Γαστροπαιχτική Λέσχη

Τους τελευταίους μήνες, οι σχέσεις μου με την λέσχη δεν πάνε καλά.

Όχι πως ήμασταν ποτέ φίλοι. Κάποτε, μάλλον από τον Μάιο του ’09, όταν άνοιξε η κάτω λέσχη στο Ευ Ζην (αλλά και λίγο πριν, όταν το λεωφορειάκι μας έπαιρνε έξω από τον Βερόπουλο και μας πήγαινε στον Λόφο για να φάμε μεσημεριανό…), η σχέση μου με την λέσχη ήταν αντίστοιχη με αυτή που έχω με πολλούς συμφοιτητές μου: τους βλέπω κάθε μέρα, ποτέ δεν τους μίλησα πάρα πολύ και ποτέ ίσως δεν υπήρξε μια πραγματική αμοιβαία συμπάθεια. Όμως ακριβώς εξ αιτίας την καθημερινή τριβής, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο, αυτή η επαφή έχει εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο από συνήθεια  και γνωριμία αλλά κάτι λιγότερο από φιλία… μια περίεργη κατανόηση η οποία σε κάνει να γνέφεις ή να λες «Γειά!», ακόμα και αν δεν είσαι καν σίγουρος ότι θυμάσαι το όνομα του άλλου.

Έτσι και με την κάτω λέσχη. Mε παρέες κατα καιρούς διαφορετικές, σχεδόν καθημερινή βίζιτα (συνήθως μεσημέρι και βράδυ) και συχνά αρμένικη: μέναμε τελευταία παρέα στην λέσχη, οι κυρίες της λέσχης καθάριζαν κι εμείς μπορεί να μην είχαμε καν επιστρέψει τους δίσκους μας και να φτιάχναμε εικαστικά αριστουργήματα με το βραδινό μας. Το φαγητό και η ποιότητα του έχει υπάρξει αγαπημένο θέμα συζήτησης, μαζί με διάφορους καυγάδες, φιλοσοφικές κουβέντες, ατέλειωτες αντιπαραθέσεις για games, ιδεολογικές διαμάχες σχετικά με την –πάντα επιλεκτική!– αποχή μερικών μας από το κρέας. Ποτέ δεν ξέραμε ούτε μας απασχόλησε ιδιαίτερα τι ακριβώς ήταν αυτό που κατέληγε στις μαύρες τρύπες μας.

Ευτυχώς από ποικιλία η λέσχη ποτέ δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από πουθενά, κι έτσι πάντα είχαμε κάτι να συζητήσουμε! Ψάρι με γεύση κοτόπουλο: κοτοπουλόψαρο! Μπριάμ μόνο με πατάτες και ένα κομμάτι μελιτζάνα κι άλλο ένα αντίστοιχο κολοκυθάκι (στην καλύτερη) ή πατάτες με λαχανικά — τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα το μενού είχε πατάτες ψητές με πουρέ και σάλτσα γεώμηλου — μακαρόνια με σάλτσα τόνου (καρμπονάρα βασικά με τόνο αντί για μπέικον :κ) , ή πορτοκάλια χωρίς γεύση και μόνιμα λασπωμένο, κακά πλυμμένο μαρούλι. Όσο για τα επιδόρπια, το πράγμα είναι πολύ απλό: Δεν ήταν κρεμ καραμελέ, μήτε ήταν ζελέου: ήταν μονάχα μι’ αλοιφή, μ’άρωμα πετρελαίου… Ή ψαρίλας. Το έχουν τα ειδικά τους ψυγεία, βέβαια! Μεταθέτουν τις μυρωδιές από το ένα φαγητό στο άλλο: πηγαίνει από το κοτόπουλο στο ψάρι και από το ψάρι στο ζελέ και από το ζελέ στο… ω ελάτε τώρα αφού ξέρετε ότι το ζελέ δεν μυρίζει (εννοούμε τα κανονικά ζελέ και όχι της λέσχης)! Ή το περίφημο ρύζι «αμβροσία» το οποίο, πριν μάθουμε ότι ήταν ονομασμένο όπως και το catering το οποίο έχει αναλάβει την λέσχη και ήταν η υποτιθέμενη specialité του, το βλέπαμε ως απόδειξη ότι, εκτός των άλλων, οι υπεύθυνοι της λέσχης είχαν και μια κάποια άρρωστη αίσθηση του χιούμορ. Αντί για νέκταρ, το μόνο που είχαμε ήταν μια βρύση. Για νερό. Τώρα που το σκέφτομαι, τι ωραία που θα ήταν αν αντί για νερό αυτή η βρύση ανάβλυζε μπύρα… Ποιος το χέζει το νέκταρ…

