Lately, I’ve been coming to grips with the realisation that my primary gaming nostalgia channel is auditory. In my mind, I don’t really miss playing old games as much as listening to them, as much as I can figure out from my various sessions of sitting down, replaying my old favourites and losing interest usually within 15 minutes or so. Neither do the graphics throw me back as much as the music! It seems to me that game soundtracks, unlike gameplay or visuals, never quite grow old or dated, no matter how old they are. Same goes with films, which share some common structural and thematic elements with games when it comes to how they implement their soundtracks—you should absolutely try Memrise’s Film Score with Audio course, then you’ll see what I mean.
When the first wisps of inspiration for writing this post came through, what I was intending to do was post a little something about Shovel Knight and Shantae and the Pirate’s Curse, which I’ve been playing on and off on my 3DS. I was kind of at a loss how to go about it though: they’re not bad games, in fact Shovel Knight delivers what it set out to do quite masterfully, but I didn’t feel as if I really had anything special to say about them… apart from the fact that they’re funny and they both have great soundtracks.
What I didn’t know at the time and found out quite randomly was that Jake Kaufman wrote the soundtrack for them both. Common thread detected, keyboard inspiration engaged!
2 hours of modern chiptune goodness. You’re welcome.
Turns out Jake Kaufman is virt, a remixer I had been listening to and adored since at least 2005 off VGMix.com
Wait. That’s VGRemix.com, nevermind it says VGMix on the title. VGMix.com has just a… dog? WTF? Actually, the plot thickens: here’s an old bio of his from the same dog website last updated in 2007: http://jake.vgmix.com/
My entire life has been spent obsessively working on music. I taught myself to sight-read notation, play piano, guitar and bass, mix and master, and program synthesizers and computers. As a teenager I became active in several online creative communities (including OCRemix and the PC Demoscene) where I developed the habit of freely sharing my music with anyone kind enough to listen. In addition to studying music theory, I also maintain strong interests in math, linguistics, computer graphics, and electronics. I enjoy learning more than anything else, so I read a lot.
The game industry has kept me gainfully employed for 15 years, as both an external freelancer and a full-time studio composer — usually both at the same time. Most recently, I was the audio director at WayForward, helping to build an audio department from the ground up. Although I’ve enjoyed complete autonomy and some huge opportunities there, I’ve recently decided to focus on diverse and challenging contract work as a free agent.
I live in Los Angeles with my adorable wife, Kris (a science major, Whovian, hardcore gamer, and anime nerd) and our incorrigible dog, Nugget (a beagle, pug, glutton, and unapologetic miscreant.)
Watch Jake
Let me do a magic trick for you
I’m left speechless, man…
Anyway, I remember virt from these here two AMAZING metal medleys from back when I was still in school—more than 10 years ago. Crystal Flash rocks out with Super Metroid’s OST and Blood of Ganon takes us back to the first three console Zeldas.
This man’s passion, creativity and CRAZY good work is a real inspiration for me. That’s what happens when you stick to what you enjoy making and turn your passion into your life’s work. Bravo sir, and thanks for all the tunes. I mean, just look at this, LOOK AT THIS! “A ridiculous amount of excellent free music” doesn’t begin to describe it.
One last thing: I have a key for Shantae and the Pirate’s Curse for 3DS from the Friends of Nintendo Bundle I haven’t used because I already had the game. Whoever catches it first, please comment below to spare others the trouble of trying the code out, thanks. Enter the following code on the Nintendo eShop: B0LH4J1S1RC8FR4F
Koholint Island, Σαμοθράκη: δύο νησιά που πλέουν εντός κι εκτός πραγματικότητας…
Τώρα στον στρατό κατέβασα απ’το Virtual Console στο 3DS το Link’s Awakening, το πρώτο 2D Zelda που έπαιξα και από αυτά που δεν είχα τερματίσει ποτέ.
