I See Green

“Introduce yourself in a creative way.”

“The youth exchange “I SEE GREEN” is a 10 days youth exchange aiming at raising awareness of 30 youngsters, youth leaders and volunteers of 6 countries (Netherlands, Croatia,Romania,Greece,Latvia and Poland) on environmental education with the use of audiovisual media as a tool.”

So I went to the Netherlands, took part in I See Green and I had a fantastic time. So good was it that not only do I want to participate in as many similar programs as possible in the future, I regret having missed opportunities to do so in the past.

It is very hard to convey in words what happened in Ommen. Those 10+2 days were very “experiential” and a big part of what made them special was the bonding that was powerfully, creatively and disruptively (but in a good way) built up between us by the team leaders, the inside jokes that quickly emerged among us and countless other things that really mean little to anyone but us roughly 30 people that took part. It felt like we were all apprentices in this cult’s ceremonies, cut-off from the rest of the world, staying in that old house in the middle of nowhere for the Netherlands’ standards. That closeness was what made it special.

For example, I will never listen to this song the same way:

(trust me, use loud music if you want people to be in a room on time)

I feel I met people that I’d make good friends with, but once again, just like the ones I made in Denmark, these are relationships that are destined to be long-distance from the get-go. Still, all is well. Matija, Karla, Agita, Marian, Vaggelis, Elisavet, Panagiotis, Dimitra, Sofia (it was a more or less Greek-dominated team), they stood out for me. I don’t want to exclude the rest of the participants of course; everyone has their own special place in my mind for their own reason, be it Stephanie for teaching me dance moves, Jakob for his perfect impersonation of Rose from Titanic (we remade one of the scenes from the movie as part of one of our assignments), Darius for his humour, wit and very special accent, Dede for reimagining what milking a cow can mean, Ioanna for her special Uno rules and one of the heaviest but loveable Greek accents EVER, Edgars for his remarkably bad English but him being even more likeable because of it, Ola for her studying Japanese late into every evening with remarkable dilligence, even when everyone was in altered states around her dancing around her or jumping on the trampoline outside…

Of course, this (try to spot me in both scenes):

After we had to unlearn part of what we had been learning a whole lifetime, our final assignment was to make a video that would promote awareness on an enviornmental issue of our choice. My group had a struggle with the concept (like always in I See Green, we were purposefully given very short deadlines in which we had to come up with our ideas in order to think less and do more); we scrapped two ideas in the process and for good reason: the stage for one of them could easily pass off as the backdrop for an amateur porn movie to the unsuspected passer-by. Panic crept to us slowly but surely in the few hours we had to have something prepared — and it wasn’t the first time we were caught unprepared in the program; in fact most assignments in I See Green we had to have ready in timespans measured in half-hour increments. What we ended up doing though we’re really proud of. We created 5 funny social awareness shorts and then combined them into one for easier presentation and shaing. Enjoy.

And a small extra:

Review: Το κεφάλαιο: διασκευή σε μάνγκα

Το κεφάλαιο: διασκευή σε μάνγκαΤο κεφάλαιο: διασκευή σε μάνγκα by Karl Marx
My rating: 3 of 5 stars

Μου αρέσουν γενικά οι οπτικοποιημένες διασκευές, όπως για παράδειγμα τα έργα του Αριστοφάνη ή η ιστορία του κόσμου ή της μουσικής σε κόμικ. Το Κεφάλαιο του Μαρξ δεν αποτελέσε εξαίρεση και το ήταν μάλιστα μάνγκα -όχι ό,τι κι ό,τι κόμικ- ήταν επίσης ευπρόσδεκτο.

Οι χαρακτήρες απλοί και συμβολικοί για να περάσουν το μήνυμα ευκολότερα, οι παραλληλισμοί με το σήμερα και ο διαχρονικός παραλογισμός του καπιταλισμού προφανείς. Όλα και τίποτα δεν έχουν αλλάξει από τον 19ο αιώνα — σχεδόν το βιβλίο με έκανε, για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου, να συμμεριστώ τους κνίτες και την εμμονή τους με τον Γερμανό μουσάτο τύπο του τότε, από τους πολλούς δηλαδή. Ευτυχώς συνήλθα γρήγορα.

