This one brings back sooo many memories from high-school and my friends! We used to download these videos from Ebaum’s world with my 64K ISDN, almost die laughing, take videos of the videos with our mobile phones and then re-enact them in class. Ah, good times! And this video is a compilation of them all!
Enjoy. And always remember: you might wake up the next day and be on fire.
Συνεχίζουμε με άλλο ένα ζώο του δάσους… και άλλη μια ημι-ταμπού λέξη.
Αλεπού.
Η αλεπού. Αλε-πούούούούού!
Αλήθεια τώρα, ποιο θηλυκό ουσιαστικό τελειώνει με -πού; Μπορώ να σκεφτώ σε -ού: τρελοκοτσιδού, καλαμπουρτζού, βυζαρού, Καραμπουρνού, κουρελού, μπουζουκτζού, ad infinitum.
Η ρίζα είναι η αρχαιοελληνική αλώπηξ. Στα λατινικά έχουμε το vulpecula (θυμίζει vaffanculo!). Όποιος γνωρίζει από στοιχειώδη Pokemon-ολογία θα αναγνωρίσει αμέσως πως ο συνδυασμός και των δύο μας δίνει το Vulpix
Όμως… ΑΛΕΠΟΥ;
Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο ζώο το οποίο όταν ονομάζεις το στόμα σου κάνει μια έκφραση θαυμασμού ή έκπληξης!
-Allez, allez!
-Πούούού;;;
Πρόσφατα κατάλαβα ότι τρέφω μια ιδιαίτερη συμπάθεια για τις αλεπούδες, τα αλεπουδάκια, τους… αλεπούδους (αλεπούδους!! αυτή κι αν είναι μια αστεία αλλά ταυτόχρονα γλυκιά λέξη! Με κάνει ^ω^ για λόγους οι οποίοι είναι υπεράνω μου. Μπορεί να έχει να κάνει με την μουσούδα!), όμως αυτή ακριβώς η λέξη που έχουμε στην γλώσσα μας για να περιγράψουμε αυτά τα συμπαθέστατα, πορτοκαλί, συνυφασμένα με την πονηριά, ξαδερφάκια των σκύλων, είναι τουλάχιστον απογοητευτική. Ενώ το vixen, το fox (ποιαδήποτε λέξη τελειώνει με -x είναι πολύ προσφιλής και κουλ. ΝΑΙ, και το sex), το fuchs, το kitsune…
Αρκετά με τις αλεπούδες.
Η δεύτερη λέξη για απόψε είναι το τσουτσούνι.
Το στόμα μας παίρνει την ίδια έκφραση με αυτήν που παίρνει όταν τελειώνουμε το αλεπού. Όμως κάνει πρώτα και ένα “τσ” — που είναι αστείος φθόγγος όπως και να το κάνουμε — λέμε δυο φορές το μόριο (pun unintended) τσου και κλείνουμε με ένα νι (we are the knights who say… tsoutsouni!)
Το τσου από μόνο του συνήθως δηλώνει άρνηση, ονοματοποιία από το «τς» και μια κίνηση των ματιών ή/και του κεφαλιού προς τα πάνω. Οπότε έχουμε να κάνουμε με μια διπλή άρνηση εδώ, η οποία και χωρίς την κατάληξη -νι κάνει την ίδια δουλειά, ίσως λίγο πιο ειρωνικά.
Τσουτσούνι είπα πρώτη φορά όταν ήμουν 4, ή 5 χρονών. Ήξερα τι είναι, είχα κι εγώ άλλωστε, από εκεί έκανα (και κάνω) τσίσα. Και η έμπνευση ήταν ένα παιχνίδι ξύλου στο μουφό-NES μου στην κασέτα με τα 82-in-1 games, το οποίο πραγματικά δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ήταν, θυμάμαι μόνο ότι ήταν με πολεμικές τέχνες. Όχι δεν ήταν το Kung Fu ή το Karate Kid. Μπορούσες να ρίξεις χαμηλή κλωτσιά, και ο φίλος μου ο Αλέξανδρος μου φώναζε «ΒΑΡΑ ΤΟΝ ΣΤΟ ΤΣΟΥΤΣΟΥΝΙ! ΣΤΟ ΤΣΟΥΤΣΟΥΝΙ!»
Οπότε το τσουτσούνι είναι αυτό που έχουν οι άντρες ανάμεσα στα πόδια τους. Το πέος. Το πουλί. Η *εισάγετε εδώ άσχημη λέξη που δεν μου αρέσει καθόλου για να περιγράφει αυτό που έχω μέσα στο παντελόνι μου*. Η σκέτη τσουτσού είναι μια μάλλον ειρωνική εκδοχή η οποία δεν χρησιμοποιείται όπως το τσουτσούνι, κυρίως από παιδιά δηλαδή, και μου φέρνει στο μυαλό κάτι το μικρό, ανίσχυρο, κάτι το όχι και τόσο αρσενικό τέλος πάντων. Ενώ το τσουτσούνι, αν και αστεία λέξη, έχει μια υπόσταση, πώς να το κάνουμε, το νι κάνει την διαφορά!
