο γεγονός των ημερών. Τελειώνεις τα μαθήματα σου. Τα πάντα από εκεί και πέρα έχουν κάτι το χρονομετρημένο και μοιραίο. Όσους γνωστούς έβλεπα τις υπόλοιπες μέρες που ήμουν στη Μυτιλήνη είχα την αίσθηση ότι μπορεί να μη τους ξαναδώ ποτέ. Τι έπρεπε όμως να τους πω; Ποια μπορεί να είναι η απάντηση μου στις ευχές τους για καλή ζωή; Πώς μπορώ να τους χαιρετίσω με κάτι άλλο εκτός από ένα απαίσια ανειλικρινές «τα λέμε σύντομα»;

Πώς χαιρετάς κάποιον που χαιρόσουν να βλέπεις πού και πού και να μαθαίνεις νέα του όταν πήγαινες στη Μυτιλήνη, αλλά τον οποίο δεν ξέρεις αρκετά για να επιδιώκεις να συνεχίσεις να βλέπεις και η πρακτικότητα του ζητήματος τέλος πάντων το καθιστά υπερβολικά απίθανο; Υπήρχε αυτή η διμερής λυπητερή ανείπωτη παραδοχή σε πολλές από τις random encounters αυτών των ημερών.

Τι έκανα λοιπόν για να αποφύγω αυτή τη κατάματη ματιά στην «πραγματικότητα της τελευταίας συνάντησης» με πολλούς ανθρώπους που ούτως ή άλλως, όπως κι εγώ, δυσκολεύομαστε να δώσουμε σε αυτή τη συνάντηση την βαρύτητα που φανταζόμαστε ότι της αξίζει;

Δεν ανέφερα ότι είχα περάσει τα τελευταία μου μαθήματα. Δεν ανέφερα ότι τελείωσα τις σπουδές μου στη Μυτιλήνη. Περισσότερο το έκαναν άλλοι για μένα. Αυτό με έσωσε από συγχαρητήρια τα οποία δεν αξίζω (γιατί να δέχεσαι συγχαρητήρια επειδή ολοκλήρωσες κάτι που όχι μόνο πρέπει αλλά και σου αρέσει να κάνεις;), εξηγήσεις για το τι σκοπεύω να κάνω στο μέλλον, ερωτήσεις για το πώς νιώθω τις οποίες δεν θα μπορούσα να απαντήσω ειλικρινά, αλλά και βλέμματα φθόνου…

Αναρωτιώμουν: ποια είναι αυτή η λεπτή γραμμή μεταξύ ενημέρωσης των άλλων για το τι κάνεις, και καυχησιάς; Μετά από τι μετατρέπεται άραγε το «τέλειωσα τις σπουδές μου! Σoυ το λέω γιατί είμαι περήφανος και θέλω να χαρείς μαζί μου!», σε: «τέλειωσα, και στο λέω για να σου δείξω πόσο γαμάτος είμαι και για να με θαυμάσεις!»…; Αυτό που βλέπω τόσο πολύ γύρω μου είναι το δεύτερο… Μια τέτοια κρίση ανασφάλειας και ανάγκης αποδοχής και θαυμασμού βλέπω που αποφεύγω να μιλάω για μένα ώστε να μην με βάλουν στο ίδιο τσουβάλι οι άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να είναι σαν κι εμένα και πιθανόν έχουν αρχίσει να βαριούνται να ακούνε τους άλλους να περιαυτολογούν και να παθιάζονται με την δική τους μικρή ύπαρξη.

Είναι η τέλεια στιγμή να περάσουμε στο δεύτερο από τα δύο που με απασχολούν.


Δεν συνηθίζω τον τελευταίο καιρό να γράφω για το τι συμβαίνει στη ζωή μου όπως έκανα παλιότερα. Aυτό το καλοκαίρι έκανα κάμπιγκ και απίθανες διακοπές σε πανέμορφα μέρη (Σαμοθράκη, Γαύδο) που άλλοτε θα με ενέπνεαν για μακροσκελή κείμενα. Πήρα το πρώτο μου δίπλωμα στα Γερμανικά. Είχα τη χαρά να συμμετέχω σε ένα καταπληκτικό σεμινάριο στην Σχολή Καλών Τεχνών το οποίο, έτσι όπως βαίνουν τα πράγματα, κατα πάσα πιθανότητα θα αποτελέσει σημείο καμπής για τη ζωή μου. Γνώρισα ανθρώπους που νιώθω τυχερός που γνώρισα, είχα εμπειρίες που είμαι ευγνώμων που είχα… Είχα όμως και πολύ δουλειά για να καταφέρω να περάσω αυτά τα τρία τελευταία μαθήματα. Παρ’όλ’αυτά, τίποτα εδώ· άλλοτε θα οργίαζα.

