Category: Ecology
Το συντριβάνι σοκολάτας
Κάποτε ήταν ένα πάρτυ. Σε αυτό το πάρτυ ήταν Καλεσμένοι όλοι οι άνθρωποι τού κόσμου. Καλεσμένοι από ποιον και γιατί, δεν το ήξεραν: ήξεραν μόνο ότι η ζωή τους ήταν αυτό το πάρτυ. Δεν είχαν δει πότε τίποτα άλλο στη ζωή τους παρα μόνο αυτό, όλοι είχαν μεγαλώσει και πεθάνει εκεί. Μόνο κάποιοι πολύ λίγοι είχαν βαρεθεί και είχαν περάσει την πόρτα και είχαν εξαφανιστεί για πάντα. Κανείς όμως δεν τους είχε δώσει περισσότερη σημασία, και αν είχαν λείψει σε κανέναν, σύντομα ξεχνιόταν οτιδήποτε τους θύμιζε.
Βλέπετε, αυτό το τόσο καταπληκτικό σε αυτό το πάρτυ ήταν ένα πανύψηλο συντριβάνι σοκολάτας στο βάθος της τεράστιας αίθουσας στην οποία λάμβανε χώρα. Η σοκολάτα, ζεστή και πιχτή, όχι υπερβολικά γλυκιά αλλά ούτε και πικρή, ανάβλυζε αιώνια από την κορυφή ως τη πισίνα κάτω χαμηλά. Ήταν πραγματικά τόσο λαχταριστή που μόλις τη γευόσουν τίποτα άλλο δεν είχε σημασία, ακόμα και οι συνάνθρωποι που σε άφησαν πίσω. Σε αυτή τη σοκολάτα οι άνθρωποι βουτούσαν λαχταριστά μπισκότα, φράουλες, μήλα, μπανάνες, μερικοί πιο ιδιαίτεροι βούταγαν ακόμα και μπέικον. Όλα αυτά τα βρίσκανε στην κουζίνα του χώρου που γινόταν το πάρτυ. Ποτέ κανείς δεν είχε δει ούτε μηλιά, ούτε μπανανιά, ούτε και γουρούνι. Όμως όλα βρίσκονταν εκεί, στα ντουλάπια της κουζίνας. Δεν χρειαζόταν παρα να κλείσεις το ντουλάπι και να το ξανανοίξεις και ωπ! ήταν γεμάτο με φρεσκαδούρα, έτοιμη να βουτηχτεί για άλλη μια φορά στη σοκολάτα.
Το συντριβάνι αυτό πάντως είχε μια ιδιαιτερότητα, κάτι το οποίο πήρε πολλά χρόνια να ανακαλυφθεί. Συνδεόταν υπογείως με την τουαλέτα του πάρτυ: πρακτικά, ό,τι καταναλωνόταν από τη σοκολάτα συμπληρωνόταν από τα σκατά των Καλεσμένων. Ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό κανενός –ή αν είχε πέρασει, θα ήταν από το μυαλό αυτών των παράξενων που είχαν φύγει– από πού εμφανιζόταν τέλος πάντων αυτή η σοκολάτα και δεν είχε τελειώσει αιώνες πριν. Μια μέρα ένας Καλεσμένος που είχε αλεργία στα σποράκια από τις φράουλες δεν τις χώνεψε και αντίθετα τις έχεσε μαζί με τα υπόλοιπα. Λίγο μετά από τύχη τις πρόσεξε να επιπλέουν μέσα στην πισίνα. Έκανε τη σύνδεση και με δυσπιστία το είπε στους άλλους. Οι άλλοι, αν και στην αρχή σιχάθηκαν την ιδέα, η γεύση της σοκολάτας, πλούσια αλλά και λεπτή, ζεστή αλλά όχι αραιή, ήταν τόσο μεθυστική που τους έκανε να συγχωρήσουν τα πάντα. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι αυτή η αμβροσία ήταν κάποτε σκατά. Στο κάτω-κάτω, δεν είχε σημασία όσο είχαν σοκολάτα.
Τα χρόνια κυλούσαν και οι άνθρωποι συνέχιζαν να απολαμβάνουν το συντριβάνι και τα καλά που τους προσέφερε χωρίς μυαλό για οτιδήποτε άλλο. Ως που κάποτε όλα άλλαξαν.
Ένας περίεργος Καλεσμένος, κάτι πραγματικά σπάνιο στην κοινωνία του πάρτυ, ήθελε να μάθει πώς λειτουργούσε το συντριβάνι, πώς μετέτρεπε τα σκατά σε σοκολάτα. Πλατσούρισε στην τεράστια σοκολατοπισίνα και έφτασε μέχρι τη βάση του συντριβανιού, όπου εκεί βρήκε έναν διακόπτη που κανείς άλλος δεν είχε προσέξει ποτέ. Toν γύρισε και άνοιξε μια καταπακτή μπροστά από το συντριβάνι. Όλο το πάρτυ μπήκε μέσα στον χώρο που άνοιξε από την καταπακτή και βρήκε μια αποθήκη πολλές φορές το μέγεθος του κτιρίου στο οποίο στεγαζόταν το πάρτυ και το συντριβάνι. Για την ακρίβεια, ήταν ένα υπόγειο το οποίο θα μπορούσε να χωρέσει μερικές δεκάδες πολυκατοικίες, αλλά ο χώρος στη μέση ήταν κενός. Αντίθετα, κατα μήκος των τοίχων του υπογείου σε πολλούς ορόφους με ελικοειδής σκάλες που διασταυρώνονταν μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα πολύπλοκο δίκτυ, ήταν τοποθετημένες σοκολάτες. Χιλιάδες σοκολάτες. Εκατομμύρια. Κουβερτούρες, γάλακτος, βαλρόνα, με κομματάκια φρούτων, υγείας, αρρώστιας («είναι άρρωστη φίλε!»), με 99% κακάο, λευκές, μαύρες, κόκκινες, πορτοκαλί, φούξια, με δημητριακά, σκέτες, μικρές, μεσαίες, μεγάλες, πελώριες — ορισμένες είχαν μέγεθος αυτοκινήτου τουλάχιστον– και πολλά άλλα είδη τα οποία το λεξιλόγιο μας δεν επαρκεί για να περιγράψει, καθώς δημιουργήθηκαν σε παράλληλα σύμπαντα με το δικό μας.
Οι Καλεσμένοι του πάρτυ δεν κατάλαβαν αμέσως, βέβαια, πως ήταν σοκολάτα αυτό που μόλις είχαν βρει στο υπόγειο αφού μόνο σε υγρή μορφή την είχαν δει στη ζωή τους. Δεν τους πήρε όμως και πολύ για να συνειδητοποιήσουν τι ήταν ο θησαυρός που είχαν βρει. Μέχρι εκείνη τη στιγμή το συντριβάνι σοκολάτας ήταν αυτό που τους κράταγε στο πάρτυ· γιατί να πάνε οπουδήποτε αλλού; Όμως είχαν ανακαλύψει πως η σοκολάτα ήταν δυνατό να υπάρχει και σε στέρεη, φορητή και εργονομική μορφή — εκτός φυσικά από τα πελώρια κομμάτια σε μέγεθος αυτοκινήτου, τα οποία πρακτικά άρχισαν να τα εξορύχουν.
Ήταν το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υπήρχε υπερπλεόνασμα σοκολάτας και μάλιστα σε χιλιάδες διαφορετικές γεύσεις, αρκετές για να μην βαρεθεί ποτέ και ο μεγαλύτερος σοκολατοφάν. Τα ζώα που ζούσαν στην περιοχή γύρω από το κτίριο του πάρτυ μυρίστηκαν την κατάσταση· γρήγορα αρκούδες και λύκοι έγιναν όσο λιχούδηδες όσο και οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι δεν άργησαν να τα κάνουν οικόσιτα, χρησιμοποιόντας τις αρκούδες όπως θα χρησιμοποιούσαμε άλογα εμείς και τους λύκους για δοκιμαστές: από την υπερβολική σοκολάτα είχαν όλοι τυφλωθεί, δημιουργώντας σε συνάρτηση με την ήδη οξυμένη αίσθηση της γεύσης και όσφρησης τους ένα είδος τέλεια προσαρμοσμένο για να γεύεται σοκολάτα. Γενιά με τη γενιά, τα μάτια των λύκων μίκραιναν, οι μουσούδες και οι μύτες μεγάλωναν. Η συνέχεια της εξέλιξης του είδους ήταν αρκετά φρικιαστική ώστε να μην πρέπει ειδικότερης αναφοράς εδώ. Σε κάθε περίπτωση, το νέο είδος τυφλών λύκων έγινε ανάρπαστο καθώς νέες συνταγές σοκολάτας, νέα μείγματα και ποικιλίες έκαναν την εμφάνιση τους σχεδόν αμέσως, και η σοκολατική γευσιγνωσία εξελίχθηκε στη μόνη δραστηριότητα των Καλεσμένων την οποία εμείς οι άνθρωποι αυτού του κόσμου θα αναγνωρίζαμε ως τέχνη. Οι αρκούδες αντίστοιχα ήταν πολύ εύκολο να εξημερωθούν. Καβάλα στη πλάτη τους και μόνο, οι Καλεσμένοι κατάφεραν να ανακαλύψουν περιοχές γύρω από το πάρτυ και να βρουν πολύτιμα υλικά για να κατασκευάσουν πιο εξελιγμένες κατσαρόλες, μεθόδους για πιο αποτελεσματική εξόρυξη της σοκολάτας. Μάλιστα, ανακάλυψαν και άλλου είδους ασχολίες για το πάρτυ — οι αρκουδομαχίες έδιναν κι έπερναν (οι οποίες ήταν ακίνδυνες καθώς οι αρκούδες έχαναν όλα τους τα δόντια από την τερηδόνα), όπως τα τραγούδια μελοποιημένων καθημερινών ιστοριών με επίκεντρο… ναι, τη σοκολάτα.
Το πιο εντυπωσιακό πάντως ήταν πώς τα τόσο μεγάλα αποθέματα σοκολάτας προκάλεσαν μια θεαματική άνοδο του πληθυσμού των Καλεσμένων. Χωρίς να περιορίζονται πλέον από ένα κλειστό σύστημα περιορισμένης παροχής σοκολάτας και μπορώντας να φάνε αλλά και να ταΐσουν πρακτικά αμέτρητους, οι γεννήσεις δεκαπλασιάστηκαν. Σε λίγα μόνο χρόνια, δεν υπήρχε αρκετός χώρος για όλους, αλλά κανείς δεν ήξερε να χτίζει, ούτε ήξερε τι σημαίνει σπίτι, οπότε αναγκαστικά στριμώχνονταν στο κτίριο. Ανάλογο στριμωξίδι έπεφτε βέβαια στην τουαλέτα, όπου δεν υπήρχε στιγμή που να μην ήταν γεμάτη.
