REVIEW: CULTURAL ANTHROPOLOGY

Cultural AnthropologyCultural Anthropology by William A. Haviland
My rating: 5 of 5 stars

Phew! Finally done with this 500-page+ undertaking of a textbook. Reviewing textbooks is kind of weird, but I have to say that staying with this book and reading it bit by bit over almost a period of two years has made me seriously consider studying (cultural) anthropology more formally. I mean I already have a BA in Cultural Technology, why not add some cultural anthropology in there?

Seriously, after reading this book, my official position is that anthropology is for the humanities what physics is to the hard sciences—psychology would be mathematics and sociology would be chemistry. Just like studying physics, studying anthropology (especially combined with cultural studies) you can’t help but look at reality and your circumstances from a more detached standpoint, more objectively as it were. You get to see that your life is the result of the mixture of an endless array of possible sets of circumstances. It teaches humility, it teaches tolerance, curiosity, it awakens a deeper awareness of what being a human person in a world of human and non-human persons is all about.

I still think it’s about laughing, cooking and listening to/ playing music, but that’s just me.

My favourite chapters were on sex and marriage, art, patterns of subsistence food, language, cultural change and the anthropology of futurology. Any overlap with any of my more general interests, including what I believe to be the fundamentals of human culture as exposed above, is purely coincidental, I swear.

View all my reviews

ΑΠΕΓΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟ PLANESCAPE: TORMENT

Αλλιώς Detachment, Part Four

Θα μου επιτρέψετε να σας πάρω μαζί μου σε ένα μικρο τριπάκι αυτοψυχανάλυσης; Δέχεστε να γίνετε θεατές λιγάκι όσο εγώ ψυχαναλύω τον εαυτό μου σε περίπου 2700 λέξεις;

Το Planescape: Torment το θυμάμαι από τότε που είχε πρωτοβγεί. Μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον γιατί η Καρίνα μίλαγε για το πώς έπαιζες έναν αθάνατο με αμνησία ο οποίος προσπαθούσε να βρει τη χαμένη μνήμη του. Τότε βέβαια εγώ ήμουν 10 και η Καρίνα, ξερω γώ, 17. Ακόμα δεν είχα παίξει το πρώτο μου RPG λάιτ, το Pokémon, πόσο μάλλον ένα έργο βαρέων βαρών όπως το Planescape: Torment και γενικά δεν ειχα βουτήξει στον κόσμο των PC RPGs τα οποία συνεχίζουν να με δυσκολεύουν 15 χρόνια μετα! Απλά τότε το πρωτοάκουσα, τότε το πρωτοσημείωσα ως ενδιαφέρον στο εμποτισμένο με Zelda, Mario και Star Wars μυαλό μου.

Το αγόρασα πέρσι σε μια προσφορά του GOG για, πόσο ήταν, 2-3€; Όπως πολλά άλλα παιχνίδια που μάλλον δεν θα παίξω ποτέ. Το κατέβασα, αν και ξέρω πολύ καλά ότι αυτά τα παιχνίδια δεν με πάνε, γιατί πόσος κόσμος μου ‘χει πει για τα Forgotten Realms και συγκεκριμένα για το PS:T; Μου είχε τραβήξει περισσότερο το ενδιαφέρον γιατί είναι πιο πολύ βασισμένο στην ιστορία παρά στις μάχες, και έχει έναν πλούσιο κόσμο με παράλληλα σύμπαντα. What’s not to love?

Το εγκατέστησα πρώτη φορά μήνες μετά. Το έπαιξα μια φορά και μετά δεν το ακούμπησα για 6 ολόκληρους μήνες. Το ξαναέπιασα στην Ουρουγουάη ένα βράδυ, και εκεί το έπαιξα κανένα 10ωρο συνολικά. Έλεγα στον εαυτό μου ξανά και ξανά «αυτό το παιχνίδι θα το τερματίσω, αυτό το παιχνίδι θα το τερματίσω», σαν μάντρα, ή σαν τιμωρία στον πίνακα. Ήθελα πολύ να το απολαύσω. Αλλά λίγο-λίγο έβλεπα ότι περισσότερο ήθελα να το παίξω και να το αγαπήσω παρά μου άρεσε στ’ αλήθεια. Το κλικ δεν έγινε, παρά τα mods και fixes που κατέβασα που υπόσχονταν ότι θα έκαναν «το καλύτερο παιχνίδι στον κόσμο ακόμα καλύτερο».

Τελικά κατέληξα να παίζω το παιχνίδι μόνο με οδηγο. Ξέρετε, ήταν το είδος παιχνιδιού στο οποίο πρέπει να ψάχνες 500 ώρες για ένα σπαστικό μυστικό, ακριβώς το είδος εκνευριστικού game που δίνει πολλαπλές επιλογές στην εξέλιξη της ιστορίας, όπως πολλά RPGs, αλλά υπάρχουν πολλές επιλογές οι οποίες είναι θα λέγαμε gamey, και είναι δύσκολο να μην μπεις στον πειρασμό να ξέρεις από πριν ποιες επιλογές να κάνεις κάθε στιγμή για να έχεις τον πιο δυνατό χαρακτήρα. Αναρωτιέμαι τότε όταν τα πρωτοέπαιζαν αυτά τα παιχνίδια πώς συμπεριφέρονταν οι παίκτες. Αφήνονταν, όπως αφήνομαι εγώ σήμερα στο Crusader Kings II, ή κι αυτοί έψαχναν τρόπους να το τιγκάρουν και να το σπάσουν;

Υπολογιστής που θα είχε τα system requirements του PS:T όταν βγήκε. Ποιο παιχνίδι του σήμερα που μάλλον λίγοι πρόσεξαν θα εκθιάζεται το 2031;

Λοιπόν ένιωθα ένοχος για όλα αυτά. Είχα τύψεις, σαν κάποιος ο οποίος πολύ απλά δεν πιάνει μια ταινία που όλοι λένε οτι είναι γαμάτη, όπως μου συμβαίνει με πολλές ταινίες anime, όπως το Paprika, ή όπως μου συνέβη πέρσι με το Interstellar. Όμως, αντίθετα με αυτές τις δυο ταινίες για παράδειγμα, που είχα άποψη σχετικά με το γιατί δεν μου άρεσαν, ανασήκωνα τους ώμους και απλά προχωρούσα, με το Plansecape: Torment ένιωσα σαν να έχασα κάτι, σαν να μου έπαιρναν την ευκαιρία να απολαύσω ένα από τα καλύτερα παιχνίδια που φτιάχτηκαν ποτέ, ή τουλάχιστον έτσι λένε.

Έτσι λένε…

Άσχετο αλλά και σχετικό. Ήμουν στην Κροατία πριν λίγες εβδομάδες για το Grow Creative. Για να μην τα πολυλογώ και για να μπω στο ζουμί, είχα ενα coaching session με μιαν άλλη συμμετέχουσα για εξάσκηση, στο οποίο εγώ ημουν ο coachee, το «θύμα». Είχα πιάσει λοιπόν το θέμα της εσωστρέφειας μου (για το οποίο κανείς δεν με πίστευε εκεί, όλοι με λέγανε σούπερ ανοιχτό, γιατί είχα επιλέξει απλά με αυτούς τους καινούργιους ανθρώπους να μην φοβάμαι να δείξω την πιο ευαίσθητη μου πλευρά, αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο). Μίλαγα για το πώς όλη μου τη ζωή νιώθω κάπως άβολα με το ότι είμαι εσωστρεφής, σαν να είναι ένα μειονέκτημα το οποίο πρέπει κάπως να εξισορροπήσω και όχι κάτι το οποίο είναι απλά κομμάτι της προσωπικότητας μου και ενδεχόμενα ένα δυνατό μου σημείο. Ίσως και να το αναγνωρίζετε αυτό ως κοινό πρόβλημα πολλών εσωστρεφών ανθρώπων και τη βάση πολλών περίεργων συμπεριφορών και ανασφαλειών. Καθώς μίλαγα στην coach μου λοιπόν, είπα κάτι του στιλ ότι για να τα έχεις καλά με τους άλλους, πρέπει να είσαι εξωστρεφής. Κι εκείνη με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια και με ρώτησε: «ποιοι είναι οι άλλοι; Ποιοι είναι οι άλλοι των οποίων την έγκριση ψάχνεις;»

