REVIEW: ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΣΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ

Μία εβδομάδα στο αεροδρόμιοΜία εβδομάδα στο αεροδρόμιο by Alain de Botton
My rating: 4 of 5 stars

Το Heathrow είπε στον Αλαίν ντε Μποτόν να μείνει μια βδομάδα στο ανακαινισμένο και ανανεωμένο αεροδρόμιο (ή μήπως ήταν καμιά καινούργια πτέρυγα; Βαριέμαι να τσεκάρω) και να γράψει, όπως είναι της μόδας να λένε πλέον και στο Amazon, «μια ειλικρινή κριτική» (“an honest review”). Ο τύπος, όπως συνήθως, όπως έχει κάνει στην Τέχνη του Ταξιδιού και στο Consolations of Philosophy (αυτά του κυρίου έχω διαβάσει) παίρνει πράγματα πεζά και τα αναπτύσσει μέχρι εκεί που δεν πάει, φτάνει στην καρδιά του θέματος. Σε μια απολαυστική πλατωνική στροφή, σαν να αγγίζει τον Κόσμο των Ιδεών έχοντας μόνο στη διάθεση του την Σκιά στον τοίχο της της Σπηλιάς. Πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν αυτή την ικανότητα να φτάνουν στο γενικό από το ειδικό τόσο δεξιοτεχνικά χωρίς να αφήνουν από τα μάτια τους τις λεπτομέρειες του συμβάντος ή του θέματος στο οποίο έχουν εστιαστεί.

Δεν συμπαθώ πια τα αεροδρόμια όπως όταν ήμουν μικρός που όνειρο μου ήταν να μένω σε ένα, ακριβώς όπως το Χήθροου πλήρωσε τον κο Ντε Μποτόν να κάνει, όμως ο τελευταίος με τη γραφή του και με τις όμορφες φωτογραφίες του συνεργάτη του που συνοδεύουν το κείμενο με έκανε να σκεφτώ πως όσο ακόμα και το πιο τυπικά άψυχο μέρος όσο ένα αεροδρόμιο χρησιμοποιείται από ανθρώπους, τόσο οι ιστορίες τους, ο πόνος και η χαρά τους θα βρίσκει άλλο ένα κανάλι για να εκφραστεί και το άψυχο θα παραδοθεί στη ζωή. Αναγκαστικά. Και αυτό είναι κάτι το πολύ αισιόδοξο όσο ο κόσμος κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο άψυχος, γιατί πολύ απλά το άψυχο με το χρόνο θα σπάσει, σαν το μπετόν μέσα από το οποίο απλά φυτρώνει γρασίδι και φυτά και η ζωή επανέρχεται.

View all my reviews

REVIEW: Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ

Η τέχνη του ταξιδιούΗ τέχνη του ταξιδιού by Alain de Botton
My rating: 3 of 5 stars

Χαρισμένο απ’ τη Βάσω. «Αυτό το βιβλίο ταξιδεύει» μου είπε. «Μου το έδωσαν κι εμένα, δώσ’ το κι εσύ όταν το τελειώσεις». Ακόμα είμαι στο ψάξιμο για τον επόμενο αναγνώστη του.

Το προηγούμενο και πρώτο βιβλίο του κ. Alain de Botton που διάβασα, το Consolations of Philosophy, το απόλαυσα ιδιαίτερα. Και αυτό εδώ είχε τις στιγμές του και τις συνειδητοποιήσεις που θα μείνουν μαζί μου, όπως το γεγονός ότι όταν ταξιδεύουμε, παίρνουμε και τον εαυτό μας μαζί, τις εφήμερες ανησυχίες και το σώμα μας που μπορεί να ασθενίσει, γεγονός που σπάνια φανταζόμαστε εκ των προτέρων και σχεδόν ποτέ δεν θυμόμαστε εκ των υστέρων. Δηλαδή θέλει πολλή αυτογνωσία για να φανταστεί κανείς ότι σ’ ένα προσεχές ειδυλλιακό ταξίδι θα αρρωστήσει, θα έχει υπνηλίες ή καούρες ή ότι θα τσακωθεί με το ταίρι του και εξαιτίας αυτών των εφήμερων ανησυχιών θα χαλαστεί. Μάλιστα, όσο σημαντικά φαντάζουν αυτά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, τόσο πιο σπάνια κανείς τα θυμάται. Μένει η εικόνα σαν ο εαυτός, το υποκείμενο, να έχει εξαφανιστεί. Τις περισσότερες φορές τουλάχιστον.

Μερικά ακόμα highlights: ο Van Gogh και πώς οι πίνακες του έκαναν την Προβηγία άξια επίσκεψης όταν δεν ήταν προηγουμένως· ο John Ruskin και πώς τον 19ο αιώνα, και αφού είχε εφευρεθεί η φωτογραφία, σκίτσαρε και σχεδίαζε όλα τα μέρη που του έκαναν εντύπωση ως τρόπον τεινά εργαλείο απόκτησης της ομορφιάς· ο Xavier de Maistre, το έργο του Voyage autour de ma chambre («Ταξίδι στο δωμάτιο μου») και η σημασία της συνήθειας στο ταξίδι και του να φέρνεις τα προηγούμενα ταξίδια σου όπου πας· και άλλες παρατηρήσεις του συγγραφέα σχετικά με το τι μας κάνει να θέλουμε να δούμε ένα μέρος και τι να πάρουμε από αυτό (αναφέρομαι στο κεφάλαιο για την περιέργεια, τον Alexander von Humboldt και το ταξίδι του de Botton στη Μαδρίτη, όπου δεν ήθελε να δει τίποτα απ’ όσα οι ταξιδιωτικοί οδηγοί λέγανε ότι ήταν σημαντικό).