Και φυσικά, ο τρόπος που έχει η λέσχη να παίζει με το στομάχι σου! Μπορεί να έτρωγες τρία πιάτα, θα τίγκαρες, όμως μετά από 3 ώρες θα είχες λιγούρες, και μετά από 5 θα πείναγες ξανά! Λες και όλα αυτά που έφαγες ήταν στην πραγματικότητα αφρός μεταμφιεσμένος σε μπριζόλα, αρακά, μακαρόνια, ο οποίος όμως αφρός σε πάχαινε αν έτρωγες περισσότερο. Ναι, εγώ τουλάχιστον είχα πάρει κιλά όταν έτρωγα στην λέσχη περισσότερο από μια μερίδα. Δεν ξέρω τελικά, ίσως και να ήταν αφρός από την πολύλή σόδα! Πολλά φαγητά είχαν, σύμφωνα με μαρτυρίες (εγώ ποτέ δεν την κατάλαβα), ακόμα και γεύση σόδας, αλλά εκτός από το ότι ποτέ δεν θα μάθουμε αυτό το μυστικό, κανένα φοιτητικό εστιατορίο στον κόσμο δεν βγάζει την ουρά του απ’έξω από το θέμα της χρήσης της.

H λέσχη πάντα μας καλούσε να λιώνουμε με τις ώρες άφοβα. Μμμ, νόστιμο!

Τελικά όμως, παρά τα όσα λέγαμε, όλα έβαιναν καλώς. Μπορεί η λέσχη μας να μην ήταν όσο καλή όσο αυτή της Ρόδου, των Ιωαννίνων, που ήταν ολόκληρο εργοτάξιο, ή της Κέρκυρας (τι σαλάτες. Ω: τι σαλάτες! {:ε *όνειρα χορτοφαγικά*), όμως όλοι έχουν πει πως είναι καλύτερη από τις αντίστοιχες της Αθήνας ή της Θεσσαλονικής. Και φυσικά, ανέκαθεν ήταν το καθημερινό hot spot. Ποιο Mουσικό, Lazy και μαλακίες! Πήγαινες λέσχη και αμέσως γέμιζε ο μετρητής του social! Καθόμασταν και σε προνομιακές θέσεις για να τσεκάραμε ευκολότερα ποιος ερχόταν. Και στην τελική, το ψωμί δεν ήταν άσχημο (όταν ήταν φρέσκο).

Όλα αυτά αλλάξανε τον Σεπτέμβριο. Πηγαίνουμε την πρώτη μέρα που άνοιξε η λέσχη, παίζει να ήμασταν και οι πρώτοι, σίγουρα ήμασταν και οι πρώτοι που μάθαμε τα υπέροχα μαντάτα. «Η κάτω λέσχη θα κλείσει και όλα θα πάνε πάνω!», μας είχε πει μια από τις κυρίες που μας σέρβιραν. Οι οποίες, παρένθεση, ακούνε τα παράπονα αλλά δεν φταίνε και σε τίποτα, την δουλειά τους κάνουν… Δεν νομίζω να θέλουν να μας προσφέρουν το φαγητό που μας προσφέρουν. Παίζουν και λίγο τον ρόλο του προστατευτικού κυγκλιδώματος, κάτι σαν τους μπάτσους, σε αυτές πάνε όλα τα αρνητικά σχόλια και όχι σε αυτούς που κάνουν τα κουμάντα. Τέλος πάντων. Ναι, πρώτα από τις κυρίες της λέσχης το μάθαμε. Ήταν η αρχή του τέλους.

