Danish Diaries #12 + Quotes ~ Αποφθέγματα IX

Τι κάνεις όταν οι συγκάτοικοι σου είναι τόσο βλάκες που πετάνε τις παγίδες που έχεις φτιάξει για τα μυγάκια επειδή βλέπουν πολλά μυγάκια μαζεμένα κοντά της και νομίζουν ότι αυτή είναι η αιτία του προβλήματος; Τι κάνεις όταν οι συγκάτοικοι σου είναι τόσο μυγιάγκιχτοι (έπρεπε να την γκουγκλάρω αυτή την λέξη για την ορθογραφία) που πετάνε στα σκουπίδια τις επιφάνειες που κόβεις τα λαχανικά επειδή «είναι βρώμικες» αλλά δεν μπαίνουν καν στον κόπο να βρουν καινούργιες; Τι κάνεις όταν το κτίριο έχει δύο κούπες  για δώδεκα ανθρώπους, όλες κι όλες, και εξαφανίζονται και οι δύο, μαζί τελικά με όλα τα μαχαιροπήρουνα, τα πιάτα κτλ (και πίνεις τον καφέ σου στο μονόλιτρο ποτήρι μπύρας που καβάτζωσες από το Οktoberfsest); Α ναι μωρέέέ, αφού όλοι έχουν τα δικά τους, γιατί να υπάρχουν τα κοινόχρηστα; Αν όλοι είχαν τα δικά τους, δεν θα καρπωνόταν κάποιος τα μαχαιροπήρουνα αποκλειστικά για την παρτάρα του! Καταλήγω όλο και περισσότερο ότι οι Δανοί είναι ένα έθνος κακομαθημένων. Αλλά συνέβη κάτι που με έκανε να αναρωτηθώ…

Η Αμελί είναι η μισο-Γερμανιδα μισο-Ελληνίδα κοπέλα με την οποία κάνω μαθήματα Γερμανικών εδώ. Ως αντάλλαγμα της μαθαίνω τα Ελληνικά που ποτέ δεν έμαθε. Καταλαβαίνετε, έχουμε περίπου τις ίδιες δικαιολογίες που δεν ξέρουμε την γλώσσα που όλοι μας τα πρήζουν ότι θα έπρεπε να ξέρουμε εδώ και χρόνια. Μια μέρα, η Αμελί με το μπόιφρεντ με κάλεσαν να πάω μαζί τους για μπάνιο στην θάλασσα και στην σάουνα μετά. Είναι μια αγαπημένη τους συνήθεια, κλασική Δανέζικη-βικινγκ κατάσταση: λίγα δευτερόλεπτα στα παγωμένα νερά, τροχάδειν μέχρι την σάουνα, σούπερ-ίδρωμα μέσα στην σάουνα, βουτιά στα παγωμένα νερά για να δροσιστεί το κοκκαλάκι μας, τρέξιμο ξανά μέχρι την σάουνα για να ζεσταθεί το κοκκαλάκι μας κοκ. Και όλα αυτά γυμνοί, τσιτσίδι, άντρες και γυναίκες μαζί.

Η ιδέα μου φαινόταν καλή, αν εξαιρέσετε το γεγονός ότι δεν θυμάμαι ποτέ να είχα βουτήξει στην θάλασσα εκτός καλοκαιριού, πόσο μάλλον στην Βαλτική τον Νοέμβριο. Ένα αυτό. Το άλλο ήταν ότι η ιδέα του να είμαι τσιτσίδι με αρκετά άλλα άτομα, μερικα εξ αυτών φιλικά, ήταν μεν ενδιαφέρουσα αλλά ασυνήθιστη και λίγο τρομακτική. Στην μέση έμπαιναν ντροπές κτλ, από τα συναισθήματα που δεν συμφωνείς λογικά μαζί τους αλλά βασίζονται σε κάτι άλλο, όχι τόσο βασικό όσο το ερπετικό ένστικτο αλλά ούτε και στο ίδιο επίπεδο με τα πιστεύω σου, κάτι άλλο που βρίσκεται κάπου ανάμεσα τους, ίσως οι ίδιες κοινωνικές επιταγές που μας αναγκάζουν στα κρυφά να μας ενδιαφέρει τι θα πουν για μας οι άλλοι, που στα μουλωχτά και χωρίς να τις ρωτήσει κανείς, γίνονται από την μικρή τρυφερή μας ηλικία μέρος της υποσυνείδητης προσωπικότητας μας.