Παρ’όλ’αυτά, έπρεπε να ανατρέξω στο βιβλίο για να θυμηθώ τα κομμάτια που μου άρεσαν. Μεγάλο μέρος του ήταν κάπως forgettable που λένε και στο χωριό μου και δεν μου έμεινε τόσο όσο το Consolations of Philosophy. Γι’ αυτό και τα τρία αστεράκια.

Θα κλείσω με μια αναφορά στον Γιάννη Ανδρέου, τον μεταφραστή αυτού του βιβλίου από τα αγγλικά στα ελληνικά, ο οποίος έκανε καταπληκτική δουλειά με την Τέχνη του Ταξιδιού, που βάζω στοίχημα δεν ήταν εύκολο να αποδοθεί. Βρήκε τις αυθεντικές παραθέσεις, μετέφρασε όλα τα ονόματα όπως έχουν εμφανιστεί στην ελληνική βιβλιογραφία, και γενικότερα έβγαλε έναν αέρα καλλιέργειας εναρμονισμένη με αυτή του συγγραφέα. Τα συγχαρητήρια μου κε. Ανδρέου.

View all my reviews

ΕΡΩΤΗΣΕΥΜΕΝΟΣ 2

Ερωτησευμένος: από το ερώτηση + ερωτευμένος.


Πόσο εύκολα είναι όλα με την Google στο τσεπάκι μας!

Δεν χρειάζεται ξανά να αμφιβάλλουμε για το οτιδήποτε· η Αναζήτηση Google μας έχει μεταμορφώσει ήδη στο υπέρτατο hive mind (πώς λέγεται αυτό στα ελληνικά; Κυψελική νοημοσύνη;) Δεν χρειάζεται να ψάξουμε χάρτες· το Google Maps ξέρει όχι μόνο πώς να πάμε εκεί που θέλουμε να πάμε, αλλά και πού θέλουμε να πάμε, σχεδόν πριν το ρωτήσουμε. Δεν χρειαζόμαστε μεταφράσεις όταν το Google Translate γίνεται ο διερμηνέας σου σε πραγματικό χρόνο.

Καλά όλα αυτά, ενδιαφέροντα, αλλά δεν ξέρω για σας, εγώ όμως βλέπω γύρω μου και στον εαυτό μου ανθρώπους λειψούς, που κομματάκι-κομμάτακι λησμονούμε την αξία της συγκεντρωμένης σκέψης πάνω σε ένα ερώτημα ή ένα πρόβλημα, πώς να διαβάσουμε έναν χάρτη ή πώς να χρησιμοποιήσουμε το μυαλό μας ώστε να μεταφράσουμε από μια γλώσσα σε μια άλλη.

Δεν ξέρω για εσάς, αλλά νομίζω ότι υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ αυτών των αλλαγών, εξελίξεων, αναπηριών, όπως θέλετε πέστε τις, και του ότι, παρ’όλο που δικαίως μπορούμε να υποθέσουμε ότι είμαστε οι καλύτερα ενημερωμένοι άνθρωποι που περπάτησαν ποτέ στη γη (ό,τι και αν σημαίνει αυτό) είμαστε και από αυτούς που περισσότερο πασχίζουμε να βρουμε την ευχαρίστηση στην καθημερινή ζωή. Πώς να μην έχεις κατάθλιψη αν έχεις μεταθέσει σε μπουκίτσες την ίδια τη ζωή σου σε μικρούς τεχνοσκλάβους;

Είναι άραγε τυχαίο ότι εμείς οι digital natives (ψηφιακοί ιθαγενείς;), εγώ πρώτος στην σειρά, είμαστε αυτοί που έχουμε το μεγαλύτερο πρόβλημα να βρούμε τι θέλουμε να κάνουμε με τη ζωή μας, ενώ η προφανής απάντηση, το να τη ζήσουμε, φαντάζει όσο παραδοξική όσο η απάντηση σε ένα κοάν;

Στο μέλλον η Google θα οδηγεί για μας, θα δουλεύει για εμάς, θα βλέπει για εμάς, θα θυμάται για εμάς, θα φωτογραφίζει για εμάς, θα μιλάει για εμάς, θα σκέφτεται για εμάς, και φυσικά αφού με όλα αυτά θα μας ξέρει πια απ’ έξω κι ανακατωτά, θα μπορεί να αγοράσει για εμάς. Θα στερηθούμε ακόμα κι αυτή τη χαρά της ζωής, αυτή την υπέρτατη ανθρώπινη ψυχοδηλωτική πράξη της ύστερης καπιταλιστικής εποχής!

Αυτό που μάλλον αναρωτιέμαι είναι: πόση ζωή θυσιάζουμε για πόση ευκολία, και είναι άραγε αυτή μια δίκαιη συναλλαγή ανταλλαγή; Πώς θα μπορούσαμε άραγε να εξηγήσουμε με όρους που θα καταλάβαινε η Google την χαρά της δημιουργικής αντιμετώπισης των μικρών προκλήσεων της καθημερινότητας; Αν ήμουν στο κρεβάτι όλη μέρα και με τάιζε, πότιζε, ξεσκάτιζε και μου ικανοποιούσε κάθε πνευματική επιθυμία πριν καν μου έρθει μια τεχνητή νοημοσύνη πιο έξυπνη από μένα, η ζωή μου θα ήταν σίγουρα εύκολη· πόσο ζωή όμως θα είχε απομείνει;

ΕΡΩΤΗΣΕΥΜΕΝΟΣ

Ερωτησευμένος: από το ερώτηση + ερωτευμένος.

Συχνά ακούμε ιστορίες τις οποίες δεν πιστεύουμε και λέμε ότι ο δημιουργός τους έχει ζωηρή φαντασία.

Αντίστροφα, μερικές φορές δεν πιστεύουμε ιστορίες λόγω δικού μας ζωηρού σκεπτικισμού.