Ας παρατηρήσουμε και δυο εναλλακτικές ερμηνείες του παγκόσμιου προθέματος τσουτσου-.
Στα ιαπωνικά, το chu-chu είναι ονοματοποιία για το φιλί. Ναι, το ματς-μουτς στα ιαπωνικά είναι τσουτσού.
Τσού-τσού-τσουρου-τσού-τσού-τσουτσου-ρού. Τσουτσούρου; Χμ! Κάπου μπορεί και να μας έστειλε το τρελό-Katamari. Τσουτσουρώνω, τσουτσουριάζω: ερεθίζομαι! Τα παιδάκια μπορεί να είναι πιο κοντά στην ωμή, ενήλικη πραγματικότητα απ’ότι θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν! Αν και τότε θα έπρεπε να λέγαμε το τσουτσουρόνι ή το τσουτσουρίνι (!) Η ιδέα ότι όλο αυτό το (κατα τ’άλλο γαμάτο) τραγούδι, με όλη του την χαζοχαρά, μπορεί να μιλάει για τσουτσούδες — να ‘το κι άλλο θηλυκό ουσιαστικό σε -ού! — με κάνει να χαμογελάω ανεξέλεγκτα.
Choo-choo, ο ήχος που κάνουν τα τραίνα στην βρετανική ονοματοποιία. Charlie the Choo Choo, όπως συναντούμε και στο έπος του Stephen King, το Dark Tower. Tσαφ-τσουφ που θα λέγαμε εμείς.
Ίσως και αυτό το φαινομενικά αθώο, παιδικό τραγουδάκι, να είναι ανέλπιστα, επικίνδυνα κοντά στην ουσία του πράγματος. Τα μικρά προετοιμάζονται από νωρίς για την μετα-εφηβική τους ζωή. Οι Python το λένε καλύτερα απ’όσο εγώ θα μπορούσα ποτέ ακόμα και να φανταστώ.
Τα τραίνα που μπαίνουν σε τούνελ έχουν χρησιμοποιηθεί πολύ ως υπονοούμενα για σεξ, όπως και τα πυροτεχνήματα, οι πύραυλοι και άλλα διάφορα φροϋδικά.
Πίσω όμως στην δική μας ονοματοποιία: θα μπορούσε ποτέ η τσουτσού, μια διπλή άρνηση ουσιαστικά και τελικά ίσως και μια κατάφαση (εξαρτάται ποιον ρωτάτε), να κρύβει ανείπωτα μυστικά για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, περισσότερα απ’όσα θα μπορούσαμε ποτέ να καταλογίσουμε σε μια «παιδική» λεξούλα;
Τις τελευταίες μέρες έχω ξεκινήσει μια αναζήτηση για ιδιαίτερες ελληνικές λέξεις τις οποίες, αφού εντοπίσω, γράφω στο σημειωματάριο μου με σκοπό να φτιάξω μια γκράντε λίστα γλωσσικών μονάδων των οποίων το άκουσμα και μόνο είναι αρκετό για να εμπνεύσει το γέλιο (αν μπορούσα να εξηγήσω τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να γελάνε δεν θα ήμουν εδώ τώρα αλλά κάπου μακριά, πλούσιος, διάσημος και με πόνο στα μάγουλα).
Δύο από τις λέξεις που έχω συλλέξει μέχρι τώρα είναι η «αρκούδα» και η «κουράδα».
Εμπρός, πείτε τις φωναχτά. ΑΡΚΟΥΔΑ! ΚΟΥΡΑΔΑ! Γελάστε μόνοι σας με την σύνδεση των ήχων με τις εικόνες. ΑΡΡΡ-ΚΟΥ(!)-ΔΔΑ! Σκέφτεστε ένα μαλιαρό, σεβάσμιο τετράποδο του δάσους ή των παγετώνων (είναι το αντίστροφο τεστ του «Μην σκέφτεστε μια πολική αρκούδα», μια προσταγή η οποία απλά είναι αδύνατο να εκτελεσθεί, γεγονός που κατα τα λεγόμενα αποδεικνύει την αδυναμία του ανθρώπινου εγκεφάλου να σκέφτεται με αρνήσεις.) ΑΡΚΟΥΔΑ!