Τελικά η μέρα ήρθε, η Αμελί με κάλεσε να πάω μαζί της και με τον Πάτρικ (όχι τον γνωστό) στην «οργανωμένη παραλία» του Århus, Den Permanente. Η μέρα φαινόταν περίφημη: τα ίδια σύννεφα και κρύο που δεν έχουν φύγει από την πόλη το τελευταίο δεκαήμερο και οι ντροπές να παραμένουν ανέγγιχτες (γιατί πάντα νομίζουμε ότι σε έναν μήνα ξαφνικά θα θέλουμε να κάνουμε κάτι το οποίο τώρα δεν θέλουμε; Ποτέ δεν δουλεύει έτσι δυστυχώς, αλλά με αυτή την λογική δουλεύει το σύστημα των 60 άτοκων δόσεων φαντάζομαι) Ήρθε και η Άνα μαζί γιατί μου είχε πει από καιρό ότι ήθελε να κάνει μπάνιο στην κρύα θάλασσα — αν και σίγουρα είχε παγώσει πολύ περισσότερο από μένα στην ιδέα ότι θα έπρεπε να αποχωριστεί τα ρούχα της μπροστά σε κόσμο (και σε μένα).

Λοιπόν, το δοκιμάσαμε. Η θερμοκρασία της θάλασσας ήταν γύρω στους 10 βαθμούς, πολύς αέρας και κύματα, στο βάθος το λιμάνι της πόλης να φωτίζει τα σύννεφα του ουρανού του νότου πορτοκαλί (ναι ήταν νύχτα). Ένας-ένας πέσαμε στην θάλασσα για 7-8 δευτερόλεπτα το πολύ, και μετά γραμμή για την σάουνα. Δεν ήταν όσο φοβερό όσο περίμενα, κρύα ντους με έχουν τρομάξει πολύ περισσότερο στο παρελθόν. Μόλις έβγαλα και το τελευταίο ίχνος υφάσματος από πάνω μου, όλα ήταν τόσο… ΟΚ. Μπαίνοντας στην σάουνα και βλέποντας άλλα 15 άτομα με κάθε είδος σώματος να ιδρώνουν κάθοντας στις πετσέτες τους, μου φάνηκε τόσο συναρπαστική βλακεία η ιδέα του να ντρέπεσαι το σώμα σου… Υπήρχε ένα πολύ ευχάριστο κλίμα μεταξύ όλων. Μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες κουβέντιαζαν με τους διπλανούς τους περί θερμών ανέμων και ψυχρών υδάτων. Η θερμοκρασία έφτασε τους 93 βαθμούς αφού έριξα λίγο νερό στα κάρβουνα που έχουν για να κάνουν την σάουνα… σάουνα. Όταν η ζέστη έγινε αβάσταχτη για την παρέα, πέσαμε όλοι πίσω στην θάλασσα όπου αυτή την φορά ήταν λίγο καλύτερα τα πράγματα –η ζέστη είχε φτάσει στα κόκκαλα, όπως είπε η Αμελί– και αμέσως πήγαμε σε άλλη σάουνα αυτή την φορά, μια λίγο λιγότερο καυτή και μικρότερη, μόνο με έναν τυπά πενηντάρη να αράζει, και σκοτεινή, την φώτιζαν μόνο 3-4 χαμηλές λάμπες. Αυτό το μέρος ήταν ο ορισμός του hyggelig (αυτό το μέρος και το άλλο με τον χαμηλό φωτισμό στην είσοδο της λέσχης, όπου μπορείς να κάτσεις, να φτιάξεις τσάι και να μαγειρέψεις πριν ή μετά το… μπάνιο σου).