Γενικά ο σκεπτικισμός θεωρείται μάλλον θετικός και η φαντασία μάλλον αρνητική, αλλά εγώ προσωπικά δεν βρίσκω μεγάλη διαφορά μεταξύ ζωηρής φαντασίας και ζωηρού σκεπτικισμού.

Είναι κοινά αποδεκτό ότι σε κάποιον που εχει ζωηρή φαντασία λείπει η επαφή με την πραγματικότητα.

Τι λείπει σε κάποιον με ζωηρό σκεπτικισμό;

REVIEW: ΕΞΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ

Έξι Περιπλανήσεις στο Δάσος της ΑφήγησηςΈξι Περιπλανήσεις στο Δάσος της Αφήγησης by Umberto Eco
My rating: 2 of 5 stars

Αυτό ήταν βιβλίο της σχολής που δεν το είχα αγγίξει για πολλά χρόνια, για το μάθημα της Καταπότη Ανάλυση και Σύνθεση Κειμένου αν δεν απατώμαι, πριν το αλλάξει και το κάνει πιο edgy.

Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Έκο που τελείωσα. Δεν μπορώ να αποφασίσω καθόλου αν μου αρέσει ως συγγραφέας τελικά. Πρέπει σίγουρα να τον μελετήσω καλύτερα. Απ’ τη μία μου βγάζει κάτι το εξυπνακίστικο το οποίο με ενοχλεί. Σίγουρα όμως ο συγκεκριμένος τίτλος είχε κάποια ενδιαφέροντα κομμάτια σχετικά με το ποιον τέλειο αναγνώστη έχουν οι συγγραφείς στο μυαλό τους όταν γράφουν ή πώς λειτουργεί ο χρόνος στα μυθιστορήματα—«…ο εμπειρικός συγγραφέας πρότυπο γνωρίζει (ακόμα κι αν ο εμπειρικός συγγραφέας δεν θα ήξερε πώς να το εκφράσει) ότι σε ένα μυθιστόρημα ο χρόνος παρουσιάζεαι κάτω από τρεις μορφές — τον θεματικό χρόνο, τον λεκτικό χρόνο και τον αναγνωστικό χρόνο.» Ακόμα, αφιερώνει μία από τις περιπλανήσεις του στο δάσος της αφήγησης στο πώς το Παρίσι όπως παρουσιάζεται στους Τρεις Σωματοφύλακες και οι οδοί που αναφέρονται δεν θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει πραγματικά, και στο ερώτημα ποια τελικά είναι η σύγκλιση και η τομή του εναλλακτικού Παρισιού σε αυτό το έργο και του πραγματικού Παρισιού; Ποια είναι αλήθεια η σύγκλιση οποιουδήποτε έργου που λαμβάνει χώρα στον «πραγματικό κόσμο» με τον «πραγματικό κόσμο» (see what I did there?);

Γράφοντας για τα περιεχόμενα του βιβλίου κάπως άρχισα μυστηριωδώς να το συμπαθώ λίγο περισσότερο. Χμ. Ίσως να έχω πάρει και τον Ουμπέρτο με κακό μάτι. Κακά τα ψέματα, σίγουρα θα το απολάμβανα περισσότερο αν είχα διαβάσει έστω και ένα από τα distέργα τα οποία αναλύει, όπως το Sylvie, το οποίο έγραφε ότι το είχε διαβάσει άπειρες φορές αλλά πάντα ένιωθε ότι ήταν σαν την πρώτη. Για κάποιον λόγο έχω την αίσθηση ότι βιβλία που αρέσουν στον Έκο θα τα έβρισκα απίστευτα δυσπρόσιτα, την περιπλάνηση στα δάση τους υπερβολικά απαιτητική για την μέτρια αναγνωστική/πνευματική μου κατάσταση, τα αναγνωστοπεζοπορικά μου παπούτσια που θέλουν τσαγκάρη και το γεγονός ότι έχω διαβολικό smartphone με GPS, facebook και άλλα τέτοια πράγματα που σίγουρα αλλοιώνουν το όποιο προφίλ μου ως αναγνώστη-περιηγητή.

View all my reviews

Review: Η κομψότητα του σκαντζόχοιρου

Η κομψότητα του σκαντζόχοιρουΗ κομψότητα του σκαντζόχοιρου by Muriel Barbery

My rating: 4 of 5 stars

Aν και μου άρεσε γενικά πολύ, περίμενα να αγαπήσω τον Σκαντζόχοιρο περισσότερο απ’όσο συνέβη, μάλλον από τα λόγια της Δάφνης. Κατ’αρχάς, η Παλομά και η Ρενέ δεν φέρονται σαν πραγματικοί άνθρωποι αλλά είναι εκεί για να προβάλλουν τις απόψεις της συγγραφέως για τους πλούσιους και ρηχούς ανθρώπους που φαίνεται πως έχει γνωρίσει πολύ στην ζωή της χωμένη στους φιλοσοφικούς κύκλους της Γαλλίας. Το ότι η κα. Barbery είναι καθηγήτρια φιλοσοφίας φαίνεται πολύ σε μερικούς -ακαταλαβίστικους από μένα- μονολόγους, ειδικά απ’τη Ρενέ, η οποία αναλύει το τί σημαίνει ένας πίνακας του Ολλανδικού χρυσού αιώνα ή οι σημύδες στην Άννα Καρένινα πολύ περισσότερο όπως θα το έκανε μια καθηγήτρια φιλοσοφίας και πολύ λιγότερο μια καλλιεργημένη θυρωρός.