Εμένα πάντως μου φαίνεται ακόμα πιο αστείο το γεγονός ότι η λέξη αρκούδα προέρχεται από την Άρκτο, (ναι, από εκεί βγαίνει και η Αρκτική, η Αντ-αρκτική — απέναντι από την Αρκτική — καθώς, οι Άρκτοι, οι αστερισμοί, πάντα έδειχναν προς τον Βορρά. Έτσι ο Βορράς ήταν Αρκτικός — the land of bears!) και το υποκοριστικό -ούδα, το οποίο χρησιμοποιείται ευραίως στην Μυτιλήνη για θηλυκά ουσιαστικά, αλλά φαντάζομαι δεν γνωρίζει γεωγραφικό περιορισμό. Όπως ο λέων έγινε λεοντ-άρι και το κούνι έγινε κουν-έλι (αστειεύομαι).
Η κουράδα το μόνο που μου φέρνει στο μυαλό είναι μια αντίστοιχη, παραμορφωμένη υποτίμηση ενός κούρου — ναι, των αρχαίων. Μπορώ να φανταστώ έναν κούρο να πήγαινε ωραίος, γυμνασμένος και τέλειος στους Ολυμπιακούς Αγώνες με ένα μικρό όμως μειονέκτημα — να ήταν μικρότερου αναστήματος από τους υπόλοιπους. Οι συναγωνιζόμενοι του, εκμεταλλευόμενοι αυτή του την φυσική του ατυχία και χωρίς κανέναν σεβασμό στην — ως γνωστόν, από τότε κιόλας ανύπαρκτη — ευγενή άμιλλα, θα έκάναν επίθεση στον ανδρισμό και στην, απαραίτητη για πρωταθλητισμό, αυτοεκτίμηση του κούρου μας με προσβολές στο μήκος κήματος του «Νομίζεις ότι με έχεις στην Ελληνορωμαική μωρή κουράδα;» ή «Μαζί με το ακόντιο, κουράδα, θα φύγεις κι εσύ». Τα υπόλοιπα, φαντάζομαι, είναι ιστορία, από αυτή που δεν γράφεται σε κανένα βιβλίο.
Τι με ενέπνευσε για αυτό το ποστ;
Οι αστείες αυτές λέξεις, που μακάρι να ξέραμε τι τις κάνει αστείες, είναι αναγραμματισμοί η μία της άλλης… Τυχαίο; Δεν νομίζω!
Τους τελευταίους μήνες, οι σχέσεις μου με την λέσχη δεν πάνε καλά.
Όχι πως ήμασταν ποτέ φίλοι. Κάποτε, μάλλον από τον Μάιο του ’09, όταν άνοιξε η κάτω λέσχη στο Ευ Ζην (αλλά και λίγο πριν, όταν το λεωφορειάκι μας έπαιρνε έξω από τον Βερόπουλο και μας πήγαινε στον Λόφο για να φάμε μεσημεριανό…), η σχέση μου με την λέσχη ήταν αντίστοιχη με αυτή που έχω με πολλούς συμφοιτητές μου: τους βλέπω κάθε μέρα, ποτέ δεν τους μίλησα πάρα πολύ και ποτέ ίσως δεν υπήρξε μια πραγματική αμοιβαία συμπάθεια. Όμως ακριβώς εξ αιτίας την καθημερινή τριβής, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο, αυτή η επαφή έχει εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο από συνήθεια και γνωριμία αλλά κάτι λιγότερο από φιλία… μια περίεργη κατανόηση η οποία σε κάνει να γνέφεις ή να λες «Γειά!», ακόμα και αν δεν είσαι καν σίγουρος ότι θυμάσαι το όνομα του άλλου.
Έτσι και με την κάτω λέσχη. Mε παρέες κατα καιρούς διαφορετικές, σχεδόν καθημερινή βίζιτα (συνήθως μεσημέρι και βράδυ) και συχνά αρμένικη: μέναμε τελευταία παρέα στην λέσχη, οι κυρίες της λέσχης καθάριζαν κι εμείς μπορεί να μην είχαμε καν επιστρέψει τους δίσκους μας και να φτιάχναμε εικαστικά αριστουργήματα με το βραδινό μας. Το φαγητό και η ποιότητα του έχει υπάρξει αγαπημένο θέμα συζήτησης, μαζί με διάφορους καυγάδες, φιλοσοφικές κουβέντες, ατέλειωτες αντιπαραθέσεις για games, ιδεολογικές διαμάχες σχετικά με την –πάντα επιλεκτική!– αποχή μερικών μας από το κρέας. Ποτέ δεν ξέραμε ούτε μας απασχόλησε ιδιαίτερα τι ακριβώς ήταν αυτό που κατέληγε στις μαύρες τρύπες μας.