Όταν πρωτοείχα έρθει σε επαφή μαζί του ήταν στο παλιό μου Game Boy, δεν θυμάμαι αν ήταν στο κίτρινο το τούβλο ή το πράσινο το τουβλάκι. Μου το είχε δανείσει μια συμμαθήτρια στο δημοτικό… ή μήπως ήταν ο Μανώλης; Χμ… Η πρώτη και μόνη μου επαφή με Zelda τότε ήταν ο μικρός βωμός που είχα στήσει στο δωμάτιο μου για το Ocarina of Time. Ήμουν γύρω στα 10.
Δεν θα έλεγα ότι μου είχε κάνει κλικ. Το αντίθετο. Πέθαινα πολύ, δεν το καταλάβαινα, βαριόμουν που έπρεπε να μαζεύω ρούπιες για να αγοράζω αντικείμενα…
…έπρεπε να περάσω αυτό το ηλίθιο ραψψόον 20 λεπτά μετά την αρχή:
Ε, σύντομα άρχισα να παίζω Survival Kids και Pokemon Blue… και το άφησα.
Το ξανάγγιξα στα 22 σε έναν emulator στο laptop μου στη Δανία, ορμώμενος από φίλους που γνώρισα στο μεταξύ που το έβαζαν πολύ κοντά στην κορυφή της λίστας με τα αγαπημένα τους games ever, δει Zelda. Έφτασα μέχρι το τρίτο dungeon πριν να βραχεί και αχρηστευτεί ο υπολογιστής μου, μαζί με τον σκληρό όπου κατοικούσε το αρχείο μου, από μια μυστηριώδη και πολύ μικρής έκτασης πλημμύρα.
Το κατέβασα ξανά ένα βράδυ στον θάλαμο στην Σαμοθράκη δια της νομίμου οδού αυτή τη φορά, απ’ τα 6€ που είχαν μείνει στον λογαριασμό του eShop μου. Χρησιμοποίησα το κινητό μου ως WiFi πομποδέκτη και με τα τσάμπα gigabyte με τα οποία η Vodafone με σαγήνεψε ώστε να γίνω πελάτης της, πέρασα την πύλη στην πλούσια παιχνιδοθήκη του ηλεκτρονικού καταστήματος της Nintendo, και η περιπέτεια ξανάρχισε.
20τόσες απολαυστικές ώρες μετά, μπορώ να πω ότι κι εγώ ενώνω πλέον τη φωνή μου με όσους λένε ότι το Link’s Awakening είναι το καλύτερο 2D Zelda στην ιστορία της σειράς και σίγουρα μεταξύ των αρτιότερων παιχνιδιών που έχουν δει τα μάτια του κόσμου γενικότερα.
Το πόσο αντιδιαμετρικά άλλαξε η άποψη μου για το παιχνίδι μέσα σε αυτό το διάστημα είναι κάτι που μου κίνησε την περιέργεια, αν και δεν θα έπρεπε: γιατί, μήπως μου άρεσε να τσιλιμπουρδίζω με φανταστικά κράτη και να αμπελοφιλοσοφώ όταν ήμουν μικρός; Τέλος πάντων: τι είναι αυτό που είδα στα 27 μου που δεν μπορούσε να δει το 10χρονο που ήμουν τότε, αν ήμουν εγώ αυτός· αν αυτός ήμουν εγώ; Γιατί απόλαυσα το Link’s Awakening περισσότερα απ’ όλα τα Zelda που έπαιξα τα τελευταία χρόνια;
Η αλήθεια είναι ότι πιτσιρικάς ήμουν όπως ανέφερα επηρεασμένος από το έπος και τη φαντασμαγορία του Ocarina of Time, το πρώτο μου Zelda, που όλοι λένε ότι είναι σαν το πρώτο φίλι: κανένα δεν μπορεί να συγκριθεί με το πρώτο… Βασικά όχι, τελείως λάθος παρομοίωση, τι γράφω! Το πρώτο μου φιλί το θυμάμαι αλλά μόνο για το πόσο άβολη ήταν η προεργασία και πόσο χάλια ήταν το ίδιο! Ας πούμε ότι ήταν σαν την πρώτη φορά που… σκατά, τι παιδική ηλικία είχα… την πρώτη φορά που έπαιξα Mario 64?