Δεν πήρε περισσότερο από μερικές εβδομάδες για να γίνουν τα παραπάνω πραγματικότητα. Και τι προειδοποίηση. Όλοι πήγαμε στον λόφο, η κάτω λέσχη έκλεισε  άδοξα γιατί υποτίθεται ότι δεν θα ήταν απαραίτητη εφόσον όλοι οι φοιτητές θα ήταν στον λόφο. Η ποικιλία μειώθηκε: από δύο επιλογές, που και πάλι μερικές φορές δεν υπήρχαν ουσιαστικά στην κάτω λέσχη γιατί το φαγητό ερχόταν από την λέσχη του λόφου, μειώθηκε σε μια επιλογή για κάθε γεύμα. Οι τουλάχιστον δύο μερίδες που δικαιούμασταν, μειώθηκαν σε μία (!), το πρωινό είναι παρελθόν (μικρό το κακό εδώ που τα λέμε) και οι ώρες άλλαξαν ώστε να είναι, ω τόσο μα τόσο βολικά, ακριβώς πάνω στις ώρες των μεσημεριανών και βραδινών μαθημάτων. Ευχαριστούμε τόσο πολύ, κύριοι που φροντίζετε πάντα πριν από μας για μας. 🙂 Είναι αλήθεια, τα λεφτά που παίρνει το Πανεπιστήμιο Αιγαίου από το κράτος μειώθηκαν κατα 30% φέτος. Όμως φαίνεται πως η λέσχη πρέπει να τους έτρωγε πολλά (pun intended) αφού οι ίδιες αλλαγές έχουν γίνει και η ίδια κατάσταση φαίνεται να επικρατεί και στην Χίο, όπως με πληροφόρησε ο Φάνης. Η φοιτητική μέριμνα γενικά χτυπήθηκε πολύ σκληρότερα με τις περικοπές απ’ότι άλλοι τομείς χρηματοδότησης, η σίτιση μαζί με τις εστίες αλλά και πολλά περισσότερα.  Μετά από όλα αυτά, η λέσχη δεν ήταν πια αυτή που ήξερα: από συμπαθητικός γνωστός είχε μετατραπεί στην συμφοιτήτρια την οποία όχι μόνο δεν χωνεύω, βρωμάει σαπίλα από πάνω ως κάτω, μου έχει παίξει μαλακία και ΕΙΜΑΙ αναγκασμένος να την έχω και στην ομάδα μου…

Αυτές οι αλλαγές με χτύπησαν περισσότερο πριν λίγες μέρες. Ήταν Τετάρτη, μέρα που δεν έχω μάθημα όμως είναι παραδοσιακά μέρα λαδερών (η καλύτερη μου: όλο κρέας, κρέας, κρέας το βαρέθηκα, φέρτε μου ένα φασολάκι που τ’ορέχτηκα!) είχα βέβαια να κολλήσω και αφίσες για την Κινηματογραφική Συμμορία. Ο καιρός ήταν απαίσιος: μια λεπτή συννεφιά που έδινε μια ξεπλυμένη άρρωστη απόχρωση στα πάντα, μια ζέστη (ΤΙ ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΤΕΛΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΘΑ ΚΑΝΩ ΧΑΡΑΚΙΡΙ), μια άπνοια, η ατμόσφαιρα ήταν κολλώδης… Εν ολίγοις, ο ιδανικότερος καιρός για να αφήσεις την φωτογραφική σου μηχανή σπίτι. Η διάθεση μου κοινώς ακαταμάχητη, είχα πάει και μόνος. Φτάνω στην λέσχη, βλέπω τρία τεράστια ταψιά τίγκα στους γίγαντες… Και μόνο γίγαντες.

Fun fact about cubi: Πρέπει να έχω κάποιου είδους δυσανεξία στα φασολοειδή (γίγαντες, φασολάδα, μαυρομάτικα, ακόμα και αυτά τα κόκκινα που πάντα μου θυμίζουν το Salad Bar των Goody’s) γιατί ακόμα κι αν φάω μικρή ποσότητα το στομάχι μου κυρήσει εμφύλιο πυρηνικό πόλεμο, με βόμβες να σκάνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και ο όλος αρμαγεδώννας να κρατάει και την επόμενη μέρα. Οπότε όχι, δεν είναι μόνο πόλεμος… αερίων!