Aν εξαιρέσουμε αυτά τα κομμάτια που πάντα με κάνουν και νιώθω χαζός, ίσως επειδή δεν μου αρέσει η κλασική τέχνη όπως αρέσει στη Ρενέ (γενικότερα απολάμβανα περισσότερο τις σκέψεις της Παλομά, βέβαια το πώς ένα 12χρονο μπορεί να είναι τόσο μπροστά είναι μια άλλη ιστορία), το βιβλίο είναι πλούσιο με αιχμηρά και ταυτόχρονα εύθυμα αποσπάσματα που αξίζουν το χρωματιστό μολύβι που θα υπογραμμίσει τη σελίδα ή την παράγραφο, όπως το εξής κορυφαίο και αγαπημένο μου, ήδη από τότε που είδα την ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο (η οποία πολύ μου άρεσε και μάλλον περισσότερο απ’το ίδιο το βιβλίο):

(για τις διαφορές γκο και σκακιού)

…δεν είναι το γιαπωνέζικο σκάκι. Πέραν του ότι είναι παιχνίδι, που παίζετα σε τετράγωνη βάση και οι δύο αντίπαλοι έχουν μαύρα και λευκά πιόνια, διαφέρει από το σκάκι όσο ο σκύλος από τη γάτα. Στο σκάκι πρέπει να σκοτώσεις για να κερδίσεις. Στο γκο πρέπει να δημιουργήσεις για να επιβιώσεις.

Μάλλον η ταινία μου άρεσε περισσότερο τελικά γιατί αυτά τα κουραστικά φιλοσοφικά λογύδρια έπρεπε να κοπούν ή κάπως να σουλουπωθούν. Επίσης, γιατί λόγω του οπτικού μέσου υπήρχε μεγαλύτερη άνεση για να βγει το χιουμοριστικό και καλλιτεχνικό της ιστορίας και της διάδρασης χαρακτήρων, ακόμα και μεταξύ των υπόλοιπων ένοικων της πολυκατοικίας, οι οποίοι στο βιβλίο είναι απλά ονόματα αλλά στην ταινία έχουν σάρκα και οστά.

Τέλος, παίζει πολλή ιαπωνοφιλία εδώ πέρα, στα όρια ή και στην υπερβολή του κλισέ, αλλά γουστάρουμε οπότε στα τέτοια μας!

View all my reviews

Review: Η αβάσταχτη ελαφρότητα της σαχλαμάρας

Η αβάσταχτη ελαφρότητα της σαχλαμάραςΗ αβάσταχτη ελαφρότητα της σαχλαμάρας by Harry G. Frankfurt

My rating: 3 of 5 stars

Ένα βιβλίο το οποίο καταπιάνεται με τη θεωρητική ανάλυση της σαχλαμάρας. Πριν αναφέρω οτιδήποτε περισσότερο, το ότι το bullshit μεταφράζεται «σαχλαμάρα» (ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου είναι “On Bullshit”) δεν το καταλαβαίνω. Ναι μεν το bullshit έχει νοηματική συγγένεια με τη λέξη σαχλαμάρα, αλλά η βαρύτητα της λέξης -αυτό που στα αγγλικά θα λέγαμε tenor ή register– δεν έχει καμία σχέση. Ίσως απλά ο εκδοτικός οίκος Λιβάνη δεν ήθελε να βγάλει βιβλίο με τον τίτλο «Μιλώντας για μαλακίες».

Τελικά, τι είναι η σαχλαμάρα, τι σημαίνει το να λέει κανείς μαλακίες; Με αυτό ακριβώς ασχολείται αυτό το πολύ πολύ μικρό βιβλιαράκι το οποίο μπορεί κανείς να τελειώσει σε 40 λεπτά. Ο κ. Frankfurt πιάνει το θέμα από μια πολύ Te σκοπιά. Εν συντομία, καταλήγει ότι η διαφορά του ψεύτη και του καπετάν Σαχλαμάρα, είναι πως ο ψεύτης γνωρίζει πως λέει ψέμματα αλλά θέλει να πείσει πως λέει την αλήθεια, με αυτή του τη στάση δίνοντας σημασία στην αξία της αλήθειας. Αντίθετα, όποιος λέει σαχλαμάρες δεν τον νοιάζει αν αυτά που λέει ισχύουν ή όχι, ή ακόμα ποια είναι τελικά η πραγματικότητα:

«Κάποιος που λέει ψέματα και κάποιος που λέει αλήθεια παίζουν, θα λέγαμε, το ίδιο παιχνίδι από αντίθετες πλευρές. Καθένας τους αντιδρά στα γεγονότα όπως τα αντιλαμβάνεται, μολονότι η αντίδραση του ενός εξουσιάζεται από την αλήθεια, ενώ η αντίδραση του άλλου αψηφά αυτή την εξουσία και αρνείτα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της. Ο μπουρδολόγος, όμως, αγνοεί αυτές τις απαιτήσεις εντελώς. Δεν απορρίπτει την εξουσία της αλήθειας, όπως κάνει ο ψεύτης, και δεν την αντιστρατεύεται. Απλώς δεν της δίνει καμιά προσοχή. Εξαιτίας αυτού ακριβώς του γεγονότος, η σαχλαμάρα είναι μεγαλύτερος εχθρός της αλήθειας από το ψέμα.»