Για την ακρίβεια, τα σκατά έγιναν πολύ μεγάλο πρόβλημα πολύ γρήγορα. Όχι μόνο οι Καλεσμένοι είχαν να διαχειριστούν τις πολλαπλάσιες ποσότητες από φρέσκα σκατά όλων των ανθρώπων που δεν ζούσαν πριν μερικά χρόνια, έπρεπε να κάνουν κάτι και με τα σκατά των αρκούδων και των λύκων, οι οποίοι έχεζαν αδιακρίτως, όντας πλάσματα χωρίς τρόπους και πολιτισμό. Οι τουαλέτες δούλευαν σε υπερωρία· μάλιστα είχαν φτιάξει και οι Καλεσμένοι κάποιες αυτοσχέδιες τουαλέτες στον χώρο του πάρτυ με παραβάν για να μπορούν να χέζουν μακριά από τους υπόλοιπους όσοι δεν μπορούσαν να κρατηθούν και έπρεπε οπωσδήποτε να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα. Αυτά τα αυτοσχέδια αποχωρητήρια αρχικά αδειάζονταν στην τουαλέτα όταν όλοι κοιμούνταν και κανείς δεν τη χρησιμοποιούσε, όμως από ένα σημείο και μετά άρχισαν να πετάγονται στο συντριβάνι μαζί και με τα μαζεμένα σκατά των λύκων και των αρκούδων. Το συντριβάνι θα τα έκανε σοκολάτα άλλωστε, αργά ή γρήγορα. Ήταν ο κύκλος της ζωής.
Η αλήθεια ήταν ότι οι Καλεσμένοι είχαν ξεχάσει το συντριβάνι. Από τότε που ανακάλυψαν την αποθήκη, το άφηναν όλο και περισσότερο στη μοίρα του. Έχυναν τα σκατά μέσα του απλά για να τα ξεφορτωθούν και μόλις και μετα βίας τώρα άγγιζαν τη σοκολάτα, αφού δεν ήξεραν τι άλλο θα είχε ανακατεμένο μέσα. Μάλλον, ήξεραν πολύ καλά. Εκτός από την καθαρά συμβολική πια παραδοσιακή τελετή στην οποία όσοι μπορούσαν να σκαρφαλώσουν τα 10 μέτρα του συντριβανιού, να λουστούν και να πιουν από την κορυφή του (όπως θα έπινε κανείς νερό και θα λουζόταν από ένα λάστιχο), θεωρούνταν πια ενήλικοι, το συντριβάνι δεν είχε σημασία πια στη ζωή των Καλεσμένων. Παρ’ όλ’ αυτά συνέχιζε κάθε μέρα να αναβλύζει σοκολάτα ακούραστα.
Τα χρόνια πέρναγαν. Τα αποθέματα υπόγειας σοκολάτας δεν εξαντλούνταν, αλλά οι Καλεσμένοι έπρεπε να πήγαινουν όλο και πιο βαθιά για να βρίσκουν καλά κομμάτια. Μερικοί ήδη μπορούσαν να δουν ότι κάποια στιγμή τα αποθέματα θα τέλειωναν αλλά οι προειδοποίησεις τους δεν άγγιζαν τους ύπολοιπους: «εγώ βλέπω πολύ σοκολάτα εκεί κάτω φίλε! Αφού δεν θα τελειώσει για εμάς και για τα παιδιά μας, τι σε νοιάζει;» Οι σκεπτικοί σήκωναν τους ώμους και μπουκώνονταν ένα κομμάτι από τη μπάρα με γέμιση ρούμι τους. Ίσως και να είχαν δίκιο οι άλλοι.
Και τα χρόνια πέρναγαν…
—
Η Τραγανή πάντα ονειρευόταν αυτή τη στιγμή. Από όταν ήταν μικρό κορίτσι της έλεγαν οι μεγάλοι ότι μόνο όταν θα μπορούσε να πιει σοκολάτα από την κορυφή του συντριβανιού θα μπορούσε να έχει τις δικές της, τις ολοδικές της συνταγές και φυσικά τον δικό της λύκο. Θα μπορούσε να πάει μαζί με τους άντρες και τις αρκούδες για να ανακαλύψει καινούργια σοκολάτα — λέγανε ότι είχε βρεθεί ένα άλλο πάρτυ με ένα άλλο υπόγειο πέρα από τη λίμνη (γεμάτη με αυτό το περίεργο νερό που δεν είχε καν γεύση!), αλλά κανείς δεν ήξερε στα σίγουρα γιατί κανείς ποτέ δεν είχε γυρίσει πίσω. Οι πιο υπερβολικοί και αυτοί που αγαπούσαν τις ιστορίες έλεγαν ότι το άλλο παρτυ το είχαν οργανώσει και ξεκινήσει αυτοί οι οποίοι είχαν φύγει πριν πολλά χρόνια, τότε ακόμα που οι παππούδες έπιναν από το συντριβάνι. Αναρωτιόταν πάντα λοιπόν η Τραγανή, πως ήταν δυνατόν κανείς να ξέρει ότι υπήρχε το άλλο πάρτυ αφού δεν γύριζε κανείς; Καλύτερα: γιατί δεν γύριζε κανείς; Μήπως το άλλο πάρτυ είχε πιο νόστιμη σοκολάτα; Μήπως είχαν βρει άλλες γεύσεις εκεί, λύκους με καλύτερη μύτη; Μήπως επειδή δεν θα είχε τόσο κόσμο εκεί οι τουαλέτες θα λειτουργούσαν οργανωμένα και καθαρά; Άλλες φορές την έπιαναν οι φόβοι της: μήπως η λίμνη ήταν στοιχειωμένη; Αλήθεια, δεν θα της φαινόταν καθόλου περίεργο, όσο ανατριχιαστικό κι αν ήταν, αν αυτή η εξήγηση ήταν η αλήθεια· εκείνη, μια φορά, ποτέ δεν είχε εμπιστευτεί αυτό το «νερό».
‘Ολες αυτές οι σκέψεις την είχαν κάνει να σκαρφαλώσει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και τώρα βρισκόταν στην κορυφή. Είχε βοηθήσει και το λικέρ σοκολάτας το οποίο είχε πιει λίγο πριν τολμήσει να ανέβει· κανείς δεν περίμενε ότι θα κατάφερνε αφού ήταν με διαφορά η μικρότερη που είχε δοκιμάσει ποτέ να σκαρφαλώσει. Η στιγμή όμως είχε φτάσει. Ήταν έτοιμη να βάλει το στόμα της πάνω από την κορυφή για να πιει κι επιτέλους να μπορέσει να ικανοποιήσει τα όνειρα της, κουρασμένη αλλά δικαιωμένη, ένα με τον κόσμο. Τρέμετε, άλλα πάρτυ, γιατί σας έρχομαι!
Άρχισε να πίνει σοκολάτα. Η οικογένεια και οι φίλοι της, οι οποίοι την έβλεπαν από μακριά, άρχισαν να χειροκροτούν και να φωνάζουν το όνομα της ρυθμικά. Τσιρίδες, χαμός, κακό. Ξαφνικά, άρχισε να νιώθει την σοκολάτα λιγότερο λεπτή, πολύ πιο παχύρρευστη, να την μπουκώνει. Της γρατζούναγε τον λαιμό και την έπνιγε. Δεν μπορούσε να καταπιεί αρκετά γρήγορα. Πίνοντας δεν είχε πάρει ανάσα και έτσι δεν μπορούσε να γευτεί τίποτα. Κατάπιε και πήρε ανάσα απ’τη μύτη. Αυτό που γεύτηκε δεν ήταν σοκολάτα. Όλη της τη ζωή είχε δοκιμάσει χιλιάδες διαφορετικά είδη σοκολάτας αλλά αυτό… Όχι, δεν μπορεί να ήταν… Πανικοβλήθηκε. Έχασε την ισορροπία της αφού πάλεψε στην κορυφή για 2-3 δευτερόλεπτα και έπεσε τα δέκα μέτρα του συντριβανιού στην πισίνα, λερώνοντας όλους όσους παρακολουθούσαν. Αφού ξεπέρασε το σοκ της πτώσης άρχισε να κάνει εμετό μέσα στην πισίνα, ταυτόχρονα κλαίγοντας.
Όλοι είχαν σωπάσει. Είχαν κατάλαβαν από το πρώτο δευτερόλεπτο τι είχε συμβεί.
Οι πρώτης κινήσεις ήταν σπασμωδικές και τρομοκρατημένες. Πολλοί έφυγαν τρέχοντας από το πάρτυ σε κατάσταση σοκ. Κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν σε όσους ήταν στις τουαλέτες και τους απαγόρευαν να πάνε, απειλώντας τους. Άλλοι μάζεψαν το κουράγιο τους και βούτηξαν στην πισίνα, φτάνωντας μέχρι το συντριβάνι για να δουν αν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε πάει στράβα. Οι περισσότεροι όμως πήγαν μέχρι το υπόγειο και μάζεψαν όσες περισσότερες σοκολάτες μπορούσαν να κρατήσουν. Για λίγο, όλοι κοίταζαν τον εαυτό τους και τις δικές τους προοπτικές· το συντριβάνι, όσο παραμελημένο κι αν ήταν, δεν σταματούσε να είναι ένα σύμβολο, και όταν το συντριβάνι σοκολάτας αντί για σοκολάτα ξέρναγε σκατά, τα πράγματα σίγουρα ήταν το λιγότερο πολύ σοβαρά.
Εκείνη τη βραδιά δεν είχε τραγούδια και αρκουδομαχίες· είχε όμως πολύ λικέρ σοκολάτας, που εκείνον τον καιρό πινόταν πολύ. Συζητήθηκε το περιστατικό της ημέρας όμως οι λύσεις, παρα την κρισιμότητα της κατάστασης και την ανησυχία των Καλεσμένων, δεν ήταν τόσο αποφασιστικες, αφού υπήρχαν διαφωνίες:
«Δεν υπάρχει καμία απόδειξη που να συνδέει τη δυσλειτουργία του συντριβανιού με τα επιπλέον σκατά. Θα μπορούσε να είναι καθαρή σύμπτωση ή κάποια ανωμαλία του υπεδάφους!», έλεγαν αυτοί που ήταν υπεύθυνοι για την εξόρυξη και έτσι κράταγαν μεγαλύτερο μερίδιο. «Το περιστατικό είναι μεμονωμένο. Αν δεν είναι, θα χρειαστεί πολυετή μελέτη και παρατήρηση για να μπορούμε να διαπιστώσουμε αν όντως το συντριβάνι έχει πρόβλημα. Μόνο τότε θα είναι απαραίτητο να λάβουμε μέτρα», έλεγαν εκείνοι που είχαν τσιμπήσει τις περισσότερες σοκολάτες μες τον πανικό. «Πρέπει να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε τις τουαλέτες! Μπορούμε να χέζουμε και στο δάσος ή και στη λίμνη! — αλλά μετά το συντριβάνι δεν θα έχει σοκολάτα», έλεγαν οι αναποφάσιστοι καλοθελητές. «Πρέπει να ξεφορτωθούμε τους λύκους και τις αρκούδες», έλεγαν αυτοί που πίστευαν ότι τα σκατά των ζώων ήταν το μόνο πρόβλημα. «Αλλά πώς; Αγαπάμε τους λύκους και τις αρκούδες!», έλεγαν εκείνοι που είχαν πολλές αρκούδες και λύκους. «Μπορούμε να αναπληρώνουμε τη διαφορά σκατού-σοκολάτας με μέρος απ’όσα βγάζουμε από το υπόγειο», σκέφτονταν κάποιοι οι οποίοι προσπαθούσαν να δώσουν λύση αλλά με τελείως λάθος τρόπο.