Το μοναδικό πρόβλημα (ίσως κι επειδή είμαι χαζός σε αυτά τα θέματα) είναι πως όταν άρχιζε να εξηγεί από τι προκύπτει η υπεραξία και γιατί η τεχνολογική εξέλιξη η οποία αντικαθιστά τους εργάτες αναπόφευκτα οδηγεί σε κρίση γιατί το κέρδος μειώνεται, απλά δεν καταλάβαινα. Και συνεχίζω να μην καταλαβαίνω. Το ποσοστό κέρδους μπορεί να μειώνεται γιατί υπάρχει μεγαλύτερο αρχικό κεφάλαιο για την αγορά μηχανημάτων/εξοπλισμού, όμως δεν προβλέπεται η απόσβεση; Αγοράζοντας τα μηχανήματα δεν αγοράζεις, κατα κάποιον τρόπο, το εργατικό τους δυναμικό; Γιατί αράγε η αντικατάσταση εργατών με μηχανήματα είναι ζημιογόνα, ή μάλλον, αντι-κερδοσκοπική για τον καπιταλιστή σε βάθος χρόνου; Αυτές τις λεπτομέρειες δεν τις πιάνω και το μάνγκα δεν με βοήθησε και πολύ. Ίσως, όπως και το πραγματικό κείμενο, να χρειάζεται επιπλέον μελέτη και όχι απλά μια γρήγορη ανάγνωση γιατί νομίζες ότι επειδή διαβάζεις διασκευή σε μάνγκα θα έπρεπε να τα πιάνεις ευκολότερα. Σε αυτή την περίπτωση, ίσως το ότι είναι μάνγκα να μην βοηθάει τα πράγματα. Χμ.

View all my reviews

Review: Blankets

BlanketsBlankets by Craig Thompson
My rating: 4 of 5 stars

This is a graphic novel (comic?) of great depth and maturity. I could relate to Craig, his childhood, his feelings and his actions, as another child that had to grow out of faith, albeit a much milder variety. Blankets had some pages where I just stayed, I had to: it often made me feel I was in front of a profound representation of human truth that no words could accurately portray. Right now I don’t think I can write a review that can really show why I know I’m going to read this again sometime, but someone else has, so allow me to link to the review by Good OK Bad: http://goodokbad.com/index.php/review…

Thank you Daphne for lending me this. 🙂

View all my reviews

The Raven That Refused To Sing

The album has leaked. Even though I can easily listen to it on Grooveshark, I feel waiting for the proper release date is the least respect I can pay Mr. Wilson for gracing us with yet another collection of awesome music, especially since I won’t be buying the album — another habit and ceremony flushed down the toilet by the internet, the abolition of which will soon render the music industry even more unrecognisable than what people 20 years ago would think the scene looks like today.

Is the fact that I haven’t bought a record in years deplorable, not even the ones prepared with love and affection by my favourite musician? There’s no right answer, not anymore. When I complete my imaginary masterpiece “The Moral Dilemmas of the 21st Century Media Consumer”, I’ll get back to you – probably with still more questions than answers.

Rosmarinus Officinalis Ή Δενδρολίβανος ο Φαρμακευτής

Γλυκό, καλοφτιαγμένο, σημαντικό. Μαθήματα για το πώς να κάνεις το δεντρολίβανο ενδιαφέρον και το σταρ της παράστασης. Πολιτισμικάριοι, κρατάτε σημειώσεις;

Ευχαριστώ τον Βαγγέλη Θεοδωράκη για το λινκ!

Γιατί να τον πάρω φωτογραφία; Και γιατί στον άλλον έδωσα ψιλά, που δεν το κάνω ποτε;

Πριν μερικές μέρες περπάταγα στους δρόμους του κέντρου. Ήταν οι πρώτες μέρες της απεργίας του μετρό. Από όλους τους ικέτες, άστεγους και άλλους λιγότερο τυχερούς από εμάς που προσπαθούμε να τους αγνοούμε και να τους αποφεύγουμε, έπεσε το μάτι μου σε έναν συγκεκριμένο, ενώ περπάταγα την Πανεπιστημίου. Καθιστός και χουχουλωμένος στις κουβέρτες του, διάβαζε ένα τεύχος Μίκυ Μάους. Κοντοστάθηκα.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν: αυτή θα ήταν ωραία φωτογραφία. Η σκέψη ήρθε πριν από τα συναισθήματα που θα με έκαναν να θέλω να την φωτογραφίσω, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Ήταν όντως μια συγκινητική στιγμή. Η παιδική, αθώα ματιά στον κόσμο συναντούσε την απόλυτη σκληράδα, τη ζωή που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει το αντίθετο της αθωότητας. Ήταν σαν τη σκηνή από το Samsara – άλλη φορά θα γράψω για την υπερτατότητα αυτής της ταινίας και του Baraka, το οποίο πρίζω τους πάντες να δουν αλλά κλασικά έχουν τη δική τους λίστα στην οποία δύσκολα χωράνε προτάσεις, όπως έχουμε όλοι μας. Σε αυτή τη σκηνή ένας τύπος, μπρατσαράς, γεμάτος τατουάζ, έχει αγκαλιά ένα μωρό. Μια στιγμή, το βρήκα. Ο άστεγος και ο τατουαρισμένος πατέρας παίζουν με τις προσδοκίες μας: τι σημαίνει να είσαι άστεγος; Φανταζόμαστε, εμείς οι ένστεγοι, ότι οι άστεγοι πρέπει να μην έχουν ενδιαφέροντα και σκέψεις, αφού όλη μέρα πίνουν ή κοιμούνται ή ικετεύουν. Ή διαβάζουν παιδικά κόμικς. Ή ρεμβάζουν. Βλέποντας έναν τατουαρισμένο συμμορίτη ποτέ δεν θα περιμέναμε ότι θα μπορούσε να κρύβει μέσα του κάτι σαν… τρυφερότητα. Και αυτό μας είναι που μας κάνει εντύπωση στη σκηνή. Τα πράγματα που μας μένουν είναι αυτά που σπάνε τις προσδοκίες, και καθώς οι προσδοκίες και η κοσμοθεωρίες σπάνε, αφήνουν φως να μπει από αυτό το καλοχτισμένο αλλά καθόλου μελετημένο τοίχο που έχουμε χτίσει γύρω μας ώστε να βλέπουμε τη ζωή μόνο όπως θα περιμέναμε ήδη να τη δούμε. Το φως αυτό λέγεται νέες εμπειρίες αλλά το τείχος που το εμποδίζει δεν αργεί να ξαναχτιστεί, αν είμαστε τυχεροί τουλάχιστον θα είναι με καινούργια, φωτεινά τούβλα.