Το μόνο κακό της ιστορίας ήταν ότι όταν γυρίσαμε στα ρούχα μας, ανακάλυψα την τσάντα μου με το πορτοφόλι μου στην λάθος θέση. Κάποιος με έκλεψε όσο λείπαμε. Διάλεξε μόνο την δική μου τσάντα και πήρε από το πορτοφόλι μου τα χρήματα (25 ευρώ, 100 Δανέζικες κορώνες περίπου, ένα τσέχικο και ένα σκωτσέζικο χαρτονόμισμα, νομίσματα κυρίως από την Σουηδία και την Νορβηγία — ναι ρε μου αρέσει να κουβαλάω ξένο συνάλλαγμα, πρόβλημα;!) Με έχουν κλέψει τρεις φορές ήδη στην Δανία μέσα σε 4 μήνες. Αυτή την φορά δεν έφταιγα εγώ βέβαια… Εκτός από τα χρήματα, δεν έλειπε τίποτα άλλο από το πορτοφόλι. Δεν με στενοχώρησε ιδιαίτερα, φοβόμουν ότι θα υπερσκίαζε την εμπειρία της βραδιάς αλλά δεν τα κατάφερε. Ακόμα και τώρα μου φαίνεται ονειρική, σουρεαλιστική η αίσθηση. Το σπάσιμο της «μαζικής συναινετικής ψευδαίσθησης» που αποκαλούμε πραγματικότητα είναι πάντα ισχυρότατο για μένα… Μπορεί οι Δανοί να έχουν τις ντροπές τους και τις περίεργες συνήθειες τους αλλά όταν έχουν στην κουλτούρα τους κάτι τέτοιο μπορώ μόνο να βγάλω το καπέλο. Γενικά οι Δανοί στα θέματα σώμα/σεξουαλικότητα είναι πολύ, ΠΟΛΥ χαλαροί…

Vikingekluben Jomsborg

If we all stood up, took off our clothes and confessed our sins, everybody would laugh at the lack of originality on both accounts.

Αν όλοι σηκωνόμασταν, βγάζαμε τα ρούχα μας και εξομολογούμασταν τις αμαρτίες μας, θα βάζαμε όλοι τα γέλια με την έλλειψη πρωτοτυπίας και στις δύο περιπτώσεις.

~Unknown

«Εξελίξεις»

Πέφτει ο Παπανδρέου; ​Χα! Ε, και; του Γιώργου Πήττα (άρθρο στο tvxs)

Όχι που θα άφηναν αυτό το δημοψήφισμα να λάβει χώρα. Το κόλπο ήταν προφανέστατο. Τώρα όμως η μαλακία έγινε. Άφησαν την πόρτα της φυλακής ανοιχτή για λίγα λεπτά και μέχρι να καταλάβουμε τι έγινε την είχαν ξανακλείσει, λέγοντας μας ότι τουλάχιστον εδώ έχει φαί. Εννοούν φυσικά το συσσίτιο της φυλακής, τον πολτό απο τα υπολείμματα του λουκούλειου γεύματος που τρώει ο δεσμοφύλακας κάθε μέρα.

Εξαιρετικός.

Highlights of Great Works of Art student presentations

What colleagues have presented so far in this course that I have loved:

Michael Kvium:

Nature

Culture

Alfons Maria Mucha (yes, this is the guy that made the Four Seasons hung on the walls of To Ναυάγιο in Mytilini)

Poul Anker Bech (surreal realism)

Randers Kunstmuseum by Liselotte Randers Kunstmuseum by Liselotte

Ron Mueck



Boy (this one’s in ARoS museum in Århus)                 Α Girl

From 2008 Latvian Song and Dance Festival. I expect two of the people who might be reading this to remember this sacred moment…

 

Enter the Void

Yesterday I watched Enter the Void.

This film tells the story of a drug dealer-addict in Tokyo that dies while tripping on DMT. He subsequently has the “longest and biggest trip of his life”, together with an Out of Body Experience. After his death, he flies around in Tokyo, watching his sister and close people and how they have dealt with his death.