Για να γυρίσουμε μετά από αυτή τη διόλου τυχαία πράκαμψη: ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι άλλοι οι οποίοι έτσι λένε, και των οποίων την θεωρητική και πλασματική έγκριση ψάχνω όσον αφορά την ενασχόληση μου με τα games;

Ποιοι είναι αυτοί των οποίων την αποδοχή ψάχνω, αυτό το σιωπηρό νεύμα ως παραδοχή ότι τώρα ανήκω σε ένα φοβερό κλαμπ, που γι’ αυτόν τον λόγο επιλέγω να παίξω το παιχνίδι που λένε ότι είναι απ’ τα καλύτερα παιχνίδια ever;

Αφού το παιχνίδι δεν το απολάμβανα, τι ακριβώς ήταν αυτό το οποίο ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου συνεχίζοντας να προσπαθώ να το τελειώσω; Επαναλαμβάντονας από μέσα μου ότι πρέπει να το τερματίσω;

Προφανώς ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να πιάσω ένα μεγάλο και απαιτητικό παιχνίδι και να μην το εγκαταλείψω. Ότι μπορώ να απολαύσω έναν τίτλο ο οποίος δεν βρίσκεται ανάμεσα στα είδη που συνήθως παίζω και να τον ευχαριστηθώ χωρίς πρόβλημα.Συνήθως δεν τα πάω πολύ καλά με παλιά παιχνίδια που δεν είχα παίξει μικρός, και το να τερματίσω το Planescape θα σήμαινε ότι θα μπορούσα να διευρύνω τους ορίζοντες μου με λίγο πιο κλασικά παιχνίδια. Τέλος, αυτοί οι άλλοι οι οποίοι λένε ότι το PS:T είναι αριστούργημα, είναι συνήθως ψαγμένοι, καλλιεργημένοι gamers με άποψη οι οποίοι μπορούν να διαβάζουν πολύ κείμενο, να ψάχνουν πολύ το lore με τις ώρες, να αφοσιώνονται σέ έναν κόσμο πραγματικά.

Το Planescape: Torment είναι σίγουρα απ' τα (λίγα) παιχνίδια που θα έκαναν και σε βιβλίο. Ωπ, το βιβλίο ήδη υπάρχει. Μήπως να διαβάσω αυτό αντί να τελείωσω το παιχνίδι;
Το Planescape: Torment είναι σίγουρα απ’ τα (λίγα) παιχνίδια που θα έκαναν και σε βιβλίο. Ωπ, το βιβλίο ήδη υπάρχει. Μήπως να διαβάσω αυτό αντί να τελείωσω το παιχνίδι;

Ολα αυτα είναι στοιχεία τα οποία, ας μην το κρύψουμε, το λιγότερο ζηλεύω λιγάκι. Παίζοντας το Planescape, γινόμουν κι εγώ λίγο πιο ψαγμένος, λίγο πιο έξυπνος και υπομονετικός, και με έφερνε λίγο πιο κοντά στους πραγματικούς φίλους του fantasy, κάτι που πάντα μου άρεσε σαν fandom και κοινότητα αλλά πάντα βαριόμουν την εμμονή με την medieval/LotR /high fantasy αισθητική, και είναι κι ένας λόγος που προτιμώ το World of Darkness, απ’ το λίγο που έχω παίξει, απ’ το D&D.

Πες μου ποιο παιχνίδι θα ήθελες να σου αρέσει, να σου πω ποιος θα ήθελες να είσαι, άρα, κατα βάθος, τι πιστεύεις ότι δεν είσαι, τι πιστεύεις ότι σου λείπει.

Δηλαδή  δεν πιστεύω ότι είμαι αρκετά έξυπνος; Ότι δεν έχω υπομονή; Ότι δεν είμαι ενδιαφέρων άνθρωπος και επομένως χρειάζομαι την ενασχόληση με κάτι τέτοιο για να εμφυσηθώ με λίγη από την γαμηστεροσύνη ενός γαμηστερού παιχνιδιου, μπας και μου κολλήσει κάτι; Σαν ψυγείο που μυρίζει γιαουρτίλα ή πιάτα που ζέχνουν αυγουλίλα, ακόμα κι αν τα εν λόγω γιαούρτια και αυγά αφαιρεθούν και κάθε εναπομείναν ίχνος τους σχολαστικά καθαριστεί, έτσι ήθελα κι εγώ να εμποτιστώ με αυτό το κάτι της Planescapeίλας;

Μπορεί να το πήγα στο πολύ ψυχολογικό τώρα, αλλά ο αρχικός λόγος που άρχισα να γράφω αυτό το ποστίο ήταν άλλος. Θα γίνει προφανής ευθύς αμέσως. Ναι, το αποφάσισα μόνο 1000 λέξεις αργότερα.

Ας πάρουμε το Έγκλημα και Τιμωρία. Αυτό είναι ένα βιβλίο το οποίο ξεκίνησα να διαβάζω πριν τρία περίπου χρόνια. Όπως και το Planescape, έχει εκθειαστεί από πολλούς στο περιβάλλον μου αλλά και εκτός αυτού φυσικά, καθώς θεωρείται ιερή αγελάδα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εκ των πραγμάτων κομμάτι του κανόνα, κάτι που δεσπόζει σε κάθε λίστα του στιλ «τα βιβλία που πρέπει να διαβάσεις αν δε θες να λέγεσαι μιαρή πλέμπα.» Ήθελα να το δοκιμάσω και ως μια ευκαιρία να διευρύνω τους αναγνωστικούς μου ορίζοντες, ορμώμενος γενικα απ’ το ότι συνήθωςτα κλασικά τα βαριέμαι γιατί μου φαίνονται τετριμμένα σε θεματολογία. Επειδή κάπου-κάπου νιώθω ενοχές γι’ αυτό μου το γούστο που αποκλείει τα κλασικά λόγω βαρεμάρας, που μου απειλεί το κύρος του εναλλακτικού, σκεπτόμενου ανθρώπου με περίπου τον ίδιο τρόπο που έχει όταν πιάνομαι στα πράσα να σκαλίζω την μύτη μου, ακριβώς όπως και με τα RPGs, σκέφτηκα πως ήταν καλή ευκαρία να δοκιμάσω στ’ αλήθεια τα όρια των γούστων μου.

Με λίγα λόγια λοιπόν δοκίμασα να το διαβάσω για πάνω κάτω τους ίδιους λόγους που δοκίμασα να παίξω το Planescape. Μπορείτε να μαντέψετε τη συνέχεια;

Με τα βιβλία νιώθω πολύ πιο άνετα να λέω «δεν πάω τους κλασικούς.»
Με τα βιβλία νιώθω πολύ πιο άνετα να λέω «δεν πάω τους κλασικούς.»

Δεν το τελείωσα ποτέ, το άφησα στη μέση.

Η διαφορά είναι ότι με το που το έκανα αυτό, απλά είπα «ίσως μια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή στη ζωή μου», ξέροντας ενδόμιχα ότι κατα πάσα πιθανότητα δεν θα το τελειώσω ποτέ. Ότι αυτό είναι το γούστο μου, ότι από την λίγη και αποτυχημένη εναχόληση μου, δεν μ’ αρέσουν οι κλασικοί, μακάρι να μου άρεσαν φίλε, αλλά… Αλλά! Τέλος.

Εκεί που θέλω να καταλήξω, αν και δεν είναι προφανές μεχρι τώρα, είναι ότι κάτι με εμποδίζει το να πω το ίδιο με τόση ευκολία για το Planescape. Και κάτι μου λέει ότι αυτό το κάτι είναι ότι το Planescape είναι παιχνίδι.