Ευτυχώς από ποικιλία η λέσχη ποτέ δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από πουθενά, κι έτσι πάντα είχαμε κάτι να συζητήσουμε! Ψάρι με γεύση κοτόπουλο: κοτοπουλόψαρο! Μπριάμ μόνο με πατάτες και ένα κομμάτι μελιτζάνα κι άλλο ένα αντίστοιχο κολοκυθάκι (στην καλύτερη) ή πατάτες με λαχανικά — τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα το μενού είχε πατάτες ψητές με πουρέ και σάλτσα γεώμηλου — μακαρόνια με σάλτσα τόνου (καρμπονάρα βασικά με τόνο αντί για μπέικον :κ) , ή πορτοκάλια χωρίς γεύση και μόνιμα λασπωμένο, κακά πλυμμένο μαρούλι. Όσο για τα επιδόρπια, το πράγμα είναι πολύ απλό: Δεν ήταν κρεμ καραμελέ, μήτε ήταν ζελέου: ήταν μονάχα μι’ αλοιφή, μ’άρωμα πετρελαίου… Ή ψαρίλας. Το έχουν τα ειδικά τους ψυγεία, βέβαια! Μεταθέτουν τις μυρωδιές από το ένα φαγητό στο άλλο: πηγαίνει από το κοτόπουλο στο ψάρι και από το ψάρι στο ζελέ και από το ζελέ στο… ω ελάτε τώρα αφού ξέρετε ότι το ζελέ δεν μυρίζει (εννοούμε τα κανονικά ζελέ και όχι της λέσχης)! Ή το περίφημο ρύζι «αμβροσία» το οποίο, πριν μάθουμε ότι ήταν ονομασμένο όπως και το catering το οποίο έχει αναλάβει την λέσχη και ήταν η υποτιθέμενη specialité του, το βλέπαμε ως απόδειξη ότι, εκτός των άλλων, οι υπεύθυνοι της λέσχης είχαν και μια κάποια άρρωστη αίσθηση του χιούμορ. Αντί για νέκταρ, το μόνο που είχαμε ήταν μια βρύση. Για νερό. Τώρα που το σκέφτομαι, τι ωραία που θα ήταν αν αντί για νερό αυτή η βρύση ανάβλυζε μπύρα… Ποιος το χέζει το νέκταρ…
Και φυσικά, ο τρόπος που έχει η λέσχη να παίζει με το στομάχι σου! Μπορεί να έτρωγες τρία πιάτα, θα τίγκαρες, όμως μετά από 3 ώρες θα είχες λιγούρες, και μετά από 5 θα πείναγες ξανά! Λες και όλα αυτά που έφαγες ήταν στην πραγματικότητα αφρός μεταμφιεσμένος σε μπριζόλα, αρακά, μακαρόνια, ο οποίος όμως αφρός σε πάχαινε αν έτρωγες περισσότερο. Ναι, εγώ τουλάχιστον είχα πάρει κιλά όταν έτρωγα στην λέσχη περισσότερο από μια μερίδα. Δεν ξέρω τελικά, ίσως και να ήταν αφρός από την πολύλή σόδα! Πολλά φαγητά είχαν, σύμφωνα με μαρτυρίες (εγώ ποτέ δεν την κατάλαβα), ακόμα και γεύσησόδας, αλλά εκτός από το ότι ποτέ δεν θα μάθουμε αυτό το μυστικό, κανένα φοιτητικό εστιατορίο στον κόσμο δεν βγάζει την ουρά του απ’έξω από το θέμα της χρήσης της.
Τελικά όμως, παρά τα όσα λέγαμε,όλα έβαιναν καλώς. Μπορεί η λέσχη μας να μην ήταν όσο καλή όσο αυτή της Ρόδου, των Ιωαννίνων, που ήταν ολόκληρο εργοτάξιο, ή της Κέρκυρας (τι σαλάτες. Ω:τι σαλάτες! {:ε *όνειρα χορτοφαγικά*), όμως όλοι έχουν πει πως είναι καλύτερη από τις αντίστοιχες της Αθήνας ή της Θεσσαλονικής. Και φυσικά, ανέκαθεν ήταν το καθημερινό hot spot. Ποιο Mουσικό, Lazy και μαλακίες! Πήγαινες λέσχη και αμέσως γέμιζε ο μετρητής του social! Καθόμασταν και σε προνομιακές θέσεις για να τσεκάραμε ευκολότερα ποιος ερχόταν. Και στην τελική, το ψωμί δεν ήταν άσχημο (όταν ήταν φρέσκο).
Όλα αυτάαλλάξανε τον Σεπτέμβριο. Πηγαίνουμε την πρώτη μέρα που άνοιξε η λέσχη, παίζει να ήμασταν και οι πρώτοι, σίγουρα ήμασταν και οι πρώτοι που μάθαμε τα υπέροχα μαντάτα. «Η κάτω λέσχη θα κλείσει και όλα θα πάνε πάνω!», μας είχε πει μια από τις κυρίες που μας σέρβιραν. Οι οποίες, παρένθεση, ακούνε τα παράπονα αλλά δεν φταίνε και σε τίποτα, την δουλειά τους κάνουν… Δεν νομίζω να θέλουν να μας προσφέρουν το φαγητό που μας προσφέρουν. Παίζουν και λίγο τον ρόλο του προστατευτικού κυγκλιδώματος, κάτι σαν τους μπάτσους, σε αυτές πάνε όλα τα αρνητικά σχόλια και όχι σε αυτούς που κάνουν τα κουμάντα. Τέλος πάντων. Ναι, πρώτα από τις κυρίες της λέσχης το μάθαμε. Ήταν η αρχή του τέλους.