Με είδε η κυρία που σέρβιρε να είμαι {:ε, της εξήγησα: «Έχω δυσανεξία στα φασόλια…». Μου απάντησε: «ΟΚ, θα σου βάλω δυο πιάτα ρεβυθόσουπα.» Wow, thanks, I guess, αν και τα ρεβύθια αυτά καθαυτά απάρτιζαν λιγότερο από το 1/10 της συνολικής μάζας αυτής της σούπας. Καθώς υπέγραφα και έπαιρνα τον δίσκο μου, με ρώτησε: «Τι κάνει το κορίτσι που μας έλεγε και κανένα γειά;» Αυτή η φράση μου θύμισε πολλά απ’όσα περιγράφω παραπάνω, ίσως και να μου έδωσε την όρεξη να γράψω όλο αυτό. Όσο πιο ειλικρινά μπορούσα της απάντησα «δεν ξέρω» κι έκατσα σκεφτικός να φάω το νερό μου με λίγα ρεβύθια μέσα. Αλήθεια, πόσοι να τις χαιρετάνε; Γιατί όχι περισσότεροι; Γιατί όχι έγω; Λες και φταίνε αυτές για την πολιτική της λέσχης, λες και φταίνε οι μπάτσοι για τις αποφάσεις των γουρουνιών… Τώρα αν αντίστοιχα οι κυρίες της λέσχης προστατεύουν την λέσχη από τα εξαγριωμένα πλήθη των φοιτητών, θα έλεγα ότι οι συγκρίσεις σταματάνε κάπου εδώ.

Ο Αργύρης και η «παραπονιάρα» κυρία στην πάνω λέσχη. Frame από Αεικίνηση. 😛

Την επόμενη μέρα, πήγα και είχε λαζάνια με κιμά. Μόνο λαζάνια με κιμά:  τα τρία ταψιά γεμάτα με το ίδιο φαγητό μου έδωσαν περισσότερο την αίσθηση συσσιτίου παρά εστιατορίου. Kαι ήταν η μέρα που έχω μάθημα όλη μερα στον λόφο. Έκανα την καρδιά μου πέτρα, προσπάθησα να απομακρύνω τον κιμά από ανάμεσα τις φέτες ζυμαρικού μου για να μην πεινάσω τελικά… Τα σχόλια γύρω μου όχι και πολύ καλά για τον κιμά που ήθελα-δεν ήθελα δοκίμασα, μικρό το κακό σκεφτόμουν… Μια απίστευτη καούρα με ακολούθησε για το υπόλοιπο της ημέρας.

Έχουν γίνει μερικές δράσεις ως αντίσταση σε αυτές τις αλλαγές. Θυμάμαι όταν μπήκαμε με παιδιά κυρίως από το Μπίνειο αλλά και τον Μητσάκο, την Ήρα και άλλους και είπαμε πως θα σερβίρουμε εμείς το φαγητό, μόνο και μόνο για να μείνει η λέσχη ανοιχτή μέχρι τις 15:30, αντί για τις 15:00. Τελικά αυτό απέτυχε γιατί οι υπάλληλοι της λέσχης δεν μας άφησαν να μπούμε πίσω από τον πάγκο — δεν ήταν ότι ήθελαν να φύγουν και δεν τις αφήναμε, μάλιστα μένουν μέχρι αργά ούτως ή άλλως (…) — απλώς «απαγορευόταν από το υγειονομικό». Ειρωνικό θα έλεγα. Και ας έλεγε ο υπεύθηνος ό,τι ήθελε για το ότι τα υλικά και το φαγητό έχει περάσει όλους τους ελέγχους: who watches the watchmen, I ask? Ποια είναι τα κριτήρια ποιότητας τους όταν το μαρούλι παίζει να είναι και άπλυτο; Και τα κάτουρα μας είναι αποστειρωμένα, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι καλή ιδέα να τα πίνουμε! Πάντως η λέσχη έμεινε ανοιχτή λίγο παραπάνω εκείνη την μέρα…