Some say Enter the Void is meant to be an experience, like a LSD or DMT trip would (even if some say DMT is misrepresented in the film) and is not made to make the audience feel empathy, serenity or any kind of feeling apart from disturbance or boredom. This movie had way too much needless sex — I mean, if you had died, why would you go around looking at your sister fucking? Yes, our… hero does that a lot. And other people fucking of course, lots and lots of them. Then, the question arises: has he really died, or is it just the biggest DMT trip of his life? For starters, it is said (and stressed in the film) that DMT is secreted in every person’s brains when they die. Apart from those unlucky few who have their heads pulverised by a shotgun or something, of course. We get a good look at Tokyo’s underground (strip) club and drug scene and many emotional or startling moments from which we feel detached.

I cannot decide what to think about this movie. It’s way too long and the last part is a long, redundant, boring trip (some compare it with 2001: A Space Odyssey. Just throw some sex in there). The technical aspect of it though is top-notch. I asked myself “how the hell did they film that?!” many, many times over.

HOW THE HELL DID THEY FILM THAT?!

The psychedelic effects are also very intense (if you suffer from any kind of epilepsy, avoid ever EVER watching this film. You will probably have several fits, possibly at the same time). For the rest of us, it’s quite a trip.

Which leaves me wondering: is the whole point of the film merely to emulate a psychedelic trip? It sort of succeeds doing that. But it fails being a cohesive cinematic experience. If you want to look at this as an experience –no added adjectives–, you might find it enjoyable. If you’d rather look at it as a film with a particular structure, the common meaning of the word, you’ll be itching to press the fast forward button.

I don’t know what to make of this. It’s a film you can’t not feel strongly about, one way or the other. It’s so unlike anything I’ve ever seen but I wouldn’t feel like watching again some parts of it which were absolutely frustrating in their repetitiveness. A part of me hated it. Another part of me hates to kind of liked it. And another part of me absolutely loved it. This trichotomy, for me, is an indication that at least there’s something about this movie that might be easy to miss or you just need to be in the right (very possibly altered) state of mind to fully appreciate.

Atom Heart Mother / Quotes ~ Αποφθέγματα VII

Caught from Wikipedia:

Atom Heart Mother is a good case, I think, for being thrown into the dustbin and never listened to by anyone ever again!… It was pretty kind of pompous, it wasn’t really about anything.

– Roger Waters — Rock Over London Radio Station, 15 March 1985, for broadcast 7 April/14 April 1985.

I think both [Atom Heart Mother and Ummagumma] are pretty horrible. Well, the live disc of Ummagumma might be all right, but even that isn’t recorded well.

– David Gilmour — Der Spiegel No. 23, 5 June 1995

I didn’t have anything, really, to do with the start of Atom Heart Mother, and when I asked them what it was about, they said they didn’t know themselves. It’s a conglomeration of pieces that weren’t related, or didn’t seem to be at the time. The picture isn’t related either; in fact, it was an attempt to do a picture that was unrelated, consciously unrelated.

– Storm Thorgerson — Guitar World, February 1998

[Atom Heart Mother] was a good idea but it was dreadful. I listened to that album recently: God, it’s shit, possibly our lowest point artistically. Atom Heart Mother sounds like we didn’t have any idea between us, but we became much more prolific after it.

– David Gilmour — Mojo Magazine, October 2001[10]

I think Atom Heart Mother was a good thing to have attempted, but I don’t really think the attempt comes off that well.

– David Gilmour — Rolling Stone, November 2001

I wouldn’t dream of performing anything that embarrassed me. If somebody said to me now: “Right…here’s a million pounds, go out and play ‘Atom Heart Mother'”, I’d say: “You must be fucking joking… I’m not playing that rubbish!”. ‘Cause then I really would be embarrassed.

– Roger Waters — interviewed by Richard Skinner on BBC Radio 1, originally broadcast: Saturday 9 June 1984

I like it.

— Richard Wright Saturday 9 June 1984

Digital Nation

Very thought-provoking documentary about the implications of “technology” (read: web) in mass culture, communication, wars (maybe the C-130 mission in Modern War was closer to reality than comfort), “multitasking”… The mere fact that you will probably not watch this because it’s too long and people suggested another couple of movies for you to watch today already is pretty much the point.What’s the last time you switched off your PC? That you really focused on reading, or doing something else without having the urge to mess around? That you went out without your smart-phone? How long can you go without Internet? Come join me in sad realisations…

The official site

Skyward Sword and Zelda hype

A triumph. 10/10 (early EDGE Magazine review)

 

As if that wasn’t enough (it really is):

I might just love Skyward Sword because it’s the first Zelda with a fully orchestrated OST! The main theme is already etched in my head (maybe because it’s Zelda’s Lullaby in reverse? That alone brings me goose-bumps!)