Το βιβλίο κλείνει με μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση: λόγω της σύγχρονης κουλτούρας που δίνει λιγότερη έμφαση στην αντικειμενική πραγματικότητα και αμφισβητεί ακόμα και την ύπαρξη της ή τη δυνατότητα κατανόησης της, θεωρείται συχνά σημαντικότερη η ειλικρίνεια απ’ότι η ορθότητα του λόγου. Αλλά

«είναι παράλογο ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε συγκεκριμένοι, και ως εκ τούτου υποκείμενοι τόσο σε ορθές όσο και σε εσφαλμένες περιγραφές, κι από την άλλη να υποθέτουμε ότι η απόδοση της ιδιότητας του συγκεκριμένου σε οτιδήποτε άλλο έχει αποδειχτεί λάθος. Ως συνειδητά όντα, υπάρχουμε μόνο σε απάντηση άλλων πραγμάτων και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε καθόλου τον εαυτό μας χωρίς να γνωρίζουμε εκείνα. Επιπλέον, δεν υπάρχει τίποτα στη θεωρία, και σίγουρα τίποτα στην εμπειρία, που να στηρίζει την άποψη ότι το ευκολότερο πράγμα είναι η γνώση της αλήθειας για τον εαυτό μας. Τα γεγονότα που μας αφορούν δεν είναι τόσο ακλόνητα και ανθεκτικά στην ανάλυση. Η ανθρώπινη φύση είναι απατηλή και άπιαστη – λιγότερο σταθερή και συμφυής από τη φύση άλλων πραγμάτων. Και στο βαθμό που αυτό ισχύει, η ειλικρίνεια αυτή καθαυτή είναι σαχλαμάρα».

Κι έτσι τελειώνει το βιβλίο. Τροφή για σκέψη. Θα έλεγα πως ούτε για την αντικειμενική πραγματικότητα μπορούμε να μιλήσουμε με σιγουριά· τι καθιστά το παραπάνω απόφθεγμα αυτούς οι οποίοι μιλάνε για την αντικειμενική πραγματικότητα λες και την ξέρουν, και γιατί δεν ισχύει για εκείνους η ίδια γενίκευση; Είναι μόνο θέμα βαθμών; Πχ μπορώ να ξέρω τις επιστημονικές αλήθειες, ή το τι καιρό κάνει σήμερα και να τις περιγράψω με περισσότερη ακρίβεια και αλήθεια απ’ότι μπορώ να εκφράσω το τι θέλω και το ποιος είμαι; Πιστεύω ότι το μόνο που μπορούμε να εκφράσουμε τελικά είναι η δική μας πεποίθηση ή θέση: η αλήθεια θα είναι η ειλικρίνεια αυτής της άποψης και το ψέμα η απόκρυψη και παραποίηση της. Δεν μου αρέσει αυτή η ποιοτική ιεράρχηση της αντικειμενικής και της υποκειμενικής ή προσωπικής αλήθειας. Με άλλα λόγια: θεωρώ λόγου χάρη πιο σημαντική την προφορική ιστορία (oral history), ότι μπορεί να νοηματοδοτήσει περισσότερο το παρελθόν, απ’ότι μια αντικειμενική “mainstream” ιστορία. Αυτό με την προϋπόθεση βέβαια ότι η κοινή γνώμη είναι αυτή που καθορίζει τι είναι το αντικειμενικά πραγματικό, και συμφωνήσουμε ότι σαν αξία από μόνη της δεν υπάρχει, όπως αν δεν ακούσει κανείς το δέντρο που πέφτει στο δάσος θα είναι σαν να μην έκανε ήχο. Αλλά εδώ μπαίνουμε σε άλλα.

Ας μείνουμε σε αυτό: αν δεν σε ενδιαφέρει αν το δέντρο έπεσε και πεις οτιδήποτε, είσαι σαχλαμάρας, ένας bullshit artist. Αν πεις οτιδήποτε άλλο, μπορεί να λες ψέματα και αλήθεια ταυτόχρονα. Χμ…

Δεν άντεξα: η ίδια μου η κατακλείδα δεν κατέληξε κάπου αλλά έθεσε νέους προβληματισμούς.

Στοπ.

View all my reviews

Review: Το Τάο είναι σιωπηλό

To Τάο είναι σιωπηλόTo Τάο είναι σιωπηλό by Raymond M. Smullyan

My rating: 5 of 5 stars

Πολλές φορές δεν είναι ένα βιβλίο αυτό καθ’αυτό, το τι γράφει δηλαδή, που σου μένει στο μυάλο, που το κάνει ιδιαίτερο για σένα. Το πώς έμαθες για την ύπαρξη του, με ποια άτομα το έχεις συνδέσει, ο τρόπος γραφής αντι του περιεχομένου, ακόμα και το αν συμπάθησες ή ακόμα και θαύμασες τον συγγραφέα, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην εντύπωση που θα σχηματίσεις για αυτό. Μπορεί ακόμα και να κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στο αν θα σου μείνει κατα κάποιον τρόπο, αν θα κουλουριαστεί σε κάποια φρέσκια νευρική σύναψη, ή αν θα το ξεχάσεις για πάντα λες και δεν το διάβασες ποτέ.

Έτσι και «Το Τάο είναι σιωπηλό». Το βρήκα στο αγαπημένο μου πλέον παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι, το μόνο που έχω βρει μέχρι σήμερα που να έχει βιβλία που να με ενδιαφέρουν – είναι αυτό στα αριστερά του James Joyce καθώς βγαίνεις. Λοιπόν, χαζεύοντας τα σκονισμένα ράφια γεμάτα με ως επι το πλείστον αδιάφορους τόμους, έπεσε το μάτι μου στο «Τάο». Είχα ήδη αγοράσει άλλα τρία βιβλία εκείνη τη μέρα οπότε το σκεφτόμουν για τα €4. Ξεφυλλίζοντας το, αυτό που μου τράβηξε στ’αλήθεια την προσοχή ήταν τα κεφάλαια για τους σκύλους και τη κηπουρική. Αυτά τα δύο είναι εξαιρετκά παραδείγματα για το να καταλάβει κανείς περι τείνος πρόκειται το Τάο και το Ζεν (τα οποία είναι μέχρι ενός σημείου εναλλάξιμοι όροι, αν κανείς αφαιρέσει το βουδιστικό στοιχείο του Ζεν), να νιώσει τι ουσιαστικά πρεσβεύουν αυτές οι συχνά παρεξηγημένες και μυστήριες φιλοσοφίες.