Επίσης έχει στηθεί τις τελευταίες εβδομάδες ένας πάγκος έξω από την λέσχη που έχει χειροποίητες πίτες, κέικ κτλ, φτηνό καφέ και πολύ καλό φρέσκο χυμό πορτοκαλί. Βάζουν και γύρη μέσα για να είναι «πιο δυναμωτικός»! Εγώ δεν μπορώ παρά να τους βγάλω το καπέλο, να τιμάω τα καλούδια τους και να βλέπω ένα τόσο χειροπιαστό και καλό μέτρο σύγκρισης με την κερδοσκοπία που λέγεται λέσχη.

Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι: οι μερίδες έχουν διπλασιαστεί, και δεν πεινάς μετά από 3 ώρες. Και όπως αναφέραμε πολλές φορές στις αιώνιες συζητήσεις μας στην λέσχη: είναι τσάμπα! Όμως που τελειώνει το τσάμπα, που αρχίζει το επικίνδυνο; Όταν κάτι είναι τσάμπα, πώς αντιδράς όταν η ποιότητα του πέφτει; Γιατι δεν μπορείς να πεις «η ποιότητα θα έπρεπε να είναι καλύτερη γιατί την πληρώνω!». Και έτσι μπορούν να μας δίνουν ότι τελευταίο υπάρχει, ό,τι χειρότερο σε ποιότητα χωρίς να έχουμε δικαίωμα να πούμε τίποτα! Αλλά τι λέω; Η κυρία Χριστίνα (;) στην λέσχη που σερβίρει το είχε πει καλύτερα απ’όσο εγώ ποτέ θα μπορούσα, και πάντα επίκαιρα:

«Να χαίρεστε που έχετε και φαγητό».

Garret in old lesxi pic (09/'09): "There is no such thing as a free lunch..."
ΥΓ: Για τις άπειρες ώρες που έχω περάσει στην λέσχη, διαπιστώνω μετά απο ψάξιμο στις φωτογραφίες μου ότι δεν έχω παρα ελάχιστες και από συγκεκριμένες φάσεις. Συνήθως μιλάγαμε υπερβολικά πολύ για να έχουμε χρόνο για να τράβαμε φωτογραφίες. Α, ή τρώγαμε.

Ρε Hall!

Για όσον καιρό με ξέρουν οι φίλοι μου εδώ στην Μυτιλήνη, με δουλεύουν για την απροσεξία μου και την επίρρεπεια μου σε ατυχήματα. Είναι συχνό φαινόμενο να σκουντάω αντικείμενα, να χύνω υγρά, γενικά να σκορπάω την καταστροφή στον διάβα μου. Το «ρε Hall!», αν και χιλιοπαιγμένο, δεν είναι αβάσιμο. Garret & Mordread είναι σίγουροι ότι θα πάω από κάποιο ατύχημα και μάλιστα στοιχημάτιζαν για το τι θα σπάσω πρώτο, τώρα που έχω και «ρόδες»! Εγώ τους δούλευα με την σειρά μου, λέγοντας τους ότι το Clumsiness Aura δεν επηρεάζει τον προβολέα, ότι ποτέ δεν είχα πάθει τίποτα, ότι μέχρι τώρα οι ζημιές γίνονταν γύρω μου αλλά εγώ παρέμενα άθικτος.