What a time to love this music! It wasn’t but a few days ago people in LA and London enjoyed the Legend of Zelda 25th Anniversary Symphony Concerts… I’d post a few videos that have popped up on the ‘tube but they’re sure to be pulled down by Nintendo.

I don’t mind though because I have eyes firmly set on this.

I will only get to play it a whole month after it comes out. Maybe for the better: I wouldn’t want to spend my last month in Denmark playing Zelda… would I? If I don’t, I’m going to spend all Christmas avoiding friends that persistently will want to see me after 5 months.

Maybe, in the Information & Media Studies library, where they said they’d put some consoles for people to… do research… maybe there I can…*barely audible, almost insane laughter*

But no, no, I must not make these thoughts now, I have to finish A Link to the Past on ZSNES. I must be a good Zelda fan. Yes, that’s what I’m going to do.

Until November 18th, feast your eyes on this:

September’s GamesMaster had a 1,5m poster of this as a freebie. Did I buy the issue just for the poster when I found it in a Presbyrån in Stockholm? Did I? *another very scary bout of silent laughter*

 

«Τι Άλλο Πρέπει Να Κάνουν;…»

Εγώ ήμουν η αυγοβόλος

Πω πω! Ένα αυγό στον καναπέ μου! [κείμενο γραμμένο με αφορμή την αυγοβολή — το τέλειο σχόλιο]

[…]

Η 33χρονη φοιτήτρια

Αυτό το είπε ο κ. Δήμαρχος και ήθελε να τονίσει βέβαια και από την δικιά του μεριά ότι η συγκεκριμένη διαμαρτυρόμενη κοπέλα για την πολιτική τής κυβέρνησης είναι μια αιώνια φοιτήτρια (θεωρώντας κι αυτός ότι είναι άνευ σημασίας να ρωτήσει πότε άρχισε τις σπουδές της και σε ποιο στάδιο βρίσκεται), ότι είναι με λίγα λόγια ένα κοινωνικό παράσιτο όπως και όλοι(-ες) που αποδοκιμάζουν την κυβερνητική πολιτική. Αν ρωτάτε πάλι για πόσο ηλίθιους μας περνάνε, η απάντηση είναι γνωστή: δεν τους ενδιαφέρει πια αν τους πιστεύουμε.

Αντιπαρέρχομαι το γεγονός ότι και έτσι να ήταν εγώ δεν ξέρω τι λόγο έχουν πια οι φοιτητές(-ριες) να βιάζονται να τελειώσουν. Για να μεγαλώνουν τις ουρές στον ΟΑΕΔ; Αφού για τη συγκεκριμένη κοπέλα ξεκαθαρίστηκε πάντως ότι δεν είναι φοιτήτρια, σφραγίδα της ηλικίας που της έβαλε ο κ.Δήμαρχος της έμεινε κι ας υπήρξαν πλήθος οι διαμαρτυρίες για τις δηλώσεις του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν η Μαρίνα. Μετά έγινε η 33χρονη. 33χρονη την ανεβάζουν, 33χρονη την κατεβάζουν όχι μόνο τα ΜΜΕ αλλά και πολύς κόσμος πού δεν συνειδητοποιεί ότι μιλάει έτσι τη γλώσσα της εξουσίας που του έχει επιβληθεί από τα πάνω.

Αν και την χρησιμοποίησε, αυτή δεν είναι μια νοοτροπία που την επινόησε ο κ. Δήμαρχος.΄Ολο τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε με κατάπληξη εμείς της πλέμπας αυτή τη μανιακή εμμονή στις ηλικίες να έχει εξελιχτεί σε πραγματικό παραλήρημα.΄Ολοι οι άνθρωποι κατατάσσονται σε μια ηλικιακή κατηγορία σα να μην έχουν όνομα και σα να μην έχουν τίποτα άλλο που να τους καθορίζει. Κάποιους τους εξυπηρετεί βέβαια αυτό. Αντί να τους ονομάζουν: ο δολοφόνος, ο βιαστής, ο καταχραστής κλπ τους βολεύει σίγουρα να αποκαλούνται: ο 45χρονος.