Όχι, δεν ήμουν απλά επηρεασμένος από το Ocarina: μιλάμε για σαγήνη. Μπροστά σε εκείνη την εμπειρία, το LA μου φαινόταν ξεπερασμένο, σαφώς φτωχό από γραφικά, παρουσίαση και ιστορία. Η μετάβαση από τα ρεαλιστικά 64-bitα (και καλά) γραφικά του N64 στο ασπρόμαυρο, σκοτεινό, θολό Game Boy μάλλον εξαρχής δεν είχε τις καλύτερες ελπίδες, και αναρωτιέμαι ένα 10χρονο σήμερα αν θα είχε την υπομονή να δοκιμάσει παιχνίδια που στο μυαλό του είναι ξεπερασμένα, όπως το Ocarina of Time καλή ώρα, του ’98, όχι το remake στο 3DS, να τρέχει σε έναν αναλογικό καθοδικό σωλήνα. Παιδιά γεννημένα το ’06 δεν θα εντυπωσιάζονταν, λέω εγώ.
Το ίδιο το LA δεν ήταν αρκετά επικό, αυτό που θα αφήσει ένα 10χρονο αγοράκι να μείνει κάγκελο. Και όπως και να το κάνουμε, σαν παιχνίδι είναι δυσκολότερο από το OoT, και εγώ, χωρίς τόσο καλή γνώση αγγλικών τότε για να πιάνω τις μερικές φορές νεφελώδεις βοήθειες και κολλώντας συνεχώς, έχανα το κίνητρο μου.
Μπορεί αυτή βέβαια να είναι η γνωστή κατάρα των δανεισμένων games που όλο και κάποια παγκόσμια αλήθεια θα αγγίζει: ότι παρατάμε πολύ πιο εύκολα παιχνίδια που δεν είναι δικά μας. Στην περίπτωση που τα επιστρέφουμε, δηλαδή.
Πάντως, δεν θα κρύψω ότι ακόμα και με τα χρόνια εμπειρίας μου πάνω από οθόνες και χειριστήρια, αν το LA τώρα δεν είχε από μόνο του την λειτουργία Restore Point, παρμένη αυτούσια από τα κιτάπια οποιουδήποτε emulator, ακόμα θα έφτυνα αίμα σε μερικούς (μια χούφτα ντε!) αρχηγούς και γρίφους.
Σαν φαινόμενο πάντως, η ενσωμάτωση τέτοιων μορφών εξοικονόμησης χρόνου από τις ίδιες τις εκδότριες εταιρείες που επανακυκλοφορούν παλιά παιχνίδια τους είναι κάτι που αξίζει μια πιο διεξοδική ανάλυση—βλέπετε επίσης τα “game boosters”, λέγε με cheats, στις πρόσφατες μεταφορές των FF IX και X στο Steam. Εγώ πάντως είμαι υπέρ τέτοιων μικρών παρεμβάσεων, για καθαρά πρακτικούς λόγους.
Πριν πείτε κάτι του στυλ ότι χαλάει την αυθεντικότητα του τίτλου μια τέτοια κίνηση, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ποτέ δεν μπορούμε να βιώσουμε το «αυθεντικό»: οποιοδήποτε πολιτισμικό προϊον και να πάρουμε αποκτά νέα ζωή όταν κάποιος το πιάνει σε μια εποχή διαφορετική από αυτήν όπου δημιουργήθηκε (λες και όσοι το παίζουν την ίδια χρονική περίοδο αποκομίζουν τα ίδια…) γιατί είναι αδύνατο να εξομοιώσουμε τις «αυθεντικές συνθήκες εμπειρίας» του. Όποιες κι αν είναι αυτές. Όση πολλή ή λίγη σχέση έχουν με αυτό που φαντάστηκαν οι δημιουργοί.