Πάρτε μια στιγμή ταινίες, μουσική, βιβλία, σειρές. Ή γιατί όχι, ταξιδιωτικούς προορισμούς. Με ποια βάση επιλέγετε το σε τι θα αφιερώσετε τον χρόνο σας; Σας έρχεται αλήθεια ποτέ κάποιο άγχος ότι δεν θα καταφέρετε να επισκεφθείτε όλους τους προορισμούς που αξίζουν στον κόσμο; Έχετε την κρυφή ελπίδα ότι μια μέρα θα δείτε όλες τις ταινίες που θα λατρεύατε αν είχατε μόνο την ευκαιρία να τις δείτε όλες; Θα ανακαλύψετε όλες τις μουσικές που θα θέλατε να ανακαλύψετε; Τα βιβλία;

Δεν ξέρω στ’ αλήθεια για σας, αλλά αν μου μοιάζετε έστω και λίγο, θα σκέφτεστε ότι ο κόσμος είναι μεγάλος και δεν υπάρχει περίπτωση να τα βιώσετε όλα, και γι’ αυτό πορεύεστε με σημαία ένα υποβόσκον «ό,τι κάτσει». Αλήθεια, πόσο διαφορετικά είναι τα κριτήρια μας όταν γνωρίζουμε ανθρώπους και αναγνωρίζουμε χαρακτηριστικά που μας αρέσουν; Δεν ψάχνουμε τελικά όλοι σε μεγάλο βαθμό σε νέους ανθρώπους τα ίδια πράγματα που ψάχνουμε όταν ψάχνουμε ασχόλιες, αποδράσεις, ιστορίες για τον εαυτό μας στις οποίες θα μπορέσουμε να χαθούμε;

Κάποτε είχα διαβάσει για έναν Έλληνα ο οποίος είχε ταξιδέψει σε κάθε χώρα της γης και είχε ανακαλύψει ότι για κάθε ταξίδι που κάνεις θες μετά να πας άλλα δύο, κι έτσι καταλήγει η λίστα με τα ταξίδια που θέλεις να κάνεις να είναι πάντα τουλάχιστον διπλάσια σε έκταση από αυτή με αυτά που έχεις όντως κάνει. Το καλύτερο; Αυτο δεν φαίνεται να αλλάζει, είτε δεν έχεις βγει ποτέ απ’ τη χώρα σου είτε τις έχεις δει κυριολέκτικα όλες. Προφανώς ο κόσμος είναι φαινομενικά άπειρος. Κυριολεκτικά δεν διαθέτουμε τα νοητικά μέσα για να μπορέσουμε πότε να φανταστούμε πόσο πολλοί άνθρωποι και πόσες ιστορίες υπάρχουν, κι αυτό ευτυχώς κάποια στιγμή το αποδεχόμαστε φυσικά. Σχεδόν όλοι.

Σε αντίθεση με όλους αυτούς τους τομείς της ανθρώπινης εμπειρίας οι οποίοι είναι αυτονότητα και αυταπόδεικτα αχανείς, νιώθω εδώ και πολλά χρόνια ότι τα games δεν ανήκουν μεταξύ αυτών, το οποίο είναι περίεργο, γιατί φυσικά τώρα το 2015 βγαίνουν περισσότερα παιχνίδια παρά ποτέ. Για κάποιον λόγο όμως μου δίνεται η εντύπωση ότι αν ήθελα να παίξω ό,τι αξίζει να παίξω, αυτό θα ήταν μέσα στη σφαίρα του δυνατού. Ήδη έχω τα μισά συγκεντρωμένα όμορφα κι ωραία στο Steam Library μου. Πρόκειται φυσικά για πελώρια πλεκτάνη. Βέβαια, αν ήθελα ποτέ να χαρίσω κάποιο, δεν θα μπορούσα να το κάνω. Αυτή την αίσθηση της ντουλάπας που είχε μέχρι χτες ρούχα που χάρισες και τώρα είναι υπέροχα άδεια; Ε, αυτή την εμπειρία δεν θα στη δώσει το Steam ποτέ. Μα ποτέ.

Νιώθω ένα μεγαλύτερο άγχος να παίξω αυτά «που πρέπει να παίξω» κι ότι αν δεν το κάνω δεν θα είμαι τόσο ενημερωμένος gamer, παρά ας πουμε ότι πρέπει να διαβάσω βιβλία τα οποία είναι γνωστά και θεωρούνται must. Δεν θα σχολιάσω περισσότερο σε αυτό το σημείο το γιατί είναι σημαντικό για μένα υποσυνείδητα ή συνειδητά να είμαι ενημερωμένος gamer, νομίζω έγραψα ήδη αρκετά. Με απλά λόγια όμως, στα βιβλία μου φαίνεται σχεδόν αυτονόητο ότι τα γούστα καθορίζουν τον χώρο που κινούμαι και δεν χρειάζεται να διαβάσω όλα τα νέα best-seller για να θεωρώ τον εαυτό μου σωστό αναγνώστη. Το γούστο μου καθορίζει τις επιλογές μου. Με τα games αυτό δεν συμβαίνει. Το marketing των ενημερωτικών game sites κι όλου του τρόπου που έχει στηθεί η πώληση παιχνιδιών σε εποχές κρίσης φαίνεται να πιάνει πολύ καλά σε μένα, καταφέρνοντας να μου πουλήσει παιχνίδια μόνο και μόνο με την υπόσχεση του παιχνιδιού και τι αυτό θα μου προσφέρει, χωρίς απαραίτητα να το παίζω τελικά ποτέ. Είναι σαν το να ευχαριστιέσαι ένα παιχνίδι ως παιχνίδι να είναι το λιγότερο. Τι έχω χάσει ρε παιδιά;

Σίγουρα όμως δεν είναι μόνο το marketing. Πραγματικούς φίλους βιβλιοφάγους που να ακολουθούν τα τεκταινομενα δεν έχω. Ωστόσο έχω πολλούς φίλους gamers με τους οποίους νιώθω λιγάκι πιο αποκομμένος κάθε φορά που δεν μπορώ να συζητήσω μαζί τους ένα νέο παιχνίδι, πόσο μάλλον πιο συγκεκριμένα αυτά τα ψιλοάκυρα τα οποία επιλέγω εγώ να παίζω συνήθως και λίγους ξέρω με τους οποίος θα μπορούσα να μιλήσω για αυτά ή να τα παίξουμε μαζί.

Θα μπορούσε η ανάγκη μου να παίξω να είναι ενδόμυχος τρόπος να αντιμετωπίσω την αδυναμία μου να κρατήσω κοντά μου ανθρώπους με τους οποίους έχουμε συνεχώς λιγότερα σημεία επαφής και απομακρυνόμαστε;

Και μια στιγμή. Σε ποιο σημείο τέλος πάντων όλης αυτής της ανάλυσης θα έρθει να κουμπώσει το ότι μιλάμε απλώς για παιχνίδια; Για χιλιάδες πραματάκια τα οποία οποία έχουν κατασκευαστεί για να κονταροχτυπηθούν για το ποίο θα κερδίσει την προσοχή, τον χρόνο και τα χρήματα μας, όλοι πόροι περιορισμένοι, με πρώτον απ’ όλους να είναι προφανέστατα, αφού έχουμε την πολυτέλεια να γράφω και να διαβάζετεαυτά τα κατεβατά, την προσοχή; Είναι αλήθεια ότι μου δίνουν μια καλή δικαιολογία για να μην σκέφτομαι το ότι θα μπορούσα να δημιουργώ. Και μάλιστα λένε ότι ένας από τους λόγους που τόσοι από εμάς τους δυτικούς βολεμένους πάσχουμε από κύματα κατάθλιψης είναι ότι μας έχουν δοθεί τόσοι διαφορετικοί τρόποι να γίνουμε παθητικοί καταναλωτές media και πληροφορίας (μάλλον ποτέ ο δείκτης δημιουργίας/κατανάλωσης μας δεν ήταν πιο χαμηλά) και βρισκόμαστε να σπαταλάμε τόσον χρόνο, λεφτά και φαιά ουσία για τις συλλογές από παιχνίδια, ταινίες, σειρές μας κτλ, που τελικά ατροφεί η επαφή μας με το δημιουργικό μας κομμάτι και σιγά-σιγά μπαίνουμε στη διαδικασία να αναρωτιόμαστε: what’s the point?