Δεν τα γράφω όλα αυτά για να κάνω ανάλυση του γιατί μου έκανε εντύπωση η συγκεκριμένη σκηνή, έστω κι αν μόλις το έπραξα. Τα γράφω γιατί το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, η πρώτη σκέψη, ήταν ότι η σκηνή θα ήταν μια ωραία φωτογραφία, και φυσικά όλα τα παραπάνω θα μπορούσε να τα πει μια φωτογραφία χωρίς να χρησιμοποιεί λέξεις – κατα πάσα πιθανότητα πολύ πιο εύγλωτα. Ποιος καλύτερος τρόπος από το να απεικονίσεις αυτήν την αντίθεση, αυτό το «τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και μόλις σας ανέτρεψα -έστω και λίγο- τα αρχέτυπα και τις εικόνες που χρησιμοποιούσατε για να βγάλετε νόημα από αυτόν τον κόσμο»;

Όντως, αν ήθελα να το κάνω αυτό θα ήταν ένας πολύ καλός και πετυχημένος τρόπος να το κάνω. Να βγάλω τη φωτογραφία. Όποτε σωστά το σκέφτηκα όπως κάθε καλλιτεχνική φύση.

Η δεύτερη σκέψη όμως που έκανα, η οποία ήρθε αμέσως μετά την πρώτη, πήγε τα πράγματα σε ένα τελείως άλλο επίπεδο: «γιατί; Γιατί θέλω να τραβήξω συγκεκριμένα τη δυστυχία/ευτυχία/καθημερινότητα ενός ανθρώπου; Ακόμα κι αν λέγαμε ότι κάνω τέχνη, μήπως το ότι είναι άστεγος είναι ένα στοιχείο το οποίο θα χρησιμοποιούσα για να συνεισφέρω στην αίγλη της φωτογραφίας αλλά και στο image μου (pardon the pun) ως αυτού που κοίταξε μέσα από τον φακό και πάτησε το κλείστρο; Έτσι θα έδειχνα ότι συγκινούμαι ή/και νοιάζομαι για τους χτυπημένους από την ανισορροπία του κόσμου. Ας μην ξεχνάμε, τραβώντας τους φωτογραφίες είναι πολύ in και σου προσδίδει μια κοινωνική ευαισθησία  γιατί έτσι δείχνεις ότι προσέχεις τους άστεγους και δεν τους προσπερνάς αδιάφορος σαν όλους τους άλλους. Ποια σχέση όμως με αυτόν τον άνθρωπο θα προκύψει, τον οποίο ουσιαστικά θα χρησιμοποιήσω για να τραβήξω ένα ωραίο και ενδιαφέρον θέμα – ας μην το κρύβουμε, για να πουλήσω συγκίνηση και μια “χαμένη ομορφιά στη μαγεία της στιγμής”;»

Δεν τον τράβηξα φωτογραφία. Ένιωθα πως θα τον προσέβαλα. Θα ένιωθε (έκ)θεμα. Θα ένιωθε πως το ενδιαφέρον μου για αυτόν θα άρχιζε και θα τελείωνε ακριβώς στο τί θα μπορούσα να κερδίσω εγώ από αυτόν ως «απαθανατιστής της στιγμής». Αυτό που με προβλημάτισε είναι ότι θα είχε δίκιο.