Κανείς δεν τόλμησε να προτείνει, αν το είχε καν σκεφτεί, να σταμάταγαν να εξορύχουν σοκολάτα από το υπόγειο για να επιστρέψει το συντριβάνι σε αυτό που ήταν κάποτε. Αυτό θα σήμαινε ότι πολλοί θα έπρεπε να πεινάσουν, να φύγουν, να πεθάνουν ή τέλος πάντων, μαζί με τη σοκολάτα να φάνε και σκατά. Ποιος θα μπορούσε ποτέ να τολμήσει να προτείνει κάτι τέτοιο;
Οι συζητήσεις τράβηξαν μέχρι το πρωί, αλλά νόημα δεν βγήκε. Η απόφαση μετατέθηκε.
Ξανά και ξανά.
Από ένα σημείο και μετά μερικοί άρχισαν να λένε πως το συντριβάνι δεν ανάβλυζε μόνο σκατά αλλά και σοκολάτα. Δεν ήταν δυνατόν να βγαίνουν μόνο σκατά. Ούτως ή άλλως, δεν μπορούσε κανείς να ξέρει αφού άλλωστε είχαν το ίδιο χρώμα. Οι συνειδήσεις καθησυχάστηκαν. Οι πιο συντηρητικές προτάσεις ήταν αυτές που ακολουθήθηκαν χωρίς κανείς να το αποφασίσει συνειδητά. Μέρα με τη μέρα το αρχικό σοκ πέρασε (βοήθησαν παρα πολύ και τα φρεσκοανεβασμένα σοκολατένια τούβλα γεμάτα κρέμα σαμπάνιας και παντεσπάνι) αφού οι Καλεσμένοι είδαν ότι δεν έχασαν πολλά πράγματα χάνοντας το συντριβάνι. Ο πληθυσμός του πάρτυ συνέχιζε να αυξάνεται, οι Καλεσμένοι δεν είχαν φτιάξει άλλες τουαλέτες, οι εξορύξεις έφερναν ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια πάνω και κανείς δεν είχε αποχωριστεί τις αρκούδες ή τους λύκους του.
Αντίθετα, στο μεταξύ είχαν εξημερώσει και κοράκια, τα οποία είχαν γίνει το πρώτο είδος τρόφης εκτός της σοκολάτας και των βουτημάτων: τα αιχμαλώτιζαν και τα τάιζαν κομματάκια σοκολάτας, τρούφες, μπράουνις και νουαζέτες, αργά και βασανιστικά (η σοκολάτα είναι δηλητήριο για τα πουλιά) για μερικούς μήνες, μέχρι το μεγαλύτερο μέρος του κορακιού να είχε γεύση σοκολάτας, όπως θα μεγάλωνε κανείς ένα ισπανικό γουρούνι με βελανίδια, και τελικά αφού το πτηνό υπέκυπτε στις κακουχίες το ξεπουπούλιαζαν και το έψηναν σε βραστό κακάο και μετά το διατηρούσαν μέσα σε μεγάλα κομμάτια λιωμένη κουβερτούρα την οποία μετά πάγωναν στο κρύο (τα κοράκια ήταν χειμωνιάτικη σπεσιαλιτέ). Πήραν την ιδέα ότι τα ζώα θα μπορούσαν να αποτελέσουν τροφή παρακολουθώντας τη φύση. Όλοι είχαν ενθουσιαστεί με αυτόν τον καινούργιο διατροφικό συνδυασμό.
Δεν το πρόσεξαν αμέσως όταν μια μέρα επικράτησε μια εκκωφαντική σιωπή μέσα στον χώρο του πάρτυ, ενώ όλα κυλούσαν κατα τα φαινόμενα φυσιολογικά. Ήταν και ότι από τη μέρα που άρχισε να αναβλύζει σκατά το συντριβάνι, οι μύγες οι οποίες είχαν ριμάξει τα σαπισμένα και μουχλιασμένα αλλά διαρκώς αναπληρούμενα μπισκότα και φρούτα της κουζίνας είχαν μετατεθεί και στον κεντρικό χώρο, κάνοντας έναν ήχο θαρρείς και ζούσες στο μεγαλύτερο μελίσσι του κόσμου. Οι Καλεσμένοι ήταν ζωντανή απόδειξη, αν μη τι άλλο, ότι τα πάντα μπορούσε να συνηθίσει κανείς (εκτός από τη σοκολάτα!)Έπρεπε να πέσει η ξέφρενη βαβούρα, το αποτέλεσμα της καθημερινής υπερβολικής πια κατανάλωσης λικέρ σοκολάτας, για να προσέξουν κάτω από το βουητό των σμηνών από σκατόμυγες ότι ένας ήχος έλειπε. Το συντριβάνι δεν λειτουργούσε πια. Είχε σταματήσει. Οι αντιδράσεις και πάλι ανήσυχες αλλά όχι όσο πανικοβλημένες όσο την πρώτη φορά, «τη σκαπουλάραμε την προηγούμενη φορά, θα τα καταφέρουμε κι αυτή». Όλα ήταν μέρος της κανονικότητας όσο υπήρχε φρέσκια πραλίνα με κομματάκια αλμυρού μπισκότου.
Δεν είχαν περάσει λίγες μέρες που το συντριβάνι γέμιζε σκατά χωρίς να επιστρέφει τίποτα, όταν όλα κατέρρευσαν. Ο εσωτερικός μηχανισμός του συντριβανιού που μετέτρεπε σκατά σε σοκολάτα, ένα πραγματικό μαύρο κουτί για τους Καλεσμένους, είχε μπουκώσει και απορρυθμιστεί για τα καλά. Η πίεση των υπερσυσωρρευμένων κοπράνων που δεν είχαν καμία δίεξοδο από τα υδραυλικά σοκολαταυλικά του ήταν υπερβολικά μεγάλη. Για κακή τύχη των Kαλεσμένων,τίποτα δεν ξεφεύγει από τους νόμους της φυσικής. Με έναν θόρυβο τόσο δυνατό που, όπως τη γεύση των σκατών, ποτέ δεν είχαν αισθανθεί οι Καλεσμένοι στον μικρό τους κόσμο, το συντριβάνι ανατινάχτηκε. Σκατά πιτσιλίστηκαν στο ταβάνι, στους τοίχους, σε όλους τους Καλεσμένους, βάφοντας τα πάντα ένα ζωηρό σκατουλί. Θραύσματα από το συντριβάνι σκότωσαν μερικούς. Ένας πίδακας σκατών υπήρχε τώρα εκεί που μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα ήταν αυτό που κάποτε ήταν κυριολεκτικά η ψυχή του πάρτυ.
Η πισίνα του συντριβανιού ξεχείλισε και άρχισε να πλημμυρίζει τον χώρο με σκατά. Αφού η καταπακτή ήταν ακριβώς μπροστά στη πισίνα, το υπόγειο ήταν το πρώτο που δέχτηκε το τσουνάμι υγρής αηδίας. Όσοι Καλεσμένοι έτρεξαν πρώτοι αυτή τη φορά στο υπόγειο για να πάρουν αποθέματα έπρεπε να κατέβουν πολύ χαμηλά για να φτάσουν στα τελευταία επίπεδα, έχοντας μάλιστα έναν καταρράκτη από κακά να κάνει ελεύθερη πτώση τα εκατοντάδες μέτρα βάθους του υπογείου για να τους μαγεύει γνωστές και άγνωστες αισθήσεις. Μόλις έφτασαν κάτω, βρήκαν πως ο χώρος είχε ήδη πλημμυρίσει με μια βαθιά πιχτή καφετιά λίμνη που είχε ήδη καλύψει τους τελευταίους εναπομείναντες θησαυρούς τους. Βλέποντας τη ζωή τους να χάνεται, κάποιοι στην απελπισία τους, περισσότεροι απ’όσους θα περιμέναμε στον δικό μας κόσμο που καμία σχέση δεν έχει με αυτές τις ιστορίες σκατίλας, βούτηξαν σε αυτό τον παχύρρευστο βάλτο. Εκείνο το υπόγειο ήταν ο υγρός (;) τους τάφος· σαν κινούμενη άμμος του τράβηξε μέχρι το βυθό όπου είχαν τις τελευταίες τους ευτυχισμένες στιγμές. Ευτυχισμένες, γιατί λένε πως λίγο πριν κανείς πεθάνει από πνιγμό, όταν δηλαδή τελικά δεν αντέξει και πάρει ανακλαστικά ανάσα, όταν εισπνεύσει για την τελευταία θανάσιμη φορά και το υγρό (σε αυτή την περίπτωση φυσικά το σκατό) εισχωρήσει στην αναπνευστική οδό και τη γεμίσει, όταν τελικά ο μελλοθάνατος αρχίσει να βυθίζεται σαν πέτρα μέχρι τον πάτο, νιώθει μια περίεργη γαλήνη, μια ηρεμία και αποδοχή της κατάστασης οι οποίες συχνά οδηγούν σε μεταθανάτιες εμπερίες. Ισως να ήταν ακόμα πιο ευτυχισμένες οι στιγμές των δεκάδων Καλεσμένων που πέθαναν έτσι, αν μπορούσαν να δουν μέσα από το αδιαφανές τους φέρετρο τις τάβλες λευκής σοκολάτας με κράνμπερις που τους περίμεναν στον πυθμένα.