Αν το παραπάνω όντως ισχύει, τι είναι αυτό που αποφεύγουμε πεισματικά να δημιουργήσουμε και με την πρώτη ευκαιρία, σαν αυτόματο ανακλαστικό, καταφεύγουμε στην ζεστή θαλπωρή της γνώριμης παθητικής καταναλωτικής, στο οποίο πατάει η βιομηχανία των games αλλά και διάφορων άλλων θεαμάτων;

Δεν θέλω να συνεχίσω να ανησυχώ και να προβληματίζομαι για ανούσια θέματα. Θέλω να δημιουργήσω, θέλω να ανακαλύψω. Θέλω να παίξω, αν όχι πάνω απ’ όλα, σίγουρα γενικότερα στη ζωή. Το παιχνίδι είναι ζωή. Αλλά θέλω ό,τι κάνω να το ευχαριστιέμαι, όχι να κάνω κάτι ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα το ευχαριστηθώ. Δεν γίνεται να συνεχίσω να τρέφω αυταπάτες ότι μια μέρα θα έχω χρόνο για όλα, για όλους, για το παντού. Εσείς κι εγώ ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλα φαίνονται να αιωρούνται  μπροστά μας, έτοιμα να τα αρπάξουμε. Αλλά όταν έχεις μπροστά σου 500.003 πράγματα αντί για 3, πόσο πιο δύσκολο είναι να απλώσεις το χέρι για να διαλέξεις ένα; Θα μπορούσε να είναι αλήθεια, όπως στο λινκ που μόλις παρέθεσα, ότι όσες πιο πολλές επιλογές έχει κανείς, τόσο λιγότερο ικανοποιημένος και ευχαριστημένος μπορεί να είναι; Εδώ σε μια ταβέρνα πας και σου παίρνει μισή ώρα να παραγγείλεις…

Επιστρέφω σε αυτόν τον προβληματισμό του «πρεπει να κάνω το ένα ή το άλλο για να είμαι ενημερωμένος/ψαγμένος/αποδεκτός και όχι επειδή με ενδιαφέρει πραγματικά» αρκετά συχνά, και νομίζω ότι είναι από τα μεγάλα μου μπλοκαρίσματα για να ξεκινήσω δημιουργικές διαδικασίες που τις χρειάζομαι επειγόντως. Τα games είναι από τα πράγματα που είναι μαζί μου το περισσότερο διάστημα γι’ αυτό είναι και πιο δύσκολο για μένα συναισθηματικά να κοιτάξω αυτό το κομμάτι του εαυτού μου πραγματιστικά και να δω ειλικρινά ποια θέλω να είναι η σχέση μου με αυτό. Πολλά από αυτά που αναφέρω παραπάνω σε σχέση με αυτό είναι απλά αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις που με κρατάνε κάπου που δεν θέλω να ‘μαι.

Συγνώμη Nameless One. Μπορεί μια μέρα να μάθω την ιστορία σου και του κόσμου σου του Sigil με τις πολλές πύλες που όντως φαίνεται συναρπαστικός. Αλλά κι αν αυτό δεν συμβεί, απλώς θα παραμείνεις ένας ακόμα nameless one μεταξύ πολλών. Έντιμων, ενδιαφέροντων nameless με τους οποίους, πολύ απλά, ε… δεν έκατσε.

planescape_uninstall

Σχετικό ποστ που έγραψα πριν δύο χρόνια: First World Άγχος

REVIEW: MUCHAS VIDAS, MUCHOS MAESTROS

Muchas Vidas, Muchos MaestrosMuchas Vidas, Muchos Maestros by Brian L. Weiss
My rating: 3 of 5 stars

Este libro se me sugirió de Fede, un uruguayo que conocí por suerte en el candombe de un domingo como todos los otros. Dijo que cambió su vida y le hizo pensar en su “misión de vida”, que para él era algo como ofrecer el amor a los otros en cualquier oportunidad. Sólo unos días después, lo ví en la librería Moebius al lado de la Posada al Sur donde viví cuando estaba en Montevideo, y era casi la mitad del precio de todos los otros libros. No podía no comprarlo.

Bueno, claro que me interesaba el tema, y aunque no podía entender todo, como sigo aprendiendo el idioma español, creo que era un libro bién escrito. Quiero decir que la manera de escribir de señor Weiss era simple pero comunicaba mucho.

Estoy en una fase cuando estoy leyendo muchos libros y material sobre la reencarnación, y algunas veces lo que se encuentra en un libro se contradice por lo que hay en otros. Diferentemente dicho, lo más que investigas, lo más dificil es encontrar fuentes válidas que tienen algo que ver entre ellos en los detalles. Creo en la reencarnación, pero no creo que Muchas Vidas sea el mejor libro para presentar el tema y su profundidad verdadera a alguna persona que ya no está convencida y que mira a la cuestión con un mente crítico, tan por su falta de algún tipo de prueba (quién es Catherine?) como por la impresión que intenta de darnos, que es un libro escrito por un psiquiatra, es una impresión que sin embargo no puede sostener. Este estilo me hizo preguntarme si todo esto realmente sucedió. Parece un mito, una historia basada en hechos reales y como todas las historias similares, es dificíl separar en ella lo verdadero de lo falso. Por eso no valen como pruebas sino como inspiraciones, y esto es sin duda algo muy personal y no cuantificable.

En todo caso, todavía era una lectura interesante con puntos espirituales válidos y con valor para ver la vida por otros ojos, como si el hecho de la inmortalidad del espíritu fuera un hecho indudable, y todo esto la verdá me está poniendo a pensar cada vez más.

View all my reviews

REVIEW: CHILDREN OF DUNE

Children of Dune (Dune Chronicles, #3)Children of Dune by Frank Herbert
My rating: 2 of 5 stars

That was difficult to finish. Just like with
Dune Messiah
, I found that most of it wasn’t about Arrakis itself. It tried to have a more complex plot centred around politics, but it ended up disintegrating and getting more convoluted all at the same time. All the new characters were boring and roughly everybody from Dune #1, including those we thought were dead, somehow appeared out of thin, dry air in order to fill in the gaps.

When I started reading Children of Dune and as I do mention in my review for Dune Messiah, an acquaintance of mine remarked that he’d given up on Dune somewhere around the beginning of Dune #4; “waaay too much religion, precognition and mysticism for my tastes.” I never thought there could be such a thing as too much religion after I was done reading Dune #1, but seriously, I have the unshakable impression that this one went one spice-induced trip too far, even more so than Dune #2. So many visions, parallel paths and characters becoming less and less relatable and in some ways interchangeable, and not enough about Dune ecology and cultures that made Dune #1 so fascinating and even relevant today. Agreed, a lot of that was insinuated, but let me tell you, I’d pick discovering more about the changes in Fremen culture and the dying worms over more helpings of bland, supernatural politics any day.

I have to admit that the last few tens of pages were a bit better, and Children went out with an awesome bang, so now I am a bit curious to pick up God Emperor of Dune and find out whether the series ever went back to the more earthy, natural direction the first one had instead of going further down the supernatural path, but I’m almost certain visions, precognition, supreme retro-cognition, concepts much too abstract even for me, continued playing an important part in the series, by the looks of it an increasingly important part.

Slowly but surely I’m coming to the conclusion that it’s not only more coherent, but also more entertaining reading plot synopses of the Dune sequels than actually reading the books themselves.