Δεν πήρεπερισσότερο από μερικές εβδομάδες για να γίνουν τα παραπάνω πραγματικότητα. Και τι προειδοποίηση. Όλοι πήγαμε στον λόφο, η κάτω λέσχη έκλεισε άδοξα γιατί υποτίθεται ότι δεν θα ήταν απαραίτητη εφόσον όλοι οι φοιτητές θα ήταν στον λόφο. Η ποικιλία μειώθηκε: από δύο επιλογές, που και πάλι μερικές φορές δεν υπήρχαν ουσιαστικά στην κάτω λέσχη γιατί το φαγητό ερχόταν από την λέσχη του λόφου, μειώθηκε σε μια επιλογή για κάθε γεύμα. Οι τουλάχιστον δύο μερίδες που δικαιούμασταν, μειώθηκαν σε μία (!), το πρωινό είναι παρελθόν (μικρό το κακό εδώ που τα λέμε) και οι ώρες άλλαξαν ώστε να είναι, ω τόσο μα τόσο βολικά, ακριβώς πάνω στις ώρες των μεσημεριανών και βραδινών μαθημάτων.Ευχαριστούμε τόσο πολύ, κύριοι που φροντίζετε πάντα πριν από μας για μας. 🙂 Είναι αλήθεια, τα λεφτά που παίρνει το Πανεπιστήμιο Αιγαίου από το κράτος μειώθηκαν κατα 30% φέτος. Όμως φαίνεται πως η λέσχη πρέπει να τους έτρωγε πολλά (pun intended) αφού οι ίδιες αλλαγές έχουν γίνει και η ίδια κατάσταση φαίνεται να επικρατεί και στην Χίο, όπως με πληροφόρησε ο Φάνης. Η φοιτητική μέριμνα γενικά χτυπήθηκε πολύ σκληρότερα με τις περικοπές απ’ότι άλλοι τομείς χρηματοδότησης, η σίτιση μαζί με τις εστίες αλλά και πολλά περισσότερα. Μετά από όλα αυτά, η λέσχη δεν ήταν πια αυτή που ήξερα: από συμπαθητικός γνωστός είχε μετατραπεί στην συμφοιτήτρια την οποία όχι μόνο δεν χωνεύω, βρωμάει σαπίλα από πάνω ως κάτω, μου έχει παίξει μαλακία και ΕΙΜΑΙ αναγκασμένος να την έχω και στην ομάδα μου…
Αυτές οι αλλαγές με χτύπησαν περισσότερο πριν λίγες μέρες. Ήταν Τετάρτη, μέρα που δεν έχω μάθημα όμως είναι παραδοσιακά μέρα λαδερών (η καλύτερη μου: όλο κρέας, κρέας, κρέας το βαρέθηκα, φέρτε μου ένα φασολάκι που τ’ορέχτηκα!) είχα βέβαια να κολλήσω και αφίσες για την Κινηματογραφική Συμμορία. Ο καιρός ήταν απαίσιος: μια λεπτή συννεφιά που έδινε μια ξεπλυμένη άρρωστη απόχρωση στα πάντα, μια ζέστη (ΤΙ ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΤΕΛΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΘΑ ΚΑΝΩ ΧΑΡΑΚΙΡΙ), μια άπνοια, η ατμόσφαιρα ήταν κολλώδης… Εν ολίγοις, ο ιδανικότερος καιρός για να αφήσεις την φωτογραφική σου μηχανή σπίτι. Η διάθεση μου κοινώς ακαταμάχητη, είχα πάει και μόνος. Φτάνω στην λέσχη, βλέπω τρία τεράστια ταψιά τίγκα στους γίγαντες… Και μόνο γίγαντες.
Fun fact about cubi: Πρέπει να έχω κάποιου είδους δυσανεξία στα φασολοειδή (γίγαντες, φασολάδα, μαυρομάτικα, ακόμα και αυτά τα κόκκινα που πάντα μου θυμίζουν το Salad Bar των Goody’s) γιατί ακόμα κι αν φάω μικρή ποσότητα το στομάχι μου κυρήσει εμφύλιο πυρηνικό πόλεμο, με βόμβες να σκάνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και ο όλος αρμαγεδώννας να κρατάει και την επόμενη μέρα. Οπότε όχι, δεν είναι μόνο πόλεμος… αερίων!