Μέσα σε λίγα λεπτά ολόκληρο το δάπεδο του χώρου του πάρτυ ήταν καλυμμένο και ο πίδακας δεν σταμάταγε τη ροή του. Όπως-όπως οι άνθρωποι εγκατέλειψαν το πάρτυ και έτρεξαν μακριά, προς τη λίμνη. Ανοίγοντας την πόρτα, τα σκατά τους ακολούθυσαν και άρχισαν να πλημμυρίζουν και τον έξω χώρο. Οι αρκούδες κατάφεραν να σωθούν, όμως τα κοράκια στα κλουβιά τους δεν μπορούσαν να ξεφύγουν· ίσως αυτός ο θάνατος να ήταν τελικά καλύτερος από τον άλλο που θα τα περίμενε. Οι λύκοι, ζαλισμένοι από τον υπερερεθισμό της μοναδικής πλέον αίσθησης τους, πνίγηκαν κι αυτοί. Παράλληλα, οι Καλεσμένοι, τρέχοντας να ξεφύγουν σε κατάσταση ντελίριου, λερωμένοι από τα σκατά που εδώ που τα λέμε ήταν απαράλλακτα με την αιώνια κρούστα σοκολάτας που κάλυπτε το δέρμα τους, έφτασαν μέχρι τη λίμνη και βούτηξαν.
Παραδομένοι σε έναν συλλογικό πανικό ο οποιός μέσα στο νερό μεταμορφώθηκε σε γαλήνη, κανείς τους δεν θυμόταν αργότερα πόση ώρα είχαν μείνει μέσα στη λίμνη κάτω από τον απογευματινό ήλιο χωρίς να μιλάνε, αποσβολωμένοι. Ένιωθαν σαν να είχαν ξαναγεννηθεί αιφνίδια. Όλοι κοιτάζονταν λες και βλεπόντουσαν για πρώτη φορά, με καθαρά πρόσωπα, χωρίς λεκέδες από πασαλειμμένη σοκολάτα.
Η Τραγανή είχε ξαπλώσει και στέγνωνε στην όχθή. Αργά, επαναλαμβανόμενα και σχεδόν ηδονικά ένωνε και χώριζε τα δάχτυλα της με τον αντίχειρα της. Χαμογελούσε όπως ποτέ δεν είχε χαμογελάσει.
Τα δάχτυλα της για πρώτη φορά στη ζωή της δεν κόλλαγαν.
Review: Το Τάο είναι σιωπηλό
To Τάο είναι σιωπηλό by Raymond M. Smullyan
My rating: 5 of 5 stars
Πολλές φορές δεν είναι ένα βιβλίο αυτό καθ’αυτό, το τι γράφει δηλαδή, που σου μένει στο μυάλο, που το κάνει ιδιαίτερο για σένα. Το πώς έμαθες για την ύπαρξη του, με ποια άτομα το έχεις συνδέσει, ο τρόπος γραφής αντι του περιεχομένου, ακόμα και το αν συμπάθησες ή ακόμα και θαύμασες τον συγγραφέα, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην εντύπωση που θα σχηματίσεις για αυτό. Μπορεί ακόμα και να κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στο αν θα σου μείνει κατα κάποιον τρόπο, αν θα κουλουριαστεί σε κάποια φρέσκια νευρική σύναψη, ή αν θα το ξεχάσεις για πάντα λες και δεν το διάβασες ποτέ.
Έτσι και «Το Τάο είναι σιωπηλό». Το βρήκα στο αγαπημένο μου πλέον παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι, το μόνο που έχω βρει μέχρι σήμερα που να έχει βιβλία που να με ενδιαφέρουν – είναι αυτό στα αριστερά του James Joyce καθώς βγαίνεις. Λοιπόν, χαζεύοντας τα σκονισμένα ράφια γεμάτα με ως επι το πλείστον αδιάφορους τόμους, έπεσε το μάτι μου στο «Τάο». Είχα ήδη αγοράσει άλλα τρία βιβλία εκείνη τη μέρα οπότε το σκεφτόμουν για τα €4. Ξεφυλλίζοντας το, αυτό που μου τράβηξε στ’αλήθεια την προσοχή ήταν τα κεφάλαια για τους σκύλους και τη κηπουρική. Αυτά τα δύο είναι εξαιρετκά παραδείγματα για το να καταλάβει κανείς περι τείνος πρόκειται το Τάο και το Ζεν (τα οποία είναι μέχρι ενός σημείου εναλλάξιμοι όροι, αν κανείς αφαιρέσει το βουδιστικό στοιχείο του Ζεν), να νιώσει τι ουσιαστικά πρεσβεύουν αυτές οι συχνά παρεξηγημένες και μυστήριες φιλοσοφίες.
Το βιβλίο ήταν απολαυστικό. Υπογράμμιζα σελίδα παρα σελίδα με ρητά τα οποία γέμιζαν την κοιλιά μου με ζεστασιά και τέντωναν το χαμόγελο μου ώστε το χείλια μου να τείνουν να αγγίξουν τα τύμπανα μου. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Ας υποθέσουμε ότι με στριμώχνατε στο γραφείο μου και από απόσταση βολής μου λέγατε: “Σμάλλγιαν! Σταμάτα να αοριστολογείς! Πιστεύεις ή όχι ότι το Τάο υπάρχει;” Τι θα απαντούσα; Αυτό θα εξαρτιόταν απ’το κατα πόσο θα ήμουν σε μια περισσότερο Δυτική διάθεση (και υποταγμένος στην δυαδικότητα, ύπαρξης εναντίον μη ύπαρξης), τότε θα απαντούσα, “Ναι, το Τάο υπάρχει”. Αλλά αν υποθέσουμε ότι ήμουν σε μια πιο ανατολική διάθεση; Ε, λοιπόν, αν ρωτούσατε κάποιον Ζεν δάσκαλο κατα πόσο το Τάο υπάρχει, πιθανότατα θα σας έδινε ένα δυνατό χτύπημα με το ραβδί του. Εγώ, τώρα, που είμαι κάπως πιο πράος, κατα πάσα πιθανότητα απλά θα σας χαμογελούσα ίσως με έναν συγκαταβατικό τρόπο και θα σας πρόσφερα ένα φλυτζάνι τσάι.
—
Το να αποδώσεις σκοπό στο Τάο είναι κάπως μη Ταοϊστικό. Η εσωτερική αρχή του Τάο είναι μάλλον ο αυθορμητισμός παρα ο σκοπός. Αντίθετα από τον Ιουδαίο-Χριστιανικό Θεό, το Τάο δε δημιουργεί ούτε φτιάχνει πράγματα· μάλλον αναπτύσσεται ή εξατομικεύεται μέσα σε αυτά. Θα μπορούσαμε να πούμε, στο πνεύμα του Λαοτσέ:
Το Τάο δεν έχει σκοπό,
Και για αυτό το λόγο πληρεί
Κάθε σκοπό του αξιοθαύμαστα.[…]
Έχω επίσης πει ότι το βρίσκω υπερβολικά εχθρικό και καταστρεπτικό να ρωτά κάποιος κάποιον, ποιος είναι ο σκοπός του. Συγκεκριμένα σκέφτομαι την περίπτωση ενός αποτυχημένου μουσικού που είπε κάποτε σε έναν φιλόδοξο μουσικό, “Αληθινά, νομίζω ότι θα έπρεπε να αναρωτηθείς γιατί θέλεις να δίνεις συναυλίες”. Αυτό μου έκανε απαίσια εντύπωση! Για ποιο λόγο θα έπρεπε ο ανερχόμενος μουσικός να κάνει μια τόσο γελοία ερώτηση στον εαυτό του όσο αυτή; Δεν είναι αρκετό το ότι θέλει να δίνει συναυλίες; Ίσως θα έπρεπε κάποιος να πει στην Ιωάννα της Λωραίνης: “αληθινά πιστεύω, Ιωάννα, ότι θα έπρεπε να ρωτήσεις τον εαυτό σου, γιατί θέλεις να δώσεις όλες αυτές τις μάχες!”
—
Το Τάο ποτέ δεν διατάζει,
και για αυτό το λόγο,
εθελοντικά υπακούεται.Αντίθετα, μπορούμε να σχολιάσουμε ότι, ο Ιουδαιο-Χριστιανικός Θεός διατάζει, και γι’αυτό τον λόγο μερικές φορές δεν υπακούεται.
—
Υπάρχει και ένας άλλος λόγος για τη παρανόηση πολλών Ζεν περιστατικών που είναι πράγματι δικό μας λάθος: Υποθέτουμε ότι όταν ο Ζεν Δάσκαλος μιλά, πάντα εννοεί κάτι μ’αυτό που λέει. Και για να χειροτερέψουμε κι άλλο τα πράγματα, υποθέτουμε ότι, εννοεί κάτι βαθυστόχαστο και σημαντικό (και επομένως μας διαφεύγει κάτι βαθυστόχαστο και σημαντικό!) Ώστε ο Ζεν Δάσκαλος πάντα εννοεί κάτι, ε; Πείτε μου, όταν χτυπάτε ένα γκονγκ, και το γκονγκ αντιδρά με έναν ήχο, εννοεί πάντα κάτι το γκονγκ με την αντίδραση του; Αυτή η αναλογία θα ηχήσει στους περισσότερους αναγνώστες απαίσια, αλλά ευτυχώς δεν θα κάνει απαραίτητα το γκονγκ, να ηχήσει έτσι!
[…]
Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο ταιριαστό επίλογο, γι’αυτό το κεφάλαιο, από το να αναφέρω την ακόλουθη αρκετά γνωστή ιστορία: Κάποιος ρώτησε έναν Ζεν Δάσκαλο, “Ποια, είναι η έσχατη φύση της πραγματικότητας;” Ο Δάσκαλος απάντηση: “Ρώτησε τον στύλο εκεί πέρα”. Ο άνθρωπος αντέδρασε: “Δάσκαλε δεν καταλαβαίνω!” Ο Δάσκαλος είπε, “Ούτε και γω”.
—
ZEN ΜΑΘΗΤΗΣ: Λοιπόν Δάσκαλε, είναι αθάνατη η ψυχή ή όχι; Επιζούμε του σωματικού μας θανάτου ή εκμηδενιζόμαστε; Μετενσαρκώνομαστε πράγματι; Χωρίζεται η ψυχή σε επι μέρους κομμάτια τα οποία ανακυκλώνονται, ή είσερχόμαστε στο σώμα ενός βιολογικού οργανισμού σαν μια μονάδα; Και διατηρούμε ή όχι τη μνήμη μας; Ή το δόγμα της μετενσάρκωσης είναι εσφαλμένο; Ειναι μήπως η Χριστιανική έννοια της επιβίωσης ορθότερη; Και αν ναι, ανασταινόμαστε σωματικά, ή μήπως η ψυχή εισέρχεται σε μια καθαρά πλατωνική σφαίρα ύπαρξης;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Το πρωινό σου κοντεύει να κρυώσει.—
Ένα γέρικο πεύκο διδάσκει τη σοφία.
Ένα άγριο πουλί φωνάζει την αλήθεια.