Μέχρι τώρα…

13 Οκτωβρίου

Συννεφιά. Κάνω ποδήλατο με προορισμό τον λόφο. Στην τσάντα μου περασμένο ένα παλιό, δανεισμένο, ατσάλινο τρίποδο και στο χέρι μου μια πάνινη τσάντα με ρούχα (κυρίως βρακιά και κάλτσες — καθαρά ντε!) με άμεσο μέλλον τους να καταλήξουν στον κάδο του Ερυθρού Σταυρού στο κτίριο της διοίκησης. Always in motion is the future, όμως, που λέει και ο Yoda. Η πάνινη τσάντα μπλέκεται στην μπροστά ρόδα και το ποδήλατο σταματάει ακαριαία. Όμως φυσικά η πίσω ρόδα συνέχιζε να γυρνάει: βρίσκομαι σε ανάποδη σούζα, κοιτάζοντας την άσφαλτο με ένα βλέμμα γεμάτο τρόμο. Το ποδήλατο φτάνει στο ζενίθ του τόξου και αρχίζουμε να πέφτουμε μαζί πλάγια. Προσγειώνομαι με τα πλευρά. Κείτομαι για λίγο εκεί βογκώντας και χωρίς να μπορώ να πάρω καλή ανάσα, και μια και δυο συνεχίζω… Από εκείνη την μέρα και μετά, μέχρι και σήμερα, με πονάει ένα δεξί πλευρό, ιδιαίτερα όταν αναπνέω βαθιά και ξαπλώνω μπρούμυτα, και έχει μια περίεργη γωνία. Όμως δεν πήγα να το κοιτάξουν κι έτσι φαίνεται θα μείνω με την απορία!

25 Οκτωβρίου

Είχα περάσει από το σπίτι για να πάρω το αδιάβροχο, ήδη ο δρόμος ήταν βρεγμένος και δεν ήθελα να με βρει (πάλι) στον δρόμο για τον Λόφο μια ξεγυρισμένη μπόρα, ειδικά όταν θα παρουσίαζα στο μάθημα της Καταπότη την δουλειά που είχα κάνει για τα Χαϊκού. Κατεβαίνω αντικανονικά την Ζωοδόχου Πηγής, στρίβω στον Πλάτανο, παίρνω την κατηφόρα και είναι μπροστά μου ένα μηχανάκι που μόλις ξεκίναγε. Φρενάρω για να το αποφύγω, όμως συμβαίνει το αναπόφευκτο. Τα λάστιχα του ποδηλάτου μου γλιστράνε στο πλάι και εγώ μαζί με το ποδήλατο δεν μπορώ πλέον να φέρω αντίσταση στην Παγκόσμια Έλξη. Η άσφαλτος, έτσι όπως είναι υγρή κιόλας, γίνεται ακαταμάχητη… Πέφτω με τον αγκώνα, ή μπορεί και να έπεσα με την παλάμη και τον αγκώνα και φτάνω μπροστά στο μηχανάκι. Ο μυτιληνιός οδηγός σαστισμένος, δεν θα ‘ταν 17 χρονών: «Είσαι καλά, θες να σε πάω στο νοσοκομείο;» Κι εγώ: «Όχι ντάξει, δεν έχω σπάσει και τίποτα!!», δοκιμάζοντας τις αρθρώσεις, παρά τα βογκητά και τα σκαλώματα που κράταγαν μερικές δεκάδες δευτερόλεπτα πάνω από το ποδήλατο, τα οποία ο πόνος σίγουρα έκανε να περνάνε πολλές φορές γρηγορότερα! Νιώθω τον αγκώνα μου και την παλάμη μου καυτή, και χωρίς πολλά-πολλά και προσπαθώντας να αποφύγω την σκέψη ότι πάλι έπεσα, καβαλάω ξανά το ποδήλατο μου προς Λόφο. Μόλις έφτασα και κατέβηκα, συνειδητοποίησα ότι το να κλειδώσω το ποδήλατο ήταν αφύσικα οδηνυρό, ακόμα και μετά από το ατύχημα μου. Και όταν έφτασα και στο μάθημα, συνειδητοποίησα πώς μπορούσα να ανοιγοκλείσω το χέρι μου μόνο περίπου 20° χωρίς ο πόνος να γίνεται αβάσταχτος. «Το ξέρεις ότι το ‘χεις σπάσει, έτσι;», μου είπε ο Μητσάκος μισο-αστεία μισο-σοβαρά όπως κάνει συνήθως. Και είχε μισο-δίκιο, αν και ακόμα δεν ήθελα παρά να το μισο-σκεφτώ.