View all my reviews

REVIEW: Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η μετανάστευση στην ΕλλάδαΗ μετανάστευση στην Ελλάδα by Βασίλης Παπαστεργίου
My rating: 5 of 5 stars

Η Μετανάστευση στην Ελλάδα είναι πόνημα του Ελληνικού Παραρτήματος του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ και διανέμεται δωρεάν (εδώ μπορείτε να βρείτε και το .pdf). Δεν ξέρω αν μετράει στ’ αλήθεια για βιβλίο, γιατί διαβάζεται μέσα σε μια ώρα και κάτι και δεν έχει ISBN. Αλλά ξέρετε κάτι; Είναι βιβλιόμορφο, το διάβασα και είμαι πίσω στο 2015 Reading Challenge, οπότε μετράει!

Και πέρα απ’ την πλάκα(;), είναι μια εξαιρετικά καλή ερεύνα που ρίχνει φως με επίσημα στοιχεία και πολύ ορθολογικά επιχειρήματα και δίνει απαντήσεις σε 11 πολύ κοινες ερωτήσεις που έχουν πολλοί Έλληνες και ξένοι σχετικά με το φλέγον ζήτημα της μετανάστευσης. Το συνιστώ με τα μάτια κλειστά για να ενημερωθείτε πραγματικά για μερικά πολύ σημαντικά θέματα σχετικά με μια κατάσταση που μας αφορά όλους, ειδικά στην Ελλάδα.

Κάποια από τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία είναι τα εξής δύο (παραθέτω):

1.

Τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος καταδεικνύουν ότι η μικρή αύξηση του πληθυσμού της χώρας κατά το χρονικό διάστημα 2004-2010 οφείλεται αποκλειστικά στη φυσική
αύξηση των αλλοδαπών, καθώς οι γεννήσεις τους είναι πολύ περισσότερες από τους θανάτους τους. Αντίθετα, οι θάνατοι Ελλήνων είναι περισσότεροι σε σχέση με τις γεννήσεις από ελληνίδες μητέρες.

Συγκεκριμένα, το διάστημα 2004-2010 οι γεννήσεις από ελληνίδες μητέρες ανήλθαν σε 647.803, ενώ οι θάνατοι ελλήνων πολιτών σε 737.872. Αντίθετα, το ίδιο διάστημα, οι γεννήσεις παιδιών από αλλοδαπές μητέρες ανήλθαν σε 140.366 (17,8% επί του συνόλου των γεννήσεων), ενώ οι θάνατοι αλλοδαπών ήταν μόλις 13.401 (1,8% επί του συνόλου των θανάτων).

Επομένως, προκύπτει ότι: α) η θετική φυσική μεταβολή του πληθυσμού της χώρας οφείλεται στις γεννήσεις από αλλοδαπές μητέρες, και β) οι μετανάστες αποτελούν μείζονα παράγοντα ανανέωσης του δυναμικού της χώρας, το βασικό αντίδοτο στη φυσική γήρανση του πληθυσμού.

Για την ακρίβεια:

2.

Ας σημειωθεί ότι η ανανέωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών μέσα από τη μετανάστευση –είτε με τη μορφή των γεννήσεων είτε με τη μορφή της εισόδου νέων μεταναστών– είναι μια διαπιστωμένη ανάγκη. Σύμφωνα με την Πράσινη Βίβλο, στην ΕΕ τα 227 εκατομμύρια των οικονομικά ενεργών ατόμων θα μειωθούν σε 201 εκατομμύρια το 2025 και σε 160 εκατομμύρια το 2050, χωρίς τους μετανάστες.

Για τη διατήρηση του ίδιου ορίου συνταξιοδότησης και την επιβίωση των ασφαλιστικών ταμείων από το 2010 έως το 2030 θα χρειαστούν 20 εκατομμύρια μετανάστες.

Άρα, η εισροή των Σύριων και άλλων μεταναστών/προσφύγων μας σώζει από το δημογραφικό πρόβλημα που υπάρχει σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, ιδιαίτερα στον Ευρωπαϊκό Νότο (απλά κοιτάχτε την κατάταξη της Ελλάδας εδώ, είμαστε 5 θέσεις από τον πάτο παγκοσμίως) αλλά και σε μέρη όπως η Γερμανία, που δεν απέχει και πολυ από εμάς. Βρε λες;

Τελικά:

Μια ορθολογική αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος

Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς τα στοιχεία αυτά. Μια φοβική αντιμετώπιση, γνώριμη στη Δεξιά και την Ακροδεξιά, θα εστιαζόταν στην «απειλή» που δήθεν αντιπροσωπεύει αυτή η εξέλιξη για το έθνος και θα κατέληγε σε –αναποτελεσματικές, φυσικά– εκκλήσεις για άνοδο της γεννητικότητας των Ελλήνων.

Μια πιο ορθολογική αντιμετώπιση θα θεωρούσε ότι τα στοιχεία υποδεικνύουν ουσιαστικά τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η ελληνική μεταναστευτική πολιτική: ο αυξημένος αριθμός γεννήσεων παιδιών από μεταναστευτικές οικογένειες αποτελεί ευκαιρία για την Ελλάδα, που πρέπει να υιοθετήσει μια πιο ανοιχτή πολιτική για την ιθαγένεια των παιδιών των οικογενειών αυτών.

Αν το ένα στα έξι παιδιά που γεννιούνται σήμερα στη χώρα είναι παιδί μεταναστευτικής οικογένειας, τότε η πολιτεία οφείλει να το αντιμετωπίσει ως μελλοντικό έλληνα πολίτη, να εξασφαλίσει τη δυνατότητά του να αποκτήσει πρόσβαση στις διαδικασίες κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας.

Διαφορετικά, η ελληνική πολιτεία αναλαμβάνει την ευθύνη να διαμορφωθεί μια γενιά νέων ανθρώπων χωρίς πλήρη δικαιώματα στη χώρα. Οι κοινωνικές συνέπειες μιας τέτοιας προφανούς αδικίας και ανισότητας δεν μπορούν παρά να είναι σοβαρές και επώδυνες για την κοινωνία.

View all my reviews

REVIEW: ΕΞΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ

Έξι Περιπλανήσεις στο Δάσος της ΑφήγησηςΈξι Περιπλανήσεις στο Δάσος της Αφήγησης by Umberto Eco
My rating: 2 of 5 stars

Αυτό ήταν βιβλίο της σχολής που δεν το είχα αγγίξει για πολλά χρόνια, για το μάθημα της Καταπότη Ανάλυση και Σύνθεση Κειμένου αν δεν απατώμαι, πριν το αλλάξει και το κάνει πιο edgy.

Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Έκο που τελείωσα. Δεν μπορώ να αποφασίσω καθόλου αν μου αρέσει ως συγγραφέας τελικά. Πρέπει σίγουρα να τον μελετήσω καλύτερα. Απ’ τη μία μου βγάζει κάτι το εξυπνακίστικο το οποίο με ενοχλεί. Σίγουρα όμως ο συγκεκριμένος τίτλος είχε κάποια ενδιαφέροντα κομμάτια σχετικά με το ποιον τέλειο αναγνώστη έχουν οι συγγραφείς στο μυαλό τους όταν γράφουν ή πώς λειτουργεί ο χρόνος στα μυθιστορήματα—«…ο εμπειρικός συγγραφέας πρότυπο γνωρίζει (ακόμα κι αν ο εμπειρικός συγγραφέας δεν θα ήξερε πώς να το εκφράσει) ότι σε ένα μυθιστόρημα ο χρόνος παρουσιάζεαι κάτω από τρεις μορφές — τον θεματικό χρόνο, τον λεκτικό χρόνο και τον αναγνωστικό χρόνο.» Ακόμα, αφιερώνει μία από τις περιπλανήσεις του στο δάσος της αφήγησης στο πώς το Παρίσι όπως παρουσιάζεται στους Τρεις Σωματοφύλακες και οι οδοί που αναφέρονται δεν θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει πραγματικά, και στο ερώτημα ποια τελικά είναι η σύγκλιση και η τομή του εναλλακτικού Παρισιού σε αυτό το έργο και του πραγματικού Παρισιού; Ποια είναι αλήθεια η σύγκλιση οποιουδήποτε έργου που λαμβάνει χώρα στον «πραγματικό κόσμο» με τον «πραγματικό κόσμο» (see what I did there?);