Μετά από τον καταιγισμό σοφίας αρκετής για να χωρέσει σε πέντε ζωές και κάτι, πρέπει να παραδεχτώ πως καποια κομμάτια του βιβλίου ήταν λίγο βαρετά, ιδιαίτερα αυτά τα οποία είχαν και καλά διαλόγους μεταξύ δυτικών ορθολογιστών και ανατολικών μυστικιστών – διάλογοι οι οποίοι βέβαια θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι αυθεντικά εσωτερικοί, αφού ο Smullyan είναι σημαντικός θεωρητικός μαθηματικών και λογικής, με έμφαση στο παράδοξο και στην αυτοαναφορικότητα. Μάλιστα, επέκτεινε τα θεωρήματα μη-πληρότητας του Gödel — τι περίεργο που του αρέσει και ο υπέρτατα παράδοξος ταοϊσμός؟
Α, τώρα που το θυμήθηκα: χτες είδα μια πολύ ωραία ισπανική ταινία με θέμα τον δυσκολότερο γρίφο λογικής (ναι, ΚΑΙ αυτός είναι βασισμένος σε κάτι που σκαρφίστηκε ο μπαρμπα-Smullyan) και τις προσπάθειες τεσσάρων κορυφαίων μαθηματικών μυαλών κλεισμένων σε ένα δωμάτιο να τον λύσουν. Αν μυριστήκατε εσάνς θρίλερ, οσμιστήκατε σωστά. La habitación de Fermat, το όνομα της. Αν σας αρέσουν τα παιχνίδια λογικής νομίζω θα σας αρέσει και η ταινία.
Ας γυρίσουμε από άλλον έναν συνειρμικό εκτροχιασμό. Με όλα αυτά, δεν μπορούμε παρα να του το συγχωρέσουμε του κυρ Raymond ότι κάποια κομμάτια του βιβλίου είναι βαρετά· πιο πάνω γράφω ότι η γνώμη μας για ένα βιβλίο μπορεί να μπουσταριστεί από στοιχεία «άσχετα» με το περιεχόμενο. Λοιπόν, διαβάστε τι άλλο είναι ο Raymond M. Smullyan: πιανίστας (στα νεανικά του χρόνια ήταν καθηγητής μουσικής!), ταχυδακτυλουργός, συγγραφέας βιβλιών με αινίγματα λογικής και βέβαια φιλόσοφος του Τάο και του Ζεν. Το κορυφαίο; Ο τύπος είναι 93 χρονών, να τα εκατοστήσει ο άνθρωπος! Αυτό που λένε ότι το μυστικό της μακροζωίας είναι στην αποφυγή του στρες και στην εξάσκηση του μυαλού ίσως να είναι πιο σωστό απ’ότι νομίζουμε! Όχι τίποτα άλλο, ούτε Aλτσχάιμερ φαίνεται να έχει ούτε τίποτα!
Λοιπόν, θα το σκεφτόμουν να έδινα στο βιβλίο τέσσερα αστεράκια υπό κανονικές προϋποθέσεις. Με έκανε όμως να νιώσω τόσο όμορφα διαβάζοντας το και πρόσθεσε στο σύμπαν μου αυτόν τον πυλώνα έμπνευσης που είναι ο συγγραφέας του, που δεν μπορώ να πω όχι στα πέντε. Ίσως είναι και το ότι το βρήκα χωρίς να το ψάχνω, χωρίς να ξέρω τίποτα για αυτό, σε ένα σκονισμένο παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι, και ότι αυτή η κριτική θα είναι η δεύτερη αναφορά στην ύπαρξη αυτού του βιβλίου σε ολόκληρο τον ελληνικό ιστό, σύμφωνα πάντα με το Google. Τι να κάνω, έχω αδυναμία σε κάτι τέτοια.
ΥΓ: **Τα λάθος κόμματα στην παράθεση είναι του μεταφραστή και οι τόνοι δικοί μου — το βιβλίο δεν έχει ούτε έναν τόνο για δείγμα. Φαντάζομαι το 1990 κάποιοι ριζοσπαστικοί τυπογράφοι θα συνέχιζαν να αντιλαμβάνονται το ακόμα φρέσκο μονοτονικό σαν no-τονικό (το αστέιο αυτό μου πήρε περίπου 3 δευτερόλεπτα να το σκεφτώ· γελάστε τουλάχιστον για το μισό αυτού του χρόνου για να κάνουμε έστω μια υποτυπώδη εξισορρόπηση). Δεν ξέρω γιατί αλλά όλο το βιβλίο σαν γραφή ήταν κακής ποιότητας: μπόλικα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, ενώ η ίδια η μετάφραση είχε ψυχή μεν αλλά κάπου έχανε. Για κάποιον λόγο όμως αυτά τα στοιχεία με κάνουν να το γουστάρω περισσότερο, έχει κάτι από underground με μπόλικο μεράκι.**
Προσωπικές επιλογές από το Animasyros 5.0
Το Animasyros μπορεί να έγινε πριν ενάμισι μήνα σχεδόν όμως μόλις τώρα βρήκα την όρεξη να συνθέσω ένα ποστάκι για τα ωραία πράματα που είδα εκεί. Ίσως να είναι επειδή αυτές τις μέρες βλέπω πολύ animation! 🙂 Περιλαμβάνονται ταινίες πρωτοεμφανιζόμενες, συμμετοχές στο διαγωνιστικό αλλά και επιλογές από αφιερώματα. Ετοιμαστείτε να σας κάνω τον browser σκατά!!
Bendito Machine IV – Fuel the Machines from Zumbakamera on Vimeo.
Silhouette animation με ξεκάθαρο οικολογικό μήνυμα και περιβάλλοντα που θυμίζουν video game – με την καλή έννοια. Από την Ισπανία με αγάπη και guay factor.
Second Hand from Isaac King on Vimeo.
Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους λιγότερο ή περισσότερο στρεσαρισμένους; Πολύ πετυχημένο.
Σε έναν κόσμο όπου αντί για κεφάλια όλοι οι άνθρωποι έχουν γραμμόφωνα και τηλέφωνα, κατα τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ο ιάπωνας γραμμοφωνο-κέφαλος πιανίστας πρωταγωνιστής πάει στη Βενετία για να σπουδάσει σύνθεση μαζί με τη γάτα του που παίζει όμποε και γκο (!). Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πω κάτι άλλο για να σας πω ότι αυτή η ταινία μου κέρδισε την καρδιά. Είναι και από την Αυστραλία, μπουτουγού. Μια ταινία που πολύ θα ήθελα να υπάρχει ολόκληρη κάπου εκεί έξω…
Stop-motion με ένα ψάρι-τενόρο που θρηνεί τον επερχόμενο του χαμό στο τηγάνι. Πρώτο βραβείο στο Animasyros 5.0.
Seven days in the Warsaw ghetto. Ο τίτλος τα λέει όλα.
“Abeyance” from Eleni Miltsi on Vimeo.
Αν έχω δει καλύτερο ελληνικό animation, πολύ απλά δεν το θυμάμαι. Honourable mention στο Animasyros 5.0
LOAD from The Animation Workshop on Vimeo.
Remember The Animation Workshop? Well, they’re at it again!
12 Drawings a Day – 12 Dessins par Jour from Denis Chapon on Vimeo.
Άλλη μια παραγωγή εξ Δανιμαρκίας. 12 ζωγραφιές τη μέρα (1 δευτερόλεπτο κίνησης) για τρία χρόνια. Απίστευτη ιδέα!
Paths of War. Εξαιρετικό 3D το οποίο θα μπορούσε να είναι λίγο πιο μικρό σε διάρκεια. Αξίζει σίγουρα πάντως να το δει κανείς — απλά πείτε μου αν έχετε δει καλύτερα animated dogfights.
Little Quentin from Anikey Studios on Vimeo.
Τοy Story for adults. Oops, spoilers.
BIG BANG BIG BOOM – the new wall-painted animation by BLU from blu on Vimeo.
Απλά… απλά… το’χει. Τι άλλο να πω; What on Earth Happened σε animation. 🙂
Animal Kingdom (2010) from nils hedinger on Vimeo.
Για κάποιο λόγο το βρίσκω ΠΟΛΥ πετυχημένο αυτό εδώ, απλό αλλά δυνατό. Όπως μου αρέσουν. Call me a hippie. Στα τριχωτά αλεπουδίσια μου μουστάκια.
Don Hertzfeldt’s IT’S SUCH A BEAUTIFUL DAY (trailer) from Cinefamily on Vimeo.
Στις προβολές όλοι το βαρέθηκαν αυτό εδώ — λογικό, αφού δεν είχε υπότιτλους και λέει την ιστορία ενός τύπου που αναπτύσει κάποιου είδους εγκεφαλική διαταραχή. Τρέχα γύρευε, πού να καταλάβουν… Από τις πιο συνταρακτικές ταινίες που έχω δει, από αυτές που καταφέρνουν να σε βάζουν για τα καλά στο μυαλό ενός ψυχασθενή που μέρα με τη μέρα χάνεται και περισσότερο — and what a disturbing experience it was indeed (μεταφραστές, think fast: disturbing ή unsettling στα ελληνικά. Δεν μπορώ να βρω κατάλληλη λέξη) . Κανονικά, είναι μεγάλου μήκους (κοντά ~60 λεπτά) αλλά αξίζει. Συνέντευξη με τον Don Hertzfeld εδώ.
Παλιό (1994) αλλά διαχρονικό. Δεν το ήξερα πάντως. Είναι από αυτά τα «σας προκαλώ να μην γελάσετε βλέποντας το». Εμπρός, σας προκαλώ. Δείτε το και προσπαθήστε να μην γελάσετε.
ΚΑΙ σε αυτό σας προκαλώ να μην γελάσετε. Αλλά αυτό είναι ένα αποσβολωτικό, καταπληκτικό μείγμα cyberculture, καφρίλας, political incorrectness στο φουλ, αυτοπαρωδίας και ευρηματικού randomness (καινούργιο challenge για τους μεταφραστές που μπορεί να μας διαβάζουν, αυτή η λέξη). Όχι για όλους.
“Drink” Animated Short Film. from Patrick Smith on Vimeo.
Αυτό το πρώτο του Patrick Smith, δείχνει πόσα διαφορετικά άτομα μπορεί να βγάλει από μέσα σου αυτό το μυστηριώδες ποτό που παίζει τόσο μεγάλο ρόλο στη ζωή μας.
“Handshake” Animated Short Film from Patrick Smith on Vimeo.