Άλλο να παίζεις το Link’s Awakening σαν παιδί πριν το φροντιστήριο όταν δεν υπήρχε Ocarina of Time και για να παίξεις Game Boy έπρεπε να αλλάζεις 4 μπαταρίες ΑΑ κάθε 3 ώρες, κι άλλο στην deluxe έγχρωμη έκδοση του με δυνατότητα επαναφοράς σε μια φωτιζόμενη οθόνη. Για να το πάω αλλού: άλλο να διαβάζεις το 1984 ενώ ο απολυταρχισμός ήταν συνώνυμος του κομμουνισμού, άλλο σήμερα που η Alphabet/Google και η κοινωνία της καταγραφής προσωποποιεί, ή καλύτερα αποπροσωποποιεί, τον ίδιο τον Μεγάλο Αδερφό. Άλλο το βινύλιο σαν status symbol μουσικού γούστου, κι άλλο ως ένα κοινότοπο μέσο αναπαραγωγής μουσικής. Θα είχε φανταστεί ο Fritz Lang ότι δεκαετίες μετά το magnum opus του, το Metropolis του 1927, θα υπήρχαν συζητήσεις για το ποια συνοδευτική ενορχήστρωση για τη βωβή ταινία του θα ήταν ανώτερη μεταξύ ειδών μουσικής που κατα τη διάρκεια της ζωής του παρέμεναν στο αχανές μέλλον; Όσοι είδαν το Häxan χωρίς No Clear Mind, θα είχαν κάποια συναισθηματική αντίδραση παρόμοια με τη δική μου; Νομίζω καταλαβαίνετε τι εννοώ.
Με δεδομένο ότι η πραγματική εξομοίωση είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη, αφού πέρα από τον τεχνικό τομέα παίζει μεγάλο ρόλο τελικά και το ευρύτερο πλαίσιο και περιβάλλον για τη βίωση ενός πολιτισμικού προϊοντος, είναι ευχάριστο το ότι δίνεται μεγάλη δημιουργική ελευθερία στους developers να παίξουν με το τι θέλουν να κρατήσουν «αυθεντικό» και τι όχι. Οι καλύτεροι εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες αυτές με πολύ ενδιαφέροντες τρόπους.
Στην παραπάνω φωτογραφία βλέπουμε το 3DS μου να τρέχει το Link’s Awakening σε native resolution με ένα GBC visor που υποστηρίζει 3D απεικόνιση. Προσοχή: ο εξομοιωτής, όχι το παιχνίδι, είναι αυτός που παίζει στις τρεις διαστάσεις. Μάλιστα. Είναι κάτι το διακριτικό αλλά πολύ όμορφο και αφάνταστα ικανοποιητικό: αν το 3D είναι ενεργοποιημένο η οθόνη του Game Boy φαίνεται λίγο πιο πίσω, λίγο πιο μέσα από την υπόλοιπη οθόνη, όπως στα παλιά GB το πλέγμα σημείων (dot matrix) ήταν πίσω από αυτό το τζαμάκι που γρατζουνιόταν, ράγιζε και ξεκολλούσε, την εποχή που οι οθόνες των φορητών ήταν ετερόφωτες, σαν μοναχικοί αστεροειδείς στο κρύο διάστημα.
Λέγεται μάλιστα ότι αν τελειώνει η μπαταρία του 3DS, πέφτει και σε φωτεινότητα το κόκκινο ledάκι του power, αλλά αυτό δεν το έχω δει με τα μάτια μου.
Βασικά, καλή όλη αυτή στροφή στο θεωρητικό και αφαιρετικό που μου βγήκε αβίαστα ως συνήθως, αλλά ας επιστρέψω στο παιχνίδι.
Στο Link’s Awakening λάτρεψα το πόσο ελαφρά τη καρδία παίρνει το ότι είναι Zelda.
Μεγαλώνοντας ανακαλύπτω ότι η επικούρα με κουράζει: το D&D το βαριέμαι πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι θα ήθελα· ο μόνος λόγος που τα Lord of the Rings δεν μου φαίνονται κάθε φορά πιο τετριμμένα είναι επειδή απλά τα σπάνε στην εκτέλεση, και κάθε ταινία η οποία καταλήγει να είναι για το σώσιμο του κόσμου από την καταστροφή—θανάσιμο αμάρτημα σχεδόν κάθε άνιμε!—με κάνει να σταυρώνω τα χέρια μου και να κοιτάζω τα φρύδια μου.