Έχω αναφερθεί κι άλλες φορές στο ότι δύο πράγματα έχουν αλλάξει αυτή τη σχεδόν μισή δεκαετία (!) που υπάρχει το cubimension, σχετικά με το τι ποστάρω και τη σχέση μου μαζί τους: 1. Καθώς μεγαλώνω, λιγότερα πράγματα με εντυπωσιάζουν (σε βαθμό που να πιστεύω ότι αξίζει να τα μοιραστώ με ένα αόρατο κοινό), συμπεριλαμβανομένων φυσικά και αυτών που κάνω εγώ. 2. Έχω αρχίσει να βλέπω καχύποπτα την όλη κουλτούρα του να αυτοπροβάλλεσαι σε μορφή blog, facebook κτλ, που προωθεί την ιδέα ότι είσαι κάτι το ιδιαίτερο μόνο και μόνο επειδή έχεις πρόσβαση σε υπολογιστή και ξέρεις να γράφεις (υποτυπωδώς). Δεν υπάρχει η διάκριση μεταξύ αξιόλογου και ποταπού, ποιοτικού και χασίματος χρόνου, αυτών που θα έδειχνες περήφανα σε όλους και αυτών που θα έδειχνες μόνο στους πιο στενούς σου φίλους, των στιγμών που θα άξιζε να σχολιαστούν και των στιγμών που καλύτερα να μίλαγαν από μόνες τους. Είναι μέρος αυτό που προανέφερα: τα να μοιράζεσαι τα νέα σου με τόσο κόσμο ταυτόχρονα (το αναλογικό αντίστοιχο θα ήταν να βγαίνεις με ντουντούκα σαν τον γύφτο στη γειτονιά  και να φωνάζεις κάθε σου νέο. Μόνο που σε αυτή τη γειτονιά, όλοι σε ξέρουν…) ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ ενημέρωσης και ναρκισισμού, όταν οι άνθρωποι συμπεριφέρονται στον εαυτό τους λες και είναι μάρκες ή φίρμες, όπου περισσότερη προβολή, ανεξαρτήτος είδους, ακόμα και δυσφήμιση, είναι άνευ όρων θετική. Ορίστε ένα ενδιαφέρον σχετικό άρθρο, ως συνηθώς, για το facebook.

Με λίγα λόγια, αρχίζω και συνυπολογίζω τον παράγοντα «γιατί να θέλει κάποιος να διαβάσει αυτό που γράφω; Θα μάθει κάτι, θα του/της μείνει κάτι, θα κάνω κάπως τη ζωή του/της καλύτερη;» Είναι δύσκολες ερωτήσεις οι οποίες θέτουν σε αμφισβήτηση, εκτός από τον τρόπο που επιλέγουμε να εκφραζόμαστε κάθε μέρα με τους ανθρώπους γύρω μας, σε ένα πιο άμεσο επίπεδο, τους λόγους ύπαρξης αυτού του μπλογκ. Δε λέω, θέλω να μοιράζομαι πράγματα, ώραια και ενδιαφέροντα πράγματα, που βρίσκω ή που, γιατί όχι, κάνω και φτιάχνω εγώ ο ίδιος. Μου αρέσει κιόλας να γράφω πού και πού για το τι κάνω σαν να έγραφα σε δημόσιο ημερολόγιο, μου δίνει μια άρρωστα φιλάρεσκη ίσως αίσθηση ικανοποίησης να ξέρω ότι έχω ένα ημερολόγιο το οποίο οι άλλοι θα θέλουν να διαβάσουν. Έχω αποκτήσει όμως αρκετή συναίσθηση της ποταπότητας και της ματαιοδοξίας του να θέλεις ένα ευανάγνωστο ημερολόγιο, and once you see it, you can’t unsee it…

Γιατί τα γράφω όλα αυτά, τελικά; Απλά: από τη μία, ένιωσα πως το ότι πήρα πτυχίο ήταν κάτι το οποίο έπρεπε οπωσδήποτε να γράψω εδώ! Από την άλλη, η ολοένα και πιο δυνατή Ταπεινή και Διακριτική μου πλευρά φώναζε. Τα αποτελέσματα της σύγκρουσης και αυτών που εν τω μεταξύ βγήκαν στην επιφάνεια, θεώρησα πως, επιτέλους, είχαν κάποιο ενδιαφέρον.

Και μετά από αυτό το σούπερ-αυτοαναφορικό ποστίο, ας επιστρέψουμε σε αυτό που ποραγματικά έχει σημασία:

Στη Μυτιλήνη και σε ό,τι μοιραστήκαμε. Με πολλή αγάπη.

Quotes ~ Αποφθέγματα XVI

“If you’re the smartest person in the room, you’re in the wrong room.”

«Αν είσαι το εξυπνότερο πρόσωπο στο δωμάτιο, είσαι στο λάθος δωμάτιο».