Στον γυρισμό βρήκα τον HM, στον οποίο είπα τι είχε συμβεί και αμέσως ήθελε να με πάει στο Βοστάνειο, το νοσοκομείο της Μυτιλήνης.  Τελικά με έπεισε και ξεκινήσαμε με τα πόδια από τον Λόφο μέχρι το Βοστάνειο και με το ποδήλατο παρέα. Μια διάγνωση και μια ακτινογραφία αργότερα (και μερικές υπαρξιακές διαπιστώσεις του στιλ: «Ουάου είναι η πρώτη φορά που έρχομαι σε νοσοκομείο μόνος μου! Και πόσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που χρειάστηκε να κάνω ακτινογραφία;;») ανακαλύπτω πως ο αγκώνας μου ράγισε. Με στέλνουν στο χειρουργείο (για λίγο ήμουν {8ε ) για να μου βάλουν γύψο, ή τέλος πάντων έναν γύψινο νάρθικα. Ο γύψος μύριζε σαν γλυκό από κακό ζαχαροπλαστείο. «Έλα την άλλη Τετάρτη για να δούμε αν θα πρέπει να κρατήσεις τον γύψο περισσότερο.» ΟΚ, 9 μέρες ουσιαστικά χωρίς δεξί χέρι, τέλεια! Θα μπορούσε όντως να είναι και χειρότερα, πολύ χειρότερα. Δεν υπάρχει καμμία λέξη η οποία να συνδυάζει την γκαντεμιά με την τύχη, όπως η χαρμολύπη συνδυάζει την χαρά και την λύπη; Τυχερατυχία; Ευγκαντεμιά; Naaah… Στην κύπρια νοσοκόμα πάντως δεν άρεσε το ψαροκόκκαλο που είχα κρεμασμένο στον λαιμό, «βάλε κανέναν σταυρό να σε φυλάει ο Θεός…» Thank you HM for your help. 🙂

Βλέπετε τίποτα;


27 Οκτωβρίου

Μια μέρα μετά την γιορτή μου, δύο μετά την Πτώση… Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου του Μυρωδάτου, περνώντας την μέρα μου στόν Λόφο, είδα δυο συμπληρωματικές προσεγγύσεις. Η μία ήταν το «Χρόνια πολλά!!» και η δεύτερη ακολουθούσε αμέσως, με ένα βλέμα στο κρεμασμένο χέρι, το χαμόγελο μετατρεπόταν σε μάσκα τρόμου, η ευθυμία σε λύπηση, η καλοπροαίρετη ευχή σε έκδηλη ανησυχία: «Τι έπαθε το χέρι σου;!;!» Κι εγώ με αξιοζήλευτη ηρεμία, αφηγούμουν την παραπάνω ιστορία… Που να ‘ξερα όμως ότι το τέλος δεν είχε έρθει!

Το πρωί της 27ης ήμουν με την Μαρία την Κιθαρίστα και κάποιες φίλες της στην πλ. Σαπφούς. Περιμέναμε το λεωφορείο για να πάμε Λόφο, τι άλλο; Όλα ήταν ήρεμα, ή τουλάχιστον έτσι φαίνονταν… Τελείως ξαφνικά, νιώθω έναν πόνο, μια πίεση στην μέση να με σπρώχνει μπροστά. Παραπατάω και γονατίζω, με τον πόνο και την έκπληξη να παίζουν bras de fer με έπαθλο την έκφραση μου. Τελικά επικράτησε ένα τρίτο συναίσθημα καθώς στεκόμουν στα πόδια μου, η ενόχληση. Αυτό που είχε συμβεί ήταν πως η πόρτα του κουβουκλίου του εκδοτηρίου των εισητηρίων των λεωφορείων στην πλ. Σαπφούς είχε ξεκολλήσει και στον δρόμο της προς την φυσική ροή της ελεύθερης πτώσης υπήρξα εγώ εμπόδιο. Εμπόδιο, βέβαια, το οποίο γρήγορα ξεπεράστηκε καθώς έφυγα μπροστά. Ο τύπος που ήταν μέσα στο κουβούκλιο έδειξε αρχικά δείγματα ανησυχίας, έστω ενοχής για ό,τι είχε συμβεί, όμως δεν άργησε να ορίσει το κέντρο της ευθύνης κάπου μακριά, πολύ μακριά απο εκείνον:  «Η φιλενάδα σου φταίει. Αυτές φταίνε πάντα για όλα!», στο οποίο βιάστηκε να συμπληρώσει: «Να νιώθεις τυχερός που δεν σου έπεσε στο κεφάλι! Πήγαινε άναψε κανένα κερί!» Πώς το είπαμε αυτό το είδος Θείας παρέμβασης, τυχερατυχία;