Με είδε η κυρία που σέρβιρε να είμαι {:ε, της εξήγησα: «Έχω δυσανεξία στα φασόλια…». Μου απάντησε: «ΟΚ, θα σου βάλω δυο πιάτα ρεβυθόσουπα.» Wow, thanks, I guess, αν και τα ρεβύθια αυτά καθαυτά απάρτιζαν λιγότερο από το 1/10 της συνολικής μάζας αυτής της σούπας. Καθώς υπέγραφα και έπαιρνα τον δίσκο μου, με ρώτησε: «Τι κάνει το κορίτσι που μας έλεγε και κανένα γειά;» Αυτή η φράση μου θύμισε πολλά απ’όσα περιγράφω παραπάνω, ίσως και να μου έδωσε την όρεξη να γράψω όλο αυτό. Όσο πιο ειλικρινά μπορούσα της απάντησα «δεν ξέρω» κι έκατσα σκεφτικός να φάω το νερό μου με λίγα ρεβύθια μέσα. Αλήθεια, πόσοι να τις χαιρετάνε; Γιατί όχι περισσότεροι; Γιατί όχι έγω; Λες και φταίνε αυτές για την πολιτική της λέσχης, λες και φταίνε οι μπάτσοι για τις αποφάσεις των γουρουνιών… Τώρα αν αντίστοιχα οι κυρίες της λέσχης προστατεύουν την λέσχη από τα εξαγριωμένα πλήθη των φοιτητών, θα έλεγα ότι οι συγκρίσεις σταματάνε κάπου εδώ.
Την επόμενη μέρα, πήγα και είχε λαζάνια με κιμά. Μόνο λαζάνια με κιμά: τα τρία ταψιά γεμάτα με το ίδιο φαγητό μου έδωσαν περισσότερο την αίσθηση συσσιτίου παρά εστιατορίου. Kαι ήταν η μέρα που έχω μάθημα όλη μερα στον λόφο. Έκανα την καρδιά μου πέτρα, προσπάθησα να απομακρύνω τον κιμά από ανάμεσα τις φέτες ζυμαρικού μου για να μην πεινάσω τελικά… Τα σχόλια γύρω μου όχι και πολύ καλά για τον κιμά που ήθελα-δεν ήθελα δοκίμασα, μικρό το κακό σκεφτόμουν… Μια απίστευτη καούρα με ακολούθησε για το υπόλοιπο της ημέρας.
Έχουν γίνει μερικές δράσεις ως αντίσταση σε αυτές τις αλλαγές. Θυμάμαι όταν μπήκαμε με παιδιά κυρίως από το Μπίνειο αλλά και τον Μητσάκο, την Ήρα και άλλους και είπαμε πως θα σερβίρουμε εμείς το φαγητό, μόνο και μόνο για να μείνει η λέσχη ανοιχτή μέχρι τις 15:30, αντί για τις 15:00. Τελικά αυτό απέτυχε γιατί οι υπάλληλοι της λέσχης δεν μας άφησαν να μπούμε πίσω από τον πάγκο — δεν ήταν ότι ήθελαν να φύγουν και δεν τις αφήναμε, μάλιστα μένουν μέχρι αργά ούτως ή άλλως (…) — απλώς «απαγορευόταν από το υγειονομικό». Ειρωνικό θα έλεγα. Και ας έλεγε ο υπεύθηνος ό,τι ήθελε για το ότι τα υλικά και το φαγητό έχει περάσει όλους τους ελέγχους: who watches the watchmen, I ask? Ποια είναι τα κριτήρια ποιότητας τους όταν το μαρούλι παίζει να είναι και άπλυτο; Και τα κάτουρα μας είναι αποστειρωμένα, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι καλή ιδέα να τα πίνουμε! Πάντως η λέσχη έμεινε ανοιχτή λίγο παραπάνω εκείνη την μέρα…
Επίσης έχει στηθεί τις τελευταίες εβδομάδες ένας πάγκος έξω από την λέσχη που έχει χειροποίητες πίτες, κέικ κτλ, φτηνό καφέ και πολύ καλό φρέσκο χυμό πορτοκαλί. Βάζουν και γύρη μέσα για να είναι «πιο δυναμωτικός»! Εγώ δεν μπορώ παρά να τους βγάλω το καπέλο, να τιμάω τα καλούδια τους και να βλέπω ένα τόσο χειροπιαστό και καλό μέτρο σύγκρισης με την κερδοσκοπία που λέγεται λέσχη.
Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι: οι μερίδες έχουν διπλασιαστεί, και δεν πεινάς μετά από 3 ώρες. Και όπως αναφέραμε πολλές φορές στις αιώνιες συζητήσεις μας στην λέσχη: είναι τσάμπα! Όμως που τελειώνει το τσάμπα, που αρχίζει το επικίνδυνο; Όταν κάτι είναι τσάμπα, πώς αντιδράς όταν η ποιότητα του πέφτει; Γιατι δεν μπορείς να πεις «η ποιότητα θα έπρεπε να είναι καλύτερη γιατί την πληρώνω!». Και έτσι μπορούν να μας δίνουν ότι τελευταίο υπάρχει, ό,τι χειρότερο σε ποιότητα χωρίς να έχουμε δικαίωμα να πούμε τίποτα! Αλλά τι λέω; Η κυρία Χριστίνα (;) στην λέσχη που σερβίρει το είχε πει καλύτερα απ’όσο εγώ ποτέ θα μπορούσα, και πάντα επίκαιρα:
«Να χαίρεστε που έχετε και φαγητό».
ΥΓ: Για τις άπειρες ώρες που έχω περάσει στην λέσχη, διαπιστώνω μετά απο ψάξιμο στις φωτογραφίες μου ότι δεν έχω παρα ελάχιστες και από συγκεκριμένες φάσεις. Συνήθως μιλάγαμε υπερβολικά πολύ για να έχουμε χρόνο για να τράβαμε φωτογραφίες. Α, ή τρώγαμε.
Είμαι στο εργαστήριο υπολογιστών στο κτίριο Επιστημών της Θάλασσας στον Λόφο Ξενία. Ξαφνικά, τελείως από το πουθενά, αποφασίστηκε ότι τους επόμενους μήνες θα περνάω τον περισσότερο χρόνό του τελευταίου μου χρόνου στο νησί εδώ. Ναι, είναι επίσημο και μια καθημερινή πραγματικότητα για όλους μας τώρα που το χημερινό εξάμηνο ξεκίνησε: ΟΛΑ τα τμήματα της Μυτιλήνης πλέον στεγάζονται στον Λόφο. Τα μαθήματα γίνονται σε κενές ώρες των τμημάτων στα οποία ανήκουν τα κτίρια. Οι πολιτιστικές ομάδες βρίσκονται σε μια φάση αποδόμησης και υπαρξιακών, η κάτω λέσχη έκλεισε, το Παπαρίσβα θα γίνει super-market (!)… Όλη η προϊστορία των τμημάτων Κοινωνικών Σπουδών της Μυτιλήνης εξανεμίστηκε μέσα σε λίγες στιγμές.
Ο λόγος; Το Πανεπίστημιο λέει πως δεν έχει λεφτά και τα νοίκια ήταν πανάκριβα. €13.000/μήνα μόνο η ενοικίαση του Ευ Ζειν; Και οι ιδιοκτήτες, όπως μάθαμε, είχαν και παράπονα… Για το Παπαρίσβα δεν ξέρω αλλά σίγουρα τα Alimenta θα πληρώνουν καλύτερα απ’όσα μπορούσαν να βγάλουν οι ρηχές τσέπες των κυρίων που κάνουν κουμάντο από εδώ δίπλα στο κτίριο Διοίκησης. Όμως τι να κάνουν και αυτοί; Δεν διάλεξαν εκείνοι να δέχονται λιγότερα χρήματα από το κράτος. Το να ρίχνουμε τις ευθύνες σε αυτούς και μόνο αυτούς, όπως κάνουν μερικοί συνάδελφοι κομματικοί, παρακομματικοί και όχι μόνο, είναι (αχ πόσο μου αρέσει αυτή η λέξη) κοντόφθαλμο και αντιδραστικό. Η ίδια η κυβέρνηση έχει πάρει ξεκάθαρη στάση σχετικά με τα περιφερειακά ΑΕΙ και ΤΕΙ. Δεν μπορούσε, φυσικά, να μην μειώσει ακόμα περισσότερο τον προϋπολογισμό για την παιδεία η οποία, ως άλλη Λιμπεγτέ, ηγείται, μαζί με τους μισθούς και τις ασφαλίσεις να ακολουθούν στενά, των –τα αρχικά είναι παντελώς και εξ ολοκλήρου συμπτωματικά– Καταδικασμένων Κοινωνικών Ευθυνών. «Παιδεία! Ποιος τα χρειάζεται τα γράμματα! Εγώ είμαι βουλευτής και δεν έβγαλα ούτε το Λύκειο!»