~Richard Tirendi

Review: Ένας ψυχολόγος κριτικάρει την Αστρολογία

Ένας ψυχολόγος κριτικάρει την ΑστρολογίαΈνας ψυχολόγος κριτικάρει την Αστρολογία by Γιώργος Πιντέρης

My rating: 2 of 5 stars

Χρήσιμος, αν πλέον πολυπαιγμένος, επιστημονικός σχολιασμός κατά της πρακτικής της Αστρολογίας. Υπάρχει βέβαια η μερίδα των ανθρώπων που δεν αναλύουν τα πάντα με την επιστημονική μέθοδο, καθώς αυτή δεν μπορεί να εξηγήσει επαρκώς τα πάντα. Αν «πιστεύαμε» και συζητάγαμε μόνο για πράγματα τα οποία έχουν μια καθορισμένη και αποδεδιγμένη επιστημονική προσέγγιση τότε δεν θα έπρεπε να μιλάμε για τον χρόνο, τις μεταθανάτιες εμπειρίες, τα όνειρα, την τηλεπάθεια, την ομοιοπαθητική και άλλες «ψευδοεπιστήμες» και «ψευδοοεπιστημονικές θεωρήσεις» (όπως αποκαλούνται από την ίδια την επιστήμη) οι οποίες όμως έχουν μια ανεξερεύνητη και πολύ υπαρκτή σχέση με την ανθρώπινη πραγματικότητα πέρα από τα σχετικά στενά σύνορα της λογικής.

Η Αστρολογία είιναι πάντως ένας ενδιαφέρων κλάδος της ανθρώπινης γνώσης, κουλτούρας και μυστικισμού, είτε αυτή βασίζεται σε κάποιες πραγματικές, άγνωστες ενέργειες είτε είναι απλά ένα ιστορικο-κοινωνικο-θρησκευτικό κατασκεύασμα των οποίων οι πραγματικές επιδράσεις στους ανθρώπους είναι αποτέλεσματα, όπως λέει και το βιβλίο αυτό, αυτοεκπληρούμενων προφητειών. Σε αυτή την περίπτωση, η εξερεύνηση της δύναμης της τρομακτικής δύναμης των αυτοεκπληρούμενων προφητειών και της επιρροής τους στους ανθρώπους θα ήταν σωστό να γινόταν στόχος έρευνας όσων πιστεύουν στην Αστρολογία, αλλά και όσων χρησιμοποιούν την Ψυχολογία για προσωπική αναζήτηση («είμαι όντως ντροπαλός επειδή είμαι Ιχθύς ή έχω πείσει τον εαυτό μου ότι έτσι πρέπει να είμαι, επειδή είμαι Ιχθύς;»)

Αν και η Αστρολογία με συναρπάζει (όπως, άλλωστε, και πολλά μυστικιστικά και μεταφύσικα θέματα) μπορώ να δω με διαύγεια και να συμφωνήσω με αρκετά από τα επιχειρήματα του κ. Πιντέρη. Συχνά βλέπουμε Αστρολόγους με παραπλανητικά επιχειρήματα και δόλιους σκοπούς να κατευθύνουν τους αμαθείς πελάτες τους οι οποίοι τυπικά δεν έχουν καμιά γνώση Αστρονομίας, του είναι και τι δεν είναι ένα ζώδιο και ένας πλανήτης στον ουρανό. Δεν πιστεύω στην «προφητική» Αστρολογία, όμως η γενέθλια Αστρολογία, όσο μυστήρια κι αν φαίνεται, πολλές φορές μου έχει φανή συνεπής με τις ιδιαιτερότητες της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου. Από την άλλη, αναρωτιέμαι μήπως κάνω προβολή επειδή ενδόμιχα θέλω να βρω συνδέσεις από τυχαία σχήματα, όπως εμείς οι άνθρωποι τείνουμε να κάνουμε. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον μου φάνηκε το κομμάτι του βιβλίου που μίλαγε για το τι επίδραση έχει η Αστρολογία στα παιδιά. Δεδομένου ότι η Ψυχολογία προτείνει πως τα παιδιά εξελίσσονται σε ότι οι γονείς τους λένε πως είναι από όταν είναι μικροί (που ακούει μια ζωή πως είναι τεμπέλης από τους γονείς του τελικά θα το πιστέψει και θα γίνει τεμπέλης), ένας γονέας επιρεασμένος από αστρολογικές ερμηνείες μπορεί ανάλογα να επηρέασει και το παιδί του και εκείνος, ουσιαστικά, να είναι υπεύθυνος για την αυτοεκπληρούμενη προφητεία που θα δημιουργήσει στο παιδί του.

Το βιβλίο, αν και δεν προτείνει τίποτα καινούργιο αν κανείς έχει επαφή με το αντικείμενο και τα όσα λέγονται υπέρ και κατά του, μάλιστα κάποιες φορές η πολεμική του είναι μάλλον άστοχη (γράφτηκε και όταν ήμουν ενός μηνός, πάνω από 22 χρόνια πριν), παραμένει μια χρήσιμη καταγραφή του γιατί η Αστρολογία κατακρίνεται και γιατί κανείς καλύτερα να την αντιμετωπίζει με προσοχή.

View all my reviews