Δεν πέρασαν 20 λεπτά και άρχισα να δυσκολεύομαι στο περπάτημα. Μέσα σε 3 ώρες το να περπατάω χωρίς να κουτσαίνω ήταν σχεδόν αδύνατο. Με πόναγε το αριστερό μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και δεν ήξερα τι έφταιγε. Να έφταιγε το χτύπημα στην μέση; Στραμπούληξα κάτι χωρίς να το καταλάβω; Ήμουν σπίτι και με έπιασε απελπισία. Πάλι νοσοκομείο; Και το κυριότερο: πώς θα πάω κουτσός και μες την βροχή; Έβαλα να δω το Coffee & Cigarettes, αφού το είχα χάσει όταν το παίξαμε με την Συμμορία, θέλοντας να ζω σε έναν κόσμο όπου όταν ξεχνάς έναν πόνο επειδή στρέφεις την προσοχή σου αλλού, ο πόνος δεν επιστρέφει ποτέ…

Όμως σύντομα έζησα άλλη μια στιγμή ευγκαντεμιάς. Ο Garret με πήρε τηλέφωνο για να μου πει να πάμε στα Καραφάκια με τους γονείς του που μόλις είχαν φτάσει στο νησί. Του είπα το πρόβλημα μου και ναι! Οι γονείς του Garret είχαν νοικιάσει αυτοκίνητο και τελικά όχι μόνο προσφέρθηκαν να με πάνε στο νοσοκομείο, με βοήθησαν την στιγμή που δεν είχα λεφτά μαζί μου για να πληρώσω την ακτινογραφία (στο αριστερό πόδι αυτή τη φορά) και μετά όντως φάγαμε όλοι μαζί στα Καραφάκια. Ευχαριστώ Γκάρετ, Νίκο και Άννα!

Η ακτινογραφία έδειξε ένα «καταγματάκι» αρκετά πιο πάνω από εκεί που πόναγα, αλλά φαντάστηκα ότι αφού υπήρχε μια κάποια ομοφωνία μεταξύ των σχολιαστών της, μπορούσα να νιώθω ασφαλής. Με έδεσε με νάρθικα ένας κύριος που δεν καταλάβαινα ούτε τα μισά απ’όσα μου έλεγε και βγήκα από το νοσοκομείο σαν καινούργιος, αν εξαιρέσετε ότι ήμουν κατα κύριο λόγο κουλός και κουτσός.

Creepy... but cool

Το ενδιαφέρον ήταν πως με κάθε νέο χτύπημα το προηγούμενο σταμάτησε να με ενοχλεί! Αν και οι περιορισμοί σις κινήσεις υφίστανται ακόμα και τώρα…

Τώρα οι φίλοι μου λένε πως είμαι elemental cubi, δεν τους φαίνεται καθόλου περίεργο που έιμαι προσωρινά σακάτης… Όσο για μένα, αν και είναι ενοχλητικό, όπως συνήθως βλέπω τα πράγματα αισιόδοξα: τουλάχιστον εξασκώ το δεξί μου ημισφαίριο, ειδικά με το βούρτσισμα των δοντιών!

Από την γιορτή μου, σπίτι του Mordread με κράσι, ζιβανία, αραβικό ρύζι των 4,5 yummers του Γιώργη, κι εμένα στην πιο αγνή μου μορφή:

Garret: Αυτό είσαι. Ένα ατσούμπαλο, λαίμαργο κτήνος!
Καταπότη: Πάντα ήθελα να σπάσω κάτι. Πίστευα μικρή ότι αυτοί που είχαν σπάσει χέρι/πόδι ήταν πολύ κουλ!
Elemental qb

Τα παραπάνω γράφτηκαν αποκλειστικά με την χρήση του αριστερού χεριού.

Η γραφή διήρκησε τρεις μέρες.