Κάποιος στο Ίδρυμα Εκλεγμένων Ψυχοπαθών, Μεγαλομανών και λοιπών Πολιτικών που μας αρέσει για κάποιο λόγο να αποκαλούμε Βουλή των Ελλήνων, ή στο Πανελλάδικο Κέντρο Ψευδεκπαίδευσης και Δια Βίου Ημιμάθειας που για κάποιον άγνωστο λόγο αυτοαποκαλείται Υπουργείο Παιδείας, πρέπει να είπε: «Ντάξει μωρέ, φοιτητές είναι, σιγά, λες και διαβάζουν. Κόψτε τους τα βιβλία. Τι; Θέλετε χρήματα για την λέσχη; Σιγά μωρέ φοιτητές είναι, η μαμά τους στέλνει ταπεράκια. Κόψτε τους την σίτηση. Τί; Δεν έχουν χώρους για πολιτιστικές ομάδες; Ποιες είναι αυτές οι πολιτιστικές ομάδες, αυτές που κάνουν τους χορούς κι αυτά; Σιγά, ούτως ή άλλως, όλη μέρα στις καφετέριες δεν είναι; Ας πάνε να χορέψουν τις νύχτες εκεί. Τι; Δεν χωράνε όλοι οι φοιτητές στα λεωφορεία; Με συγχωρείτε δεν μπορώ να ασχοληθώ άλλο, με καλούν για έναν έκτακτο υπουργικό συμβούλειο με το ΔΝΤ. Θα παραγγείλουμε καινούργια τανκς, ξέρετε. Ναι, ναι! Κάνουμε συλλογή, την έχουμε στον Έβρο αν θέλετε να την δείτε, είμαστε πολύ περήφανοι γι’αυτήν. Α και λέμε να αυξήσουμε λίγο ακόμα τον ΦΠΑ. Έχουν ακριβύνει και οι βίλες, τι να κάνουμε κι εμείς! Κρίση, βλέπετε…»
Παρ’όλ’αυτά, κάθοντας σε αυτόν τον υπολογιστή του εργαστηρίου, με το λιμάνι της Μυτιλήνης να απλώνεται μπροστά μου κάτω από την απαλή συννεφιά του Οκτωβρίου και με την ώρα για το επόμενο μου μάθημα να μην φαντάζει πλέον μακρινή… Σκέφτομαι… Δεν είμαστε και τόσο άσχημα εδώ πάνω. Σίγουρα, είναι μόνο η τέταρτη μέρα. Σίγουρα, όλα τα λεωφορεία είναι υπεργεμάτα, ο πληθυσμός του Λόφου έχει υπερδιπλασιαστεί, οι ουρές στην πάνω, συγνώμη, εννοώ πλέον στην μοναδική λέσχη είναι υπερβολικές (και όχι, δεν εννοώ «πολύ βολικές»!!) Σίγουρα όλα αυτά είναι θέματα. Όμως υπάρχει ένας αέρας ενότητας των φοιτητών πια, όπως φαντάζομαι υπάρχει σε κάθε κανονικό campus. Έχω ήδη δει να στήνονται τραπεζάκια με κοσμήματα και ένα αντι-κυλικείο από τα ΕΑΑΚ, κάνουμε μάθημα σε κανονικές αίθουσες, έχουμε αμφιθέατρα με –fabulous~~!– ενσωματώμένους projectorες που σημαίνει, αφού όλοι οι φοιτητές έρχονται εδώ πάνω, θα είναι πολύ εύκολη και ανέξοδη η αναβίωση της Κινηματογραφικής Συμμορίας… Έχουμε και την λέσχη δίπλα, έχουμε και καφέ! Γενικά υπάρχει θαρρώ ένα κλίμα αντίστασης και δεκτικότητας των φοιτητών έναντι σε αυτό το χτύπημα των καιρών, και μάλιστα κλίμα δημιουργίας και ανανέωσης. Και είμαι αισιόδοξος πως αυτό το κλίμα ενότητας μπορεί να προσφέρει πραγματικό παν- και δι-επιστημονικό διάλογο.
Βέβαια, υπάρχουν και φαινόμενα που σου κόβουν λίγο τον αέρα. Οι ταξιτζήδες «χάνουν λεφτά» από τα λίγα, σε σχέση με την υπαρκτή και δυνατή ζήτηση, λεωφορεία που πηγαίνουν τους φοιτητές από την πλατεία Σαπφούς και την Θερμή στον Λόφο, άσχετο το ότι χρεώνουν €4,5 την διαδρομή. Έτσι, έκαναν καταγγελία για κάποιο λεωφορείο που μετέφερε περισσότερους φοιτητές απ’όσους επιτρέπεται. Εγώ πάντως θα πηγαίνω στην σχολή με το καινούργιο μου ποδήλατο (χαρισμένο ντε, που λεφτά για τέτοια! Ευχαριστώ πολύ, Πάνο/Κωστή! :] ) Όμως οι ανηφόρες θα ‘ναι θάνατος…
Τέλος πάντων. Φεύγω για το αναπομείναν 8-ωρο σερί μου. Ιστορία της Τέχνης, Εφαρμογές Κινητής Τεχνολογίας και Τεχνολογίες Πολυμέσων (διπλό-meh). Στα κτίρια της Θάλασσας και της Γεωγραφίας. Προλάβετε!
This seriously made my night. Not that my night had any problem; the pic just made it better.
Taken from strangemaps.wordpress.com – Post #420. Link on the pic. Strange Maps is a fascinating site, I recommend it to anyone, especially of course to anyone even mildly interested in geography, maps and the odd in general.