Με τον ίδιο τρόπο, παρ’όλο που το Ocarina of Time, η επιτομή του Zelda Epic, είναι χαραγμένο στον συναισθηματικό μου πυρήνα, η ιστορία του μου φαίνεται πλέον παιδική, απλοϊκή. Ίσως επειδή πολύ απλά είναι ένα παιχνίδι για παιδιά; Ίσως γιατί κι εγώ το έπαιξα στην ώριμη ηλικία των 10; Ίσως; Βλασφημία!
Αντιθέτως, το Majora’s Mask, ενώ όταν το πρωτοέπαιξα δεν με είχε κερδίσει τόσο πολύ, τώρα πλέον το βάζω στην κορυφή των Zelda γιατί ιντριγκάρει τον ενήλικο Hall: σπάει τα καλούπια της σειράς, ξεφεύγει από τις νόρμες, προκαλεί τον παίχτη, είναι πιο προσωπικό, εστιασμένο στους χαρακτήρες και τις ιστορίες τους, και το σώσιμο του κόσμου απ’το καταραμένο φεγγάρι σημαίνει το σώσιμο των προσωπών που γνώρισε. Η Termina είναι οι Terminans. Γενικά δημιουργεί μια αύρα μυστηρίου γύρω απ’ τον εαυτό του. Kαι φυσικά είναι ακαταμάχητα cool.
Το Link’s Awakening σαν τίτλος θαρρώ πως είχε έναν αντίκτυπο πάνω μου παρόμοιο με αυτόν του Majora’s Mask, αν και διαφορετικό. Το παιχνίδι δεν έχει Ganon (σχεδόν), δεν έχει Triforce, δεν έχει Hyrule, δεν έχει Zelda! Οι μισοί εχθροί είναι παρμένοι από παιχνίδια Mario. Τα 8 αντικείμενα που πρέπει να μαζευτούν είναι μουσικά όργανα, όχι κρύσταλοι, πολύτιμες πέτρες ή εμβλήματα. Η ιστορία πάλι έχει να κάνει με το σώσιμο του κόσμου… ή τουλάχιστον ενός κόσμου, ο οποίος, όπως και στο Majora’s Mask, αφήνεται να εννοηθεί στο τέλος πως είναι καταδικασμένος, είτε σωθεί είτε όχι. Γιατί, αλληγορικά μιλώντας ή και οχι, η περιπλάνηση είναι εσωτερική, και κάθε ένας από εμάς είναι ένας κόσμος (και ο Λινκ είναι ένας από εμάς!)
Μόνο και μόνο από αυτά για ορεκτικό φαίνονται ξεκάθαρα τα φόντα της εικονοκλασίας του Zelda IV, η οποία βέβαια μόνο σε μας 23 χρόνια μετά κάνει αίσθηση, γιατί τότε, το 1993 όταν πρωτοβγήκε ασπρόμαυρο, οι μονόχρωμες εικόνες τις οποίες σήμερα φαίνεται να σπάει δεν ήταν ακόμα τόσο συμπαγείς· ήταν τάσεις, όχι χαρακτηριστικά μιας σειράς. Όπως προανέφερα, η Nintendo δεν ήξερε ότι το Link’s Awakening θα ήταν αντισυμβατικό Zelda, γιατί ακόμα δεν υπήρχε η σύμβαση να το περιορίσει.
Μετά το Ocarina, από μόνο του ένα remake του Link to the Past, ό,τι έμελλε να παγιωθεί, παγιώθηκε. Το Zelda ταυτίστηκε με τη φόρμουλα της πλοκής χωρισμένης στη μέση όταν ο Λινκ πατάει το πάδι του στον παράλληλου κόσμο του τίτλου, μοτίβο το οποίο για πρώτη φορά εισήχθησε στο LttP: εκεί ήταν το Dark World, στο Ocarina ήταν τα 7 χρόνια στο μέλλον, στο Twilight Princess ήταν το Twilight Realm, στο Skyward Sword ήταν ο κόσμος πάνω από τα σύννεφα κι αυτός κάτω από αυτα, κοκ. Στο πρώτο Zelda, αντιθέτως, η εξερεύνηση ήταν πολύ πιο ελεύθερη, και τα 8 μπουντρούμια μπορούσαν να εξερευνηθούν και να κατακτηθούν σχεδόν με οποιαδήποτε σειρά. Το Link’s Awakening απ’την άλλη νομίζω βρίσκει τη χρυσή τομή μεταξύ της ελεύθερης εξερεύνησης στο πρωτότυπου και της πιο δομημένης στους επόμενους τίτλους.