“Based on a true story”, είπε σε όλους μας ο Patrick καθώς μας απευθύνθηκε στο Θέατρο Απόλλων της Σύρου (και μετά τον γνώρισα και στο afterparty. Και μπορώ να τον καταλάβω, γιατί κι εμένα όλη αυτή η ιστορία μου φάνηκε γνώριμη… πολύ γνώριμη…
Το Handshake και το Drink να αναφέρω σε αυτό το σημείο ότι είναι εξ ολοκλήρου ζωγραφισμένα στο χέρι. Κι εδώ υποκλινόμαστε και λέμε, φίλε, όταν μεγαλώσω και γίνω animator, θέλω να κάνω τα παιδιά σου, θελω να μου δείξεις την τέχνη, θέλω να συνεχίσεις να είσαι το mancrush μου, oh forget it!
Και τέλος αυτό για το οποίο παραμίλαγα:
Ο τύπος πήγε από τη Λισαβόνα στις Αζόρες και έφτιαξε φιλμάκι animation βασισμένο στα σκιτσάκια που έκανε στο σημειωματάριο του. Το τρέιλερ απλά δεν φτάνει, όπως και για πολλά από τα παραπάνω, να περιγράψει το μεγαλείο. Όχι μόνο Ταξιδιώτης με Τ κεφαλαίο και εραστής της περιπέτειας αλλά και καλλιτέχνης. Πολλά θα είχε να πει για σένα ο Nietzsche, αγαπητέ δημιουργέ.
283 μέρες χωρίς σαμπουάν
UPDATE 21/12/’15: Αυτό το ποστίο μου απ’ το 2012, σύμφωνα με τα στατιστικά του Cubimension, φαίνεται να είναι από τα πιο πολυδιαβασμένα μου· πολύς κόσμος ενδιαφέρεται για την απεξάρτηση από τα σαμπουάν, κάτι που είναι πολυ θετικό. Πάνω από τρία χρόνια μετά, συνεχίζω να μην βάζω σαπούνι ή σαμπουάν στα προς το παρόν αρκετά μακριά μαλλιά μου παρα μόνο 2, το πολύ 3 φορές τον μήνα, και πλέον έχω καιρό να χρησιμοποιήσω σόδα και ξίδι. Γενικά έχω προσέξει ότι όσο λούζομαι το λιγότερο μια φορά τις δυο μέρες μόνο με νερό, τα μαλλιά μου δεν λαδώνουν σχεδόν καθόλου.
Το σαπούνι που ανέφερα ότι χρησιμοποιώ 2-3 φορές τον μήνα είναι το σαπούνι για λιπαρά μαλλιά της Natural Collection με δενδρολίβανο, δαφνέλαιο, λάδι καρύδας, τσουκνίδα κτλ, το οποίο πρόσφατα δοκίμασα και το οποίο με άφησε άφωνο με τα αποτελέσματα του. Ήταν σαν σαμπουάν και conditioner δύο σε ένα, μόνο με αγνά υλικά και χωρίς την προσθήκη τεχνητών ουσιών. Το αγόρασα στο ΣυνΑλλοις για 4€ και το προτείνω ανεπιφύλακτα! Όχι μόνο είναι ένα προϊον εκπληκτικής ποιότητας, είναι και μια αγορά που στηρίζει το δίκαιο και τοπικό εμπόριο.
Aπό τις 17 Ιανουαρίου μέχρι τις 26 Οκτωβρίου που ήταν και η γιορτή μου, δεν χρησιμοποίησα σαμπουάν για τα μαλλιά. Δίνει μια άλλη έννοια στη γνωστή πλάκα «Έκανες μπάνιο; Χρόνια πολλά ρε!», δεν νομίζετε; 😛
Ξέρω τι σκέφτεστε: ΊΟΥ!!! Επιτρέψτε μου όμως να επεκταθώ πριν μετανοιώσετε για κάθε φορά που με ακουμπήσατε τον τελευταίο καιρό.
Διάβασα πρώτη φορά για το NoPoo, όπως λέγεται αυτό το κίνημα, στο πολυαγαπημένο μου σάιτ High Existence κάπου μετά τα Χριστούγεννα πέρσι. Τι λέει το NoPoo; Ότι, σε πρώτη φάση, τα περισσότερα φτηνά και μαζικά παραγώμενα σαμπουάν περιέχουν SLS, το οποίο είναι το βασικό καθαριστικό μέσο τους. Αυτό το SLS (sodium laureth sulfate) το οποίο χρησιμοποιείται και σε πολλά απορρυπαντικά, είναι υπεύθυνο για πολλά προβλήματα στην υγεία των μαλλιών όπως η ψαλίδα και η τριχόπτωση και η χρήση του απαιτεί την χρήση ενός άλλου ακόμα προιόντος, του conditioner, για να ξαναδώσει λίγη από τη λιπαρότητα που μόλις το σαμπουάν δέσμευσε. Κάποιες μελέτες συνδέουν το SLS και με άλλες παθήσεις, όπως έκζεμα, ακμή και ορμονικές διαταραχές, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου, ούτε ξέρω αν οι μελέτες ισχύουν. Τα σαμπουάν έχουν δημιουργήσει σε όλους μας ένα είδος σχέσης εξάρτησης. Τα χρησιμοποιούμε επειδή έχουμε μάθει να τα χρησιμοποιούμε, επειδή το σώμα μας έχει προσαρμοστεί στη χρήση τους και έτσι επηρεάζονται άλλες λειτουργίες του, όπως γίνεται με την καφείνη ή στο άλλο άκρο, την ηρωίνη – όχι, όχι, δεν λέω ότι όποιος λούζεται με σαμπουάν είναι πρεζάκιας! Τι εννοώ;
Τα μαλλιά μας παράγουν φυσικά έλαια για να διατηρούνται ενυδατωμένα και να μην φθείρονται. Επειδή από πολύ μικρή ηλικία πλενόμαστε με σαμπουάν αν όχι κάθε μέρα, σίγουρα κάθε 2 μέρες, ποτέ δεν επιτρέπουμε στα μαλλιά μας να αυτοδιαχειριστούν τη λιπαρότητα τους. Τα καθαρίζουμε από τα φυσικά τους προστατευτικά· το σώμα αντιλαμβάνεται πως το μαλλί χρειάζεται λάδι κι έτσι παράγει μεγάλες ποσότητες μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Το αποτέλσμα; Αντιλαμβανόμαστε το μαλλί μας ως λαδωμένο και αντιαισθητικό και έτσι το λούζουμε και φτου κι απ’την αρχή. Αυτός ο κύκλος δεν σπάει για τους περισσότερους ποτέ στη ζωή μας.
Κι αν τον σπάσουμε;
Οι φανατικοί του NoPoo υποστήριζαν πως μετά από μερικούς μήνες αποχής από το σαμπουάν ένιωθαν τα μαλλιά τους πιο υγιή από ποτέ και τους άρεσε το πως στέκονταν. Έλεγαν ότι είχαν ξεφορτωθεί προβλήματα με την ξηρότητα και την ψαλίδα -είχαμε γνωριστεί κι εμείς με τις εν λόγω κυρίες όταν το μαλλί μου ήταν μακρύ-μακρύ!- και γλύτωναν λεφτά κι απ’την αγορά σαμπουάν! Με λίγα λόγια: παρουσίαζαν τη χρήση σαμπουάν ως εντελώς άχρηστη και άλλη μια πλαστή ανάγκη. Μου φάνηκε ενδιαφέρον όπως και όλες οι προτάσεις εναλλακτικής διαβίωσης που χτυπάνε ευγενικά το κουδούνι του μυαλού σου και σου υπενθυμίζουν πόσο λίγα πραγματικά χρειάζεσαι, αν μόνο επιτρέψεις στο σώμα σου να κάνει αυτό που αριθμοί χρόνων εξέλιξης με πολλά μηδενικά από πίσω το έχουν προετοιμάσει να κάνει!
Το δοκίμασα λοιπόν.
Τις πρώτες εβδομάδες όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο, το μαλλί μου ήταν τίγκα λαδωμένο. Είχα πάει, θυμάμαι, στη Μυτιλήνη για εξεταστική τότε και σιχαινόμουν να το ακουμπήσω. Πολύ περισσότερο σκεφτόμουν ότι όλοι θα με κοίταζαν και θα καταλάβαιναν ότι είχα να χρησιμοποιήσω σαμπουάν εβδομάδες. Κι όμως! Αυτό δεν έγινε ποτέ. Παρ’όλο που ήμουν αρκετά self-conscious (μια ακριβή ελληνική μετάφραση για αυτή τη λέξη παρακαλώ;) για την εμφάνιση της κόμης μου, το πολύ να με ρώτησαν μια-δυο φορές τι είχα κάνει στο μαλλί μου και ήταν έτσι. Το καλύτερο; Λάμβανα και θετικά σχόλια: μου είπαν ότι είναι ωραίο αυτό το λουκ κι ότι μου πήγαινε (εκείνες τις μέρες το χτένιζα πίσω)! Το ηθικό δίδαγμα: στην χειρότερη, οι άλλοι ούτε σε προσέχουν ούτε ενδιαφέρονται τόσο πολύ για το τι κάνεις όσο νομίζεις. Δεν είσαι το κέντρο του σύμπαντος, με όλα τα καλά και τα κακά που μπορεί να σου φέρει η συνειδητοποίηση αυτή.