Το βιβλίο ήταν απολαυστικό. Υπογράμμιζα σελίδα παρα σελίδα με ρητά τα οποία γέμιζαν την κοιλιά μου με ζεστασιά και τέντωναν το χαμόγελο μου ώστε το χείλια μου να τείνουν να αγγίξουν τα τύμπανα μου. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Ας υποθέσουμε ότι με στριμώχνατε στο γραφείο μου και από απόσταση βολής μου λέγατε: “Σμάλλγιαν! Σταμάτα να αοριστολογείς! Πιστεύεις ή όχι ότι το Τάο υπάρχει;” Τι θα απαντούσα; Αυτό θα εξαρτιόταν απ’το κατα πόσο θα ήμουν σε μια περισσότερο Δυτική διάθεση (και υποταγμένος στην δυαδικότητα, ύπαρξης εναντίον μη ύπαρξης), τότε θα απαντούσα, “Ναι, το Τάο υπάρχει”. Αλλά αν υποθέσουμε ότι ήμουν σε μια πιο ανατολική διάθεση; Ε, λοιπόν, αν ρωτούσατε κάποιον Ζεν δάσκαλο κατα πόσο το Τάο υπάρχει, πιθανότατα θα σας έδινε ένα δυνατό χτύπημα με το ραβδί του. Εγώ, τώρα, που είμαι κάπως πιο πράος, κατα πάσα πιθανότητα απλά θα σας χαμογελούσα ίσως με έναν συγκαταβατικό τρόπο και θα σας πρόσφερα ένα φλυτζάνι τσάι.

Το να αποδώσεις σκοπό στο Τάο είναι κάπως μη Ταοϊστικό. Η εσωτερική αρχή του Τάο είναι μάλλον ο αυθορμητισμός παρα ο σκοπός. Αντίθετα από τον Ιουδαίο-Χριστιανικό Θεό, το Τάο δε δημιουργεί ούτε φτιάχνει πράγματα· μάλλον αναπτύσσεται ή εξατομικεύεται μέσα σε αυτά. Θα μπορούσαμε να πούμε, στο πνεύμα του Λαοτσέ:

Το Τάο δεν έχει σκοπό,
Και για αυτό το λόγο πληρεί
Κάθε σκοπό του αξιοθαύμαστα.

[…]

Έχω επίσης πει ότι το βρίσκω υπερβολικά εχθρικό και καταστρεπτικό να ρωτά κάποιος κάποιον, ποιος είναι ο σκοπός του. Συγκεκριμένα σκέφτομαι την περίπτωση ενός αποτυχημένου μουσικού που είπε κάποτε σε έναν φιλόδοξο μουσικό, “Αληθινά, νομίζω ότι θα έπρεπε να αναρωτηθείς γιατί θέλεις να δίνεις συναυλίες”. Αυτό μου έκανε απαίσια εντύπωση! Για ποιο λόγο θα έπρεπε ο ανερχόμενος μουσικός να κάνει μια τόσο γελοία ερώτηση στον εαυτό του όσο αυτή; Δεν είναι αρκετό το ότι θέλει να δίνει συναυλίες; Ίσως θα έπρεπε κάποιος να πει στην Ιωάννα της Λωραίνης: “αληθινά πιστεύω, Ιωάννα, ότι θα έπρεπε να ρωτήσεις τον εαυτό σου, γιατί θέλεις να δώσεις όλες αυτές τις μάχες!”

Το Τάο ποτέ δεν διατάζει,
και για αυτό το λόγο,
εθελοντικά υπακούεται.

Αντίθετα, μπορούμε να σχολιάσουμε ότι, ο Ιουδαιο-Χριστιανικός Θεός διατάζει, και γι’αυτό τον λόγο μερικές φορές δεν υπακούεται.

Υπάρχει και ένας άλλος λόγος για τη παρανόηση πολλών Ζεν περιστατικών που είναι πράγματι δικό μας λάθος: Υποθέτουμε ότι όταν ο Ζεν Δάσκαλος μιλά, πάντα εννοεί κάτι μ’αυτό που λέει. Και για να χειροτερέψουμε κι άλλο τα πράγματα, υποθέτουμε ότι, εννοεί κάτι βαθυστόχαστο και σημαντικό (και επομένως μας διαφεύγει κάτι βαθυστόχαστο και σημαντικό!) Ώστε ο Ζεν Δάσκαλος πάντα εννοεί κάτι, ε; Πείτε μου, όταν χτυπάτε ένα γκονγκ, και το γκονγκ αντιδρά με έναν ήχο, εννοεί πάντα κάτι το γκονγκ με την αντίδραση του; Αυτή η αναλογία θα ηχήσει στους περισσότερους αναγνώστες απαίσια, αλλά ευτυχώς δεν θα κάνει απαραίτητα το γκονγκ, να ηχήσει έτσι!

[…]

Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο ταιριαστό επίλογο, γι’αυτό το κεφάλαιο, από το να αναφέρω την ακόλουθη αρκετά γνωστή ιστορία: Κάποιος ρώτησε έναν Ζεν Δάσκαλο, “Ποια, είναι η έσχατη φύση της πραγματικότητας;” Ο Δάσκαλος απάντηση: “Ρώτησε τον στύλο εκεί πέρα”. Ο άνθρωπος αντέδρασε: “Δάσκαλε δεν καταλαβαίνω!” Ο Δάσκαλος είπε, “Ούτε και γω”.