Κάπου είχα διαβάσει (το βρήκα) το εξής έξυπνο: αν ζήταγαν σήμερα από κάποιον να φτιάξει έναν πνευματικό διάδοχο του πρώτου Zelda, σίγουρα δεν θα έφτιαχνε κάτι παρόμοιο με το Link to the Past αλλά κάτι εφάμιλλο του Dark Souls. Εγώ λέω ότι θα ήταν κάτι μεταξύ του Dark Souls και του Link’s Awakening.
…τι; Δεν μπορούμε να ονειρευόμαστε εμείς;!
Τέλος πάντων, γιατί πάλι μακρηγορώ. Δυο-τρία πράγματα ήθελα να γράψω και κοίτα τι έγινε.
Σπάνια γελάω με παιχνίδι έτσι, πόσο μάλλον με Zelda… Η αγγλική μετάφραση ήταν διαμάντι και ταίριαζε πολύ στο ύφος του «δεν με παίρνω υπερβολικά στα σοβαρά» που το διακατέχει. Έψαξα πολύ να βρω screenshots από τις στιγμές που μου φάνηκαν πιο ξεκαρδιστικές (σοβαρά γέλαγα δυνατά) αλλά δεν βρήκα κάτι αντιπροσωπευτικό. Μάλλον γιατί είναι διάσπαρτες παντού! Αντ’ αυτού, μάλλον καλύτερα, ορίστε μερικά δείγματα απ’ το σενάριο (script):
* - Christine is a goat.
Christine : You don't know the proper etiquette when dealing with a lady, do you? You should have brought flowers or something, then I might be inclined to talk with you...Oh yes, in my case, hibiscus are best...
* - With the item available:
Christine : Oh, you brought me a hibiscus! How sweet! Well, since you are such a gentleman I have a request to make of you. Will you listen?
-----------------------------------------------------------
-(Yes)
Christine : I would like you to take this letter to a Mr. Write who lives on the border of the Mysterious Forest, please!
<game> : You traded <Hibiscus> for a goat's letter <Letter>! ...Great!?
* - Subsequently:
Christine : You know, sometimes I can't help eating a delicious piece of paper, even if it's a letter to my darling Mr. Write... How embarrassing!
Κλαίω!
#$#$#$#$#$#$#$#$#$#$#$#$#
$# Mysterious Forest #$
#$#$#$#$#$#$#$#$#$#$#$#$#
Signpost : Mysterious Forest
(It's a little bit mysterious)
Απλά φανταστείτε κάτι τέτοιο στην πινακίδα στο Kokiri Forest έξω απ’ τα Lost Woods. Αδύνατο, έτσι; Αυτό ακριβώς είναι που λέω.
Boy 3: Hey, dude! What do you think of Marin? Uhh... I don't know, I'm just a kid!
Boy 4: Dude! You're asking me when we started to live on this island? What do you mean by 'when?' Whoa! The concept just makes my head hurt!
Those boys are on some magic powder alright… Μόνο και μόνο που λένε τον Link dude είναι αρκετό. Jeff Bridges as The Link. Το έχετε αν προσπαθήσετε.
[ Magic Rod ]
You've got the Magic Rod! Now you can burn things! Burn it! Burn, baby burn!
ό_Ό
[ Drawer ]
Link checked the chest. Wow! This is a nice chest!