Ο καιρός πέρασε. Πέρασαν και οι έξι εβδομάδες που γενικά θεωρείται πως είναι ο χρόνος που παίρνει στο μαλλί να συνηθίσει να είναι ανεξάρτητο και να αυτορυθμίζει την παραγωγή ελαίων. Μετά από μια ζωή αποσταθεροποιήσης και καλοπροαίρετης παρέμβασης, είναι λίγο σαν νέος που αφήνει το υπερπροστατευτικό του πατρικό και που του παίρνει λίγο χρόνο να συνηθίσει την ανεξαρτησία. Τα μαλλιά μου λοιπόν άρχισαν να είναι λιγότερο λαδωμένα. Μου άρεσε η υφή τους. Μου άρεσε η όψη τους. Τα ένιωθα κι εγώ υγιή. Από εκεί που τα έλουζα κάθε ένα-δυο εικοσιτετράωρα, δεν λαδώνονταν πλέον για μέρες και μέρες. Ποτέ δεν ήταν τελείως «καθαρά», δηλαδή να τα πιάνεις και να κάνουν ίκου-ίκου. Όμως δεν ήταν και βρώμικα. Αν βρώμιζαν, ένα ντους μόνο με νερό έφτανε για να ξαναείναι καθαρά. Στα γενέθλια μου (40 μέρες μετά την έναρξη του πειράματος) ήταν κάπως έτσι:
Εεεεεμ. Αυτή ήθελα να δείξω:
Αν λίγδιαζαν σε ανησυχητικό βαθμό πάντως, υπήρχε και η εναλλακτική λύση της μαγειρικής σόδας/μηλόξιδου. Στις δύο παραπάνω φωτογραφίες είχα μόλις λουστεί με αυτό το θαυματουργό δίδυμο. Λειτουργούν ως υποκατάστατα του σαμπουάν και του conditioner: η σόδα δεσμεύει το λάδι και τη βρωμιά και το μηλόξιδο δεν τα αφήνει τελείως ξηρά μετά τη σόδα. Και τα δύο πρέπει να είναι σε διαλύματα περίπου 1/10 με νερό. Μια-δυο φορές τον μήνα με αυτά τα δύο και δεν χρειάστηκε τίποτα άλλο. Τις μέρες που έλουζα τα μαλλιά μου έτσι, μάλιστα, συχνά η μάνα μου σχολίαζε ότι «αυτό το σαμπουάν που σου πήρα είναι καλό! Φαίνονται γερά τα μαλλιά σου τώρα». Μου είχε πάρει ένα (υποτίθεται) καλό σαμπουάν για τα λιπαρά μαλλιά. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ένιωθα άσχημα να της πω τι πραγματικά χρησιμοποιούσα. Τελικά βέβαια το έκανα και δεν το πήρε τόσο άσχημα…
Εν τω μεταξύ, κουρεύτηκα, επιμένοντας διακριτικά στην κομμώτρια πως δεν ήθελα να με λούσει γιατί είχα ήδη λουστεί. Πέρασε και το καλοκαίρι και οι βδομάδες που το μαλλί μου ψήθηκε στο αλάτι στη Σαμοθράκη και στη Γαύδο. Λάτρεψα αυτή την αίσθηση του μακροπρόθεσμα αλμυρού μαλλιού! Να περισσότερες φωτογραφίες για του λόγου το αληθές. Δεν ξέρω για εσάς, εμένα πάντως μου αρέσει το καλοκαιρινό «άπλυτο» μαλλί μου.



Το μόνο πρόβλημα που έχω αυτή τη στιγμή είναι μιας ελαφράς μορφής πιτυρίδα, το οποίο όμως δεν μπορεί να έχει να κάνει με την αποχή από το σαμπουάν καθώς πέρσι τέτοια εποχή στη Δανία επίσης το είχα για ένα διάστημα και ήταν και εντονότερο. Λένε ότι είναι της εποχής (δεν ξέρω πώς και γιατί).
Τελικά χρησιμοποίησα σαμπουάν στη γιορτή μου για πειραματισμό. Είχα να χρησιμοποιήσω σαμπουάν πάνω από εννιά μήνες και ήθελα να δω τη διαφορά. Την είδα: ξαναέπιασα ένα μαλλί μαλακό από conditioner να πέφτει ίσιο μπροστά στα μάτια μου. Το αποτέλεσμα; Ο μετρητής απλά έφαγε restart! Το NoPooing ήρθε τελικά για να μείνει! 🙂
Μετά απ’όλα αυτά, ελπίζω να σας κίνησα την περιέργεια. Ορίστε μερικοί λόγοι για τους οποίους θα πρότεινα και σε εσάς να δοκιμάσετε να απέχετε από το σαμπουάν:
- Δίνει ωραία εμφάνιση στα μαλλιά (προσωπική εκτίμηση).
- Γινόνται πιο εύκολοφορμαριστά.
- Αποφεύγετε τα SLS.
- Τα μαλλιά σας γίνονται πιο υγιή χωρίς δική σας παρέμβαση, τα αφήνετε να πάρουν τη φροντίδα τους στα δικά τους χέρια. Θέλω να πω, στις δικές τους τρίχες. Αδένες. Τέλος πάντων.
- Δεν δίνετε χρήματα για σαμπουάν και είδη περιποίησης μαλλιών.
- Μειώνετε την ρύπανση του νερού με σαπουνάδες και συστατικά όπως το SLS καθώς και τα σκουπίδια σας (μπουκάλια σαμπουάν).
- Είναι μια ευκαιρία να πειραματιστείτε με τον εαυτό σας, με τα όρια σας και να υπερβείτε κάποιες ιδέες που μπορεί να έχετε για την εμφάνιση σας.
- Διατηρείτε τη δική σας μυρωδιά! Τα μαλλιά του καθενός μυρίζουν διαφορετικά και κατα την άποψη μου προσθέτουν στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και του σώματος του, όπως είναι η χροιά της φωνής του, το σχήμα της μύτης του, το χρώμα του δέρματος του, ο τρόπος που κινείται ή η αίσθηση του χιούμορ του. Γιατί να αντικαθιστούμε ένα κομμάτι του ποιοι είμαστε με «άρωμα βανίλιας» ή «φρούτα του δάσους»; Εγώ το προτιμώ να μυρίζω «εγώ» και ξέρω ότι η «Δημητρίλα» δεν είναι δυσάρεστη, κάθε άλλο: θυμάμαι όσο ήμουν στη Γαύδο για 6 μέρες πλενόμουν ΜΟΝΟ με αλατόνερο (απ’τις βουτιές στη θάλασσα) και τίποτα άλλο. Δεν βρώμαγα, μύριζα ωραία. Μάλλον ήταν το αλάτι· δεν ξέρω αν ίδρωνα και αν δεν πλενόμουν αν θα μύριζα τόσο ευχάριστα Δημητρίλα. Κάτι μου λέει πως όχι.
- Είναι η αφαίρεση άλλου ενός μικρού τούβλου από τον τοίχο που μας κρατάει μακριά από την αυτοεκπλήρωση μας ή, αν αυτή η λέξη ακούγεται υπερβολικά βαρύγδουπη, από τη δυνατότητα μας να είμαστε αυτάρκεις.
Κάθε φορά που απαλλασόμαστε από άλλη μια πλαστή ανάγκη, γινόμαστε πιο ανεξάρτητοι. Δεν είναι κάτι σημαντικό, εννοείται πως δεν τρέφω αυταπάτες ότι ο κόσμος θα αλλάξει με τρίχες (ε, δεν μπορούσα να αντισταθώ να το χώσω κάπου!). Αν όμως είναι απλά τρίχες, τι μας κρατάει τόσο προσκολλημένους στα φρου-φρου κι αρώματα μας, τι κάνει κάποιους ανθρώπους να αντιδρούν τόσο βίαια ακόμα και στην ιδέα ότι το σαμπουάν μπορεί να μην είναι καθόλου απαραίτητο; Αν δεν μπορούμε να πετάξουμε ακόμα και τα σαμπουάν μας, πώς περιμένουμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο ή να επιβιώσουμε σε αυτή τη σκατίλα που σκαρώσαμε, και στις δύο περιπτώσεις με πολύ λιγότερες ανέσεις από αυτές που έχουμε σήμερα; Αύριο χωρίς χρήματα, πλαστές ανάγκες και ανέσεις, μεθαύριο χωρίς πετρέλαιο, χωρίς τροφή, πιθανόν χωρίς νερό. Γιατί είναι πλέον ξεκάθαρο σε όλους όσοι είναι έτοιμοι να δουν: το οικοδόμημα της ευμάρειας του δυτικού ή παγκοσμιοποιημένου οικονομικο-κοινωνικο-παραγωγικού μοντέλου που ήταν χτισμένο στα θεμέλια μιας ανισόρροπης, ληστρικής, καρκινικής, παρασιτικής πολιτικής, καταρρέει (πωπω αν με πέρνατε για κνίτη από αυτή τη πρόταση δεν θα σας κατηγορούσα!): οι μέρες της «αφθονίας» μας είναι μετρημένες παρελθόν.
Review: The Dispossessed
The Dispossessed by Ursula K. Le Guin
My rating: 5 of 5 stars
A few light years away from Terra, there is a dual system of a planet and a moon, similar to the one back home. The planet, Urras, is a beautiful planet, rich with natural splendour, floral and faunal variety and the kind of society you’d find on Terra: full of social inequalities and a global culture founded on ownership, reflecting almost nothing of its beauty on the lives of the population.
The moon of that planet is Anarres. It has an atmosphere that paints the sky violet but is little more than a large desert with not too much water and only a few species of plants and animals – the most advanced species apart from humans living there are fish. Humans from Urras have settled Anarres 150 years now, in the space-age equivalent of ’30s Catalonia, after a massive social movement in Urras following an important religious/revolutionary figure by the name of Odo forced the Urrasti to make concessions and agree with the revolutionaries to let them put themselves into exile on the moon, founding an anarchist society in the process.
Since then, the Odonians have led quiet, balanced, happy lives on Anarres. Odo’s theories/preachings supported that people are like cells of a single organism, together with the rest of life forming a greater consciousness, and should act the part, leaving ownership and “egoising” behind and focusing on the welfare of the community. Every man’s or woman’s duty in this society is to do the thing they can do and enjoy doing best, similar to a specialised organic cell, so that they should be productive as well as happy and fulfilled in the process: that was her secret of a balanced and healthy society, in tune with its environment and living space. As a sidenote, I’d like to point out here that the same ideology is represented in 1984: that IngSoc is an organism that consists of tiny cells which are the members of the party. It asks a completey different quesion based on that assumption though: “do you die every time you clip your fingernails, Winston?” It uses this train of thought to argue for the survival of the organism even when its individual members have to be eliminated in order to ensure survival of the greater consciousness; quite the opposite of what Odo says, which is that the welfare of the organism depends on individual welfare as well as the co-operation and solidarity between its cells. In both sides of the argument, egoism is repressed, but for completely different reasons.
To return to Odonianism: to allow themselves to have such a lifestyle, people would have to get rid of such distractions as wasteful culture including ownership, money and egoistical behaviour. The experiment worked and the results we catch a glimpse of in The Dispossessed.
People on Anarres share everything, even their homes and their sexual partners — keeping a partner for yourself is regarded as egoistical and equivalent to having them as your property; it is thus disencouraged (as are all possessive pronouns, even when it comes to family relationships) unless it’s for rearing a child. People are free to lead the lives they please as long as they don’t get in the way of their ammars, that is to say their brothers, doing the same.
The protagonist is a guy named Shevek, a name given to him by a computer as is the tradition in Anarres, which ensures the uniqueness of every individual and the uselessness of last names, in turn weakening family ties in favour of a more collective familial sentiment. The reader follows Shevek throughout his life and the problems he has growing up in this society when he is not as sociable as others. You see, he is a scientist, a theoretical physicist with great potential. But what happens when his society, good, balanced and just as it may be, doesn’t allow him to be the best he can be? For games of power exist in Anarres as well, and the person in charge of him in the institute knows the ropes very well; the difference is that the payoff is influence and fame, not money. What should he do: try leaving Anarres for Urras to make his ideas known and accepted there, making the world better in the process, or stay in his society following the norms that forbid most kinds of communication with the outer world?