Γράφοντας για τα περιεχόμενα του βιβλίου κάπως άρχισα μυστηριωδώς να το συμπαθώ λίγο περισσότερο. Χμ. Ίσως να έχω πάρει και τον Ουμπέρτο με κακό μάτι. Κακά τα ψέματα, σίγουρα θα το απολάμβανα περισσότερο αν είχα διαβάσει έστω και ένα από τα distέργα τα οποία αναλύει, όπως το Sylvie, το οποίο έγραφε ότι το είχε διαβάσει άπειρες φορές αλλά πάντα ένιωθε ότι ήταν σαν την πρώτη. Για κάποιον λόγο έχω την αίσθηση ότι βιβλία που αρέσουν στον Έκο θα τα έβρισκα απίστευτα δυσπρόσιτα, την περιπλάνηση στα δάση τους υπερβολικά απαιτητική για την μέτρια αναγνωστική/πνευματική μου κατάσταση, τα αναγνωστοπεζοπορικά μου παπούτσια που θέλουν τσαγκάρη και το γεγονός ότι έχω διαβολικό smartphone με GPS, facebook και άλλα τέτοια πράγματα που σίγουρα αλλοιώνουν το όποιο προφίλ μου ως αναγνώστη-περιηγητή.

View all my reviews

REVIEW: ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ ΦΩΤΙΑ: ΠΩΣ Η ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ ΜΑΣ ΕΚΑΝΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

Παίρνοντας φωτιά: Πώς η μαγειρική μάς έκανε ανθρώπουςΠαίρνοντας φωτιά: Πώς η μαγειρική μάς έκανε ανθρώπους by Richard W. Wrangham
My rating: 3 of 5 stars

Το έχω πει: το χιούμορ, η μουσική και η μαγειρική είναι οι θεμέλιες λίθοι της ανθρωπότητας.

Καλο βιβλίο, με ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με το παρελθόν και το παρόν της ανθρώπινης γαστρονομίας και πώς, όχι η ικανότητα μας να κυνηγάμε, ούτε το να ανάβουμε φωτιές, αλλά ο συνδυασμός αυτών, η ικανότητα μας να μαγειρεύουμε, ήταν που μας έδωσε την «κλωτσιά στον πισινό» εξελικτικά και οδήγησε στην ανάπτυξη του εγκεφάλου των Ανθρωποειδών προγόνων μας.

Δυστυχώς θαρρώ ότι θα μπορούσε αντί για 200 σελίδες να είναι το μισό ή και λιγότερο και να εμπεριέχει την ίδια ποσότητα πληροφορίας αλλά πιο συμπυκνωμένη και πιο ευκολοχώνευτη.

Περιλπητικά, το βιβλίο λέει τα εξής αποκαλυπτικά:

1) Το σημερινό ανθρώπινο σώμα δεν είναι κατάλληλα εφοδιασμένο για αποκλειστική διατροφή με ωμές τροφές. Έχει παρατηρηθεί ότι ωμοφάγοι χάνουν πολύ βάρος και δυσκολεύονται να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες τους. Μάλιστα έχει διαπιστωθεί ότι σε μεγάλο ποσοστό γυναικών ωμοφάγων σταματάει η περίοδος.

Ο μόνος λόγος για τον οποίον η ωμοφαγία μπορεί να είναι βιώσιμη λύση σε κάποιες περιπτώσεις είναι ότι έχουμε πρόσβαση σε πολλές και εξαιρετικά θρεπτικές ωμές τροφές λόγω του γεγονότος ότι ζούμε σε μια βιομηχανοποιημένη και παγκοσμιοποιημένη κοινωνία από άποψη διατροφικής παραγωγής, γεγονός που μας επιτρέπει να τρώμε καρπούς κακάο δίπλα σε γκότζι μπέρι, αβοκάντο και μπρόκολα, ανεξαρτήτως εποχής, κλίματος και περιβάλλοντος.

Επίσης έχουμε τεχνολογικά μέσα που αναλαμβάνουν την άλεση αυτών των τροφών ως βοήθημα στην πενιχρή μας οδοντοστοιχία. Χωρίς μαγείρεμα, χωρίς αυτά τα αλεστικά μέσα και χωρίς το παγκόσμιο εμπορικό δίκτυο, θα ήταν πολύ δύσκολο να ζήσουμε μόνο με ωμές τροφές καλλιεργημένες ή μαζεμένες σε τοπικό επίπεδο.

Όλα αυτά μαρτυρούν ότι η εξέλιξη μας, η ύπαρξη μας ως άνθρωποι σήμερα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την μαγειρική, με αυτή την κουλτούρα, τεχνολογία και πρακτική που συαντάται σε όλες τις ανθρώπινες φυλές και πολιτισμούς από σήμερα έως τα βάθη της προϊστορίας. Είναι κάτι σαν τον λόγο· τόσο πολύ ανθρώπινη είναι.

2) Άλλοι πίθηκοι, όπως οι χιμπατζήδες, έχουν δόντια κατάλληλα για να μασάνε πολύ πιο σκληρές ωμές τροφές από εμάς, όπως κάποιους καρπούς ή φύλλα. Αναγκάζονται όμως να μασάνε για μεγάλο μέρος της ημέρας για μια χαμηλή σχετικά πρόσληψη ενέργειας ανα ώρας αφιερωμένης στο φαγητό. Αυτό φαίνεται κι από το τεράστιο στόμα και δόντια τους σε σχέση με τα δικό μας, το οποίο μίκρυναν επειδή δεν χρειάζονταν πλέον.

Η εφεύρεση του μαγειρέματος έκανε τις τροφές πιο μαλακές και το κρέας βρώσιμο πολύ πιο γρήγορα. Ταυτόχρονα, τις έκανε πιο ενεργειακά αποδοτικές, καθώς, ως μαλακότερες, χρειαζόταν μικρότερη δαπάνη ενέργειας κατά την πέψη για να αφομοιωθούν από τα σώματα των προγόνων μας.

Έτσι, οι πρόγονοι μας δεν χρειαζόταν πια να ξοδεύουν τόσον χρόνο κατα το φαγητό· μπορούσαν να περνάνε πολύ λιγότερο χρόνο μασώντας, και ταυτόχρονα να παίρνουν πολύ περισσότερη ενέργεια δειπνίζοντας για πολύ μικρότερα χρονικά διαστήματα από τα άλλα ζώα. Έτσι, απαιτούταν και λιγότερος χρόνος για το φαγητό, και απελευθερώθηκε περισσότερος χρόνο μέσα στην ημέρα για άλλες δραστηριότητες.

Με αυτόν τον τρόπο και με την ξαφνική περίσσια πρόσληψη ενέργειας, ο εγκέφαλος τους, το πιο ενεργειοβόρο όργανο στο ανθρώπινο σώμα σήμερα και με διαφορά, είχε αρκετά καύσιμα ώστε να αναπτυχθεί. Το περιθώριο διευρύνθηκε.

Δεν ήταν το κυνήγι αυτό καθαυτό που μας έδωσε σιγά-σιγά τον εγκέφαλο που έχουμε σήμερα, ούτε η φωτιά από μόνη της: ήταν η ξαφνική πρόσβαση μας σε τροφές πολύ πιο ενεργειακά πολύτιμες μέσω του μαγειρέματος από οτιδήποτε έτρωγαν άλλα ζώα και άλλα πιθηκοειδή μέχρι εκείνη την στιγμή.