ZEN ΜΑΘΗΤΗΣ: Λοιπόν Δάσκαλε, είναι αθάνατη η ψυχή ή όχι; Επιζούμε του σωματικού μας θανάτου ή εκμηδενιζόμαστε; Μετενσαρκώνομαστε πράγματι; Χωρίζεται η ψυχή σε επι μέρους κομμάτια τα οποία ανακυκλώνονται, ή είσερχόμαστε στο σώμα ενός βιολογικού οργανισμού σαν μια μονάδα; Και διατηρούμε ή όχι τη μνήμη μας; Ή το δόγμα της μετενσάρκωσης είναι εσφαλμένο; Ειναι μήπως η Χριστιανική έννοια της επιβίωσης ορθότερη; Και αν ναι, ανασταινόμαστε σωματικά, ή μήπως η ψυχή εισέρχεται σε μια καθαρά πλατωνική σφαίρα ύπαρξης;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Το πρωινό σου κοντεύει να κρυώσει.

Ένα γέρικο πεύκο διδάσκει τη σοφία.
Ένα άγριο πουλί φωνάζει την αλήθεια.

Μετά από τον καταιγισμό σοφίας αρκετής για να χωρέσει σε πέντε ζωές και κάτι, πρέπει να παραδεχτώ πως καποια κομμάτια του βιβλίου ήταν λίγο βαρετά, ιδιαίτερα αυτά τα οποία είχαν και καλά διαλόγους μεταξύ δυτικών ορθολογιστών και ανατολικών μυστικιστών – διάλογοι οι οποίοι βέβαια θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι αυθεντικά εσωτερικοί, αφού ο Smullyan είναι σημαντικός θεωρητικός μαθηματικών και λογικής, με έμφαση στο παράδοξο και στην αυτοαναφορικότητα. Μάλιστα, επέκτεινε τα θεωρήματα μη-πληρότητας του Gödel — τι περίεργο που του αρέσει και ο υπέρτατα παράδοξος ταοϊσμός؟

Α, τώρα που το θυμήθηκα: χτες είδα μια πολύ ωραία ισπανική ταινία με θέμα τον δυσκολότερο γρίφο λογικής (ναι, ΚΑΙ αυτός είναι βασισμένος σε κάτι που σκαρφίστηκε ο μπαρμπα-Smullyan) και τις προσπάθειες τεσσάρων κορυφαίων μαθηματικών μυαλών κλεισμένων σε ένα δωμάτιο να τον λύσουν. Αν μυριστήκατε εσάνς θρίλερ, οσμιστήκατε σωστά. La habitación de Fermat, το όνομα της. Αν σας αρέσουν τα παιχνίδια λογικής νομίζω θα σας αρέσει και η ταινία.

Ας γυρίσουμε από άλλον έναν συνειρμικό εκτροχιασμό. Με όλα αυτά, δεν μπορούμε παρα να του το συγχωρέσουμε του κυρ Raymond ότι κάποια κομμάτια του βιβλίου είναι βαρετά· πιο πάνω γράφω ότι η γνώμη μας για ένα βιβλίο μπορεί να μπουσταριστεί από στοιχεία «άσχετα» με το περιεχόμενο. Λοιπόν, διαβάστε τι άλλο είναι ο Raymond M. Smullyan: πιανίστας (στα νεανικά του χρόνια ήταν καθηγητής μουσικής!), ταχυδακτυλουργός, συγγραφέας βιβλιών με αινίγματα λογικής και βέβαια φιλόσοφος του Τάο και του Ζεν. Το κορυφαίο; Ο τύπος είναι 93 χρονών, να τα εκατοστήσει ο άνθρωπος! Αυτό που λένε ότι το μυστικό της μακροζωίας είναι στην αποφυγή του στρες και στην εξάσκηση του μυαλού ίσως να είναι πιο σωστό απ’ότι νομίζουμε! Όχι τίποτα άλλο, ούτε Aλτσχάιμερ φαίνεται να έχει ούτε τίποτα!

Λοιπόν, θα το σκεφτόμουν να έδινα στο βιβλίο τέσσερα αστεράκια υπό κανονικές προϋποθέσεις. Με έκανε όμως να νιώσω τόσο όμορφα διαβάζοντας το και πρόσθεσε στο σύμπαν μου αυτόν τον πυλώνα έμπνευσης που είναι ο συγγραφέας του, που δεν μπορώ να πω όχι στα πέντε. Ίσως είναι και το ότι το βρήκα χωρίς να το ψάχνω, χωρίς να ξέρω τίποτα για αυτό, σε ένα σκονισμένο παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι, και ότι αυτή η κριτική θα είναι η δεύτερη αναφορά στην ύπαρξη αυτού του βιβλίου σε ολόκληρο τον ελληνικό ιστό, σύμφωνα πάντα με το Google. Τι να κάνω, έχω αδυναμία σε κάτι τέτοια.

ΥΓ: **Τα λάθος κόμματα στην παράθεση είναι του μεταφραστή και οι τόνοι δικοί μου — το βιβλίο δεν έχει ούτε έναν τόνο για δείγμα. Φαντάζομαι το 1990 κάποιοι ριζοσπαστικοί τυπογράφοι θα συνέχιζαν να αντιλαμβάνονται το ακόμα φρέσκο μονοτονικό σαν no-τονικό (το αστέιο αυτό μου πήρε περίπου 3 δευτερόλεπτα να το σκεφτώ· γελάστε τουλάχιστον για το μισό αυτού του χρόνου για να κάνουμε έστω μια υποτυπώδη εξισορρόπηση). Δεν ξέρω γιατί αλλά όλο το βιβλίο σαν γραφή ήταν κακής ποιότητας: μπόλικα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, ενώ η ίδια η μετάφραση είχε ψυχή μεν αλλά κάπου έχανε. Για κάποιον λόγο όμως αυτά τα στοιχεία με κάνουν να το γουστάρω περισσότερο, έχει κάτι από underground με μπόλικο μεράκι.**

View all my reviews

Review: Το μυστήριο της τράπουλας

Το μυστήριο της τράπουλας  Το μυστήριο της τράπουλας by Jostein Gaarder

My rating: 4 of 5 stars

Η ιστορία της πορφυρής γκαζόζας, του Μυστικού Νησιού και των μυστηριωδών κατοίκων του, της αναζήτησης ενός Νορβηγού πατέρα — αυτοαποκαλούμενου Μπαλαντέρ — και του γιου του για να βρουν τον Άσο Κούπα τους, δηλαδή την μητέρα που έφυγε για να βρει τον εαυτό της στην Ελλάδα και μιας άλλης, πιο γνωστής μας αναζήτησης: αυτήν για την αλήθεια του ποιοι είμαστε, προς τα πού πάμε, γιατί, τι πραγματικά μετράει στην ζωή και όλα αυτά τα γνωστά.