Τ_Τ
Και μετά απ’ όλα αυτά, σου πετάει τη μαγεία από εκεί που δεν το περιμένεις:
(προσοχή, αλήθινα spoilers, αλλά πανέμορφα spoilers—γράφω για το τέλος)
Μπορεί με τη μαγεία και τα χαχανητά να μου πέταγε επαναλαμβανόμενα εκνευριστικά μηνύματα κάθε λίγο και λιγάκι για power-ups και για το ότι και καλά δεν μπορούσα να σηκώσω πέτρες , μπορεί να χανόμουν διαρκώς στο Overworld, μπορεί να έπρεπε να αλλάζω συνέχεια τα αντικείμενα στο Α και Β… εκεί τελειώνουν τα «μπορεί». Το παιχνίδι πολύ απλά…
Holy shit I’ve been looking for this for absolutely ages!
I would keep randomly coming across this tune, mainly by being near TVs, having it be my earworm for the day, and then miserably failing every time to get hold of a single clip long enough to effectively run through Shazam. I even wrote onERT on TWitter asking them to divulge their secrets, only to be completely ignored. Until I finally managed to scratch that itch today!
Once upon a time, people would have unresolved earworms and no way of identifying them, reproducing them and finding ways to relieve themselves, save humming and/or singing the words, describing the song, praying and hoping.
I suppose living in a world with public access to a great deal of the collected factual knowledge of our species, where it’s easy to find and listen to a song stuck in your head, as opposed to not, may be one of those relatively few things which is unequivocally good.
How impossible would this concept be to grasp, from start to finish, for a person living just 150 years ago, where no sound had ever been recorded yet and no music had ever been played, save from live musicians playing on real instruments.
Yesterday, after the continued insistence of various different people I would not have in my mind otherwise associated with each other, I listened to Goat for the first time.
What was putting me off? My best understanding is that it must have been something in the band’s name–the only clue I’d been given–that made me believe their music would be dark and difficult to get into, the diametrically opposite genre to easy-listening, if you will (yeah, Steven Wilson is just sooo easy-listening!)
Further, it might have been my tainted inner workings, inevitably influenced by popular associations of poor caprids on the one hand with satans, plenty of blackness and a certain admiration of evil for roughly the same reason the dark side is generally considered to be cooler, and on the other with… I dunno, ridiculousness? Goats seem to be close to rivalling cats on the internet, only with twice the foolhardiness and much less than half the self-consciousness.
Anyway, turns out not only are Goat not dark or complex in that sense, their work is an absolute celebration of life and joy. No reverse psychology in this name, no irony, no references to darkness. Goat, plain and simple. Foolhardy, unconscious Goat.
I hope they play in Athens again soon.
PS: The more I listen to the climax, the more it reminds me of Festival by Sigur Rós. And that’s good. Very good. Must be a Nordic thing.
Το παραπάνω κατα τ’ άλλα συμπαθές άσμα του αποθανώντα Παντελίδη, αν το έχεις ακούσει αρκετά ώστε να το αναγνωρίζεις, το παίζουν συνέχεια στην διαπασών απ’ το κινητό τους κάποιοι συνάδερφοι οπλίτες όταν υποτίθεται είναι ώρες για ύπνο στον θάλαμο. Είναι κομμάτι που ανήκει στην κατηγορία μουσικής που περιγράφει το παρακάτω κειμενάκι. Δεν θεωρώ τυχαίο ότι οι συνάδερφοι επιδεικνύουν πόσο δεν ξέρουν τι σημαίνει σεβασμός με το συγκεκριμένο κομμάτι και όχι με Gojira, Daft Punk ή ξέρω γώ, Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Πόση επίκριση κρύβει μέσα της αυτή η παρατήρηση;
Ήμουν στο εστιατόριο του 625 σήμερα για να φάω φασολάδα — ευτυχώς, όχι πίτσα με τηγανητές πατάτες που ήταν το ανεκδιήγητο το χτεσινό, ή το ακόμα χειρότερο πιάτο της περασμένης Κυριακής: τηγανητό Zwan με την ίδια πρωτότυπη γαρνιτούρα, καλούδι για το οποίο έκοψα την έξοδο και έσπευσα στο στρατόπεδο να φάω, χωρίς να ξέρω φυσικά τι θα με περιμένει. Οι μικρές συγκινήσεις της στρατιωτικής ζωής: να μην ξέρεις τι έδεσμα θα σε περιμένει κάθε μέρα. Για να θυμόμαστε και λίγο τις εποχές του κυνηγιού και της τροφοσυλλογής.