Η ηθική υπόσταση του να αφαιρείς τους ανθρώπους από το χρόνο και τον χώρο, να τους εξαπλουστεύεις και να τους δίνεις τη δική σου νοηματοδότηση και παράλληλα το ερώτημα αν δημιουργείται ακόμα και αν χρειάζεται να υπάρχει μια ανθρώπινη σχέση κατανόησης και σεβασμού ανάμεσα στο θέμα και στον φωτογράφο έχει απασχολήσει φωτογράφους πολύ πιο εμπνευσμένους από εμένα. Είναι βρίσκω ένα σωστό ηθικό δίλημα: πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους που θα βρεθούν στη φωτογραφία μας σαν κάποιον με αισθήματα ή θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι και ρομπότ, υποθετικά μιλώντας χωρίς αισθήματα ή απόψη σχετικά με το αν θέλουν να φωτογραφηθούν ή όχι;

Έφυγα χωρίς να πάρω φωτογραφία άλλα έγραψα αυτό το κείμενο. Πόσο διαφορετικό είναι κατα βάθος;

Σήμερα περπάταγα με την Ινές (^Ω^) στην Ερμού και πετύχαμε αυτόν τον τύπο.

Δεν δίνω γενικά λεφτά σε μουσικούς του δρόμου, άστεγους ή πρεζάκια. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί με ενοχλούνε με τη συχνά πλαστή μιζέρια τους. Μια βολική απάντηση είναι ότι έχω αναπτύξει άμυνες ώστε να μην τους «λυπάμαι υπερβολικά» και να τους δίνω κάτι πάντα, όπως ίσως θα έκανα αν έμενα και μετά την ενηλικίωση με την ατέλειωτη συμπόνοια που έχει ένα παιδί, αν ο κόσμος δεν με είχε κάνει πιο κυνικό και φοβισμένο τις περισσότερες φορές να νοιαστώ. Μπορεί να είναι μια ειλικρινής απάντηση αλλά δεν αλλάζει το γεγονός ότι τους αποφεύγω και κοροϊδεύω τον τον εαυτό μου λέγοντας του ότι είναι παράπλευρα θύματα μιας ανεξέλεγχτης για αυτούς κατάστασης, σαν τη θαλάσσια πανίδα γύρω από τα νησιά Μπικίνι τη δεκαετία του ’50, και ότι δεν θα πρέπει να τους αφήνω να με επηρεάζουν αρνητικά. Αν κάνουμε ότι δεν υπάρχουν, ίσως να καταφέρουμε μέχρι το τέλος της ημέρας να μην έχουμε φύγει από την κοσμάρα μας.

Σε αυτόν τον τύπο τελικά έδωσα 50 λεπτά, ξεκινώντας να σκέφτομαι τι ήταν αυτό που τελικά με έκανε να ανοίξω το πορτοφόλι σε εκείνη την περίπτωση. Μάλλον με κέρδισε επειδή με έκανε να νιώσω άνετα με την ιδέα ότι αυτό που πραγματικά ψάχνω είναι την επιβεβαίωση ότι ο κόσμος εκεί έξω είναι πραγματικά καλός, αισιόδοξος, αρκει να ψάχνεις την ομορφία σε κάθε μέρα, και όλα τα υπόλοιπα, κάτι που οι νορμάλ άστεγοι/μουσικοί του δρόμου απλά μου το καταπνίγουν. Ο άστεγος με τα Μίκυ Μάους μου άγγιξε την ίδια ευαίσθητη χορδή.

Ποια έιναι όμως η πραγματικότητα: αυτό που ο καθένας μας διαλέγει ως έκφραση της δικής του τέχνης ή όλες οι κοινοτοπίες από τις οποίες τρέχει μακριά; Μάλλον η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι από αυτές που κρίνουν την γενικότερη στάση σου προς την ζωή, όπως το αν προτιμάς τους σκύλους ή τις γάτες, ή αν πιστεύεις ότι τα μακροχρόνια σχέδια έχουν νόημα. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν καμιά απάντηση δεν σου κάνει, κυρίως στις ερωτήσεις που θέτεις εσύ στον εαυτό σου. Και αυτό το λέω για καλό.

Πλατεία Καρύλλου (Βασ. Κων/νου) Time-Lapse

Αφήνοντας την κάμερα να τραβάει στο μπαλκόνι για δυο ώρες — περίμενα περισσότερο χιόνι, δεν θα πω ψέμματα.

Έχω καινούργια βιντεοκάμερα (με ανάγκασαν — το ορκίζομαι!)

Είχα εγκαταλείψει το άθλημα του video recording και editing για πάνω από 5 χρόνια.
I’m back.