Συχνά, πολύ συχνά, η αναφορά ενός ατόμου με την ηλικιακή του κατηγορία συνοδεύεται με απαξιωτικούς υπαινιγμούς όσο η ηλικία απομακρύνεται από τα 20 χρόνια, για να καταλήξει σε καθαρό ρατσισμό για τις μεγάλες ηλικίες, έναν ρατσισμό που δεν εντοπίζουν και δεν ασχολούνται μ’ αυτόν στις αντιρατσιστικές ομάδες γιατί δεν είναι προνόμιο κάποιας ακροδεξιάς οργάνωσης, αλλά διαπερνά όλον τον ιστό της κοινωνίας μαζί με άλλες ανάλογες ιδέες που για τον ίδιο λόγο δεν εντοπίζονται σαν ρατσιστικές. Και είναι μια νοοτροπία πολύ δύσκολο να καταπολεμηθεί γιατί εκπορεύεται από πανίσχυρους κύκλους που ελέγχουν και τα ΜΜΕ τα οποία φανατικά τις διαδίδουν.

Βέβαια αυτή η κατάταξη και προσφώνηση των ατόμων πού έχουν χάσει το όνομά τους σύμφωνα με την ηλικιακή τους κατηγορία, δηλώνει ταυτόχρονα ότι το συγκεκριμένο άτομο είναι ένα άτομο της μάζας, της πλέμπας, έξω από εξουσιαστικούς κύκλους και επομένως οποιαδήποτε άλλα χαρακτηριστικά ή επιτεύγματά του από τα καλύτερα ως τα χειρότερα, είναι “άνευ σημασίας”. Σ’ αυτά τα πλαίσια, η Μαρίνα μπορεί να ορίζεται σαν 33χρονη, ο κ.Όθωνας όμως και ο κ. Δήμαρχος συνεχίζουν να αναφέρονται με το όνομα ή με το αξίωμά τους. Και σε τίποτα δεν θα άλλαζε την ουσία αυτού του φαινομένου αν βγουν κάποια στιγμή, όπως συμβαίνει πολλές φορές με άτομα της δικιάς τους κατηγορίας, στα καλά καθούμενα και χωρίς κανείς να τους έχει ρωτήσει ή να ενδιαφέρεται να μάθει και πουν: είμαι τόσο χρονών για να δηλώσουν ότι ασπάζονται αυτήν την περίεργη νοοτροπία. Το ξέρουν καλά ότι εκείνοι ανήκουν στην ελίτ η οποία έχει διατηρήσει το δικαίωμα για τα μέλη της να έχουν όνομα, ενώ η Μαρίνα για τα ΜΜΕ θα μείνει σαν 33χρονη, μαζί με όλους(-ες) εμάς τους άνευ σημασίας, που μας έχουν μπαγλαρώσει στα συρτάρια πού έφτιαξαν για την περίπτωσή μας.

[…]

[πηγή: ΠΡΕΖΑ-ΤV]

τα της δίκης

[…]

Στην αρχή της διαδικασίας αναγνώστηκε φαξ από τον κ. Όθωνα που δικαιολογούσε λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων την απουσία του και λόγω της μεγάλης απόστασης της κατοικίας του από το χώρο της δίκης και ζητούσε την κανονική συνέχιση της διαδικασίας και τη δίωξή μου. Πέσαμε από τα σύννεφα. Τόσο για τη διάψευση της φήμης περί ανάκλησης της μήνυσης από έγκυρη πηγή που επεδίωκε προφανώς να μας βρει απροετοίμαστους, όσο και για τη θρασύτητα του κ. Όθωνα να μην κάνει καν τον κόπο να παρουσιάσει ισχυρά τεκμήρια για το ανέφικτο της παρουσίας του, όπως οφείλει να κάνει οποιοσδήποτε πολίτης.

[…]