Στο εστιατόριο λοιπόν το ραδιόφωνο έπαιζε ελληνικά ποπάκια της σειράς. Ξαφνικά, το χλιμίντρισμα, όρος που μου έμαθε ο Μάριο όταν κάποτε ήταν ραδιοφωνικός παραγωγός, πριν καν πάω εγω στη Μυτιλήνη, αναφώνησε «τάδε τάδε FM — μόνο επιτυχίες».
Είναι κάτι που οι περισσότεροι σταθμοί καυχιούνται για λόγου τους και συνήθως μας περνάει ως κάτι φυσιολογικό, κάτι το αναμενόμενο.
Σήμερα όμως σκέφτηκα: το χλιμίντρισμα κάνει το «μόνο επιτυχίες» να ακούγεται σαν το αποτέλεσμα μιας επιλογής όπου κάποιος είχε μπροστά του 100 πρόσφατες κυκλοφορίες και επέλεξε να εντάξει στο πρόγραμμα του μόνο τα τραγούδια τα οποία έχουν διακριθεί τρόπον τεινά ως ιδιαίτερα αγαπητά. Γιατί όπως όλοι ξέρουμε οι επιτυχίες είναι το μόνο είδος μουσικής που αξίζει (αν και καταλαβαίνω το γιατί κάποιος μπορεί να θέλει να ακούει μόνο επιτυχίες: γιατί για αυτόν το να είναι ο μόνος που ξέρει ένα τραγούδι, όσο καλό κι αν είναι αυτό, δεν βοηθάει στην ανάδειξη του μέσα στους κοινωνικούς του κύκλους — κάτι σαν αντίστροφο χιπστερισμό δηλαδή)
Εντούτοις, εφόσον επιτυχία στην ποπ μουσική βιομηχανία είναι, ή έστω μπορεί να θεωρηθεί, οτιδήποτε παίζεται στο ραδιόφωνο, το «μόνο επιτυχίες» γίνεται περιγραφικό, όχι διαφημιστικό. Φυσικά και είναι μόνο επιτυχίες, αφού εσείς αναδεικνύετε τις επιτυχίες!
Όπως τα best-seller που εκδίδονται για να είναι best-seller και προωθούνται επειδή είναι best-seller, γίνονται best-seller. Όπως τα πρώτα αποτελέσματα σε κάποια αναζήτηση Google, τα οποία είναι πληρωμένα, αλλά επειδή εμφανίζονται πρώτα και τα κλικάρουν όλοι, σύντομα δεν χρειάζονται πλέον προώθηση.
Ξαφνικά νιώθω ότι γράφω κάτι το πολύ προφανές που όλοι το ξέρουν και το καταλαβαίνουν και «έτσι είναι ο πραγματικός κόσμος qb». Σταματάω.
Another Steven Wilson song from Hand. Cannot. Erase. that’s playing in my head. I played this one in my car a few days ago to friendly company and they seemed to agree that it wasn’t the right time to play it and that they “didn’t go crazy for Steven Wilson”. Something twitched inside of me as I blurted back something between “I didn’t expect you to” and “my car, my rules”, which I immediately regretted. It’s okay, though, because playing that song then and there was what made it become my new earworm of the week and what eventually led to this post.
3 years ago was my first day at my first youth exchange, I See Green at Olde Vechte. Sofia gave me a little cupcake with a candle on it after that first lunch in Zeesse. I felt far away from home, celebrating my birthday in the company of strangers, but that gesture warmed my heart.
Today, 3 years older, there’s little hope the strangers in the army camp will become the special people the strangers from that youth exchange in the Netherlands soon became. But the candle from back then is still burning. It’s one of those special trick candles that don’t go out when you blow them.
PS: Wilson’s coming to Athens on May 5th. You can tell I won’t let many things stop me from being there to see him play.