3) O υπολογισμός της θερμιδικής αξίας των τροφίμων σήμερα είναι ανακριβής, ή μάλλον έχει ένα θεμελιώδες σφάλμα: οι θερμίδες μετριούνται καίγοντας την τροφή και μετρώντας πόση ενέργεια εκλύει αυτή η καύση, μέθοδος που αναπτύχθηκε τον 19ο αιώνα. Ωστόσο, το σώμα καίει—αλλά και κάνει μέρος του—τις τροφές πολύ διαφορετικά.

Κατ’ αρχάς, διαφορετικές τροφές απαιτούν περισσότερη ή λιγότερη εργασία από το πεπτικό σύστημα και έχουν διαφορετικούς δείκτες απορρόφησης, καύσης και αποβολης. Αυτό αλλάζει και από άνθρωπο σε άνθρωπο. 100kcal φυτικών πρωτεϊνών, π.χ., θα αποδώσουν λιγότερο από 100kcal ζωικών πρωτεϊνών, γιατί οι φυτικές πρωτεϊνες απαιτούν περισσότερη πέψη.

Όσο πιο επεξεργασμένες και μαλακές οι τροφές, τόσο πιο αφομειώσιμες είναι, και γι’ αυτό στις σύγχρονες κοινωνίες με τόσο πολύ επεξεργασμένο φαγητό έχουμε τόση παχυσαρκία (και γι’αυτο οι raw vegans είναι πάντα πετσί και κόκκαλο, ετκός κι αν τρώνε τέτοια πράγματα, γιατί είπαμε, και η άλεση μετράει ως μαγείρεμα στην ωμοφαγία). Απαιτείται αναθεώρηση αυτής της αρχής της διατροφολογίας ύπο αυτό το πρισμά.

Αν κάποιος/α διατροφολόγος ποτέ το διαβάσει αυτό, θα ήθελα να μάθω περισσότερα σχετικά με τις υποκειμενικές διαφορές στην πρόσληψη θερμιδών από ίδια τρόφιμα και πώς αλλάζουν οι ρυθμοί αφομείωσης ανάλογα με το αν κάτι είναι υδατάνθρακας, λίπος, πρωτεϊνη ή αλκοόλ.

…αυτά τα ομολογουμένως πολύ ενδιαφέροντα. Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα με επιστημονική τεκμηρίωση και αναφορές, προφανώς και σας συνιστώ να (οπλιστείτε με υπομονή και να) διαβάσετε ολόκληρο το βιβλίο. Αν όχι, νομίζω με την παραπάνω σύνοψη είστε λίγο-πολύ καλυμμένοι!

View all my reviews

REVIEW: THE CONSOLATIONS OF PHILOSOPHY

The Consolations of PhilosophyThe Consolations of Philosophy by Alain de Botton
My rating: 5 of 5 stars

This was the first link of the chain of thoughts and instants that led me to reading this book by philosopher Alain de Botton.

This is one of those rare applied philosophy books that pose the question peculiarly left untouched by many contemporary professionals in the field of how one can use philosophy and philosophical ideas, some of them quite old, to make their life better and happier. To me, and by all appearances to Mr. de Botton as well, simplicity is a virtue of itself, and there is very little value to be found in ideas that need several tomes of derivative works and commentary to be decoded.

Consolations of Philosophy book has none of that. You could call it anti-philosophy, in an almost ying-yang sense. Mr. de Botton took six problems commonly faced by some—I’m tempted to say all— people and asked “what would Socrates, Seneca, Montaigne, Schopenhauer and Nietzsche do?”

It worked. It gave me a sense that these famous thinkers basically had the same insecurities I do, and it did so amazingly eloquently, informatively and most of all intelligibly. His train of thought was clear and I felt invited to hop on for the ride from the get-go.

The sad part is that most of the original works actually are the boring, long-winded books we have come to connect philosophy with. I suppose that makes Mr. de Botton a real bearer of ideas, a cultural translator or interpreter. Whatever he is, his job is extremely valuable and that was awesome.

Excerpts and some comments:

Consolation for Unpopularity, Socrates:

“It would be as naïve to hold that unpopularity is synonymous with truth as to believe that it is synonymous with error. The validity of an idea of action is determined not by whether it is widely believed or widely reviled but by whether it obeys the rules of logic.”

…for the next time I have to confront insulting sworn carnivores, skeptics, dogmatists—anyone with a closed mind, really. Or for expressing an opinion that is over-looked in group situations.

Consolation for Not Having Enough Money, Epicurus:

“At the heart of Epicureanism is the thought that we are as bad as intuitively answering “What will make me happy?” as “What will make me healthy?” The answer which most rapidly comes to mind is liable to be as faulty. [i.e.—it’s not money!]

… for the next time I stress over not getting a review done, playing a game, or having little income.

Consolation for Frustration, Seneca:

if most philosophers feel no need to write like this [clearly], it is because they trust that, so long as argument is logical, the style in which it is presented to the reader will not determine its effectiveness. Seneca believed in a different picture of the mind. Arguments are like eels: however logical, they may slip from the mind’s weak grasp unless fixed there by imagery and style. We need metaphors to derive a sense of what cannot be seen or touched, or else we will forget.

… for the next time I worry about not being precise and finding it difficult to speak succinctly. Speak intelligibly if you want to be memorable!

Consolation for inadequacy, Montaigne:

But writing with simplicity requires courage, for there is a danger that one will be overlooked, dismissed as simpleminded by those with a tenacious belief that impassable prose is a hallmark of intelligence. So strong is this bias, Montaigne wondered whether the majority of university scholar would have appreciated Socrates, a man they professed to revere about all others, if he had approached them in their own towns, devoid of the prestige of Plato’s dialogues, in his dirty cloak, speaking in plain language. […] It is striking how much more seriously we are likely to be taken after we have been dead a few centuries. Statements which might be acceptable when they issue from the quills of ancient authors are likely to attract ridicule when expressed by contemporaries.

…for when I feel stupid, doubt my own arguments and thoughts, because they do not come complete with fancy words (thanks Dad!)

Consolation for a Broken Heart, Schopenhauer:

We should in time learn to forgive our rejectors. The break-up was not their choice. In every clumsy attempt by one person to inform another that they need more space or time, that they are reluctant to commit or are afraid of intimacy, the rejector is striving to intellectualize an essentially unconscious negative verdict formulated by the will-to-life. Their reason may have had an appreciation of our qualities, their will-to-life did not and told them so in a way that brooked no argument—by draining them of sexual interest in us. If they were seduced away by people less intelligent than we are, we should not condemn them for shallowness. We should remember, as Schopenhauer explains, that: What is looked for in marriage is not intellectual entertainment, but the procreation of children.

…for the next time I am, uh, rejected by a woman for not inspiring her to have children with me?

Consolation for Difficulties, Nietzsche:

In the eyes of people who are seeing us for the first time… usually we are nothing more than a single individual trait which leaps to the eye and determines the whole impression we make. Thus the gentlest and most reasonable of men can, if he wears a large moustache… usually be seen as no more than the appurtenance of a large moustache, that is to say a military type, easily angered and occasionally violent — and as such he will be treated. […] The secret for harvesting from existence the greatest fruitfulness and the greatest enjoyment is—to live dangerously! Build your cities on the slopes of Vesuvius!”

…for the next time I make base judgments about others. Remember that everybody’s the centre of their own universe, the protagonists of their own movie, and ultimately the only actors on their destiny that really matter. Be subjective about others (allow them to be subjective about themselves) and objective about yourself, that is allow seeing yourself as others see you, the good and the bad, and be mindful of it. Keep in mind that most people will like you or dislike you no matter what, so go with it. Move and function from love, not fear.

See? Just writing this review inspired me to put down some of my own values and philosophical musings. Can there be any greater compliment for this book and Alain de Botton?

View all my reviews

REVIEW: MOONWALKING WITH EINSTEIN: THE ART AND SCIENCE OF REMEMBERING EVERYTHING

Moonwalking with Einstein: The Art and Science of Remembering EverythingMoonwalking with Einstein: The Art and Science of Remembering Everything by Joshua Foer
My rating: 4 of 5 stars

Guy wants to write a book about Memory championships and the field of competitive memorising; becomes USA memory champion. Guy is Joshua Foer, brother of Jonathan Safran Foer of Eating Animals and Everything Is Illuminated fame.