Ο Jostein Gaarder για δεύτερη φορά (το ξέρω ότι έγραψε τον Κόσμο της Σοφίας δεύτερο, αλλά εγώ τον διάβασα πρώτο) αναρωτιέται για τον κόσμο και μας συνεπαίρνει με την φαντασία του με χαρακτηριστικά χαρούμενο, απλό, διαφωτιστικό και συγκινητικό τρόπο. Ο Gaarder ξαναήρθε να μου επιβεβαιώσει ότι η σοφία βρίσκεται στην απλότητα και στην ταπεινότητα προς τον κόσμο, που καλύτερα από κάθετι εκφράζει η παιδική περιέργεια, η οποία αργότερα δυστυχώς πεθαίνει, αφού συνηθίσουμε τον κόσμο. Όντως εγκληματικό, αν το σκεφτεί κανείς. Όπως λέει και ο Death στο Discworld: “Human beings make life so interesting. Do you know, that in a universe so full of wonders, they have managed to invent boredom”.

Το Μυστήριο της Τράπουλας είναι ένα βιβλίο πραγματικά για όλες τις ηλικίες. Ο πρωταγωνιστής, αν και θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι οι πρωταγωνιστές είναι πολλοί με την ψυχή ενός, είναι μεν παιδί, όμως ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τα πράγματα ήταν έμπνευση. Ακόμα περισσότερο με ενέπνευσε ο πατέρας του Χανς Τόμας. Ενήλικας που ποτέ δεν σταματάει να αναρωτιέται για τον κόσμο, με προβλήματα αλκοολισμού, άφθονη αγάπη για τον γιο, την φιλοσοφία, την ναυτοσύνη και την woman that left him — εδώ σκάρωσε ολόκληρο ταξίδι με αυτοκίνητο από την Νορβηγία μέχρι την Ελλάδα για να την βρει. Θέλω κι εγώ τέτοιον μπαμπά, ή για να είμαι ρεαλιστικότερος, θέλω κι εγώ να γίνω τέτοιος μπαμπάς. Επίσης θέλω να ταξιδέψω στο Agder και στις Άλπεις, κάπου πιο κοντά στο Χωριό και πιο μακριά από το Interlaken. Γαμώτο.

Το όλο meta-narrative με τo Μυστικό Νησί, τους διαδόχους του Μυστικού και την Τράπουλα του Φρόντε ήταν μια ενδιαφέρουσα ιδέα, και μια ωδή στις γήινες ανθρώπινες απολαύσεις. Αν η υπόθεση με την τράπουλα ήταν λίγο καλύτερα τοποθετημένη (σε μερικά σημεία μου φάνηκε βεβιασμένη και μου έκοβε το ενδιαφέρον) τότε το βιβλίο μπορεί να άξιζε και το πέμπτο αστεράκι του. Τώρα που το σκέφτομαι όμως, ούτε η ιστορία του Χανς Τόμας και του πατέρα του από μόνη της θα ήταν αρκετή για να κρατήσει το ενδιαφέρον αν η μία ιστορία δεν έβαζε σιγά-σιγά όλα τα μυστήρια που προέκυπταν στην πορεία της άλλης σε μια τάξη και το αντίστροφο (κάτι που ποτέ δεν μπορείς να κάνεις με τα πραγματικά ερωτήματα της ζωής, but I digress). Το μόνο σίγουρο; Ποτέ δεν πρόκεται να ξαναπιάσω τράπουλα με τον ίδιο τρόπο. Και σίγουρα η έμπνευση του τραπουλο-ημερολογίου θα μου μείνει.

Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει η πορφυρή γκαζόζα στην πραγματική ζωή. Παραισθησιογόνα ναρκωτικά ίσως; Άνετα θα μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο. Και ναι, θέλω να δοκιμάσω γεύση κεράσι στον αγκώνα μου και βατόμουρο με λεμόνι στο αριστερό μου μεγάλο δάχτυλο του ποδιού! Όπως λένε όμως και στο βιβλίο… Αν δοκιμάσεις ό,τι έχει να δώσει η ζωή με μια γουλιά, γιατί μετά, στην τελική, να ζεις, αν όχι μόνο για να συνεχίσεις να πίνεις;

Βαθιά ερωτήματα. Αυτό το βιβλίο έχει πολλά, ακόμα και αν είναι καλά κρυμμένα στα χάρτια… Ασυνήθιστο, γιατί συνήθως ψάχνουμε στα χαρτιά για καλά κρυμμένες απαντήσεις.

Ευχαριστώ την Άλεξ που μου το δάνεισε. 🙂 Κάποτε είχαμε προσπαθήσει να διαβάσουμε αυτό το βιβλίο μαζί. Η προσπάθεια ήταν φυσικά καταδικασμένη. Έγραψα κι εγώ το όνομα μου στο πίσω μέρος του βιβλίου, 13 Μάρτηδες (μια οικογένεια του Μυστικού Νησιού 😉 ) μετά την τελευταία προσθήκη.

View all my reviews