The answer is given in the first chapter of the book, whence we follow Shevek in his stay in Urras. The book is chronologically mixed up (fittingly, in my opinion, as Shevek’s main goal in his field is to make a unified theory of simulaneous time) and alternately follows Shevek’s backstory in Anarres and his present life in Urras. Both settings were equally satisfying: looking at a foreign anarchist who’s never known anything else coming in contact with “profiteer” (a horrible insult in Pravic) society, is just as interesting as looking at how people have managed to build a fully working bona fide anarchist society in Anarres and the details of their day-to-day existence on the arid planet.
I have divulged this much of the book’s plot for it is not therein that its charm is hidden. I don’t think I’m blurting out spoilers here. There is little mystery or what we’d recognise as development in the story. The feeling it gave me was much less of a thrilling narrative and much more of a beautiful journey in a foreign land. All the other characters apart from Shevek, even perhaps Shevek himself, were there only to guide us through this utopia. The little things the traveller discovers are what make The Dispossessed a zen-like, heart-warming experience: Shevek’s first encounters with animals; his discussion with a Terran embassador; labour allocation in Anarres; the contrast between the placentas being kept after birth in Anarres as part of their zero-waste culture and the huge shopping malls in Urras, which could make any Anarresti physically ill; sex in Urras and how Shevek finds it so foreign and pretentious, and so on.
Furthermore, and I think this is very important, we get a look at the disadvantages of living in an anarchist society as Shevek experiences them; the necessity of sacrificing certain ambitions in favour of the common good, the morality of the question itself, the tendency of people, no matter what political inclination they have and culture they belong to, to grow conservative over time and forget their very own beliefs, growing rigid and rule-abiding rather than flexible and people-friendly, utilitarian rathen than deontological…
“She [Le Guin] invites, as Tolkien does, a total belief”, reads a snippet of a critic on the back-cover of my copy. If a sci-fi novel can make me believe in the existence of a real anarchist society somewhere in the galaxy and by extension in the real possibility of an anarchist society much closer to home, I can’t but heartliy agree with the above snippet.
Review: Ishmael
My rating: 2 of 5 stars
First of all: I read this in its abridged, audiobook edition. I don’t think if it had been longer my opinion might have been any different but I had to share the fact for what it might be worth for. Maybe it influenced more than it would have the impact of what I perceived the book’s short-comings on me. Maybe it being an audiobook pronounced the book’s obvious shortcomings I detail below.
Why 2 stars:
The main point of Ishmael, the gist, the essence, the core of it I agree with. The agricultural revolution 10,000 years ago changed everything for Homo Sapiens. It began the era of the manipulation of other species, be it floral or faunal, it made people settle down and (as Jean-Jacques Rousseau would have it), “enclose a piece of ground and call it theirs[…]”; it created private ownership. It moved people away from their earlier “primitive communist” ways of living and finally it founded civil society and cities. As one can thus etymologically deduce, this event created what we tend to call civlization today.
All this I heartily agree with. A great deal, if not all, of humanity’s problems and imbalances that are now reaching their logical climaxes were created back then, thousands of years before people had even begun making writing stuff down a habit.
What’s wrong then?
-This book is NOT a novel. Why does it pretend to be one? Why does it have a story? Why does it have a stupid guy as its protagonist that answers to every question with a “yes” or a “no”? Why even a guy in the first place with whom practically no-one out of the book’s target audience would be able to identify? Do we have to read these discussions? I honestly grew tired of them very quickly.
In my opinion the Socratic method doesn’t work for written teachings for it does not let the reader figure their own answers out; they only have to keep reading to “get it”, not to say that they might have different answers than the, frankly, unimaginative ones the student comes up with. At the same time as the students don’t really have to think their answers out at all, the teacher gets all condescending and irritating.
-Wouldn’t you say it’s a failure of a book structure?
-Yes.
–The wise gorilla, the book’s namesake. This wise gorilla, complete with his own needless backstory and apparently symbolising the whole of nature apart from humans, has the ultimate solution. His ultimate solution though depends on every student spreading the message to not one, not two, but one hundred others. Really? A hundred? I don’t even have this many acquaintances I am on speaking terms with, if facebook is to be trusted; how would anyone in this age of pluralism of opinion but monolithicism of practice take such bold and life-changing decisions just by listening to me? To return to the subject of the gorilla: he is the front for the writer himself, but his temper with the arbitrarily dim student is short, his arrogance annoying and his bullheadedness and sporadic refusal to teach, completely out of character. Why the whole blasé air?
A funny personal sidenote: because the gorilla was of the talkative kind, I imagined him as wearing clothes, glasses and a hat. Cultural conditioning much.
TLDR: the book has a valuable message but the presentation takes almost all of the value away from it.
«Μόνο το κρέας έχει πρωτεΐνη!»
Κάθε μέρα ανακαλύπτω όλο και περισσότερα θεμέλια στα οποία βασιζόταν ο κόσμος μου μέχρι χτες τα οποία είναι από χώμα ανακατεμένο με υγροποιημένα ψέμματα.
Όταν αφήνεις τον κόσμο σου κομμάτι-κομμάτι να καταρρεύσει και χαίρεσαι γι’αυτό, γιατί ελπίζεις (ελπίζεις μόνο) ότι ο καινούργιος κόσμος ίσως θα μπορεί να είναι πιο αυθεντικός, πώς μπορείς ποτέ να επιστρέψεις στο Matrix*;
*Matrix: πλέγμα, πίνακας. Εδώ, το πλέγμα όλων των κατασκευών οι οποίες αποτελούν μια συναινετική, εθελοντικάή ή μη, ψευδαίσθηση την οποία έχουμε για μοναδική μας αλήθεια.
Review: The Joyous Cosmology
The Joyous Cosmology by Alan Wilson Watts
My rating: 3 of 5 stars
Seldom before have I read 30 pages of printed .pdf so tightly packed with meaning. A lot of it was profound, written in a time when psychedelic substances were a new unexplored area of the human experience. Research was being done on their medical and other properties (with Watts being sceptical about whether the proper environment for relative experimentation really was research laboratories and clinics). It was an innocent time, before the powers that be had really found out about what a gaping hole into their walls of modern vices their initial allowance of the use of LSD and mushrooms had blown.
“The active and the passive are two phases of the same act. A seed, floating in its white sunburst of down, drifts across the sky, sighing with the sound of a jet plane invisible above. I catch it by one hair between thumb and index finger, and am astonished to watch this little creature actually wriggling and pulling as if it were struggling to get away. Common sense tells me that it is the “intelligence” of the seed to have just such delicate antennae of silk that, in an environment of wind, it can move. Having such extensions, it moves itself with the wind. When it comes to it, is there any basic difference between putting up a sail and pulling an oar? If anything, the former is a more intelligent use of effort than the latter. True, the seed does not intend to move itself with the wind, but neither did I intendo to have arms and legs.”
Descriptions of powerful and deep insights only possible during a psychedelic trip are what the meat and potatoes of The Joyous Cosmology is. It’s a journey with the aid of these substances to planes of thought and existence impossible before to reach, far away from the egoistic mind and squarely in the consciousness behind the thinking mind. It’s a story of a temporarily selfless being experiencing the world.
It’s very hard to describe actually. I’m not at all sure if anything from this book stuck with me for good, but I’m not even sure if it’s supposed to, in the same way that powerful psychedelic trips are fleeting and strong cosmological realisations during them feel like dreams after the trip is over. Tim Leary warns in the foreword that this is a difficult book. Perhaps a couple of powerful entheogenic experiences are indeed the correct required “reading” for tackling it. The fact that the substances needed for having these experiences are almost ubiquitously illegal says much more about the laws, the lawmakers behind them and their intentions, than it does about the substances themselves.
Taste the Waste
Οι δημ(ι)οσιογράφοι έχουν απεργία και στην ΝΕΤ έπαιζε απόψε αυτό. Τα σχόλια σχετικά με το πότε είναι πιο χρήσιμη η τηλεόραση, όταν δουλεύει «κανονικά» ή όχι, δικά σας… Και… μου θυμίζει και κάτι άλλο… γραμμένο στα 19 μου… Δεν θέλω να ζω σε αυτόν τον παράλογο κόσμο!
Ένα ντοκιμαντέρ για την παγκόσμια καταστροφή των τροφίμων.Γιατί πετάμε τόσο πολύ; Πώς μπορούμε να σταματήσουμε αυτό το είδος των αποβλήτων;
Εκπληκτικό αλλά αληθινό: Στη διαδρομή από το αγρόκτημα στο τραπέζι , πάνω από τη μισή ποσότητα των τροφίμων καταλήγει στη χωματερή. Το μεγαλύτερο μέρος τους δηλαδή, προτού καν φθάσει στον καταναλωτή!Ακούγεται άρρωστα παρανοϊκή μια τέτοια σπατάλη όταν ο πλανήτης έχει φτάσει τα 7 δισεκατομμύρια και μεγάλος μέρος του πληθυσμού υποφέρει από πείνα ή ασθένειες που σχετίζονται με τον υποσιτισμό. Όμως ο τομέας της παραγωγής και διάθεσης των τροφίμων μέσα από μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, ο οποίος έχει αναπτυχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, ενδέχεται να ζει σε άλλον πλανήτη από τον δικό μας.
Δύσκολα μπορεί να εξηγήσει κανείς το γιατί τα σούπερ μάρκετ αποσύρουν και καταστρέφουν ακόμη και τρόφιμα που δεν έχουν λήξει. Το γιατί οι ημερομηνίες λήξης που βάζουν οι εταιρείες γίνονται όλο και πιο σύντομες, κάνοντάς μας να πιστεύουμε ότι προσέχουμε την υγεία μας κάθε φορά που πετάμε ένα γιαούρτι που υποτίθεται ότι έληξε χτες. Είναι απλώς ένας τρόπος να ενθαρρύνουν την αγορά και όχι τη κατανάλωση της τροφής που αγοράζουμε. Μάρτυρας αυτής της παράλογης κατάστασης είναι οι κάδοι απορριμμάτων των μεγάλων σούπερ μάρκετ όπου τα μισά τρόφιμα είναι απολύτως κατάλληλα για να φαγωθούν.
Και όταν λέμε στα παιδιά μας να μην πετούν το φαγητό τους γιατί υπάρχουν άλλα παιδιά στον κόσμο που πεινάνε, έχουμε τελικά δίκιο. Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ, ακριβώς επειδή πλέον ολόκληρος ο πλανήτης αγοράζει την τροφή του από την ίδια, παγκόσμια αγορά, λιγότερη σπατάλη σημαίνει χαμηλότερες τιμές και άρα περισσότερη τροφή για όλους. Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι η τροφή που πετιέται χωρίς να έχει χαλάσει, αρκεί για να θρέψει τους πεινασμένους του πλανήτη τρεις φορές.