I’m happy to say that with this book, Joshua did what few other people have managed to do: he escaped his brother’s shadow. I recognise him now as a separate author of his own worth; even though they obviously have a lot of things in common which subtly influence their writing, most obviously their Jewish-American upbringing, the fact that he’s Jonathan’s brother comes as more of an afterthought.

To get to the gist: if Eating Animals was the book that turned me into a vegetarian, or if you’re more willing to discuss the matter, a selective omnivore, Moonwalking with Einstein (I couldn’t for the life of me remember this book’s title, until it just clicked, and the fact that it clicked, clicked) made me realise how memory is an art form that can be trained, not really a talent, unless you’re one of the (very) few savants that exist out there whose existence remains quite a mystery. This is valuable information that contradicts most commonly held beliefs about what memory is and how it works.

If I had a cent for each time someone has told that their memory just isn’t good enough as an excuse for not remembering my name, an appointment, a date, a birthday, something—the fact that Google is never farther than a few movements away certainly doesn’t help—I’d probably have enough money to treat myself to a small beer. They, we, just aren’t interested. Even really smart people can’t seem to figure out how their minds work best, and school systems the world over are forcing deadly disingenuous rote memorisation down child and adolescent throats. It’s amazing how we have managed to make the entire educational system a failure the way we have, given the fact that children and adolescents have a much more impressionable memory than adults, which could be used much more intuitively. Just think of all the random things—not taught at school—that you remember from your early years. Such untapped potential!

Talking about untapped potential, what seriously annoyed me while reading the book were its protagonists, namely various memory champions that have made their life’s point memorising strings of random numbers and cards. I know I might be completely missing the point here, but what I would do with such a skill as having a wealth of memory palaces in my mental possession and the ability to use them would be something more, I don’t know—useful? Interesting? Unless they’ve already memorised all that and just decided to use their skill to get some money and recognition. Perhaps. Anyway, it does look like the Art of Memory has moved a long way from way back when it was utilised for reciting speeches, epic poems and the like by heart. Let’s just be happy that in this world of memory externalisation it has been preserved at all.

If you enjoyed this book, or think you could, I would recommend the segment on memory from Derren Brown’s Tricks of the Mind.

View all my reviews

BLOOD SPACE METASTASIS

Last night was the now famous supermoon eclipse. I woke up early to go outside and have a look. Quickly, like a lot of Greeks, my enthusiasm was quenched because of the cloudy sky. These September nights have been warm but cloudy and rainy. Switching from a Mediterranean climate to a tropical one? Check. At least it’s better than turning into Sahara, I suppose.

133117755652744

To my credit, I didn’t immediately give up, either. I sat there for 40 minutes or so, reading and underlining my morning pages from earlier in 2015. Alas, the clouds won that hopeless staring contest. I went back to bed and thought it would be a good idea taking advantage of waking up that early to take a shot at entering a WILD. Instead, I was welcomed with a bout of the worst sleep paralysis I can recall: when my body fell asleep, my consciousness didn’t, and I had hallucinations of a person walking in the apartment, into my room and around my bed. It was pitch black, so the hallucination was consistent, in that I couldn’t see him/her/it, only hear the footsteps. I had to endure this while unable to move any part of my body apart from my eyelids and their contents. All the while, the blood moon was setting behind the cloud cover. During sleep paralysis, no-one can hear you scream. You can’t scream….

Take a deep breath.

It could have been me who took this .gif. It’s a consoling thought.

Nevertheless, for all its photogenic glory, it has to be said that September 28th 2015 will not be remembered for its supermoon eclipse. It will go down as a small footnote in history that on the day NASA announced they found flowing water on Mars there had been a supermoon lunar eclipse less than twelve hours prior.  It is a veritable milestone that would have me leaping for joy—if I was any proper kind of science/sci-fi/astronomy nerd to begin with. Instead, all I can think of, perhaps especially after almost half a year of constantly dealing with water as a human right and the current global state of affairs, is how we should be sorting out our shit on Earth first before starting to even think about colonizing other worlds.

Don’t get me wrong, I too get terribly annoyed when other people generally show this kind of flamboyant lack of interest in the vastness of the Universe and the amazing advances in our apparent knowledge of the world. It’s usually such people who shun video games because they’re capitalist toys and refuse to see how they can work wonderfully to promote education or cultural awareness. Similarly, they show open contempt for science fiction as a genre, no matter how eye-opening, poetic or important it might be. They’re not interested to know that Dune, for example, was one of the first books bar none to speak about ecology and sustainability when it was published 50 years ago. No, it’s science fiction. “We have real problems on Earth. Sci-fi is for comfortable middle-class white nerds”, they say, or seem to imply. My very own father told me off when I tried to explain to him the virtues of The Dispossessed. As I was saying, under normal circumstances I get borderline offended by these reactions; at this very moment, I can sort of see where they’re coming from.

What if Arrakis, Dune, Desert Planet is Mars in the distant future?
What if Arrakis, Dune, Desert Planet is Mars in the distant future?

A lot of the excitement surrounding the discovery of flowing water on Mars has to do with the fantasy of modernity, the wet dream of boundless progress, the Promethean achievement of humankind founding an extraterrestrial colony. While science fiction wouldn’t have you believe it, especially with the likes of Interstellar framing the popular imagination, we’re far, far from thinking about humanity as a separate entity from our home planet. There’s no reason to believe that without Earth we could survive for any length of time. I don’t think we would want to, either. But we’re obviously not taking care of our planet as one would take care of their home. In fact, we couldn’t do much worse if we were actively trying to destroy it.

Colonising Mars as our last hope for survival after we’ve made Earth unfit for humans and broad swaths of other types of life, too, is not something I’m going to support. We’ve been making our bed, we should be honourable enough to sleep in it too—once and for all, if it comes to that. If we can’t live as part of the great ecosystem, we don’t deserve to survive. I would use the cancer analogy, namely that us out-surviving the Earth would be like cancer cells out-surviving the cancer patient who died because of them, but on second thought the analogy wouldn’t be exactly right, as it’s not really possible to kill the Earth the same way a human can die of cancer. Still, if not kill it, we just might see our Earth wither away into a wasteland where it will take many thousands or millions of years for new forms of life to take advantage of the mess we’ll have left behind—if we don’t end up like Venus, that is.

Venus_globe
Terra, 2335 AD

I know you might say that some ideas born out of past science fiction turned out to be possible. After all, “we” (i.e. well-funded Americans) did go to the Moon (don’t take my word for it though) and that was just four years after Dune was released and a single year after 2001: A Space Odyssey did. Back then, people were saying that we’d definitely have at least a couple of bases up there by the turn of the millennium. But  here we are, the turn of the millennium’s already fifteen years behind us and I’m not seeing any bright lights up there. So what happened? Could it be that there are some hard limits to our malignant growth? I would argue that yes, and plenty of them, as much as we like to pretend they don’t matter.

Next to all this, I’m secretly hoping for disclosure of long-standing alien contact, that moment that will change everything, like Naomi Klein says, only for real. Maybe in that scenario we will be taught how to build a viable multi-planetary civilization together with them and cross the stars that way. But on our own? Now? We’d probably destroy the colony the moment they were unable to pay off their debts to Earth, or make them privatise their water company, like many people were quick to joke about with today’s discovery on Twitter and Facebook.

Riding Light from Alphonse Swinehart on Vimeo.

But all said and done, I see videos like the one above, where you get to do a to-scale virtual tour of our solar system at the speed of light, and go right back to marvelling at how far we’ve come. Suddenly it hits me how difficult, how amazing it is sending missions to moist rocks or giant chewy-cored balloons so far away from here, redefining what is possible.

What vocabulary would a space-faring civilization like in Stellaris develop to describe the vastness of space?

I want this game very bad. Very very bad.